Tuesday, March 31, 2009

Πράσινη Ανάπτυξη: εργαλείο εξόδου από την κρίση

Η πρωτοφανής οικονομική κρίση που πλήττει τον πλανήτη, αποκάλυψε ταυτόχρονα τις διαχρονικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει με επώδυνο τρόπο το τέλος της εύκολης ανάπτυξης. Μιας περιόδου μεγέθυνσης της οικονομίας και αύξησης της συλλογικής ευημερίας, η οποία πέρα από την υπερχρέωση κράτους και ιδιωτών, βασίστηκε επίσης στη συνειδητή διεύρυνση του οικολογικού ελλείμματος της χώρας.

Είναι γνωστές, θλιβερές και απογοητευτικές οι επιδόσεις της χώρα μας στον αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα σήμερα για κάθε μονάδα ΑΕΠ παράγει 41% περισσότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε σχέση με την ΕΕ-15, έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από πετρέλαιο σε όλη την Ευρώπη των 25 και όπως πάει δεν πρόκειται να πιάσει το στόχο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα αδυνατεί να εφαρμόσει κίνητρα για την εξοικονόμηση ενέργειας και την εισαγωγή ΑΠΕ στον οικιακό τομέα.

Γίνεται πλέον εύκολα αντιληπτό ότι, με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση να έχει καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στο σύνολο των κρατών της ΕΕ και τους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας, απαιτείται άμεσα η ανατροπή του ισχύοντος αναπτυξιακού μοντέλου. Η οικονομική ανάκαμψη μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη δημιουργία και προώθηση νέων αναπτυξιακών εργαλείων, που θα συνδυάζουν την οικονομική μεγέθυνση με την προστασία του περιβάλλοντος.

Ο τομέας της πράσινης οικονομίας είναι μια τέτοια επιλογή.

Η πράσινη οικονομία δεν αποτελεί εκκεντρική πολυτέλεια, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι για να λοιδορήσουν και να γελοιοποιήσουν τους εκπροσώπους της, αλλά αναπτυξιακό μονόδρομο. Ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες αντιμετωπίζουν βαθμιαία τον κορεσμό παραδοσιακών τομέων οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα διαθέτουν ένα τεράστιο και αναξιοποίητο δυναμικό φυσικού πλούτου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Πώς, υπό συνθήκες κρίσης, θα θέσουμε και πάλι σε κίνηση την αναπτυξιακή διαδικασία.

Πώς θα πετύχουμε και πάλι μια διατηρήσιμη ισχυρή ανάπτυξη ικανή να μας βγάλει από την ύφεση, να δημιουργήσει νέες θέσεις απασχόλησης και θετική ψυχολογία στην αγορά, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα δίκαιο και βιώσιμο μέλλον για τους νέους της γενιάς των 700 ευρώ και τις μελλοντικές γενιές

Πώς η εύκολη ανάπτυξη που χαρακτήρισε την οικονομία μας μεταπολιτευτικά θα αντικατασταθεί από μια οικονομία υψηλής παραγωγικότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Με τους παραδοσιακούς μηχανισμούς παραγωγής πλούτου να έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους και με την «πράσινη επανάσταση» να βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα δεν πρέπει παρά να επενδύσει στην πράσινη οικονομία. Να υποστηρίξει τη δημιουργία μιας νέας βιομηχανίας αιχμής με επίκεντρο την περιβαλλοντική προστασία, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση μιας νέας ενεργειακής πολιτικής.

Στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η σταδιακή μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί με δύο βασικούς τρόπους α) την εξοικονόμηση ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια του δημόσιου, εμπορικού και οικιακού τομέα, και β) την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής βιομηχανίας και των ΑΠΕ με στόχο την παραγωγή του 20% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε 15 χρόνια από σήμερα. Ταυτόχρονα θεμελιώδης συνιστώσες της πράσινης ανάπτυξης αποτελούν επίσης η ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών για τη βιομηχανία, η επίλυση του ζητήματος της ανακύκλωσης και των σκουπιδιών, η σωστή διαχείριση των υδάτινων πόρων, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.

Για όλα αυτά απαιτούνται μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε συνδυασμό με ριζικές αλλαγές στη φορολογία και το εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικά σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της έρευνας και της καινοτομίας. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το ΕΣΠΑ χρειάζεται να αναδιαρθρωθούν πλήρως έτσι ώστε να αφιερωθεί μεγαλύτερο μερίδιο σε πράσινες δράσεις. Αυτό το οποίο απαιτείται πάνω απ’ όλα όμως είναι μια βαθιά αλλαγή φιλοσοφίας και νοοτροπίας. Ένας νέος τρόπος αντιμετώπισης της οικολογίας, της ανάπτυξης του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Ας κατανοήσουμε ότι κάνουμε τα πρώτα βήματα μιας νέας εποχής. Έχουμε την ευκαιρία ως Έλληνες να πρωταγωνιστήσουμε σε αυτήν. Απαιτείται ταχεία και αποφασιστική δράση. Ας μη χάσουμε ξανά το τρένο.

Monday, March 30, 2009

Δημοσιονομικό Reloaded

Την Τρίτη 24 Μαρτίου, ως ήταν αναμενόμενο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να λάβει νέα οικονομικά μέτρα μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2009 με στόχο: πρώτον, να μειωθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού κάτω από το όριο του 3% μέχρι το 2010, δεύτερον, να ισοσκελιστεί πλήρως μέχρι το 2013 και τρίτον να αποκλιμακωθεί σταδιακά το χρέος, έτσι ώστε μελλοντικά να προσεγγίσει το θεσμοθετημένο κοινοτικό όριο του 60%.

Στο σχετικό κείμενο-σύσταση που απέστειλε η Επιτροπή προς το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας (Ecofin), ο αρμόδιος Επίτροπος κύριος Αλμούνια, όχι μόνο δεν έκανε αποδεκτές τις προβλέψεις του πολλάκις αναθεωρημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση, επισήμανε κιόλας ότι για τη σημερινή κατάσταση δεν ευθύνεται η διεθνής κρίση, αλλά η οικονομική πολιτική των τελευταίων ετών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέρριψε το κυβερνητικό επιχείρημα ότι για όλα τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας φταίει η κρίση. Στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα απέκτησε ελλείμματα κατά το 2007 και το 2008, έτη κατά τα οποία η ανάπτυξη έτρεχε με ρυθμούς της τάξης του 4%.

Δυστυχώς για όλους η πολιτική της επανίδρυσης του κράτους δια της ήπιας προσαρμογής δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας σήμερα, σε σύγκριση με το 2004, έχει επιδεινωθεί θεαματικά, παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη όλα αυτά τα χρόνια διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα (4%), το ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς το πάνω κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες και η δημιουργική λογιστική, με εξαίρεση το έτος της απογραφής, συνεχίστηκε ακάθεκτη. Ως προς το τελευταίο αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το σωρευτικό έλλειμμα ολόκληρης της πενταετίας (40δις) υπολείπεται του δημόσιου χρέους κατά 20 δις (61δις το πρόσθετο χρέος). Τι πάει να πει αυτό; Ότι 20 δις που φορτώθηκαν στο χρέος ουδέποτε καταγράφτηκαν στο έλλειμμα.

Η 5ετής επιτήρηση που επικρέμεται πάνω απ' το κεφάλι μας, αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας τις τεράστιες ευθύνες που φέρει η Νέα Δημοκρατία στο δημοσιονομικό. Το να πιστεύει όμως κάποιος ότι η κατάσταση μπορεί να διορθωθεί αποκλειστικά διά της πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία, ισούται με εναπόθεση της τύχης της εθνικής οικονομίας στη μεταφυσική. Όχι ότι τα προβλήματά μας στερούνται πολιτικής βάσης ή ότι μια εναλλαγή στην εξουσία δεν θα δημιουργήσει διαπραγματευτικό κεφάλαιο εκεί που το χρειαζόμαστε περισσότερο, στην ΕΕ.

Απλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ πρόβλημα της Ελλάδος, το οποίο ξεκινάει από τη χαμένη δεκαετία του οικονομικού λαϊκισμού του '80, το δημόσιο χρέος από 28,6% το 1980 ανήλθε σε 54,7% το 1985 και 80,7% το 1990, χωρίς ταυτόχρονη ενίσχυση της εθνικής παραγωγικής βάσης, αποτελεί πρωτίστως ένα διαρθρωτικό πρόβλημα.

Συνίσταται στο γεγονός ότι οι σημερινοί και μελλοντικοί πόροι δεν αρκούν να καλύψουν τις σημερινές θεσμοθετημένες και αναμενόμενες πληρωμές-ανάγκες σε βάθος χρόνου, καθιστώντας έτσι τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική θέση της χώρας μη βιώσιμη (unsustainable). Αυτό συμβαίνει, διότι έχουμε αναλάβει υποχρεώσεις οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τις παραγωγικές μας δυνατότητες τώρα και στο μέλλον. Δυστυχώς έφτασε για μία ακόμη φορά η ώρα να πληρώσουμε τη λυπητερή.

Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο πολιτικός φορέας που θα κληθεί να διαχειριστεί το δημοσιονομικό ζήτημα θα πρέπει να λάβει μέτρα μόνιμου διαρθρωτικού χαρακτήρα, τα οποία δεν εξαντλούνται μόνο στην αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω της φορολογίας, όπως προτείνει αυτή τη στιγμή η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά εκτείνονται σε μια σειρά από τομείς όπως:

α) η αύξηση της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα κατά 30% τουλάχιστον, δεδομένου ότι σήμερα βρίσκεται στον πάτο της ΕΕ-15,

β) η δραστική μακροχρόνια μείωση των λειτουργικών και καταναλωτικών δαπανών του κράτους που σήμερα αυξάνονται με ρυθμό 8% και η σταθεροποίηση του ρυθμού αύξησης των πρωτογενών δαπανών στο ύψος του πληθωρισμού,

γ) ο περιορισμός του αριθμού των δημόσιων υπάλληλων, που μαζί με τους συμβασιούχους, τους stage-αδες και τους μερικά απασχολούμενους προσεγγίζει το 1 εκ. όταν το σύνολο των εργαζόμενων σ' ολόκληρη την οικονομία είναι 4,7 εκ. Ο περιορισμός πρέπει να προέλθει μέσα από το πάγωμα των προσλήψεων πλην αυτών στους τομείς της παιδείας και της υγείας.

δ) η αναπροσαρμογή του μισθολογίου έτσι ώστε να πληρώνονται καλά οι υπάλληλοι πρώτης γραμμής και όχι οι κομματικοί των Υπουργείων, εκεί μάλιστα πρέπει να υπάρξουν και μειώσεις

ε) η αλλαγή του τρόπου κατανομής του δημόσιου χρήματος έτσι ώστε να χρηματοδοτούνται καλά οι τομείς που παράγουν υψηλή δημόσια και κοινωνική αξία και όχι οι συντεχνίες που έχουν πιάσει μονοπώλιο το αυτί του Υπουργού. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με την κατάρτιση i) τριετών υποχρεωτικών προϋπολογισμών και ii) συμβουλευτικών γενεακών προϋπολογισμών, δηλαδή προϋπολογισμών οι οποίοι θα μετράνε το δημοσιονομικό βάρος σε βάθος 20ετίας.

στ) η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος έτσι ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις προς όλους ανεξαιρέτως τους ασφαλισμένους, όχι οι ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής για τα όρια ηλικίας των γυναικών στο δημόσιο στις οποίες επιδίδονται εκ του ασφαλούς όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα.

η) η συγκράτηση των συνολικών δαπανών για φάρμακα και περίθαλψη που αυξάνονται ετησίως με ρυθμό της τάξης του 15% με 20%. Μόνο στον ΟΠΑΔ οι δαπάνες για φάρμακα και εξετάσεις δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν κατά 60% από το 2003 μέχρι το 2008.

Δυστυχώς, δε μιλάμε για εύκολες λύσεις. Αντιθέτως μιλάμε για επίπονες παρεμβάσεις που θα πλήξουν τους μεγαλοκαραρχαρίες αεριτζήδες επιχειρηματίες και προμηθευτές του δημοσίου, τους ευνοημένους νεόπλουτους του ιδιωτικού τομέα και τη δημοσιοϋπαλληλική αριστοκρατία. Τον σκληρό πυρήνα δηλαδή της ανώτερης εισοδηματικής τάξης (περί το 25%), που στη συντριπτική της πλειοψηφία παρασιτεί σε βάρος των σκληρά εργαζόμενων πολιτών.

Για την ώρα βέβαια, διαβάζουμε ότι η κυβέρνηση μαγειρεύει τη γνωστή συνταγή της μεταπολιτευτικής περιόδου: σαλαμοποίηση του προβλήματος και διαχωρισμός των εργαζόμενων σε νέους και παλιούς, όπου οι παλιοί διατηρούν άθικτο το μισθολογικό και ασφαλιστικό τους καθεστώς και οι νέοι πληρώνουν το μάρμαρο.

Οι νέοι της γενιάς των 700 ευρώ και οι εκτός εξουσιαστικών συστημάτων επισφαλείς εργαζόμενοι ΔΕΝ έχουν να χάσουν τίποτα από μία ειλικρινή και κοινωνικά δίκαιη προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών. Αντιθέτως, εάν αυτή πετύχει, έχουν να κερδίσουν την απελευθέρωση σημαντικών δημόσιων πόρων για επενδύσεις σε βασικές υποδομές, συλλογικά αγαθά και πράσινα projects, καθώς και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας που στην Ελλάδα περιορίζεται στο σύστημα συντάξεων. Για την ώρα όμως βλέπουμε δυστυχώς ότι προετοιμάζεται καταιγίδα ενάντια στη νέα γενιά. Δημοσιονομικό Reloaded λοιπόν. Δεν πρέπει να αποδεχτούμε το ρόλο της γενιάς Ιφιγένειας.

Saturday, March 28, 2009

Εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια της Αθήνας.

Της G700
για το 61ο τεύχος του ελληνικού The Economist*

Να λύσουμε το κυκλοφοριακό, να αντιμετωπίσουμε την ηχορύπανση, να επεκταθεί το μετρό και να βελτιωθούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να πεζοδρομήσουμε το κέντρο, να φτιάξουμε ποδηλατόδρομους, να οργανώσουμε καλύτερα την ανακύκλωση, να χωροθετήσουμε χώρους διαχείρισης, και όχι απλώς υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, να διαχειριστούμε καλύτερα το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, να λύσουμε το πρόβλημα της επεξεργασίας και αποθήκευσης αποβλήτων, να φτιάξουμε περισσότερα πάρκινγκ και να προστατέψουμε τους τελευταίους εναπομείναντες ανοιχτούς χώρους πρασίνου. Αναμφίβολα όλα τα παραπάνω αποτελούν εξαιρετικά κρίσιμες μεταβλητές στην εξίσωση πρασινίσματος της πόλης της Αθήνας. Κανένα όμως δε συμβάλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής ή τη διασφάλιση του δικαιώματος των νέων και των μελλοντικών γενεών να ζήσουν σε μία καθαρή πόλη, τόσο όσο η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια του δημόσιου, εμπορικού και οικιακού τομέα.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην Ελλάδα τα κτίρια καταναλώνουν το 40% της συνολικής ενέργειας συμβάλλοντας κατά 50% στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, κυρίως μέσα από την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα. Αν αναλογιστούμε δε ότι τα περισσότερα κτίρια στην Ελλάδα έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1979 (τα περισσότερα στην Αθήνα), ότι λιγότερα από 7% είναι μονωμένα και ότι ακόμα και απ’ αυτό το μικρό μέγεθος, ένα αμελητέο ποσοστό είναι θωρακισμένο θερμομονωτικά, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο οποιαδήποτε πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας και γενικότερα αναβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος της πόλης, δεν μπορεί παρά να έχει ως κεντρικό της άξονα την μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια.

