Sunday, August 30, 2009

"Πράσινο 'νιου ντιλ'": μια παγκόσμια εναλλακτική πρόταση

Του Ράινχαρντ Μπιτικόφερ*
The Green New Deal as a Transatlantic Challenge
© The Globalist
Αύγουστος 24 2009
Μετάφραση και επιμέλεια από την ομάδα του PPOL

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια διάψευση: όχι, το σύνθημα «πράσινο νιου ντιλ"» (GND) δεν το ανακάλυψαν οι «πράσινοι». Το GND επίσης δεν ανήκει στους «πράσινους», έστω κι αν εμείς, οι πράσινοι, πιθανότατα συγκαταλεγόμαστε στους πλέον ενθουσιώδεις οπαδούς του.

Το GND είναι μια εθνική και διεθνής στρατηγική που σηματοδοτεί μια θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος τόσο για τον αναπτυγμένο όσο και για τον υπό ανάπτυξη κόσμο.

Η πράσινη σκέψη -που γελοιοποιούνταν μέχρι πρόσφατα- καταλαμβάνει πια ηγεμονική θέση. Στην πραγματικότητα κάθε πολιτική διήγηση -όχι μόνο προοδευτική, αλλά κάθε πολιτική στρατηγική που αρνείται να δεχθεί την δικτατορία του παρόντος και του παρελθόντος επί του μέλλοντος- αναγκαστικά θα είναι πράσινη.

Προτείνοντας μαζικές επενδύσεις και καινοτομίες, το GND προτείνει μια άμεση απάντηση στην παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση -αλλά και στην πολύ σοβαρότερη κρίση που είναι γνωστή ως υπερθέρμανση του πλανήτη.

Η συμμαχία που διαμορφώνεται γύρω από το GND είναι πράγματι εντυπωσιακή: περιλαμβάνει το γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μπυν (Ban Ki-moon), τον ,Αχιμ Στάινερ (Achim Steiner) του «προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον» (UNEP), την κορεατική κυβέρνηση, τον Τζον Ποντέστα (John Podesta) του «κέντρου για αμερικανική πρόοδο» (CAP) και τον Βαν Τζόουνς (Van Jones), το νέο σύμβουλο πράσινων θέσεων εργασίας του προέδρου Ομπάμα (Obama). Περιλαμβάνει επίσης στην Ευρώπη πολλούς πολιτικούς ηγέτες, διακεκριμένους επιστήμονες και επιχειρηματίες.

Αν και δε χρησιμοποίησαν τον όρο GND, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ (Arnold Schwarzenegger) και ο πρόεδρος Ομπάμα αναφέρθηκαν επίσης σε μια ταυτόσημη προσέγγιση.

Στην ομιλία της ορκωμοσίας του τον περασμένο Ιανουάριο ο πρόεδρος Ομπάμα επιχειρηματολόγησε υπέρ της άποψης πως οι τελευταίες κρίσεις που αντιμετωπίζουμε δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν μία-μία. Επικαλέστηκε μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση -οι κρίσεις θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν με τρόπους που να λύνουν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα.

Επί παραδείγματι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα την οικονομική κρίση, τη διατροφική κρίση στις φτωχές χώρες (σήμερα υποφέρουν από υποσιτισμό 1 δις άνθρωποι, πράγμα πρωτοφανές στην ιστορία) και την κλιματική κρίση, που σταδιακά συναρθρώνεται και με προβλήματα άμυνας και ασφαλείας όλο και περισσοτέρων χωρών.

Η ανάγκη για μία νέα αναπτυξιακή στρατηγική πέρασε ακόμα και το κατώφλι του «οργανισμού οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ), που έδωσε στα κράτη-μέλη του διορία ενός έτους προκειμένου να καταθέσουν τις προτάσεις τους για μια ανάπτυξη φιλική προς το περιβάλλον. Πιστεύω πως η απάντηση πρέπει να είναι -και θα είναι- ένα παγκόσμιο «πράσινο "νιου ντιλ"».

Το GND είναι φανερό πως αναφέρεται στο «νιου ντιλ» του προέδρου Ρούσβελτ (Roosevelt). Κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Αν και πολλά άλλαξαν από τότε, υπάρχουν σαφείς αναλογίες με εκείνη την εποχή. Όπως τότε, έτσι και τώρα δεν αντιμετωπίζουμε απλά μια οικονομική καταστροφή, αλλά μια πρόκληση να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει το οικονομικό μας σύστημα -και κατ, επέκταση ο τρόπος ζωής μας- δεν προέρχεται από δυνάμεις που να το υπερβαίνουν. Αντιθέτως, μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός των ορίων του οικονομικού και πολιτικού μας συστήματος -όπου όμως η απουσία αειφορίας στην καθημερινότητά μας κινδυνεύει να οδηγήσει τον καπιταλισμό στην αυτοκτονία.

Ανήκει πια στους περιβαλλοντιστές να διασώσουμε την οικονομική τάξη με τον πράσινο τρόπο. Η ανθρωπότητα είναι αναγκασμένη να βρει τρόπο να διαβιώνει αειφορικά. Αυτό που ζητάω είναι μια νέα βιομηχανική επανάσταση, μια ριζική αλλαγή στο «μεταβολισμό» του βιομηχανικού κόσμου, η ανάπτυξη ενός νέου, περιβαλλοντικού πολιτισμού.

Στη βάση αυτής της ριζικής αλλαγής βρίσκεται μια νέα βιομηχανική πολιτική, που θα φέρει επανάσταση στον τρόπο που καταναλώνουμε ενέργεια, με ξεκάθαρο στόχο τη μετάβαση σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών θερμοκηπικών αερίων. Για να μιλήσω για ένα μόνο από τους συγκεκριμένους στόχους μας, είναι απολύτως δυνατό για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να παράγει το 100% της ενέργειάς της από «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» (ΑΠΕ) πριν το 2050.

Τι θα συμβεί αν η ανθρωπότητα αποτύχει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τέτοιας εναλλακτικής προσέγγισης στο status quo; E, αν αφήσουμε ανεξέλεγκτη την κλιματική αλλαγή, και σήμερα αυτό κάνουμε σε γενικές γραμμές, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με καταστροφές πρωτοφανούς κλίμακας.

Ο Νικ Στερν (Nick Stern), πρώην αντιπρόεδρος της «παγκοσμίου τράπεζας», υπολόγισε το 2006 πως η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει όσο το 20% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

Πιο πρόσφατα, τον περασμένο Ιούνιο, η «εθνική διοίκηση ωκεανών και ατμόσφαιρας» των ΗΠΑ (ΝΟΑΑ), αφού σημείωσε πως η «κλιματική αλλαγή φαίνεται να εξελίσσεται ταχύτερα από ότι προβλέπαμε», εκτίμησε σε 90% τις πιθανότητες μέσα στον επόμενο αιώνα η ανεξέλεγκτη εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής να εξαναγκάσει 3 δις ανθρώπους να επιλέξουν μεταξύ της λιμοκτονίας και της μετακίνησης προς περιοχές με καλύτερες κλιματικές συνθήκες.

Αν αυτά σας φαίνονται δυσοίωνα, τι θα λέγατε για τα 200 δις δολάρια (140 δις ευρώ) που θα κοστίσει μόνο η εξασφάλιση της ύδρευσης των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών έως το 2020; Τι θα λέγατε για την αυξανόμενη απειλή για τη διεθνή ασφάλεια που αντιπροσωπεύει ο ανταγωνισμός για τους μειούμενους υδατικούς πόρους και την αυξανόμενη σπάνη των αρδεύσιμων γαιών;

Η φύση έθεσε συγκεκριμένα όρια στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος (CO2). Από τη στιγμή που τα ξεπεράσουμε, δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Η φύση δε δίνει αναστολές.
Αν θέλουμε να αποφύγουμε το χάος, θα χρειαστεί να πετύχουμε τρεις συγκεκριμένους στόχους:
  • Έως το 2050, οι εκπομπές CO2 θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το 1990.
  • Τα βιομηχανικά κράτη πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων τους κατά 80-95% έως το 2050.
  • Οι εκπομπές CO2 θα πρέπει να φθάσουν στο ζενίθ τους έως το 2015

Προφανώς όλα αυτά είναι δύσκολα, αλλά όχι αδύνατα.

Προφανώς επίσης, αυτή η οπτική δεν είναι αποδεκτή από όλους Ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) π.χ. επιχειρηματολογεί πως δεν είναι δυνατό να ασχολείται με την κλιματική αλλαγή ενώ αντιμετωπίζει οικονομική κρίση. Στην πρόσφατη σύνοδο του G8 στην Ιταλία Ο κ. Μπερλουσκόνι σημείωσε ειρωνικά πως το να ασχολείσαι με τις εκπομπές CO2 εν μέσω οικονομικής κρίσης ήταν σαν να ασχολείσαι με το χτένισμά σου ενώ πάσχεις από πνευμονία.

Αυτού του είδους οι συμπεριφορές πιστοποιούν μια βασική παρεξήγηση: συμφωνούμε πως ναι, όπως ο πρόεδρος Ρούσβελτ την εποχή του «νιου ντιλ», μας απασχολεί κυρίως η απασχόληση, η ρύθμιση των αγορών, η καταπολέμηση της φτώχειας.

Η επιδίωξη ενός GND συνεισφέρει ακριβώς σε αυτό: με άλλο λόγια, η σωτηρία του πλανήτη θα μας βοηθήσει να ανοικοδομήσουμε τις οικονομίες μας.
Οι συνήγοροι του GND υπογραμμίζουν δύο σημεία:

  • Πρώτον, το GND ενισχύσει την απασχόληση και την κοινωνική ισότητα.
  • Δεύτερον, θα κάνει τις οικονομίες μας πιο ανταγωνιστικές

Οπότε, όσοι αρνούνται να ενδιαφερθούν για τις περιβαλλοντικές διαστάσεις του GND, ας ασχοληθούν τουλάχιστο με τις οικονομικές του προοπτικές.

Ας μιλήσουμε για την απασχόληση. Σύμφωνα με μία έρευνα του CAP, ο «νόμος περί καθαρού αέρα και ασφάλειας» και ο «νόμος περί ανάκαμψης και επανεπένδυσης» του 2009, θα οδηγήσουν σε επενδύσεις της τάξης των 150 δις δολαρίων (105 δις ευρώ) ετησίως τα επόμενα δέκα χρόνια, που θα δημιουργήσουν 1.7 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας.


Το γερμανικό παράδειγμα της ανάπτυξης των ΑΠΕ δείχνει πως δε μιλάμε εδώ για υποσχέσεις κενές περιεχομένου.Η Γερμανία δημιούργησε ήδη 280,000 θέσεις εργασίας στον τομέα των ΑΠΕ και αναμένεται να δημιουργήσει άλλες 280,000 έως το 2020. Να σημειώσουμε πως έως σήμερα η πραγματική επέκταση των ΑΠΕ ξεπερνά και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Σήμερα, η Γερμανία δεν υστερεί από κανένα σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητα των ΑΠΕ.

Σήμερα το 8% της γερμανικής οικονομίας (και το 2.2% της οικονομίας της ΕΕ-25) θεωρείται «πράσινο». Σύμφωνα με μια μελέτη του «γερμανικού ινστιτούτου οικονομικής έρευνας» (DIW), έως το 2020 στη Γερμανία ο «πράσινος» τομέας της οικονομίας θα ξεπεράσει σε σημασία εκείνο της μηχανουργίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας.

Αλλά το GND υπερβαίνει την ανάπτυξη του «πράσινου» τομέα της οικονομίας. Αφορά μάλλον σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική «πρασινίσματος» όλων των τομέων της οικονομίας, που βασίζεται σε τρεις πυλώνες:

  • Τις ΑΠΕ
  • Την ενεργειακή αποτελεσματικότητα
  • Την τεχνολογία μείωσης των εκπομπής θερμοκηπικών αερίων και τις πράσινες υποδομές

Αν η ΕΕ αποδεχθεί αυτήν τη στρατηγική, την επόμενη πενταετία θα δημιουργηθούν πέντε εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Όπως το έθεσε ο επίτροπος της ΕΕ Αλμούνια (Almunia): «βάλτε την πράσινη ανάπτυξη στον πυρήνα των πολιτικών σας».

Δείτε π.χ. την αυτοκινητοβιομηχανία. Ο διευθύνων σύμβουλος της «ντάιμλερ» Ντίτερ Ζέτσε (Dieter Zetsche) δήλωσε πρόσφατα πως «θα πρέπει να ξαναεφεύρουμε το αυτοκίνητο». Έχει δίκιο, και αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί αναγκαστικά υπό δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Μια πρόσφατη μελέτη των «ALIX συνεταίρων» για την παγκόσμια αγορά αυτοκινήτου εκτιμά πως από το Β, παγκόσμιο πόλεμο, ουδέποτε οι προοπτικές της αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν πιο δυσοίωνες και επισφαλείς από ότι σήμερα.

Από την άλλη είναι σαφές πως Λυδία λίθος για το ποιες επιχειρήσεις θα επιβιώσουν θα είναι η ενεργειακή τους αποτελεσματικότητα. Παραφράζοντας τον Τόμας Φρίντμαν (Thomas L. Friedman) θα τολμούσα μια πρόβλεψη: η αυτοκινητοβιομηχανία που θα γίνει ταχύτερα «πράσινη» χρησιμοποιώντας την πιο έξυπνη τεχνολογία, θα είναι εκείνη που θα ηγηθεί του κλάδου τον 21ο αιώνα.

