Sunday, February 28, 2010

Με λένε Μεταπολίτευση και μόλις (ξανα)τελείωσα

Της G700
Δημοσιεύτηκε στο Newstime*

Το 1985 αναγγέλλεται το τέλος της Μεταπολίτευσης και έκτοτε η αναγγελία επαναλαμβάνεται τακτικά, διαψεύδοντας όλες τις προηγούμενες. Πράγματι, η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έχει τελειώσει αρκετές φορές από τότε.
-Το 1985 με το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης του Σημίτη, έληξε η περίοδος των κρατικοποιήσεων και ξεκίνησε δειλά δειλά μια περίοδος φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

-Το 1989 με την καθιέρωση της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλάζει άρδην ο τρόπος επηρεασμού της κοινής γνώμης και διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας.

-Τη δεκαετία του '90 αλλάζουν τα ιδεολογικά μέτωπα στη δημόσια σφαίρα και ανασυντάσσονται γύρω από το στόχο της ΟΝΕ, του εξευρωπαϊσμού και της προσαρμογής της χώρας στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

-Από το 2005 και μετά αρχίζει να γίνεται ορατή η εξάντληση της μαζικής ανοδικής κοινωνικής και οικονομικής δυναμικής των μεσοστρωμάτων που ξεκίνησε τη δεκαετία του '60 και γιγαντώθηκε μεταπολιτευτικά. Πλέον, σημαντικά τμήματα του πληθυσμού με πρώτους απ' όλους τους νέους της γενιάς των 700 ευρώ βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της στασιμότητας ακόμα και της μαζικής καθόδου.

Και όμως, παρά τις όποιες θεσμικές αναδιαρθρώσεις, οικονομικές αλλαγές και ιδεολογικές αναπροσαρμογές των τελευταίων 35 χρόνων, μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, αυτό που ονομάστηκε Μεταπολιτευτικό πρότυπο, μπορεί μεν να είχε μεταλλαχθεί σε σημαντικό βαθμό, μπορεί να είχε φτάσει στα όριά του πνέοντας σχεδόν τα λοίσθια, όμως δεν είχε ουσιαστικά τελειώσει.

Σε πείσμα των όποιων εξαγγελιών περί τέλους της Μεταπολίτευσης, νέας Μεταπολίτευσης και Λευτεριάς απ' τη Μεταπολίτευση, τις οποίες ακούσαμε να διατυμπανίζουν όλο και πιο συχνά τα τελευταία δύο χρόνια ομάδες ακτιβιστών (υμών συμπεριλαμβανομένων), μικρά και μεγάλα πολιτικά κόμματα, η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού προτύπου επείλθε οριστικά λόγω της έμμεσης χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας τους τελευταίους πέντε μήνες.

Με το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης τελείωσε οριστικά ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης. Το μοντέλο του συνεχούς δανεισμού πόρων από το μέλλον, το οποίο στηρίχθηκε στην αναδιανομή των δανεικών μέσα από πελατειακές σχέσεις του κράτους με την κοινωνία και των κομμάτων με το κράτος. Ένα πρότυπο που, ντυμένο με κοινωνιστική περιβολή, χρηματοδότησε τη σπατάλη, συρρίκνωσε την παραγωγική βάση της χώρας, επέκτεινε το δημοσιοϋπαλληλικό κράτος σε βάρος του αποτελεσματικού δημόσιου τομέα, οδήγησε στην κυριαρχία ενός παρεοκρατικού καπιταλισμού των καρτέλ και των ραντιέριδων καθώς και στην υποκατάσταση της επιχειρηματικότητας από την τυφλή κερδοσκοπία.