Τεχνικά μια τέτοια παρέμβαση είναι εφικτή. Δεν αφορά απλώς στην αντικατάσταση των λαμπτήρων, το σβήσιμο των φώτων στα γραφεία και της οθόνης του υπολογιστή πριν φύγουμε για το σπίτι, αλλά μια συνολική επέμβαση στην ενεργειακή κατανάλωση κυρίως για θέρμανση και ψύξη. Υπολογίζεται ότι μόνο με επεμβάσεις στο κέλυφος και τις ηλεκτρολομηχανολογικές εγκαταστάσεις ενός κτιρίου, είναι δυνατόν να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας ακόμη και κατά 50%. Αν σ’ αυτά προστεθούν οι βιοκλιματικές πρακτικές σε συνδυασμό με την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, τότε η εξοικονόμηση στην κατανάλωση ενέργειας εκτινάσσεται πολύ πάνω από 50%. Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι θερμομονωτικές επεμβάσεις στα κτίρια του δημόσιου, εμπορικού και οικιακού τομέα μπορούν να μειώσουν σημαντικά το φαινόμενο των θερμικών νησίδων στις μεγάλες πόλεις και να ηγηθούν έτσι της κούρσας για επίτευξη των στόχων του Κιότο. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε επέμβαση τέτοιου τύπου επηρεάζει θετικά τα κτίρια επιμηκύνοντας σημαντικά το χρόνο ζωής τους.

Πάνω απ’ όλα όμως, η εξοικονόμηση ενέργειας στον κτιριακό τομέα μπορεί να αποδειχτεί ένα εκ των βασικών δημόσιων επενδυτικών project, ικανών να οδηγήσουν σε αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας και ειδικά της οικοδομικής που σήμερα περνάει περίοδο κατάθλιψης. Επαγγέλματα όπως παραγωγοί δομικών υλικών, μεταφορείς και εμπορικές εταιρείες με σχετικά προϊόντα θα επηρεαστούν θετικά. Ταυτόχρονα εάν το βάλουμε στόχο μπορούμε να αναπτύξουμε και τη δική μας τεχνολογία και καινοτομίες στην παραγωγή πράσινων προϊόντων σχετικών με την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι εργάτες γνώσης, οι τεχνίτες αλλά και οι ανειδίκευτοι της γενιάς των 700 ευρώ που σήμερα πλήττονται από την ανεργία και την έλλειψη ευκαιριών για ποιοτικές και καλά αμειβόμενες δουλειές μπορεί να βγούνε κερδισμένοι από μια τέτοια εξέλιξη.

Απαιτείται συνεπώς ένα απλό θεσμικό πλαίσιο και φιλόδοξοι στόχοι. Όχι πιλοτικές περίοδοι και ανούσιοι πειραματισμοί, όπως γίνεται κάθε φορά που εισάγονται καινοτόμες πολιτικές στη χώρα μας. Οικονομικά, η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια της πρωτεύουσας μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και να συγχρηματοδοτηθεί από κοινοτικούς πόρους του ΕΣΠΑ, το οποίο πρέπει πάση θυσία να συντονιστεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης μέσω της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Ήδη, στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Οικονομική Ανάκαμψη που κατέθεσε τον περασμένο Νοέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπεται πρωτοβουλία Κτιρίων Υψηλής Ενεργειακής Απόδοσης για τον κατασκευαστικό τομέα σε συνδυασμό με πολιτικές βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού τομέα, οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν μέσα από την αναδιάρθρωση των επιχειρησιακών προγραμμάτων των διαρθρωτικών ταμείων, τη δημιουργία ενός πράσινου ταμείου με ορίζοντα το 2020 και σκοπό την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, και θα ενισχυθούν περαιτέρω με μειώσεις στο φόρο ακίνητης περιουσίας.

Κλείνοντας, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια της πρωτεύουσας, λόγω της μεγάλης της σημασίας στη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, αποτελεί σημαντικό κομμάτι ενός σπουδαίου πολιτικού εγχειρήματος. Την προώθηση της διαγενεακής δικαιοσύνης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, μέσα από την έμπρακτη διασφάλιση του δικαιώματος των μελλοντικών γενεών να ζήσουν σε ένα ισορροπημένο φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Σ’ αυτό η γενιά των 700 ευρώ οφείλει να γίνει πρωτοπόρος δύναμη.

*Το παρόν τεύχος της ελληνικής έκδοσης του Economist που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα Καθημερινή στις 27-03-2009, φιλοξενεί μεταφρασμένο το ειδικό αφιέρωμα του Βρεατανικού The Economist, "Talking rubbish" που δημοσιεύτηκε στις 26th February 2009. Ταυτόχρονα φιλοξενούνται άρθρα φορέων και ειδικών οι οποίοι έχουν κληθεί να προτείνουν μία συγκεκριμένη πρόταση που μπορεί να εφαρμοστεί στην Αττική και να συμβάλει στην πράσινη ανάπτυξης της περιοχής.

Thursday, March 26, 2009

Γυναίκες του δημοσίου μην εγκαταλείπετε πρόωρα τη δουλειά σας

Ανακοινώθηκε σήμερα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία καταδικάζεται η Ελλάδα για ανισότητες στα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών, και ως εκ τούτου απαιτείται η εξίσωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των δύο φύλων. Η εφαρμογή της απόφασης του ΔΕΚ, η οποία αφορά περί τις 140.000 γυναίκες που έχουν ασφαλιστεί την περίοδο 1983 με 1992, αυξάνει τα όρια συνταξιοδότησης από 5 έως 15 χρόνια και ενδέχεται ως εκ τούτου να προκαλέσει μαζικές αιτήσεις γυναικών για συνταξιοδότηση, προκειμένου να γλιτώσουν από την αύξηση των ορίων ηλικίας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο των εργαζόμενων στα ασφαλιστικά ταμεία, κ. Γ. Κουτρουμάνη, τουλάχιστον 100.000 γυναίκες (από τις περίπου 240.000 εργαζόμενες στο Δημόσιο) έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Αν από αυτές σπεύσουν να συνταξιοδοτηθούν μόνο οι 50.000, το Ταμείο Πρόνοιας των Δημοσίων Υπαλλήλων θα χρειαστεί να δώσει εφάπαξ 2 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο φυσικά δεν διαθέτει.

Γυναίκες του ελληνικού δημοσίου μην εγκαταλείπετε πρόωρα τη δουλειά σας. Γνωρίζουμε ότι αυτό που σας ζητάμε είναι δύσκολο. Γιατί να ενδιαφερθείτε άλλωστε, τη στιγμή που πολλές από εσάς αισθάνεστε ότι η εξίσωση των ορίων ηλικίας δημιουργεί επιπρόσθετη ανισότητα. Εσείς δεν είστε επιφορτισμένες με την ανατροφή των παιδιών, τη συγκρότηση της οικογένειας, το νοικοκυριό, την ανατροφή των εγγονιών και την περίθαλψη των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας; Εσείς δεν έχετε βεβαρημένο ρόλο στην αναπαραγωγική διαδικασία, όμως αμείβεστε λιγότερο από τους άνδρες και αντιμετωπίζετε πιο συχνά το φάσμα της ανεργίας; Οι άντρες βέβαια θα ισχυριστούν ότι αντίστοιχα καταπονημένοι είναι ΚΑΙ αυτοί, δεδομένου ότι η πλειονότητα δουλεύει περισσότερες ώρες σε περισσότερες δουλειές, αρρωσταίνει συχνότερα πιο βαριά και πεθαίνει πιο γρήγορα. Το θέμα όμως εδώ δεν είναι να «τα στήσουμε» για να δούμε ποιο από τα δύο φύλα αξίζει περισσότερα ή καταπονείται πιο πολύ στο σπίτι ή έξω απ' αυτό. Άλλωστε αυτά είναι θέματα που οφείλουν να αφορούν στην κοινωνική προστασία ή τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και όχι στο συστήμα συντάξεων.

Ζητάμε απλώς να αναλογιστείτε τα αυτονόητα. Πρώτον, αν αποχωρήσετε τώρα από την εργασία θα πάρετε πολύ μικρότερη αποζημίωση και ίσως χάσετε και τα όποια οφέλη ή εξαιρέσεις θεσμοθετηθούν κατά την περίοδο της προσαρμογής. Δεύτερον, σκεφτείτε ότι το να βγαίνει κάποιος στη σύνταξη κατά 5 πόσο μάλλον 15 χρόνια νωρίτερα, δεν αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, αλλά σκανδαλώδες προνόμιο το οποίο δεν διαθέτει κανένας άλλος εργαζόμενος, άντρας ή γυναίκα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Τρίτον, λάβετε υπόψη ότι την πρόωρη συνταξιοδότησή σας θα την πληρώσουμε εμείς οι νέοι και νέες της γενιάς των 700 ευρώ, τα παιδιά ΣΑΣ που μόλις χτες και προχτές μπήκαμε στην αγορά εργασίας, μαζί με τις συναδέλφισσές σας που είναι ασφαλισμένες μετά το 1993. Αναλογιστείτε τέλος, ότι η πρόωρη αποχώρησή σας από την εργασία θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την ήδη τραγική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας με δυσμενή αποτελέσματα για την ανάπτυξη και καά συνέπεια την επαγγελματική προοπτική όλων.

Καταλαβαίνουμε, ότι για τα ελληνικά δεδομένα, όλα αυτά που λέμε μας κάνουν να ακουγόμαστε σαν εξωγήινοι που μιλάνε αρειανά. Όμως, έτσι έχουν τα πράγματα. Δυστυχώς, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι ένα οικονομικό και διοικητικό μπάχαλο, θεμελιωμένο πάνω σε διάφορα επικίνδυνα ψέματα για τα οποία δε φταίτε εσείς, φταίνε όμως οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί που τα προώθησαν όλα αυτά τα χρόνια κάτω από το μανδύα του αναφαίρετου κοινωνικού δικαιώματος για να σας εκμαυλίσουν. Ένα τέτοιο ψέμα αποδεικνύεται σήμερα ότι είναι και η πρόωρη σύνταξη των γυναικών στο δημόσιο κατά 5 έως 15 χρόνια νωρίτερα.

Για να αντιληφθείτε το επίπεδο της κοροϊδίας, σκεφτείτε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μας καταδίκασε βάσει του ότι η πρόωρη σύνταξη των γυναικών στο δημόσιο αποτελεί αμοιβή από εργασία στα πλαίσια ενός συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης (εμπίπτει στο Α. 141 της Συνθήκης ΕΕ) και όχι κλασσική σύνταξη την οποία παρέχει ένα "εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης" (Εμπίπτει στην Οδηγία 79/7), για παράδειγμα το ΙΚΑ.

Μα ήταν δυνατόν να μη το γνώριζαν αυτό οι αρμόδιοι; Γνώριζαν, αλλά σκόπιμα απέκρυπταν την παραγματικότητα προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο στα δικαστήρια.

Οι πάντες γνώριζαν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα δεν έχουν δικό τους ταμείο κύριας ασφάλισης, όπως οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, αλλά ασφαλίζονται απευθείας από το κράτος-εργοδότη που πληρώνει μετά και τις συντάξεις. Στην Ελλάδα το ίδιο το κράτος με τη συναίνεση των συνδικάτων και το διαχρονικό σχεδιασμό των πολιτικών έχει επιλέξει να μην ασφαλίζει τους υπαλλήλους του με τη συμβατική έννοια, δηλαδή σε αυτόνομους και λογιστικά ανεξάρτητους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι καταβάλλουν εισφορές για κύρια σύνταξη, οι οποίες προστίθενται στα γενικά φορολογικά έσοδα και οι συντάξεις καταβάλλονται όπως οι μισθοί. Το κράτος εργοδότης δεν καταβάλει ως εκ τούτου εργοδοτική εισφορά, αλλά καλύπτει το ποσό που χρειάζεται για να καλυφτούν οι συγκεκριμένες πληρωμές.

Το ΔΕΚ δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αποκαλύψει την αλήθεια, ύστερα από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πλήττοντας έτσι καίρια τη σαθρή αρχιτεκτονική του συστήματος συντάξεων στο ελληνικό δημόσιο, αλλά και το υπάρχον μεσογειακό μοντέλο πρόνοιας, το οποίο αδυνατώντας να αναπτύξει σοβαρές δομές κοινωνικής προστασίας καταφεύγει στις συντάξεις από την πίσω πόρτα.

Είναι καιρός να αλλάξουν όλα αυτά. Το σύστημα συντάξεων δεν μπορεί να αναπληρώνει συνέχεια τις όποιες αποτυχίες του κοινωνικού κράτους, πόσο μάλλον να ρεφάρει για την άνιση κατανομή δουλειάς μέσα στην οικογένεια ή τις αδικίες στην αγορά εργασίας, ειδικά όταν το μόνο που πετυχαίνει είναι να δημιουργεί αντίστροφες ανισότητες που επιβαρύνουν δυσανάλογα τους σημερινούς εργαζόμενους και τις μελλοντικές γενιές.

Πρέπει επιτέλους να αποκτήσουμε ένα αποτελεσματικό, βιώσιμο και με δυνατότητα προσαρμογής στις εξελίξεις κοινωνικό κράτος. Μαζί με ένα κοινωνικά αποτελεσματικό και οικονομικά βιώσιμο σύστημα συντάξεων. Το απαιτεί η κοινωνική δικαιοσύνη, το επιβάλλει η αλληλεγγύη και η συνεργασία ανάμεσα στο γενιές, η διαγενεακή δικαιοσύνη. Απαιτείται γι΄ αυτό και η δική σας κατανόηση και συνδρομή. Γυναίκες του δημοσίου μην εγκαταλείπετε πρόωρα τη δουλειά σας.

Tuesday, March 24, 2009

Η «κουρασμενολογία» κουράζει

«Κουράστηκα. 12 χρόνια Πρόεδρος της ΝΔ. 5 πρωθυπουργός. Θα μείνω μέχρι τις εκλογές και μετά φεύγω». Αυτά φέρεται να εξομολογήθηκε σε συνάδελφό του ο κ. Κ. Καραμανλής, σύμφωνα με τη Εφημερίδα Real News της Κυριακής. Έκτοτε νέο δράμα έχει ξεσπάσει στη χώρα. Το είπε ή δεν το είπε ο Πρωθυπουργός; Κι αν το είπε το εννοούσε; Και σε ποιον το είπε; Και τι σημαίνει αυτό; Τι λένε οι δημοσκοπήσεις, οι καναλάδες και οι εξπέρ των παραθύρων; Γιατί άργησε να διαψεύσει ο Αντώναρος; Κι όταν διέξευσε, γιατί ήταν τόσο χλιαρός και με μισή καρδιά; Μήπως κάτι παίζεται; Ή είχε απλώς δυσκολία να χωνέψει το μεσημεριανό; Μπα, μάλλον το πρώτο είναι. Έτσι έκριναν τα τσακάλια της ενημέρωσης. Της πολιτικής, της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής «πρωτοπορίας» της χώρας. Και δώστου αντιπολιτευτικές ριπές και εσωκομματικά μαχαίρια από τη μία, εκρήξεις αγάπης και στοργής προς τον "πρω" από την άλλη.