Ας δούμε τον τομέα των οικοδομών. Η ανάγκη για εξοικονόμηση ενέργειας θα καταστήσει στο εγγύς μέλλον κανόνα τις ενεργειακά αποτελεσματικές κατοικίες και την «πράσινη» οικοδομή. Θα κατοικούμε σε σπίτια με χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, ή ακόμα και σε σπίτια-παραγωγούς ενέργειας.

Δεν φαντασιώνομαι εδώ: αναφέρομαι σε τεχνολογίες που έχουν ήδη κατασκευαστεί (από την BASF π.χ) που είναι ήδη διαθέσιμες. Ιδού ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία: η Κίνα αναμένεται να οικοδομήσει έως το 2020 όσες κατοικίες υπάρχουν ήδη σήμερα στην ΕΕ-15. Ποιος θα αναλάβει την οικοδόμηση αυτών των κατοικιών, υπό ποίες προδιαγραφές, με ποιες τεχνολογίες; Δεν είναι φανερό πως οι πιο πράσινες τεχνολογίες είναι και οι πιο ευεπίφορες ώστε να κερδηθεί ο οικονομικός ανταγωνισμός;

Αναμένεται να υπάρξει οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ εταιρειών και εθνών για το ποιος θα εκμεταλλευθεί καλύτερα το πράσινο κύμα. Ο ανταγωνισμός είναι αναγκαίος -και θα επιταχύνει τη μετάβαση εκεί που θέλουμε. Αλλά από την άλλη, θα ήθελα να δω περισσότερη «πράσινη» συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης από όση είδαμε έως σήμερα.

Η νέα αμερικανική κυβέρνηση άνοιξε πολλά καινούργια πεδία ανάπτυξης αυτής της συνεργασίας. Η επερχόμενη αναθεώρηση της «στρατηγικής της Λισσαβόνας» μπορεί από τη μεριά της να αξιοποιηθεί σαν μια ευκαιρία για να κάνουμε ένα άλμα στην πράσινη ανάπτυξη. Μολοταύτα, κανείς από τους ατλαντικούς εταίρους δε διαθέτει ολοκληρωμένη στρατηγική για την ανάπτυξη της οικολογικής καινοτομίας. Από την άλλη, αμφότεροι διαθέτουν ορισμένες χρήσιμες εμπειρίες, που μπορεί να αξιοποιηθούν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Οι ΗΠΑ π.χ. διαθέτουν ένα εξαίρετο σύστημα περιβαλλοντικής πιστοποίησης. Η ΕΕ σχεδιάζει τώρα το δικό της... Δε θα πρέπει να προβλεφθεί αμοιβαία αναγνώρισή τους;

Η ΕΕ διαθέτει εμπειρία στην προώθηση των ΑΠΕ, που οι ΗΠΑ μπορούν να αξιοποιήσουν. Τα γερμανικά κίνητρα μάλιστα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά και επιβάρυναν ελάχιστα τους φορολογούμενους, αποδίδοντας τα μέγιστα στην οικονομία. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο;

Σε ότι αφορά το σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ, κοστολογεί ήδη τις εκπομπές CO2 στην παραγωγή ενέργειας και τη βιομηχανική παραγωγή, την ώρα που οι ΗΠΑ σχεδιάζουν το δικό τους ανάλογο σύστημα. Πότε θα συνδεθούν οι δύο προσεγγίσεις;

Οι νέες τεχνολογίες χρειάζονται και νέες προδιαγραφές. Γιατί να μη συμφωνηθούν κοινές προδιαγραφές για τον ανταγωνισμό στις ΗΠΑ και την ΕΕ; Δε θα ευνοούσε κάτι τέτοιο τη συνεργασία των δύο πλευρών;

Τέλος, γιατί να μην υπάρχει περισσότερη ανταλλαγή εμπειριών στους μηχανισμούς ελέγχου και χρηματοδότησης της «πράσινης ανάπτυξης»;

Πώς θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την εμπειρία της ΕΕ στoν οικολογικό σχεδιασμό;

Δε θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε στον προσδιορισμό μιας κοινής προσέγγισης στις προδιαγραφές της κατανάλωσης ή της παραγωγής ενέργειας των διαφόρων προϊόντων;

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε μολοταύτα πως υπήρξαν σημαντικές πρόοδοι στην ατλαντική «πράσινη» συνεργασία.

Στο πόρισμα της συνόδου ΗΠΑ-ΕΕ της Πράγας π.χ. συμπεριλήφθηκε η «συνεργασία στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και υπέρ της μετάβασης το ταχύτερο δυνατό σε πιο πράσινες και καθαρές ατλαντικές οικονομίες». Σε ό,τι αφορά το μέλλον του «ατλαντικού οικονομικού συμβουλίου» (TEC) o επίτροπος Φερχόιγκεν (Verheugen) μου δήλωσε πρόσφατα πως η «ευρωπαϊκή επιτροπή» επιθυμεί διακαώς να καταστήσει την περιβαλλοντική συνεργασία ακρογωνιαίο λίθο της μελλοντικής δράσης του TEC.

Επιπλέον οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες προδιαγραφών CEN και CENELEC αξιοποίησαν την ετήσια σύνοδό τους του 2009 που έγινε στη Μαδρίτη προκειμένου να συζητήσουν τις προδιαγραφές της οικολογικής καινοτομίας. Προσβλέπω σε ατλαντική συνεργασία και σε αυτόν τον τομέα.
Θα ήθελα όμως να επιμείνω στον επείγοντα χαρακτήρα αυτών των θεμάτων. Παρ, όλη την πρόοδο σε ότι αφορά το παγκόσμιο GND, απέχουμε ακόμα πολύ από τους στόχους μας. Επιπλέον, αρχίζει να παγιώνεται η αίσθηση πως χάνουμε την κούρσα ενάντια στο χρόνο. Η κλιματική αλλαγή θερμαίνει διαρκώς τον πλανήτη ενώ η οικονομική ανάκαμψη σέρνει τα πόδια της.

Οπότε χρειαζόμαστε πιο φιλόδοξες προσεγγίσεις, πιο τολμηρές πολιτικές, περισσότερη συνεργασία μεταξύ πολιτικών, επιχειρηματιών, μη-κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και πολιτών.

Επιτρέψτε μου να καταλήξω σε πιο αισιόδοξους τόνους: αν και είναι ακόμα πολύ αμφίβολο αν θα κατορθώσουμε το Δεκέμβριο στην Κοπεγχάγη να πετύχουμε μια ιστορικής σημασίας συμφωνία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, θα ήθελα να αναδείξω το αισιόδοξο μήνυμα που μας έρχεται από μια επιχειρηματική πρωτοβουλία.

Αναφέρομαι στο σχέδιο «ντεζέρτεκ»: είκοσι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, πολλές εξ αυτών γερμανικές, αποφάσισαν να συνεταιριστούν και να επενδύσουν 400 δις ευρώ σε μία εγκατάσταση παραγωγής ηλιακής ενέργειας στη βόρειο Αφρική που θα ήταν δυνατό, αν όλα πάνε καλά, να εξασφαλίσει το 15% των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ έως το 2050.
Τι με κάνει τόσο αισιόδοξο σε αυτό; Δύο πράγματα:

  • Πρώτον, διότι αποδεικνύει οικονομικό ορθολογισμό. Το «πρασίνισμα» της οικονομίας δεν αφορά πλέον τη διανομή της οικονομικής επιβάρυνσης, αλλά τη διανομή οικονομικών κερδών.
  • Δεύτερον, διότι λαμβάνει χώρα καταμεσής στην οικονομική κρίση κι έτσι δίνει αξιοπιστία στους ισχυρισμούς μας πως η πράσινη οικονομία αποτελεί τη διέξοδο από την οικονομική τρύπα στην οποία έχουμε πέσει.

Όπως είπα, το πράσινο αρχίζει να γίνεται ηγεμονικό. Το GND βρίσκεται σε εξέλιξη. Ως «πράσινος» πολιτικός, καλοδέχομαι αυτήν την εξέλιξη. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, το «πράσινο» δεν πρόκειται να υπάρχει χωρίς τις επιχειρήσεις, και οι επιχειρήσεις θα αποτύχουν χωρίς «πράσινο». Ας συσπειρώσουμε όλη μας την ευρηματικότητα κι ας εξασφαλίσουμε πως η οικολογική καινοτομία και το πρασίνισμα της οικονομίας θα είναι οι πυλώνες μιας επιτυχούς ατλαντικής συνεργασίας τον 21ο αιώνα.

Reinhard Bόtikofer είναι Γερμανός ευρωβουλευτής, αντιπρόεδρος της ομάδας των «πρασίνων» στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο

Friday, August 28, 2009

Τώρα είμαστε και καμένη γενιά

Συνέντευξη G700 στο Έθνος
Του Γιάννη Φώσκολου
Έθνος 28/8/2009

"Το πάθημα του 2007 δεν μας έγινε μάθημα. Ασύλληπτη η ανικανότητα της κυβέρνησης» λένε με θλίψη και αγανάκτηση οι 30άρηδες της γενιάς των 700 ευρώ."


«Είμαστε η καμένη γενιά», λένε οι νέοι του G700, της γενιάς δηλαδή των 700 ευρώ, εκφράζοντας τη θλίψη και την αγανάκτησή τους για το επαναλαμβανόμενο έγκλημα κατά του περιβάλλοντος. Με αφορμή την τεράστια καταστροφή στη Βορειοανατολική Αττική, οι νέοι που προβληματίζονται έντονα για τη γενιά τους και γι αυτά που τους επιφυλάσσει το μέλλον, οργίζονται και εξεγείρονται. Μιλούν για «ασύλληπτη ανικανότητα», για «κυβέρνηση-παιδική χαρά», για «υπονόμευση του μέλλοντός τους, της ποιότητας ζωής τους και εν τέλει των ονείρων τους».

Χαρακτηρίζουν «φαρσοκωμωδία» το επικοινωνιακό παιχνίδι πάνω στα καμένα και ξεκαθαρίζουν πως... κρατούν μικρό καλάθι μπροστά στις υποσχέσεις και τις δεσμεύσεις των πολιτικών. Καλούν αντίθετα την κοινωνία των πολιτών να είναι σε επαγρύπνηση.

«Η καταστροφή της Βορειοανατολικής Αττικής προκαλεί αμηχανία, θυμό, οργή και απογοήτευση, διότι αποδεικνύεται ότι μετά την τραγική εμπειρία του 2007 τα προβλήματα παραμένουν ίδια: ανύπαρκτος σχεδιασμός και προληπτική ικανότητα, έλλειψη στοιχειώδους συντονισμού και οργάνωσης, ανεπάρκειες στο δυναμικό και στην υποδομή του πυροσβεστικού σώματος, αδυναμία ελέγχου ιδιωτικών συμφερόντων, εκτεταμένη ανομία», σημειώνει ο 28χρονος Πασχάλης Αγανίδης.

Αστείες δικαιολογίες

«Ακόμα περισσότερο», συμπληρώνει ο ίδιος, «τα αισθήματα οργής προκαλούνται από τις αστείες δικαιολογίες και την ακατάσχετη μπαρουφολογία. Στον στρατηγό άνεμο και στην ασύμμετρη απειλή προστίθενται τα... πεύκα και η "ευρωπαϊκή συγκυρία"». Το πάθημα του 2007 δεν μας έγινε μάθημα, σχολιάζει και ο 30χρονος Θανάσης Γκούγκλας, ιδρυτικό μέλος των G700. «Νιώθω θλίψη, αγανάκτηση, απογοήτευση, αποτροπιασμό, φρίκη. Ξανά τα ίδια. Το 2007 δεν μάθαμε απολύτως τίποτα. Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα κάηκε και μάλιστα σε μια περίοδο, κατά την οποία δεν υπάρχει δικαιολογία κι ελαφρυντικό. Υποτίθεται πως φέτος ήταν μια βροχερή χρονιά και οι κλιματολογικές συνθήκες δεν ευνοούν τέτοιες πυρκαγιές».

Οι νέοι της γενιάς των 700 ευρώ διακρίνουν «διαχρονικές πολιτικές και θεσμικές ευθύνες» για το διαρκές οικολογικό έγκλημα. «Όπως μας κληροδοτούν την κατάρρευση του ασφαλιστικού, την εργασιακή ανασφάλεια, την εξαθλίωση της παιδείας, την ανύπαρκτη ποιότητα ζωής, με τον ίδιο τρόπο μας κληροδοτούν και μια καμένη γη», τονίζει ο 29χρονος Παναγιώτης Σταμπουλίδης και προσθέτει πως «η σημερινή γενιά των 30άρηδων θα κληθούν να πληρώσουν και το κόστος της οικολογικής καταστροφής». Ο ίδιος λέει πως νιώθει πρωτογενώς πόνο και θλίψη για το οικολογικό έγκλημα και δευτερογενώς απαξίωση για το πολιτικό σύστημα. Ξεκαθαρίζει επίσης πως δυσπιστεί στις εκ των υστέρων εξαγγελίες. «Κάθε φορά, μετά από ένα τέτοιο γεγονός, μιλούν όλοι ξαφνικά για μέτρα και πολιτικές.