Δεν είναι ότι δεν έγινε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια ή ότι δεν περάσαμε καλά. Κάθε άλλο. Η χώρα προόδευσε, έκανε άλματα, έγινε στην κυριολεξία αγνώριστη. Η πλειονότητα των Ελλήνων ζήσαμε καλά, ειρηνικά, σε πρωτόγνωρες συνθήκες δημοκρατικής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής, με ένα επίπεδο ευημερίας πολύ πιο πάνω από τις πραγματικές δυνατότητές μας. Πραγματοποιήσαμε στον υπερθετικό βαθμό το σύγχρονο νεοελληνικό καταναλωτικό όνειρο. Φάγαμε, ήπιαμε, παχύναμε, αγοράσαμε σπίτια, αυτοκίνητα, εξοχικά, ηλεκτρονικές συσκευές, gadgets, υπολογιστές, ταξιδέψαμε, ζήσαμε εμπειρίες και βιώματα που ο Έλληνας της γενιάς του 114 και του Πολυτεχνείου ουδέποτε φανταζόταν στο ξεκίνημα της εργασιακής του ζωής. Αγνοώντας όμως την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων μας, καταντήσαμε τη λεγόμενη και 3η ελληνική δημοκρατία μια δουλοπαροικία του χρέους.

Αναπόφευκτα ήρθε η ώρα να πληρώσουμε. Το πάρτι τελείωσε και τώρα δεν υπάρχει σάλιο. Έντρομοι αναρωτιόμαστε "τι κάνουμε";

Ας μην ανησυχούμε. Η απάντηση είναι πολύ απλή. Αλλάζουμε ριζικά την Ελλάδα. Η έμμεση οικονομική χρεοκοπία του κράτους έρχεται να απελευθερώσει τη χώρα από τα μεταπολιτευτικά της δεσμά. Η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού καθεστώτος έρχεται να ακυρώσει τις υπερβολές και τα προνόμια των σκληρών συντεχνιών και των ραντιέριδων, των κρατικοδίαιτων συνδικάτων και επιχειρηματιών, των πάσης φύσεως ευνοημένων του πελατειακού κράτους, της γενιάς που πίστεψε ότι μπορεί για πάντα να μεταθέτει τις δύσκολες οικονομικές αποφάσεις στο μέλλον.

Η Μεταπολίτευση τελείωσε λοιπόν. Οριστικά πλέον και αμετάκλητα. Η γενιά των 700 ευρώ πρέπει να νιώθει πολύ ευχαριστημένη απ' αυτή την εξέλιξη. Το παιχνίδι ανάμεσα στις γενιές σταδιακά ισορροπεί. Σίγουρα θα περάσουμε όλοι δύσκολα μέχρι να βγούμε από την κρίση, όμως στο χέρι μας είναι να γράψουμε την επόμενη σελίδα με δικούς μας όρους. Μπροστά μας ανοίγεται ένας νέος οικονομικός και πολιτικός ιστορικός κύκλος εντελώς διαφορετικός από τον προηγούμενο. Ας τον διαμορφώσουμε σύμφωνα με τις δικές μας προτεραιότητες.

*To Newstime είναι ένας νέος διαδικτυακός "τόπος" ενημέρωσης και ανάλυσης. H ομάδα της G700 αρθρογραφεί τακτικά για την ενότητα Παρεμβάσεις.

Friday, February 26, 2010

Περί ... citoyen και bourgeois

Της Ελένης Μπαλαμώτη*

Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών έχουν εισβάλει δυναμικά στη ζωή μας έννοιες όπως διαβούλευση, ανοιχτή διακυβέρνηση, ηλεκτρονική δημοκρατία, συμμετοχή, συνδιαμόρφωση και συναπόφαση. Η νέα Κυβέρνηση, υπέρμαχος της άσκησης εξουσίας με «ανοιχτότητα» (“openness” – κατά τις επιταγές και της Ευρωπαϊκής Ένωσης), προκηρύσσει πολιτικές θέσεις με ανοιχτές σε όλους διαδικασίες, αναρτεί νομοσχέδια για συζήτηση και διαβούλευση, μέσω της γνωστής πλέον σε όλους ιστοσελίδας opengov.gr, πραγματοποιεί «ανοιχτά» Υπουργικά Συμβούλια, δημοσιοποιεί μέσω του διαδικτύου προϋπολογισμούς, εγκυκλίους και αποφάσεις.

