Friday, July 31, 2009

Προς έναν ορισμό της κρίσης

Του Kevin Featherstone*
Καθημερινή

Ο όρος «κρίση» χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό - πολλές φορές μάλιστα και καταχρηστικά. Πριν από έξι μήνες, η Ελλάδα βρισκόταν σίγουρα σε κρίση, καθώς ήλθε αντιμέτωπη με τις χειρότερες ταραχές και διαδηλώσεις των τελευταίων ετών. Εντούτοις, παρότι τα δραματικά αυτά γεγονότα εξαφανίστηκαν από τις οθόνες μας, πολλές από τις συνθήκες που τα προκάλεσαν παραμένουν. Υπό μία έννοια, η Ελλάδα βρισκόταν σε κρίση πολύ πριν από τις ταραχές, από την οποία δεν έχει εξέλθει ακόμα και σήμερα.

Τα αίτια των ταραχών και η σημασία τους διερευνώνται σε μία πρόσφατη έκδοση του Ελληνικού Παρατηρητήριου της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), με τίτλο «Η Επιστροφή της Πολιτικής του Δρόμου...», η οποία περιέχει τις απόψεις πλειάδας ειδικών. Το ξέσπασμα ήταν τόσο δραματικό επειδή προκλήθηκε από ένα γεγονός που αναθέρμανε πολλές καταπιεσμένες πικρίες. Και επειδή οι αποτυχίες του συστήματος ήταν τόσο πολλές, όπως άλλωστε και τα αιτήματα των εξεγερμένων, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από οποιαδήποτε πολιτική εξαγγελία αλλαγής.

Οι βαθύτερες καταστάσεις που οδήγησαν στις αναταραχές του περασμένου Δεκέμβρη συνεχίζουν να υπάρχουν. Οικονομικά και κοινωνικά, η Ελλάδα είναι «σχισματική». Κάποιοι ανταμείβονται, αλλά το σύστημα αποκλείει και αρνείται ευκαιρίες σε κάποιους άλλους. Δεν πρόκειται για θέμα ταξικής ανισότητας, με τη μαρξιστική έννοια. Ο διαχωρισμός είναι κλαδικός και δημογραφικός.

Τίποτα δεν σκιαγραφεί καλύτερα τις υποβόσκουσες εντάσεις από ό, τι η λειτουργία της εγχώριας αγοράς εργασίας. Εκεί βρίσκονται οι εφιάλτες που στοιχειώνουν τη μελλοντική κοινωνική συνοχή και οικονομική επιτυχία. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους έχουν δημιουργήσει μια γενιά νωθρή και χωρίς τις ανταμοιβές που προσφέρει η συστηματική εργασία, κάτι που την εμποδίζει να μπει στην αγορά εργασίας αργότερα.

Παράλληλα, σύμφωνα με τις στατιστικές, η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, χωρίς αυτό να οφείλεται σε έλλειψη δεξιοτήτων από πλευράς εργατικού δυναμικού: ο αριθμός αποφοίτων ανώτερων σχολών που έρχονται αντιμέτωποι με την ανεργία είναι διπλάσιος στην Ελλάδα απ’ ό, τι στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο.

Επίσης, μία κληρονομιά διακρίσεων με βάση το φύλο βάζει την Ελλάδα στην τρίτη θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ, με τις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες και με ένα από τα μικρότερα ποσοστά συμμετοχής γυναικών στην αγορά εργασίας. Για μία σειρά κοινωνικών ομάδων, υπάρχουν αξεπέραστα εμπόδια που αποτρέπουν την εισαγωγή τους στο «σύστημα».

Μία ακόμα έκθεση του LSE που πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα, με θέμα την ευελιξία της αγοράς εργασίας, εξηγεί το πώς το «σύστημα» στην Ελλάδα είναι τελείως κλειστό. Η μελέτη, με συγγραφείς τους Χριστόφορο Πισσαρίδη και Βασίλη Μοναστηριώτη, είναι η πρώτη που εξετάζει τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους δείκτες μέτρησης του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, η Ελλάδα έχει την τέταρτη πιο ισχυρή νομοθεσία προστασίας των θέσεων εργασίας στα τριάντα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Ετσι, πέραν του αποκλεισμού των νέων, των γυναικών και των αποφοίτων πανεπιστημίου, το σύστημα προστατεύει προνομιούχες ομάδες εργαζομένων. Σπάνια παρατηρείται τόσο έντονη αντίθεση ανάμεσα στους «εντός» του συστήματος και τους «εκτός» του συστήματος.

Παράλληλα, υπάρχουν σημαντικές ανισορροπίες ανάμεσα σε εκείνους που βρίσκονται ήδη μέσα στο σύστημα. Ο συνδικαλισμένος δημόσιος τομέας, γεμάτος μαχητικότητα για την προστασία των δικαιωμάτων του, είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος από τους εργαζομένους στις χιλιάδες μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η αναφορά του LSE δείχνει ότι οι Ελληνες ελεύθεροι επαγγελματίες και οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις δουλεύουν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα στην Ευρώπη και είναι υποχρεωμένοι να αποδεχτούν να εργάζονται υπό χειρότερες συνθήκες σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Ούτε όμως και η απόδραση από το σύστημα είναι εύκολη: στους περισσότερους δείκτες μέτρησης κινητικότητας, η ελληνική αγορά εργασίας είναι μία από τις πιο άκαμπτες στην Ευρώπη, ενώ τα ιδιαίτερα χαμηλά επιδόματα ανεργίας δεν βοηθούν όσους αλλάζουν δουλειές και βρίσκονται σε μεσοδιάστημα.

Όμως, η έκθεση υποστηρίζει ότι στην άκαμπτη ελληνική αγορά εργασίας υπάρχουν θύλακοι ευελιξίας, όπως τα ωράρια, οι εργασιακές συνθήκες και η μαύρη οικονομία. Αυτά τα χαρακτηριστικά βοηθούν το σύστημα να επιβιώνει, χωρίς όμως να αποδίδει. Η αγορά εργασίας δεν δημιουργεί τις δουλειές που ζητούνται. Αυτό φαίνεται στα υψηλά ποσοστά ανθρώπων που αναγκάζονται να δεχτούν μειωμένο ωράριο αντί για κανονική εργασία, αλλά και στην χαμηλή αντιστοίχιση ικανοτήτων και εργασιών - και, τέλος, στη χαμηλή περιφερειακή κινητικότητα των εργαζομένων, η οποία, σύμφωνα με την έκθεση, μειώνεται ακόμη περισσότερο. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν δώσει υποσχέσεις για μέτρα σχεδιασμένα για να διευκολύνουν την είσοδο στην αγορά εργασίας, όμως το μέγεθος των δημοσίων δαπανών για τέτοια μέτρα είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη.

Οι κρίσεις άλλοτε οδηγούν σε μεταρρυθμίσεις και άλλοτε όχι. Οι ηγέτες θα πρέπει να δημιουργούν και να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους προσφέρουν. Η πιθανότητα μεταρρυθμίσεων πάντως εξαρτάται από το πώς ορίζεται μία «κρίση», καθώς από τον ορισμό εξαρτώνται και μέτρα που θα ληφθούν. Ικανότητα διακυβέρνησης σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι ποια κρίση χρειάζεται τη δέουσα προσοχή. Η αντιμετώπιση δημοσιονομικών ανισορροπιών μπορεί να είναι ευκολότερη υπόθεση από τη δομική μεταρρύθμιση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αυτό είναι και το μάθημα που πήραμε από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Η πρόκληση που έχει μπροστά της τώρα η Ελλάδα είναι να συνδυάσει μία δέσμη μακροπρόθεσμων λύσεων για την πλειάδα των κρίσεων που αντιμετωπίζει. Το κόστος της απραξίας δεν θα είναι μόνο οικονομικό, αλλά και η ενίσχυση των κοινωνικών εντάσεων και της αποξένωσης.

* Ο Kevin Featherstone είναι καθηγητής στο London School of Economics, όπου διευθύνει το Ελληνικό Παρατηρητήριο. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 26-7-2009.

Thursday, July 30, 2009

Ανεργία των νέων: ένα διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα

Σύντομη συνέντευξη του Θ. Γκούγκλα, ιδρυτικού μέλους της G700, στο Δ. Στάμου για το ραδιόφωνο του ANT1, με αφορμή την Έκθεση της Eurostat για την ανεργία των νέων στην Ευρώπη.

Tuesday, July 28, 2009

Συγχώνευση ερευνητικών κέντρων. Αποσπασματικές και άστοχες οι παρεμβάσεις στο χώρο της έρευνας

Πριν από περίπου ένα χρόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε μια σημαντική πρωτοβουλία. Κάλεσε 22 διαπρεπείς Έλληνες επιστήμονες, κορυφαίους στους τομείς τους διεθνώς, και τους ζήτησε να συντάξουν ένα κείμενο για το παρόν και το μέλλον της έρευνας στην Ελλάδα.

Το κείμενο με τίτλο «Για την Ελλάδα δεν υπάρχει μέλλον χωρίς έρευνα», τμήματα του οποίου δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, υπογράμμιζε ότι «η ευημερία ή αντίστροφα η περιθωριοποίηση της χώρας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να παράγει νέα γνώση, να αναπτύσσει τεχνολογία και να καινοτομεί».

Σύμφωνα με τους συντάκτες του η ερευνά θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο σαν αναπτυξιακός μοχλός, όσο και σαν μηχανισμός αντιστροφής του φαινόμενου φυγής εγκεφάλων στο εξωτερικό, του λεγόμενου brain drain. Στο κείμενο προτείνονταν διάφορες λύσεις έτσι ώστε να αποτραπεί η μετανάστευση και να επαναπατριστούν οι καταξιωμένοι και οι ταλαντούχοι ερευνητές.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στους επιστήμονες και τους ερευνητές προτάθηκε η θέσπιση μέτρων που θα διευκολύνουν και θα ανταμείβουν το έργο τους όπως:
  • αξιοπρεπείς αμοιβές αντίστοιχες αυτών των ξένων πανεπιστημίων,
  • ενιαία διαδικασία εκλογής και προαγωγής και, συνακόλουθα, ισότιμη μισθολογική μεταχείριση των ερευνητών στα Eρευνητικά Κέντρα (ΕρΚ) με τα αντίστοιχα μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων,
  • δυνατότητα των πανεπιστημιακών τμημάτων να απονέμουν σε ερευνητές ΕρΚ τον τίτλο του Συνεργαζόμενου μέλους ΔΕΠ και τα αντίστοιχα ακαδημαϊκά προνόμια,
  • απονομή βραβείων Ερευνητικής και Πανεπιστημιακής Εκπαιδευτικής Αριστείας,
  • απονομή του τίτλου του Διακεκριμένου Καθηγητού ή Ερευνητού (με μεγαλύτερο μισθό) μετά από αξιολόγηση από διεθνή επιτροπή.

Ταυτόχρονα, προτάθηκαν μέτρα για την προσέλκυση αλλοδαπών ερευνητών εξαιρετικής ποιότητας, ύστερα από τη μελέτη της σχετικής εμπειρίας άλλων χωρών, ενώ υπογραμμίστηκε η σημασία του να αυξηθεί το συνολικό επίπεδο της χρηματοδότησης για την έρευνα στην Ελλάδα καθώς και η ανάγκη να δοθεί στα Πανεπιστήμια και τα ΕρΚ οικονομική και νομική ευελιξία σε συνδυασμό όμως με ένα αυστηρό πλαίσιο αξιολόγησης.

Δυστυχώς, το κείμενο αυτό που παραδόθηκε τόσο στον Πρωθυπουργό όσο και στους αρμόδιους Υπουργούς, όπως άλλωστε και πολλά άλλα στο παρελθόν, δεν προσέχτηκε όσο του άξιζε. Αποδεικνύεται άλλωστε και από τη διαχρονική στασιμότητα των δαπανών για έρευνα. Εδώ και χρόνια στο 0,6% με ευρωπαϊκό στόχο το 1,5% το 2013.

Μόλις πρόσφατα, το «γλυκό έδεσε» με την πρόταση του ΥΠΑΝ για συγχώνευση των Ερευνητικών Κέντρων. Σε μια επίδειξη εκσυγχρονιστικού οίστρου, η κυβέρνηση εγκαινίασε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του ερευνητικού ιστού της χώρας, βασισμένη σε μία κεντρική φιλοσοφία. Ότι τα Ερευνητικά Κέντρα αποτελούν ως επί το πλείστον πλεονάζοντες και ελλειμματικούς οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ο αριθμός των οποίων πρέπει να περιοριστεί.

Η αντίληψη αυτή είναι λάθος.

Καταρχάς, ενισχύουμε την έρευνα ή αναδιαρθρώνουμε τον ερευνητικό ιστό της χώρας δε σημαίνει ότι πρωτίστως κόβουμε γωνίες για να εξοικονομήσουμε πόρους. Ειδικά όταν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη αποδεικνύεται ότι έχουμε πραγματικά καβούρια στις τσέπες.