Πιστεύω πλέον ακράδαντα πως τίποτα ουσιώδες δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ούτε αυτή τη φορά». Πολλές φορές δεν γίνονται ούτε τα στοιχειώδη, θα συμπληρώσει ο Θανάσης. «Η Ελλάδα δέχεται επίθεση από την οργανωμένη ανικανότητα και όχι από κάποιο... στρατηγό άνεμο. Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε το κράτος και τις υποδομές του για να αποτρέψουμε καταστροφές όπως αυτή που βίωσε η Αττική πριν από λίγα 24ωρα. Αντίθετα περισσεύουν οι κινήσεις εντυπωσιασμού, όπως το να μοιράζουμε 3χίλιαρα για να φανούμε ευαίσθητοι. Όταν βλέπω το επικοινωνιακό παιχνίδι πάνω στα καμένα να επαναλαμβάνεται, νιώθω πως βιώνω μια μεγάλη φαρσοκωμωδία».

Οι G700 μιλούν για διεύρυνση του οικολογικού ελλείμματος και διαρκή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, το βάρος της οποίας πέφτει στις πλάτες της νέας γενιάς. «Η αδυναμία προστασίας του δασικού πλούτου και η διογκούμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση διευρύνουν το οικολογικό έλλειμμα της χώρας», τονίζει ο Πασχάλης, συμπληρώνοντας πως «η "περιβαλλοντική καθυστέρηση" συνιστά μία από τις κρισιμότερες όψεις διαγενεακής ανισότητας, καθώς επιφυλάσσει στις επερχόμενες γενιές μια τραγικά χαμηλή ποιότητα ζωής με υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος».

Το περιβαλλοντικό κεφάλαιο που αφήνει η μια γενιά στην άλλη -συμπληρώνει ο Θανάσης- περιορίζεται διαρκώς. «Κάθε φορά που καίγεται ένα δάσος, χάνεται ένα σημαντικό κομμάτι από το περιβαλλοντικό κεφάλαιο που διαθέτουμε ως χώρα κι αυξάνεται αντίστοιχα το οικολογικό έλλειμμα», εξηγεί ο ίδιος.

ΕΞΙΧΝΙΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Θύτης το πολιτικό σύστημα με την κυβέρνηση στον πρώτο ρόλο

Οι νέοι της γενιάς των 700 ευρώ κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση και το σύνολο του πολιτικού συστήματος. «Η αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα υποδεικνύει, μεταξύ άλλων, την κρισιμότητα και τη σημασία της διαρκούς κινητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών», επισημαίνει ο Πασχάλης.

Για ανικανότητα του πολιτικού συστήματος, που δεν μπορεί να διασφαλίσει την ποιότητα ζωής των πολιτών και το φυσικό περιβάλλον της χώρας, κάνει λόγο ο Παναγιώτης. «Τις μέρες που μαινόταν η πυρκαγιά βρισκόμουν στην Ισπανία. Αισθάνθηκα ντροπή όταν με ρωτούσαν πώς είναι δυνατόν να καίγεται η πρωτεύουσά μας και να μην μπορεί μια συντεταγμένη πολιτεία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Για μένα το έγκλημα είναι εξιχνιασμένο. Θύμα είναι το περιβάλλον και θύτης το σύνολο του πολιτικού συστήματος, με την κυβέρνηση στον πρώτο ρόλο». Τα μέλη του G700 θα συμμετάσχουν σήμερα το απόγευμα στη διαμαρτυρία στην Πλατεία Συντάγματος.

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Σε ανοιχτή δημόσια διαμαρτυρία στην Πλατεία Συντάγματος καλούν σήμερα το απόγευμα στις 19.00 ενεργοί πολίτες, bloggers κ.ά. με αφορμή την καταστροφή της Βορειοανατολικής Αττικής. «Όλοι με μαύρα ρούχα στην Πλατεία Συντάγματος», αναφέρει το κάλεσμα που κάνει τις τελευταίες μέρες τον γύρο του Διαδικτύου. Σύμφωνα με το κάλεσμα θα κατατεθούν στο προεδρείο της Βουλής καμένα δέντρα, «σαν απάντηση της φύσης και των ενεργών πολιτών στις πολιτικές που τα έκαψαν», ενώ θα απαιτηθεί να κηρύσσονται αυτομάτως αναδασωτέα όλα τα καμένα των τελευταίων 10 ετών τουλάχιστον.

Tuesday, August 25, 2009

G700: εγγεγραμμένη ομάδα πίεσης στην ΕΕ

Στις 5 Ιουνίου 2009 η «Γενιά των 700 ευρώ – G700» γράφτηκε στο Μητρώο Εκπροσώπων Συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το μητρώο άνοιξε επίσημα στις 23 Ιουνίου 2008 και απευθύνεται α) σε όσους, δημόσιες αρχές, ΜΚΟ, κινήσεις πολιτών, συνδικαλιστικές οργανώσεις, επαγγελματικές ενώσεις, επαγγελματίες λομπίστες κοκ, επιθυμούν να εγγραφούν με σκοπό τη συμμετοχή σε δραστηριότητες που αναπτύσσονται με στόχο να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της πολιτικής και τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, και β) στο κοινό που επιθυμεί να πληροφορηθεί σχετικά με τις ομάδες πίεσης που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.

Στις δραστηριότητες αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (COM(2007)127τελικό της 21ης Μαρτίου 2007 και COM(2008)323 της 27ης Μαΐου 2008) συγκαταλέγονται: επαφές με μέλη ή υπαλλήλους των οργάνων της ΕΕ, προετοιμασία, κυκλοφορία και δημοσιοποίηση επιστολών, ενημερωτικού υλικού ή επιχειρηματολογίας και γνωμοδοτικών εγγράφων, διοργάνωση εκδηλώσεων, συναντήσεων ή δραστηριοτήτων προβολής (στα γραφεία ή αλλού) με στόχο την εκπροσώπηση συμφερόντων καθώς και δραστηριότητες που εντάσσονται στο πλαίσιο επίσημων διαβουλεύσεων για νομοθετικές προτάσεις είτε άλλων ανοικτών διαβουλεύσεων.

Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα και με τη ρητή διατύπωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «ΔΕΝ υπάρχουν προνόμια που να συνδέονται με την καταχώριση στο μητρώο. Η καταχώριση δεν συνιστά διαπίστευση και δεν παρέχει κανενός είδους προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες. Για το λόγο αυτό, οι καταχωρισμένοι οργανισμοί δεν πρέπει να παρουσιάζουν την καταχώρισή τους ως διαπίστευση ή ως οποιουδήποτε τύπου επίσημη αναγνώρισή τους εκ μέρους της Επιτροπής».

Η καταχώριση έχει δύο συνέπειες πρακτικής φύσης: α. ενημέρωση για όλες τις δημόσιες διαβουλεύσεις στους τομείς ενδιαφέροντος με ηλεκτρονική προειδοποίηση. β. η Επιτροπή δεσμεύεται να δημοσιεύει όλες τις εισηγήσεις που λαμβάνει κατά τις δημόσιες διαβουλεύσεις.

Το Μητρώο είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/transparency/regrin.

Εκεί μπορεί κανείς να βρει και τα πλήρη στοιχεία της G700.

Η επιλογή μας να συμμετάσχουμε στο Μητρώο Εκπροσώπων Συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έγινε στη λογική ότι η «Γενιά των 700 ευρώ – G700» αποτελεί μια εναλλακτική κίνηση νέων, η οποία, ανάμεσα σε άλλα, σκοπό έχει να επηρεάσει τη διαμόρφωση της πολιτικής και τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Ήδη, κατά τη διάρκεια της περασμένης σεζόν και χωρίς η οργάνωσή μας να είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Εκπροσώπων Συμφερόντων της Επιτροπής,:

Στα μέσα Ιουλίου, έχοντας πλέον εγγραφεί στο Μητρώο Εκπροσώπων Συμφερόντων, λάβαμε μέρος στην πρώτη μας ανοιχτή ευρωπαϊκή διαβούλευση με θέμα την πιθανή καθιέρωση του 2012 ως έτους αφιερωμένου στη Διαγενεακή Αλληλεγγύη και Συνεργασία. Μέσα στις προσεχείς μέρες θα δημοσιεύσουμε τμήμα του σχετικού εγγράφου. Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το βρείτε σε ειδική ιστοσελίδα της Επιτροπής, όταν τα σχετικά κείμενα δοθούν στη δημοσιότητα.

Για την καλύτερη επεξεργασία των θέσεων της Γενιάς των 700 ευρώ - G700 εν όψει των ευρωπαϊκών διαβουλεύσεων, αλλά και τη μελλοντική εκπόνηση μελετών που αφορούν στα θέματα της γενιάς των 700 ευρώ συγκροτούμε Επιστημονικό Συμβούλιο και καλούμε όσους μεταπτυχιακούς φοιτητές, υποψηφίους Διδάκτορες ή Διδάκτορες ενδιαφέρονται να συμμετέχουν, να αποστείλουν email και βιογραφικό στο genia700@gmail.com.

Σε κάθε περίπτωση, οι διάφορες δραστηριότητες που σκοπεύουμε να αναπτύξουμε στο μέλλον, όπως παροχή συμβουλών σε εργασιακά θέματα (πχ Συνήγορος του Εργαζόμενου), τα άρθρα γνώμης, οι ακτιβιστικές δράσεις και η εκπόνηση μελετών, στατιστικών και άλλων πληροφοριών και εγγράφων, δεν αφορούν ούτε προκύπτουν σαν προαπαιτούμενο της συμμετοχής μας στο ΜΕΣ της ΕΕ. Σκοπός μας είναι να στηρίξουμε με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία τα συμφέροντα των Ελλήνων και όσο αυτό είναι δυνατό των Ευρωπαίων νέων εργαζόμενων, όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε, και να διεκδικήσουμε πρωταγωνιστικό ρόλο για τη γενιά μας, μέσα από την προώθηση της ατζέντας της διαγενεακής δικαιοσύνης ως βασικής συνιστώσας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό πέρα από την εγγραφή της Γενιάς των 700 ευρώ στο μητρώο Εκπροσώπων Συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη συγκρότηση Επιστημονικού Συμβουλίου, εντός Σεπτεμβρίου θα υπάρξουν και άλλες εξελίξεις, έτσι ώστε η G700 να καταστεί πιο μαζική και συμμετοχική.

Monday, August 24, 2009

The risk of a double-dip recession is rising

By Nouriel Roubini

Financial Times, August 23 2009

T he global economy is starting to bottom out from the worst recession and financial crisis since the Great Depression. In the fourth quarter of 2008 and first quarter of 2009 the rate at which most advanced economies were contracting was similar to the gross domestic product free-fall in the early stage of the Depression. Then, late last year, policymakers who had been behind the curve finally started to use most of the weapons in their arsenal.

That effort worked and the free-fall of economic activity eased. There are three open questions now on the outlook. When will the global recession be over? What will be the shape of the economic recovery? Are there risks of a relapse?

On the first question it looks like the global economy will bottom out in the second half of 2009. In many advanced economies (the US, UK, Spain, Italy and other eurozone members) and some emerging market economies (mostly in Europe) the recession will not be formally over before the end of the year, as green shoots are still mixed with weeds. In some other advanced economies (Australia, Germany, France and Japan) and most emerging markets (China, India, Brazil and other parts of Asia and Latin America) the recovery has already started.

On the second issue the debate is between those – most of the economic consensus – who expect a V-shaped recovery with a rapid return to growth and those – like myself – who believe it will be U-shaped, anaemic and below trend for at least a couple of years, after a couple of quarters of rapid growth driven by the restocking of inventories and a recovery of production from near Depression levels.

There are several arguments for a weak U-shaped recovery . Employment is still falling sharply in the US and elsewhere – in advanced economies, unemployment will be above 10 per cent by 2010. This is bad news for demand and bank losses, but also for workers’ skills, a key factor behind long-term labour productivity growth.

Second, this is a crisis of solvency, not just liquidity, but true deleveraging has not begun yet because the losses of financial institutions have been socialised and put on government balance sheets. This limits the ability of banks to lend, households to spend and companies to invest.

Third, in countries running current account deficits, consumers need to cut spending and save much more, yet debt-burdened consumers face a wealth shock from falling home prices and stock markets and shrinking incomes and employment.

Fourth, the financial system – despite the policy support – is still severely damaged. Most of the shadow banking system has disappeared, and traditional banks are saddled with trillions of dollars in expected losses on loans and securities while still being seriously undercapitalised.

Fifth, weak profitability – owing to high debts and default risks, low growth and persistent deflationary pressures on corporate margins – will constrain companies’ willingness to produce, hire workers and invest.

Sixth, the releveraging of the public sector through its build-up of large fiscal deficits risks crowding out a recovery in private sector spending. The effects of the policy stimulus, moreover, will fizzle out by early next year, requiring greater private demand to support continued growth.

Seventh, the reduction of global imbalances implies that the current account deficits of profligate economies, such as the US, will narrow the surpluses of countries that over-save (China and other emerging markets, Germany and Japan). But if domestic demand does not grow fast enough in surplus countries, this will lead to a weaker recovery in global growth.

There are also now two reasons why there is a rising risk of a double-dip W-shaped recession. For a start, there are risks associated with exit strategies from the massive monetary and fiscal easing: policymakers are damned if they do and damned if they don’t. If they take large fiscal deficits seriously and raise taxes, cut spending and mop up excess liquidity soon, they would undermine recovery and tip the economy back into stag-deflation (recession and deflation).