Η πρακτική αυτή έχει επικριθεί από πολλούς ως ένα καθαρό επικοινωνιακό τέχνασμα, το οποίο οδηγεί σε καθυστερήσεις, αρρυθμίες και αστοχίες, ενώ από τη άλλη πλευρά, συναντά φανατικούς οπαδούς, που ισχυρίζονται ότι η τακτική αυτή συνιστά μια ουσιαστική, καινοτόμο και μεταρρυθμιστική πολιτική επιλογή.

Από την κλασική θεωρία Δημοκρατίας του Αριστοτέλη, στην οποία κυριαρχεί η έννοια του ενεργού πολίτη, η εναλλαγή των ρόλων άρχοντος και αρχομένου, ανθίζει η έννοια της άμεσης συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και του δημοσίου συμφέροντος (συμφέρον της πόλης) και της θεωρίας του Rousseau, στην οποία δεσπόζει η έννοια της άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της γενικής θέλησης (η περίφημη volonte generale), δυστυχώς έχουμε μεταβεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών σε μια νέα θεωρία Δημοκρατίας, στην οποία, σύμφωνα με το Schumpeter κάθε πολίτης είναι καταναλωτής – θεατής της πολιτικής ζωής, ενώ σύμφωνα με τον Downs κυριαρχεί η έννοια του free-rider, δηλαδή του πολίτη που δε συμβάλλει στα κοινωνικά βάρη, αλλά επιδιώκει μόνο να επωφεληθεί από το κοινωνικό όφελος.

Στο πλαίσιο της νέας θεωρίας τα όρια της δημοκρατίας στενεύουν μέσα από μια σειρά χωρισμών: αυτών που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και όσων συμμετέχουν παθητικά σε αυτή, αυτών που διαθέτουν ελεύθερο χρόνο και μέσα να ασχοληθούν με την πολιτική και σε όσους στερούνται αυτών των προϋποθέσεων.

Η νέα θεωρεία εξαλείφει τη φυσιογνωμία του πολίτη προς όφελος εκείνης του καταναλωτή και εκείνης του μετόχου. Ο χώρος που παραχωρείται στο πολιτειακό συρρικνώνεται διαρκώς, ενώ επεκτείνεται ο χώρος που προσιδιάζει στο ιδιοτειακό. Η νέα θεωρία δημοκρατίας εισάγει το στοιχείο της αβεβαιότητας και της έλλειψης επικοινωνίας για να νομιμοποιήσει το ρόλο των ηγεσιών. Όμως, σύμφωνα με τον Barber, η Δημοκρατία δεν είναι συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς. Οι αγορές μας δίνουν ατομικές παρά συλλογικές λύσεις έκφρασης. Προωθούν ατομικούς και όχι συλλογικούς στόχους. Λειτουργούν με βάση το «εγώ» και όχι το «εμείς».

Άλλωστε, η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν εξαρτάται από την ποιότητα της ηγεσίας, αλλά από την ποιότητα των πολιτών. Έργο της Δημοκρατίας είναι η εκπαίδευση του πολίτη. Η θεωρία της Δημοκρατίας περιέχει το ιδεώδες της ηθικής παιδείας των πολιτών και το αίτημα της ίδρυσης θεσμών που θα την καλλιεργήσουν.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανοιχτές διαδικασίες ηλεκτρονικής συμμετοχής και διαβούλευσης που εισάγει στη χώρα μας η νέα Κυβέρνηση αποτελούν μια ουσιαστική πολιτική μεταρρύθμιση, μια καινοτόμο πολιτική επιλογή, μεταφέροντας τον αέρα της αρχαίας Αθήνας, της κλασσικής Δημοκρατίας και της άμεσης συμμετοχής των πολιτών σε μια νέα ηλεκτρονική, ψηφιακή εποχή. Στη σύγχρονη, ηλεκτρονική πλέον, «Αγορά» οι πολίτες μπορούν ελεύθερα και άμεσα να διατυπώνουν τη γνώμη τους, να εκφράζουν τις προτάσεις τους, να συμμετέχουν και να συνδιαμορφώνουν.