Δεύτερον, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα υπάρξει εξοικονόμηση πόρων από τη συγχώνευση των διάφορων ΕρΚ, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση. Αντίθετα είναι πολύ πιθανό η ζημιά να είναι μεγαλύτερη από τα προσδοκώμενα οφέλη. Από τα υφιστάμενα 13 ερευνητικά κέντρα, θα απομείνουν 11, ναι. Τα 57 ινστιτούτα, όμως, τα οποία σήμερα υπάγονται στα υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα, θα γίνουν 61, δηλαδή περισσότερα. 46 θα προκύψουν από την αναδιάταξη, ενώ θα δημιουργηθούν και 15 εντελώς καινούρια. Μεταξύ αυτών και στην πόλη της Ξάνθης, εκλογική περιφέρεια του νυν γ.γ. Έρευνας και Τεχνολογίας που φαίνεται να έχει μπερδέψει την ερευνητική πολιτική με τις πελατειακές σχέσεις…

Τρίτον, με ποιο άραγε επιστημονικό κριτήριο προωθούνται οι συγχωνεύσεις των ΕρΚ; Τι θέλει η κυβέρνηση να πετύχει σε ό,τι αφορά τον εθνικό ερευνητικό χώρο και την προώθηση της έρευνας στην Ελλάδα; Ποιους τομείς θέλει να πριμοδοτήσει; Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η συγχώνευση ινστιτούτων με διαφορετικά ερευνητικά υπόβαθρα και χωρίς διακριτό ερευνητικό στόχο, ενδέχεται να δημιουργήσει τερατώδεις σχηματισμούς με πληθώρα προβλημάτων.

Τέταρτον, ακόμα κι αυτή η προτεινόμενη συγχώνευση, φαίνεται να μαγειρεύεται για να αξιοποιηθεί επικοινωνιακά από μία Κυβέρνηση που στο θέμα της έρευνας, όπως και αλλού έχει να επιδείξει πενιχρά αποτελέσματα κατά τη θητεία της. Από το Άρθρο 16 μέχρι και το διάλογο για τις αλλαγές στο Λύκειο έως και την ενοποίηση των ταμείων στο ασφαλιστικό και τις αλλαγές στις ΔΕΚΟ, είμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Η Κυβέρνηση παρουσιάζει αποσπασματικές και ήσσονος σημασίας πολιτικές πρωτοβουλίες σαν ριζικές και εκ βάθρων μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ενίοτε η δημόσια συζήτηση πολώνεται τεχνητά για να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι κάποιες συντεχνιακές ομάδες πίεσης αντιτίθενται στα κυβερνητικά σχέδια εκσυγχρονισμού. Στην προκειμένη περίπτωση έχουν στοχοποιηθεί οι ερευνητές των ΕρΚ. Προφανώς, ο τόπος είναι γεμάτος ραντιέρηδες και πάσης φύσεως αναδιανεμητικές συσπειρώσεις που νέμονται τα συλλογικά αγαθά και το δημόσιο πλούτο και δε θέλουν αλλαγές. Το πρόβλημα με την κυβερνητική προσέγγιση είναι ότι χρησιμοποιεί την πόλωση ως άλλοθι για να βάλει νερό στο κρασί της, και έτσι να ολοκληρώσει χωρίς πολιτικό κόστος το «έργο» της. Πια το παιχνίδι το έχουμε μάθει: Η κυβέρνηση εξαγγέλλει αλλαγές, ενίοτε χρησιμποιώντας σκληρή γλώσσα, για να χαρούν οι φιλομεταρρυθμιστές και καταλήγει να κάνει μερεμέτια για να μη σπάσει αυγά.

Το θέμα είναι ότι πρέπει επιτέλους να ασχοληθούμε με τα ουσιαστικά θέματα που αφορούν στην έρευνα: Ποια είναι αυτά;
  • Τι έργο παράγουν τα εθνικά ερευνητικά κέντρα σήμερα;
  • Ποιο είναι το επίπεδο του προσωπικού που απασχολούν;
  • Τι είδους ερευνητική πολιτική θέλουμε να έχουμε;

Ως προς το πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι απογοητευτική. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα εγχώρια ερευνητικά κέντρα απλά περιορίζονται στον άχαρο ρόλο της εθνικής συμμετοχής σε ευρύτερα διεθνή ερευνητικά προγράμματα.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος «μα ακόμα και αυτή η ερευνά που γίνεται δεν παράγει δημοσιεύσεις, επιστημονικές ανακοινώσεις σε συνέδρια κλπ;» Φυσικά και παράγει, το θέμα είναι που βγαίνουν οι δημοσιεύσεις και πόση σημασία τους δίνουν οι άλλοι.

Εάν ανοίξετε σήμερα οποιοδήποτε από τα δέκα παγκοσμίως δημοφιλέστερα επιστημονικά περιοδικά, ανεξαρτήτως γνωστικού αντικειμένου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα βρείτε δημοσίευση που να την υπογράφει ερευνητής Ελληνικού εθνικού ερευνητικού κέντρου.

Έλληνες συγγραφείς θα βρείτε, αλλά αυτοί εργάζονται αλλού.

Θα μας πει κάποιος ναι, αλλά δεν υπάρχει καλή και κακή γνώση. Σωστό, υπάρχει όμως γνώση που οι άλλοι αγνοούν και γνώση που δημιουργεί γόνιμους προβληματισμούς.

Καλώς ή κακώς στον χώρο της ερευνάς όλοι κρίνονται από τους ομοίους τους. Εάν δεν συνδιαλέγεσαι με τους ομοίους σου στην παγκόσμια επιστημονική αγορά δεν υπάρχεις. Δυστυχώς η γνώση που παράγουν τα ερευνητικά μας κέντρα αφήνει τον περισσότερο κόσμο παγερά αδιάφορο.

Αυτό προκύπτει αβίαστα από τους δείκτες ετεροαναφοράς των ερευνητών μας. Μπορεί πολλοί από αυτούς να έχουν σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων, όταν όμως ελάχιστοι τρίτοι κάνουν τον κόπο να αναφερθούν σε αυτές τότε η προστιθέμενη αξία τους είναι περιορισμένη.

Και ερχόμαστε στο δεύτερο θέμα μας. Το επίπεδο του ερευνητικού προσωπικού.

Είναι αρκετά ενδιαφέρον να δει κανείς τα βιογραφικά των ερευνητών όπως παρουσιάζονται στις ιστοσελίδες των αντίστοιχων κέντρων. Σε πολλά από αυτά υπάρχει ένα παράδοξο: Η χρονολογία απονομής του διδακτορικού τίτλου έχει σημαντική απόκλιση από τους προγενέστερους τίτλους σπουδών. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και δυο δεκαετίες! Στις περισσότερες δε περιπτώσεις πρόκειται για διδακτορικό Ελληνικού πανεπιστήμιου.

Το συγκεκριμένο προφίλ εργαζόμενου δεν παραπέμπει σε κάποιον που ακολουθεί μια συμβατική ερευνητική καριέρα. Αντίθετα πρόκειται για άτομα που αρχικά εργάστηκαν με σύμβαση έργου στο συγκεκριμένο κέντρο. Τίποτα το ιδιαίτερα μεμπτό μέχρι εδώ.

Η σύμβαση όμως, κάποια στιγμή, μετατράπηκε σε αόριστου και ο προσωρινά εργαζόμενος έγινε μόνιμος. Αργότερα (πολύ αργότερα) όταν στένεψαν τα πράγματα, παρουσίασε μέρος της ερευνάς που είχε ήδη εκπονήσει σαν διδακτορική διατριβή, σε αγαθή συνεργασία με κάποιον επιβλέποντα καθηγητή που δεν επίβλεψε φυσικά τίποτα.

Σε ποιο σημείο αυτής της επαγγελματικής εξέλιξης κρίθηκε ο συγκεκριμένος ερευνητής; Πως ξέρουμε ότι υπάρχουν άλλοι καλύτεροι έξω; Δεν το ξέρουμε. Αλλά δεν το ξέρουμε γατί δεν έχουμε δοκιμάσει να τους συγκρίνουμε με αυτούς που έχουμε!

Δεν έχουμε λοιπόν ερευνητικό προσωπικό, έχουμε Δημόσιος Υπαλλήλους που ασκούν ερευνητικά καθήκοντα. Στην πραγματικότητα λειτουργούν σαν συμμετέχοντες σε άτυπες αναδιανεμητικές συσπειρώσεις. Ανακυκλώνοντας τα ίδια άτομα και αποκλείοντας όσους είναι εκτός του συστήματος. Κοινώς ραντιέρηδες όπως είχε πει κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Βεβαίως και υπάρχουν εξαιρέσεις. Εξαιρέσεις όμως, που όπως και οι όποιες νησίδες αριστείας, υπάρχουν πάντα στην Ελλάδα. Το πρόβλημα μας είναι ο γενικότερος κανόνας.

Για όλα αυτά τα θέματα, το ΥΠΑΝ δε λέει κουβέντα. Αρέσκεται απλώς σε διαπιστώσεις και ενίοτε σε ρητορικά ξεσπάσματα υπέρ της υπευθυνότητας και εναντίον του λαϊκισμού. Είναι προφανές ότι ο χώρος της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των ΕρΚ, χρειάζεται ριζική και συνολική μεταρρύθμιση. Όχι όμως με γνώμονα την αποσπασματική και επιστημονικά αμφίβολη λογική των συγχωνεύσεων που προωθεί η Κυβέρνηση. Απαιτείται μεταρρύθμιση πάνω στη φιλοσοφία του κειμένου των 22, ότι «Για την Ελλάδα δεν υπάρχει μέλλον χωρίς έρευνα».

Sunday, July 26, 2009

Επανάσταση ή διαγενεακός πόλεμος;

Του Ζακ Μαρσέιγ*

La révolution ou la guerre des âges
© Le Point
Μετάφραση από την Ομάδα του PPOL

Το 2008, το «Ίδρυμα για την Πολιτική Ανανέωση» έθεσε σε νέους διαφόρων χωρών το ακόλουθο ωμό ερώτημα: «είστε πρόθυμοι να πληρώσετε όσους φόρους χρειάζεται η συνταξιοδότηση των ηλικιωμένων;».

Το 63% των νέων Κινέζων, τo 56% των νέων Ρώσων και το 50% των νέων Ινδών απάντησαν καταφατικά, αλλά οι νέοι Γάλλοι κατατάγηκαν τελευταίοι στην σχετική κατάταξη, με 11% μόνο καταφατικών απαντήσεων. Είναι άραγε αυτός ένας τρόπος ώστε να εκδικηθούν τις προηγούμενες γενιές που επέτρεψαν, επιδεικνύοντας ξεδιάντροπη αδιαφορία, να συσσωρευτούν τόσο πελώρια ελλείμματα κάθε είδους;

Όπως κι αν το ερμηνεύσει κανείς, ένα τόσο μικρό ποσοστό μαρτυρεί αν μη τι άλλο μία κρίση της διαγενεακής εμπιστοσύνης αντίστοιχου μεγέθους με την απελπιστική απουσία πολιτικού θάρρους που επέδειξε το πολιτικό σύστημα, που από το 1981 ασκείται σε υπεκφυγές προκειμένου να μην αγγίξει ένα ασφαλιστικό σύστημα που οι πάντες γνωρίζουν πως δεν είναι βιώσιμο. Ενός πολιτικού συστήματος που συνειδητοποίησε πλήρως την πρόγνωση του Μισέλ Ροκάρ (Michel Rocard) στη «λευκή βίβλο για τις συντάξεις» του (1991) (όπου ήδη είχαν ειπωθεί τα πάντα) πως η αλλαγή του ασφαλιστικού ήταν ένα πολιτικό εγχείρημα που εκ φύσεως «θα οδηγήσει σε πτώση σειρά κυβερνήσεων».

Διότι ασφαλώς οι μεταρρυθμισούλες του Εντουάρ Μπαλαντίρ (Edouard Balladur) το 1993 και του Φρανσουά Φιγιόν (François Fillon) το 2003, ούτε κατά διάνοια δεν αντιμετώπισαν τη βραδυφλεγή βόμβα που συνιστά το ασφαλιστικό σύστημα, που είναι εντούτοις μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου το μέλλον είναι τόσο ξεκάθαρα προδιαγεγραμμένο.

Τα δεδομένα είναι πράγματι αφοπλιστικά σαφή: είναι η πρώτη φορά που μία τόσο πολυάριθμη γενιά ηλικιωμένων θα κληθεί να συνταξιοδοτείται για τόσο πολύ καιρό από έναν πληθυσμό οικονομικά ενεργών πολιτών που μικραίνει με ρυθμούς που είχαμε να δούμε στην Ευρώπη από την εποχή της επιδημίας της βουβωνικής πανώλης, το 1348!