But if they maintain large budget deficits, bond market vigilantes will punish policymakers. Then, inflationary expectations will increase, long-term government bond yields would rise and borrowing rates will go up sharply, leading to stagflation.

Another reason to fear a double-dip recession is that oil, energy and food prices are now rising faster than economic fundamentals warrant, and could be driven higher by excessive liquidity chasing assets and by speculative demand. Last year, oil at $145 a barrel was a tipping point for the global economy, as it created negative terms of trade and a disposable income shock for oil importing economies. The global economy could not withstand another contractionary shock if similar speculation drives oil rapidly towards $100 a barrel.

In summary, the recovery is likely to be anaemic and below trend in advanced economies and there is a big risk of a double-dip recession.

*Nouriel Roubini is professor of economics at the Stern School of Business, NYU

Wednesday, August 19, 2009

Ακροδεξιά στροφή

The March to the Far Right /της Κάθριν Μάγερ *

© Time

10/09/2009



Το ωραίο με τους ιδεολόγους είναι πως καταφέρνουν να παρωδούν τον εαυτό τους καλύτερα από κάθε κωμικό. Ο Νικ Γκρίφιν (Nick Griffin), ηγέτης του «βρετανικού εθνικού κόμματος» (ΒΝΡ) κάθεται τώρα εμπρός στο μεταλλικό νερό του, σε ένα λόμπι ξενοδοχείου, και μου συγκρίνει τον εαυτό του με το Μαχάτμα Γκάντι (Mahatma Gandhi). Στόχος του BNP είναι «να στείλει σπίτι τους» όλους τους μη-λευκούς Βρετανούς. Στις εσωκομματικές συγκεντρώσεις του BNP, ο Γκρίφιν -που έχει ήδη καταδικαστεί το 1998 για υποδαύλιση φυλετικού μίσους- ενημερώνει τα μέλη του πως οι άρρενες μουσουλμάνοι της Βρετανίας συνωμοτούν για να ατιμάσουν ανήλικες Βρετανίδες, και τεκμηριώνει τα λεγόμενά του με «στατιστικές» του τύπου: «σε αυτή τη χώρα υπάρχουν σαράντα φορές περισσότερες πιθανότητες τα ρατσιστικά εγκλήματα να έχουν δράστη ένα μέλος μειονοτικής ομάδας και θύμα ένα λευκό, παρά το ανάποδο». Δε χρειάζεται να πούμε πως δε βλέπω πολύ καλά πού ακριβώς έγκειται η ομοιότητά του με τον ινδικό μη-βίαιο εθνικισμό. Μου εξηγεί πως συγγενεύουν διαμέσου της ιδεολογίας του «αναδιανεμητισμού» (distributism) που εναντιώνεται τόσο στο ισχυρό κράτος όσο και στην παντοδυναμία των επιχειρήσεων, κι επηρέασε καθοριστικά τους δύο άνδρες, πάντα σύμφωνα με τον Γκρίφιν. «Ο αναδιανεμητισμός οδήγησε τον Γκάντι κι εμένα σε πολύ παρόμοιες κατευθύνσεις με τις ιδιομορφίες μας βέβαια» επιμένει. «Δεν πρόκειται να φορέσω κελεμπία, αν αυτό είναι που σας ανησυχεί».

Στη διαδρομή προς το χώρο που θέλουμε να τον φωτογραφήσουμε (ένα γραφικό τοπίο του Ουέλσπουλ μιας εμπορικής κωμόπολης κοντά στο σπίτι του, στην ουαλική ύπαιθρο), ο πενηντάχρονος αποδεικνύει πόσο δημοφιλής είναι,. Τα εργατικά προάστια των μεγάλων πόλεων αποτελούν τη βασική δεξαμενή των ψήφων του, αλλά ο Γκρίφιν γίνεται δεκτός σαν ήρωας και σε αυτή την καταπράσινη και γαλήνια περιοχή. «Πάνω τους, μάγκα!», του φωνάζει ένας θαυμαστής του, που για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του αναγκάζεται να σκύψει επικίνδυνα από το μπαλκόνι του, την ίδια ώρα που ένας ηλικιωμένος σπεύδει με εντυπωσιακή σβελτάδα για να κερδίσει μια χειραψία με το ίνδαλμά του και οι περαστικοί αυτοκινητιστές κορνάρουν σε ένδειξη επιδοκιμασίας.

Αυτήν την εποχή, τα ακροδεξιά κόμματα προκαλούν χειροκροτήματα σε ουκ ολίγες περιοχές της Ευρώπης. Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, σχεδόν ένα εκατομμύριο Βρετανοί υπερψήφισαν το BNP, χαρίζοντάς του τους δύο πρώτους ευρωβουλευτές του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε χρηματοδότηση και νομιμοποίηση. Στην Ολλανδία, το «κόμμα ελευθερίας» (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς (Geert Wilders) ξεπέρασε στις τοπικές ευρωεκλογές τους κεντρώους ανταγωνιστές του -και κατέλαβε τη δεύτερη θέση.

Παντού στην Ευρώπη, μία ομάδα κομμάτων, που έχουν μεταξύ τους τόσες διαφορές όσες και οι χώρες όπου πολιτεύονται, αλλά και κοινά στοιχεία (τον κραυγαλέο εθνικισμό και τη διάθεση εκτοπισμού κάθε μειονοτικής ομάδας, που τις θεωρούν ως μεγάλη απειλή) εμφάνισαν εκλογικές επιτυχίες στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Τα εκλογικά σώματα στράφηκαν ενάντια στα κατεστημένα κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που θεωρήθηκαν περισσότερο υπεύθυνα για την οικονομική κρίση και την εξαφάνιση των θέσεων εργασίας.

Δεν επρόκειτο απλά για ένα κύμα διαμαρτυρίας, αν και πολλοί πολιτικοί του κέντρου έσπευσαν να απαξιώσουν τη σημασία του εκλογικού αποτελέσματος. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε κι άλλοτε την εμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων, που παράκμαζαν λόγω αυτοκαταστροφικών εσωκομματικών διαφωνιών κι ανοργανωσιάς. Σήμερα όμως, για κόμματα σαν το BNP, τα παθήματα έγιναν μαθήματα: είναι πια πιο πονηρεμένα και καταφέρνουν να συνδέουν τον παραδοσιακό τους ακτιβισμό στη βάση με την αξιοποίηση του διαδικτύου, στο πρότυπο της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα (Obama). Η θέση τους στο πολιτικό φάσμα είναι ιδεώδης προκειμένου να αξιοποιήσουν την απογοήτευση από την παραδοσιακή πολιτική, που εκφράζεται με την κατάρρευση της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές και τις βουλευτικές εκλογές και τον αποδεκατισμό του αριθμού των μελών των μεγάλων κομμάτων. Με την παγκόσμια οικονομία να παραπαίει και τις δυτικές χώρες να προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ των παλιών πολιτών τους και των νεοφερμένων μεταναστών, κανείς δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται από την ικανότητα των ακροδεξιών κομμάτων να προσελκύουν ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους.

Για όσους ανησυχούν πως όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή, το επείγον ζήτημα είναι πώς να καμφθεί αυτή η άνοδος:
  • Να οδηγηθεί η άκρα δεξιά σε επικοινωνιακή ασφυξία; Δύσκολο, καθώς διαθέτει πια δημοκρατική εντολή.
  • Να αντιμετωπιστεί με ολομέτωπες, ανοικτές επιθέσεις; Υπάρχει ο φόβος να θεωρηθεί μάρτυρας, ένα θύμα που προσπαθούν να της κλείσουν το στόμα για να σταματήσει να λέει «αλήθειες».
  • Να αναδειχθεί ο ρατσισμός της, που συχνά καλύπτεται πίσω από τον πατριωτισμό; Μοιάζει καλή στρατηγική, αλλά βασίζεται στην (αμφίβολη) υπόθεση εργασίας πως το κοινό επιλέγει τα ακροδεξιά κόμματα χωρίς να τα γνωρίζει, και όχι διότι ακριβώς ο λόγος τους αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή του.
  • Να «κλαπεί» η θεματολογία τους, και να υιοθετηθούν εξίσου σκληρές θέσεις ενάντια στην μετανάστευση; Μοιάζει να συνθηκολογούμε άνευ όρων με τις ιδέες ακριβώς που υποτίθεται πως θέλουμε να εξουδετερώσουμε.

Προκειμένου να δούμε εκ του σύνεγγυς αυτό το πρόβλημα, το περιοδικό «τάιμ» εξετάζει τέσσερα κόμματα: το BNP, το γαλλικό «εθνικό μέτωπο» (FN), το ουγγρικό «κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία» (Jobbik) και το PVV. Θα δούμε τις -κάποτε πολύκροτες- ιδεολογικές και πολιτικές τους θέσεις και τα λάθη των πολιτικών τους αντιπάλων, που επέτρεψαν στην άκρα δεξιά να αυξήσει την επιρροή της.



Αντιμετωπίζοντας το Ισλάμ

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Βίλντερς επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, για να μιλήσει σε ένα συνέδριο με θέμα «αντιμετωπίζοντας την τζιχάντ». «Τα δόγματα του ήρεμου παρελθόντος είναι άχρηστα για το θυελλώδες παρόν», τόνισε. «Οι απαιτήσεις της συγκυρίας είναι εξαιρετικά υψηλές, και οφείλουμε να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων». Αν έχετε ξανακούσει κάπου αυτά τα λόγια, είναι γιατί αποτελούν κατά λέξη επανάληψη μιας ομιλίας του Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, εδώ κι ενάμισι αιώνα.

Το τελευταίο καιρό, ο σαρανταπεντάχρονος, χαρισματικός και δεινός ομιλητής Βίλντερς, διαβλέπει μια άλλου είδους σύγκρουση: εκείνη μεταξύ των Ολλανδών μουσουλμάνων και των υπόλοιπων συμπατριωτών τους. Στη ρίζα της επιχειρηματολογίας του βρίσκονται οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ο επακόλουθος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», δύο γεγονότα που δημιούργησαν τη δηλητηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που επέτρεψε στην άκρα δεξιά να ευδοκιμήσει, στην Ολλανδία αλλά κι αλλού.

Οι Ολλανδοί που υπερηφανεύονταν για την ανεκτικότητά τους και τη διάθεσή τους να ενσωματώνουν τους ξένους, σοκαρίστηκαν όταν συνειδητοποίησαν πως πολυάριθμοι μουσουλμάνοι στην Ολλανδία ένιωθαν περιθωριοποιημένοι, δακτυλοδεικτούμενοι και -το χειρότερο- ένιωθαν πολιτική συγγένεια με τους «τζιχαντιστές». Όπως στη Βρετανία, όπου τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε πως υπεύθυνοι για «τυφλές» τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις ήταν μουσουλμάνοι που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βρετανία, η περιθωριοποίηση των ισλαμικών πληθυσμών δεν εκφράζεται μόνο διαμέσου της οργής των τρομοκρατών, αλλά και της ευκολίας με την οποία οι πιο μετριοπαθείς μουσουλμάνοι ασπάζονται τις διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας», σύμφωνα με τις οποίες οι δυτικές κυβερνήσεις είναι οι μόνες υπεύθυνες για όλα τα δεινά του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου! Οι Ολλανδοί πολίτες άρχισαν να «κουμπώνονται» απέναντι στους μουσουλμάνους γείτονές τους, χολωμένοι που εντέλει η περίφημη ολλανδική φιλοξενία δεν είχε χρησιμεύσει σε τίποτα.

Όσο είναι δύσκολο να γεφυρωθούν παρόμοια χάσματα αμοιβαίας δυσπιστία, άλλο τόσο είναι εύκολο -και πολιτικά ελκυστικό- να γίνουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο Βίλντερς καλλιεργεί εδώ και καιρό τους φόβους του κοινού για τον ισλαμικό «εσωτερικό εχθρό», αν και μόνο το 5% του ολλανδικού πληθυσμού (περί τις 850,000 άτομα) είναι μουσουλμάνοι. Αλλά οι μουσουλμάνοι είναι εξαιρετικά ορατοί, καθώς συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα και παρουσιάζουν γεννητικότητα πολύ υψηλότερη των υπόλοιπων Ολλανδών. «Το Ισλάμ φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε κάθε πλευρά της κοινωνίας μας», λέει ο Βίλντερς. «Δε θέλει ούτε να ενταχθεί κοινωνικά, ούτε να ενσωματωθεί».