Σε μια χώρα, στην οποία κυριαρχεί μια πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία, στην οποία τα φαινόμενα κρατικής αυθαιρεσίας είναι συχνά, σε ένα κράτος αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό, στο οποίο ο Πρωθυπουργός είναι primus solus και όχι primus inter pares, είναι επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθούν θεσμικά αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία (κατά το “checks and balances”).

Ο στόχος αυτός είναι δυνατό να επιτευχθεί πρωταρχικά και κυρίαρχα με την ενδυνάμωση της έως τώρα αδύναμης, ατροφικής και καχεκτικής Κοινωνίας Πολιτών, η οποία παρέμενε σε τροχιά εξάρτησης και υποτέλειας έναντι του Κράτους. Όσο πιο εκτενής και διαφοροποιημένη η Κοινωνία των Πολιτών τόσο περισσότερο η κρατική Διοίκηση και η γραφειοκρατία θα έρχεται αντιμέτωπη και θα εξισορροπείται. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η δυνατότητα της κοινωνίας να κρατά το κράτος υπόλογο και συνεργάσιμο μαζί της. Θεσμοί και οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών που είναι ανεξάρτητοι τόσο από το Κράτος όσο και από την αγορά μπορούν, σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Μακρυδημήτρη να προβάλουν ως ένα είδος προστατευτικού τείχους απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία και στη γραφειοκρατική παραμόρφωση όσο και απέναντι στην επικυριαρχία μιας εμπορικής και κερδοσκοπικής λογικής σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Η ενεργός Κοινωνία Πολιτών ενισχύει την ποιότητα της δημοκρατίας και διευρύνει το ρόλο του πολίτη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που των αφορούν.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα κρίσιμος είναι ο ρόλος της προσφάτως επικυρωμένης Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία ενισχύει τη συμμετοχή και διαβούλευση Ευρωπαϊκής Ένωσης – ευρωπαίων πολιτών μέσω του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, σύμφωνα με τον οποίο ευρωπαίοι πολίτες, ομάδες πίεσης και μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν τη δυνατότητα με τη συγκέντρωση ενός εκατομμυρίου υπογραφών να ζητήσουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να νομοθετήσει για συγκεκριμένο ζήτημα.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολογίζεται ότι δραστηριοποιούνται περί τις ένα εκατομμύριο μη κυβερνητικές οργανώσεις, δημιουργώντας ένα αντιστάθμισμα στην έλλειψη ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων. Τα παλιότερα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων, όπως καταπολέμηση της φτώχειας, της κοινωνικής εξαθλίωσης και της πολιτικής καταπίεσης, έχουν δώσει τη θέση τους στα νεότερα, στα οποία κυριαρχούν η προστασία του περιβάλλοντος, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η βελτίωση της ποιότητας ζωής και δημοκρατίας.

Σε μια νέα, ελπιδοφόρα, συμμετοχική κοινωνία, ο πολίτης πρέπει να υιοθετήσει το ρόλο που ο Rousseau αποκαλεί “citoyen”, αφήνοντας πίσω την ιδιότητα του “bourgeois”, πρέπει να εξελιχθεί από πολίτη του κράτους σε πολίτη της πολιτείας. Το άτομο καλείται να μεταλλαχθεί από απλό μέλος της ιδιωτικής κοινωνίας του κράτους σε εταίρο του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, όντας συμμέτοχος και όχι απλώς μέτοχος.

Η έννοια της «εταιρικότητας» (partnership) απαιτεί την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας και την εστίαση του σκοπού της πολιτικής στην κοινωνική βούληση. Η κοινωνία πρέπει να απορροφήσει το ουσιώδες της πολιτικής και να αναλάβει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Άλλωστε, η έννοια του πολίτη συνάδει με την ελευθερία, ελευθερία όχι μόνο ατομική, αλλά κοινωνική και πολιτική. Έτσι παραμένει πάντα επίκαιρη η ρήση του Tocqueville: “Civil associations therefore facilitate political association”, δηλαδή η Κοινωνία Πολιτών υποστηρίζει και διευκολύνει την πολιτική κοινωνία και τη δημοκρατία.