Όπως το σύνολο των δυτικών κρατών και πολλών αναδυομένων αγορών, στις οποίες εξέχουσα θέση κατέχει η Κίνα, έτσι και η Γαλλία αναμένεται να βιώσει το φοβερό κλονισμό της γήρανσης του πληθυσμού που είναι δίχως άλλο η σημαντικότερη δημογραφική αναστάτωση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πρόκειται για μία αναστάτωση που θα γίνεται σταδιακά αισθητή την επόμενη τριακονταετία, και που θα κλονίσει, για να μην πούμε θα κατεδαφίσει, το κοινωνικό συμβόλαιο που συνήφθη μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο.

  • Όταν θεσμοθετήθηκε το υφιστάμενο ασφαλιστικό σύστημα στη Γαλλία, το 1945, αντιστοιχούσαν 15 ασφαλισμένοι ανά συνταξιούχο.
  • Τη δεκαετία του '80, οπότε ο Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) πήρε την πιο «αντιδραστική» απόφαση που ήταν δυνατό, επαναφέροντας την ηλικία συνταξιοδότησης στα... 60 έτη, η σχέση αυτή είχε ήδη διαμορφωθεί σε 4 προς 1.
  • Το 2006, ήταν 1.5 ασφαλισμένος ανά συνταξιούχο.
  • Το 2020 θα φθάσουμε αισίως σε 1 ασφαλισμένο ανά συνταξιούχο.

Εδώ και δέκα τουλάχιστο χρόνια γνωρίζουμε πως, χωρίς ριζική μεταρρύθμιση, πάει να πει χωρίς επανάσταση, το ετήσιο έλλειμμα του ασφαλιστικού το 2040 θα έχει ξεπεράσει τα 63 δις ευρώ, χώρια τις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που ακολουθούν όπως είναι φυσικό αντίστοιχη πορεία.

Πώς είναι δυνατό να φανταστεί κανείς πως είναι δυνατό η ολιγάριθμη ομάδα των εργαζομένων ηλικίας 25-55 ετών να είναι εις θέση να συντηρεί τις στρατιές των συνταξιούχων και όλων όσοι ζουν από τα επιδόματα του κοινωνικού κράτους;

Αντιμέτωπες με το ίδιο ερώτημα, οι περισσότερες ξένες χώρες επέλεξαν την παράταση της διάρκειας του επαγγελματικού βίου, σε μία προσπάθεια να μειωθεί το δημοσιονομικό άχθος των συνταξιούχων.

Έτσι στη Γερμανία, που έχει πληγεί με δραματικό τρόπο από την μείωση της γεννητικότητας, η κυβέρνηση αύξησε το όριο συνταξιοδότησης στα 67 έτη, όπως και στη Δανία.

Ορισμένες άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, έχουν θέσει σε εφαρμογή μεικτά ασφαλιστικά συστήματα, όπου το ύψος των συντάξεων προκύπτει από τις εισφορές των εργαζομένων στα ταμεία (αναδιανεμητικός πυλώνας) και από την προσωπική συνεισφορά του κάθε ασφαλισμένου (κεφαλαιοποιητικός πυλώνας). Διότι, σε αντίθεση με ότι φανατικά επιμένουν να υποστηρίζουν οι οπαδοί του λεγόμενου κατεστημένου «κοινωνικού» μοντέλου, η σύγκριση μεταξύ των δύο πυλώνων ευνοεί την κεφαλαιοποίηση, αφού η αποδοτικότητα του αναδιανεμητικού πυλώνα ασφαλώς και δε θα ξεπεράσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, που δεν πρόκειται να υπερβούν το 2% τα επόμενα χρόνια.

Μια έρευνα που συντάχθηκε από τη δεξαμενή σκέψης της «ντόιτσε μπανκ», έδειξε πως το διάστημα 1957-2002 η ετήσια αποδοτικότητα του αναδιανεμητικού πυλώνα στο γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα δεν υπερέβη το 1.7%. Αν οι εισφορές των εργαζομένων είχαν τοποθετηθεί σε κρατικά ομόλογα (για να μη μιλήσουμε για το χρηματιστήριο) η ετήσια αποδοτικότητα των κεφαλαίων τους θα κυμαινόταν μεταξύ 3.9% και 4.3%!

Όπως σημείωνα σε προηγούμενο σημείωμά μου, αν ένας εργαζόμενος που αμείβεται με το «βασικό» μισθό τοποθετεί ετησίως τις εργοδοτικές και κρατικές εισφορές (που ετησίως ανέρχονται σε 4,464 ευρώ) σε κρατικά ομόλογα, με επιτόκια 3.5%, σε σαράντα χρόνια θα είχε ένα κεφάλαιο 377,000 ευρώ που μόνο από τους τόκους θα του εξασφάλιζαν μια σύνταξη πολύ μεγαλύτερη από το μισθό του!

Ίσως ο καλύτερος τρόπος να αποφύγουμε τον επερχόμενο «πόλεμο των γενεών» θα ήταν ακριβώς να επιτρέπεται στον κάθε ασφαλισμένο να αποταμιεύει όσα νομίζει για τη σύνταξή του, χωρίς να δεσμεύεται από τις προδιαγραφές του «ασφαλιστικού» συστήματος, και να απολαμβάνει, όποτε αυτός κρίνει, την απόδοση της περιουσίας του.

*Ο Jacques Marseille είναι καθηγητής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας στο 1ο πανεπιστήμιο των Παρισίων.

Thursday, July 23, 2009

Εμφύλιος στην ΟΝΝΕΔ. Νεολαιΐστικα κομματικά πασαλίκια σε σύγκρουση

Του Πασχάλη Αγανίδη*

Πριν από δύο βδομάδες ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ και νυν ευρωβουλευτής της ΝΔ, κ. Γ. Παπανικολάου, επιχείρησε να εκλέξει εν κρυπτώ νέα Γραμματεία της ΔΑΠ στην Αθήνα. Όπως ενημερωθήκαμε από σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου και της τηλεόρασης, με τη βοήθεια μπράβων και πιστολάδων η ηγεσία της ΟΝΝΕΔ έστησε εκλογές σε ξενοδοχείο της οδού Πανεπιστημίου και στη συνέχεια μετάφερε την κάλπη για την καταμέτρηση στη Γεωπονική Σχολή! Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την άρνηση του νυν Πρόεδρου να παραιτηθεί από την ηγεσία της ΟΝΝΕΔ, παρ΄ ότι εξελέγη ευρωβουλευτής, έχει συνασπίσει μεγάλο τμήμα της νεοδημοκρατικής Νεολαίας απέναντί του. Ήδη κυκλοφόρησε κείμενο με 8,345 υπογραφές που ζητάει την αποκατάσταση της νομιμότητας στο χώρο της νεολαίας.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας εκπλήσσει. Στους αμύητους, όμως, στον οργανωμένο νεανικό "πολιτικαντισμό", οι ανωτέρω εξελίξεις ίσως προκαλούν αμηχανία. Αμηχανία, διότι οι νεολαιίστικοι κομματικοί μηχανισμοί αναπαραγωγής των σχέσεων συμφερόντων και οι άρρητοι αξιακοί κώδικες που τους οριοθετούν, συχνά ξεπερνούν ακόμα και την πιο νοσηρή κομματική φαντασία, πόσο μάλλον τη δυνατότητα αξιολόγησης των τεκταινόμενων από ένα μη γνωρίζοντα πολίτη. Δυστυχώς, η προσδοκία που έχουν πολλοί για την αντικατάσταση του status quo της πολιτικής μετριοκρατίας από μία νέα ηλικιακά και φρέσκια ιδεολογικά "πολιτική ελίτ" ακυρώνεται από την έκταση, ένταση και διαβρωτική ισχύ των μηχανισμών που ανθίζουν στις διάφορες οργανώσεις νεολαίας.

Υπάρχει μία ενιαία εσωτερική λογική που διαπερνά τη δομή και λειτουργία της ΟΝΝΕΔ. Πρόκειται για μία φεουδαλικού τύπου οργάνωση, για ένα πασαλίκι, ένα αυστηρά ιεραρχικό - αναξιοκρατικό σύστημα, μία εκτρωματική αντιγραφή απαρχαιωμένων εξουσιαστικών μηχανισμών, με βάση κατεστημένα –κομματικά και "συγγενικά δίκτυα" (φίλοι και γνωστοί), με απώτερο στόχο την ικανοποίηση των συμφερόντων των μελών του σκληρού -ιεραρχικού- πυρήνα, δηλαδή την προνομιακή επικοινωνία με το κόμμα - κράτος και την "εισπήδηση" στο κεντρικό σύστημα εξουσίας. Και φυσικά την επαγγελματική αποκατάσταση.

Η λειτουργία της συλλογικότητας υποτάσσεται στην ικανοποίηση των προσωπικών συμφερόντων, που συχνά αποτυπώνονται με πρωτόγονο τρόπο (μπράβοι, πιστολάδες, μυστικές εκλογές, καλπονοθεία κλπ.). Διαφορετικές ομάδες συμφερόντων συγκεντρώνονται γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα, συνήθως εκλεκτοί πολιτικών στελεχών που αναπαράγουν τις πολιτικές σφαίρες επιρροής στη Νεολαία, και επιδιώκουν την πρόσβαση στη νομή της εξουσίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παιδευτική λειτουργία μιας πολιτικής συλλογικότητας, η ενεργός συμμετοχή δηλαδή σε μία πολιτική κοινότητα, είναι ανύπαρκτη. Τα μέλη δεν μυούνται σε μία συγκεκριμένη στάση ήθους, πολιτικής αισθητικής, δημόσιας κριτικής, πνευματικής καλλιέργειας, δημιουργικής αυτονομίας και πολιτικής αυτοσυνειδησίας (τι εκπροσωπούμε τελικώς και γιατί). Αντιθέτως, εκπαιδεύονται στην εξουσιολαγνεία, στον χυδαίο πολιτικό παραγοντισμό, στην αυλοκολακεία, στην πολιτική υποκουλτούρα, στην ευτυχία του βολέματος και στην ψευδαίσθηση του προσωπικού κύρους.

Εραστές της λιγότερης προσπάθειας, υπερασπιστές του εύκολου βολέματος, της παράκαμψης των παραδοσιακών κριτηρίων κοινωνικής κινητικότητας (επαγγελματικό/ επιστημονικό ήθος και επάρκεια), με νοοτροπία φανατισμένου οπαδού, εθισμένοι στη συναλλαγή και τον πολιτικό αμοραλισμό και φτιασιδωμένοι πίσω από φλύαρες -ηθικές και αξιακές - ρητορείες. Άραγε, τι νόημα έχει η πίστη σε ένα σύστημα αξιών όταν δεν μετασχηματίζεται σε στάση ζωής και πολιτική πρακτική; Αυτοί που τα κάνουν αυτά προαλείφονται για μία αποκαρδιωτική πολιτική προοπτική.

*Ο Πασχάλης Αγανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, blogger (ehomosapiens) και μέλος της G700.

Wednesday, July 22, 2009

ΤΕΕ: Ο εθνικός μας νταβατζής*

Πριν από μία βδομάδα διαβάσαμε στον Τύπο ότι δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους ο Υπουργός Ανάπτυξης κύριος Χατζηδάκης με τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ κύριο Σουφλιά στο θέμα της οριστικοποίησης του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων. Ως αποτέλεσμα, έπειτα από μήνες συναπτών διαβουλεύσεων, Κ.ΕΝ.Α.Κ δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια, ο νόμος Ν3661/08 «Μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων και άλλες διατάξεις» που ενσωματώνει ύστερα από έξι χρόνια καθυστέρησης την Κοινοτική Οδηγία 2002/91/ΕΚ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, βρίσκεται στον αέρα.

Τι συμβαίνει; Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) για πολλοστή φορά επιβάλλει τη λογική του στο ΠΕΧΩΔΕ. Αφού με διάφορα τεχνάσματα καθυστέρησε επί χρόνια την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας, διότι άκουσον-άκουσον διαφωνεί με τη λογική της, τώρα επιχειρεί να συνδιαμορφώσει τον Κ.ΕΝ.Α.Κ με τρόπο που να εξασφαλίζει τα συμφέροντα της συντεχνίας, αδιαφορώντας για τη βελτίωση της ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων που είναι το ζητούμενο και ο πρωταρχικός στόχος της συγκεκριμένης ρύθμισης. Τι προσπαθεί να πετύχει ακριβώς; Τα γνωστά. Προνομιακή πρόσβαση στο νέο επαγγελματικό αντικείμενο συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής μελέτης και των Ενεργειακών επιθεωρήσεων, μη και χάσουν κανένα φράγκο κάποιοι μηχανικοί.

Ειδικότερα προκύπτουν τα εξής επιβαρυντικά δεδομένα για τη στάση του Τεχνικού Επιμελητηρίου.

