Monday, March 31, 2008

Φράουλες και Αίμα

Έρευνα : Ντίνα Δασκαλοπούλου, Μάκης Νοδάρος

Φωτογραφίες : Γιάννης Λιάκος*

Η Νέα Μανωλάδα είναι η «πατρίδα της φράουλας». Βγάζει το 90% της εθνικής παραγωγής. Ενα πραγματικό αρχοντοχώρι, με φαρδείς δρόμους και καλοκαμωμένα σπίτια και δυο πλατείες για την απογευματινή βόλτα.

Το χωριό είναι μικρό: 2.000 κάτοικοι, 3.500 με τους μετανάστες. Το καλοκαίρι άλλοι 1.500 ξένοι εργάτες συρρέουν εδώ από όλη την Πελοπόννησο για την συγκομιδή του καρπουζιού. Το χωριό έχει 30 μικράκια στο νηπιαγωγείο κι ένα δημοτικό σχολειό με 100 περίπου παιδιά. Για γυμνάσιο και λύκειο πηγαίνουν σε άλλα, μεγαλύτερα χωριά. «Αλλά δεν έχουν αγωνία, δεν έχουν άγχος τα δικά μας τα παιδιά.

Το μέλλον τους το εξασφαλίζει η γη». Το χωριό έχει κάποια εμπορικά, μερικές καφετέριες και κάποια ταβερνεία. Αυτή είναι όλη κι όλη η ζωή του. Απλή, λιτή, συμμαζεμένη. Νοικοκυρεμένη. Επιτέλους και μια ιστορία επιτυχίας. Επιτέλους και κάποιοι έλληνες δουλευταράδες, ανοιχτόμυαλοι, ριζοσπαστικοί και πετυχημένοι.

Οι αγρότες σε άλλες περιοχές της χώρας συζητούν «το φαινόμενο του κόκκινου χρυσού» ενώ τα πιο έγκυρα εξειδικευμένα έντυπα εξαίρουν «την αλλαγή νοοτροπίας, το πνεύμα συνεργασίας και εξωστρέφειας των παραγωγών». Ενθουσιασμένοι οι ευρωπαίοι διακινητές, ξετρελαμένοι οι ευρωπαίοι καταναλωτές.

Πως το καταφέρνουν; Τι διαθέτουν ετούτοι οι Πελοποννήσιοι που σε όλους τους άλλους διαφεύγει;

Οι άνθρωποι εδώ είναι ανοιχτόκαρδοι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπει ξένος στον καφενέ και να μην τον κεράσουν λίγο από το εξαιρετικό κόκκινο κρασί τους ή έναν μεζέ από τη σούβλα τους. «Η ζωή μας άλλαξε το 2005 με την συμμετοχή μας στην Fruit Logistica» δηλώνουν οι πρωτοπόροι αυτοί αγρότες.

Όπου «Fruit Logistica» η μεγαλύτερη έκθεση φρούτων και λαχανικών που γίνεται κάθε χρόνο παγκοσμίως! Κι έχουν κάθε λόγο να είναι χαρούμενοι: αν συνεχιστεί η καλή πορεία του προϊόντος και τα επόμενα δυο χρόνια, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην περιοχή θα φτάσουν τα 10.000 στρέμματα!

Μόνο μια "μικρούλα" λεπτομέρεια αμαυρώνει αυτήν τη χρυσή επιχειρηματική εικόνα. «Αντιμετωπίζουμε οξύ στεγαστικό πρόβλημα με τους εργάτες» δηλώνουν οι παραγωγοί στα ευρωπαϊκά φόρα.

Οπότε, σχεδιάζοντας ένα διήμερο στην ιστορία της ελληνικής επιτυχίας, λέω να ξεκινήσω από τα πιο σκούρα για να τελειώσω με τα καλύτερα. Αρχίζω λοιπόν με το «οξύ στεγαστικό πρόβλημα».

Γύρω από το χωριό απλώνονται τέσσερις παραγκουπόλεις. Μια σε κάθε σημείο του ορίζοντα. Οδηγώ μέσα στο σκοτάδι που γίνεται ολοένα και πιο πυκνό. Στρίβω αριστερά και μπαίνω σε έναν καρόδρομο της συμφοράς. Δεν βλέπω τίποτα. Σβήνω τη μηχανή κι αφήνω τα μάτια μου να συνηθίσουν το μαύρο. Πρώτα διακρίνεις τα αστέρια. Και μετά το περίγραμμα των δέντρων. Κι ύστερα κάτι ακαθόριστους όγκους. Καλύβια, παράγκες, παραπήγματα. Κι ύστερα προβάλλουν οι σκιές.

Δεν βλέπω πρόσωπα, δεν βλέπω μάτια. Μόνο σφίγγω χέρια, κάποιος με χτυπάει στην πλάτη, μια γυναίκα γαντζώνει το μπράτσο μου. «Δεν πειράζει που δεν έχουμε φως, που δεν έχουμε νερό. Μεροκάματο δεν έχουμε». Μιλάει σπαστά ελληνικά, παρόλο που ζει ήδη 5 χρόνια στην Ελλάδα. Η ίδια δηλώνει τσιγγανοβουλγάρα από το Ρούσεν. Είναι κι άλλοι δικοί σου εδώ; «Πολλοί. Εδώ στη δικιά μας γειτονιά είναι Βούλγαροι, Τσιγγανοβούλγαροι και Ρουμάνοι. Παραπέρα, είναι από άλλες χώρες. Να φύγεις τώρα γιατί άμα σε δει το αφεντικό, δεν θα με πάρει ούτε αύριο στη δουλειά».

Συνήθως οι παραγκουπόλεις χτίζονται στις παρυφές του αστικού ιστού, αυθόρμητα και άναρχα. Εδώ το επιχειρηματικό δαιμόνιο ορισμένων ντόπιων πήγε ένα βήμα παραπέρα: νοικιάζουν τα χωράφια τους στους μετανάστες για να στήσουν την παράγκα.

«Κάποιος ξερίζωσε μέχρι και το αμπέλι του για να στήσει τις ρουμς-του-λετ τενεκεδουπόλεις» λέει ένας κάτοικος που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «100-150 ευρώ το μήνα πληρώνουν για να στήσουν το παράπηγμα που συνήθως παίρνει νερό και ηλεκτρικό – παρανόμως εννοείται – από κάποιο καλύβι όπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού βάζει τα εργαλεία του. Εννοείται επίσης ότι πληρώνουν και το νερό και το ηλεκτρικό».

Μια βόλτα στις παραγκουπόλεις της Νέας Μανωλάδας αρκεί για να επιβεβαιωθεί η πληροφορία.

«Τώρα είναι πολύ καλά, δόξα στον Αλλάχ. Το πρόβλημα ήταν πιο παλιά, όταν έπρεπε να πάρουμε τις βεβαιώσεις. Κι έχω και καλό αφέντη, ο δικός μου με πληρώνει πάντα. Θα πάρετε ένα τσάι;» Στην παράγκα που ο Μοχάμεντ μοιράζεται μαζί με άλλους επτά συγχωριανούς του από το Μπαγκλαντές, η τηλεόραση παίζει χαμηλά βίντεο-κλιπ: μια γκόμενα χαριεντίζεται με τα κύματα και τραγουδάει. Στα μπανγκλά ασφαλώς και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Γενικώς. Τι εννοείς για τις βεβαιώσεις; Και τι εννοείς ότι ο αφέντης σε πληρώνει; Και το εννοείς αυτό το «αφέντης», γαμώτο μου;

Εννοεί ότι κάποιοι υπάλληλοι του δήμου πλούτισαν νομιμοποιώντας με πλαστά έγγραφα τους αλλοδαπούς εργάτες. Αυτό διαπιστώθηκε μετά από την έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ η οποία απέδωσε ευθύνες, εκτός των άλλων και σε αιρετό εκπρόσωπο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που γνώριζε αλλά σιωπούσε.

Στην κομπίνα συμμετείχαν και πολλοί ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων που έχουν δηλώσει επάγγελμα αγρότη. Πολλοί εξ αυτών χορηγούσαν έναντι 300-500 ευρώ εκάστη, δεκάδες υπεύθυνες δηλώσεις εργασίας στους αλλοδαπούς για δήθεν μεροκάματα που είχαν κάνει με σκοπό οι τελευταίοι να τις χρησιμοποιήσουν μαζί με άλλα έγγραφα του ΟΓΑ στην έκδοση αδειών παραμονής τους.

Κι όταν ο Τζαμάλ είναι χαρούμενος γιατί απλώς πληρώνεται, εννοεί ότι το αφεντικό δεν τον καρφώνει στους μπάτσους στο τέλος της σεζόν. Πρακτική διαδεδομένη και σε αυτήν την περιοχή, όπως και σε όλη την Ελλάδα. Ο λαθρομετανάστης ή ο πρόσφυγας δουλεύει ολημερίς στο χωράφι σου. Τρεις μήνες μετά, όταν έρχεται η ώρα της πληρωμής, τον καρφώνεις στον μπάτσο. Ο οποίος δεν τον έχει δει όλο το προηγούμενο διάστημα και, ξαφνικά, τον ανακαλύπτει! «Που είναι τα χαρτιά σου;» τον ρωτάει. «Δεν έχω χαρτιά», ψελλίζει αυτός. Ιδού πως εξατμίζεται το εργατικό κόστος, υπουργέ!

Οδηγώ προς τον τρίτο καταυλισμό. «Από εδώ η κόρη μου η Σάσα. Είναι μεγάλο κορίτσι πιά και μας βοηθάει. Την παίρνουμε κάθε μέρα στα χωράφια». Ο περήφανος πατέρας ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του μεγάλου κοριτσιού. Εκείνη παίζει τα μαλλιά της και μου χαμογελάει μέσα από τα σάπια δόντια της. «Πόσο χρονών είσαι;» Δεκαπέντε. «Σχολείο πας;» Ποτέ. «Στον γιατρό;» Παίρνει ντεπόν. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήρθαν εδώ κάποιοι ακτιβιστές, έχουν να δουν γιατρό αυτοί οι άνθρωποι. Οπότε, πονάει κεφάλι; Ντεπόν. Πονάει στομάχι; Ντεπόν; Κάηκαν μαγειρεύοντας; Ντεπόν.

Ζουν πολλά παιδιά εδώ στην τρίτη παραγκούπολη κι ακόμα περισσότερα ζουν σε μικρά διαμερίσματα στην Λάππα, την Βάρδα και τα γύρω χωριά. Ελάχιστα πηγαίνουν σχολείο – τα περισσότερα βγαίνουν από πολύ μικρά στη δουλειά. Με μειωμένο μεροκάματο. «Γιατί μαζεύει λιγότερες φράουλες. Φυσικό». Πολύ φυσικό το θεωρεί ο μπαμπάς της Σάσας. Οπως κι ότι η Σάσα δουλεύει. Ο μπαμπάς, η μαμά και η Σάσα σηκώνονται κάθε μέρα στις 4. Πρώτη κίνηση να ανοίξουν την τηλεόραση. Στη δική τους παράγκα έχουν ρεύμα, έτσι κάθε πρωί μαθαίνουν τα νέα της πατρίδας.

Πίνουν δυνατό τσάι – γάλα η Σάσα «γιατί είναι παιδί». Κι ύστερα πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία της Μανωλάδας για να τους φορτώσει στην καρότσα το αφεντικό και να τους πάει στο χωράφι. Η οικογένεια είναι από τις τυχερές: καταρχήν έχουν δουλειά κι έπειτα δουλεύουν για τον ίδιο γαιοκτήμονα εδώ και χρόνια.

Οι υπόλοιποι στην πλατεία περιμένουν να τους διαλέξουν. Πως; Με ποιά κριτήρια; Τα γερά μπράτσα και τις φαρδιές πλάτες, για τους άντρες που κουβαλάνε τα χώματα και σκάβουν τα χωράφια. Την ευλυγισία, για τις γυναίκες που σκύβουν ανάμεσα στα στενά αυλάκια του θερμοκηπίου για να μαζέψουν τις φράουλες. «Η Ελλάδα μας κάνει την χάρη και μας ανέχεται. Στη Βουλγαρία η Σάσα και η γυναίκα μου θα ήταν πουτάνες κι εγώ άνεργος. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι και να φύγεις τώρα, σε παρακαλώ, γιατί θα έρθει το αφεντικό».

Γύρω στις 6.30 το πρωί, οι τυχεροί της ημέρας έχουν στοιβαχτεί στις καρότσες των γαιοκτημόνων. Θα μαζεύουν ασταμάτητα φράουλες μέσα στα θερμοκήπια. Αν η θερμοκρασία έξω είναι στους 25 βαθμούς μέσα «στα πλαστικά» εκτινάσσεται στους 40°! Σκυφτοί πάνω από τα αυλάκια ξεχορταριάζουν και συλλέγουν τα φρούτα για επτά ώρες, με ένα μικρό διάλειμμα 15 λεπτών.

«Φέρνουμε δικό μας φαγητό, όμως τώρα μας δίνουν νερό. Και μετά τις κινητοποιήσεις παίρνουμε περισσότερα χρήματα». Και τι παίρνετε Ελιά; 22 ευρώ, οκτώ λιγότερα από τον ανειδίκευτο. Κι όταν χρειαστεί να δουλέψουν υπερωρίες μετά τις 5 το απόγευμα μέχρι το βράδυ, παίρνουν 3,5 ευρώ την ώρα.

Ο Ελιά είναι Αλβανός και θυμάται ακόμα τις κινητοποιήσεις του 1999. Τότε οι Αλβανοί της περιοχής αντέδρασαν και οργάνωσαν την πρώτη απεργία. Ο κοινωνικός αυτοματισμός λειτούργησε και εκεί. Οι ξένοι εργάτες άρχισαν να δέρνονται μεταξύ τους και η πρώτη «εξέγερση» πνίγηκε στο αίμα. Το δικό τους αίμα. Όμως τελικά κέρδισαν. Λίγο μεγαλύτερα μεροκάματα και δροσερό νερό.

Στις 2 το μεσημέρι η δουλειά σταματά. «Α, η οικογένεια είναι αξία. Εμείς τρώμε όλοι μαζί το μεσημέρι γύρω από το τραπέζι». Ο, ας τον πούμε, κυρ-Πέτρος είναι γύρω στα 50, βιαστικός και κουρασμένος. Η ρυμούλκα του τρακτέρ του είναι γεμάτη Πακιστανούς και Ινδούς. Θα τους ξεφορτώσει στην πλατεία για να γυρίσει σπίτι και να πει την προσευχή στο τραπέζι. Από την καρότσα του κυρ Πέτρου πηδάει ο Τζεμάλ.