*Η Ελένη Μπαλαμώτη είναι Δικηγόρος και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της G700. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Γνώμη της Μαγνησίας.

Thursday, February 25, 2010

Ελλάδα: ο δούρειος ίππος της ευρωπαϊκής ενοποίησης

Του Barry Eichengreen*
Project Syndicate, 26-2-2010
Μετάφραση από την ομάδα του PPOL

Η Ευρώπη πλέον κατευθύνεται εκούσα-άκουσα προς την άμεση οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας. Μια οικονομική βοήθεια που θα είναι έκτακτη, θα δοθεί υπό όρους και μετά από ρητές δεσμεύσεις της κυβέρνησης της Αθήνας.

Μια τέτοια κίνηση θα επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να εξυπηρετήσει το χρέος της. Οι αγορές θα ηρεμήσουν. Μακροπρόθεσμα οι επιπτώσεις αυτής της κίνησης δε θα είναι αμελητέες, αλλά θα αποτελέσουν το πρόβλημα μιας άλλης μέρας.

Μερικοί θα πούνε πως το μοιραίο λάθος ήταν που επιτράπηκε στην Ελλάδα να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Θα έπρεπε να είναι σαφές πως η χώρα δεν ήταν έτοιμη για αυτό το βήμα. Τα δημόσια οικονομικά της ήταν ήδη εκτός ελέγχου όταν εντάχθηκε στην νομισματική ενότητα (ΟΝΕ) το 2001 -και τα συνδικάτα της ωθούσαν έκτοτε τις αμοιβές προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα, παρά την μεγάλη της υστέρηση όσον αφορά την παραγωγικότητά της.

Αλλά αυτή είναι μια μάλλον απλουστευτική προσέγγιση, αν λάβουμε υπόψη πως ανάλογες δυσλειτουργίες με την Ελλάδα αντιμετωπίζουν κι άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Η Ισπανία, με ανεργία 20% και ραγδαία αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, βλέπει στην Ελλάδα το μέλλον της. Ή τουλάχιστο αυτό το κάνουν οι αγορές. Η Πορτογαλία και η Ιταλία δεν τα πάνε πολύ καλύτερα.

Σαν την Ελλάδα, κι αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν πλέον δραστικές δημοσιονομικές περικοπές. Σαν την Ελλάδα, δεν μπορούν πια να υποτιμήσουν το νόμισμά τους για να τονώσουν τις εξαγωγές. Σαν την Ελλάδα, αντιμετωπίζουν το φάσμα της βαθιάς ύφεσης. Σαν την Ελλάδα, θα μπουν στον πειρασμό να ζητήσουν βοήθεια από τους εταίρους τους.

Κι έτσι βρισκόμαστε ενώπιον ενός προφανούς ερωτήματος: μήπως τελικά το λάθος ήταν αυτή καθαυτή η δημιουργία του ευρώ; Με δεδομένο πως ήμουν ένας από τους λίγους Αμερικανούς που υποστήριξε τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, δικαιούστε να με ρωτήσετε: μήπως κάνω δεύτερες σκέψεις;

H απάντησή μου είναι αρνητική: δεν ήταν λάθος το ευρώ, αν και μπορεί ακόμα να αποδειχτεί λάθος εκ των πραγμάτων. Αυτό που δείχνει κυρίως η ελληνική κρίση είναι πως στην πραγματικότητα η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα μεσοστρατίς στην πορεία της δημιουργίας μιας βιώσιμης νομισματικής ενότητας. Κι αν δεν κάνει βήματα εμπρός, η επόμενη κρίση ίσως να κάνει τούτη δω να μοιάζει με υγιεινό περίπατο στην εξοχή.