α. Η παλιά γνωστή μελέτη θερμομόνωσης, την οποία μπορούν να εκπονούν μηχανικοί χωρίς διακρίσεις ειδικότητας, αντικαθίσταται από τη μελέτη ενεργειακής απόδοσης (σωστό) την οποία όμως κάποιοι μπορούν να εκπονούν και κάποιοι πάλι όχι. Προκύπτει εδώ ένα ερώτημα. Γιατί για παράδειγμα κάποιοι κλάδοι όπως οι Χημικοί Μηχανικοί, οι οποίοι θεωρητικά έχουν το απαραίτητο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, αποκλείονται από ενεργειακοί μελετητές; Μήπως επιχειρείται κλείσιμο της δουλειάς σε λίγους και "καλούς";

β. Το ίδιο συμβαίνει και με το ποιος μπορεί να γίνει Ενεργειακός Επιθεωρητής και ποιος όχι, ποιος εκπαιδεύει και ποιος πιστοποιεί. Διάφορες κατηγορίες μηχανικών, όπως οι Μηχανολογοι Μηχανικοί και Ηλεκτρολόγοι ΤΕΙ, αλλά και οι Χημικοί Μηχανικοί ΑΕΙ, καταγγέλουν ότι επιχειρείται μια αδικαιολόγητη ασφυκτική και γραφειοκρατική διαδικασία πιστοποίησης των προσόντων των ενεργειακών επιθεωρητών με σκοπό τον αποκλεισμό ειδικοτήτων και τη δημιουργία ενός μικρού σώματος επιθεωρητών που θα καρπούνται το επαγγελματικό αντικείμενο των επιθεωρήσεων.

γ. Το ΥΠΑΝ έχει προτείνει η ενεργειακή μελέτη να γίνεται με βάση τα αυστηρά Ευρωπαϊκά Πρότυπα και με μειωμένο το κόστος έκδοσης ενεργειακού πιστοποιητικού από τον Ενεργειακό Επιθεωρητή της τάξης του 1 ευρώ το τ.μ. κατ' ανώτατο όριο, αντί 2,5 ευρώ ελάχιστης αμοιβής που ήταν η αρχική πρόταση. Συγκεκριμένα σύμφωνα με δηλώσεις Χατζηδάκη στην ΠΟΜΙΔΑ, για τον Επιθεωρητή η ελάχιστη αμοιβή ορίστηκε στα 100 ευρώ για τις κατοικίες αντί 300 ευρώ που ήταν η αρχική πρόταση.

Το ΤΕΕ εδώ διαφωνεί κάθετα. Σύμφωνα με τα λόγια του Προέδρου του, "στο ΥΠΑΝ επικρατεί η λογική των αυστηρών προδιαγραφών στην εκπόνηση των επιθεωρήσεων σε συνδυασμό με τις χαμηλές αμοιβές τους. Η προδιαγραφή δηλαδή της αποτυχίας". Αντιπρότεινε έτσι ως ενδεικνυόμενη διαδικασία ενεργειακής επιθεώρησης τα κτίρια αναφοράς. Δηλαδή, την αντικειμενοποίηση των υπολογισμών σύμφωνα με την οποία ένα κτίριο Χ προδιαγραφών στην Υ γεωγραφική-κλιματική περιοχή καταναλώνει Ζ ενέργεια. Υπολογισμός μέσες άκρες δηλαδή και υψηλότερη τιμή για τον Επιθεωρητή.

Πέρα από το ότι δεν είναι κατανοητό γιατί η αμοιβή του Ενεργειακού Επιθεωρητή πρέπει να οριστεί κεντρικά με νόμο, μιλάμε για το απόλυτο νταβατζιλίκι. Που ακούστηκε να διαφωνεί κάποιος γιατί είναι ιδιαίτερα αυστηρές οι προδιαγραφές; Επιβεβαιώνεται για ακόμα μία φορά, ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι κλειστές συντεχνίες τύπου ΤΕΕ παρακωλύουν διαδικασίες και λειτουργούν ως αναδιανεμητικές συμμαχίες του δημόσιου πλούτου. Στην προκειμένη περίπτωση επιχειρούν να καρπωθούν το επαγγελματικό αντικείμενο λίγοι και εκλεκτοί, μάλιστα με δια νόμου ακριβές τιμές για τις διάφορες εργασίες, οι οποίες σημειωτέον θα εκτελούνται με πιο ελαστικές προδιαγραφές για να τελειώνουν και πιο γρήγορα.

Αντίστοιχα παραδείγματα συντεχνιακής λογικής, που παρακωλύει την ομαλή οικονομική ζωή και οδηγεί σε θεσμοθέτηση προνομίων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, συναντάμε και σε άλλους κλάδους. Κυρίως στα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα, όπου παρατηρούμε να ανθίζουν πάσης φύσεως απαιτήσεις και αχρείαστοι περιορισμοί, οι οποίοι το μόνο που καταφέρνουν είναι να αποκλείουν διάφορους κλάδους από τα επαγγελματικά αντικείμενα που υπάρχουν στην αγορά, να δυσκολεύουν την είσοδο στο επάγγελμα νέων ανθρώπων και να καθιστούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες εξαιρετικά ακριβές. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο τι συμβαίνει με τις αμοιβές των συμβολαιογράφων, τα θεσμοθετημένα ποσοστά κέρδους των φαρμακοποιών ή τις αναγκαστικές παραστάσεις και τους γεωγραφικούς περιορισμούς των δικηγόρων και θα καταλάβει. Για ένα δικαστικό πληρεξούσιο copy paste από τον Υπολογιστή του συμβολαιογράφου πληρώνεις 40 ευρώ.

Το νταβατζιλίκι όμως των εγωιστικών συμφερόντων που προκαλεί αρτηριοσκλήρωση στην οικονομία και οξύνει την κοινωνική αδικία κάποια στιγμή πρέπει να κοπεί. Το αίτημα για σπάσιμο των συντεχνιακών λογικών και άρση των διάφορων παράλογων θεσμοθετημένων απαιτήσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, είναι αίτημα αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η κυβέρνηση, βέβαια, ισχυρίζεται ότι τα κάνει όλα αυτά. Μάλιστα εδώ και αρκετές μέρες διαφημίζει ότι προωθεί το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Λέει ψέματα. Αυτό που κάνει είναι ότι ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την ευρωπαϊκή οδηγία για την ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση των υπηρεσιών από χώρα σε χώρα. Το όποιο άνοιγμα συμβεί σε ορισμένες κατηγορίες υπηρεσιών θα είναι μια παράπλευρη απώλεια αυτής της διαδικασίας. Κανείς από εμάς δεν αμφισβητεί την αξία της απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς υπηρεσιών. Το πρωταρχικό ζήτημα όμως είναι να αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη εντός της Ελλάδας. Εκεί οφείλει να εστιάσει η κυβέρνηση. Να σπάσει το κλειστό κύκλωμα ορισμένων ομάδων που ξέρουν μόνο να προωθούν τα εγωιστικά τους συμφέροντα. Θα το κάνει; Η υπόθεση του Κ.ΕΝ.Α.Κ δείχνει ότι είναι ακόμα έρμαιo των ίδιων συντεχνιών, στυλοβατών της καθυστέρησης και ταυτόχρονα προαγωγών της κοινωνικής αδικίας. Για την ώρα, ευχόμαστε στους κύριους υπουργούς καλό ξεμπέρδεμα με το ΤΕΕ. Ας θυμούνται όμως ότι ο καθένας όπως στρώνει, κοιμάται.


*Το αρχικό άρθρο άλλαξε ώστε να προστεθούν ορισμένες διευκρινήσεις και να συμπεριληφθούν ορισμένες χρήσιμες παρατηρήσεις που έκαναν οι σχολιαστές στα comments, αλλά και αρκετοί αναγνώστες του blog της G700 που ήρθαν σε επαφή μαζί μας με αφορμή το συγκεκριμένο άρθρο.

Monday, July 20, 2009

Αλλαγές ή κάλπες; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!

Ξεκίνησε την περασμένη βδομάδα μια επικοινωνιακή εκστρατεία από πλευράς κυβέρνησης με στόχο την τόνωση του μεταρρυθμιστικού της προφίλ. Η κυβέρνηση λέει, προτίθεται να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές. Θα ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα, θα αλλάξει το ασφαλιστικό, θα μεταρρυθμίσει το μισθολόγιο του δημοσίου, θα ρίξει χρήματα στην αγορά μέσω του ΕΣΠΑ, θα στηρίξει την ανάκαμψη, θα ανακουφίσει τους άνεργους. Μάλιστα, ήδη ξοδεύει κρατικό χρήμα για να διαφημίσει στον Τύπο ότι περιόρισε την ακρίβεια στα καύσιμα.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα καλοκαιρινού "μεταρρυθμιστικού" πυρετού πληθαίνουν οι φωνές στο κυβερνόν κόμμα που απορρίπτουν τις εισηγήσεις για εκλογές το φθινόπωρο και ζητούν από τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε σαρωτικές αλλαγές στην κυβέρνηση και το κόμμα πριν από τη ΔΕΘ.

Στην αντίπερα όχθη, με δεδομένο το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο, και η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία κρέμεται από μια κλωστή, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητάει επίμονα κάλπες. Την ίδια στιγμή σύσσωμο το στελεχικό του δυναμικό βρίσκεται σε κατάσταση θερινής ραστώνης κάνοντας δημιουργικές διακοπές στο Συμπόσιο της Σύμης που γίνεται στη Σκιάθο.

Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Ότι καμία εκ των δύο απαντήσεων που προσφέρουν τα δύο μεγάλα κόμματα στο δίλημμα αλλαγές ή κάλπες δεν πρόκειται να λύσει αυτόματα τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία.

Οι μεν αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση εξαντλούνται σε κάποια έκτακτα εισπρακτικά μέτρα (έκτακτη εισφορά) με μοναδική εξαίρεση την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης πολλών επαγγελματικών ομάδων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αποτελούν ένα στοιχειώδες συμμάζεμα σε πτυχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΒΑΕ). Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μέτρα μόνιμου διαρθρωτικού χαρακτήρα.

Οι δε κάλπες που ζητάει επίμονα το ΠΑΣΟΚ καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι θα οδηγήσουν σε μία κυβέρνηση ικανή να οδηγήσει το πλοίο με ασφάλεια ανάμεσα από τα κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας. Το δημοσιονομικό αδιέξοδο σε συνδυασμό με τον υποδιπλασιασμό της κατανάλωσης και το στράγγισμα της αγοράς από ρευστό είναι μόνο ορισμένα από τα πολλά και σημαντικά θέματα που θα προκαλέσουν ημικρανία στο όποιο κυβερνητικό σχήμα από την πρώτη κιόλας μέρα διακυβέρνησης. Επιπρόσθετα, η αμηχανία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ζήτημα του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων δείχνει ότι σε κομβικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα υπάρχει διάθεση για συντήρηση του status quo και ότι η κοινωνική δικαιοσύνη λογίζεται ως διατήρηση παράλογων προνομίων συγκεκριμένων συντεχνιών σε βάρος της πολλών.

Για τους νέους της γενιάς των 700 ευρώ, ακόμα και όσους δεν το αντιλαμβάνονται άμεσα διότι δεν τους καίγεται καρφί και προτιμούν τον φραπέ σε κάποια παραλία, πρόκειται για μία αδιέξοδη κατάσταση που θέτει σε ομηρία τη μελλοντική συλλογική ευημερία. Αλλαγές ή κάλπες λοιπόν; Ας ελπίσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τη γνωστή λαϊκή ρήση "μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα".

Friday, July 17, 2009

Τέλος στα κλειστά επαγγέλματα; Δυστυχώς, όχι ακόμα

Εδώ και μερικές εβδομάδες, με αποκορύφωμα αυτή που μόλις τελείωσε, «σπινάρεται» επικοινωνιακά από την κυβέρνηση, αλλά και πολλά Μέσα, ότι έπεται το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα βρισκόμαστε αρκετά μακριά από μια τέτοια θετική για την κοινωνία εξέλιξη. Τι συμβαίνει;

Οσονούπω, το οικονομικό επιτελείο καταθέτει σχέδιο νόμου σύμφωνα με το οποίο ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία η Κοινοτική Οδηγία 2006/123/ΕΚ για την απελευθέρωση των υπηρεσιών, γνωστή και ως μεταλλαγμένη Οδηγία Bolkenstein. Πρόκειται για μία κοινοτική ρύθμιση που στόχο έχει να διευκολύνει την ελεύθερη εγκατάσταση των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών από χώρα σε χώρα. Ουσιαστικά, η οδηγία των υπηρεσιών έρχεται να ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά, εξαλείφοντας όσα νομικά εμπόδια έχουν απομείνει στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών.

Υπ’ αυτή την έννοια, μιλάμε μεν για μία σημαντική στα ευρωπαϊκά χρονικά εξέλιξη (η πιο σημαντική από το 1985 σύμφωνα με τους Financial Times), δεν έχουμε όμως να κάνουμε με ένα υποχρεωτικό άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων με όρους ανταγωνισμού. Η οδηγία δεν απαιτεί την υποχρεωτική άρση των ποσοτικών, τιμολογιακών, γεωγραφικών ή άλλων περιορισμών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε μία αγορά υπηρεσιών (πχ μηχανικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι). Ζητάει, με καταληκτική ημερομηνία την 1-1-2010, την εξέταση, αναθεώρηση ή ακόμα και δικαιολόγηση, αν αυτό κριθεί σκόπιμο, των όποιων εθνικών απαιτήσεων προκύπτουν από τη νομολογία ή νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους, οι οποίες θέτουν εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών και την ελεύθερη εγκατάσταση.