Εμείς θα κάτσουμε για μεσημεριανό στο δικό του τραπέζι. «Πίσω στην πατρίδα διάβαζα ένα βιβλίο για τον Μεγαλέξανδρο. Για αυτό ήρθα στην Ελλάδα, επειδή οι ΄έλληνες είναι τόσο σπουδαίοι. Το χωριό μου στο Μπαγκλαντές λέγεται Κουμινλά. Με το πόδι πέρασα στο Πακιστάν. Μετά, πόδι πόδι, πήγα στο Ιράν. Μετά πάλι πόδι, στην Τουρκία. Σε κάθε χώρα πλήρωνα τον κομάντο 800 δολάρια. Κάθε χώρα, άλλο κομάντο. Αυτός ξέρει τα περάσματα και μας ταΐζει. Το πιο ακριβό πέρασμα είναι από Τουρκία σε Ελλάδα. Αυτό 2000 δολάρια». Πόσο άθλια μπορεί να είναι η ζωή στο χωριό του για να πουλήσει σπίτι και χωραφάκι ώστε να έρθει εδώ;

Εδώ μαγειρεύει με το ίδιο νερό που ποτίζονται τα χωράφια. Κοιμάται σε μια παλέτα με μια κουρελού. Το τζαμί του είναι μια παράνομη παράγκα. Δεν μπορεί να βγει για βόλτα γιατί φοβάται μήπως τον σταματήσει ο μπάτσος. Κι ακόμα χειρότερα, δεν είναι καθόλου ελεύθερος. «Δεν έχει σημασία. Δεν είμαι ελεύθερος, είμαι όμως ζωντανός. Στο Μπαγκλαντές έχει ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία. Δεν είναι, όμως, όπως εδώ. Αν εκεί έρθει ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση θα σκοτώσει όποιον είναι Νέα Δημοκρατία».

Ο Τζαμάλ, λοιπόν, παίρνει τα 22 του ευρώ και είναι ζωντανός στην Νέα Μανωλάδα. «Ξένος ως και στην χαρά του», κάθε απόγευμα πηγαίνει βόλτα στην κεντρική πλατεία, ψωνίζει δυο ψιλοπράγματα στο μίνι μάρκετ, τρώει παγωτό και πηγαίνει νωρίς στην παράγκα. Δεν έχει πολλές σχέσεις με την τοπική κοινωνία ούτε εκείνη μαζί του.

Εισπράττει το μεροκάματό του και μετά σαν κύριος πληρώνει τους λογαριασμούς του: 1 ευρώ την ημέρα για το νοίκιο της παράγκας, 3 ευρώ την ημέρα στον νταβατζή του (τον τοπικό μαφιόζο, δηλαδή, που εισπράττει τα χρήματα ως προστασία), 5 ευρώ την ημέρα για το φαγητό του. Βάλε σε αυτά και τα λεφτά που βάζει στην άκρη γιατί χρωστάει σε συγγενείς από τους οποίους δανείστηκε, για να πληρώσει τους τράφικερς που τον έφεραν στην Ελλάδα. Ο Τζαμάλ δουλεύει για 5 ευρώ την ημέρα.

«Η τοπική κοινωνία είδε στους λαθρομετανάστες ένα εργαλείο με πολλαπλά οφέλη». Ο άνθρωπος που μας μιλάει, οδήγησε από την Νέα Μανωλάδα μέχρι την Κυλλήνη για να μας δει. Φοβάται να σπάσει τη σιωπή των χωριανών του, «που δουλεύουν υπό την προκλητική ανοχή των τοπικών αρχών».

Σε αυτό το χωριό, που πνίγεται σε νέφη διοξινών και καταστρέφει με τα χημικά τον υδροφόρο του ορίζοντα, υπάρχει και μια μειοψηφία που αντιστέκεται. Και που προσπαθεί να κινητοποιήσει τις δημοτικές και νομαρχιακές αρχές, την αστυνομία, την κεντρική εξουσία. «Είμαστε από χέρι χαμένοι. Τι να πεις όταν ο Δήμος αντί να χτίσει σπίτια για τους μετανάστες, παραχωρεί την έκταση για να χτιστεί γήπεδο του γκολφ; Τόσοι πολλοί είναι πιά οι παίκτες του γκολφ σε αυτή τη χώρα; Η, όταν ο αστυνομικός που καλείται να ελέγξει κάποιον τσιφλικά είναι συγγενής του;»

Οι πληροφορίες μας λένε πως οι μικροί γαιοκτήμονες «νοικιάζουν» με τη μέρα εργάτες, οι τσιφλικάδες όμως έχουν τους «δικούς» τους. «Οι τσιφλικάδες έχουν δημιουργήσει παράνομους, άθλιους καταυλισμούς με παραπήγματα από πλαστικό και καλάμια. Οι εργάτες πληρώνουν ενοίκιο για να ζουν χωρίς θέρμανση, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς τα στοιχειώδη μέτρα υγιεινής.

Και οι τσιφλικάδες παίρνουν πίσω το μεροκάματο που δίνουν στους εργάτες, εφαρμόζοντας την πρακτική των μεγάλων κλειστών ξενοδοχειακών μονάδων: μέσα στα χωράφια λειτουργούν παράνομα μίνι μάρκετ από τα οποία αναγκάζουν ο καθένας τους "δικούς του" εργάτες να ψωνίζουν καθημερινά διάφορα προϊόντα τα οποία δεν υπόκεινται σε αγορανομικό ή υγειονομικό έλεγχο». Αυτή την πληροφορία (που ερχόταν συνεχώς από διαφορετικές πηγές, μετανάστες και κατοίκους) ακολουθήσαμε και για αυτό επιμείναμε να δούμε όλους τους καταυλισμούς.

Τρεις μόλις μέρες αργότερα η πληροφορία θα επιβεβαιωνόταν: ο τσιφλικάς όταν αντιλήφθηκε την έρευνα του «Εψιλον» σήκωσε μέσα σε μια νύχτα το παράνομο μίνι μάρκετ και το μετέφερε σε μικρή ρεματιά, μακριά από τους ενοχλητικούς. Και όντως, δεν προλάβαμε να το δούμε με τα μάτια μας.

Αν τα άλλα τρία σημεία του ορίζοντα είναι σημαδεμένα από τις παράγκες, αν εκεί οι άνθρωποι ζουν σκυφτές και μισοελεύθερες ζωές, τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που θα έβλεπα στον τελευταίο και ίσως μεγαλύτερο καταυλισμό.

Δεκάδες θερμοκήπια στη σειρά, αριθμημένα, περιφραγμένα με συρματόπλεγμα. Προβολείς φωτίζουν το κέντρο του καταυλισμού – μέσα στα θερμοκήπια κεριά. Κανένας δεν ξέρει πόσοι εργάτες ζουν εδώ. Είναι πάντως δεκάδες – μπορεί και 500. Στην άκρη του καταυλισμού οι τουαλέτες τους: παραπήγματα από καλάμια και πλαστικό με μια τρύπα στη μέση. Όλα τα λύματα πέφτουν σε ένα μικρό ποτάμι που οδηγεί στην προστατευόμενη από τη συνθήκη Ραμσάρ λιμνοθάλασσα του Κοτυχίου.
Είναι νύχτα και οι εργάτες κάνουν βόλτες, απλώνουν μπουγάδες, μαγειρεύουν. Κανένας δεν με προσκαλεί στην παράγκα για τσάι, κανένας δεν μου ανοίγει την πόρτα, κανένας δεν θέλει να μου μιλήσει. Οι γυναίκες με οδηγούν στους άντρες τους.

Πολύ γρήγορα, πολύ συνοπτικά το άτυπο συμβούλιο μού ανακοινώνει μέσα στο μισοσκόταδο την ετυμηγορία του: «Να φύγεις αμέσως από εδώ. Για ό,τι θέλεις, να ρωτήσεις το αφεντικό.» «Πόσο χρονών είσαι», ρωτάω ένα αγόρι που στέκεται δεξιά μου με τα χέρια στις τσέπες. «Δεκατέσσερα», μου απαντάει. «Δουλεύεις;», ξαναρωτάω. «Ασφαλώς, δεν είμαι τεμπέλης». «Τώρα κυρία πρέπει στ’ αλήθεια να φύγετε. Τώρα!».

Ο επιστάτης εμφανίζεται καβάλα στο μηχανάκι του και κόβει βόλτες γύρω από τον καταυλισμό. Είναι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών επιτηρητής, που εποπτεύει καθημερινά τους εργάτες.

Ο ίδιος το επόμενο πρωί περιπολεί ασταμάτητα την παραγκούπολη όσο βρίσκομαι εκεί. Ο επιστάτης καβάλα γύρω γύρω από το συρματόπλεγμα και οι εργάτες να εξαφανίζονται μόλις με βλέπουν στη γωνία.

Ο επιστάτης να μαρσάρει κι εγώ γονατιστή, έξω από την παράγκα να μιλάω σε ανθρώπους που βλέπω μόλις τα μάτια τους μέσα από μικρές τρύπες στο πλαστικό. Ο επιστάτης να στριφογυρίζει όλο και πιο κοντά και οι εργάτες να χώνονται όλο και πιο βαθιά στο θερμοκήπιο, που είναι το σπίτι τους.

Δεν ξέρω με πόσες διαφορετικές προφορές άκουσα το ρήμα «φοβάμαι». «Φοβάμαι» σε τόνο βουλγάρικο, «φοβάμαι» σε τόνο τσιγγάνικο, «φοβάμαι» σε τόνο ανατολίτικο. Φοβάμαι πάντως σε σπαστά ελληνικά. Και σε λίγο θα άρχιζα να φοβάμαι κι εγώ.

Γιατί από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν έκανα ούτε ένα βήμα μόνη μου. Το σαραβαλάκι μου το ακολουθούσαν μονίμως ένα μαύρο αγροτικό πολυτελείας κι ένα μηχανάκι. Και πληροφορούμαι πως διάφορα περίεργα τηλεφωνήματα άρχισαν στις αρχές του τόπου. «Τι είναι αυτοί οι Αθηναίοι ρουφιάνοι; Μαζέψτε τους».

Στους εργάτες όλων των καταυλισμών έπεσε σύρμα να μην μας μιλάνε, να μην μας ανοίγουν τις πόρτες τους. Ακόμα χειρότερα, άρχισαν να εκτοξεύονται απειλές στους κατοίκους της Νέας Μανωλάδας από κάποια αόρατα μεγάλα αφεντικά. Κάπως έτσι μάθαμε πως στην περιοχή «με 2.000 ευρώ θα σε ξαπλώσουν κάτω».

Το δυστύχημα είναι πως όταν εγώ τηλεφώνησα σε κάποιο μεγάλο αφεντικό, δεν δέχτηκε καν να με συναντήσει. Έτσι, δεν είχα τη χαρά να συναντήσω «τον μεγαλύτερο Έλληνα φορολογούμενο αγρότη», όπως μου συστήθηκε. Και δεν μου έλυσε την απορία «τι ρόλο βαράω». Γιατί «ο μεγαλύτερος φορολογούμενος Έλληνας αγρότης» ξέρει, λέει, για ποιούς δουλεύω και ποιοί με έβαλαν να κάνω όσα κάνω. Πριν προλάβω να μάθω κι εγώ, μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα.

Κι έτσι φεύγω από την Βουπρασία με πολλές απορίες. Οι «Stereo Nova» τραγουδούν δυνατά για την «τελευταία άκρη απ' το σχεδιάγραμμα της οικονομίας». Για τους λαθραίους, τους παράνομους, τους αόρατους εργάτες της Ευρώπης. Για όλους αυτούς που φτιάχνουν «το θαύμα της φράουλας» στην Ισπανία, το «θαύμα της ντομάτας» στη Νότιο Ιταλία, τον «κόκκινο χρυσό» στην Ελλάδα. Είναι «τα φαντάσματα μιας σκοτεινής κοινωνίας».

*Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 30-3-2008. Την αναδημοσιεύουμε ύστερα από επιστολή των συγγραφέων. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους του ρεπορτάζ, η πρώτη αντίδραση των τοπικών αρχών ήταν να διώξουν με επιχείρηση σκούπα τους ξένους εργάτες. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στην Ντίνα Δασκαλοπούλου 697433323.

METRO Athens overnight

To METRO Athens overnight project ξεκίνησε ως μια κίνηση διεκδίκησης της μεταμεσονύκτιας λειτουργίας του Μετρό της Αθήνας στις 31 Ιανουαρίου 2008 μέσα από την πλατφόρμα του δημοφιλούς Facebook.

Μέσα σε 1 μόλις μήνα η κίνηση στο facebook συγκέντρωσε πάνω από 10.000 μέλη τα οποία υποστήριξαν το - για πολλούς κατοίκους του λεκανοπεδίου - αναγκαίο μέτρο της επέκτασης της λειτουργίας του Μετρό σε μεταμεσονύκτιες ώρες. Η υποστήριξη από τη συγκεκριμένη πλατφόρμα (facebook) συνεχίζεται αμείωτα, ωστόσο διαφαίνεται η άμεση ανάγκη περαιτέρω προώθησης της κίνησης αυτής.

Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια διαδικτυακή κίνηση συλλογής υπογραφών, η οποία είναι διαθέσιμη στο από τις 27 Μαρτίου 2008.

Αν συμφωνείτε με τη μεταμεσονύκτια λειτουργία του Mετρό της Αθήνας ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ στην παρακάτω ιστοσελίδα.

Συλλογή υπογραφών --> http://www.petitiononline.com/metroath/ <-- Συλλογη υπογραφών

Σχετικές ιστοσελίδες
- - - - - - - - - - - - - - - -

http://metroathens.openproject.gr/

http://www.facebook.com/group.php?gid=8364843810

http://www.petitiononline.com/metroath/

Sunday, March 30, 2008

Το στοίχημα του Βελτρόνι

Από τη Μαρσέλ Παντοβάνι*

Το πράσινο χρώμα βρίσκεται παντού: στις σκηνές των θεάτρων· στα βήματα των ομιλητών, που έχουν στηθεί σε όλα τα κινηματοθέατρα της επαρχίας· στις σημαίες που κυματίζουν οι οπαδοί των «δημοκρατικών» στις συγκεντρώσεις ·στην καρότσα του λεωφορείου που μεταφέρει τον Βάλτερ Βελτρόνι (Walter Veltroni) και το επιτελείο του από πόλη σε πόλη, σε έναν εξαντλητικό «γύρο» της Ιταλίας, που περιλαμβάνει τρεις ή τέσσερις συγκεντρώσεις την ημέρα.

Ξαναβρίσκουμε το πράσινο χρώμα στα καλύμματα των αναπαυτικών καθισμάτων, στο εσωτερικό του λεωφορείου. Στα πράσινα είναι ντυμένο ακόμα και το κρεβάτι όπου αναπαύεται ο ηγέτης της κεντροαριστεράς, ανάμεσα σε δύο συγκεντρώσεις, προστατευμένος από παχιές (πράσινες) κουρτίνες.

Αυτή η διαρκής παρουσία του πράσινου είναι ένα ισχυρότατο πολιτικό σύμβολο. Όπως είναι και το -μοναδικό- σύνθημα της εκστρατείας του: «Si puo fare» («μπορεί να γίνει»), με τη διευκρίνιση «μπορούμε να νικήσουμε, μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε την Ιταλία». Ούτε ίχνος φυσικά, από σφυροδρέπανα ή κόκκινες σημαίες.

Δεν τίθεται καν θέμα να ακουστεί στις συγκεντρώσεις το «παντιέρα ρόσα», πόσο μάλλον η «διεθνής». Στο κινηματοθέατρο «Τζιουλιέλμι» της Μάσα Καράρα, στην «πιάτσα ντελι έρμπε» της Μάντοβα, στο «παλέ ντε σπορ» του Φόρλι, στο θέατρο «Απολόνιο» του Βαρέζε, ο μόνος ύμνος που ακούγεται είναι ο εθνικός («l'Italia s'è desta»-«η Ιταλία ξύπνησε»).