Αααχ... Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. Όλα τα είχαμε μέχρι τώρα, η σπέκουλα γύρω από την κούραση του Πρωθυπουργού μας έλειπε. Χαβαλές να γίνεται δηλαδή. Να περνάει η ώρα και να μην ασχολούμαστε με την καυτή πατάτα της κρίσης, του δημοσιονομικού, των απολύσεων και της ύφεσης. Έρχεται και η 25η Μαρτίου μεσοβδόμαδα, έχει κλείσει και η Βουλή μια βδομάδα. Όπως και να το δει κανείς τέτοια ψυχαγωγική ενασχόληση υψηλού επίπεδου, τέτοια αποκλειστικότητα, τέτοια δημοσιογραφική επιτυχία προσφέρει ανεπανάληπτες στιγμές γέλιου και χαλάρωσης από τη δύσκολη καθημερινότητα βρε αδελφέ. Λίγο το χεις... Άσε που με τόσες πολλές εφημερίδες να ανταγωνίζονται σε ένα κορεσμένο κυριακάτικο ειδησεογραφικό τοπίο με αποτέλεσμα η αναγνωσιμότητα να κατρακυλάει συνεχώς (αλήθεια πως τα βγάζουν πέρα άραγε;;;;) πρέπει να υπάρχει και μία αποκλειστικότητα. Κάτι να τραβήξει την προσοχή.

Τελικά αναρωτιόμαστε ποιος δουλεύει ποιον σ’ αυτή τη χώρα. Εμείς πάντως δηλώνουμε αδαείς. Δεν έχουμε inside information για την επικείμενη διαδοχή στη ΝΔ. Ούτε γνωρίζουμε τι έχει στο κεφάλι του ο Πρωθυπουργός. Απλά δεν πιστεύουμε ότι ένας άνθρωπος που εκλογικά υπήρξε εξαιρετικά πετυχημένος, ώντας πολιτικά μέγας τακτικιστής, πήγε και σφύριξε σε κάποιον τυχαίο μεταξύ τυρού και αχλαδίου "ψιτ μάγκα κουράστηκα και φεύγω". Μ' αυτά που γίνονται από βδομάδα θα βγει κι ο Λαζόπουλος.

Sunday, March 22, 2009

Τα ημίμετρα της κυβέρνησης και τα ευχολόγια των κομμάτων της αντιπολίτευσης

Την περασμένη Τετάρτη, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Συνόδο Κορυφής στις Βρυξέλλες στις 19 Μαρτίου, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κύριος Γιάννης Παπαθανασίου, ανακοίνωσε πάγωμα μισθών στο δημόσιο, έκτακτη εισφορά ύψους 1000 έως 5000 ευρώ στα ετήσια εισοδήματα που ξεπερνούν τα 60,000, προσλήψεις στο κράτος που θα υπολείπονται των συνταξιοδοτήσεων κατά το 2009, και παρακράτηση του 5% της βουλευτικής αποζημίωσης κάθε μήνα, ποσό που θα τοποθετείται απευθείας στο εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής.

Κατ' αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση υπολογίζει να εξοικονομίσει γύρω στα 350 εκ. ευρώ και συμπεριλαμβανομένης της είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών, να προσθέσει επιπλέον 2 δις στον κρατικό κορβανά. Τα νέα οικονομικά μέτρα, που κατά την προσφιλή συνήθεια των Μέσων ονομάστηκαν "μέτρα σοκ", μόνο σοκαριστικά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου σοκαριστικός ο κεφαλικός φόρος στα μεγάλα εισοδήματα τη στιγμή που την τελευταία πενταετία οι έχοντες έχουν δει την πληρωμή φόρων τόσο από εισόδημα όσο και από ακίνητη περιουσία να μειώνεται ραγδαία. Υπενθυμίζουμε ότι α) ο ΦΜΑΠ καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από έναν μικρό flat tax ακίνητης περιουσίας, το ΕΤΑΚ και β) ο φορολογικός συντελεστής εισοδήματος φυσικού προσώπου έπεσε στο 37% για τα εισοδήματα από 45,000 ευρώ μέχρι 75,000 και στο 40% για άνω των 75,000 ευρώ. Μ' αυτά τα δεδομένα η έκτακτη εισφορά συνιστά μια απόλυτα δίκαιη και λογική εξέλιξη. Όπως αυτονόητη και δίκαιη επίσης είναι τόσο η μείωση του αριθμού των υπαλλήλων δια των λιγότερων προσλήψεων στο κράτος τερατούργημα, όσο και η παρακράτηση του 5% της βουλευτικής αποζημίωσης, ποσό που κατά την άποψή μας θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερο έτσι ώστε να συμβολίσει την πραγματική διάθεση του πολιτικού κόσμου να συμβάλει στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος.

Αυτό για το οποίο ελέγχεται η κυβέρνηση στην προκειμένη περίπτωση είναι άλλο. Ότι τα μέτρα που ανακοίνωσε δε βελτιώνουν ούτε κατά το ελάχιστο τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική θέση της χώρας, και βέβαια δεν αποκαθιστούν την κοινωνική δικαιοσύνη ανάμεσα στις διάφορες εισοδηματικές ομάδες. Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Το Υπουργείο Οικονομίας δεν πήρε πίσω ούτε ένα ευρώ από τα 2 δις που έδωσε σε παροχές και επιδοτήσεις ειδικών ομάδων, κυρίως του δημοσίου, από το μήνα Νοέμβριο μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου. Αντιθέτως με περίσσιο θράσος βάζει τώρα το χέρι στην τσέπη των πολλών, των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων για να χρηματοδοτήσει τους λίγους και εκλεκτούς ή συντεχνιακά ισχυρούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους συνεργάτες των βουλευτών που πήραν αύξηση 25 ευρώ το μήνα, του υπαλλήλους του ΥΠΕΣ που πέτυχαν να μοιράζονται το 50% των εσόδων του Εθνικού Τυπογραφείου υπό τη μορφή μηνιαίου επιδόματος (δεν τους έφτανε το 30% σε λίγο θα ζητήσουν και προνομιούχες μετοχές), τους υπαλλήλους των περιφερειών για τους οποίους θεσμοθετήθηκε επίδομα ύψους 540 ευρώ το μήνα (οι περιφέρειες με τις ελάχιστες αρμοδιότητες είναι δηλαδή τόσο πολύ πιο μάχιμες από τις νομαρχίες που τραβάνε το κουπί της αυτοδιοίκησης;), τους υπαλλήλους του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας που πήραν ελεγκτικό επίδομα 200 ευρώ το μήνα και άλλα 200 ευρώ αύξηση στα έξοδα κίνησης (μήπως επιβράβευση για τις επιδόσεις της τριετίας 2003-2006 κατά την οποία οι έλεγχοι μειώθηκαν κατά 7%, η επιβολή κυρώσεων κατά 28% και τα πρόστιμα κατά 36%;). Υπ' αυτές τις συνθήκες, το ποσό των 2,35 δις ευρώ που λέει ότι βάζει στην άκρη η κυβέρνηση ισοφαρίζει απλώς τις παροχές που έδωσε στα τέλη του Φθινοπώρου και μέχρι τον Ιανουάριο, χωρίς εδώ να μετράμε τα εκατομύρια της βιομηχανίας "Διοικητικά Συμβούλια και Επιτροπές Δημοσίου Συμμετοχών".

Το εγκληματικό βέβαια στην όλη ιστορία είναι ότι η συντηρητική παράταξη, η οποία ηγεμόνευσε πολιτικά κάνοντας σημαία της την απογραφή και την καταπολέμηση της σπατάλης του πασοκικού κράτους και των συστημάτων του (επανίδρυση κράτους το είπε), δεν έχει λάβει μέχρι στιγμής κανένα σοβαρό μέτρο μόνιμου χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της εγγενούς ελλειμματικότητας του δημόσιου τομέα. Τι μέτρα θα μπορούσε να προωθήσει; Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μείωση του ρυθμού αύξησης των καταναλωτικών δαπανών κάτω του πληθωρισμού, δηλαδή μείωση σε σταθερές τιμές (σημειωτέον σήμερα αυξάνονται με ρυθμό 8%), το πάγωμα των προσλήψεων για μία τριετία τουλάχιστον σε συνδυασμό με την επανάκτηση του πλήρους ελέγχου του ΑΣΕΠ στις προσλήψεις όταν ξαναξεκινήσουν, το κλείσιμο-σφράγισμα οργανισμών, υπηρεσιών και ΔΣ που δε χρησιμεύουν σε τίποτα παρά για να κόβονται αργομισθίες στα golden boys, την απαγόρευση των χρυσών εθελούσιων εξόδων, καλή ώρα όπως αυτή του ΟΤΕ το 2005 και τώρα της Ολυμπιακής, και τέλος τη μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.

Σ' αυτό ακριβώς το σημείο, στον τρόπο δηλαδή αντιμετώπισης της εγγενούς ελλειμματικότητας του δημόσιου τομέα, φυτρώνουν με μεγάλη ευκολία τα ευχολόγια όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η κριτική περισσεύει, όμως οι προτάσεις υπολείπονται κατά πολύ των πραγματικών αναγκών. Καλά "τα κλαίνε" όλοι από τηλεοράσεως για τον καημένο το χαμηλόμισθο, τον ελεύθερο επαγγελματία, το νέο της γενιάς των 700 ευρώ, το χαμηλοσυνταξιούχο, όμως ας μας πουν τι θα κάνουν το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και ο ΛΑΟΣ για να αντιμετωπίσουν το δημοσιονομικό ζήτημα, το οποίο συν τις άλλοις είναι και μείζον πρόβλημα κοινωνικής και διαγενεακής ανισότητας; Τολμούν να βάλουν φρένο στο ξεχαρβάλωμα του κράτους ή τα ίδια θα έκαναν και αυτοί αν ήταν κυβέρνηση; Τολμούν να επιβάλλουν μηδενική αύξηση στις λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου για μία πενταετία; Τολμούν να πουν τέλος οι αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο; Τολμούν να βάλουν φρένο στη βιομηχανία-πελατειακό μηχανισμό των συμβασιούχων και των stage των Δήμων και των Νομαρχιών; Τολμούν να θέσουν ζήτημα ασφαλιστικού; Τολμούν να εγγυηθούν την πληρωμή των προμηθευτών, την απορρόφηση των 5 δις ευρώ περίπου εναπομείναντων πόρων του Γ' ΚΠΣ και την ενεργοποίηση των πληρωμών του ΕΣΠΑ;

Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, που απ' ότι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις θα γίνει ξανά κυβέρνηση, το ερώτημα καίει. Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των offshore σε συνδυασμό με την επαναθεσμοθέτηση του ΦΜΑΠ αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των δισεκατομυρίων ευρώ, στα οποία ανέρχονται οι ανειλλημένες υποχρεώσεις του δημοσίου για καταναλωτικές-λειτουργικές δαπάνες, μισθούς, συντάξεις, περίθαλψη, πληρωμή προμηθευτών, εγγυήσεις σε τράπεζες και επιχειρήσεις σε βάθος πενταετίας. Για να καλυφτούν όλα αυτά από φόρους, πρέπει η φορολογία για τα επόμενα αρκετά χρόνια τουλάχιστον να διπλασιαστεί.

Συνεπώς το ερώτημα παραμένει; Τι θα κάνει το ΠΑΣΟΚ για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό που βαραίνει τις πλάτες της χώρας καθιστώντας την αναξιόπιστη στο εξωτερικό; Γνωρίζουμε όλοι ότι για οικονομίες σαν την ελληνική με τα τεράστια ελλείμματα και το στενό κορσέ της ΟΝΕ, αν δεν προηγηθεί επίλυση του δημοσιονομικού και δε φτιάξει το κράτος, δεν υπάρχει ελπίδα για σημαντικές επενδύσεις σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, εν προκειμένω στην πράσινη οικονομία, όραμα στο οποίο επενδύει πολιτικά η αξιωματική αντιπολίτευση και όχι μόνο. Μέχρι στιγμής, η τακτική που φαίνεται να υιοθετούν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ είναι επικεντρώνουμε στην ανεπάρκεια της ΝΔ, την κερδίζουμε κατά κράτος και στη συνέχεια κάνουμε το σταυρό μας για την κατάσταση που θα παραλάβουμε. Ίσως, με τη βοήθεια του θεού της Ελλάδας και τα "κονέ" του Προέδρου στο εξωτερικό, κάτι να γίνει. Αμ δε. Τα ευχολόγια είναι για τις κομματικές συγκεντρώσεις. Η πραγματικότητα απαιτεί ρήξη με το "σύστημα Ελλάδα". Εκεί θα κριθούν όλα.

Friday, March 20, 2009

In the US the scandal has reached a zenith

The following is an open letter to G700 from John de Graaf. John de Graaf is author of Affluenza: The All Consuming Epidemic and National Coordinator of Take Back Your Time, a major U.S./Canadian initiative to challenge the epidemic of overwork, over-scheduling and time famine that now threatens our health, our families and relationships, our communities and our environment.



Dear G700 Friends,

I'm honored to be asked to write something for G700 and inspired by the new wave of young activism in Greece. Your struggle reminds me of those that swept the United States, France, Germany and Czechoslovakia in 1968. Perhaps had those struggles succeeded, the world would not be facing the crisis that now befalls it. I am 62. I was part of that 1968 generation. For a time I believed the crisis we now see would come very soon. Then, I believed it would never come at all. And suddenly, here it is: the failure of the corporate market system for all to see. Of course, we in the US bear primary responsibility for the pain that now inflicts working people around the globe. But so great a crisis is also an opportunity for re-making the world. It's up to us to seize it and make the most of it.

While Europe built and maintained at least a modest "social contract" more broadly sharing economic prosperity, the US turned first to the neo-conservative Reagan/Thatcher model. The idea was simple (and simple-minded): unregulated markets and unregulated greed, spurred by sharp cuts in tax rates for the rich, would produce an economic boom that would "trickle down" to the rest of us. It didn't happen.

Instead, wealth in the US gushed up to those at the top while wages for workers barely budged or even fell. The rich became so rich there was not even much in the way of real products they wanted to buy. So they invested their massive surpluses in real estate and a soaring stock market unsupported by real wealth creation and productivity increases.

Workers in the US were able to keep up their material lifestyles only by putting in longer hours on the job and going deep into debt. In time, they could not afford their enormous mortgages; their homes were foreclosed on and they were evicted. But the banks, left holding enormous mortgages they could not re-sell and already massively over-leveraged by the various derivative and pyramid schemes the deregulated market made possible. began collapsing.

But the turmoil was not confined to the US. European elites, envying their American counterparts (US CEOS were earning 400 times the salaries of their workers) and eager to take advantage of higher profits in the US, had invested heavily in American stocks and banks. Like collapsing dominoes, the US failures and those in the similar UK banking system spread quickly throughout the world.