Στο πλαίσιο λοιπόν της 2006/123 τίθενται οι γενικές διατάξεις για την προώθηση των δύο αυτών θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης ΕΕ και ορίζονται η έννοια της υπηρεσίας, η ακόλουθη διαδικασία απελευθέρωσης καθώς και οι προϋποθέσεις εξαίρεσης (αναγκαιότητα, αναλογικότητα, μη διάκριση). Η κυβέρνηση οφείλει στο νόμο που θα ενσωματώσει την οδηγία να ορίσει τις υπό αναθεώρηση κατηγορίες υπηρεσιών και στη συνέχεια να συντάξει διοικητική έκθεση όπου θα εξηγεί για κάθε επάγγελμα τι αλλάζει και τι όχι.

Τίθεται συνεπώς εδώ ένα ερώτημα. Ποια επαγγέλματα δεν θα συμπεριληφθούν στην απελευθέρωση; Ήδη ακούμε ότι η γελοία και κατάπτυστη, από το κράτος οριζόμενη, τιμολογιακή πρακτική των συμβολαιογράφων θα μείνει ως έχει. Έντονες αμφιβολίες υπάρχουν επίσης σχετικά με την κατάργηση των ανώτατων και κατώτατων αμοιβών δικηγόρων και μηχανικών. Θα προχωρήσει; Ήδη, στην περίπτωση των μηχανικών ακούγεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη διατήρηση περιορισμών με τη δικαιολογία της ισχυρής σεισμικότητας του ελληνικού εδάφους.

Δυστυχώς, η νέα οδηγία δίνει τη δυνατότητα για σημαντικές εθνικές παρεκκλίσεις. Η εκτίμησή μας είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τις εξαντλήσει στο έπακρο, παίρνοντας για μία ακόμη φορά το μέρος των συντεχνιών και αγνοώντας επιδεικτικά τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.

Tuesday, July 14, 2009

H G700 πραγματικότητα πλέον και στο Δημόσιο!

Είσαι νέος που σκόπευε να βρει δουλειά στο Δημόσιο; Σκέψου το ξανά! Για πολλοστή φορά, στο πλαίσιο μίας ακόμη μεταρρύθμισης, καλείσαι να θυσιαστείς για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Χτες ήταν το ασφαλιστικό, σήμερα είναι το νέο μισθολόγιο του Δημοσίου. Η κυβέρνηση, προσπαθώντας να μειώσει το έλλειμμα που η ίδια γιγάντωσε, ταΐζοντας τις ευνοημένες κοινωνικές ομάδες και την εκλογική πελατεία της στο κράτος, ανακοίνωσε πριν από μερικές βδομάδες ότι θα καταρτίσει ένα νέο ενιαίο μισθολόγιο για τους Δημόσιους Υπαλλήλους (ΔΥ). Τα εξής δύο: ένα δυσμενές μόνο για τους νεοπροσλαμβανόμενους κι ένα δεύτερο για όλους τους υπόλοιπους.

Υποτίθεται ότι ο στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να φέρει σαρωτικές αλλαγές στο υπάρχον καθεστώς, γεγονός που θα επιτρέψει τη μείωση των μισθολογικών δαπανών του δημοσίου κατά 35% τουλάχιστον. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα έχουν χαμηλότερο βασικό μισθό και λιγότερα επιδόματα, τα οποία θα είναι ίδια σε όλα τα υπουργεία. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως ακριβώς θα επιτευχθεί ο συγκεκριμένος ποσοτικός στόχος τη στιγμή που οι νεοπροσλαμβανόμενοι δεν έχουν ακόμα διοριστεί, αλλά το προσπερνάμε.

Χάριν πολιτικής ευκολίας και προς αποφυγή των όποιων αντιστάσεων οι οποίες ενδεχομένως να προκαλούνταν από μια εκτεταμένη παρέμβαση στο μισθολογικό καθεστώς του Δημοσίου, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια πάγια μεταπολιτευτική πρακτική: τη σαλαμοποίηση του προβλήματος μέσα από τη διάκριση των εργαζόμενων με βάση την ηλικία και τα χρόνια υπηρεσίας. Είσαι νέος; Θα υποστείς το κόστος της όποιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Είσαι μεσήλικας ή 50και; Τη γλίτωσες.

Το νέο μισθολόγιο δύο ταχυτήτων που προωθεί η κυβέρνηση, όχι απλώς αγνοεί τη βασική αρχή ότι όλοι οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως ηλικίας δικαιούνται ίση αμοιβή για την ίδια εργασία, αλλά έρχεται και θεσμοθετεί επισήμως αυτή τη διάκριση. Η γενιά των 700 ευρώ γίνεται πλέον πραγματικότητα και στο Δημόσιο, μολονότι αυτή τη φορά υπό καθεστώς μονιμότητας. Η γενεακή ανισότητα σε όλο της το μεγαλείο. Και χωρίς καμία οικονομική λογική.

Δε χωράει αμφιβολία ότι το μισθολογικό καθεστώς του Δημοσίου είναι πανάκριβο σε σχέση με την πραγματική παραγωγικότητα των ΔΥ, αποτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σταθερή διαχρονική πηγή εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών. Επιδοτεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις την αργομισθία, στερεί δε πόρους από κρίσιμους τομείς όπως οι δημόσιες επενδύσεις, η υγεία, η παιδεία και η δημιουργία βασικών υποδομών.

Για να συμμαζευτεί το πανάκριβο αυτό μπάχαλο, δεν αρκεί να τεμαχίσουμε το πρόβλημα στέλνοντας το λογαριασμό στο μέλλον. Πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.

Καταρχάς, να πάψουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις να το παίζουν γενναιόδωρες όταν δεν έχουν (2 δις υπολογίζουμε ότι δόθηκαν σε επιδόματα από το Νοέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο φέτος) για να τα παίρνουν πίσω το καλοκαίρι, όταν δεν τους βγαίνουν οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για τα έσοδα.

Δεύτερον, το νέο ενιαίο μισθολόγιο που θα καταρτιστεί πρέπει να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στην παραγωγικότητα και τη δημόσια προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η κάθε Υπηρεσία, και να μην αποτελεί απόρροια του εκάστοτε πολιτικού και συνδικαλιστικού συσχετισμού δύναμης εντός του κράτους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί ένας Διοικητικός Υπάλληλος της Βουλής να πληρώνεται 16 πλουσιοπάροχους μισθούς, οι δύο εκ των οποίων αφορολόγητοι, κι ένας κοινωνικός λειτουργός πρώτης γραμμής σε Νομαρχία να λαμβάνει ετήσιο εισόδημα τρεις φορές κάτω.

Τρίτον, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξορθολογισμό των μισθολογικών δαπανών, αν δεν κοπούν οι υπερωρίες μαϊμού, πράγμα που με τη σειρά του προϋποθέτει ότι σε όλες τις υπηρεσίες μπαίνει ηλεκτρονική κάρτα προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία.

Τέταρτον, πρέπει να αναθεωρηθεί, προς τα κάτω ή προς τα πάνω εξαρτάται από την περίπτωση, το ύψος και η λογική του συνόλου των επιδομάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων πρέπει στη συνέχεια να ενσωματωθούν στο μισθό και να φορολογούνται βάσει της κλίμακας και όχι αυτοτελώς.

Πέμπτον, είναι αναγκαίο επίσης να τερματιστεί η διόγκωση του αριθμού των ΔΥ και των αμειβόμενων από το κράτος, ο οποίος κυμαίνεται σήμερα σε μισό εκατομμύριο μόνιμους και άλλους τόσους συμβασιούχους, μερικά απασχολούμενους ή εργαζόμενους με stage.

Έκτον, πρέπει να περιοριστούν τα κόστη των πάσης φύσεως Επιτροπών και παραεπιτροπών όπου πλουτίζουν κάθε φορά οι κομματικοί παράγοντες.

Τελικά, πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πόσους και τι είδους Δημόσιους Υπαλλήλους -και κατ’ επέκταση τι Δημόσιο τομέα- θέλουμε σ’ αυτή τη χώρα; Κατά την άποψη μας λιγότερους σε αριθμό, καλύτερα εκπαιδευμένους, πιο αποδοτικούς στη δουλειά τους, εργασιακά ασφαλείς και καλά αμειβόμενους. Ποιους δεν θέλουμε; Τους αργόμισθους, τους αναποτελεσματικούς, τους ανεκπαίδευτους, τους αιώνια βολεμένους. Είναι καιρός λοιπόν να δούμε με σοβαρότητα το θέμα ελληνικός Δημόσιος Τομέας. Νισάφι πια με τα πενιχρά δημόσια αποτελέσματα, τη χαμηλή παραγόμενη κοινωνική αξία, την κοινωνική αδικία, την αναξιοκρατία, αλλά και την ισοπέδωση προς τα κάτω που παράγουν οι γενεακά μυωπικές πολιτικές της κυβέρνησης.

Monday, July 13, 2009

Διορισμοί Εκπαιδευτικών. Πρώτα το ρουσφέτι και μετά το ΑΣΕΠ

Της G700
Δημοσιεύτηκε στο NewsTime

Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε από το ΑΣΕΠ η έκδοση των αποτελεσμάτων του γραπτού διαγωνισμού των εκπαιδευτικών. Πολλοί από εμάς συμμετείχαν σ’ αυτόν ευελπιστώντας για μια θέση στον ήλιο της δημόσιας εκπαίδευσης, επενδύοντας μάλιστα πολύ χρόνο, κόπο και έξοδα σε μια προετοιμασία που διήρκεσε από κάποιους μήνες έως και δύο χρόνια.

Όσο όμως περνούσε ο καιρός αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως το παιχνίδι δεν είναι τόσο απλό και καθαρό όσο φαίνεται. Οι βασικές αρχές «διάβασε για να περάσεις» και «ο καλύτερος προηγείται» δεν εφαρμόζονται στο σύνολο των περιπτώσεων αλλά ισχύουν μονάχα για μια μειοψηφία που διαρκώς συρρικνώνεται. Τι εννοούμε; Ότι από τις 6.300 μόνιμες θέσεις που θα καλυφθούν το σχολικό έτος 2009-2010 μονάχα οι 2.536 θα καλυφθούν μέσω ΑΣΕΠ. Όλες οι υπόλοιπες έχουν αφαιρεθεί από τη δικαιοδοσία της ανεξάρτητης αρχής με διάφορα νομοθετήματα, τα οποία εννοείται ότι διαρκώς αυξάνονται και πληθύνονται.

Δεν είναι πια μονάχα η περίφημη επετηρίδα, η οποία εννοείται ότι ζει και βασιλεύει καλύπτοντας 40 μόνιμες θέσεις για κάθε 60 που καλύπτονται μέσω ΑΣΕΠ. Είναι όλο εκείνο το πλέγμα των αδιαφανών ρυθμίσεων, που κορυφώθηκε με τον πρόσφατο νόμο 3687/2008, που ενθαρρύνουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο το ρουσφέτι και τη λογική του βολέματος στο δημόσιο.

Σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους λοιπόν όσοι εκπαιδευτικοί διαθέτουν περισσότερους από 30 μήνες προϋπηρεσίας δικαιούνται να διοριστούν σε μόνιμες θέσεις εντός πενταετίας, γεγονός το οποίο ισχύει και για όσους διαθέτουν 24 μήνες προϋπηρεσίας και έχουν πιάσει τη βάση σε οποιονδήποτε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι πλέον, μετά τον τελευταίο νόμο, ως προϋπηρεσία προσμετράται και η διδασκαλία στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας όπου οι προσλήψεις γίνονται εκτός ΑΣΕΠ και εκτός πινάκων αναπληρωτών, δηλαδή ξεκάθαρα με μέσον.

Και βέβαια συνεχίζει πάντοτε να ισχύει και το απολύτως παράλογο: όσοι εκπαιδευτικοί απολύονται από την ιδιωτική εκπαίδευση προσλαμβάνονται αυτομάτως στη δημόσια. Δηλαδή αυτοί που κρίνονται ανεπαρκείς στα ιδιωτικά σχολεία διορίζονται κατά προτεραιότητα στα δημόσια! Η καταφανώς παράλογη αυτή ρύθμιση είναι φανερό ότι συντηρεί χρόνια τώρα μια ολόκληρη φάμπρικα διορισμού και μονιμοποίησης ημετέρων. Αξίζει να σημειωθεί πως μονάχα για το προσεχές σχολικό έτος αναμένεται να διοριστούν με τον τρόπο αυτό 100 περίπου εκπαιδευτικοί.