Μήπως η Ιταλία επλήγη έξαφνα από οξεία εθνικιστική κρίση; Όχι. Απλά, η χώρα κοιλοπονάει το «δημοκρατικό κόμμα» (PD).

Χρισμένος στις 14 Οκτωβρίου από 3.5 εκατομμύρια πολίτες (πολίτες, όχι κομματικά μέλη), ο ηγέτης της κεντροαριστεράς ο Βελτρόνι νιώθει πράγματι ως εντολέας μιας εθνικής αποστολής: της γερής θεμελίωσης αυτού του νέου κόμματος, που συσπειρώνει ταυτόχρονα τον κοινωνικό καθολικισμό, τον ιταλικό κομμουνισμό και τη διάχυτη επιθυμία για μεταρρυθμίσεις.

Αυτός ο εν τη γενέσει του (μετά τις προκριματικές εκλογές του 2005 και του 2007) πολιτικός φορέας αποδεικνύει για μία ακόμα φορά την ευρηματικότητα της ιταλικής αριστεράς που λειτουργεί για μία ακόμα φορά σαν εργαστήριο για ολόκληρη την ευρωπαϊκή αριστερά: κατ' αρχήν ο Βελτρόνι κατέρχεται στις εκλογές ως ηγέτης ενός ανύπαρκτου κόμματος. Το PD δεν έχει ούτε καταστατικό, ούτε διευθυντικό όργανο, ούτε μέλη, ούτε προϋπολογισμό. Πρόκειται για ένα κόμμα χωρίς στελέχη, χωρίς τάσεις, και χωρίς καμία ιστορική δέσμευση. Προς το παρόν δεν είναι παρά ένα κτίριο, κοντά στο ρωμαϊκό Καπιτώλιο.

Απέναντι στη γενικευμένη κρίση των ιδεολογιών και την άνοδο των αντιπολιτικών λαϊκιστικών αισθημάτων, η αριστερά δεν μπορούσε παρά να ανανεωθεί, ακόμα και κάνοντας ένα άλμα στο κενό. Η ίδια αριστερά που άλλοτε μετέτρεψε το «αιρετικό» κομμουνιστικό της κόμμα (PCI) σε υπόδειγμα ιδεολογικής ευρύτητας κι εσωτερικού δημοκρατικού διαλόγου, προσανατολισμένου επιπλέον στην επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας· η αριστερά που μπόρεσε να διατηρήσει υψηλά επίπεδα στράτευσης (τα αριστερά κόμματα εξακολουθούν να έχουν 1 εκατομμύριο μέλη, ενώ οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες διατηρούν πάντα 11 εκατομμύρια μέλη)· η αριστερά που κινητοποιείται σαν ένας άνθρωπος και μπορεί να αλλάξει «από τα κάτω» τις ηγετικές της ομάδες, επανακάμπτει και πάλι, τούτη τη φορά για να οικοδομήσει ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, με απροσδιόριστο ακόμα πολιτικό περίγραμμα.

«Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω ακόμα τι είδους κόμμα θα βρω στο τέλος αυτής της πορείας. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος πάντως, είναι πως θα είναι το κόμμα των ονείρων μου», μας διαβεβαιώνει ο Βελτρόνι, με εκπληκτική ολύμπια ψυχραιμία, στο λεωφορείο του, που αφήνει την Πάρμα με κατεύθυνση την Ρέτζιο Εμίλια...

Θαυμάσια! Αλλά τι σκέφτεται για όλα αυτά ο παλαίμαχος αγωνιστής της αριστεράς, ο εθισμένος στις παραδοσιακές συγκεντρώσεις της «κόκκινης» αριστεράς; Σύμφωνα με τον γελοιογράφο Στάινο (Staino) (του πάλαι ποτέ κομματικού «οργάνου» «λ' ουνιτά»), που τον παρουσιάζει σαν ένα αρχετυπικό εργάτη, ο «τύπος» αυτός κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα: «λοιπόν, δεν είμαστε λεωφορείο, ανοικτό στους πάντες, δεν είμαστε Κιβωτός του Νώε, δεν είμαστε πατσουλί... Μα τότε τι είμαστε;» αναρωτιέται σε μία πρόσφατη γελοιογραφία...

Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα: το PD δεν είναι απλά το αποτέλεσμα της συγχώνευσης των κομμάτων που αυτοδιαλύθηκαν για του δώσουν ζωή, ήτοι των πρώην κομμουνιστών «δημοκρατών της αριστεράς» (DS) και των πρώην αριστερών χριστιανοδημοκρατών της «μαργαρίτας» (DL). Το PD π.χ. αποκλείει κάθε συνεργασία με την άκρα αριστερά, δίνοντας τη χαριστική βολή στην «ένωση» που είχε φέρει στην εξουσία τον κακόμοιρο Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi) -υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους, επικεφαλής ενός κομματικού συνασπισμού δώδεκα (!) κομμάτων.

Σήμερα, υπάρχει ένα μόνο κόμμα. Ο Βελτρόνι εξάλλου μεγεθύνει τη σημασία αυτής της τομής, ιδεολογικοποιώντας την: η «πάλη των τάξεων» είναι μια «εξαιρετικά πεπαλαιωμένη» προσέγγιση· το κύριο είναι η «καταπολέμηση της φτώχειας, όχι του πλούτου». «Οι πρώτοι που δεν αντιλαμβάνονται τον εργοδότη τους ως "αφεντικό" είναι οι μισθωτοί των μικρών επιχειρήσεων». Αυτή η συλλογιστική τού επιτρέπει να τοποθετήσει επικεφαλής του ψηφοδελτίου του στη Βενετία τον τοπικό ηγέτη της «Federmeccanica», της ομοσπονδίας των βιομηχάνων της μεταλλουργίας: μία πραγματική επανάσταση.
«Η στρατηγική της μετωπικής σύγκρουσης τελείωσε», επιβεβαιώνει ο Τζιανρίκο Καροφίλιο (Gianrico Carofiglio), δικαστής και συγγραφέας, υποψήφιος στην Απουλία.

Αυτός φαίνεται να είναι κι ο λόγος που ο Βελτρόνι δεν επιτίθεται ποτέ κατά μέτωπο τον αντίπαλό του Μπερλουσκόνι (Berlusconi), που δεν τον κατονομάζει καν. Θέλει να πάψει επιτέλους να είναι ο αντιμπερλουσκονισμός η ιδεολογική συγκολλητική ουσία της ιταλικής αριστεράς, όπως συνέβαινε τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Τέρμα στις πολεμικές ιαχές. Τέρμα στη δαιμονοποίηση του αντιπάλου. Ο μόνος αντιμπερλουσκονισμός του Βελτρόνι είναι έμπρακτος, φυσικός, πρακτικός. Εκφράζεται με τον τρόπο που ζει, που ντύνεται, που κινείται. Με την άνεσή του, την πλήρη απουσία μακιγιάζ, τον άμεσο τρόπο ομιλίας του -χωρίς γραπτές σημειώσεις- την αμεριμνησία του, στα 52 του χρόνια βρίσκεται στους αντίποδες της «αυτού εξοχότητας», που στα 72 του μοιάζει όλο και περισσότερο με μία αξιοθρήνητη καρικατούρα του εαυτού του. «Μοιάζει με έναν γηραλέο "τραβηγμένο" τηλεπαρουσιαστή με βαμμένα μαλλιά», όπως τον περιγράφει με ωμότητα ο Κάρλο Φρετσέρο (Carlo Freccero), διευθυντής της δορυφορικής RAI.

Δηλώνοντας σε μία συνέντευξή του στην «ελ παΐς» πως «το PD είναι κόμμα μεταρρυθμιστικό, όχι αριστερό». Ο Βελτρόνι έσπασε και το τελευταίο ταμπού: η ιδεολογία δεν είναι πια η αιτία του μεταρρυθμισμού· η κεντροαριστερά χρειάζεται να επανεφευρεθεί και να μετονομασθεί.

Πρόμοιες θέσεις κατακεραυνώνονται από την αριστερή εφημερίδα «ιλ μανιφέστο»: «ο Βελτρόνι ψαρεύει σε θολά νερά, κατεδαφίζει δύο αιώνες κοινωνικών αγώνων και συρρικνώνει τη δημοκρατία στην αμερικανική της εκδοχή», τον κατηγορεί η Ροσάνα Ροσάντα (Rossana Rossanda).

Να 'μαστε λοιπόν ενώπιοι ενωπίω με το μέγα ζήτημα της υιοθέτησης του «αμερικανικού μοντέλου». «Είναι αλήθεια πως το PD μπορεί να είναι το τελευταίο βήμα στην πορεία εξαμερικανισμού της ιταλικής πολιτικής ζωής» παραδέχεται ο κοινωνιολόγος Φράνκο Φεραρότι (Franco Ferrarotti). «Τι άλλο όμως να κάναμε για να υπερβούμε την απαξίωση των κομμάτων μας;».

Ας συνεχίσουμε όμως την προσπάθειά μας να απαντήσουμε στα ερωτήματα του «εργάτη» της «ουνιτά»: το PD δεν είναι ένα κόμμα που το υποστηρίζεις για να διακηρύξεις την πολιτική σου ταυτότητα, αλλά για να κυβερνήσει. Για να μειωθεί κατά το δυνατό η κοινωνική αδικία. Αμερικανικός ή όχι, ο πραγματισμός που το συνοδεύει από την ίδρυσή του (πρώτα επέλεξε ηγέτη και τώρα οικοδομείται, με τη βοήθεια 440 στάσεων ενός πράσινου λεωφορείου) μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για τις ευρωπαϊκές αριστερές, που παντού περνάνε κρίση.

Αυτή η γέννηση ενός κόμματος χάρη στο «ήρεμο χάος» -από τον τίτλο της τελευταίας ταινίας του Νάνι Μορέτι (Nanni Moretti), που κάνει πάταγο στις κινηματογραφικές αίθουσες- εκφράζει στα σίγουρα τον τρόπο σκέψης του ίδιου του Βελτρόνι.

Βάλτερ Βελτρόνι: μας είναι πια γνωστός. Γνωρίζουμε τον «καλοσυνατισμό» του, την έμφυτη καλοπροαίρετη διάθεσή προς τον πλησίον του. Γνωρίζουμε ακόμα τον τελετουργικό τρόπο που μιλάει, τα «ma anche» («αλλά επίσης») που δίνουν ρυθμό στις ομιλίες του. Γνωρίζουμε πως κάθε φορά που υποστηρίζει κάτι, προσφέρει και το αντιστάθμισμά του: τοποθετεί δίπλα-δίπλα τις αναφορές του στην «ομοφυλόφιλη υπερηφάνεια» κι εκείνες στην κηδεία του ιδρυτή της «όπους ντέι». Λατρεύει τον Ντελανοέ (Delanoë) -αλλά και τη Ségolène Royal. Υπερασπίζεται τον ευρωπαϊκό πολιτισμό -αλλά λατρεύει τις αμερικανικές ταινίες κ.ο.κ.

Ξέρουμε επίσης την πολιτική του διαδρομή, που ξεκινά σε ηλικία 15 ετών από την «ομοσπονδία των ιταλικών κομμουνιστικών νεολαιών» (FGCI), περνά από την εκλογή στο κοινοβούλιο, τη διεύθυνση της «ουνιτά», το υπουργείο πολιτιστικής κληρονομιάς στην πρώτη κυβέρνηση Πρόντι και -το σημαντικότερο- στο δημαρχείο της Ρώμης, όπου διαθέτει δημοτικότητα της τάξης του 70%.

Η πραγματιστική του διαχείριση, τα ξεσπάσματα γενναιοδωρίας του, η συνεχής παρουσία του στο πλευρό των δημοτών του, του χάρισαν ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Σε ένδειξη ανθρωπιστικής αλληλεγγύης, κάθε φορά που κάπου στον κόσμο δίδεται χάρη σε κάποιον καταδικασμένο εις θάνατο, φωταγωγεί το Κολοσσαίο· τοιχοκολλεί στο Καπιτώλιο τις φωτογραφίες όλων όσοι έχουν απαχθεί από τρομοκράτες. Αξιοποιεί στο έπακρο την πολιτιστική και αρχαιολογική κληρονομιά της πόλης.

Η καινοτόμα διάθεσή του και οι πολιτιστικές του πρωτοβουλίες τον κάνουν συμπαθή στις γυναίκες και τη νεολαία, που είναι ο κορμός του κοινού του.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων των γραφείων του PD στην «πιάτσα Σαν Κοζιμάτο» στο Τραστεβέρε, το κέντρο της «κόκκινης» Ρώμης, το κόμμα που δεν υπάρχει συνεδριάζει μολοταύτα συχνά. Στην αίθουσα κυριαρχούν οι προσωρινά εργαζόμενοι. «Το PD; Δε θα είναι εύκολο, αλλά η δημιουργία του ήταν μονόδρομος» μας λέει ο 22χρονος Αλεσάντρο (Alessandro), σπουδαστής που εργάζεται με μερική απασχόληση ως τηλεφωνητής.

«Το περιμέναμε, αυτό το κόμμα... Περιμέναμε ακόμα τον Βελτρόνι. Έχει όλα τα προσόντα για να γίνει ο τέλειος δήμαρχος της Ιταλίας», συμφωνεί η 24χρονη Αντονέλα (Antonella), επίσης φοιτήτρια.

Να λοιπόν που ο πραγματισμός έχει αποκτήσει ήδη τους οπαδούς του. Και το καραβάνι της «ένωσης», με το 281 σελίδων πρόγραμμά της και τους συνεχείς εσωκομματικούς καυγάδες της, χάνεται στον ορίζοντα... Είναι πια η ώρα της μοναχικής πορείας του πράσινου λεωφορείου. Είναι η ώρα του θαρραλέου και ριψοκίνδυνου Βελτρόνι.

Ποιες όμως είναι οι πιθανότητες επιτυχίας του; Ελάχιστες είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων που του δίνουν ελπίδες για την εκλογική αναμέτρηση της 14ης Απριλίου. Προς το παρόν βαλτώνει γύρω στο 36%, πολύ πάντως παραπάνω από το σύνολο των ιδρυτικών του κομμάτων, που μαζί δε θα λάμβαναν πάνω από 30-31%. Αυτό το 36% λοιπόν είναι ήδη σπουδαίο -δεν αρκεί όμως για να δώσει στο PD τη νίκη.

Στην απέναντι όχθη, ο Μπερλουσκόνι προηγείται με 5-6% διαφορά. Πράγμα που, αν συνυπολογίσουμε και το μπόνους που προσφέρει στο πρώτο κόμμα το εκλογικό σύστημα, αρκεί για να του δώσει μια μικρή αλλά επαρκή πλειοψηφία που θα του επιτρέψει να κυβερνήσει, τουλάχιστο για λίγο καιρό.

Λοιπόν ο Βελτρόνι θα πρέπει να κάνει τους υπολογισμούς του: «αν ο Μπερλουσκόνι νικήσει με μικρή διαφορά, δε θα μείνει γα πολύ στο πρωθυπουργικό μέγαρο. Εμείς θα είμαστε εκείνοι που θα διαθέτουμε ένα νέο κόμμα, νέο πρόγραμμα, νέα μορφή οργάνωσης, εμείς θα θέτουμε τους νέους κανόνες. Εμείς θα είμαστε ο σκληρός πυρήνας της δημοκρατικής ανανέωσης. Θα είμαστε η αναπόφευκτη πολιτική δύναμη».