Οι παραδοσιακά «χαλαρές» πολιτικές μετανάστευσης της Ολλανδίας «σκλήρυναν» ήδη από το 2002, όταν εξελέγη ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός του Γιαν Πέτερ Μπάλκενμπέντε (Jan Peter Balkenende). Ο ηγέτης του PVV προτείνει ακόμα πιο ριζοσπαστικές θέσεις: ζητά να σταματήσει κάθε μετανάστευση από μη-δυτικά κράτη, να απαγορευτεί το Κοράνι και να επαναπατρίζονται όσοι μουσουλμάνοι παραβαίνουν το νόμο. Η ρητορική του θυμίζει σε πολλά τον Πιμ Φόρτουιν (Pim Fortuyn) τον Ολλανδό πολιτικό που δολοφονήθηκε το 2002, λίγες μόλις μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές που θα του έδιναν αναμφίβολα αρκετή επιρροή για να προωθήσει δυναμικά τις αντι-μεταναστευτικές του θέσεις. Ο σκηνοθέτης Τέο Βαν Γκογκ (Theo van Gogh) φίλος και συμπατριώτης του Φόρτουιν, ετοίμαζε μια ταινία για τη δολοφονία του φίλου του όταν δολοφονήθηκε κι εκείνος με τη σειρά του, το 2004. Ο δολοφόνος του, ένας Ολλανδός μουσουλμάνος μαροκινής καταγωγής, προφανώς είχε εξοργιστεί από την «υποταγή», το κινηματογραφικό του λιβελλογράφημα ενάντια στο Ισλάμ. Στο τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος άφησε ένα χαρτί, που έγραφε «σαΐφου ντιν αλ-μουβαχίντ» (που σημαίνει «ενωμένο ξίφος της πίστης»). Πριν λίγους μήνες, ο Βίλντερς έλαβε κι εκείνος ένα απειλητικό σημείωμα με το ίδιο μήνυμα. Τώρα βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. «Έχασα την ελευθερία μου», λέει ο Βίλντερς. «Το αντίτιμο της πολιτικής μου ήταν πολύ μεγάλο».

Έχει αναμφισβήτητα δίκιο: ο Βίλντερς αναγκάζεται να κοιμάται κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι. Από την άλλη, αυτή η εικόνα του ψυχωμένου αντιστασιακού, που λέει την αλήθεια πάντα έτοιμος να πληρώσει το όποιο κόστος, αποδείχτηκε για τον Βίλντερς πανίσχυρο εκλογικό όπλο. «Ο Βίλντερς λέει αυτά που οι άλλοι δεν τολμάνε ούτε να ξεστομίσουν», μας διαβεβαιώνει ο Γκιλ Τίμερμανς (Gil Timmermans), ένας τριανταεννιάχρονος μηχανικός αυτοκινήτων που ψήφισε PVV. «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά αν οι μουσουλμάνοι συνεχίσουν να κάνουν τα δικά τους, αυτό θα σημάνει το τέλος του ολλανδικού τρόπου ζωής».



Το στοίχημα της καθημερινότητας

Οι εθνικιστές αναφέρονται συχνά στη ν ανάγκη διατήρησης της εθνικής τους ταυτότητας. Μόνο που οι «ταυτότητες» στις οποίες αναφέρονται ως επί το πλείστον είναι μυθικές κατασκευές. Οι πιο ενθουσιώδεις οπαδοί του BNP βρίσκονται ανάμεσα σε σωρούς από κουτάκια μπίρας, στα φτωχόσπιτα της βόρειας Αγγλίας, κι είναι άνθρωποι που ουδέποτε γνώρισαν κανενός είδους «ένδοξο παρελθόν». Δεν είναι τυχαίο που στις ίδιες ακριβώς περιοχές είναι οξυμένη η απογοήτευση από τις κατεστημένες πολιτικές, που εντάθηκε μάλιστα μετά από το πρόσφατο σκάνδαλο με τις δαπάνες των βουλευτών.

Στα 12 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, το «εργατικό κόμμα» ανέβασε μεν το βιοτικό επίπεδο πολλών φτωχών οικογενειών, αλλά η Βρετανία παραμένει μια από τις αναπτυγμένες χώρες με τις μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες. Εντωμεταξύ οι «εργατικοί» ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε «νέους εργατικούς», σε ένα κόμμα δηλαδή που απευθυνόταν κυρίως στη μεσαία τάξη και παραμελούσε την παραδοσιακή του εργατική βάση, που ένιωθε πως το κόμμα της την είχε παρατήσει στην τύχη της. Τον Ιούνιο, το λαϊκό ακροατήριο των «εργατικών» προσελκύστηκε από τις υποσχέσεις του ΒΝΡ για καλύτερη εκπροσώπηση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» των λευκών πολιτών και για σταμάτημα της παροχής ασύλου στους μετανάστες. Οι ίδιες πάνω-κάτω συνθήκες και οι ίδιες υποσχέσεις, οδήγησαν τον περασμένο μήνα το γαλλικό FN μια ανάσα πριν την κατάληψη της δημοτικής αρχής στην κοινωνικά υποβαθμισμένη πόλη Ενίν-Μπομόν, άλλοτε προπύργιο του «σοσιαλιστικού κόμματος» (PS).

Χωρίς να διαθέτουν αναλυτικές θέσεις ή εύκολη πρόσβαση στα μίντια, τα ακροδεξιά κόμματα στηρίζονται εν πολλοίς στην επικοινωνία πόρτα-πόρτα και τις πολιτικές συγκεντρώσεις. Τα μεγαλύτερα κόμματα δεν ασχολούνται πια με τέτοιες «παλιομοδίτικες» τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας, και πληρώνουν το κόστος των επιλογών τους, όπως λέει ο γραμματέας του βρετανικού «συντηρητικού κόμματος» Έρικ Πίκλες (Eric Pickles). «Στα κόμματα εξουσίας εμφανίστηκε ένα νέο είδος πολιτικού που δε γνωρίζει καλά τους ψηφοφόρους του, δεν έχει μεγαλώσει στην εκλογική του περιφέρεια κι επισκέπτεται τον τόπο που εκπροσωπεί λες κι είναι ένα είδος πολιτικού τουρίστα». Τα κυβερνητικά κόμματα χρειάζεται «να εμπνεύσουν εκ νέου τους ψηφοφόρους τους. Δεν είναι δυνατό απλά να χαρακτηρίζεις "νεοναζί" τον κόσμο που ψηφίζει BNP και να ξεμπερδεύεις. Αυτό είναι αφελές».

Το BNP και τα παρόμοια κόμματα ενστερνίζονται πλήρως τον αφορισμό του Φινέα Μπάρνουμ (P.T. Barnum) πως «δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση». Τα σύγχρονα δεξιά κόμματα είναι αρκετά έξυπνα ώστε να γνωρίζουν πως κάθε κριτική, κάθε σκάνδαλο, κάθε δικαστική περιπέτεια, κάθε άρθρο (συμπεριλαμβανομένου του παρόντος) θα στείλει περισσότερους ανθρώπους στις ιστοσελίδες τους, θα επεκτείνει την επιρροή τους και θα αυξήσει τους οικονομικούς τους υποστηρικτές. «Η προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα ήταν πράγματι λαμπρή. Μάθαμε πολλά από αυτή», λέει ο Γκρίφιν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η καμπάνια «ελπίδα -όχι μίσος», που έχει στόχο να αποκαλύψει το ρατσισμό που κρύβεται πίσω από την ήπια «βιτρίνα» του BNP, αναγκάστηκε να προσφύγει κι εκείνη στην τεχνογνωσία της «ψηφιακής "μπλε πολιτείας"», μιας εταιρείας συμβούλων πολιτικής αξιοποίησης του διαδικτύου που είχε συνεργαστεί με το προεκλογικό επιτελείο του Ομπάμα. «Είναι πολύ εύκολο να τα βάλεις με ένα κόμμα που έχει για σήμα μια σβάστικα», λέει η Σόνια Γκαμπλ (Sonia Gable), από τα ιδρυτικά μέλη της καμπάνιας: «αλλά το ΒΝΡ βέβαια, δεν κάνει κάτι τέτοιο».

Το BNP έμαθε επίσης να αξιοποιεί επ' ωφελεία του τις επιθέσεις εναντίον του. Η «βρετανική αρχή ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (EHRC) ερευνά τώρα καταγγελίες πως το BNP παραβιάζει το νόμο, διότι στο καταστατικό του ορίζεται πως τα μέλη κι οι υπάλληλοί του οφείλουν να είναι αποκλειστικά «γηγενείς Καυκάσιοι». Ο Γκρίφιν διασαφηνίζει πως αυτό που εννοεί με τον όρο αυτό το ΒΝΡ είναι «ενσωματωμένοι Ευρωπαίοι ή παραπλήσιας φυλής άτομα, με αγγλική, ιρλανδική, σκωτσέζικη ή ουαλική καταγωγή». Μπορεί όμως να κατονομάσει μόνο ένα μη-λευκό -το μιγά κωμικό Τσάρλι Ουίλιαμς (Charlie Williams)- που να διαθέτει αρκετά «βαθιές» βρετανικές ρίζες ώστε να δικαιούται να γίνει μέλος του ΒΝΡ. Βέβαια αυτό είναι κάπως δύσκολο, αφού ο Ουίλιαμς έχει αποβιώσει από το 2006. Την ώρα όμως που η EHRC έχει την υποχρέωση να ερευνήσει τις καταγγελίες για τη νομιμότητα της λειτουργίας του ΒΝΡ, είναι φανερό πως η έρευνα διεξάγεται χωρίς ενθουσιασμό, από το φόβο μήπως όλα αυτά καταλήξουν σε ένα ακόμα επικοινωνιακό δώρο του BNP. Ο Γκρίφιν τρίβει τα χέρια του όποτε γίνεται δέκτης επιθέσεων: «όταν βγαίνει ο ίδιος ο Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) και ζητά από τον κόσμο να μη μας ψηφίσει, αυτό για μας είναι μάννα εξ ουρανού. Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα!» , σημειώνει.



Ξενοφοβία τώρα!

Στη δυτική Ευρώπη, τα ακροδεξιά κόμματα είναι πολύ προσεκτικά να μη χρησιμοποιούν σύμβολα ή εμβλήματα που να θυμίζουν στους Ευρωπαίους τις πιο σκοτεινές περιόδους της ηπείρου τους. Αλλά οι Ούγγροι «γιόμπικ» (το παρατσούκλι τους βγαίνει από την ουγγρική λέξη «job», που σημαίνει ταυτόχρονα «δεξιά» και «καλύτερα»), που έλαβαν 14.8% των ψήφων στις πρόσφατες ευρωεκλογές, οργάνωσαν όλη τους την καμπάνια γύρω από το σύμβολο του Οίκου των πρώτων βασιλέων της Ουγγαρίας, που είχε επίσης χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο από τους Ούγγρους φασίστες της δεκαετίας του '30. Ο πρόεδρος του κόμματος, ο τριαντάχρονος Γκαμπόρ Βόνα (Gabor Vona) είναι επίσης πρόεδρος της «ουγγρικής φρουράς» μιας (εκτός νόμου) ιδιωτικής πολιτοφυλακής που εμφανίζεται στις συγκεντρώσεις των «γιόμπικ» και παρελαύνει στα ουγγρικά χωριά, στο πλαίσιο της «αποστολής» της να προστατεύσει τους «εθνοτικά καθαρούς Ούγγρους» από το 6%-10% των τσιγγάνων ή ρομ. Ο Βόνα μάλιστα κρατήθηκε για λίγο από την αστυνομία όταν αποδοκίμασε τη δικαστική απόφαση που είχε θέσει εκτός νόμου τη «φρουρά», που πάντως τώρα έχει επανεμφανιστεί, υποτίθεται «νόμιμα», αφού πρόσθεσε τη λέξη «κίνημα» στην ονομασία της.

Παρά τις απειλές της αστυνομίας πως θα μηνύσει τη «φρουρά» για παραβίαση αποφάσεων δικαστηρίου, ο Βόνα υποσχέθηκε πως αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και κατορθώσει να εκλεγεί στο κοινοβούλιο στις εκλογές που θα γίνουν κάποια στιγμή το επόμενο δεκάμηνο, δε θα διστάσει να εμφανιστεί στο ουγγρικό κοινοβούλιο φορώντας τη στολή της φρουράς! «Στην Ουγγαρία, η ριζοσπαστικοποίηση της άκρας δεξιάς είναι γεγονός. Πλέον παραβιάζουν ανοικτά και προκλητικά τους νόμους», επισημαίνει ο Κρίστιαν Ζάμπαντος (Krisztian Szabados), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «πολιτικό κεφάλαιο» που εδρεύει στη Βουδαπέστη.

Οι «γιόμπικ» μπορεί να μοιάζουν αρκετά διαφορετικοί από τους δυτικούς ομοϊδεάτες τους, αλλά οφείλουν την άνοδό τους στην ίδια κοινωνική δυναμική: στο φόβο που προκαλεί η εισβολή νέων πολιτιστικών προτύπων και ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός και στην απογοήτευση από την κατεστημένη πολιτική. Ο αρχικός ενθουσιασμός με τον οποίο οι Ούγγροι αγκάλιασαν την πολυκομματική πολιτική μετά την πτώση του κομμουνισμού γρήγορα ξεχάστηκε, καθώς τα μεγάλα κόμματα έδειξαν ανίκανα να ανορθώσουν την οικονομία της χώρας. «Υπάρχει ένα είδος κενού», λέει ο ιστορικός της ακαδημίας επιστημών της Βουδαπέστης 'Ατιλα Ποκ (Attila Pok). «Ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων δεν εμπιστεύονται πια τα κατεστημένα κόμματα, της δεξιάς ή της αριστεράς. Ψηφίζουν για το νεότερο, το πιο κραυγαλέο και το απλούστερο πρόγραμμα που βλέπουν μπροστά τους».

Το πρόγραμμα των «γιόμπικ» είναι αδιαμφισβήτητα σαφές και απλό: απεχθάνονται τους ξένους, εναντιώνονται στην απόκτηση ιδιοκτησίας από αλλοδαπούς και είναι έκδηλα χριστιανοί. Μόλις ιδρύθηκαν, το 2003, ξεκίνησαν καμπάνια ενάντια στην «εμπορευματικοποίηση των Χριστουγέννων από τους ξένους»: «έχουμε τις πιο πρωτότυπες και σαφείς λύσεις στα προβλήματα», ισχυρίζεται ο Βόνα. «Όπως πολλοί συμπατριώτες μας, επιμένουμε πως η Ουγγαρία ανήκει στους Ούγγρους».