Τέλος, έχουμε την κορωνίδα όλων των ρυθμίσεων: την απόλυτη προτεραιότητα των πολυτέκνων. Στην Ελλάδα δε χρειάζεται να είσαι μορφωμένος και επαρκής για να διδάξεις· αρκεί να είσαι καρπερός. Αν καταφέρεις να κερδίσεις με τον ιδρώτα σου τον τίτλο του πολυτέκνου δε σε σταματά κανείς. Διορίζεσαι κατά απόλυτη προτεραιότητα όπου εσύ επιθυμείς.

Είναι σαφές πως η στελέχωση της δημόσιας ελληνικής εκπαίδευσης δεν γίνεται από τους καλύτερους. Το πελατειακό σύστημα συνεχίζει να νέμεται το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας και οι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ φαίνεται πως αποτελούν πλέον απλώς ένα άλλοθι προκειμένου οι ημέτεροι να βολεύονται χωρίς πολλές ενοχλήσεις από εκείνους που δεν έχουν μπάρμπα στην Κορώνη. Και το ζήτημα είναι πως τα πράγματα δεν είναι απλώς άσχημα, αλλά γίνονται διαρκώς χειρότερα: η επετηρίδα όχι μόνο δεν καταργήθηκε με τα χρόνια, αλλά έφτασε να καλύπτει το 40% των συνολικών θέσεων έναντι 25% που είχε θεσμοθετηθεί αρχικά, ενώ το γαϊτανάκι των πρόσθετων κατηγοριών, που αντιστοιχούν σε διορισμούς πέρα από κάθε έλεγχο και ποσόστωση σε σχέση με τους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, αυξάνεται σταθερά.

Δυστυχώς η αποτίμηση της όλης κατάστασης δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Το παιχνίδι είναι σε μεγάλο βαθμό στημένο. Η αδιαφάνεια και η επετηρίδα καταλαμβάνουν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της πίτας. Η Ελλάδα της νέας χιλιετίας επιλέγει ξεκάθαρα όχι τους καλύτερους αλλά τους ημέτερους και τους γηραιότερους.

Friday, July 10, 2009

Πληθυσμιακή γήρανση. Μία βραδυφλεγής βόμβα

Του Economist
A survey of aging populations: A slow burning fuse
Μετάφραση από την ομάδα της G700

Σταματήστε για μία στιγμή να σκέφτεστε τη βαθιά ύφεση που πλήττει τον πλανήτη, τα πακέτα διάσωσης τρισεκατομμυρίων δολαρίων και τις χαμένες θέσεις εργασίας που συνεχώς αυξάνονται. Αντιθέτως, αναλογιστείτε την προοπτική μιας μελλοντικής αναιμικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με μία εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα, αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες και ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Αυτά είναι τα προβλήματα που αναμένεται ν’ αντιμετωπίσουν οι γηράσκουσες κοινωνίες μας στο μέλλον. Εάν σας ακούγονται λίγα ή σας φαίνονται ήσσονος σημασίας ζητήματα, σκεφτείτε το ξανά.

Όταν, πριν από έναν ακριβώς μήνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προσπάθησε να υπολογίσει τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, βρήκε ότι το οικονομικό της κόστος είναι τεράστιο. Οι δημοσιονομικές θέσεις των G20 είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες εντός του 2009. Εκτιμώντας, όμως, το συνολικό οικονομικό βάρος της γήρανσης του πληθυσμού το 2050, διαπίστωσε ότι «για τις ανεπτυγμένες χώρες το δημοσιονομικό βάρος της κρίσης ανέρχεται σε μόλις 10% του συνόλου των δαπανών που απαιτούνται λόγω της σταδιακής γήρανσης των κοινωνιών τους». Το υπόλοιπο 90% αφορά σε επιπρόσθετες δαπάνες για συντάξεις, υγεία και φροντίδα των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας.

Ο πληθυσμός των πλούσιων χωρών του πλανήτη γερνάει με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό. Οι φτωχοί ακολουθούν κατά πόδας. Βρίσκονται μόλις μερικές δεκαετίες πίσω. Σύμφωνα με τη διετή Έκθεση Δημογραφικών Εκτιμήσεων που εκδίδει ο ΟΗΕ, το 2050 η μέση ηλικία όλων των χωρών του πλανήτη αναμένεται να ανέλθει από τα 29 στα 38 έτη. Σήμερα, μόλις το 11% από τα 6,9 εκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη, υπερβαίνουν σε ηλικία τα 60 έτη. Σύμφωνα με τη βασική εκτίμηση του ΟΗΕ, μέχρι το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει φτάσει στο 22% (σε ένα συνολικό πληθυσμό 9 δισεκατομμυρίων) και στις ανεπτυγμένες χώρες το 33% (βλ. Πίνακα 2). Για να το πούμε πιο απλά, στον ανεπτυγμένο κόσμο το 2050 ένας στους τρεις θα είναι συνταξιούχος. Σχεδόν ένας στους δέκα θα είναι ηλικίας άνω των 80 ετών.


Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία σταδιακή, πλην όμως ασταμάτητη εξέλιξη, η οποία εν καιρώ θα έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Μέχρι στιγμής, είναι ελάχιστες οι χώρες οι οποίες διαθέτουν ήδη μεγάλους πληθυσμούς ηλικιωμένων και οι οποίες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της πληθυσμιακής γήρανσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις το εργατικό δυναμικό μόλις πρόσφατα ξεκίνησε να συρρικνώνεται και ο αριθμός των ηλικιωμένων να αυξάνεται. Μέχρι το 2020, όμως, η γήρανση θα είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Διατηρώντας μια μικρή επιφύλαξη στην περίπτωση που συμβεί κάποια τεράστια φυσική ή ανθρώπινη καταστροφή, οι δημογραφικές αλλαγές είναι πολύ πιο βέβαιο ότι θα συμβούν σε σύγκριση με άλλες μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όπως για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή. Κάθε ένας από τους 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους άνω των 60 το 2050 έχει ήδη γεννηθεί.

Τα αίτια της πληθυσμιακής γήρανσης

Τι είναι αυτό που προκαλεί την πληθυσμιακή γήρανση; Δύο μακροχρόνια αίτια καθώς και η προσωρινή επίδραση της πληθυσμιακής έκρηξης του babyboom θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως κυρίαρχες τάσεις στα στατιστικά σχεδιαγράμματα για τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Το πρώτο μεγάλο αίτιο αφορά στο γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και κατέστη η νέα δημογραφική πραγματικότητα. Το 1900 το μέσο προσδόκιμο ζωής στον πλανήτη ήταν τα 30 έτη και στις ανεπτυγμένες χώρες λίγο κάτω από τα 50. Σήμερα είναι 67 και 78 έτη αντίστοιχα και ακόμα αυξάνονται. Σε πείσμα της όλης συζήτησης για την επερχόμενη «κρίση γήρανσης των πληθυσμών», η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι σίγουρα κάτι για το οποίο πρέπει να αισθανόμαστε ευγνώμονες. Ειδικά σήμερα που οι ηλικιωμένοι παραμένουν υγιείς, σε καλή κατάσταση και δραστήριοι για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν.

Το δεύτερο και πολύ πιο σημαντικό αίτιο της διαδικασίας πληθυσμιακής γήρανσης είναι το γεγονός ότι οι σημερινοί άνθρωποι γεννάνε πολύ λιγότερο με αποτέλεσμα οι νεότερες ηλικιακές ομάδες να είναι πολύ μικρές σε μέγεθος για να μπορέσουν να εξισορροπήσουν το αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων. Η συγκεκριμένη δημογραφική τάση προέκυψε πιο αργά συγκριτικά με την τάση για μακροζωία, πρώτα στις ανεπτυγμένες χώρες και πλέον αφορά και στις φτωχότερες χώρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 οι γυναίκες ανά τον πλανήτη γεννούσαν μέσο όρο 4,3 παιδιά η κάθε μία. Ο σημερινός παγκόσμιος μέσος όρος είναι 2,6, με τις ανεπτυγμένες να βρίσκονται στο 1,6. Ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι μέχρι το 2050 ο μέσος όρος γεννητικότητας του πλανήτη θα έχει πέσει σε μόλις δύο παιδιά με αποτέλεσμα στα μέσα του αιώνα ο πληθυσμός της γης να ξεκινήσει σταδιακά να αποκλιμακώνεται. Σε ορισμένες χώρες παρατηρείται ήδη συρρίκνωση του πληθυσμού. Ανάλογα με την άποψη που έχει ο καθένας αυτό μπορεί να αποτελεί μια θετική ή αρνητική εξέλιξη, σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η προσωρινή πληθυσμιακή έκρηξη του baby boom, η οποία συνέβη στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διόγκωσε τις συνέπειες της χαμηλής γεννητικότητας και της υψηλής μακροζωίας. Η περίοδος της μεταπολεμικής πληθυσμιακής έκρηξης διαφέρει από χώρα σε χώρα ωστόσο στις ΗΠΑ, όπου η συγκεκριμένη δημογραφική εξέλιξη υπήρξε πιο ισχυρή, υπολογίζεται ότι καλύπτει τα πρώτα είκοσι χρόνια μετά το 1945. Κατά την περίοδο αυτή γεννήθηκαν περίπου 80 εκατομμύρια Αμερικανοί. Οι πρώτοι έχουν ήδη βγει στη σύνταξη. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια οι babyboomers θα διογκώσουν τον αριθμό των συνταξιούχων, εξέλιξη η οποία θα οδηγήσει σε μείωση του εργατικού δυναμικού παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Ως συνήθως, ο στατιστικοί μέσοι όροι κρύβουν πολλές φορές ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές οι οποίες υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη. Στις πιο πλούσιες χώρες της Ασίας, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν οι πληθυσμοί είναι ήδη γερασμένοι και θα συνεχίσουν να γερνάνε με αμείωτη ταχύτητα. Η Ευρώπη χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, για παράδειγμα, διαθέτουν μικρά οικογενειακά μεγέθη και γερνάνε με γρήγορους ρυθμούς. Αντιθέτως, η Γαλλία, η Βρετανία και οι περισσότερες Σκανδιναβικές χώρες έχουν περισσότερα παιδιά. Στην Ανατολική Ευρώπη και ειδικά τη Ρωσία, ο ρυθμός γεννήσεων είναι πολύ χαμηλός, όμως ταυτόχρονα και το προσδόκιμο ζωής έχει πέσει πολύ. Η Αμερική, χάρη στη σταθερή γεννητικότητα και την υψηλή μετανάστευση, αναμένεται να είναι ακόμα σχετικά νέα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα.

Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες δε χρειάζεται ν’ ανησυχούν για την πληθυσμιακή γήρανση. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Παρά το γεγονός ότι οι γεννήσεις έχουν πέσει κατά πολύ, οι πληθυσμοί είναι ακόμα νέοι και θα παραμείνουν έτσι για μερικές ακόμα δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιοχές το AIDS έχει οδηγήσει στο θάνατο πολλούς οικονομικά ενεργούς ενεργούς ενήλικες. Μακροπρόθεσμα όμως εκτιμάται ότι οι ίδιοι παράγοντες –λιγότερες γεννήσεις και μακροζωία- θα οδηγήσουν και τις αναπτυσσόμενες χώρες στο δρόμο της πληθυσμιακής γήρανσης. Ήδη έχουν 490 εκατομμύρια κατοίκους άνω των 60, αριθμός ο οποίος αναμένεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2050. Δεδομένου ότι οι περισσότερες φτωχές χώρες δε διαθέτουν κράτος πρόνοιας και κανενός είδους κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, θα είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν αυτά τα μεγέθη.

Η μοναδική από τις αναπτυσσόμενες χώρες που γερνάει γρήγορα είναι η Κίνα. Κυρίως, επειδή τα τελευταία τριάντα χρόνια διατήρησε σφιχτούς περιορισμούς στην αύξηση του πληθυσμού της. Μπορεί να μην κατάφερε να πραγματοποιήσει πλήρως την «πολιτική του ενός παιδιού», όπως είθισται να αποκαλείται - ο μέσος όρος παιδιών ανά γυναίκα στην Κίνα είναι κοντά στο δύο-, όμως οι συγκεκριμένοι περιορισμοί υπήρξαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί στο να σταθεροποιηθεί συνολικά ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Κίνας θα φτάσει τα 1,46 δισεκατομμύρια το 2030 και έκτοτε θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται σταδιακά. Το πρόβλημα με την Κίνα είναι ότι παρά την κολοσσιαία ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών, απέχει πολύ από το να θεωρείται πλούσια, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχει πρόβλημα να απορροφήσει το κόστος που προκαλεί η ραγδαία πληθυσμιακή γήρανση.

Λιγότερα χέρια, σκληρότερη δουλειά

Σύμφωνα με τη μακροοικονομική θεωρία οι χώρες που αντιμετωπίζουν έντονα το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης έχουν αυξημένες πιθανότητες να μπουν σε τροχιά αναιμικής ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλες, στην πληθυσμιακή σύνθεση των οποίων κυριαρχούν οι νέοι. Όσο όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται και όλο και λιγότεροι νέοι τους αντικαθιστούν, το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή μειώνεται, εκτός και αν αυξηθεί η παραγωγικότητα με πολύ ταχύτερο ρυθμό. Όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι οι εργαζόμενοι στο μέλλον θα είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτερης ηλικίας, ίσως πρέπει να περιμένουμε ότι θα είναι και λιγότερο παραγωγικοί.