Έτσι μάλλον θα σκέφτεται ο Βελτρόνι. Υπάρχει όμως και μια σκέψη που μας τη λέει φωναχτά, στο πράσινο λεωφορείο του, ανάμεσα στην Τοσκάνη και την Εμιλία-Ρομάνα: «δύο πράγματα είναι βέβαια. Ακόμα κι αν νικήσει ο Μπερλουσκόνι, στην ουσία είναι χαμένος. Όσο για μένα, ακόμα κι αν χάσω, είμαι ο κερδισμένος». Δεν πρόκειται για κάποιο πολιτικό αξίωμα. Ούτε για το ένατο όραμα του «μικρού πρίγκιπα» (όπως τον αποκαλούν αρκετοί).

Πρόκειται για μία ψυχρή πολιτική εκτίμηση.

*Η Marcelle Padovani είναι ανταποκρίτρια του «Nouvel Observateur» στην Ιταλία. Το άρθρο της Le pari de Walter Veltroni δημοσιεύτηκε στις 29-03-2008. Η μετάφραση ανήκει στην ομάδα του PPOL.

Saturday, March 29, 2008

Μπεν εναντίον Μπράιαν: η σύγκρουση των γενεών ξεκίνησε (οι νέοι χάνουν)

Από τον Άντριου Ρόνσλεϊ*

Έχετε ακουστά για την «πάλη των τάξεων».

Γνωρίζετε τον «πόλεμο των φύλων» και τη «σύγκρουση των πολιτισμών».

Σήμερα ξεκινά μια άλλη μεγάλη σύγκρουση.

Σχεδόν κανένας δεν τη σχολιάζει και ελάχιστοι την έχουν επισημάνει, γι' αυτό δεν έχει ακόμα όνομα.

Όμως θα επηρεάζει την κοινωνία μας και τις πολιτικές της επιλογές με αυξανόμενη ένταση, καθώς θα προχωρά αυτός ο αιώνας.

Η σύγκρουση είναι ήδη παρούσα, έστω κι αν δεν γίνεται πάντα αντιληπτή, σε ζητήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, από την πυρηνική ενέργεια έως τις συντάξεις κι από τη χρηματοδότηση της ιατρικής περίθαλψης έως την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «πάλη των ηλικιών» -ή «πόλεμο των γενεθλίων»- ή «σύγκρουση των γενεών».

Ο τελευταίος τίτλος ανήκει στον Ντέιβιντ Γουίλετς (David Willetts), έναν ευφυή και δραστήριο συντηρητικό βουλευτή που -απ' όσο γνωρίζω- είναι ο μόνος υψηλόβαθμος πολιτικός που ασχολήθηκε σοβαρά με ένα ζήτημα που ίσως να αποβεί καθοριστικό για την εξέλιξη των κοινωνιών μας.

Συνήθως σκεφτόμαστε τους κοινωνικούς διαχωρισμούς με ταξικούς όρους.

Πρόσφατα ασχοληθήκαμε με πολιτιστικές συγκρούσεις.

Πιστεύω ότι ο κ. Γουίλετς επισημαίνει κάτι που διέφυγε των συναδέρφων του πολιτικών, κάτι πολύ πραγματικό, όταν υποστηρίζει ότι «το ζήτημα της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών αποκτά μεγαλύτερη σημασία από άλλες, πιο οικείες, κοινωνικές συγκρούσεις».

Ας δούμε ένα παράδειγμα.

Πρώτα πρώτα, θέλω να σας γνωρίσω τον Μπράιαν (Brian).

Είναι 55 ετών και τα πήγε καλά στη ζωή του.

Την περασμένη εβδομάδα διάβασε στην «ντέιλι τέλεγκραφ» ότι ζούμε στο «χρυσό αιώνα των μεσηλίκων» και δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει.

Ο ίδιος και η γυναίκα του αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι τη δεκαετία του '70, λίγο πριν ξεκινήσει η έκρηξη στις τιμές των ακινήτων. Έκτοτε η αξία του ακινήτου τους έχει πολλαπλασιαστεί.

«Και να σκεφτείς ότι πήραμε αυτό το σπίτι για 20 χιλιάδες», σκέφτεται συχνά ο Μπράιαν καθώς ποτίζει -πάντα βράδυ, γιατί το πότισμα με λάστιχο απαγορεύεται, λόγω της λειψυδρίας- την πρασιά του σπιτιού του, που τώρα αξίζει σχεδόν ένα εκατομμύριο.

Διπλά τυχερός, ο Μπράιαν περιμένει εναγωνίως την πλουσιοπάροχη σύνταξή του.

Το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της εταιρείας του (που δεν ισχύει πλέον για τους νεότερους εργαζόμενους) θα του καταβάλει σύνταξη ίση με τα δύο τρίτα του μισθού του.

Με το εισόδημα αυτό και με το στεγαστικό δάνειο αποπληρωμένο, ο Μπράιαν και η σύζυγός του θα έχουν αρκετά χρήματα να ξοδεύουν σε διακοπές, χόμπι και άλλες ανανεωτικές δραστηριότητες.

Η γυναίκα του ξεφυλλίζει το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «σάγκα» που παρακινεί τους μεσήλικες αναγνώστες του να ξοδέψουν τα χρήματά τους σε αισθητική ορθοδοντική και βουτιές σε κάποιο ηλιόλουστο μέρος.

Ο Μπράιαν έχει ήδη αγοράσει μια ωραία βίλα στην Ισπανία και σκέφτεται να πάρει άλλη μία, στην Κροατία (καλό είναι πάντως να μην ανοίξετε κουβέντα με τον Μπράιαν για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη μετανάστευση).

Λατρεύει να οδηγάει το μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητό του.

Αν και τα παιδιά του τον ζαλίζουν για τα «αέρια του θερμοκηπίου» που εκτοξεύει στην ατμόσφαιρα, ο Μπράιαν πιστεύει ότι δικαιούται αυτή την απόλαυση, ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς.

Ακόμα κι αν έχουν δίκιο οι επιστήμονες και ο πλανήτης βαδίζει ολοταχώς στο ψήσιμο και την καταστροφή, ο ίδιος δεν θα είναι εδώ όταν η Γη αρχίσει να ροδίζει.

Σήμερα, ο Μπράιαν θα αφήσει το 4Χ4 του στο πάρκινγκ της χαριτωμένης βιλίτσας του και θα πάει να διαμαρτυρηθεί ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης να χτίσει μερικά φθηνά σπίτια στο όμορφο προάστιό τους.

Το βράδυ, μερικοί από τους γείτονες θα έρθουν σπίτι του για φαγητό.

Θα είναι ένα τυπικό γεύμα «στου Μπράιαν», όπου ο οικοδεσπότης θα επαναλάβει για χιλιοστή φορά πόσο φτηνά αγόρασε το σπίτι του και θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του που ο γιος του δεν μπορεί να αγοράσει ούτε ένα μικρό διαμέρισμα.

Ας δούμε όμως τον γιο του.

Ο Μπεν (Ben) είναι 25 ετών και μένει στο Λονδίνο, όπου δουλεύει τουλάχιστο τόσο σκληρά όσο ο μπαμπάς του.

Ο Μπεν αποφοίτησε από το κολέγιο χρεωμένος γιατί ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει για την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, που την εποχή των γονιών του ήταν δωρεάν.

Ανησυχεί πραγματικά για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Τονίζει στον πατέρα του ότι η γενιά του κατασπατάλησε όλο το πετρέλαιο και το αέριο της Βόρειας Θάλασσας. Πως η Βρετανία έχει πια να επιλέξει μεταξύ της ενεργειακής εξάρτησης από τον Βλάντιμιρ Πούτιν (Vladimir Putin) και τους ομοίους του, της προσφυγής σε μια νέα γενιά ακριβών πυρηνικών εργοστασίων -που σε γεμίζουν επικίνδυνα ραδιενεργά απόβλητα- ή του να τα παίξει όλα για όλα, επενδύοντας σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας κι ελπίζοντας ότι θα προλάβει να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες πριν σβήσουν τελείως τα φώτα.

Αυτό ήταν το αντίτιμο της εικοσάχρονης διακυβέρνησης της Βρετανίας από τους υπερκαταναλωτές μπέιμπι μπούμερς.

Ο Μπεν ανησυχεί για το πώς θα ζήσουν τα παιδιά του.

Όχι ότι σκέφτεται σοβαρά, αυτός κι η σύντροφός του, να αποκτήσουν σύντομα παιδιά.

Μακάρι να μπορούσαν, αλλά οικονομικά «δεν τους παίρνει».

Ακόμα και στην «ντεμοντέ» συνοικία του Λονδίνου όπου μένουν, ένα μέτριο διαμέρισμα με δυο κρεβατοκάμαρες κοστίζει τώρα πάνω από 250 χιλιάδες στερλίνες.

Ο Μπεν και η σύντροφός του χρειάζεται να βγάζουν τουλάχιστο 80,000 λίρες το χρόνο, μόνο για να πάρουν δάνειο αυτού του ύψους.

Ο Μπεν αναρωτιέται συχνά αν αξίζει τον κόπο να αποταμιεύει.

Πολλοί συνομήλικοί του έχουν εγκαταλείψει την ιδέα πως θα μαζέψουν ποτέ τα λεφτά που χρειάζονται για να αγοράσουν σπίτι και ξοδεύουν και την τελευταία δεκάρα τους στο μπαρ της γωνίας.

Όσο για την ιδέα της συνταξιοδοτικής ασφάλισης, στον Μπεν μοιάζει αστείο.

Δεν ισχυρίζομαι ότι κάθε μεσήλικας στη Βρετανία είναι σαν τον Μπράιαν ή ότι κάθε νέος είναι σαν τον Μπεν.

Απλώς αυτοί οι δύο συμβολίζουν ένα χάσμα μεταξύ των ηλικιών, που συνεχώς διευρύνεται.

Η γενιά του Μπράιαν τα πέρασε τόσο καλά όσο καμιά άλλη γενιά πριν απ' αυτήν -και πιθανότατα καλύτερα από κάθε γενιά στο μέλλον.

Αντίθετα από τους πατεράδες τους δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν ποτέ κι αντίθετα με τα παιδιά τους δεν χρειάστηκε να ανησυχήσουν για τη συνταξιοδότησή τους ή την απόκτηση ιδιόκτητου σπιτιού.

Υπάρχουν πολλοί φτωχοί συνταξιούχοι, αλλά αυτό καμιά φορά μας τυφλώνει όσον αφορά το γεγονός πως ο πλούτος βρίσκεται στα χέρια των ηλικιωμένων.

Οι άνω των 50 κατέχουν 500 δις λίρες, τα 4/5 του εθνικού πλούτου.

Τα ΜΜΕ μπορεί να προβάλλουν τη λατρεία της νεότητας, αλλά στην πραγματικότητα ζούμε στον «αιώνα των μεσηλίκων».

Οι άνω των 50 είναι σήμερα η πολυπληθέστερη και πλουσιότερη ομάδα καταναλωτών.

Κι ο αριθμός τους αυξάνει.

Το 2050, πάνω από τους μισούς Βρετανούς θα είναι άνω των 50, πράγμα που θα καταστήσει ακλόνητη την πολιτική κυριαρχία της ηλικιακής αυτής ομάδας.

Από την άλλη, αναλογικά οι νέοι όλο και λιγοστεύουν.

Καθώς οι συνομήλικοι με τον Μπράιαν πολιτικοί αγωνίζονταν να αντεπεξέλθουν στην ζήτηση για στέγη και ενθάρρυναν όσο τίποτα την οικοδομή, στη γενιά του Μπεν έμεινε ελάχιστος χώρος για να χτίσει πρώτη κατοικία.

Το 1985, πάνω από το ένα τρίτο των κάτω των 25 ήταν ήδη ιδιοκτήτες ακινήτων.

Το 2004, λιγότερο από το ένα τέταρτο είχε καταφέρει να φτιάξει σπίτι.

Οι νέοι αναγκάζονται να πληρώνουν πανάκριβα ενοίκια για μέτρια σπίτια, να περνούν πολλές ώρες μετακινούμενοι στα μέσα συγκοινωνίας ή τα αυτοκίνητά τους, να ζουν με τους γονείς τους όσο περισσότερο γίνεται.

Υπάρχει ο κίνδυνος να εκκολαφθεί μία γενιά «σόρι» -από το σίριαλ όπου ο θλιβερός μεσήλικας χαρακτήρας που παίζει ο Ρόνι Κορμπέτ (Ronnie Corbett) ζει ακόμα με τη μαμά του.

Αναγκασμένη να αναβάλλει την απόκτηση στέγης, η γενιά του Μπεν παντρεύεται αργότερα και φυσιολογικά τεκνοποιεί λιγότερο, πράγμα που δημιουργεί ένα δημογραφικό φαύλο κύκλο.

Αντιμετωπίζουμε το φάσμα μιας κοινωνίας όπου οι όλο και λιγότεροι εξοργισμένοι Μπεν θα πληρώνουν όλο και βαρύτερους φόρους για να στηρίξουν τους όλο και περισσότερους απαιτητικούς Μπράιαν.

Εν αντιθέσει με τους παλιούς μεσήλικες, που συνήθως ήταν πολιτικά εξαρτώμενοι, οι γηράσκοντες «μπέιμπι μπούμερς» είναι πολιτικά δραστήριοι, οργανωμένοι και επίφοβοι για κάθε πολιτικό.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) επιθυμεί να προσελκύσει το νεανικό κοινό.

Αυτό σημαίνει πως πρέπει να βρει τρόπο να βοηθήσει στην δημιουργία φτηνής στέγης.

Έριξε την ιδέα πως ίσως να πάψει να θεωρεί ιεροσυλία την οικοδόμηση της «πράσινης ζώνης», γύρω από το Λονδίνο.

Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν ο συντηρητικός ηγέτης θα τολμήσει να αντιμετωπίσει την οργή που θα ξεσηκώσει κάτι τέτοιο στους παραδοσιακούς συντηρητικούς ψηφοφόρους των προαστίων.

Ο Τόνι Μπλερ (Tony Blair) θέλει να δώσει μια δημοσιονομική ανάσα στα ασφαλιστικά ταμεία.

Αυτή του η πρωτοβουλία χαιρετίστηκε από τους συνταξιούχους και όσους βρίσκονται κοντά στη σύνταξη.

Το πρόβλημα είναι πως τη νύφη θα πληρώσουν οι νέοι, που θα κληθούν να καταβάλλουν κι άλλους φόρους.

Καθώς η γενιά του Μπράιαν γερνά -κι ελπίζει να ζήσει πολύ περισσότερο από κάθε προηγούμενη- θα καταναλώνει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των κρατικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα της υγειονομικής περίθαλψης.

Ο λογαριασμός θα σταλεί και πάλι στους νέους.

Θα έχουμε μια γενιά μεσηλίκων που θα ξοδεύει τον πλούτο της για να αισθάνεται νέα, ενώ οι νέοι θα γερνάνε πριν την ώρα τους.

Τι μπορούν να κάνουν οι νέοι για να έχουν πιο δίκαιη μεταχείριση;

Ίσως να αρχίσουν να ενδιαφέρονται για την πολιτική -και να ψηφίζουν.