Now, in the US, the scandal has reached a zenith. Poor and middle-income Americans are being asked to bail out the very banks and speculators who caused the problem in the first place. AIG, the company that had insured the collapsing banks, has received more than a hundred billion dollars from the US government and has paid millions in "bonuses" to the executives most responsible for the disaster. There is an anger in America over this that I have never seen before.

What is to be done? President Obama, a good man I believe, simply cannot use his stimulus money to restore the order that existed before the crisis. First of all, around the world, we must renew the concept of the social contract and shared prosperity. We must understand once again that an unregulated corporate market is a recipe for disaster. We must understand that governments must intervene to re-establish economic justice, and set new goals for a more just and sustainable economic system, reining in forever the unchecked power of global capital.

The second step is for citizens everywhere, led by passionate young people like yourselves, to raise a new question--not "what will this or that policy do to the economy?" but rather, "what's the economy for, anyway?" What are the economic policies that will bring us justice, good health, time for friends and families and communities, strong local institutions, economic security for all, and a sustainable world for generations to come?

As I have studied these things it is clear there are no Utopian models, but most western European countries have done a better job in meeting real human needs than has the United States, the country whose policies the European elites sought to emulate. Whether it be health or security or economic fairness or leisure time or education or children's welfare or the condition of the environment, the US, far from being a model, ranks near the bottom among the wealthy countries of the world.

It is time to create a social market system that works for all, time to strengthen the social contract, build on its best practices and steer away from the failed neo-conservative model. I remember the slogan of the Czech students who faced Russian tanks in the "Prague Spring" of 1968. Their rallying cry was "socialism with a human face." Perhaps the least we can demand 41 years later is "capitalism with a human face." I think G700 will be leaders in that struggle.

In solidarity,



TAKE BACK YOUR TIME

Seattle, Washington, USA


Thursday, March 19, 2009

Ευρωπαϊκή Ημέρα Διαγενεακής Αλληλεγγύης.

Στις 29 Απριλίου 2009 η ΕΕ θα γιορτάσει για πρώτη φορά στην ιστορία της μια Ημέρα αφιερωμένη στην Αλληλεγγύη και τη Συνεργασία ανάμεσα στις Γενιές (First European Day on Solidarity between Generations). Η συγκεκριμένη Ημέρα θεσμοθετήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία της Σλοβενικής Προεδρίας στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου για τη Διαγενεακή Αλληλεγγύη που διεξήχθη στην πόλη Brdo τον Απρίλιο του 2008 (Conference on Intergenerational Solidarity). Παρότι πράξη συμβολική, αποτελεί θετική εξέλιξη για την υπόθεση της διαγενεακής δικαιοσύνης στην Ευρώπη, και γενικότερα για τη γενεακή προσέγγιση στις προκλήσεις που απασχολούν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ΕΕ, με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, δείχνει το ενδιαφέρον της για το Διαγενεακό Ζήτημα. Το ζήτημα δηλαδή της δίκαιης κατανομής των ωφελειών και των βαρών ανάμεσα στις γενιές που βρίσκονται εν ζωή, αλλά και ανάμεσα στους σημερινούς ανθρώπους και τους μελλοντικούς πολίτες.

Γιατί όμως πρέπει να ενδιαφερθούμε;

Καταρχάς, ας αναλογιστούμε για μια στιγμή τα αυτονότητα και άμεσα ορατά. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, χώρες όπως η Ελλάδα πληρώνουν πολύ ακριβά τις γενεακά κοντόφθαλμες οικονομικές πολιτικές που ακολούθησαν στο παρελθόν. Η λογική του τρώμε από το μέλλον για να υπερκαταναλώσουμε στο παρόν, υπερχρεωνόμαστε και διατηρούμε μη βιώσιμες δημοσιονομικές θέσεις σε βάθος χρόνου, όχι μόνο έχουν στερήσει τη χώρα από το δημοσιονομικό όπλο ενάντια στην ύφεση, έχουν οδηγήσει επίσης σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού του δημοσίου, επιβαρύνοντας έτσι ακόμα περισσότερο το εξωτερικό χρέος, οδηγώντας ακόμα και σε αδυναμία πληρωμής προμηθειών, μισθών και επικουρικών συντάξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Το διαγενεακό ζήτημα, όμως, υπερβαίνει την παρούσα οικονομική συγκυρία. Υπήρχε και θα υπάρχει ακόμα και όταν ξεπεράσουμε την κρίση.

Καθώς οι Ευρωπαϊκές χώρες με πρωταθλήτριες όλων την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία γερνούν με ανησυχητικούς ρυθμούς, τα κοινωνικά και ασφαλιστικά συστήματα τίθενται υπό αφόρητη πίεση. Η προστασία των ηλικιωμένων από τη μία και η επένδυση στους νέους από την άλλη, μετατρέπονται σε μεταβλητές μιας εξαιρετικά δυσεπίλητης δημοσιονομικής και κοινωνικής εξίσωσης. Ήδη, πολλά ασφαλιστικά ταμεία στη χώρα μας δεν έχουν να πληρώσουν, οι φτωχοί συνταξιούχοι κυμαίνονται σταθερά στο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 25%, ενώ το έλλειμμα από τις μελλοντικές υποχρεώσεις των ταμείων απέναντι στους ασφαλισμένους ανέρχεται σε δύο ολόκληρα ΑΕΠ. Όλα αυτά συμβαίνουν, παρά το γεγονός ότι οι καταβαλόμενες εισφορές προσεγγίζουν το 44% του εργατικού κόστους.

Στο μεταξύ, η παρουσία ενός αριθμητικά ισχυρού και γεωγραφικά εκτεταμένου σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια «πρεκαριάτου», μιας ομάδας επισφαλών εργαζόμενων νέων η οποία αισθανόμενη ότι θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της σταδιακά ριζοσπαστικοποιείται, δυναμιτίζει την κοινωνική συνοχή, θέτοντας σε ευθεία αμφισβήτηση έννοιες όπως ο αλτρουισμός και η αλληλεγγύη των γενεών, οι οποίες στο παρελθόν υπήρξαν ριζωμένες στην κοινωνική συνείδηση των πολιτών και πολιτικά αδιαμφισβήτητες.

Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το διαγενεακό ζήτημα δεν περιορίζεται αποκλειστικά στις προκλήσεις που θέτει στο “γενεακό συμβόλαιο” το δημογραφικό. Καθώς το περιβαλλοντικό έλλειμμα διευρύνεται, το δικαίωμα των παιδιών και των μελλοντικών γενεών να μεγαλώσουν και να ζήσουν σε ένα ισόρροπο φυσικό και δομημένο περιβάλλον τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εύλογα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η αρχή της διαγενεακής δικαιοσύνης, της υποχρέωσης δηλαδή των ευρωπαϊκών κοινωνιών για μία ακριβοδίκαιη διευθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στις γενιές στο θέμα του ασφαλιστικού, του οικολογικού, του δημοσιονομικού και τους εργασιακού, και όχι απλά της επίδειξης αλτρουισμού στο πλαίσιο της παραδοσιακής αλληλεγγύης, ενδέχεται να αποτελέσει σημαντικό διακύβευμα στην ΕΕ του 21ου αιώνα. Ήδη, το Δεκέμβριο του 2008 ομάδα ευρωβουλευτών έλαβε την πρωτοβουλία να θέσει σε ψηφοφορία Γραπτή Δήλωση σχετικά με την ανάγκη καθιέρωσης Εκπροσώπησης για τις μελλοντικές γενεές στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Δήλωση 0070/2008). Η πρόταση αυτή τελικά δεν πέρασε, δείχνοντας ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης. Εν όψει όμως της Ευρωπαϊκής Ημέρας Διαγενεακής Αλληλεγγύης και Συνεργασίας, έχουμε μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε εκ νέου για το διαγενεακό ζήτημα. Να το θέσουμε στο προσκήνιο.

Tuesday, March 17, 2009

Τι έπεται της αυτοκαταστροφής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού;

Του Martin Wolf*

Seeds of its own destruction
© Financial Times
Μετάφραση από την ομάδα του PPOL

Άλλη μία ιδεολογική θεότητα χρεοκόπησε. Όλες οι υποθέσεις που ηγεμόνευσαν στην πολιτική και τους πολιτικούς επί τρεις δεκαετίες, μοιάζουν έξαφνα τόσο απαρχαιωμένες όσο ο... επαναστατικός σοσιαλισμός!

«Να σας πω ποιες είναι οι οκτώ πιο φοβερές λέξεις της αγγλικής γλώσσας; "έρχομαι από την κυβέρνηση για να σας βοηθήσω"», είχε πει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan), ήρωας του αμερικανικού συντηρητισμού. Πόσο ξεπερασμένο μοιάζει αυτό σήμερα, που οι κυβερνήσεις διοχετεύουν τρισεκατομμύρια δολαρίων, ευρώ και λιρών στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις επιχειρήσεις!

«Κράτος κακό· Ελεύθερες αγορές καλό»: πώς να επιζήσουν παρόμοιες πεποιθήσεις τώρα, που ο 'Αλαν Γκρίνσπαν (Alan Greenspan), ο μαθητής της 'Αιν Ραντ (Ayn Rand) και βασικός κεντρικός τραπεζίτης μιας ολόκληρης εποχής, εξομολογήθηκε σε μία ακρόαση του Κογκρέσου τον περασμένο Οκτώβριο πως «δεν πιστεύει στα μάτια του» με το πόσο πολύ απέτυχαν «οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να προστατεύσουν το ίδιο τους το συμφέρον και τους μετόχους τους»;

Στη δύση, η φιλική προς την αγορά ιδεολογία των τελευταίων τριών δεκαετιών προέκυψε ως αντίδραση στη θεωρούμενη αποτυχία της μεικτής οικονομίας και του κεϊνσιανού μοντέλου των δεκαετιών του '50, του '60 και του '70.

Η καθοριστική στροφή προς την αγορά σηματοδοτήθηκε από την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν ως προέδρου των ΗΠΑ το 1980 και από την ανάληψη της βρετανικής πρωθυπουργίας από τη Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) ένα χρόνο νωρίτερα. Ελάχιστα λιγότερο σημαντικός ήταν ο ρόλος του Πολ Βόλκερ (Paul Volcker), προέδρου τότε της κεντρικής τράπεζας (FED), που σύνθλιψε τον πληθωρισμό .

Υπήρχαν όμως κι άλλα, ευρύτερα γεγονότα, που διαμόρφωσαν εκείνη την εποχή: η στροφή της Κίνας προς την ελεύθερη αγορά υπό την ηγεσία του Ντενγκ Σιάο Πινγκ (Deng Xiaoping), η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού μεταξύ του 1989-1991 και το άνοιγμα της Ινδίας, μετά το 1991.

Ο θάνατος του κεντρικού σχεδιασμού, ο θάνατος του ψυχρού πολέμου και -πάνω απ' όλα- η εισροή δισεκατομμυρίων νέων μετόχων στην ταχέως παγκοσμιοποιούμενη διεθνή οικονομία, διαμόρφωσαν κατά μείζονα λόγο εκείνη την εποχή.

Σήμερα, την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της ταυτόχρονης μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης σε ολόκληρο τον πλανήτη, ο κόσμος αλλάζει και πάλι. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο εγκέφαλος της οικονομίας της αγοράς. Την ώρα που η σωτηρία του κοστίζει τόσο ακριβά, τι μένει όρθιο από την ηχηρή περιφρόνηση του Ρέιγκαν για το κράτος; Την ώρα που το οικονομικό σύστημα χρεοκοπεί, τι μένει όρθιο από την περίφημη «εμπιστοσύνη προς τις αγορές»;

Την ώρα που εξελίσσονται τόσο σημαντικές αλλαγές, μας είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε «εν θερμώ» πού οδεύουμε. Εν μέσω της χαοτικής δεκαετίας του '70, ελάχιστοι υπέθεταν πως η νέα εποχή θα σφραγιζόταν από την εξουδετέρωση του πληθωρισμού, την άνθηση του καπιταλισμού, το θάνατο του κομμουνισμού. Το τι θα συμβεί από εδώ και πέρα, εξαρτάται από αποφάσεις που δε λήφθηκαν ακόμα και από κλονισμούς που θα βιώσουμε στο μέλλον.

Το μόνο σίγουρο είναι πως ο συνδυασμός της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης με μία βαθιά ύφεση -αν όχι και με τίποτα χειρότερο- θα αλλάξουν σίγουρα τον κόσμο. Η νομιμοποίηση των αγορών θα κλονιστεί. Η αξιοπιστία των ΗΠΑ θα μειωθεί. Θα αυξηθεί η σημασία της Κίνας. Ακόμα κι η παγκοσμιοποίηση μπορεί να βουλιάξει. Θα ζήσουμε ταραγμένους καιρούς.

Πώς όμως έφτασε ο κόσμος σε αυτό το σημείο; Βασική αιτία είναι πως η εποχή του φιλελευθερισμού εμπεριείχε εν σπέρματι την αυτοκαταστροφή της: βρισκόταν στην πελώρια αύξηση της κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, τη φρενιτική παραγωγή καινοτόμων χρηματοοικονομικών προϊόντων, την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των παγκόσμιων μακροοικονομικών ανισορροπιών, την εκτίναξη του δανεισμού των νοικοκυριών και τη διαμόρφωση «φουσκών» στις τιμές των χρηματιστηριακών τίτλων και των πρώτων υλών.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς κι επίκεντρο της τρέχουσας θύελλας, το μέσο χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτινάχθηκε από 22% το 1981 σε 117% το τελευταίο τετράμηνο του 2008. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το χρηματοπιστωτικό τομέα, το ακαθάριστο χρέος της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας έφτασε το 250% του ΑΕΠ της χώρας!

Η Κάρμεν Ράινχαρτ (Carmen Reinhart) του πανεπιστημίου του Μέριλαντ και ο Κένεθ Ρόγκοφ (Kenneth Rogoff) του Χάρβαρντ θεωρούν πως η εποχή της φιλελευθεροποίησης υπήρξε εξ αρχής μία εποχή συχνότατων οικονομικών κρίσεων, που τον 20ό αιώνα την ξεπέρασε μόνο η δεκαετία του '30. Διαμορφώνονταν επίσης διαρκώς «φούσκες» στις τιμές των χρηματιστηριακών τίτλων και των πρώτων υλών.

Οι κυβερνήσεις των αναπτυσσομένων «αναδυόμενων» κρατών παρενέβησαν δυναμικά για να κρατήσουν φτηνά τα νομίσματά τους και να σωρεύσουν συναλλαγματικά αποθέματα. Δημιουργήθηκαν έτσι πελώρια πλεονάσματα, που ανακυκλώθηκαν στην αγορά χρήματος: μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του '90 και του Ιουλίου του 2008, τα αποθέματα αυτά αυξήθηκαν κατά 5.3 τρις δολάρια (4.1 τρις ευρώ).

Στην πελώρια μάζα αυτών των κεφαλαίων προστέθηκαν τα παραδοσιακά πλεονάσματα μιας σειράς αναπτυγμένων κρατών και ια διογκωμένα κέρδη από την εμπορία πετρελαίου. Όλα αυτά τα κεφάλαια κατέληξαν σε μια δράκα πλουσίων κρατών, κυρίως στις ΗΠΑ. Στην κορύφωση του φαινομένου, οι ΗΠΑ απορρόφησαν το 70% του συνόλου των πλεονασμάτων του κόσμου.

Εντωμεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο δανεισμός των νοικοκυριών έφθασε από το 66% του ΑΕΠ το 1997 στο 100%, δέκα χρόνια αργότερα. Ακόμα περισσότερο αυξήθηκε ο δανεισμός των νοικοκυριών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτός ο δανεισμός στηρίχτηκε από τη δημιουργία υπέρμετρα ελαστικών καινοτόμων τραπεζικών παραγώγων και (στις ΗΠΑ) από κρατικά προγράμματα.

Παντού, ο χρηματοπιστωτικός τομέας γινόταν όλο και πιο ευφάνταστος. Ο μυθικός επενδυτής Ουόρεν Μπάφετ (Warren Buffett) το 2003 είχε περιγράψει αυτά τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ως «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής». Απεδείχθη πως είχε δίκιο, τουλάχιστο εν μέρει. Διότι τη δεκαετία του 2000 επιπροσθέτως δημιουργήθηκε το λεγόμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» όπου η ασφάλεια των συναλλαγών ανετέθη εν πολλοίς σε επισφαλή ενυπόθηκα ομόλογα, σαν τα CDO. Το οικοδόμημα κατάρρευσε το 2007.

Βιώνουμε λοιπόν τη βαθύτερη, εκτενέστερη και πιο επικίνδυνη οικονομική κρίση μετά τη δεκαετία του '30. Όπως έγραψαν σε ένα άρθρο τους οι καθηγητές Ράινχαρτ και Ρόγκοφ «συνήθως οι τραπεζικές κρίσεις προκαλούν μεγάλη πτώση στη διάθεση χρήματος και στην απασχόληση». Σε αυτό συμβάλουν και τα υπερβολικά ελλείμματα. Το συνολικό χρέος στις ΗΠΑ έχει φθάσει στο ιστορικό ρεκόρ του 350% του ΑΕΠ (από το οποίο το 85% είναι ιδιωτικό χρέος), πολύ παραπάνω από το 160% του 1980.

Στα αναμενόμενα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης περιλαμβάνονται:

  • μεγάλα και παρατεταμένα ελλείμματα σε χώρες με διευρυμένο εμπορικό έλλειμμα, που θα μάχονται να διατηρήσουν την εσωτερική τους ζήτηση
  • παρατεταμένη παγκόσμια ύφεση·
  • βίαιη προσαρμογή της παγκόσμιας ροής κεφαλαίων·
  • κατάρρευση του δολαρίου·
  • άνοδο του τιμάριθμου·
  • καταφυγή στον προστατευτισμό.


Είναι αναμφίβολο πως οι αλλαγές θα υπερβούν την οικονομική σφαίρα. Διαψεύστηκε πλέον η υπόθεση πως τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά συστήματα μεταθέτουν το ρίσκο των συναλλαγών τους σε εκείνους που είναι καλύτερα εξοπλισμένοι να αντεπεξέρθουν. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι πως το κόστος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών μεταφέρθηκε μάλλον σε όσους είναι λιγότερα εξοπλισμένοι να το κατανοήσουν. Όπως είπε τον περασμένο Απρίλιο σε μια ομιλία του ο κ. Βόκελ: «για να το πω απλά, το λεγόμενο "νέο" χρηματοοικονομικό σύστημα, παρά τους ταλαντούχους πρωταγωνιστές του, παρά τις πλουσιοπάροχες ανταμοιβές του, απέτυχε να "περάσει" στο τεστ της λειτουργίας του στην αγορά».

Σε ένα πρόσφατο κείμενό του, ο 'Αντριου Χαλντέιν (Andrew Haldane), εκτελεστικός διευθυντής της «τράπεζας της Αγγλίας» υπεύθυνος για την οικονομική σταθερότητα, αποκάλυψε πόσο λίγο κατανοούσαν οι τράπεζες τους κινδύνους που αναλάμβαναν και -υποτίθεται- διαχειρίζονταν. Τονίζει πως οι τράπεζες έπασχαν από «καταστροφική μυωπία» (έτειναν να υποτιμούν τους κινδύνους), δεν αντιλαμβάνονταν τις «δικτυακές εξωτερικότητες» (τις επιπτώσεις που είχαν οι πράξεις ενός τραπεζικού οργανισμού σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα) και «αναποδογύρισαν τα κίνητρά τους» (επιβραβεύοντας τους εργοδότες, τιμωρώντας τους φορολογούμενους και τους μετόχους τους).

Μετά την κρίση, θα δούμε δίχως άλλο ένα «λιγότερο αλαζονικό κεφάλαιο», όπως επιθυμούσε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill) ήδη το 1925. Οι αγορές θα επιβάλουν με βίαιο τρόπο μία νέα, ίσως πρόσκαιρη, πειθάρχηση. Θα υπάρξει αυστηρότερη ρύθμιση.

Λιγότερο σαφές είναι προς τα πού θα στραφούν οι πολιτικοί: θα διαχωριστούν οι εμπορικές τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες; Θα εξαναγκαστούν να σμικρύνουν οι οργανισμοί που εκτιμώνται πως είναι «πολύ μεγάλοι για να αποτύχουν»; Ακούμε από όλο και περισσότερες κυβερνήσεις εκκλήσεις για στροφή της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας στο εσωτερικό, εθνικό τους χώρο. Αν συμβεί όμως αυτό, το επόμενο βήμα θα είναι η αντιστροφή της τάσης για παγκοσμιοποίηση.

Ο Τσόρτσιλ επίσης καλούσε τη βιομηχανία να γίνει «πιο ουσιαστική». Βραχυπρόθεσμα, πάντως η κατάρρευση των οικονομιών φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: βυθίζεται παγκοσμίως. Η κρίση επεκτείνεται επίσης σε κάθε πτυχή της πραγματικής οικονομίας και πολλαπλασιάζονται οι εκκλήσεις για βοήθεια.

Από τη στιγμή που το παρόν οικονομικό σύστημα αποδείχτηκε δυσλειτουργικό, για πόσο ακόμα μπορούμε να βασίζουμε τη διεύθυνση των επιχειρήσεών τους στο κριτήριο της μεγιστοποίησης της χρηματιστηριακής τους αξίας; Στο κάτω-κάτω, το ύψος της χρηματιστηριακής αξίας μιας επιχείρησης εξαρτάται από τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς... Όσα συνέβησαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, απέδειξαν πόσο ανόητη ήταν αυτή η ιδέα.

Θα ήταν πολύ καλύτερα, συμπεραίνουν αρκετοί, να επαναφέρουμε στο τιμόνι των επιχειρήσεων τους μάνατζερ και να μην επιτρέπουμε πια να τους υποκαθιστούν οι χρηματοοικονομικοί «παίκτες» ή οι χρηματιστηριακές αγορές.

Είναι επίσης πιθανό να δούμε τις κυβερνήσεις να μπαίνουν στον πειρασμό να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους από την επιθετικότητα των μετόχων από τα κεφάλαια υψηλής διακινδύνευσης, τις ιδιωτικές επενδυτικές συμμετοχές και λοιπά επενδυτικά σχήματα. Από τη στιγμή που το ελλειμματικό χρηματοοικονομικό σύστημα χάνει την αξιοπιστία, πλήττεται η νομιμοποίηση της ίδιας της λειτουργίας της αγοράς. Αυτό ισχύει ιδίως για το λεγόμενο ελευθεριακό «αγγλοσαξονικό» μοντέλο.

Εξίσου πιθανό είναι να δούμε αλλαγές στο νομισματικό τομέα. Μέχρι τώρα, υπήρχε συναίνεση στο μακροοοικονομικό διαχωρισμό μεταξύ νομισματικής και φορολογικής πολιτικής, με τη μεν δημοσιονομική πολιτική να μπαίνει στον «αυτόματο πιλότο», τη δε νομισματική πολιτική να επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Τώρα πια όμως, με τα επιτόκια δανεισμού να βρίσκονται κοντά στο... 0%, ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής δε στέκει πια. Για να χαράξεις τη δημοσιονομική σου πολιτική, θα πρέπει να μπορείς να υπολογίσεις τις τιμές των αγαθών και των πρώτων υλών.

Πολλοί κατηγορούν τον κ. Γκρίνσπαν, το διάδοχο του κ. Βόλκερ στο τιμόνι της FED, πως δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τις δύο «φούσκες» (του χρηματιστηρίου και των ακινήτων) και τη συνεπακόλουθη κατάρρευση. Ο ίδιος συχνά έλεγε πως είναι πιο εύκολο να καθαρίζεις τον τόπο αφού «σκάσει» μια «φούσκα», παρά να διαπιστώνεις πού δημιουργείται η φούσκα και να την εξουδετερώνεις ενώ αυτή αναπτύσσεται. Τον περασμένο Νοέμβριο ο αντιπρόεδρος της FED Ντόναλντ Κον (Donald Kohn) αποκατέστησε την πιο ορθόδοξη άποψη, αλλά με φανερή απροθυμία: «στο φως των αποδεδειγμένων επιπτώσεων των "φουσκών" στην πραγματική οικονομία (που ίσως να γίνονται αισθητές επί χρόνια) οι κεντρικές τράπεζες μάλλον θα πρέπει να προσπαθούν διαρκώς να εκτιμούν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πορείας της οικονομίας και να επιτρέπουν την κατάλληλη λελογισμένη πολιτική παρέμβαση εκ μέρους τους». Φυσικά, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα από αυτό, ρυθμίζοντας περισσότερο και με πιο αποτελεσματικά εργαλεία τη νομισματική πολιτική και την οικονομία.

Η σφοδρή όμως οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την παγκόσμια βαθιά ύφεση (ίσως και με άλλα, πολύ χειρότερα) θα έχουν πολύ σημαντικότερες επιπτώσεις από τα παραπάνω.

Θυμηθείτε τι συνέβη στη «μεγάλη ύφεση» της δεκαετίας του '30. Σε πολλές σημαντικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, η ανεργία έφτασε στο 25% της εργατικής δύναμης. Αυτό άλλαξε τον καπιταλισμό και το ρόλο του κράτους για πενήντα χρόνια, ακόμα και στις πλέον φιλελεύθερες δημοκρατίες. Οδήγησε στην κατάρρευση του ελευθέρου εμπορίου, κατοχύρωσε την αξιοπιστία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και οδήγησε πολλούς πολιτικούς να επιλέγουν την αυτοδύναμη ανάπτυξη ως τη βασιλική οδό προς την ευημερία.

Αλλά η ύφεση οδήγησε επίσης σε ξενοφοβία και αυταρχισμό. Ο κόσμος, φοβισμένος, μετατράπηκε σε μάζα και διευρύνθηκαν οι διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό πολλών κοινωνιών. Το 1930, οι εθνικοσοσιαλιστές «ναζί» έλαβαν 18% των ψήφων· δύο χρόνια αργότερα, στο ζενίθ της ύφεσης, το ποσοστό τους έφτασε στο... 37%.

Ήδη είναι ορατές μεγάλες αλλαγές σε ζητήματα όπως ο καθορισμός των αμοιβών. Ακόμα και στις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο ασκείται πλέον ευθέως κρατικός έλεγχος στο ύψος των αμοιβών. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, το αδιανόητο έγινε σύνηθες. Εξίσου οφθαλμοφανείς είναι οι μεγάλες διαφοροποιήσεις στο βαθμό αποδοχής της ανισότητας: μέχρι πρόσφατα, οι μεγάλες αμοιβές ήταν αποδεκτές, ως δείγμα των αυξημένων ικανοτήτων όσων τις λάβαιναν. Θεωρήθηκαν όμως αφόρητες από τη στιγμή που έγιναν συνώνυμες με τη σπατάλη και την ανικανότητα. Η αυξημένη φορολόγηση των πλουσίων ξαναγίνεται της μόδας.

Ένας άλλος τομέας μεγάλων αλλαγών είναι η ασφάλιση. Η μεταφορά των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων προς τις χρηματαγορές θα χάσει σε αξιοπιστία, έστω αν, κατά ειρωνικό τρόπο, οι προοπτικές για μακροπρόθεσμη κερδοφορία μοιάζει να αυξάνουν. Οι πολιτικοί, σαν τις αγορές, έχουν μία τάση προς την υπερβολή.

Τι αίτημα για ασφάλεια θα ενισχύσει την κρατική παρέμβαση στις αγορές. Η αύξηση της σημασίας της πολιτικής με τη σειρά της, θα ενισχύσει τη σημασία του κράτους-έθνους εις βάρος της διεθνοποίησης. Αυτό είναι ήδη φανερό στα δημοσιονομικά. Εμφανίζεται επίσης στην αγωνία των κυβερνήσεων να διασώσουν τις ντόπιες επιχειρήσεις τους. Ο προστατευτισμός κατά πάσα πιθανότητα θα επεκταθεί πολύ περισσότερο από ότι βλέπουμε σήμερα: βρισκόμαστε ακόμα στις πρώτες μέρες της κρίσης.

Η κρίση θα πλήξει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις αναδυόμενες οικονομίες: ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται σε απόλυτη φτώχεια θα αυξηθεί, οι νέες μεσαίες τάξεις θα μειωθούν και είναι μαθηματικά βέβαιο πως ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες θα χρεοκοπήσουν. Θα μειωθεί η εμπιστοσύνη προς τις εθνικές και διεθνείς ελίτ, στις αγορές, ακόμα και στην προοπτική της αύξησης της υλικής ευημερίας, πιθανότατα με καταστροφικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Είναι ανάγκη να συμπαρασταθούμε στις αναδυόμενες οικονομίες να αντεπεξέρθουν σε μια κρίση για την οποία, έτσι κι αλλιώς, δε φέρουν την παραμικρή ευθύνη.

Θα υπονομευτεί επίσης σοβαρά η ικανότητα της δύσης γενικά και των Ηνωμένων Πολιτειών ειδικά να επηρεάζουν τις διεθνείς υποθέσεις. Η κατάρρευση των δυτικών χρηματοοικονομικών συστημάτων, την ίδια στιγμή που η Κίνα ανθεί, σηματοδοτεί το επονείδιστο τέλος της λεγόμενης «μονοπολικής στιγμής». Οι δυτικοί πολιτικοί έχουν ανασηκώσει τα μανίκια τους, αλλά η αξιοπιστία τους κείται σε ερείπια. Κανείς πια δεν εμπιστεύεται το δάσκαλο.

Αυτές οι αλλαγές θα υπονομεύσουν την ικανότητα του κόσμου όχι απλά τα διαχειριστεί την παγκόσμια οικονομία, αλλά να αντιμετωπίσει άλλες, πιο κρίσιμες, προκλήσεις: τις επιβουλές κατά των εξασθενημένων κρατών, την τρομοκρατία, την κλιματική αλλαγή, την ανάδυση νέων μεγάλων δυνάμεων.

Εντέλει, είναι πολύ πιθανό να αντιστραφεί ακόμα και η τάση της παγκοσμιοποίησης, από την οποία σήμερα εξαρτόμαστε οι πάντες. Η παγκοσμιοποίηση ήταν μια πολιτική επιλογή. Τις παραμονές του Α' παγκοσμίου πολέμου, είδαμε την παγκοσμιοποίηση εκείνης της εποχής, που εξελισσόταν επί δεκαετίες, να καταρρέει ξαφνικά. Θα μπορούσε να ξανασυμβεί το ίδιο.