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ο λόγος εργαζόμενων-συνταξιούχων θα επιδεινωθεί δραματικά εις βάρος των εργαζόμενων μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Στην Ιαπωνία για παράδειγμα, η οποία αυτή τη στιγμή διαθέτει 3 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο –ήδη ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως- ο λόγος θα υποδιπλασιαστεί μέχρι το 2050. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα μια και θα είναι λιγότερα τα παιδιά που θέλουν φροντίδα. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα παιδιά κοστίζουν λιγότερο από τους ηλικιωμένους και το συνολικό οικονομικό βάρος για την κοινωνία θα είναι μεγαλύτερο σε σχέση με σήμερα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο ΟΟΣΑ υπολόγισε ότι στις επόμενες τρεις δεκαετίες η μείωση του εργατικού δυναμικού που αφορά αποκλειστικά στη διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης δυνητικά θα μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη των κρατών μελών του κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες.

Η πληθυσμιακή γήρανση θα επηρεάσει επίσης τις χρηματοοικονομικές αγορές. Σύμφωνα με την "υπόθεση κύκλου ζωής για την αποταμίευση " (life cycle savings theory), που ανέπτυξαν οι Franco Modigliani και Richard Brumberg (1950), οι άνθρωποι προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατανάλωση στη διάρκεια της ζωής τους, ξοδεύοντας περισσότερο όταν είναι νέοι και ηλικιωμένοι και αποταμιεύοντας περισσότερο στις μέσες ηλικίες. Ως εκ τούτου, όσο οι πληθυσμοί γερνάνε, η συνολική αποταμίευση στην οικονομία μειώνεται, με τα πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία να ρευστοποιούνται. Το γεγονός αυτό έχει κάνει πολλούς να ανησυχούν για το ενδεχόμενο κατάρρευσης των τιμών των πάσης φύσεως assets, δεδομένου ότι πολλοί ίσως σπεύσουν να προβούν σε μαζικές πωλήσεις. Όμως, μια σειρά επιστημονικών ερευνών έχει δείξει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν το σενάριο αυτό. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας στις ΗΠΑ πράγματι αποταμιεύουν λιγότερο, όμως στο σύνολό τους όχι πολύ λιγότερο από τους μεσήλικες.

Ο James Poterba, καθηγητής Οικονομίας στο ΜΙΤ, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τρία είδη νοικοκυριών με συνταξιούχους στις ΗΠΑ: α) τα πιο φτωχά, περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου, τα οποία θα διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσής τους με τη βοήθεια της Social Security και της Medicare ακόμα και αν έχουν λιγότερες αποταμιεύσεις, β) το πλουσιότερο 10-15% το οποίο έχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και πλούτο και κατά πάσα πιθανότητα δε θα χρειαστεί να προβεί σε ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, γ) η μεγάλη πλειοψηφία των μεσαίων στρωμάτων η οποία είναι υποχρεωμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις για να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να βασιστεί στις δικές της πενιχρές πολύ συχνά αποταμιεύσεις.

Για τα δημόσια οικονομικά, η πληθυσμιακή γήρανση αποτελεί τεράστιο πονοκέφαλο. Σε χώρες όπου οι δημόσιες συντάξεις αποτελούν τη βασική πηγή εισοδήματος για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, είναι δεδομένο ότι αυτές θα απαιτήσουν μεγαλύτερο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού ή θα πρέπει να γίνουν λιγότερο γενναιόδωρες, εξέλιξη βέβαια που θα συναντήσει μεγάλη κοινωνική και πολιτική αντίσταση - οι ηλικιωμένοι άλλωστε έχουν την τάση να προσέρχονται μαζικά στις κάλπες σε αντίθεση με τους νέους οι οποίοι είθισται να απέχουν. Οι δαπάνες για την υγεία επίσης, οι οποίες στις περισσότερες χώρες έχουν ήδη εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη, είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς όσο οι ασθενείς μεγαλώνουν σε ηλικία. Δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει μια τεράστια αύξηση των ατόμων ηλικίας άνω των 80, είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθούν περισσότεροι πόροι, και πολύ σκέψη, ώστε να μπορέσουν οι κοινωνίες μας να παράσχουν μακροχρόνια φροντίδα σε όσους την έχουν ανάγκη.

Τι μπορεί να γίνει; Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης καθιστούν ακόμα πιο αναγκαία τη μεταρρύθμιση των συστημάτων συντάξεων και υγείας. Οι κάτοικοι των πιο πλούσιων χωρών πρέπει να αποθαρρυνθούν από την ιδέα ότι οι κρατικές συντάξεις θα γίνονται όλο και πιο γενναιόδωρες με την πάροδο του χρόνου και η κρατικά παρεχόμενη υγεία περισσότερο περιεκτική. Δεδομένου ότι όλοι ζουν περισσότερο, στην πλειονότητά τους σε καλή κατάσταση υγείας, θα πρέπει να αποδεχτούν να δουλεύουν και περισσότερο, και οι συντάξεις τους να είναι μικρότερες.

Τίθεται τελικά ένα ερώτημα: η κρίση θα ενθαρρύνει τις όποιες αλλαγές ή θα τις καταστήσει πιο δύσκολες; Όσοι αισθάνονται μη προνομιούχοι, πολύ φυσιολογικά θα σκεφτούν ότι η κυβέρνηση οφείλει να πράξει περισσότερα για την ευημερία τους και όχι λιγότερα. Από την άλλη μεριά πολλοί ισχυρίζονται ότι μια και τα πάντα βρίσκονται υπό αναθεώρηση, οι όποιες αλλαγές ίσως είναι πολύ πιο εύκολο να προωθηθούν. Αναφέρονται δε τακτικά σε μία φράση του Ομπάμα «ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη».

Wednesday, July 8, 2009

IB: Πιάσαμε χρυσάφι και το κάναμε κάρβουνο

Της G700
Δημοσιεύτηκε στο Newstime

Το Διεθνές Απολυτήριο (International Baccalaureate) είναι αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα συστήματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον κόσμο. Ο διετής κολεγιακός χαρακτήρας των σπουδών, η ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού και οι καλές υποδομές των σχολείων, ο διεθνής του προσανατολισμός, η έμφαση στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και η διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων ως ξεχωριστών επιστημονικών πεδίων όπου σημασία δίνεται στη μεθοδολογία απόκτησης της γνώσης και όχι στην παπαγαλία κονσερβοποιημένων διδακτικών συγγραμμάτων, αποδεικνύουν περίτρανα ότι πρόκειται για ένα ξεχωριστό Λύκειο - πρότυπο. Τα καλύτερα πανεπιστήμια στον πλανήτη πιστοποιούν του λόγου το αληθές, αποδεχόμενα κάθε χρόνο στις τάξεις τους πλήθος αποφοίτων του IB. Εμείς σαν G700 έχουμε προτείνει στο παρελθόν τη μεταρρύθμιση του ελληνικού Λυκείου στα πρότυπα του Διεθνούς Απολυτηρίου.

Κι όμως, ένας Έλληνας απατεώνας κατάφερε να ξεφτιλίσει ένα θεσμό που λειτουργεί επιτυχώς χωρίς προβλήματα εδώ και σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ένα θεσμό στα προγράμματά του οποίου έχουν ενταχθεί 2.703 σχολεία (11 στην Ελλάδα) από 138 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο και τα παρακολουθούν 738.000 μαθητές. Σύμφωνα με όσα μαθαίνουμε παρακολουθώντας τα Μέσα, πρόκειται για έναν πρώην καθηγητή (στέλεχος;) ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου στην περιοχή της Αττικής, που είχε κάποιου είδους «σχέση» με την έδρα του διεθνούς μη κερδοσκοπικού οργανισμού (Ιnternational Βaccalaureate Οrganization- ΙΒΟ) Ι.Β.Ο. στη Γενεύη. Ο εν λόγω «κύριος» πούλαγε ουσιαστικά τα θέματα στους μαθητές του επίμαχου σχολείου. Μάλιστα, άκουσον - άκουσον, λέγεται ότι υπήρχε και φροντιστήριο το οποίο είχε πάρει τα θέματα και έκανε σχετική προετοιμασία πάνω σ’ αυτά, φυσικά με το αζημίωτο. Όταν η απάτη αποκαλύφθηκε, ο IBO ενημέρωσε τους ιδιοκτήτες των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων ότι τα αποτελέσματα που αφορούν τη χώρα μας προς το παρόν «παγώνουν» για λόγους ασφαλείας.

Βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με τρία πράγματα. Καταρχάς, και πάνω απ’ όλα, το κακώς εννοούμενο ελληνικό «δαιμόνιο». Το συνδυασμό πονηριάς, θράσους, φιλαργυρίας και υπέρμετρης φιλοδοξίας, προσωποποιημένου σε έναν άνθρωπο που βρήκε την τρύπα στο σύστημα και την εκμεταλλεύτηκε για ίδιον όφελος. Δεύτερον, την πίεση που αναπτύσσεται στους κόλπους μιας νεοελληνικής ελίτ, στην πλειονότητά της νεοπλουτίστικης, για ένταξη των παιδιών ακόμα και των ανεπρόκοπων, στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου εδώ και τώρα. Με όποιο τίμημα και ανεξάρτητα από τις δυνατότητες του κάθε μαθητή. Τρίτον, δεδομένου ότι παρόμοια διαρροή θεμάτων υπήρξε στο παρελθόν στο Μεξικό με αποτέλεσμα την ακύρωση των εξετάσεων εκείνης της χρονιάς σε όλη τη χώρα, είναι προφανές ότι τρύπες στο σύστημα της κατανομής των θεμάτων υπάρχουν. Έτσι, κάποιοι επιτήδειοι, ως άλλοι Μέιντοφ, βρίσκουν τη δυνατότητα να τις εκμεταλλευτούν.

Υπό τη σκιά αυτού του σκανδάλου, το οποίο μας έκανε ρόμπα διεθνώς, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Ελλάδος (ΟΙΕΛΕ) κ. Μιχ.Κουρουτός δήλωσε ότι «η εκχώρηση του δικαιώματος της εκπαίδευσης σε ιδιώτες συνιστά μια ιδιαίτερα ευαίσθητη υπόθεση η οποία δυστυχώς δεν έχει γίνει κατανοητή από πολλούς, με συνέπεια να αποτελεί για την ελληνική κοινωνία τραυματική εμπειρία». Η άποψη αυτή μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

Όμως, κι επειδή πολλοί θα σπεύσουν με περισσή εμπάθεια και χαιρεκακία να τσουβαλιάσουν το ΙΒ με το γενικότερο τοπίο και τις παθογένειες της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ζητώντας σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερο έλεγχο από το ελληνικό κράτος, καλό είναι να στρέψουν τα βέλη τους εκεί όπου πράγματι υπάρχει σοβαρό διαχρονικό πρόβλημα ουσιαστικού ελέγχου και ασυδοσίας, αλλά και μεγάλο έλλειμμα ποιότητας. Στα διάφορα δηλαδή εκπαιδευτήρια της πλάκας, αλλά και τη δημόσια εκπαίδευση η οποία φυτοζωεί και στην οποία οι περισσότεροι εξ’ αυτών που σήμερα έμειναν με το στόμα ανοιχτό δεν θα έστελναν το παιδί τους ούτε μία μέρα.

Στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα ΙΒ πανευρωπαϊκά, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από τις σχολικές επιδόσεις στις ετήσιες πλανητικές εξετάσεις που διοργανώνονται κάθε χρόνο τέλη Μαΐου, όσο και από την εισαγωγή πολλών μαθητών σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια του πλανήτη, αλλά και η μετέπειτα πορεία τους σ’ αυτά.

Κάτω τα χέρια από το ΙΒ λοιπόν. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αφεθεί ο ΙΒΟ να κάνει τη δουλειά του, όπως πολύ καλά γνωρίζει. Μακάρι να βρεθεί φόρμουλα, ώστε η πλειονότητα των σχολείων που δε συμμετείχαν στην κομπίνα του Έλληνα Μέιντοφ να βαθμολογηθούν κανονικά και οι μαθητές τους να προχωρήσουν απρόσκοπτα στα πανεπιστήμια στα οποία έχουν κάνει αιτήσεις και από τα οποία έχουν πάρει προσφορές. Ομολογουμένως ένα μάλλον μη ρεαλιστικό σενάριο, δεδομένου ότι o ΙΒΟ δύσκολα θα επιτρέψει να κηλιδωθεί η αξιοπιστία του στην παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα και ίσως εμμείνει στην ακύρωση όλων των εξετάσεων στην Ελλάδα. Δυστυχώς, καταφέραμε για μία ακόμη φορά να τα κάνουμε θάλασσα. Πιάσαμε χρυσάφι και το κάναμε κάρβουνο.