Οι πολιτικοί τείνουν ευήκοον ους στις απαιτήσεις των μεσηλίκων γιατί ψηφίζουν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα.

Και μπορούν να αγνοούν τις απαιτήσεις των νέων, που δεν βλέπουν γιατί να μπουν στον κόπο να πάνε στις κάλπες.

Ο Μπεν θα πρέπει να αρχίσει να χρησιμοποιεί την ψήφο του: μπορεί να είναι βέβαιος πως ο Μπράιαν θα χρησιμοποιήσει τη δική του, όσο μπορεί καλύτερα.

Ο πόλεμος των γενεών ξεκίνησε.

*O Andrew Rawnsley είναι πολιτικός συντάκτης και επιφυλλιδογράφος. Το άρθρο The Age War is here-and the young are losing it to the old δημοσίευτηκε στις 2 Ιουνίου του 2006 στην εφημερίδα Observer. Η μετάφραση ανήκει στην ομάδα του PPOL.

To παρόν του μέλλοντός μας

Από τον Γιάννη Σελιμά*

Μέσα σε κάθε παρόν κρύβεται ένα μέλλον. Την ιστορία την γράφουν οι παρέες. Το παρόν της κάθε παρέας κρύβει λίγο από το μέλλον μας.

Πώς γεννιέται το μέλλον;

Μήπως με το να μας λένε οι μεγαλύτεροι «το μέλλον σας ανήκει» και ουσιαστικά να μας εξορίζουν διαρκώς σε μια εντελώς ασαφή επικράτεια του χρόνου;

Μήπως με το να μας χαρακτηρίζουν «η γενιά του φραπέ» και να μη μας δίνουν ευκαιρίες για εργασία, παιδεία και κατάρτιση;

Το μέλλον δεν χαρίζεται από κανέναν, το μέλλον κερδίζεται.

Και αυτή τη μάχη αργά η γρήγορα θα τη δώσει η γενιά μας , αν δεν θέλουμε απέναντι στους «baby boomers» να γίνουμε οι «baby losers».

Βέβαια τα μεγάλα προβλήματα δεν λύνονται τόσο με συγκρούσεις , όσο με συναινέσεις και μεγάλες κοινωνικές συμμαχίες.

Αλλά εδώ συγκρούονται δύο αντιλήψεις και δύο γενιές που δυστυχώς της χωρίζει μια άβυσσος.

Συγκρούεται:

  • ο νέος άνεργος με τον γκριζομάλλη που έχει δύο δουλειές,

  • ο νέος εργαζόμενος που έχει επισφαλή συνταξιοδοτικά δικαιώματα με τον προνομιούχο συνταξιούχο που βγήκε στα 45 του στη σύνταξη,

  • ο φέρελπις νέος στην πολιτική με το πολιτικό κατεστημένο των μηχανισμών σε κάθε κόμμα,

  • ο νέος αγρότης στην επαρχία με τους δασκαλεμένους στη λαμογιά αγροτοπατέρες,

  • ο μαθητής με το Laptop με τον καθηγητή με την κιμωλία,

  • η νέα γενιά που θα δεχτεί τις επιπτώσεις της υποβάθμισης του περιβάλλοντος με την γενιά που δημιούργησε ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης στη χώρα.
Είναι πολλά επομένως αυτά που μας χωρίζουν και δυστυχώς λίγα αυτά που μας ενώνουν.

Μόνο στα πολιτικά γραφεία συναντιόνται οι δύο γενιές... Οι νέοι για να ζητήσουν δουλειά και να βρουν κανένα «βύσμα» από τους μεγαλύτερους που κατέχουν θέσεις εξουσίας και τιμολογούν πολύ φθηνά την αξιοπρέπεια των νέων ανθρώπων.

Γιατί κουράστηκαν να ζουν από το χαρτζιλίκι της οικογένειας και θέλουν μια δημιουργική και αξιοπρεπή εργασία, γιατί τριαντάρησαν και θέλουν το δικό τους σπίτι και όχι να μένουν ακόμα στο πατρικό, γιατί θέλουν να κάνουν επιτέλους οικογένεια αλλά πώς με τι λεφτά;

Τα αδιέξοδα πληθαίνουν για τους νέους ανθρώπους και ένας έντονος ηλικιακός ρατσισμός υπάρχει παντού διάχυτος.

Τα προβλήματα δεν μπορούν να τα λύσουν αυτοί που τα δημιούργησαν, η γενιά μας βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση νέων απαντήσεων.

Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεις τον νέο κόσμο των ραγδαίων εξελίξεων με τα μυαλά μιας άλλης εποχής.

Βλέπω μέσα στις παρέες του παρόντος να ψιθυρίζεται ένα άλλο μέλλον χωρίς τις ακρότητες και τους φανατισμούς του παρελθόντος, με περισσότερη ζωή και λιγότερο ξύλινη γλώσσα, με περισσότερο ανθρωπισμό στην καθημερινότητα και μεγαλύτερη ευαισθησία, που δεν φωνάζει στα μπαλκόνια για να επιδειχθεί αλλά είναι παντού δίπλα μας, από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα τρυφερά μηνύματα στο διαδίκτυο, έως τα «σ' αγαπώ» στα sms και τα πολύχρωμα γκράφιτι στους τοίχους, ακόμα και τις γαλαρίες των τάξεων, που θα μείνουν για καιρό ακόμα γαλαρίες μέσα στη κοινωνία, μέχρι που κάποτε θα ξεσηκωθούν και θα γράψουν στον πίνακα: «Πάρε Την Πόλη Στα Χέρια Σου!»

Ο Γιάννης Σελιμάς είναι περιβαλλοντολόγος. Αναδημοσιεύουμε το άρθρο του ύστερα από επιστολή του συγγραφέα.

Thursday, March 27, 2008

ΕΓΣΣΕ 2008-2009: Μήπως ήρθε η ώρα για Εθνικό Κατώτατο Μισθό;

Σύμφωνα με τη νέα διετή Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ 2008-2009), στην οποία κατέληξαν χθες ΓΣΕΕ και εργοδοτικοί φορείς, οι μηνιαίες κατώτατες αποδοχές των μισθωτών σε ενάμιση χρόνο από σήμερα (1/1/2009) θα ανέλθουν στα 740 ευρώ.

Η αύξηση θα λάβει χώρα ανά οκτάμηνο και έχει ως εξής:

- 3,45% αναδρομικά από 1 Ιανουαρίου 2008 με τις μηνιαίες κατώτατες αποδοχές να διαμορφώνονται στα 681 ευρώ

- 3% από 1 Σεπτεμβρίου 2008 με τις μηνιαίες κατώτατες αποδοχές να διαμορφώνονται στα 701 ευρώ

- 5,5% από 1 Μαΐου 2009 με τις μηνιαίες κατώτατες αποδοχές να διαμορφώνονται στα 740 ευρώ

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το 2008, η αύξηση των κατώτατων μηνιαίων μικτών μισθών στον ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται ότι θα είναι 4,45%, δηλαδή λίγο υψηλότερα από τον πληθωρισμό.

Σωρευτικά, δηλαδή μέχρι τον Μάιο του 2009, η αύξηση των μισθών υπολογίζεται στο 12,4%, με το κατώτατο ημερομίσθιο να ανέρχεται στα 33,04 το 2009, από 29,29 ευρώ, και τις μικτές ετήσιες κατώτατες αποδοχές στα 10.185 ευρώ από 9.066 ευρώ το 2007.

Αναμφίβολα, η κατάληξη της διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε συνδικάτα και επιχειρηματίες είναι θετικότερη απ’ ότι περιμέναμε.

Παρόλα αυτά, υπολείπεται κατά πολύ από το επιθυμητό και κατά την άποψη μας ρεαλιστικό και εφικτό σενάριο.

Στην Ελλάδα οι θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας είναι συχνά επισφαλείς και κακοπληρωμένες με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σταδιακά μια κατηγορία φτωχών εργαζόμενων μισθωτών, κυρίως ανειδίκευτων αλλά και ηλικιακά νέων και νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.

Το πρόβλημα διογκώνεται, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε σχέση με το παρελθόν οι δυνατότητες κοινωνικής ανόδου έχουν εξατομικευτεί, με τους παραδοσιακούς θεσμούς κοινωνικής εξασφάλισης να έχουν εξασθενήσει και την περίφημη «ελληνική οικογένεια» να δυσκολεύεται πλέον να αναπληρώνει τα πάντα.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι από το 1990 και μέχρι το 2006, το χάσμα ανάμεσα σε μέσο μικτό μισθό και κατώτατες αποδοχές διαρκώς διευρύνεται: έτσι οι κατώτατες μηνιαίες αποδοχές από περίπου 52% του μέσου μισθού που ήταν το 1990 έπεσαν περίπου στο 42% το 2006.

Η πολιτεία πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της.

Το υπάρχον σύστημα διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε συνδικάτα και επιχειρηματίες δεν είναι σε θέση να αποτρέψει τη συνεχή αύξηση ενός κακοπληρωμένου τμήματος των μισθωτών.

Η κοινωνική συνοχή και τα συμφέροντα των νέων εργαζόμενων, ειδικά των πολύ νέων και των ανειδίκευτων, δεν προάγονται με την υπάρχουσα πολιτική διαμόρφωσης των κατώτατων μισθών.

Δεν χωρά αμφιβολία, και ετούτο αποτελεί θέση της G700, ότι η γνώση και οι αυξημένες δεξιότητες αποτελούν τη μόνη πραγματική διέξοδο για κάθε εργαζόμενο. Παρόλα αυτά η προοπτική του να γίνει κάποιος "εργάτης της γνώσης", δεν συνιστά ρεαλιστική δυνατότητα για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πρέπει συνεπώς να υπάρξει μια πολιτική εισοδηματικής στήριξης των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα που βρίσκονται στον πάτο.

Στο πνεύμα της Κοινωνικής Χάρτας της ΕΕ περί δίκαιων αμοιβών, ζητάμε μία νέα εθνική πολιτική για τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα.

Συγκεκριμένα προτείνουμε τη θεσμοθέτηση Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ), ο οποίος θα προσδιορίζεται κάθε χρόνο από το κράτος στη λογική ενός ελάχιστου μισθολογικού κανόνα που θα αντιστοιχεί στο 50% του εθνικού μέσου μισθού. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα, με μέσες μηνιαίες μικτές αποδοχές στα 1501 ευρώ, ο ΕΚΜ θα έπρεπε να διαμορφωθεί στα 749,5 ευρώ (νούμερα 2006).

Θεωρούμε την πρότασή μας ρεαλιστικότατη, δεδομένου ότι την τετραετία 2004-2008 έχουν ληφθεί αρκετά μέτρα ελάφρυνσης των επιχειρήσεων από φορολογικά βάρη, ενώ στο εγγύς μέλλον αναμένεται περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας μέσα από την προώθηση της «ευελφάλειας» (flexicurity), αλλά και μέτρων εκσυγχρονισμού του κράτους μέσα από την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών και τη μείωση της γραφειοκρατίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει σαφές ότι, αν η κυβέρνηση και οι οικονομολόγοι της πιστεύουν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο τρέφεται ο πληθωρισμός, τότε ας αναζητήσουν τη λύση στις περικοπές των χαριστικών ρυθμίσεων αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο και παρα-δημόσιο τομέα, όπως οι πλασματικές υπερωρίες, τα αλλοπρόσαλλα επιδόματα απόδοσης, και οι αυτόματες αναπροσαρμογές αμοιβών των διάφορων κλειστών επαγγελμάτων.

Η συγκριτική εμπειρία δείχνει ότι σε χώρες όπως για παράδειγμα η Βρετανία, όπου θεσπίστηκε Εθνικός Κατώτατος Μισθός (ΕΚΜ) δεν υπήρξε καμία αρνητική επίπτωση ούτε στην ανάπτυξη ούτε στην απασχόληση.

Είναι πεποίθησή μας ότι το μέλλον της απασχόλησης και της υψηλής ανταγωνιστικότητας δεν βρίσκεται στους χαμηλούς μισθούς και τις πενιχρές αποδοχές των εργαζομένων. Αντιθέτως, η κοινωνική συνοχή επηρεάζεται άμεσα από τη δυνατότητα ενός μισθωτού να διασφαλίζει γι’ αυτόν και την οικογένειά του ένα ικανοποιητικό επίπεδο οικονομικής αυτονομίας και διαβίωσης.

Wednesday, March 26, 2008

Γιατί λέμε όχι στο δημοψήφισμα

Η κοινωνική ένταση που επικρατεί εδώ και δύο βδομάδες με αφορμή το ασφαλιστικό, αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν υπάρχουν πολιτικές επιλογές με ουδέτερο πρόσημο. Εξ’ ορισμού, οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πολιτική δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους.

Στην περίπτωση των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση στο σύστημα συντάξεων, χαμένη είναι η γενιά των μεσηλίκων που επένδυσε στη φυγή από την εργασία πριν τα 60 με συντάξεις ίσες ή υψηλότερες του τελευταίου μισθού, και κερδισμένη είναι η νέα γενιά, εργαζόμενοι και εργοδότες, η οποία προσωρινά θ’ ανασάνει από τα οικονομικά βάρη με τα οποία τη φόρτωσε η γενιά του Πολυτεχνείου και του 114 με τις διάφορες «κοινωνικές» της υπερβολές.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι απόλυτα λογικό οι χαμένοι να αντιδρούν δυναμικά. Με πορείες κι απεργίες επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα συμπαγές κοινωνικό μέτωπο αντίστασης στις προωθούμενες αλλαγές που στόχο έχει να αναχαιτιστεί η ψήφιση κι εφαρμογή ενός νόμου που τους πλήττει άμεσα.

Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης επιχειρούν να καρπωθούν τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια προβαίνοντας σε κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα που σκοπό έχουν να εντυπωσιάσουν τους απεργούς.

Εκτός από την πρόταση μομφής που κατέθεσε σήμερα τα ΠΑΣΟΚ, αιωρείται εδώ και πέντε μέρες η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για διεξαγωγή δημοψηφίσματος με θέμα την αποδοχή ή όχι του νέου ασφαλιστικού νόμου.

Δεν συμφωνούμε μ’ αυτή την πρόταση.

Η διαφωνία μας είναι ουσιαστική.

Πρώτον, το δημοψήφισμα επιχειρεί να σαμποτάρει μια αλλαγή που για να πετύχει, πρέπει, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, να βασιστεί στην επιλογή μη δημοφιλών μέτρων.

Στην περίπτωση του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση περνάει αναπόφευκτα μέσα από τον περιορισμό των συσσωρευμένων υπερβολών του.

Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα αυτονόητα αιτήματα να σταματήσει το κράτος να χαρίζει ασφαλιστικά χρέη, να μειώσει το εύρος της εισφοροδιαφυγής και να κάνει καλύτερη διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων, πρέπει επίσης να γίνουν περικοπές σε παροχές και αύξηση των ορίων ηλικίας για τους βολεμένους του συστήματος.

Ουσιαστικά, μια κοινωνικά δίκαιη και διαγενεακά αλληλέγγυα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, προϋποθέτει ότι οι νέοι εργαζόμενοι παύουν να πληρώνουν τα σπασμένα του ελληνικού διανεμητικού συστήματος- μπάχαλου, με τα 155 διαφορετικά ταμεία και τους πρόωρους συνταξιούχους στα 50, τα 55, τα 57 και τα 58 χρόνια.