Ο γαλλικός δρόμος

Το γαλλικό FN είναι το μεγάλο κόμμα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς. Ήταν τρίτο κόμμα της χώρας για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 2000 και στις προεδρικές εκλογές του 2002 ο ηγέτης του Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen) προκρίθηκε στο β' γύρο. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το κόμμα ανέμενε να επωφεληθεί από την ραγδαία άνοδο της ανεργίας, την οικονομική ανασφάλεια και τη φυλετική ένταση που αναταράσσουν τη γαλλική κοινωνία, και να πετύχει μια ιστορική νίκη. Αντ' αυτού, τα ποσοστά του κόμματος έπεσαν κατά 50% κι εξέλεξε μόλις τρεις ευρωβουλευτές, έναντι επτά το 2004. «Οι δύσκολοι καιροί ευνοούν τα ακραία κόμματα», παραδέχεται ο Ντομινίκ Ρεϊνιέ (Dominique Reynié), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «ίδρυμα πολιτικής ανανέωσης». «Αλλά αυτή τη φορά ο κόσμος εκτίμησε πως η κρίση παραείναι σοβαρή και υποστήριξε εκείνα τα κατεστημένα κόμματα που εκτίμησε πως μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή της».

Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για τη μείωση της επιρροής του FN: ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) του έχει στερήσει το ζωτικό του χώρο, υιοθετώντας παρόμοιες «σκληρές» θέσεις σε θέματα όπως η άφιξη και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών -χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να προεδρεύει στο πιο πολυφυλετικό υπουργικό συμβούλιο που είχε ποτέ η χώρα. Ο Σαρκοζί θέτει ετήσιους ποσοτικούς στόχους για τον επαναπατρισμό των λαθρομεταναστών και τον περασμένο μήνα επιτέθηκε ενάντια στη μπούρκα, διότι αποτελεί «ένδειξη υποταγής» των γυναικών που δεν μπορεί να είναι καλοδεχούμενη στη Γαλλία. Με παρόμοιες πολιτικές κινήσεις, καταφέρνει να ξαναδιεκδικήσει πολιτικά ακροατήρια που από καιρό μονοπωλούνταν από το FN. «Θέτει ανοικτά το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, σαν πρόβλημα, που πρέπει να παταχθεί... Δε διστάζει να αναφερθεί στη γαλλική εθνική ταυτότητα», επισημαίνει ο Ρεϊνιέ.

Πολλοί αντίπαλοι της άκρας δεξιάς, ακόμα κι οι ανήκοντες στην κεντροδεξιά, νιώθουν άβολα με την ιδέα πως για να καταπολεμήσουν καλύτερα την άκρα δεξιά θα πρέπει να κινηθούν προς τις θέσεις της. «δε νομίζω πως για να νικηθεί το BNP θα πρέπει να ασπαστούμε ρητορικά τις θέσεις του, αν και υπάρχουν μερικές σειρήνες που μας καλούν να κάνουμε κάτι τέτοιο», εκτιμά ο Πίκλες. Πράγμα μολοταύτα που δεν εμπόδισε τους «συντηρητικούς» και άλλα κεντρώα κόμματα να αποδοθούν σε ένα είδος διαγωνισμού για το ποιο είναι «σκληρότερο», σε ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα. Το «συντηρητικό κόμμα» επίσης αντέδρασε δυναμικά στις παραδοσιακές του συμμαχίες στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και δημιούργησε μια νέα δεξιά κοινοβουλευτική ομάδα, στην οποία προεδρεύει ο Πολωνός ευρωβουλευτής Μίκαλ Καμίνσκι (Michał Kamiński), που στο παρελθόν υπήρξε στέλεχος δύο ακροδεξιών κομμάτων. Ο Πίκλες όμως επιμένει πως το κλειδί για τον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων είναι η επανασύνδεση των μεγάλων κομμάτων με τη λαϊκή τους βάση. «Η άκρα δεξιά μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από πολιτικούς βγαλμένους από τα σπλάχνα της τοπικής κοινωνίας, που υπερασπίζονται τους γείτονές τους και νιώθουν υπερήφανοι που τους εκπροσωπούν» μας λέει.

Πράγματι, η εντοπιότητα μετράει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση των δημοτικών εκλογών στο Ενίν-Μπομόν. Τρεις μόλις εβδομάδες μετά τις ευρωεκλογές, η άλλοτε κωμόπολη των ανθρακωρύχων και προπύργιο της αριστεράς επί δεκαετίες, πήγε αντίθετα στο εθνικό ρεύμα κι έδωσε στο FN ένα ισχυρό προβάδισμα στον α' γύρο της δημοτικής της εκλογής. Μεγάλη ώθηση στο FN έδωσε το γεγονός πως υποψήφια δήμαρχός του ήταν η ίδια η Μαρίν Λε Πεν (Marine Le Pen), η σαραντάχρονη κόρη του ηγέτη του FN που θεωρείται φυσική διάδοχός του. Η Λε Πεν εκπροσωπεί μια σύγχρονη εκδοχή της άκρας δεξιάς: υποστηρίζει την ισότητα των γυναικών και το δικαίωμα στην άμβλωση και μιλάει για τη δημιουργία ενός «γαλλικού Ισλάμ» που θα ενσωμάτωνε τη μουσουλμανική κοινότητα της χώρας στον εθνικό της κορμό. Η Λε Πεν δείχνει πως όπως ακριβώς τα κατεστημένα κόμματα μπορούν να υιοθετούν θέσεις της ακροδεξιάς, εξίσου καλά μπορούν και τα ακραία κόμματα να χαμηλώνουν τους τόνους και να πραγματοποιούν τολμηρά «ανοίγματα».

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ακροδεξιά; Τα ακροδεξιά κόμματα επηρεάζουν πλέον την εθνική πολιτική πολλών χωρών, αλλά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν και τα περισσότερα ζητούν να αποχωρήσουν οι χώρες τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Απευθυνόμενος πέρσι σε μια συγκέντρωση των Ούγγρων «γιόμπικ», ο αρχηγός του BNP Γκρίφιν αναφέρθηκε στην ουγγρική επανάσταση του 1956 που κατεστάλη άγρια από τα σταλινικά στρατεύματα. «Και πού θα βρείτε σήμερα τόση πείνα για εξουσία και τόση διαφθορά όση είχε η σοβιετική κλεπτοκρατία;» ρώτησε το κοινό του. «Στις Βρυξέλλες!», απάντησε. «Η ΕΕ απειλεί όλους τους ελεύθερους ευρωπαϊκούς λαούς».

Οι πολιτικοί που καλλιεργούν ξενόφοβα αισθήματα στο εσωτερικό, δύσκολα συνεννοούνται με ξένα κόμματα στο διεθνές επίπεδο. Το BNP προσπάθησε να ιδρύσει μια ακροδεξιά ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο, χωρίς επιτυχία: το μεγαλύτερο ακροδεξιό κόμμα στο Στρασβούργο, η ιταλική «λίγκα του βορρά» (LN), που συμμετέχει στον ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό υπό το Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi), προτίμησε να ενταχθεί σε ένα ευρύ συνασπισμό ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, ενώ το ολλανδικό PVV αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία. Αλλά οι αντίπαλοι της ακροδεξιάς καλά θα κάνουν να μην χαλαρώσουν από αυτές τις ενδείξεις διχόνοιας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τα ακροδεξιά κόμματα αντιλαμβάνονται το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο κυρίως ως ένα βήμα από το οποίο μπορούν να εκπορθήσουν καλύτερα την εθνική πολιτική τους σκηνή. Οι αυξανόμενες φιλοδοξίες τους θα τα ωθήσουν να επιστρατεύουν περισσότερους -και πιο «ευπαρουσίαστους» εκλογικά- υποψήφιους. Ίσως να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. Αλλά η ελπίδα πως θα αποτύχουν δεν αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην απειλή που εκπροσωπούν.


* Η Catherine Mayer είναι ανταποκριτής του περιοδικού «τάιμ» στο Λονδίνο

* Μετάφραση από την ομάδα του www.ppol.gr

Monday, August 17, 2009

Europe defies the sceptics

By Andrew Moravcsik*

Newsweek

1/9/2009



JUST SIX MONTHS ago, the media were rife with predictions about the collapse of the European Union and its currency in the wake of the economic crisis. Credit agencies issued downgrades or downgrade warnings for countries like Spain, Portugal, Ireland, and Greece. Even more serious debt crises were expected in Central and Eastern Europe. With the euro dropping against the dollar by 5 percent per month, some expected governments to abandon it. Others warned in dire tones of a looming European trade war. And many expected that the economic turmoil would kill hopes of finally enacting the Treaty of Lisbon (a.k.a. the EU Constitution), or at least sapping the will of European citizens to cooperate on common policies such as defense, energy, and enlargement. One conservative American publication called it "the worst crisis of Europe's 50-year history"; a European establishment magazine warned of Europe's "breakup."

Today, it's clear that the crisis has renewed European solidarity and seriousness of purpose. Europe is stronger than ever. What explains the quiet turnaround? The leading nations of Europe did not lose their nerve, and they did not work only to protect themselves, as many pundits predicted. Instead, they rushed to save their neighbors. In monetary policy, small nations realized that they lack the capacity to act as a credible lender of last resort for domestic banking systems that conduct many of their transactions in foreign currencies. Large nations, Germany in particular, realized that their banks, investors, and exporters would take a catastrophic hit if smaller neighbors went belly up.

So the European Central Bank responded by pouring money into euro-zone banking systems. The Stability and Growth Pact, which restricts public spending, was relaxed to permit governments to recapitalize their banks. And in an unheralded and entirely informal expansion of EU responsibility, perhaps the largest since the 1999 launch of the euro, the central bank accepted responsibility for stabilizing EU countries outside the euro zone those that still use their own currencies. It extended guarantees and swaps to assist efforts to stabilize financial systems that otherwise might have been forced to impose a punishing interest-rate hike or devaluation.

The most striking example was the bailout of Latvia, managed jointly by the IMF and the EU. The turnaround in trade is no less spectacular. The first moves were ominous, as France moved to subsidize its troubled auto sector with a "cash for clunkers" program, and its neighbors followed. But in March, European leaders made a collective commitment to avoid further protectionist measures, and they stuck to it. The core of Europe's single market, “a ban on tariffs, quotas, and subsidies, protected by the Schengen Agreement prohibiting border controls and competition policy”, seems to be holding firm.

If anything, the crisis is boosting the European project. Irish opposition to the Treaty of Lisbon, which will create a president of the EU and otherwise strengthen its institutions, has crumbled. Declan Ganley, leader of the forces that stopped the progress of the treaty cold in the Irish referendum last year, staked his political future on a run for the European Parliament and lost. He has promised to retire, and a June 5 poll shows the Irish are now set to approve the treaty 54 percent to 28 percent when they vote again in October. That removes the last major obstacle to passage of the treaty, a document not all that different from the previously thwarted "constitution" to create a stronger Europe.

Having shown that membership offers protection from a crisis, the EU is more attractive than ever. It is likely soon to total 30 members, up from 27 today, with more in line. Iceland, the first nation to go bankrupt in the credit crunch, recently applied. Even self-sufficient Switzerland is said to be showing some interest in membership. The crisis also taught many governments that if they want to be players in international finance, they need to join the euro rather than defend national currencies against global market forces with weaker national policy instruments. Poland recently reiterated its commitment to adopt the euro, and public opinion is shifting in favor of the currency in Denmark and Sweden.

Europe's turnaround does not suggest a fall in nationalism, or a mass conversion to European ideals, as convinced federalists might wish. Nor does it follow from an elite conspiracy to impose a strong Europe on an unwilling public, as British tabloids crow. The motives are pragmatic, which is always the case when Europe takes a big step forward. The crisis taught Europeans that if they want to protect their prosperity, there is no alternative to tighter policy coordination. If European institutions are more advanced than those elsewhere in the world, it is simply because the continent is more interdependent economically, legally, even culturally than any other. In tough times, a united Europe is viewed, with some justification, as an economic and political safe haven.

*Andrew Moravcsik Teaches At Princeton and Directs Its European Union Program.

Friday, August 14, 2009

Καλά τα φέραμε ώς εδώ, από ’δω και πέρα όμως;

Tης Ρίτσας Μασούρα*
Καθημερινή
14/8/2009

Ο Βρετανός φιλόσοφος Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1685-1763) αντιτασσόταν με κάθε τρόπο στον υλισμό που εύρισκε πρόσφορο έδαφος στη Βρετανία της εποχής του. Τα έβαζε συχνά μαζί του, γιατί τον έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας στο Λονδίνο, το 1720, όταν έσκασε η «Φούσκα της Νότιας Θάλασσας», η πρώτη μεγάλη κρίση στις χρηματαγορές. Ο Μπέρκλεϊ βρήκε την ευκαιρία να αντικρούσει την ύπαρξη της ύλης και να υποστηρίξει το esse est percipi, δηλαδή «το είναι ταυτίζεται με αυτό που αντιλαμβανόμαστε».