Monday, July 6, 2009

Διαρθρωτικές αλλαγές της πλάκας. Αφήστε του νέους να κουρεύονται.

Παρακολουθώντας τις διαφημίσεις για την αντικατάσταση παλιών κλιματιστικών με επιδότηση από το ΕΣΠΑ, και συνδυάζοντάς την εικόνα αυτού του δήθεν φιλολαϊκού μέτρου με τις προθέσεις της κυβέρνησης για «διαρθρωτικές» αλλαγές το Φθινόπωρο, στην πραγματικότητα ψιλοπαρεμβάσεις εισπρακτικού χαρακτήρα στο ασφαλιστικό, τους μισθούς και την εργασία οι οποίες θα πλήξουν τους νέους, δεν μπορέσαμε παρά να αναρωτηθούμε, αν όλα αυτά τα χρόνια έχει γίνει κάτι που να ευνοεί τη γενιά των 700 ευρώ στην Ελλάδα, αν υπάρχει καν πρόθεση να γίνει κάτι στο μέλλον ή αν απλώς το πολιτικό σύστημα κι εν προκειμένω η κυβέρνηση ψαρεύει ψηφοφόρους στα θολά νερά της εκάστοτε πολιτικής μόδας.

Δε χρειάζεται δεύτερη σκέψη. Όχι μόνο δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, όχι μόνο πρόθεση να γίνει κάτι δεν υπάρχει, αλλά αντιθέτως λαμβάνονται όλα εκείνα τα μέτρα που καθιστούν τη νέα γενιά «γενιά-Ιφιγένεια». Με τους νέους να θυσιάζονται στο βωμό της προσωρινής επιβίωσης του υπάρχοντος μεταπολιτευτικού οικονομικού status quo. Πέρυσι, ζήσαμε τη φορολόγηση του ελεύθερου επαγγελματία, στην πλειονότητα των περιπτώσεων του μισθωτού με το μπλοκάκι, με την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 10,500 ευρώ. Λες κι από εκεί θα βρίσκονταν τα φορολογικά έσοδα τα οποία σημειωτέον υπολείπονται 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τώρα μας προϊδεάζουν για επιδείνωση του μισθολογικού καθεστώτος των νεοεισερχόμενων στο δημόσιο με μείωση του βασικού μισθού καθώς και νέα επιδείνωση των όρων ασφάλισης με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και κατάργηση, σκανδαλωδών ομολογουμένως, ρυθμίσεων αλλά μόνο για όσους πρωτάρηδες εισέρχονται στο σύστημα. Ταυτόχρονα, διάφορες γελοιότητες, όπως η μείωση του φόρου ταξινόμησης στα ΙΧ, βαφτίστηκαν πριν από μερικούς μήνες μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης δια της τόνωσης της κατανάλωσης και του εμπορίου, ενώ η αντικατάσταση του κλιματιστικού με επιδότηση του δημοσίου ανάγεται σε μείζον μέτρο προώθησης της πράσινης ανάπτυξης.

Διαρθρωτικές αλλαγές της πλάκας. Πλήρης αδιαφορία για τη γενιά των 700 ευρώ.

Μέχρι στιγμής, λέξη δεν έχει ακουστεί για την ουσία των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια η ελληνική οικονομία. Προβλήματα, η διαιώνιση των οποίων διογκώνει την κοινωνική αδικία και αυξάνει τη γενεακή ανισότητα στο μέγιστο βαθμό, δημιουργώντας το φαινόμενο της γενιάς των 700 ευρώ. Ποια είναι αυτά; Η πλήρης απαξίωση της εργασίας με το ποσοστό του ΑΕΠ που αναλογεί σε εισόδημα από μισθούς να έχει πέσει στο 35%. Το δημοσιονομικό που καίει τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και των μεσομακροπρόθεσμων δαπανών, καθιστώντας την Ελλάδα τεχνικά χρεοκοπημένη χώρα, η οποία για να σωθεί θυσιάζει τα παιδιά της στέλνοντας τη λυπητερή στο μέλλον. Το ασφαλιστικό σύστημα που αν δεν αλλάξει ριζικά θα βουλιάξει, παρασύροντας τους νέους και τις μελλοντικές γενιές στον πάτο του πηγαδιού.

Ψελλίζονται μόνο κάτι μισόλογα για δήθεν «διαρθρωτικές» αλλαγές σαν αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ας μην κοροϊδευόμαστε, η κατάργηση των Βαρέων και Ανθυγιεινών για όλους τους νέους ασφαλισμένους σε ορισμένες μόνο επαγγελματικές κατηγορίες, όπως ακούγεται, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται παρέμβαση μείζονος σημασίας που θα αλαφρύνει το σύστημα από τα βάρη. Το αναλογιστικό έλλειμμα ολόκληρου του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) μόνο για τον κλάδο κύριας σύνταξης, εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 337 δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 153% του ελληνικού ΑΕΠ.

Απαιτούνται πολιτικές ρηξικέλευθες που αντιμετωπίζουν συνολικά τις μεγάλες προκλήσεις που μας θέτουν η γήρανση του πληθυσμού, το οικολογικό ζήτημα, η κοινωνία της υπερκατανάλωσης και η απαξίωση των συλλογικών αγαθών. Δυστυχώς, τέτοιες προσεγγίσεις, όπως για παράδειγμα η μετάβαση σε ένα μεικτό σύστημα συντάξεων, απορρίπτονται είτε ως ακατόρθωτες είτε ως ανούσιες ή ως ήσσονος σημασίας προτεραιότητες με τη γνωστή μάλιστα αλαζονική υπεροψία που χαρακτηρίζει την εκάστοτε εξουσία.

Είναι τραγικό. Ζούμε αυτή τη στιγμή μια πρωτοφανή πλανητική οικονομική κρίση, η οποία έχει επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και την Ελλάδα. Έχουμε μπροστά μας μια τεράστια ευκαιρία να αναδιοργανώσουμε πλήρως τις οικονομικές μας δομές. Να μετατρέψουμε έτσι τη γενιά των 700 ευρώ από ένα συνοθύλευμα αποθαρρυμένων εργατών γνώσης και ανυπόμονων παρασιτικών καταναλωτών σε φιλόδοξους δημιουργούς του μέλλοντος τους. Θα την κλωτσήσουμε;

Thursday, July 2, 2009

Αποπληθωρισμός ante portas

Για πρώτη φορά στην ιστορία ο πληθωρισμός της ευρωζώνης πέρασε σε αρνητικό πρόσημο. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) οι τιμές καταναλωτή τον περασμένο μήνα ήταν 0,1% χαμηλότερες από τον Ιούνιο του 2008.

Το φαινόμενο δεν είναι ευρωπαϊκό. Και στις ΗΠΑ οι τιμές καταναλωτή βούτηξαν κατά 1,3% επί ετήσιας βάσης τον Μάιο, με συνέπεια το κόστος διαβίωσης να πέσει τους τελευταίους 12 μήνες στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1950.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, και δεδομένου του κύματος ακρίβειας που πλήττει την ελληνική αγορά εδώ και 7 περίπου χρόνια, ειδικά οι νέοι της γενιάς των 700 ευρώ και οι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα θα έπρεπε να πανηγυρίζουν. Ή μήπως όχι;

Καταρχάς, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα όλοι ξέρουμε ότι οι τιμές σε μια σειρά βασικών προϊόντων και υπηρεσιών βρίσκονται ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει ο ΟΟΣΑ μαζί με τη Eurostat έχουμε το 4ο ακριβότερο καλάθι τροφίμων στην ΕΕ, ενώ η τιμή της βενζίνης παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα κυρίως λόγω των διαχρονικά πολύ υψηλών τιμών διυλιστηρίου σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα ο δομικός πληθωρισμός, εξακολουθεί να επιβαρύνεται από τις αυξήσεις των τιμών των μη εμπορεύσιμων προϊόντων, δηλαδή των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών που δεν αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό, όπως: νοσοκομειακή περίθαλψη (5,0%), οικιακές υπηρεσίες (2,9%), υγεία (2,9%), σερβιριζόμενα είδη (2,4%), δίδακτρα (4,7%), αστικές συγκοινωνίες (8.0%), άλλες υπηρεσίες (2,9%), ηλεκτρικό ρεύμα (6,5%), ενοίκια κατοικιών (3,8%) (Οικονομικό Δελτίο Alpha Bank 10-6-2009).

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ειδικά στην Ελλάδα της γενικευμένης ακρίβειας και έπειτα από μία ξέφρενη επταετή ανοδική πορεία του πληθωρισμού, δεν μπορεί παρά να επιθυμούμε διακαώς τη μείωση των τιμών και να θεωρούμε θετικό το γεγονός ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή βρίσκεται κοντά στο μηδέν, καθώς και το ότι ο δομικός πληθωρισμός που σήμερα βρίσκεται στο 2% έχει πτωτική πορεία. Θέλουμε δε να πιστεύουμε ότι αργά ή γρήγορα το παράλογο επίπεδο των ελληνικών τιμών θα πέσει σε ακόμα πιο λογικά επίπεδα.

Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να ανησυχούν οι χώρες της ευρωζώνης είναι άλλος. Και όχι η μείωση στις τιμές, η οποία στην τελική είναι καλοδεχούμενη από όλους τους πολίτες. Ο πραγματικός κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να μπούμε σε μια παρατεταμένη περίοδο αποπληθωρισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομίες των κρατών μελών της ΕΕ.

Πολλοί οικονομολόγοι φοβούνται ότι ο αρνητικός πληθωρισμός αποτελεί την απαρχή μιας περιόδου αποπληθωρισμού στην ευρωπαϊκή οικονομία, μιας παρατεταμένης δηλαδή καθίζησης τιμών και μισθών σε συνδυασμό με υψηλή ανεργία και οικονομική συρρίκνωση από την οποία δύσκολα θα μπορέσει να βγει.

Υπάρχει πληθώρα λόγων για να πιστεύει κάποιος ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μεγάλο ξεφούσκωμα χωρίς τέλος στο σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές η πτώση στις τιμές των βιομηχανικών αγαθών, η ραγδαία επιβράδυνση στις αυξήσεις των μισθών και η συνεχώς αυξανόμενη αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα στην οικονομία θα τροφοδοτήσουν ανάλογη πτώση του δομικού πληθωρισμού με αποτέλεσμα να αναμένουμε αρνητικό πληθωρισμό στο επόμενο εξάμηνο.

Το πρόβλημα κατά την ταπεινή μας άποψη είναι πολύ πιο βαθύ. Η καταναλωτική φούσκα, η οποία συνοδεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια από μια φούσκα ιδιωτικού υπερδανεισμού και υποστηρίχτηκε από τα «έξυπνα» εργαλεία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, σήμερα έχει σκάσει. Ως αποτέλεσμα, από οδηγός του άρματος της ανάπτυξης και κατά συνέπεια των τιμών, η κατανάλωση, και εν προκειμένω η απουσία της, έχει γίνει σήμερα παράγοντας που επιτείνει την ύφεση.

Η απλή μείωση του πληθωρισμού δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης όπως πολλοί ευελπιστούν. Κι αυτό σε πείσμα των ενέσεων ρευστότητας, νομισματικών ή δημοσιονομικών, που ρίχνουν τα κράτη στην πραγματική οικονομία. Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Andre Lara Resende, στο άρθρο του After the Crisis: Macro Imbalance, Credibility and Reserve Currency, ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά, είναι χρεωμένοι μέχρι το λαιμό.

Εάν ο πληθωρισμός θεωρείται πρόβλημα το οποίο γιγαντώνεται σε συνθήκες υπερβολικού δημόσιου χρέους, ο αποπληθωρισμός, τον οποίο πολλοί βλέπουν να έρχεται κατά πάνω μας, απορρέει σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική υπερχρέωση της οικονομίας. Μέχρι να μειωθούν τα χρέη των ιδιωτών σε επίπεδα που θεωρούνται λογικά, οι δαπάνες επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές επιτείνοντας έτσι το φαύλο κύκλο.

Έτσι, ό,τι χρήμα πέφτει από το κράτος και τις κεντρικές τράπεζες στην πραγματική οικονομία θα μπαίνει στην τσέπη με τη μορφή αποταμίευσης που σκοπό έχει στις περισσότερες περιπτώσεις να ελαφρύνει τους ιδιώτες από προηγούμενα ανοίγματα. Το γεγονός αυτό αποτελεί βούτυρο στο ψωμί του αποπληθωρισμού. Στο βαθμό που το υπερβολικό ιδιωτικό χρέος δεν μειώνεται και ο ιδιωτικός τομέας παραμένει στην κυριολεξία παραλυμένος από τα χρέη (βλ. για παράδειγμα πρόβλημα με μεταχρονολογημένες επιταγές στην Ελλάδα) η ανάκαμψη θα αργήσει να έρθει. Το μεγάλο ξεφούσκωμα επικρέμεται απειλητικά πάνω απ’ το κεφάλι μας. Το αν τελικά θα είναι εξυγιαντικό ή καταστροφικό μένει να φανεί.