Δεύτερον, οι ουσιαστικές συνταγματικές προϋποθέσεις για δημοψήφισμα δεν ικανοποιούνται.

Το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος για νόμο ο οποίος ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός των δημοσιονομικών.

Οι αλλαγές, όμως, που προωθεί η κυβέρνηση στο ασφαλιστικό, συνιστούν ρύθμιση επιμέρους παραμέτρων του συστήματος συντάξεων με αμιγώς δημοσιονομική λογική: αύξηση των πραγματικών ορίων ηλικίας με στόχο να προσεγγίσουν το 60ο έτος, μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης των επικουρικών συντάξεων, ενοποιήσεις ταμείων.

Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια ριζοσπαστική παρέμβαση, όπως θα ήταν μια ενδεχόμενη αλλαγή μοντέλου ασφάλισης (πχ μικτό ή κεφαλαιοποιητικό) που πιθανώς και να επέβαλε τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, αλλά με ένα σκληρό ομολογουμένως συμμάζεμα στο πλαίσιο του υπάρχοντος διανεμητικού συστήματος ασφάλισης.

Τρίτον, μας διακατέχει μια έμφυτη καχυποψία απέναντι στο θεσμό του δημοψηφίσματος.

Ο εν λόγω θεσμός δεν είναι πολιτικά αθώος, ούτε κοσμείται αποκλειστικά από δημοκρατικές αρετές.

Αν και εμφανίζεται ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας, το δημοψήφισμα λειτουργεί στην πράξη ως θεσμός «καισαρικής» δημοκρατίας. Ο λαός καλείται ως μάζα, και όχι ως σώμα πολιτών με διαφοροποιημένες και σύνθετες απόψεις, να απαντήσει με ένα ναι ή με ένα όχι στα διλήμματα που του θέτει η εξουσία ή ο Αρχηγός, ο οποίος επιζητεί με acclamatio τη συγκατάθεση των μαζών.

Αυτού του είδους η δημοψηφισματική δημοκρατία (plebiscitarian democracy), χωρίς ισχυρά ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ λαού και πολιτικής ηγεσίας, που αγνοεί συνδικάτα, κινήσεις πολιτών, επιχειρηματικούς φορείς, και κοινωνία των πολιτών, μπορεί να οδηγήσει είτε στη χειραγώγηση των «μαζών» από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, είτε στην αδυναμία των τελευταίων να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις εκ των κάτω.

Δεν είναι τυχαίο ότι, ιστορικά, οι πιο φανατικοί υπέρμαχοι των δημοψηφισμάτων υπήρξαν φασίστες ή αυταρχικοί πολιτικοί, όπως οι Χίτλερ και Μουσολίνι, και σήμερα ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβεζ.

Δυστυχώς, η ιστορική συγκριτική εμπειρία δείχνει ότι τα δημοψηφίσματα χρησιμοποιούνται συστηματικά για να παρεμποδίσουν τη θεσμοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία των θρησκευτικών, εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων σε μία χώρα.

Η ξενοφοβική Ελβετία λαμβάνει δρακόντεια μέτρα εναντίον των προσφύγων και των ξένων, μέσω συχνών δημοψηφισμάτων. Η ίδια χώρα, μέσω συνεχόμενων δημοψηφισμάτων εμπόδιζε τη παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες μέχρι και τη δεκαετία του ’70.

Το 2000 η Εκκλησία της Ελλάδος ζητούσε επίμονα να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες. «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δούνε ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας», διεμήνυε προς πάσα κατεύθυνση ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος. Ο συλλογισμός του Χριστόδουλου ότι «ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται» δε διαφέρει σε τίποτα από το σημερινό συλλογισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι «καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετεί απέναντι στη λαϊκή βούληση».

Όπως επίσης δε λείπουν οι εγγενείς αντιφάσεις στα εκ των πραγμάτων απλουστευτικά διλήμματα των δημοψηφισμάτων. Το παράδειγμα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι ενδεικτικό: το 1994 οι πολίτες υπερψήφισαν την επιλογή για την υιοθέτηση της υποχρεωτικής εικοσιπενταετής κάθειρξης με κάθε τρίτη καταδίκη. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και κατηγορηματικά αντίθετοι με τη κατασκευή νέων φυλακών. Το γεγονός ότι ο αυξημένος αριθμός φυλακισμένων θα δημιουργούσε σημαντικές ανάγκες σε υποδομές προβλημάτισε ελάχιστους.

Υπάρχει τέλος, ένας ακόμη λόγος για να είναι κανείς καχύποπτος με το θεσμό του δημοψηφίσματος.

Όταν τα ζητήματα γενικής πολιτικής τίθενται σε απλοποιημένη διλημματική μορφή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν και να προβλεφθούν εγκαίρως οι επιπτώσεις ενός «Ναι» ή ενός «Όχι», ειδικά σε χώρες όπου ο δημόσιος χώρος υπολειτουργεί και όπου τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται λιγότερο για την αλήθεια και περισσότερο για την ακροαματικότητα.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εξάλλου κατά πόσο οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, εφόσον βέβαια η πρωτοβουλία αυτή δεν είχε το χαρακτήρα της επικοινωνιακής μπλόφας, θα κατάφερναν να «συναντηθούν» κάτω από μια κοινή συνισταμένη θετικών προτάσεων για το ασφαλιστικό, και όχι απλά και μόνο πίσω από την αιχμή του «όχι σε όλα».

Σήμερα, σε περίπτωση που διεξάγονταν δημοψήφισμα για το ασφαλιστικό, είναι πολύ πιθανό ότι οι πολίτες θα καταδίκαζαν τον νόμο που προωθεί η κυβέρνηση. Το ερώτημα όμως είναι το εξής: έχουμε κατανοήσει σε βάθος ως λαός τις επιπτώσεις που θα έχει η εθνική αδράνεια στο ασφαλιστικό για τους νέους εργαζόμενους και τις μελλοντικές γενιές;

Monday, March 24, 2008

Ιερή η ολυμπιακή φλόγα, πιο ιερά τα ανθρώπινα δικαιώματα

Reporters Without Borders demonstrates in Olympia at start of Olympic torch relay to Beijing

Από RSF

Three Reporters Without Borders representatives, including secretary-general Robert Ménard, today unfurled a banner showing the Olympic rings transformed into handcuffs at the official Olympic torch-lighting ceremony in Olympia, in Greece. Security forces arrested the three human rights activists, who are now being held at a police station in Pyrgos, around 80 kilometers from Olympia.

“The Olympic flame may be sacred but human rights are even more so,” the press freedom organisation said. “We could not let the Chinese government take the Olympic flame, a symbol of peace, without denouncing the dramatic human rights situation in China with less than five months to go to the start of the Olympic Games.”

Reporters Without Borders added : “The treatment reserved in China for those who express themselves freely, the censorship imposed on the press and the news blackout in Tibet demand this sort of protest. All possible means must now be used to condemn the serious violations of basic freedoms in China. We will protest whenever we can.”

The Reporters Without Borders’ representatives unfurled the Beijing 2008 campaign banner during the ceremony to light the torch. They were immediately seized by the security forces before being taken to a police station in Pyrgos.

“What we did was not intended to embarrass the Greek authorities,” the organisation said. “We just want to remind the Chinese government and the International Olympic Committee of the promises made on respecting human rights in China”.

Chinese television interrupted its coverage of the ceremony during the intervention by Reporters Without Borders’ activists, replacing it with archive footage of the Olympic site. Greek television simply broke off its broadcast for a few moments.

Reporters Without Borders is also calling on heads of state, heads of government and members of royal families to boycott the 8 August opening ceremony of the Beijing games.

The organisation will hold a news conference on the press freedom situation in China at 11 a.m. on 27 March at the Lawyers Centre in Athens.

Around 100 journalists, Internet users and cyber-dissidents are currently imprisoned in China just for expressing their views peacefully. Journalists have been banned from visiting Tibet since 12 March and have been expelled from neighbouring provinces. The crackdown on protests by Tibetans is taking place out of sight.

Chinese journalists continue to be subject to the dictates of the Publicity Department (the former Propaganda Department), which imposes censorship on a wide range of subjects. The government and party continue to control news and information and have authoritarian laws to punish violators.

Charges of subversion, disseminating state secrets or spying are often brought against journalists and cyber-dissidents. Self-censorship is the rule in news organisations. Independent Chinese-language media based abroad are blocked, harassed or jammed, preventing the emergence of diversity in news and information.

More information about the Reporters Without Borders international campaign on the 2008 Beijing Olympic Games is available in English, French, Spanish, Arabic and Chinese at the Reporters Without Borders website .
see the video

See also RSF : Repression continues in China, six months before Olympic Games

Οι επιτήδειοι και η αναδιανομή

Από τον Πάσχο Μανδραβέλη / pmandravelis@kathimerini.gr

Διαμαρτύρονται –και εν πολλοίς δικαίως– οι εργαζόμενοι για τη διαχείριση των αποθεματικών τους που έκανε μέχρι σήμερα το κράτος. Καταγγέλλουν τα μύρια όσα: Οτι τα δικά τους χρήματα χρηματοδοτούσαν την ανάπτυξη (όταν ήταν αναγκασμένοι να τα καταθέτουν άτοκα στις τράπεζες), ότι δικά τους λεφτά παίχτηκαν στη Σοφοκλέους κατά τη διάρκεια του χρηματιστηριακού πυρετού, ότι λεηλατήθηκαν διά των δομημένων ομολόγων, ότι έγιναν καλώδια της ΔΕΗ ότι, ότι, ότι...

Δεδομένων αυτών των καταγγελιών είναι προφανές πως οι εργαζόμενοι μισόν αιώνα τώρα εμπιστεύονται τις οικονομίες των σε ένα κράτος–μπαταχτσή. Αυτό που δεν διστάζει να κλέβει από τους γέροντες (δίνοντάς τους πενιχρές συντάξεις) για να τα δίνει είτε σε αεριτζήδες επιχειρηματίες (με χαμηλότοκα δάνεια) είτε σε κομματικά λαμόγια διά των δομημένων ομολόγων. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί επιμένουν να διαχειρίζεται τα λεφτά τους ένας μπαταχτσής; Γιατί δεν ζητούν κάποιου τύπου διαζύγιο ώστε να υπάρχουν καλοί λογαριασμοί και τελικά καλοί φίλοι;

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι διά της αναμπουμπούλας που δημιουργεί η κρατική διαχείριση εξασφαλίζεται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος. Αυτό είναι αληθές, αλλά αντιστρόφως απ’ ό,τι ελπίζουμε ή πιστεύουμε. Η αναδιανομή γίνεται, αλλά –όπως καταγγέλλουν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι– γίνεται εις βάρος των ασθενέστερων και σε όφελος των πάσης φύσεως «ατσίδων» (επιχειρηματιών ή πολιτικών). Εξάλλου, οι συντάξεις της πλειονότητας των Ελλήνων αυτό δείχνουν: Δηλαδή, αν δεν ήταν αναδιανεμητικό το σύστημα τι λιγότερο θα έπαιρνε ένας συνταξιούχος του ΙΚΑ;

Στο «συμπούρμπουλο» της αναδιανομής, όμως, πολλοί εξασφαλίζουν πολλά και μικρά πλεονεκτήματα. Είναι εκείνοι που μπορούν να πιέσουν πολιτικά, την έτσι κι αλλιώς αδιάφορη για τα αποθεματικά των εργαζομένων πολιτική τάξη. Ετσι δημιουργείται ένα ασφαλιστικό πολλών ταχυτήτων και κυρίως ένα πολύπλοκο σύστημα, που κανείς δεν ξέρει τι πληρώνει και τι παίρνει. Διατάξεις επί διατάξεων, ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων και στο τέλος οι πολλοί γερνούν φτωχότεροι και κάποιοι γίνονται πλουσιότεροι. Ετσι κι αλλιώς, εκ της φύσεώς του ένα αναδιανεμητικό σύστημα παράγει γραφειοκρατία, σπατάλες και μικρές ή μεγαλύτερες εύνοιες.

Να μην παρεξηγηθούμε: Αναδιανομή πρέπει να υπάρχει. Μια κοινωνία δεν μπορεί να αφήνει κάποια μέλη της στην απόλυτη ένδεια, ακόμη κι αν δεν προνόησαν στα νιάτα τους. Αυτή είναι μια δουλειά που διά του κοινωνικού συμβολαίου την αναθέσαμε στο κράτος. Φορολογούμαστε όλοι (και καλώς), για να βοηθηθούν οι πιο αδύναμοι (επίσης καλώς). Το θέμα είναι οι δεύτεροι και τρίτοι μηχανισμοί που κάνουν την ίδια δουλειά. Αυτοί, εκ των πραγμάτων, δεν βελτιώνουν τη συνολική αποτελεσματικότητα του κράτους πρόνοιας. Απλώς πολλαπλασιάζουν τη γραφειοκρατία, τις σπατάλες και τις σκανδαλώδεις εύνοιες.

Η δημογραφική βόμβα έτσι κι αλλιώς θα κάνει παρωχημένες οποιεσδήποτε ρυθμίσεις κι αν αποφασίσουμε σήμερα. Ο μόνος τρόπος εξόδου από τη διαρκή κρίση του ασφαλιστικού είναι να το χωρίσουμε στο προνοιακό του κομμάτι που ανήκει στο κράτος και σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα που θα πρέπει είναι στην ελεύθερη επιλογή καθενός. Διότι η αναδιανομή μέσω πολλών παράλληλων συστημάτων διασφαλίζει μόνο τους επιτήδειους και όχι τους πολλούς.

Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 19-3-2008.

Sunday, March 23, 2008

Τα νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης

Ρεπορτάζ Ηλίας Γεωργάκης*

Σύμφωνα με τα στοιχεία- και τους αναλυτικούς πίνακες- που ανακοίνωσε χτες η ΠΟΠΟΚΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής), σε 18 μεγάλες ομάδες από όλα τα Ταμεία (πλην ΟΓΑ) αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Η μικρότερη αύξηση είναι 2 χρόνια, για πολλές κατηγορίες- κυρίως γυναίκες- είναι 5 χρόνια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης θα φθάσει τα 10 χρόνια (μητέρες με 3 παιδιά και μητέρες ανηλίκων εργαζόμενες σε ΔΕΚΟ, τράπεζες).

Μείωση συντάξεων

Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις στις περιπτώσεις πρόωρης συνταξιοδότησης η μείωση του εισοδήματος που προκύπτει από σύνταξη (κύρια + επικουρική) για όσους αποχωρούν 5 χρόνια νωρίτερα αρχίζει από 10% και φθάνει μέχρι 40%.

Η μείωση οφείλεται στην αύξηση της «ποινής» από το 4,5% στο 6% για κάθε χρόνο και στον περιορισμό της επικουρικής στο 20% των συντάξιμων αποδοχών.

Για όσους λαμβάνουν πλήρη σύνταξη, η μείωση προέρχεται από τον περιορισμό της επικουρικής σύνταξης στο 20% (και σε λίγες περιπτώσεις από τη μείωση της κύριας σύνταξης).

Η μείωση του εισοδήματος στην περίπτωση αυτή είναι από 6% μέχρι 33% και αρχίζει να ισχύει από το 2013, με μικρότερα ποσοστά στην αρχή για να διαμορφωθούν το 2020 στα επίπεδα αυτά.