Στις 19 Ιουνίου 2007, σε ένα άρθρο μου για το «νέο καπιταλισμό» κατέληγα με την παρατήρηση πως κανείς δεν έχει ακόμα ελέγξει αυτό το σύστημα. Ε, λοιπόν αυτό δεν ισχύει πια: εξετάστηκε -και είναι για πέταμα.

Ο αιώνας του οικονομικού φιλελευθερισμού τελείωσε. Από την άλλη, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε τη δεκαετία του '30, δε υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση στην οικονομία της αγοράς και οι ρίζες της διεθνούς συνεργασίας είναι βαθιές.

«Έχω την αίσθηση πως δεν είμαστε πια στο Κάνσας», λέει η Ντόροθι (Dorothy) όταν ένας κυκλώνας την παρασύρει και τη μεταφέρει στη χώρα του Οζ. Ο κόσμος των τελευταίων τριάντα χρόνων χάθηκε. Μένει σε εμάς να προσδιορίσουμε πού μας έχει μεταφέρει ο οικονομικός κυκλώνας που μας παρέσυρε.

*Ο Martin Wolf είναι Βρετανός δημοσιογράφος της FT, πρώην στέλεχος της «παγκόσμιας τράπεζας»

Sunday, March 15, 2009

Τρίτος τομέας: ανακουφίζει από την ύφεση, θέτει βάσεις για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη

Παρακολουθώντας καθημερινά τον τρόπο με τον οποίο ΗΠΑ και ΕΕ αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση, παρατηρούμε ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούν να ξεπεράσουν την ύφεση προσφεύγοντας σε μέτρα χρηματοδοτικής ενίσχυσης εκείνων των οικονομικών κλάδων του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι πλήττονται άμεσα. Στην κορυφή της ουράς των εγχειρημάτων «ξελασπώματος» βρίσκονται οι τράπεζες μαζί με όσες βιομηχανίες φαντάζουν πολύ μεγάλες για να τους επιτραπεί να αποτύχουν. Τράπεζες και βιομηχανίες «στρατηγικής σημασίας» έχουν όλες κινητοποιήσει επιτυχώς τα δίκτυα πίεσης και τις ομάδες επιρροής, με αποτέλεσμα τα περισσότερα μέτρα για τον ιδιωτικό τομέα να αφορούν σε κρατικά σχέδια, κρατικές πολιτικές και κρατικές χρηματοδοτικές ενισχύσεις υπέρ τους.

Για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την καταπολέμηση της αυξανόμενης ανεργίας, μέτρα όπως τα παραπάνω είναι απαραίτητα και χρήσιμα, όμως δεν είναι τα μόνα ικανά να σταθεροποιήσουν μια οικονομία, πόσο μάλλον να ανακουφίσουν την κοινωνία από τις συνέπειες της ύφεσης. Ο τρίτος τομέας, γνωστός αλλιώς ως εθελοντικός ή μη κερδοσκοπικός, αποτελεί μια μη προφανή, όμως σημαντική και ανεξερεύνητη διέξοδο από την οικονομική κρίση.

Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ο τρίτος τομέας αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κοινωνία των Πολιτών. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Διαδικτυακή Πύλη για την Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα, ο τρίτος τομέας περιλαμβάνει όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας που αναλαμβάνεται από μη κερδοσκοπικούς, μη κυβερνητικούς οργανισμούς, κοινωνικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς και διάφορους τύπους ενώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην αυτοοργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Επιχειρεί δε να καλύψει τους «κενούς χώρους» που αφήνουν μεγάλα τμήματα της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη, η δε παροχή τους από το κράτος πολλές φορές ανέφικτη.

Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θεσμού του τρίτου τομέα που καλύπτει κενά στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα, μολονότι ακόμα σε πρωτόλεια μορφή, είναι ο Συνήγορος του Εργαζόμενου της Γενιάς των 700 ευρώ. Παρέχοντας δωρεάν πληροφόρηση πάνω σε εργασιακά, μισθολογικά και διαδικαστικά νομικά και λογιστικά θέματα, ο ΣΕ βοηθάει αρκετούς εργαζόμενους όλων των ηλικιών να κατανοήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, απαλάσσοντάς τους από ένα σημαντικό κόστος σε χρόνο και χρήμα, το οποίο σε περίπτωση που προσέφευγαν σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή επαγγελματία θα έπρεπε να αναλάβουν ατομικά. Σήμερα, με την απασχόληση να δέχεται ισχυρό πλήγμα, και την εκ περιτροπής εργασία με την αναγκαστική περικοπή ωρών εργασίας και αμοιβών να γίνονται συνήθεις πρακτικές, ο Συνήγορος του Εργαζόμενου αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική χρησιμότητα.

Ο Συνήγορος του Εργαζόμενου της Γενιάς των 700 ευρώ, όμως, αποτελεί αμελητέο ίχνος μπροστά στο τεράστιο μέγεθος του τομέα της «αλληλέγγυας οικονομίας», τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα. Για να κατανοήσουμε για τι μεγέθη μιλάμε, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι στις ΗΠΑ ο τρίτος τομέας ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τον ιδιωτικό στο χώρο της υγείας, της εκπαίδευσης, των κοινωνικών υπηρεσιών και του πολιτισμού. Στην Αγγλία, η προστιθέμενη αξία του τομέα της κοινωνικής οικονομίας είναι μεγαλύτερη από αυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί και μεγαλύτερο εργοδότη από τις τράπεζες αλλά και τις κατασκευαστικές εταιρείες. Στο σύνολο της Ευρώπης ο τομέας συγκεντρώνει το 10% περίπου της συνολικής απασχόλησης.

Στην Ελλάδα ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία. Ωστόσο σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ "Organised Civil Society and European Governance" (2001) εκτιμάται ότι ο τρίτος τομέας στην Ελλάδα απασχολεί περίπου το 1,5% του συνόλου των εργαζόμενων, μέγεθος μικρό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο διόλου αμελητέο, δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των 70 χιλιάδων περίπου εργαζόμενων στον οποίο αναλογεί, ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθος μεγάλων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα όπως η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ.

Επιστρέφοντας στα της οικονομικής κρίσης, έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι ο τρίτος τομέας είναι πολύ πιο ευκίνητος και αρκετά αποτελεσματικός κατά τη διάρκεια υφέσεων ειδικά σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της κοινότητας και τη βοήθεια των πολιτών να τα βγάλουν πέρα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Αγγλίας στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπου οι κοινωνικές επιχειρήσεις είτε βοηθούσαν ανέργους και άπορους πολίτες να ορθοποδήσουν, είτε κάλυπταν τα κενά από τη μειωμένη ζήτηση γης ή κτιρίων από τον επιχειρηματικό κόσμο. Στις ΗΠΑ την ίδια εποχή, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί στήριξαν σημαντικά την απασχόληση και την κίνηση της αγοράς στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών, προσφέροντας ένα σημαντικό δίχτυ προστασίας στους πολίτες της χώρας.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Βρετανία η οποία σημειωτέον διαθέτει και Υπουργό Κοινωνικής Οικονομίας (Minister of the Third Sector) ανακοίνωσε τη δημιουργία ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης της Ύφεσης για τις οργανώσεις του Τρίτου Τομέα (Third Sector Recession Fund), ύψους 42,5 εκατομυρρίων λιρών. Στόχος είναι η ταχεία ανακούφιση των πολιτών σε περιοχές που πλήττονται άμεσα από την ύφεση μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού διχτυού κοινωνικής προστασίας σε άπορους, την παροχή συμβουλών, εκπαίδευσης και επανακατάρτισης σε ανέργους, τη στήριξη της απασχόλησης μέσω της κοινωνικής εργασίας, καθώς και την αναδιάρθρωση και συγχώνευση ενεργών οργανώσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω κρίσης. Ταυτόχρονα, μέσω των mutual insurance companies, mutual savings and loans associations και των joint stock companies παρέχονται χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που λειτουργούν ως εναλλακτικός παράγοντας σταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Στην Ευρώπη ο τρίτος τομέας θα μπορούσε να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο σε τρία βασικά πεδία. Πρώτον, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναπτύσσοντας τη μικροπίστωση (micro-credit) και λειτουργώντας ανταγωνιστικά ως προς τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς στο κομμάτι της παροχής ρεσυτότητας. Δεύτερον, μπορεί να ανακουφίσει τους πολίτες από τις συνέπειες της ανεργίας, διοχετεύοντας πόρους και αναπτύσσοντας δραστηριότητες κοινωνικής εργασίας, δεδομένου ότι είναι σε θέση να ανταποκριθεί πολύ πιο γρήγορα και άμεσα σε ανάγκες τοπικού χαρακτήρα ή κοινωνικές ανάγκες τμημάτων του πληθυσμού σε σύγκριση με τις αργές κρατικές υπηρεσίες. Τρίτον μπορεί να διοχετεύσει επενδυτικά κεφάλαια στην ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας και την προστασία του περιβάλλοντος συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην επόμενη ημέρα για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Το τελευταίο αυτό σημείο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Η κοινωνική οικονομία πέρα από εργαλείο ανακούφισης από τις συνέπειες της κρίσης, δυνητικά μπορεί να αποτελέσει σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο.

Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων της Ουάσινγκτον, Τζέρεμι Ρίφκιν, με τον οποίο είχαμε την τύχη να συνομιλήσουμε το περασμένο καλοκαίρι στο πλαίσιο των εργασιών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, έχει διατυπώσει σχετικές προτάσεις ήδη από το 1995. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για έναν τομέα της οικονομίας βασισμένο σε συνεταιριστικά διαρθρωμένες οικονομικές μονάδες, οι οποίες δε θα στοχεύουν πρωτίστως στην αύξηση των κερδών τους, αλλά στην ικανοποίηση σημαντικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων που αδυνατεί να παρέχει με επιτυχία τόσο το κράτος όσο και η αγορά.

Φυσικά δεν είχε στο μυαλό του την αποτυχημένη εκδοχή του κομματικοποιημένου και κεντρικά ελεγχόμενου ελληνικού συνεταιριστικού πειράματος της δεκαετίας του ’80, ούτε των εξαρτώμενων για τη βιωσιμότητα τους από το κράτος κοινοπρακτικών σχημάτων στον αγροτικό τομέα και τον τομέα της πρόνοιας σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Αυτό που οραματίζεται ο Ρίφκιν είναι ένας ζωντανός, τεχνολογικά προηγμένος και με ασφαλείς εργασιακές σχέσεις οικονομικός τομέας.

Στην Αγγλία ο τρίτος τομέας αποτελεί μια πραγματική οικονομική δύναμη με 865,000 οργανώσεις και ένα εργατικό δυναμικό που φτάνει τα 1,35 εκατομύρια εργαζόμενους, 6,4% της συνολικής απασχόλησης, και συνολικό ετήσιο εισόδημα £108.9 δις. Εξ' αυτών οι 55.000 είναι κοινωνικές επιχειρήσεις (Social Enterprises) διαφόρων νομικών μορφών, οι οποίες έχουν ετήσιο τζίρο 27 δις λίρες, αποτελούν το 5% των επιχειρήσεων με εργαζόμενους και συνεισφέρουν 8,4 δις λίρες ετησίως στο ΑΕΠ. Το 2005 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά εδώ και 100 χρόνια νέα νομική μορφή εταιρείας, η λεγόμενη «Community Interest Company» (cic) και τον Ιούλιο του 2008 λειτουργούσαν ήδη 233 τέτοιες επιχειρήσεις με ένα εισόδημα ύψους 161 εκ λιρών το χρόνο και 957 άτομα προσωπικό.

Στις Σκανδιναβικές χώρες αντίστοιχα οι συνεταιρισμοί κοινωνικών σκοπών και ανθρωπιστικής αποστολής αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του επίσημου κοινωνικού κράτους, ενώ στις ΗΠΑ ο τομέας αυξάνει συνεχώς την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στους κλάδους υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικών υπηρεσιών, έρευνας και τεχνολογίας με έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη, ψυχαγωγίας και πολιτισμού.

Βέβαια, για να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, πρέπει να ικανοποιηθεί απαραίτητα μια βασική προϋπόθεση. Ο τρίτος τομέας, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να αφομοιώσει γρήγορα το νέο του ρόλο του στη σύγχρονη εποχή και να αποβάλει έμπρακτα τη ρετσινιά τόσο του κρατικοδίαιτου συναιτεριστικού κινήματος όσο και του αδιαφανούς και αναποτελεσματικού μηχανισμού αναδιανομής δημόσιου χρήματος ή ξεπλύματος πολιτικού και φοροδιαφεύγοντος μαύρου χρήματος. Τέλος και όχι λιγότερο σημαντικά η συμβολή του στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προϋποθέτει την πολιτική βούληση για έξοδο από το σημερινό θεσμικό περιβάλλον "χύμα" και τη δημιουργία ενός απλού, ενιαίου κι ευέλικτου πλαισίου νόμων, κινήτρων και υποστηρικτικών μηχανισμών για την άνθιση του.

Friday, March 13, 2009

Now it is time for a less selfish capitalism

By Richard Layard*
Published in FT/capitalismblog, March 11, 2009

What is progress? The Organisation for Economic Co-operation and Development has been asking this question for some time and the current crisis makes it imperative to find an answer. According to the Anglo-Saxon Enlightenment, progress means the reduction of misery and the increase of happiness. It does not mean wealth creation or innovation, which are sometimes useful instruments but never the final goal. So we should stop the worship of money and create a more humane society where the quality of human experience is the criterion. Provided we pay ourselves in line with our productivity, we can choose whatever lifestyle is best for our quality of life.

And what would that involve? The starting point is that, despite massive wealth creation, happiness has not risen since the 1950s in the US or Britain or (over a shorter period) in western Germany. No researcher questions these facts. So accelerated economic growth is not a goal for which we should make large sacrifices. In particular, we should not sacrifice the most important source of happiness, which is the quality of human relationships – at home, at work and in the community. We have sacrificed too many of these in the name of efficiency and productivity growth.

Most of all we have sacrificed our values. In the 1960s, 60 per cent of adults said they believed “most people can be trusted”. Today the figure is 30 per cent, in both Britain and the US. The fall in trustworthy behaviour is clear in the banking sector but can also be seen in family life (more break-ups), in the playground (fewer friends you can trust) and in the workplace (growing competition between colleagues).

Increasingly, we treat private interest as the only motivation on which we can rely and competition between individuals as the way to get the most out of them. This is often counterproductive and does not generally produce a happy workplace since competition for status is a zero-sum game. Instead, we need a society based on positive-sum activities. Humans are a mix of selfishness and altruism but generally feel better working to help each other rather than to do each other down.

Our society has become too individualistic, with too much rivalry and not enough common purpose. We idolise success and status and thus undermine our mutual respect. But countries vary in this regard, and the Scandinavians have managed to combine effective economies with much greater equality and mutual respect. They have the greatest levels of trust (and happiness) of any countries in the world.

To build a society based on trust we have to start in school, if not earlier. Children should learn that the noblest life is the one that produces the least misery and the most happiness in the world. This rule should apply also in business and professional life. People should do work that is useful to society and does not just make paper profits. And all professions – including journalism, advertising and business – should have a clear, professional, ethical code that its members are required to observe. It is not for nothing that doctors form the group most respected in our society – they have a code that is enforced and everyone knows it.