Αιώνες μετά, οι σύγχρονοι πολίτες του κόσμου, έχοντας αφομοιωθεί από τη φιλοσοφία του υλισμού - καταναλωτισμού, αναζητούμε τρόπους να αποτινάξουμε τον ζυγό της οικονομικής κρίσης και να επιστρέψουμε στην πεπατημένη της επίπλαστης ευημερίας που δεν έχει να επιδείξει παρά την υλιστική της υπεροχή. Και ίσως καταφεύγουμε από ανάγκη στο esse est percipi για να περιγράψουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, το πώς αντιλαμβάνεται την κρίση και τις επιπτώσεις της στο είναι του.

Αν κάποιος ξεφύλλιζε τον ξένο Τύπο τον χειμώνα, θα συνέλεγε πληροφορίες για το πώς θα αντιμετώπιζε καλύτερα την οικονομική δυσπραγία. Θα εύρισκε συνταγές μαγειρικής για απολυμένους, εκπτωτικά κουπόνια σε ρεστοράν πολυτελείας, πληροφορίες για στοκατζίδικα, ιδέες για το «μανιπουλάρισμα» των τραπεζικών δανείων και φυσικά ιδέες για φτηνές διακοπές, κυρίως μέσω Διαδικτύου. Η συνολική εικόνα πάντως έδινε την αίσθηση συγκροτημένων κοινωνιών που παρότι επλήγησαν βαριά από τη διολίσθηση της οικονομίας καλούνταν να αντεπεξέλθουν μ’ έναν όχι τόσο επαχθή τρόπο.

Βεβαίως η δυναμική των πραγματικών γεγονότων δεν ανατράπηκε. Οι απολύσεις στις βιομηχανίες δεν ανακόπηκαν και οι χώρες που στηρίζονται στον τουρισμό ζούσαν επί μήνες σε τεντωμένο σχοινί, καθώς εκφράζονταν φόβοι ότι ο Ευρωπαίος και ο Αμερικανός τουρίστας θα επέλεγε να μην κάνει φέτος διακοπές. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα της IHT, του France 24 και του Interactive Harris Poll άμβλυνε αυτήν την εικόνα, αναφέροντας ότι επί 6.304 ερωτηθέντων από Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Ισπανία και ΗΠΑ, η πλειοψηφία θα κάνει κανονικά διακοπές, ενώ μόλις ένα 7% δήλωσε ότι θα αναπροσάρμοζε το πρόγραμμα των διακοπών του.

Και στην Ελλάδα; Α, η Ελλάδα εισήλθε από νωρίς στην κρίση μέσω των τηλεοπτικών καναλιών. Τα «πολεμικά» ανακοινωθέντα στα δελτία των «8» καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα δημιούργησαν την αίσθηση της απόγνωσης και της καταστροφής. Ηταν αναμενόμενο επομένως να κυριαρχήσουν ο φόβος και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην αγορά, που ενισχύθηκε με την αλλαγή της πιστωτικής συμπεριφοράς των τραπεζικών ιδρυμάτων. Καταστήματα έκλεισαν, εργοστάσια απέλυσαν προσωπικό, ο Τύπος κλυδωνίστηκε, αλλά η εμφάνιση του καλοκαιριού ως διά μαγείας άμβλυνε τις εντυπώσεις. Ηταν ποτέ δυνατόν ο Ελληνας να έχανε τις διακοπές του; Ακόμη κι αν δεν μπορούσε να πληρώσει τα ελκυστικά πακέτα στα νησιά θα έβαζε την οικογένεια στο αυτοκίνητο και δρόμο για το χωριό. Ευλογία τελικά η συγγενική σχέση πρωτεύουσας και περιφέρειας!

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: το ελληνικό καλοκαίρι χάθηκε μέσα στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης; Τα κονδύλια που η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε για να προσελκύσει υψηλό τουρισμό πήγαν στράφι; Θα πιεστούν οι τράπεζες να επιμηκύνουν τον χρόνο εξόφλησης των δανείων τουριστικών συγκροτημάτων;

Πολλά έχουν ακουστεί για το φετινό καλοκαίρι, αλλά εξαρτάται ποιος ρωτάει και ποιος απαντά. Αν ρωτήσεις εκπρόσωπο του πολιτικού προσωπικού θα σου απαντήσει ανάλογα με την κομματική γραμμή. Αν ρωτήσεις ξενοδόχο θα σου εκφράσει την απογοήτευσή του γιατί οι αφίξεις μειώθηκαν κατά 30%, αν και επισήμως ανακοινώνεται μείωση κατά 10% στις αφίξεις.

Ταξιδεύοντας και φέτος σε βορρά και νότο την κρίση δεν την είδα. Είδα όμως την αγωνία στο βλέμμα του επιχειρηματία και του εργαζόμενου, όπως είδα και μια ευγένεια που παλιότερα έλειπε. Μαθήματα ζωής; Δεν ξέρω. Ρωτώντας τους Ελληνες τουρίστες πάντως έμαθα ότι κρίση στα νησιά του Αιγαίου (Κυκλάδες κυρίως) δεν υπάρχει. Προφανώς αναφέρονταν στο διάστημα από 15 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου, ενώ κάποιοι μου επισήμαναν ότι μια χώρα με τέτοια παραοικονομία τι κρίση να ’χει! Κουβέντες του ποδαριού, καθώς υπάρχουν Ελληνες που δεν πήγαν πουθενά και είδαν τα νησιά μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές...

Λένε ότι αντιμετωπίζουμε τα πάντα με την ίδια επιπολαιότητα. Είναι όμως έτσι, όταν κινδυνεύεις να είσαι εσύ ο επόμενος άνεργος, ο επόμενος άστεγος καταμεσής ενός παγωμένου χειμώνα; Ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραψε: καλά τα φέραμε ώς εδώ. Μικροκέρδη, μικροζημιές. Τώρα τι λες...

*Η Ρίτσα Μασούρα είναι δημοσιογράφος

Tuesday, August 11, 2009

Όσο καθυστερεί η έλευση της 4ης Δημοκρατίας

Του Τάσου Τέλλογλου*
Καθημερινή
8/8/2009

- Καλά, τι αστυνομεύετε, δεξιά και αριστερά σας είναι παρκαρισμένα παράνομα αυτοκίνητα…

– Κοίτα τη δουλειά σου…

– Κι εσείς τη δική σας. Εγώ σας πληρώνω, από τους φόρους μου.

– Ε, μην πληρώνεις φόρους.

(Ο διάλογος μεταξύ ενός πολίτη και του αστυνομικού έγινε πριν από μερικές εβδομάδες σε κεντρική πλατεία της πόλης, την οποία επώνυμοι και ανώνυμοι είχαν μετατρέψει σε πάρκινγκ υπό την ανοχή της αστυνομίας.)

Μία πρεσβεία μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας ανέφερε πρόσφατα σε έκθεσή της προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας αυτής ότι «η Ελλάδα απέχει από το να μπορεί να ονομάζεται χώρα δικαίου».

Ως απόδειξη, ο συντάκτης, ένας άνθρωπος που μιλάει συχνά με πολλούς από τους υπουργούς της κυβέρνησης, επικαλούνταν το γεγονός ότι ουδείς από εκείνους που έλαβαν χρήματα από τη Siemens κινδυνεύει με τιμωρία, την ώρα που όσοι έδωσαν τα χρήματα βρίσκονται προφυλακισμένοι. Το κείμενο συνέδεε την ασυλία των πολιτικών με την απόφαση για το εσπευσμένο κλείσιμο της Βουλής.

Αυτό που με τόση καθαρότητα βλέπει ο ξένος διπλωμάτης είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης αντίληψης σε αυτή τη χώρα, όπου υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη πολιτών σε σχέση με την απονομή της Δικαιοσύνης. Και η αντίληψη αυτή δεν είναι τωρινή.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει ότι «έναν πρωθυπουργό που έκλεψε δεν τον στέλνεις στο δικαστήριο, τον στέλνεις σπίτι του…».

Αυτή την πεπατημένη ακολουθεί και ο σημερινός πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής σε σχέση με συνεργάτες του για τους οποίους υπάρχουν «σκιές», διαιωνίζοντας την ίδια ακριβώς τακτική που ακολουθούσε και ο προκάτοχός του κ. Κώστας Σημίτης: οι δημόσιοι άνδρες κρίνονται στις κάλπες.

Οσο ήταν στην αντιπολίτευση ο κ. Κ. Καραμανλής ονόμαζε αυτήν την αντίληψη «καθεστωτική», αλλά αυτό για το οποίο μιλούσε δεν αφορούσε αποκλειστικά το ΠΑΣΟΚ, ήταν το «ελληνικό καθεστώς» με τις ιδιαιτερότητές του.

Σ’ αυτό είναι ιδεολογική προϋπόθεση η ποινική ασυλία του πολιτικού προσωπικού, επειδή ο ενδεχόμενος καταλογισμός θα μπορούσε να βλάψει «το κόμμα».

Το «κόμμα» είναι εκείνο που καθορίζει μέχρι πού θα αποδοθούν ευθύνες και πώς θα λειτουργήσει μια σειρά άλλων δικαιοδοτικών θεσμών.

Η υπόθεση Siemens έκανε αυτήν την πραγματικότητα, του «ελληνικού καθεστώτος», απτή στον καθένα. Ενας παλαίμαχος πολιτικός μού εξομολογήθηκε ότι το «σύστημα δεν αντέχει» πλέον αυτήν την υπόθεση.

Αλλά ποιο σύστημα; Αν πρόκειται για το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1974, την τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, αυτό έχει «κλείσει» έναν κύκλο 35 ετών χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στους «θεσμούς και ελέγχους» εκείνων που ασκούν την εξουσία.

Η 35ετία είναι πολύ μεγάλο διάστημα και θεσμοί και έλεγχοι πρέπει να ανανεώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα ή να γκρεμίζονται από εξελίξεις που υπάρχουν έξω από αυτούς.
Η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είναι για ένα σύστημα που έδωσε στη χώρα την περισσότερη Δημοκρατία που είχε ποτέ, αλλά όχι αρκετή για τον κόσμο που ζούμε.

Πριν από μερικές εβδομάδες, «γιορτάσαμε» τα 35 χρόνια από την επιστροφή της Δημοκρατίας. Αυτή συνετρίβη το 1967 από το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα το πολιτικό σκηνικό του 1974 να μη μοιάζει σε τίποτα με εκείνο του 1967.

Ηταν σαφώς καλύτερο, οι θεσμοί του Συντάγματος του 1975 ήταν πολύ ανώτεροι από εκείνους του 1952. Το «σύστημα» σήμερα δεν φαίνεται να διαθέτει την εσωτερική δύναμη για μια νέα μεταπολίτευση. Οπως δεν την είχε και την περίοδο 1965-1967.

Είναι ταυτόχρονα ετοιμόρροπο και αρτηριοσκληρωμένο. Η οικονομική κρίση με τις συνέπειες που θα πάρουν κοινωνικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα από το φθινόπωρο ίσως του δώσουν την τελευταία βολή, ενώ τα κόμματα θα διαγκωνίζονται για την καταλληλότερη ημερομηνία στην οποία θα κερδίσουν ή δεν θα χάσουν τις εκλογές, με την ψευδαίσθηση ότι και αυτή τη φορά κάποιος «από μηχανής θεός» θα τα σώσει.

*Ο Τάσος Τέλλογλου είναι δημοσιογράφος.

Sunday, August 9, 2009

The pay crackdown

By Justin Fox
Time Magazine
August 2009

Kenneth Feinberg, the Washington lawyer who had the thankless job of figuring out how to compensate victims of the Sept. 11 attacks, is now hard at work — as a "special master" appointed by the Treasury Secretary — figuring out how to compensate employees of corporations bailed out by taxpayers since last fall. The House and Senate are crafting legislation that includes "say on pay" shareholder votes on executive-comp packages and (in the House version) calls for regulators to vet incentive pay at financial firms on an ongoing basis. The Securities and Exchange Commission is for the first time attempting to claw back pay from an executive not because he did something wrong but because his company's earnings were improperly inflated by other execs.

In short, Washington is in the midst of a sweeping power grab over the compensation practices of corporate America. This makes me cringe, at least a little. The government's record at pay regulation is not encouraging. The wage and price controls of the Nixon era were quickly abandoned as unworkable. A 1993 attempt by Congress and the Clinton Administration to rein in executive pay by not allowing corporations a tax deduction on executive salaries above $1 million turned out to be an object lesson in unintended consequences. Because it exempted performance-based pay, the new limit accelerated an already-in-the-works shift toward using stock options as the main piece of executive compensation. Far from being reined in, executive pay — with help from a bull market in stocks — skyrocketed.

When I run this example by Lucian Bebchuk, a Harvard Law School professor who has supplied much of the intellectual firepower for the current pay-regulation campaign, he has a ready retort. "When they run out of good, substantive arguments, they come to the argument of unintended consequences," he says of pay-regulation opponents. "We have seen the consequences of the lack of intervention in the last 10 years. We have lived with that experiment."

Fair enough. Certainly, at the government-supported firms where Feinberg will determine pay, the case for intervention is open and shut. They're taxpayer-supported entities, after all. Feinberg does face tough decisions, such as what to do about Andrew J. Hall, head of the moneymaking Phibro energy-trading unit of money-hemorrhaging Citigroup, whose performance-based contract could net him about $100 million this year. One can extrapolate from Feinberg's past performance, though, that the veteran mediator will come up with a decent compromise — that is, one that leaves everyone unhappy.