Τα νέα όρια

Ο νέος ασφαλιστικός νόμος προβλέπει για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης τα εξής: για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μέχρι την 31/12/1992, που συνταξιοδοτούνται με 35ετία και ηλικία 58 χρόνων, αυξάνει το όριο ηλικίας στο 60ό έτος με την προσθήκη ενός εξαμήνου ανά χρόνο από το 2013.

Για τους ασφαλισμένους των ειδικών Ταμείων από την 1/1/1983, που συνταξιοδοτούνται με 35ετία και όριο ηλικίας το 58ο, αυτό αυξάνει στο 60ό με προσθήκη ενός εξαμήνου ανά χρόνο από το 2013.

Για τους ασφαλισμένους στα Ταμεία Τύπου από την 1/1/1983, που συνταξιοδοτούνται με 35ετία, θεσμοθετείται ως όριο ηλικίας το 60ό με προσθήκη ενός εξαμήνου ανά χρόνο από το 2013.

Για τις γυναίκες ασφαλισμένες στα Ταμεία αυτοαπασχολουμένων, που συνταξιοδοτούνται με 35ετία στο 58ο έτος, αυτό αυξάνει στα 60 έτη με την προσθήκη ενός εξαμήνου ανά χρόνο από το 2013.

Για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ μέχρι την 31/12/1992, που συνταξιοδοτούνται με 10.500 ένσημα, εκ των οποίων τα 7.500 στα ΒΑΕ, με όριο ηλικίας τα 55 έτη για πλήρη και τα 53 έτη για μειωμένη σύνταξη, αυτά αυξάνουν στα 57 έτη για πλήρη και στα 55 έτη για μειωμένη, με την προσθήκη ενός εξαμήνου ανά χρόνο από το 2013.

Για τις από την 1/1/1983 ασφαλισμένες σε Ταμεία αυτοαπασχολουμένων, σε ειδικά Ταμεία και σε Ταμεία Τύπου αυξάνεται το όριο ηλικίας από το 50ό στο 55ο έτος με την προσθήκη ενός χρόνου ανά έτος, με αρχή το 2013.

Για τις μέχρι 31/12/92 ασφαλισμένες μητέρες ανηλίκων στο ΙΚΑ, η αύξηση του ορίου ηλικίας στο 55ο έτος αρχίζει από το 2010. Για τις από 1/1/1993 ασφαλισμένες μητέρες ανηλίκων καταργείται το μειωμένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, με αρχή το 2009.

Για μητέρες με τρία έως πέντε παιδιά ασφαλισμένες μετά την 1/1/1993, το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης καθορίζεται στο 55ο έτος.


*Ο Ηλίας Γεωργάκης είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 22 - 3 - 2008.

Friday, March 21, 2008

ΜΕΤΡΟ: Όλο και περισσότεροι οι μεταμεσονύκτιοι επιβάτες

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Κώστας Ντελέζος*

ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ οι... μεταμεσονύκτιοι επιβάτες του Μετρό και του Ηλεκτρικού στα δρομολόγια της Παρασκευής και του Σαββάτου, που διαρκούν δοκιμαστικά έως τις 2 τα ξημερώματα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σαββάτου 8 Μαρτίου 2008, το διάστημα από τις 12 τα μεσάνυχτα έως τις 2 τα ξημερώματα και με τα δύο μέσα σταθερής τροχιάς μετακινήθηκαν συνολικά 21.000 επιβάτες, έναντι μόλις 3.000 το πρώτο Σάββατο εφαρμογής του μέτρου. Αντίστοιχα, την περασμένη Παρασκευή, το σύνολο των επιβατών που μετακινήθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν περίπου 18.000.

Οι αριθμοί αυτοί θεωρούνται «ενθαρρυντικοί» από το υπουργείο Μεταφορών, το οποίο δεν αποκλείει την παγίωση του μέτρου αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δίμηνης πιλοτικής εφαρμογής του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου.

Από τα έως τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι Αθηναίοι που μετακινούνται μετά τα μεσάνυχτα με το Μετρό ανέρχονται σε περίπου 12.000 και με τον Ηλεκτρικό 9.000. Είναι δε στη συντριπτική πλειονότητά τους νεολαίοι που βγαίνουν για να διασκεδάσουν.

Πάντως για τη διατήρηση του μέτρου και μετά τον Απρίλιο, οπότε λήγει η πιλοτική λειτουργία του, θα αξιολογηθούν- εκτός της επιβατικής κίνησης το κόστος για τον επιπλέον αριθμό των εργαζομένων που θα απαιτηθεί γι΄ αυτό αλλά και για την ασφάλεια των μετακινήσεων (φύλαξη σταθμών, συντήρηση τροχαίου υλικού).

*Ο Κώστας Ντελέζος είναι δημοσιογράφος. Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα την Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008.

Thursday, March 20, 2008

Η Generazione 1000 euros κυκλοφορεί στα ελληνικά

Σκατά!
Είναι η πρώτη λέξη που μου περνάει απ' το μυαλό σήμερα το πρωί. Αν δεν την ξεστομίζω, είναι μόνο και μόνο επειδή έχω ακόμα το στόμα τσαρούχι από το αλκοόλ και τα τσιγάρα, αλλά το φως που τρυπώνει από τις γρίλιες και πέφτει πάνω στον καθρέφτη δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες : δεν άκουσα το ξυπνητήρι. Πρέπει να 'χω αργήσει φριχτά.
Απλώνω το χέρι κατά το κομοδίνο αναζητώντας νευρικά το ρολόι ή το κινητό μου. Να το. Μόλις που αντέχω να ρίξω μια κλεφτή ματιά στη φωτισμένη οθόνη: 09:48.
Σκατά κι απόσκατα!
Τρία, δύο, ένα...

Ο Κλαούντιο, είκοσι επτά ετών, πτυχιούχος, εργάζεται στο Μιλάνο ως junior account στο τμήμα μάρκετινγκ μιας πολυεθνικής. Η δουλειά του τον ικανοποιεί, όμως η θέση του (με σύμβαση περιορισμένου χρόνου και 1028 ευρώ το μήνα) του αφαιρεί οποιοδήποτε εργασιακό δικαίωμα και δεν του παρέχει καμία ασφάλεια.

Για να μη μείνει στον άσσο, έχει γίνει ειδικός στη "δημιουργική οικονομία". Μοιράζεται ενοίκιο, ψώνια και άγχη με τρεις συνομηλίκους του : τη Ροσέλα, που αγωνίζεται ως μπέιμπι σίτερ ανάμεσα στην αποστολή ενός βιογραφικού και ενός ραντεβού για συνέντευξη, τον Αλέσιο, που έχει απαρνηθεί το όνειρο της δημοσιογραφίας για ένα μόνιμο πόστο στο ταχυδρομείο, και τον Ματέο, αιώνιο φοιτητή , που τα βγάζει πέρα με την υποστήριξη των γονιών του.

Μες το κεφάλι τους βουίζουν χωρίς σταματημό ιδέες, όνειρα, προοπτικές. Χωρίς να παραπονιούνται, ζουν καθημερινά έναν αγώνα ενάντια στο πορτοφόλι και το κατεστημένο, εξακολουθώντας να ελπίζουν σ' ένα καλύτερο μέλλον.

Η Generazione 1000 euros των ΑΝΤΟΝΙΟ ΙΝΚΟΡΒΑΪΑ και ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΡΙΜΑΣΑ είναι μια ιστορία που προκάλεσε αίσθηση, τραβώντας την προσοχή των μέσων ενημέρωσης σε Ιταλία και Ευρώπη, με αποτέλεσμα τη γέννηση ενός "ριάλιτι" βιβλίου, σπαρταριστού όσο και αντισυμβατικού.

Το βιβλίο γεννήθηκε στο διαδίκτυο, και χάρη στην προφορική φήμη που απέκτησε, ο αριθμός των καθημερινών επισκέψεων στην ιστοσελίδα του εκτινάχθηκε στα ύψη. "Απλά ξεσκεπάσαμε ένα καζάνι που έβραζε", περιορίστηκε να πει ένας από τους συγγραφείς.

Οι συγγραφείς

Ο Αντόνιο Ινκορβάϊα γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1974. Πτυχιούχος αρχιτέκτονας, έμαθε να κάνει διάφορες άλλες δουλειές: γραφίστας, web editor, κειμενογράφος στην τηλεόραση και, με αυτό το βιβλίο, συγγραφέας.

O Αλεσάντρο Ριμάσα γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1975. Δημοσιογράφος και κειμενογράφος για την τηλεόραση, εργάζεται επίσης για το διαδίκτυο, τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο.

*Το βιβλίο Η Γενιά των 1000 ευρώ θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη στις 31 Μαρτίου. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε συνέντευξη των Milleuristi στον δημοσιογράφο Σάκη Ιωαννίδη η οποία δημοσιεύτηκε στην free press της Θεσσαλονίκης parallaxi και αναδημοσιεύτηκε στο blog της G700.


Tuesday, March 18, 2008

Νεανική επιχειρηματικότητα: ο τρίτος δρόμος για την επαγγελματική αποκατάσταση

Παραθέτουμε την ομιλία του Γιώργου Τζιράλη, ενός εκ των ιδρυτών του Athens Open Coffee Meeting, όπως αυτή εκφωνήθηκε στο 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια workshop με θέμα "Νεανική Επιχειρηματικότητα Νέες Τεχνολογίες. Εμπόδια. Πολιτικές".


Καλησπέρα. Βρίσκομαι σήμερα εδώ για να συνεισφέρω μία διαφορετική, πιο αισιόδοξη αλλά θέλω να πιστεύω ταυτόχρονα ρεαλιστική οπτική περί νέας επιχειρηματικότητας. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με δύο παραδείγματα.


Δύο φοιτητές, ξεκινώντας από ένα γκαράζ λίγα χρόνια πριν, κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αποκτούμε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία γύρω μας. Εν ολίγοις, άλλαξαν τον κόσμο. Μιλάω για τους Larry Page και Sergey Brin, και το Google. Ένας άλλος φοιτητής, στα 23 του, έχει ήδη δημιουργήσει εταιρεία με αποτίμηση ίση με αυτή της Ford. Αναφέρομαι στον Mark Zuckenberg και το Facebook.


Χιλιάδες, μάλλον εκατομμύρια άλλοι, παγκοσμίως, ακολουθούν το άστρο τους και εργάζονται μανιωδώς για να κάνουν μια ιδέα τους πράξη, το όνειρό τους πραγματικότητα. Κάποιοι είναι καταδικασμένοι να πετύχουν.


Έχουμε την τύχη να βιώνουμε καιρούς μοναδικούς, συναρπαστικούς, όπου κανείς μπορεί για παράδειγμα να απευθύνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη. Βρισκόμαστε όλοι μας πιο κοντά από ποτέ, συγκάτοικοι στο παγκόσμιο χωριό, με απόσταση ίση μόλις με το e-mail μας. Η τεχνολογία αφομοιώνεται, με ρυθμούς ραγδαίους, και αλλάζει τη ζωή μας, οι επαναστάσεις είναι καθημερινές, συμβαίνουν παντού γύρω μας.


Πολύ ωραία, θα πει κανείς. Εξαιρετικά. Και εμείς; Μας ενδιαφέρουν, μας αγγίζουν όλα αυτά; Ποια η θέση μας, η συμμετοχή μας, η φιλοδοξία μας; Το σκηνικό μεταμορφώνεται, έχουμε ρόλο σε αυτή την αλλαγή, πέραν αυτού του -παθητικού- θεατή των εξελίξεων;


Ας μην κρυβόμαστε, η απάντηση μοιάζει να είναι απογοητευτική. Σε αυτό το παγκόσμιο πανηγύρι, ο Έλληνας νέος έχει απομείνει να σχοινοβατεί μεταξύ ΑΣΕΠ και 700 ευρώ, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.


Το φάσμα των προοπτικών καριέρας οι οποίες ανοίγονται στον φοιτητή και απόφοιτο που δεν τυγχάνει κληρονομικής επιχειρηματικότητας είναι στην πράξη τόσο ‘ευρύ’, ώστε να περιλαμβάνει ‘πληθώρα’ επιλογών, τις εξής δύο:


Η πρώτη αφορά τον ιδιωτικό τομέα.


Εκεί κανείς προσπαθεί -με περίσσιες δυσκολίες- να κατορθώσει μία θέση στελέχους, τυπικά μικρής έως αμελητέας επικάλυψης με τις πραγματικές του ικανότητες και τα αυθεντικά του ενδιαφέροντα, κατά κανόνα επίσης με υπεραπασχόληση, αμυδρές προοπτικές και προσβλητικά τριψήφια αμοιβή.


Σε αυτό το σκούρο φόντο, αναδύεται συχνά ως επιλέξιμη και επιθυμητή η έτερη επιλογή, αυτή της πρόσληψης στον δημόσιο τομέα.


Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω πως, αν αυτό είναι το ελληνικό όνειρο και η χειροπιαστή προοπτική που παρέχουμε στον 20χρονο ή 25χρονο νέο, τότε πρόκειται μάλλον για στυγνό εφιάλτη.


Αν γνωρίζω πως όσα μου προσφέρονται στις πανεπιστημιακές μου σπουδές θα αποβούν άχρηστα στην ‘καριέρα’ μου, ‘ακαδημαϊκές γνώσεις’, τότε δεν με ενδιαφέρει η αριστεία, μπορώ να αρκεστώ και στη βάση.


Αν αναμένω πως οι όποιες ικανότητές μου δεν θα αξιοποιηθούν ή ανταμειφθούν από κανέναν, τότε δεν υπάρχει λόγος να τις καλλιεργήσω. Αν το μέλλον μου προδιαγράφεται αδιάφορο, το παρόν μου είναι ήδη βαρετό, μόνος στόχος το εφήμερο ‘περνάω καλά’.


Σε αυτό το πλαίσιο, μοναδική επιλογή για όσους πραγματικά φιλόδοξους φαντάζει η φυγή στο εξωτερικό. Πράγματι, οι Έλληνες φοιτητές είναι δεύτεροι σε πληθυσμό στα βρετανικά πανεπιστήμια, ενώ σε καθένα από τα κορυφαία αμερικανικά συναντά κανείς ικανό αριθμό Ελλήνων, φοιτητές, ερευνητές, καθηγητές.


Κοινό στοιχείο αυτών, η επιτυχία, η αναγνώριση και η κορυφή. Ναι, όλοι αυτοί που φεύγουν άσημοι από τα ελληνικά πανεπιστήμια, κατατρεγμένοι από την ‘τυραννία του μέσου όρου’ και την κουλτούρα του ‘αέναου φραπέ’, νομοτελειακά διαπρέπουν στα καλύτερα ερευνητικά ιδρύματα του κόσμου.


Πέρα από το σύνδρομο του παγωνιού που πιθανά αναδεικνύει η προσκόλληση στα ακαδημαϊκά, αξίζει ν’ αναφερθεί πως διαθέτουμε ικανότατο αριθμό κατόχων διδακτορικού διπλώματος αναλογικά με τον πληθυσμό μας τα συμπεράσματα είναι προφανή, και αδιαμφισβήτητα: οι δυνατότητες υπάρχουν, το κατάλληλο υλικό είναι διαθέσιμο, τα συστατικά της επιτυχίας είναι παρόντα. Απομένει η συνταγή, που θα μετατρέψει τον διαφυγόντα πόθο σε εγχώριο πάθος, την απογοήτευση σε πείσμα, την αδιαφορία σε έντονη προσπάθεια.