So we need a trend away from excessive individualism and towards greater social responsibility. Is it possible to reverse a cultural trend in this way? It has happened before, in the early 19th century. For the next 150 years there was a growth of social responsibility, followed by a decline in the next 50. So a trend can change and it is often in bad times (such as the 1930s in Scandinavia) that people decide to seek a more co-operative lifestyle.

I have written a book about how to do this and there is room here for three points only. First we should use our schools to promote a better value system – the recent Good Childhood report sponsored by the UK Children’s Society was full of ideas about how to do this. Second, adults should reappraise their priorities about what is important. Recent events are likely to encourage this and modern happiness research can help find answers. Third, economists should adopt a more realistic model of what makes humans happy and what makes markets function.

Three ideas taught in business schools have much to answer for. One is the theory of “efficient capital markets”, now clearly discredited. The second is “principal agent” theory, which says the agents will perform best under high-powered financial incentives to align their interests with those of the principal. This has led to excessive performance-related pay, which has often undermined the motive to work well for the sake of doing a good job and introduced unnecessary tension among colleagues. Finally, there is the macho philosophy of “continuous change”, promoted by self-interested consulting companies, which disregards the fundamental human need for stability – in the name of efficiency gains that are often not realised.

We do not want communism – as research shows, the communist countries were the least happy in the world and also inefficient. But we do need a more humane brand of capitalism, based not only on better regulation but on better values.

Values matter and they are affected by our theories. We do not need a society based on Darwinian competition between individuals. Beyond subsistence, the best experience any society can provide is the feeling that other people are on your side. That is the kind of capitalism we want.

*Lord Layard is at the London School of Economics Centre for Economic Performance. He has written ‘Happiness’ (2005) and co-authored ‘A Good Childhood’ (2009)

Wednesday, March 11, 2009

Leaving the Impasse? Civil Society Activism

By Frauke S. Austermann

Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί κεφάλαιο της ερευνητικής εργασίας "Towards Generational Justice on the European Labour Market", η οποία δημοσιεύτηκε στα Maastricht European Studies Papers, July 2007/05.

As governments on the national and international level remain relatively moribund when it comes to the implementation of generational justice in the labour market, civil society organisations (CSOs) are eager to boost this specific issue and lobby political decision makers so that concrete results are finally tangible. In the following section, it will be presented how these CSOs manage to create an important impulse that might trigger governments to leave the above-mentioned impasse.

The first example for this civil society activism towards generational justice was mentioned in section 1, namely the Foundation for the Rights of Future Generations (FRFG). The Foundation is a typical case for what the sociologists Buechler and Kendall call a “New Social Movement” (cf. Buechler, 1999; Kendall, 2005). According to these scholars, ever since the 1960s social movements have distanced themselves from well-known ‘classical’ economic concerns such as workers’ rights, and emphasise more fundamental social changes in lifestyle and culture (Buechler, 1999). Thus, FRFG’s vision is a generationally just world which goes hand in hand with sustainable development (Tremmel, 2006, p.196-220).

Keeping the ideal of generational justice in mind, the activists of the Foundation launch concrete campaigns to realise better working conditions for young people. However, their engagement is not limited to single issue campaigns. They pursue change in several fields that are related to their vision, ranging from advocating renewable energy sources to campaigns for a proper internship scheme in Europe (FRFG, 2006).

The daily work of the Foundation involves various activities, like the publication of its proposals for generational justice, thereby making use of diverse media, networking with similar organisations, or lobbying political decision makers. The CSO therefore applies a rather flexible protest, or what the sociologist Byrne bluntly calls “relatively disorganised” (1997, p.10). Still, this new protest leads to concrete results. Thus, it was thanks to the lobby work of FRFG that 100 members of the German Bundestag adopted a proposal in November 2006 stipulating the inclusion of generational justice in the German constitution (FRFG, 2006).

A second example of a CSO fighting for generational justice in the European labour market is the French organisation Génération Précaire. This loose association of young people focuses on the above-described particular field concerning generational justice on the labour market, namely internships. Representing many of the 800,000 French interns, the activists of Génération Précaire all experienced internships of similar patterns: they worked a lot more than the (in France) legally fixed 35 hours per week; their tasks were oftentimes not properly supervised; they were in most cases not paid for their work, nor did they enjoy any social rights.

Many employers kept them working under these circumstances, sometimes for more than a year, by promising them regular employment if they stay for a ‘sufficient’ time in the firm as interns. The employers kept this promise in only 8 percent of the cases (APEC, 2005).

The interns accept these conditions since the alternative would be unemployment (cf. Génération Précaire, 2005). The profile of this cheap or even free of charge labour force is quite homogeneous: they are in their twenties; they have studied four or five years, and graduated with diplomas with good or even outstanding grades and; and they are highly motivated to enter the labour market.

Since September 2005, Génération Précaire tries to improve this situation in France and also Europe-wide with the ultimate aim of achieving generational justice in the European labour market (cf. Generation P, 2006). This makes Génération Précaire a kind of hybrid. It is a classic social movement since it pursues a specific campaign, aiming at a well-known economic concern, namely the improvement of working conditions. Yet, similar to FRFG, it also envisions the new ideal of generational justice, which is typical for a New Social Movement.

What tactics does Génération Précaire utilise to achieve these goals? The action taken is threefold: publications, demonstrations, and concrete legal proposals. Regarding the first item, publications, Génération Précaire established a proper Internet site that is visited about 600 times per day. Here, they present their demands in more detail, offer a platform to exchange experiences, inform on how to fight abusive intern practices (e.g. how to take companies to court) and publish press articles. Moreover, they edited a book called “Sois stage et tais-toi” and two different film producers made documentaries on the movement which were recently shown in public.

Their Internet presence and related means like email groups are used to organise a particular kind of demonstration, the so-called “flash mobs”, involving about 10 or 20 people at strategic spots on which the movement spontaneously decides, for example private companies that pursue an abusive intern policy, but also public institutions that should adopt political measures to stop change the situation.

Always appearing masked and accompanied by the media (print, TV and radio), this punctual demonstration, a new form of protest, has turned out to be a successful way to attract attention of the wider public in France concerning the movement’s critiques, demands and propositions. Turning to the third point, Génération Précaire has formulated its demands into concrete legal proposals, for example their petition for a legal status for interns, addressed to the French government. Although such a status does not yet exist, a recent judicial success is worth mentioning: because of her abusive intern policy, a Parisian CEO was penalised in November 2006 by the regional court with six months of prison and a fine of 25,000 Euro. This sum was equally distributed among the interns that were the victims of the exploitation (Faure, 2006).

According to the French model, similar intern organisations are rising in other
European countries: the German association “Students at work” has addressed a petition to the German Parliament in December 2006 (Bundestag, 2006). The movement “Generation Praktikum” has just started a media campaign in Austria (Generation Praktikum, 2007). The Italian “Milleuristi” fight as well for a better insertion of young people in the labour market (Generazione Milleuristi, 2007).

And the first “stagiaires association” of the European Parliament has had its inaugural meeting in January 2007 to improve the working conditions of interns in the legislative EU institution. Organisations in other European countries start to work on the subject, for instance in Spain, Belgium or the Netherlands (see e.g. FNV Jong, 2006). It becomes evident that just according to the Union’s principle of subsidiarity these intern organisations lobby their individual national governments. At the same time, they are building Union-wide synergies in the framework of their European umbrella organisation “Generation P”. To give an example of these synergies, a Europe-wide strike was simultaneously organised in Paris, Berlin and Brussels on April 1, 2006 (Le Monde, 2006).

Moreover, Generation P formulated a petition and addressed it to the European Parliament (Génération Précaire, 2006; Generation P, 2006a). In January 2007 they even met with membres de cabinet to the European Commissioners for Enterprise and Industry (Günther Verheugen) and for Employment, Social Affairs and Equal Opportunities (Vladimir Spidla), in order to discuss the precarious situation of the youth (Figaro, 2007). The aim was to convince the Commission, being the instance that proposes European legislation, to include the issues into upcoming legislative proposals. Especially because the Commission announced 2007 to be the European Year of Equal Opportunities for All, Generation P has right now good conditions to campaign for generational justice on the EU-level. As one result of the Commission meeting, the movement was asked to contribute to the recently published green paper “Modernising labour law to meet the challenges of the 21st century” (European Commission
2006b).

So Generation P’s pragmatic policy seems to be effective because they adapt to the reality as described in previous parts of this paper: given the difficulty to reconcile national and supranational governance, the activists realised that they need to simultaneously take action on national and supranational level. Therefore, they established a network of national movements with similar objectives.

Each organisation that is part of this network addresses its state government, and together they create synergies to influence the supranational EU government, for instance by organising a European-wide strike on one and the same day in Member States’capitals or by lobbying the European institutions. Furthermore, thanks to its new protest forms (e.g. punctual demonstrations with masks, always accompanied by the media) Generation P indeed raised public awareness and helped to put the intern question on the political agenda.Tying up to the specific issue of internships, the movement is triggering politicians to reconsider the implementation of generational justice in general.

So far, the dimension of the movement is rather impressive. Nevertheless, it has not yet achieved its goals. The legislative measures that Generation P demands have not yet been adopted, let alone implementation. One must, however, take into account that it is still a very young civil society movement. How can its future potential be evaluated? The outlook for the future is ambiguous: on the one hand, one must remain sceptical: the fact that the most successful national movement so far, Génération Précaire in France, refuses any hierarchic structures and prefers spontaneous protest actions makes the engagement of and for interns even more fluid and instable than civil society movements in general are already.

Moreover, except for the German organisation “Students at work”, which is part of the German Confederation of Trade Unions (DGB), their partners in other EU Member States are independent and have only very recently started to raise public awareness on the intern question in their countries.

On the other hand, the movement consists of a rather homogenous group of young, motivated, well-educated people that can be considered as one electoral target group. According to the political scientist Balme, this homogeneousness is exactly what the masses of unemployed people in Europe lack (2002, p.466).

So the probability that European and national politicians will respond to the social demands around the intern-question is quite high because they may recognise this electoral potential (ibid. p.465). Nevertheless, when it comes to active participation in political decision-making, the new civil society movement can at best influence parts of the process. It can help initiating and formulating policies and evaluate them after being adopted and implemented. The decisive stages, namely decision making and implementation, rest however on the shoulders of governmental institutions (cf. Howlett and Ramish, 2003).

In conclusion of this section, the current European intern movement shows that the engagement of civil society can be very fruitful. It is not the solution to circumvent the political dilemma of reconciling approaches pursued by national and supranational governments. Yet, it constitutes an important impulse that might trigger a way out of this impasse.

Όλη η σχετική βιβλιογραφία στο "Towards Generational Justice on the European Labour Market"

Tuesday, March 10, 2009

Η πιο καταρτισμένη γενιά υποφέρει από τη χειρότερη κρίση

La generación mejor preparada sufre la peor crisis

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα των Milleuristas στην Ισπανία

Μετάφραση, Πία Μολφέτα για τη G700

Η μεγάλη οικονομική κρίση στην Ισπανία βρίσκει τους νέους της λεγόμενης «Γενιάς Net» ή «Γενιάς Υ», την πιο καταρτισμένη γενιά στην ιστορία, τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζονται να μπουν στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι μια μαζική συλλογική απογοήτευση με άγνωστες για την ώρα προεκτάσεις.

Ο Felipe de San Sebastian de los Reyes από τη Μαδρίτη ήδη ανησυχεί. Ο πατέρας του μηχανικός και η μητέρα του δημόσιος υπάλληλος. Είναι 26 ετών, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη διοίκηση επιχειρήσεων στην ηλικία των 22, απέκτησε μεταπτυχιακό στο Wharton των Ηνωμένων Πολιτειών, γνωρίζει άριστα αγγλικά, και εννοείται επίσης υπολογιστές. Με την επιστροφή του στην Ισπανία στα 24 του, αντιμετώπισε μια όχι και τόσο ελκυστική προοπτική. Μετά από μερικούς μήνες σε μια βρετανική εταιρία συμβούλων, δεν κατάφερε να μετατρέψει το καθεστώς εργασίας του από προσωρινό σε μόνιμο. Η επιχείρηση επέλεξε να μην ανανεώσει το συμβόλαιο του. Τώρα, περνάει το χρόνο του στην Ισπανία, απαντώντας σε αγγελίες εργασίας στο διαδίκτυο, έχοντας στείλει ήδη πάνω από 40 βιογραφικά ενώ έχει παρουσιαστεί και σε 4-5 συνεντεύξεις.

Ο Felipe κρατάει το ηθικό του ψηλά. Αρχίζει όμως να αναρωτιέται, αν άξιζε τόση προσπάθεια για ένα τέτοιο πενιχρό εργασιακά αποτέλεσμα. Η αιτία αυτή τη στιγμή είναι η κρίση, αλλά μεταξύ των φίλων του τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Υπάρχουν κάποιοι, που χωρίς βέβαια να έχουν φοιτήσει από το Wharton ή από κάποια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα τουλάχιστον 3-4 προσωρινές δουλειές. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί «τυχεροί», μεταξύ των οποίων ένας με πτυχίο πληροφορικής, ο οποίος εδώ και 2-3 χρόνια παίρνουν γύρω στα 1200 με 1300 ευρώ. Οι νέοι της γενιάς NET είναι προετοιμασμένοι για το γεγονός ότι ποτέ δεν θα ξεπεράσουν το μισθό των 900 ευρώ. Η ιδέα της αγοράς διαμερίσματος είναι μακριά. Η προοπτική ο Felipe να μείνει με τους γονείς τους, με τους οποίους τα πηγαίνει αρκετά καλά και οι οποίοι δεν θέλουν να φύγει από το σπίτι, δεν τον συγκινεί αλλά του φαίνεται αναπόφευκτη.

Ο Felipe είναι ο χαρακτηριστικός νέος της «Γενιάς Net» ή «Γενιάς Υ» η οποία περιλαμβάνει όσους έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του ‘80 μέχρι και τις αρχές του ‘90. Εννέα εκατομμύρια άτομα (25% του πληθυσμού της Ισπανίας), οι οποίοι μπήκαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία 7-8 χρόνια. Είναι το πάθος και η καθημερινή ενασχόληση κοινωνιολόγων, δημοσιογράφων, ερευνητών και καθηγητών στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων. Όλοι εκτιμούν ότι είναι οι πιο καλά προετοιμασμένοι μελλοντικοί επαγγελματίες. Τους έχει δοθεί τεράστια προσοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου έζησαν κάποια χρόνια της ζωής τους, και αποτελούν αντικείμενο μελέτης σε όλα τα πανεπιστήμια. Και όχι μόνο αυτό. Τους αποκαλούν Millenials ή Guay (από την προφορά του βρετανικού γράμματος “Y”) και έχουν την τιμή να αποτελούν αντικείμενο μελέτης για τις συμβουλευτικές εταιρίες εκείνες οι οποίες ειδικεύονται στο να εξηγούν στους πελάτες τους πώς να ενσωματώσουν τους νέους με τους ανταγωνιστές τους της «Γενιάς X» (η γενιά των γιάπηδων) και της Γενιάς των Baby Boomers που ετοιμάζονται να συνταξιοδοτηθούν. Απ’ ότι φαίνεται δεν είναι εύκολη η συμβίωση μεταξύ όλων αυτών.