The case for limiting pay at corporations not on government life support rests on two main arguments, Bebchuk says. Top executives are supposed to answer to shareholders, but to a large extent they have been able to determine their own pay packages. Say-on-pay votes and other measures that empower shareholders and outside directors are meant to shift that balance of power. At banks, meanwhile, pay is simply one more risk factor that regulators should keep an eye on. "Once you accept that government is already regulating the business decisions of banks, I don't know why this particular business decision to compensate should be exempted from intervention," Bebchuk says. (Watch TIME's video of Peter Schiff trash-talking the markets.)

Would this intervention be flawlessly executed? Of course not. But if ham-handed pay rules drive risky, highly rewarded activities out of big banks and into smaller firms — if big banks become boring again — that might not be all bad, since smaller firms presumably pose less risk to the financial system.

As long as we're talking about ham-handed measures, we might also want to consider the most ham-handed pay regulation of all — progressive income taxes. It cannot be entirely coincidental that the great explosion in executive and Wall Street pay began about the same time that Washington was slashing taxes on the highest earners. The top federal marginal rate plummeted from 70% in 1980 to 28% in 1988. (It's now 35%.) Some CEOs who are critical of the compensation status quo but who don't want government telling them how to pay people point to taxes as a possible answer. "I wish income was more equitable," the head of a big financial institution told me recently. "I have no problem with paying 50% taxes or more. But government meddling with compensation practices is a bad idea." Yes, raising tax rates would bring negative consequences: more incentive for evasion, less incentive for risk-taking and entrepreneurship. Lowering the top rate had its negative consequences too, though. It's a matter of which negative consequences we'd rather put up with.

Wednesday, August 5, 2009

Τα «φιλολαϊκά» ελλείμματα εξοντώνουν τους αδύναμους!

Του Τάσου Γιαννίτση*
NewsTime
5/7/2009

Σήμερα είναι περισσότερο από ορατό ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της μεταπολίτευσης έχει φτάσει στα ακραία του όρια. Και το πιο επικίνδυνο: ότι πολλές από τις γνωστές και τετριμμένες ιδεολογικο-πολιτικές συνταγές ανήκουν στο χώρο της ιστορίας και η εμμονή σε αυτές θα επιτείνει την ασφυξία της μετάβασης προς μια φάση «μετα-κρίσης». Κλασικό παράδειγμα η δημοφιλής πολιτική των «φιλολαϊκών» ελλειμμάτων που φαίνεται να ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη στα ελληνικά πολιτικά κόμματα, ανεξάρτητα από το ιδεολογικό τους στίγμα. Από την πρώτη σταθεροποίηση της οικονομίας (γύρω στο 1953) μέχρι σήμερα, η ελληνική οικονομία προχώρησε με 20 χρόνια δημοσιονομικής ισορροπίας (μέχρι περίπου το 1972-73) και 37 χρόνια συνεχούς διόγκωσης ελλειμμάτων και χρέους (από το 1972-73 μέχρι σήμερα).

Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης (ανάπτυξη εξαρτημένη από χρέη) δημιούργησε, περιοδικά, την ανάγκη για πολιτικές εκτόνωσης, που εκφράστηκαν κυρίως με τέσσερις μορφές:
- Υποτίμηση
- Αύξηση της ανεργίας
- Περιορισμοί αμοιβών και μισθών και επιδείνωση της άνισης κατανομής εισοδήματος
- Υποβάθμιση των συλλογικών αγαθών (υπηρεσιών) που παρέχει το κράτος

Όλες αυτές οι εξελίξεις, ανεξαίρετα, είχαν ένα κοινό αποτέλεσμα: την επιδείνωση στην κατανομή του εισοδήματος, χρηματικού ή μη-χρηματικού (κρατική εκπαίδευση, υγεία, ασφάλεια κλπ.) σε βάρος των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων.

Η διατήρηση σημαντικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους που συνεπάγονται, έχει τις εξής επιπτώσεις:

α) συγκριτικά υψηλότερο πληθωρισμό από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, που μειώνει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές. Αυτό με τη σειρά του,
έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και στη μεγέθυνση, στην απασχόληση, στους πραγματικούς μισθούς της μισθωτής εργασίας και στις συντάξεις που συνδέονται με τους μισθούς

β) την ανακατανομή του εισοδήματος που συνεπάγεται η καταβολή όλο και σημαντικότερων ποσών από τους φορολογούμενους (μέσω των άμεσων και έμμεσων φόρων) προς τους κατόχους κρατικών ομολόγων στο εσωτερικό και το εξωτερικό

γ) τη μείωση των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ για κοινωνικούς (εκπαίδευση, υγεία, περιβάλλον), αναπτυξιακούς (επενδύσεις) ή λειτουργικούς (ασφάλεια, αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης) στόχους, καθώς το βάρος των τόκων πιέζει το δημόσιο για εξοικονόμηση δαπανών από άλλους τομείς. Η πρακτική αυτή, που είναι πολύ ορατή, περιορίζει την ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, και αναγκάζει τους χρήστες τους (κυρίως λιγότερο εύπορα ή αδύναμα στρώματα) είτε να αποδέχονται παθητικά μια υποβάθμιση της κάλυψης των αναγκών τους, είτε να αγοράσουν από ιδιωτικούς φορείς τις αντίστοιχες υπηρεσίες, οι οποίοι έτσι αφανώς ιδιωτικοποιούνται. Από την άλλη πλευρά, η περικοπή των επενδύσεων, που χαρακτηρίζει όλα τα τελευταία χρόνια, επηρεάζει περιοριστικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης, εισοδήματος και απασχόλησης των επόμενων ετών.

Όλα αυτά, τελικά, συμπυκνώνονται στην περιοδική ανάγκη πολιτικών λιτότητας, που στο όνομα μιας δήθεν αναπόφευκτης αντικειμενικής αναγκαιότητας, ακυρώνουν όλα όσα στο όνομα μιας φιλολαϊκής πολιτικής είχαν θεσπιστεί σε προηγούμενα χρόνια.

Αντίθετα, λοιπόν, με αυτά που πρεσβεύει η κοινή σοφία, η πολιτική των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της διόγκωσης του χρέους -όχι απλά δεν καταλήγει σε «φιλολαϊκές» λύσεις αλλά, αντίθετα, οδηγεί νομοτελειακά σε νεοφιλελεύθερα κοινωνικά αποτελέσματα, συμπίεση της ανάπτυξης και υποβάθμιση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα.

Σήμερα, επιπλέον, σε μια φάση έντονης ύφεσης, η πολιτική της ελλειμματικής ανάπτυξης κάνει απαγορευτική ή εξαιρετικά επικίνδυνη την ανάληψη νέων ελλειμμάτων, που είναι το κλασικό εργαλείο για να αντιμετωπιστεί μια ύφεση. Δεδομένου, μάλιστα, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, παρά τα μέτρα, προβλέπεται να κινηθεί επισήμως γύρω στο 4,5% - 5% και ανεπισήμως γύρω στο 7% (αυτό θα ανακοινώνεται σταδιακά με το γνωστό συνδυασμό μιας επιχειρηματολογίας, που κινείται μεταξύ άγνοιας και έκπληξης), ο όρος «κίνδυνος» είναι ευφημιστικός.

Οι κίνδυνοι σήμερα δεν είναι, απλώς, πιθανότητες. Είναι βεβαιότητα, που θα εκφράζεται με τον συνδυασμό επιδείνωσης της ποιότητας των κρατικών υπηρεσιών, την αύξηση της ανεργίας και τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων.

Το πολιτικό δίλημμα που μένει αναπάντητο τόσο στο πολιτικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο του πολιτικού και ιδεολογικού προβληματισμού, είναι αν θέλουμε να πορευτούμε με συνεχή ελλείμματα, αποδεχόμενοι και όλες τις συνέπειες που αυτά συνεπάγονται -μεταξύ των οποίων και η προοπτική μιας μακρόχρονα βαλτωμένης ανάπτυξης- ή αν θέλουμε μια ανάπτυξη που θα ακολουθήσει αντίστροφη πορεία, αλλά θα διασφαλίσει ρυθμούς μεγέθυνσης, σταθερό και αυξανόμενο εισόδημα, απασχόληση, κοινωνικές δαπάνες και συλλογικά αγαθά.

Το δίλημμα δεν είναι απλό όσο φαίνεται. Πίσω από αυτό, μπορεί να βρει κανείς όλα τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου: την εξοργιστική και αρπακτική πρακτική διακυβέρνησης και τη συστηματική εξαπάτηση των Ελλήνων (όχι όλων) ως ψηφοφόρων και ως φορολογούμενων, την ανικανότητα, τους μηχανισμούς που παράγουν ισχυρές ανισότητες εισοδήματος, πλούτου και δύναμης, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, την κρατική έμμεση βία, με τη μορφή τυπικά απόλυτα νόμιμων δαπανών, που όμως συνιστούν μια βάναυση παραβίαση του δημόσιου συμφέροντος.

Όλη η συζήτηση σήμερα για την κρίση έχει εκφυλιστεί σε μια αποσπασματική φιλολογία γύρω από επί μέρους μέτρα και συνθηματολογίες χωρίς αντίκρισμα και χωρίς εξήγηση για το τι σημαίνουν για την επόμενη μέρα, για ποια στρώματα και για πότε. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει για το ότι μια μεγάλη κρίση ποτέ και πουθενά δεν ξεπερνιέται χωρίς μεγάλες ανατροπές σε πολλές σχέσεις, και ότι μια πολιτική αντι-κρίσης δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς όραμα για το τι πρέπει να αλλάξει, ακόμα και στη δύσκολη φάση μιας κρίσης.

*Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Monday, August 3, 2009

The power of posterity

By David Brooks
New York Times
Published 27 July 2009

Every day, I check a blog called Marginal Revolution, which is famous for its erudite authors, Tyler Cowen and Alex Tabarrok, and its intelligent contributors. Last week, one of those contributors asked a question that is fantastical but thought-provoking: What would happen if a freak solar event sterilized the people on the half of the earth that happened to be facing the sun?

If you take an individualistic view of the world, not much would happen immediately. There are millions of people today who do not reproduce, and they lead happy, fulfilling and productive lives.

Even after the event, material conditions would be exactly the same. People would still have an incentive to go to work, pay off their bills and educate the children who were already with us. For 20 years, there would still be workers flowing into the labor force. Immigrants from the other side of the earth could eventually surge into the areas losing population. If anything, the mass-sterilization might reduce the environmental strain on the planet. People might focus on living for the moment, valuing the here and now.

But, of course, we don’t lead individualistic lives. Material conditions do not drive history. People live in a compact between the dead, the living and the unborn, and the value of the thought experiment is that it reminds us of the power posterity holds over our lives.

If, say, the Western Hemisphere were sterilized, there would soon be a cataclysmic spiritual crisis. Both Judaism and Christianity are promise-centered faiths. They are based on narratives that lead from Genesis through progressive revelation to a glorious culmination.

Believers’ lives have significance because they and their kind are part of this glorious unfolding. Their faith is suffused with expectation and hope. If they were to learn that they were simply a dead end, they would feel that God had forsaken them, that life was without meaning and purpose.

The secular world would be shattered, too. Anything worth doing is the work of generations — ending racism, promoting freedom or building a nation. America’s founders, for example, felt the eyes of their descendants upon them. Alexander Hamilton felt that he was helping to create a great empire. Noah Webster composed his dictionary anticipating that America would someday have 300 million inhabitants, even though at the time it only had 6 million.
These people undertook their grand projects because they were building for their descendants.

They were motivated — as ambitious leaders, writers and artists are — by their hunger for immortal fame.

Without posterity, there are no grand designs. There are no high ambitions. Politics becomes insignificant. Even words like justice lose meaning because everything gets reduced to the narrow qualities of the here and now.

If people knew that their nation, group and family were doomed to perish, they would build no lasting buildings. They would not strive to start new companies. They wouldn’t concern themselves with the preservation of the environment. They wouldn’t save or invest.

There would be a radical increase in individual autonomy. Not sacrificing for their own society’s children, people would themselves become children, basing their lives on pleasure and ease instead of meanings to be fulfilled.

Some people might try to perpetuate their society by recruiting people from the fertile half of the earth. But that wouldn’t work. Immigration is the painful process of leaving behind one culture and way of living so that your children and children’s children can enjoy a different future. No one would be willing to undertake that traumatic process in order to move from a society that was reproducing to a society that was fading. There wouldn’t be the generations required to assimilate immigrants. A sterile culture could not thrive and, thus, could not inspire assimilation.

Instead there would be brutal division between those with the power to possess the future and those without. If millions of immigrants were brought over, they would populate the buildings but not perpetuate the culture. They wouldn’t be like current immigrants because they wouldn’t be joining a common project, but displacing it. There would be no sense of peoplehood, none of the untaught affections of those who are part of an organic social unit that shares the same destiny.

Within weeks, in other words, everything would break down and society would be unrecognizable. The scenario is unrelievedly grim. An individual who does not have children still contributes fully to the future of society. But when a society doesn’t reproduce there is nothing left to contribute to.

But, of course, that’s the beauty of this odd question. There are no sterilizing sunspots. Instead, we are blessed with the disciplining power of our posterity. We rely on this strong, invisible and unacknowledged force — these millions of unborn people we will never meet but who give us the gift of our way of life.