Ωστόσο, εξίσου σαφής είναι και η υφιστάμενη κατάσταση. Το παρών δίπολο προοπτικής ‘στελέχους’ ή δημόσιου υπαλλήλου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιτελέσει τον απαιτούμενο καταλυτικό ρόλο.


Απαιτείται τρίτος δρόμος, χειροπιαστός. Δρόμος διαφυγής προς τα εμπρός, δρόμος υγιής στα κίνητρα και τους στόχους του, με σημαντικό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, δρόμος εν τέλει ικανός να προκαλέσει την αλλαγή στην ελληνική κοινωνία.


Είμαστε πεπεισμένοι πως ο τρίτος αυτός δρόμος ακούει στο όνομα νεανική επιχειρηματικότητα.


Επίσης, είμαστε ικανά ρεαλιστές για να διαπιστώσουμε πως ο δρόμος αυτός ηχεί σαν μακρινή ουτοπία, σαν ανέφικτη οδύσσεια στα αυτιά κάθε Έλληνα νέου.


Τα στοιχεία έρχονται να μας επιβεβαιώσουν. Έρευνα του Διεθνούς Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας κατατάσσει την Ελλάδα ως ουραγό ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες αναφορικά με το ποσοστό εκείνων που εκκινούν μία επιχείρηση όχι λόγω ανάγκης, αλλά για την εκμετάλλευση μίας ευκαιρίας.


Η νέα επιχειρηματικότητα είναι λύση ανάγκης στη χώρα μας. Εκτός αυτού, είμαστε οι πλέον απαισιόδοξοι για την έκβαση των επιχειρηματικών μας προσπαθειών. Στο ερώτημα που απεύθυνε η ίδια μελέτη σε νέους επιχειρηματίες για το αν προσδοκούν ανάπτυξη της επιχείρησής τους, ώστε αυτή να απασχολεί περισσότερα από 20 άτομα σε χρονικό διάστημα 5 ετών, διατηρήσαμε τα αρνητικά πρωτεία. Θετικά απάντησε μόλις το 0.1% των ερωτούμενων, 1 στους 1000.


Το νούμερο είναι ιδιαίτερα ηχηρό. 1 στους 1000 από εκείνους τους ήδη λίγους που εκίνησαν επιχείρηση πιστεύουν ότι αυτή θα κατορθώσει να επιτύχει πραγματικά. Το αποτέλεσμα μάλλον λειτουργεί ως υπέρτατη απόδειξη συλλογικής αποτυχίας για την καλλιέργεια επιχειρηματικών φιλοδοξιών.


Τελικά, είναι τόσο βαθιά αποτυπωμένη η ονείρωξη περί ΑΣΕΠ στη συλλογική μας libido; Ή μήπως διαπιστώνουμε όλοι το braindrain ως μονόδρομο;


Διαθέτουμε όραμα για κάτι επιχειρηματικά διαφορετικό, το θεωρούμε εφικτό, μοιραζόμαστε τις τάσεις φυγής από την καθεστηκυία κινούμενη άμμο της αδράνειας; Κατ’ αρχάς, υπάρχουμε, είμαστε αρκετοί αυτοί που προσπαθούμε να διαφοροποιήσουμε τον όρο ‘ελληνική start-up’ από τον αυτόδηλο χαρακτηρισμό ‘σύντομο ανέκδοτο’;


Με σκέψεις αντίστοιχες και προβληματισμούς ισχυρούς, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε από τις διαπιστώσεις στην ιδέα και από την ιδέα στην πρωτοβουλία. Το όνομα αυτής, Open Coffee.


Η ιδέα απλή, ξεκίνησε στο Λονδίνο τον περασμένο Φεβρουάριο από τον δραστήριο Saul Klein: ‘Ας καθιερώσουμε στο εξής ένα σταθερό σημείο ανοικτών και περιοδικών συναντήσεων μεταξύ επιχειρηματιών, επενδυτών ή και οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, σε ένα εντελώς ανεπίσημο περιβάλλον, για παράδειγμα σε κάποιο καφέ’, πρότεινε. Ένα χρόνο μετά, το Open Coffee Club μετρά συναντήσεις σε 80 πόλεις ανά την υφήλιο. Μεταξύ αυτών, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.


Θα ήθελα να εστιάσω για λίγο στη διαδικασία: ‘από τις διαπιστώσεις στην ιδέα και από την ιδέα στην πρωτοβουλία’. Όλοι μας κάνουμε διαπιστώσεις. Επίσης, οι περισσότεροι από εμάς συχνά συνοδεύουμε μία διαπίστωση με μία ιδέα.


Οι διαπιστώσεις και οι ιδέες είναι απολύτως σημαντικές, ωστόσο η διαδικασία ως εδώ δεν έχει δημιουργήσει κάτι απτό, παραμένει νοητικό κατασκεύασμα, αναμένει την ενσάρκωσή της σε πρωτοβουλία και πράξη για να αποκτήσει πραγματική αξία και αντίκτυπο. Το πρόβλημα λοιπόν είναι πως, όλοι μας, κατά κανόνα, σταματάμε στην ιδέα. Το τελευταίο και πλέον σημαντικό βήμα, από την ιδέα στην πρωτοβουλία, παραμένει πάντα μετέωρο.


Το Open Coffee ξεκίνησε από κάποιες διαπιστώσεις, σας τις ανέφερα αναλυτικά, και μια απλή ιδέα, που είχα την τύχη να διαβάσω σε κάποια ανάρτηση ενός μεγάλου αμερικανικού blog. ‘Ωραία ιδέα!’, ήταν η πρώτη αντίδραση, ‘γιατί να μην τη δοκιμάσουμε κι εδώ;’.


Ωστόσο δεν σταματήσαμε εκεί. Αυτά που απαιτήθηκαν για να μεταμορφώσουμε την ιδέα σε πραγματικότητα ήταν όλα κι όλα ένα τηλέφωνο και 3 e-mails. Ένα τηλέφωνο στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, ‘μπορείτε να μας παραχωρήσετε το χώρο του καφέ σας για μία ανοικτή συνάντηση επιχειρηματικότητας, το πρώτο Open Coffee meeting στην Ελλάδα;’, ‘Ναι, φυσικά!’. Τα 3 πρόχειρα e-mails απευθύνθηκαν σε κάποια από τα πλέον γνωστά ελληνικά blogs. ‘Διοργανώνουμε αυτή τη συνάντηση, θα ήμασταν ευτυχείς αν την προβάλλετε’.


Τελικά η ιδέα από την πρωτοβουλία απέχουν απόσταση ελάχιστη, όση ο καναπές από το γραφείο, το τηλεκοντρόλ από το πληκτρολόγιο, η απάθεια και η παθητικότητα από την προδιάθεση για δημιουργία.


Και ήμασταν όλοι ευτυχείς, εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου. Όλοι κι όλοι 20 άτομα, με αρχική αμηχανία, η οποία ωστόσο έφυγε γρήγορα, καθώς τα συμβατά, περί start-up, ενδιαφέροντα προκάλεσαν προσωπικές γνωριμίες, ανταλλαγές ιδεών και εμπειριών, επαφών και business cards. Το πείραμα είχε ενδιαφέρον και αποφασίσαμε να το επαναλάβουμε.


Έκτοτε, έχουν συμβεί αρκετά για να τοποθετήσουν τις ελληνικές συναντήσεις ανάμεσα στις περισσότερο επιτυχημένες. Μεγαλώσαμε, και μετακομίσαμε. Μπολιάσαμε την αρχική ιδέα με την προσέγγιση των Tech Meet Up της Νέας Υόρκης, όπου ‘την πρώτη Τρίτη κάθε μήνα, στις 7 το απόγευμα, έως 6 ομιλητές έχουν 5 λεπτά για να παρουσιάσουν την start-up, την ιδέα ή την εμπειρία τους στο πιο cool κοινό της πόλης’.


Και είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε από κοντά τις προσπάθειες ανθρώπων σαν κι εμάς που προσπαθούν να μετατρέψουν μια ιδέα τους σε επιχείρηση, να λάβουμε τις συμβουλές περισσότερο έμπειρων για όλο το φάσμα του επιχειρείν, να αγγίξουμε και να μάθουμε την απλοϊκή ιστορία εκείνων που το δοκίμασαν και τώρα είναι αναγνωρίσιμα επιτυχημένοι. Να αποκτήσουμε την πεποίθηση, εν τέλει, πως η επιχειρηματικότητα δεν είναι σχήμα λόγου, είναι χειροπιαστή προοπτική.


Αλήθεια, κάθε πρώτη Τρίτη του μήνα στην Αθήνα και κάθε τελευταία Τρίτη του μήνα στη Θεσσαλονίκη, κάτι συμβαίνει στην πόλη. Με έδρα πλέον τον πολυχώρο Bios, στο 84 της οδού Πειραιώς, και το cafe το Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, δίπλα στον Λευκό Πύργο, τα πιο ανοικτά και δραστήρια μυαλά δίνουν το παρών σε μία συνάντηση χαλαρή και ανοικτή για όλους και εσένα, σε ένα social network που δημιουργείται μεταξύ καφέδων, επαφών και ποτών, και είναι πρωτίστως πραγματικό, ανοικτό και ελεύθερο.


Στόχοι μας, μεταξύ άλλων, η δικτύωση προσώπων και η διαμόρφωση συνεργιών, η διάδοση των νέων τεχνολογιών, η καλλιέργεια της κουλτούρας της καινοτομίας και, κυρίως, του επιχειρείν.


Αν τα παραπάνω δεν σας αρκούν, σκαλίστε λίγο περισσότερο το opencoffee.gr, το blog με άρθρα, videos και σχετικό υλικό από τις συναντήσεις και όχι μόνο, ή ρωτήστε κάποιον από τους 100 και πλέον παρευρισκομένους των τελευταίων συναντήσεων στην Αθήνα, ή τους 50 που συγκεντρώθηκαν στην τελευταία συνάντηση της Θεσσαλονίκης.


Και ελάτε αυτοπροσώπως σε κάποια από τις επόμενες. Ελάτε την 1η Απριλίου στην 10η συνάντηση του Open Coffee της Αθήνας, ή στις 25 Μαρτίου στην 6η συνάντηση της Θεσσαλονίκης. Να είστε σίγουροι πως, όταν φεύγετε, ‘περίεργες’ σκέψεις και σχέδια θα στριφογυρίζουν στο μυαλό σας…


Δεν είναι ψέμα και σίγουρα δεν είναι εθνική εορτή. Μία ιδέα, ένα τηλέφωνο και 3 e-mail έχουν καταφέρει να φέρουν την επιχειρηματικότητα στο επίκεντρο της συζήτησης, έχουν ίσως επιτύχει να διανθίσουν το δίπολο της απογοήτευσης του έλληνα νέου. Ωραία, θα μου πείτε. Διοργανώνονται κάποιες συναντήσεις, μιλάτε, γνωρίζεστε, επικοινωνείτε. Και μετά; Και τι έγινε τελικά;


Προσωπικά, τείνω να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Αν και θεωρώ πως κάθε συνάντηση είναι επιτυχημένη στο βαθμό και μόνο που κάποιος έρχεται σε αυτή σκεπτόμενος το οτιδήποτε, και φεύγει σκεπτόμενος κάτι συγκεκριμένο που έχει σχέση με το επιχειρηματικό του μέλλον, είμαι πεπεισμένος πως δεν έχουμε επιτύχει πολλά. Μάλλον, σίγουρα, είμαστε ακόμα στην αρχή.


Σχέδια για το μέλλον υπάρχουν πολλά, να είστε σίγουροι πως έχουμε και τη θέληση και τη φιλοδοξία, και είμαστε πεπεισμένοι πως αυτά είναι τα μόνα αναγκαία συστατικά. Άμεσο επόμενο βήμα, η επέκταση του concept σε ολόκληρη τη χώρα.


Θα επιχειρήσουμε να μεταλαμπαδεύσουμε τις συναντήσεις του Open Coffee σε αρκετές περισσότερες πόλεις ανά την επικράτεια. Το γνωρίζουμε πλέον όλοι, δεν θέλει κόπο και ξέρουμε τον τρόπο. Επίσης είμαστε ανοικτοί σε προτάσεις, ‘με λένε Γιώργο Τζιραλή και θέλω να διοργανώσω την πρώτη συνάντηση του Open Coffee στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στην Ξάνθη, στα Γιάννενα, στη Ρόδο, μπορείτε να με υποστηρίξετε;’. ‘Ναι, μπορούμε’.


Ο κ. Μακιός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πάτρας και ιδρυτής του cluster μικροηλεκτρονικής που μέσα σε ένα χρόνο λειτουργίας έχει κατορθώσει να συγκεντρώσει περισσότερες από 30 νέες επιχειρήσεις, καλεσμένος σε παλαιότερη συνάντηση, μας εξομολογήθηκε: ‘Η ισχύς εν τη ενώσει.


Οργανωθείτε, συγκεντρωθείτε όλοι μαζί και δημιουργήστε. Βάλτε στόχους υψηλούς, επιχειρήστε το ‘καινοτομία made in Greece’. Εσείς, οι νέοι, λάβετε την ευκαιρία και τη χαρά της επιχειρηματικότητας, και να είστε σίγουροι πως αυτό θα αλλάξει τη χώρα.’


Δεν γνωρίζω αν τελικά καταφέρουμε να σχηματίσουμε clusters για τεχνολογικές start-up, ούτε πολύ περισσότερο αν η αλλαγή αυτή γίνει πραγματικότητα. Ωστόσο, το όλο ταξίδι ως σήμερα μας έχει αποδείξει αρκετά.


Ναι, είμαστε τελικά περισσότεροι από όσους φανταζόμασταν.


Ναι, υπάρχει μία μάζα ανθρώπων που πιστεύουν στην αλλαγή, σε κάτι διαφορετικό, για τους πολλούς ανέφικτο. Ναι, το αναφέρει σε κάθε ομιλία του και ο Barack Obama, η αλλαγή έρχεται from the bottom-up, από κάτω προς τα πάνω.


Εκεί ακριβώς έγκειται και η προοπτική. Μπορεί να βιώνουμε σε μία κοινωνία με λειτουργίες υπο-βέλτιστες, που μας ωθούν καθημερινά στην αναζήτηση εναλλακτικών διαδρομών για την επίτευξη των στόχων μας. Αυτό ωστόσο, με διαφορετική ανάγνωση, καλείται καινοτομία.


Ας αρχίσουμε λοιπόν να βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά. Τις δυσκολίες ως προκλήσεις. Τους κινδύνους ως ευκαιρίες. Και ας συγκεντρωθούμε, ας δημιουργήσουμε ένα δυναμικό οικοσύστημα ανθρώπων και δράσεων περί start-up, ‘η ισχύς εν τη ενώσει’.


Τα αδύνατα ανήκουν στο παρελθόν. Η επόμενη ευκαιρία ίσως να είναι δική μας. Και, αν δεν καταφέρουμε να αλλάξουμε τον κόσμο με αυτή, είμαστε σίγουροι πως θα αλλάξουμε εαυτούς και την κοινωνία γύρω μας. Προς το καλύτερο.