1. Η πιο καταρτισμένη γενιά

Μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Βαλένθια (IVIE) αναφέρει ότι στην Ισπανία μόλις το 28% των νέων σε ηλικία που μπορούν να εργαστούν, είναι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, περίπου 40% διαθέτει κάποιο τίτλο σπουδών (Bachillerato ή BUP) και γύρω στο 23% κατέχει ανώτερους τίτλους (πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό). Καθόλου άσχημα σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί παγκοσμίως. Τα στοιχεία της Eurostat αναφέρουν ότι στην Ισπανία υπάρχουν 1,8 εκατ. νέοι με τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν στη Γερμανία, με το διπλάσιο πληθυσμό, υπάρχουν 2,3 εκατ. και στη Μεγάλη Βρετανία 2,3 εκατ. απόφοιτοι.

Επίσης, σε αντίθεση με αυτό που λέγεται, υπάρχουν πολλοί απόφοιτοι τεχνικών σπουδών. Το ποσοστό των σπουδαστών σε σχολές μηχανικών και άλλων τεχνικών ειδικοτήτων είναι 17,6%. Στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15,7%. Το ποσοστό των σπουδαστών στους τομείς των θετικών επιστημών και πληροφορικής είναι 12,2%, στη Γερμανία 15% και στη Μεγάλη Βρετανία 14%. Επίσης σύμφωνα με το IVIE, οι μεγάλες σχολές διοίκησης επιχειρήσεως της Ισπανίας, όπως το IESE, το Instituto de Empresa και το Esade (business schools), κατέχουν υψηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη. Και αυτό σε μια χώρα που είναι από τις πρώτες στην Ευρώπη σε ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου, 30%, σε αντίθεση με 14% στη Γερμανία και 13% στη Γαλλία.

Η εξοικείωση των νέων της Γενιάς Net με τις νέες τεχνολογίες –υπολογιστές, κονσόλες, διαδίκτυο- είναι στο ίδιο επίπεδο με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το 63% των νέων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνδέονται συχνά στο διαδίκτυο, ποσοστό που φτάνει στο 89% στους νέους σε σχολές μέσου επιπέδου και 95% σε αυτούς που ακολουθούν ανώτερες σπουδές. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τηλεπικοινωνιών (στοιχεία 2007) το 58% των νοικοκυριών στην Ισπανία διαθέτει υπολογιστή, το 51% ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και το 28% βίντεο-κονσόλα. Ποσοστά πολύ κοντά στα ευρωπαϊκά.
Η όλο και καλύτερη ακαδημαϊκή μόρφωση των νέων κάτω των 29 ετών, η καλύτερη χρήση των αγγλικών και τέλεια προσαρμοσμένη στις νέες τεχνολογίες αντίληψή τους, θα έπρεπε να τους απογειώσει και να είναι σε θέση να επιτύχουν ό,τι και οι συνάδελφοι τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία, την Κορέα. Αναμφίβολα, δεν το έχουν επιτύχει.

2. Αξιοποιούνται ανεπαρκώς

Αν επισκεφθεί κανείς ένα φόρουμ εργασίας όπως το ‘trabajobasura’ θα καταλάβει την πραγματικότητα: νέοι που κακοπληρώνονται. Μία έρευνα της συμβουλευτικής εταιρίας Sales Hunter, η οποία ανέδειξε ότι οι νέοι με σπουδές στις τηλεπικοινωνίες ξεκινούν την καριέρα τους με μέσο ετήσιο μισθό 30.000 ευρώ, προκάλεσε στα φόρουμ οξείες αντιδράσεις: «Εδώ και 12 χρόνια εργάζομαι στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και σε καμία περίπτωση δεν έχω συναντήσει τους μισθούς που αναφέρει η έρευνα».

Η πραγματικότητα είναι πράγματι διαφορετική. Στην Ισπανία υπάρχουν περίπου 11 εκατ. μισθωτοί με ακαθάριστο ετήσιο μισθό 13.400 ευρώ. Οι περισσότεροι νέοι κάτω των 29 ετών ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Σε μερικούς τομείς η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Για παράδειγμα στις εταιρείες που κάνουν outsourcing απόφοιτους πληροφορικής σε μεγάλες εταιρείες συχνά πληρώνονται με μισθούς των 600 ευρώ.

Όλα αυτά εξηγούν, γιατί οι Ισπανοί βλέπουν με επιφύλαξη στοιχεία σχετικά με τις διαπραγματευτικές ικανότητες των νέων της Γενιάς Net τα οποία τους εμφανίζουν να είναι σε θέση να απαιτούν από τους προϊσταμένους τους πιο ευέλικτες συνθήκες, συνδιαλλαγή, γρήγορη προαγωγή, κίνητρα και ιδανικούς μισθούς. Πολύ απλά αυτά δεν συμβαίνουν στην Ισπανία. Ούτε όταν η οικονομία διένυε καλύτερες μέρες. Αντιθέτως πολλοί ισχυρίζονται ότι η απουσία μιας ευρείας κριτικής προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, ειδικά στον τομέα των νέων τεχνολογιών, σε συνδυασμό με την παγιωμένη ιεραρχική οργανωτική δομή τους, μειώνουν τις πιθανότητες για ομαλή επαγγελματική ενσωμάτωση και άνοδο της νέας γενιάς.

Ανασφάλεια

Στην Ισπανία, η ανεργία των νέων μεταξύ 20 και 24 ετών έφτασε το τέλος του 2008 στο 24,8%. Αν και το ποσοστό αυτό είναι πιο χαμηλό για τους απόφοιτους πανεπιστημίου, το συνολικό κυμαίνεται σύμφωνα με το OCDE στο 14%. Και δεν είναι μόνο αυτό. Σύμφωνα με έρευνα του IVIE, το 79,4% της πρώτης απασχόλησης των νέων είναι με συμβόλαιο εργασίας, ενώ το 18,2% είναι χωρίς συμβόλαιο. Μια κατάσταση που επικρατεί και στις άλλες ηλικίες. Παρ’όλο που το ποσοστό προσωρινής εργασίας στην Ισπανία είναι 32% (το υψηλότερο στην Ευρώπη), στην περίπτωση των νέων ηλικίας 20-24 φτάνει το 55% και στις ηλικίες 25 με 29, το 45%.

Αυτή η κατάσταση ανασφάλειας είναι και η βασική εξήγηση γιατί οι νέοι της Γενιάς Net παραμένουν στο σπίτι των γονιών τους, σε μεγαλύτερες ηλικίες από αυτές της Γενιάς Χ. Παρ’ όλο που μεταξύ των ετών 2000 και 2008 το ποσοστό των νέων 29 ετών που ζούσαν με τους γονείς τους μειώθηκε από το 49% στο 34,4%, είναι δυσανάλογο με τα αντίστοιχα ποσοστά στη βόρεια Ευρώπη, με 20% και 25%. Και το ποσοστό αυτό φτάνει το 43% στην ηλικία των 27 ετών και το 59% στην ηλικία των 24 ετών.

Το χειρότερο είναι η επιδείνωση της οικονομίας. Αν η κατάσταση αυτή δημιουργεί έντονη ανησυχία στους νέους, η επερχόμενη κρίση θα χειροτερέψει την κατάσταση και τις προοπτικές για το μέλλον των «Net», οι οποίοι μπήκαν στην αγορά εργασίας φιλοδοξώντας να θριαμβεύσουν. Η μόνη διέξοδος για τους καλύτερα καταρτισμένους και αυτούς που γνωρίζουν ξένες γλώσσες είναι να αναζητήσουν εργασία σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που έκαναν χιλιάδες νέοι από την Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και στις αρχές αυτής της δεκαετίας, αναζητώντας εργασία κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία νέα χαμένη γενιά;

Παιδιά του διαδικτύου και της παγκοσμιοποίησης.

Μια πρόσφατη μελέτη του IESE με τίτλο «Κίνητρα και Αξίες της Γενιάς Y», αναφέρει ότι οι Guay αντιπροσωπεύουν μια πρωτόγνωρη επανάσταση, εντελώς διαφορετική από αυτή των Baby Boomers, που σήμερα βρίσκονται στα 55 τους, ή της Γενιάς Χ από την οποία τους χωρίζουν 20 χρόνια.

Πρόκειται για Ισπανούς νέους που μεγάλωσαν σε συνθήκες δημοκρατίας και οι οποίοι δεν γνώρισαν ποτέ κανένα άλλο πολίτευμα, με αποτέλεσμα οι ιστορίες μετάβασης στη σύγχρονη πραγματικότητα να τους φαίνονται εξαιρετικά μακρινές. Έζησαν σε μια κοινωνία αφθονίας και έχουν απλώς «ακούσει» περί πραγματικής οικονομικής δυσανεξίας.

Καθώς οι γονείς τους δούλευαν πολλές ώρες, έμαθαν να περνούν το χρόνο μόνοι τους. Τον γέμισαν έτσι με πολύ τηλεόραση, υπολογιστές και βιντεοπαιχνίδια. Έμαθαν να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους κάτι που ίσως και να τους βγει σε καλό.

Είναι ωστόσο υπερκαταναλωτικά «τε-chno φρικιά». Έζησαν όλες τις φάσεις της πληροφορικής τεχνολογίας: διαδίκτυο, downloads,chat, SMS. Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα τύπου facebook, οι υπολογιστές, οι κονσόλες, τα βιντεοπαιχνίδια, το Nintendo και τα κινητά είναι η δεύτερή τους φύση. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την τεχνολογία. Σχεδόν οι μισοί περνούν τουλάχιστον 20 ώρες την εβδομάδα στο διαδίκτυο. Τέτοια είναι η συμβίωση τους με τα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας που δεν μπορούν να καταλάβουν πως η προηγούμενη γενιά μπόρεσε να ζήσει μόνο με δύο τηλεοπτικά κανάλια και ενσύρματα τηλέφωνα.

Η ικανότητα τους στις κονσόλες και στην αποστολή μηνυμάτων, η υπερέκθεσή τους στην τηλεόραση και στα βιντεοπαιχνίδια, διαμόρφωσαν μία ιδιαίτερη ψυχολογία. Δεν τους αρέσει το διάβασμα καθώς τα βιβλία χρειάζονται χρόνο, ενώ αυτοί είναι συνηθισμένοι να λαμβάνουν πληροφορίες πολύ γρήγορα. Δεν έχουν μεγάλη υπομονή. Γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες και τα νέα αλλάζουν πολύ γρήγορα. Βαριούνται εύκολα και χρειάζονται συνεχώς νέες εμπειρίες.

Δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο εκτός από την παγκοσμιοποίηση. Έχουν ταξιδέψει πολύ, για διακοπές ή για σπουδές. Είναι η γενιά των ταξιδιών χαμηλού κόστους και των κρατήσεων εισιτηρίων μέσω διαδικτύου, χρησιμοποιούν αγγλικά στο διαδίκτυο, μπαίνουν σε chat ή σε φόρουμ ανά τον κόσμο.

Καθώς δεν γνώρισαν τη μαζική ανεργία και τη φτώχια τρέφουν εξαιρετικά υψηλές προσδοκίες για τη ζωή τους και το μέλλον. Έζησαν σε μία συνεχή κατάσταση οικονομικής ευμάρειας. Οι γονείς τους δεν τους αρνήθηκαν τίποτα. Ή σχεδόν τίποτα. Αυτοί, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά, έδωσαν μεγάλη σημασία (ακόμα και η εργατική τάξη) στην αξία της εκπαίδευσης, επενδύοντας εν τοις πράγμασι σε σχολές, ιδιαίτερα μαθήματα, διακοπές στη Μεγάλη Βρετανία, Πτυχία, MBA και ό,τι μπορεί να φέρει ο νους.

Τώρα, δεν είναι ιδιαίτερα διατεθειμένοι να κάνουν τις ίδιες θυσίες με τους γονείς τους, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στην εργασία τους. Είναι της λογικής του «δεν ζω για να εργάζομαι, αλλά εργάζομαι για να ζω». Αναζητούν το ευέλικτο ωράριο (flex time) και εκτιμούν τη συνδιαλλαγή και τη διαλακτικότητα.

Το μεγάλο ερώτημα των κοινωνιολόγων και των ερευνητών, ειδικά στην επιστήμη της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, είναι τι μπορούν να αποφέρουν αυτοί οι νέοι στις επιχειρήσεις. Νέοι που σύμφωνα με τον ερευνητή Jeroen Boschma – συγγραφέα του βιβλίου Γενιά Einstein, αποτελούν την ‘πιο γρήγορη, έξυπνη και κοινωνική γενιά στην ιστορία’.

Η τεχνολογία είναι μία λύση. Αυτή η γενιά είναι η πρώτη που από την αρχή συμβίωσε με τις νέες πληροφοριακές τεχνολογίες. Ταυτόχρονα η διάθεσή τους να αφοσιωθούν απόλυτα σε κάτι που τους παρακινεί αποτελεί χρήσιμο κεφάλαιο για τη μελλοντική εξέλιξή τους. Παρόλο που κατηγορούνται ότι είναι λιγότερο ενεργοί από τους γονείς τους, ενίοτε δείχνοντας κάποια προδιάθεση για απραξία, είναι ικανοί να κινητοποιηθούν άμεσα και γρήγορα, εφόσον έχουν τα κατάλληλα κίνητρα.

Λέγεται ότι είναι πιο γρήγοροι από την προηγούμενη γενιά. Και εδώ πάλι ρόλο παίζει η τεχνολογία. Ένας ειδικός εξηγεί ότι ‘τα άτομα που παίζουν φανατικά βιντεοπαιχνίδια είναι ικανά να αναλύουν σύνθετες απεικονιστικές (visual) πληροφορίες πολύ πιο γρήγορα και ταυτόχρονα να κάνουν και άλλα πράγματα. Επίσης, εξαιτίας αυτού του τρόπου ζωής, έχουν περισσότερες ικανότητες να επιλύουν προβλήματα. Είναι επίσης πιο κοινωνικοί και ενεργούν καλύτερα σε ένα δημιουργικό περιβάλλον.

Επιδιώκουν την προαγωγή, όχι τόσο για λόγους απόκτησης εξουσίας, αλλά πρωτίστως σαν αναγνώριση της δουλειάς τους. Τους αρέσει να εργάζονται με στόχους. Θεωρούν ότι ο μισθός αντανακλά την προσωπική τους επιτυχία, τους δίνει ανεξαρτησία καθώς τους εξασφαλίζει το δικό τους χώρο.

Η ανοιχτή προσέγγιση στα πράγματα, η καλύτερη γνώση ξένων γλωσσών, η άνεσή τους με το εξωτερικό, η ανοχή στην πολυπολιτισμικότητα και τη διαφορετικότητα σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας, τους δίνει πλεονέκτημα σε εταιρείες οι οποίες ετοιμάζονται να επεκταθούν στο εξωτερικό και επιθυμούν να στείλουν εργαζόμενους εκεί.

Και ποιο είναι τότε το πρόβλημα;

Μα, η δυσκολία τους να ενταχθούν σε ένα σχετικά παραδοσιακό, δύσκπαμπτο και αυστηρά ιεραρχημένο εργασιακό περιβάλλον. Και ποιος ο λόγος γι’ αυτό; Οι γονείς τους υπήρξαν υπέρ το δέον ανεκτικοί. Καλλιέργησαν την κουλτούρα της επιτρεπτικότητας.