Για να υπάρξει ολοκληρωμένη νομισματική ενότητα, η Ευρώπη χρειάζεται να αναπτύξει έναν έκτακτο μηχανισμό χρηματοδότησης των κρατών-μελών της. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, τα άλλα κράτη-μέλη μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα μόνο παραβιάζοντας (ή παρεκκλίνοντας από) τους κανονισμούς, που τους απαγορεύουν ρητά να δανείζουν ένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης ει μη μόνο σε περίπτωση φυσικών καταστροφών ή «εκτάκτων συγκυριών που βρίσκονται πέραν των δυνατοτήτων ελέγχου μιας κυβέρνησης». Αυτό οξύνει την αβεβαιότητα. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες σπεύδουν να βοηθήσουν έναν εταίρο τους, το κοινό και οι αγορές τους θεωρούν ζαβολιάρηδες. Αν η «συνθήκη της Λισαβόνας» δημιουργεί τέτοια προβλήματα, ε, τότε η «συνθήκη της Λισαβόνας» πρέπει να αλλάξει.

Επιπλέον, η όποια βοήθεια δεν μπορεί απλά να συνοδεύεται από «όρους», αλλά από περιοδικούς ελέγχους των δημοσίων οικονομικών της βοηθούμενης χώρας από μια επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» που θα την ορίζει η ΕΕ. Όπως έχει αποδείξει η ιστορία, οι απλές δεσμεύσεις εκ μέρους των επιδοτούμενων κυβερνήσεων δεν αρκούν.

Αναμφίβολα, οι χώρες που θα υποστούν τέτοια μέτρα θα εκφράσουν την αγανάκτησή τους. Στο κάτω-κάτω όμως, κανείς δεν τις αναγκάζει να πάρουν τα λεφτά. Ανησυχείτε για την «ηθική ζημία» μιας άμεσης βοήθειας προς τα άσωτα κράτη-μέλη; Ιδού η λύση για σας! Σημειώστε επιπλέον πως αυτός θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός πειθαρχικός μηχανισμός σε σχέση με το αλήστου μνήμης «σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης».

Μπορείτε να αναρωτηθείτε: πώς θα αντιδρούσαν άραγε οι Καλιφορνέζοι αν εξαναγκάζονταν να αναθέσουν πρόσκαιρα τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών τους σε μια ειδική επιτροπή που θα την όριζε η κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama); Για να πω την αλήθεια, δε νομίζω πως θα τους πείραζε και πολύ. Αυτός που θα αναλάμβανε τα ηνία της πολιτείας τους ίσως να μην ήταν Καλιφορνέζος, αλλά πάντως θα ήταν ένας συμπατριώτης τους Αμερικανός. Ο κόσμος θα καταλάβαινε πως αυτό θα ήταν προς το συμφέρον της πολιτείας αλλά και ολόκληρης της χώρας. Θα τους καθησύχαζε επιπλέον πως η Καλιφόρνια διαθέτει αρκετούς εκπροσώπους της στην Ουάσινγκτον, όπου θα λαμβάνονταν προσωρινά οι αποφάσεις για την πολιτεία τους.

Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν τέτοια πράγματα, γιατί νιώθουν πρώτα Έλληνες -ή Γερμανοί. Οπότε δεν αναμειγνύονται στα «κυριαρχικά δικαιώματα» των υπολοίπων κρατών-μελών της ΕΕ. Η Γερμανία είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική να κάνει κάτι τέτοιο, με δεδομένες τις αναμνήσεις από τη συμπεριφορά της στο Β' παγκόσμιο πόλεμο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Ε, ωραία, αν η Ευρώπη θέλει στα σοβαρά να έχει νομισματική ενότητα, θα πρέπει να ξεπεράσει επιτέλους το παρελθόν της! Χρειάζεται όχι απλά στενότερους οικονομικούς δεσμούς, αλλά στενότερους πολιτικούς δεσμούς. Επιπλέον, όσοι διαχειρίζονται τα δημόσια οικονομικά ενός κράτους-μέλους σε κρίση θα πρέπει να διαθέτουν ισχυρή εντολή και ισχυρό έλεγχο, πάει να πει ισχυροποιημένο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.

Οι υπήκοοι της Γερμανίδας καγκελαρίου 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) μισούν τις άμεσες οικονομικές ενισχύσεις κρατών-μελών από την ΕΕ, κυρίως διότι γνωρίζουν πως αυτοί θα κληθούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Και αντιτίθενται προς οτιδήποτε θυμίζει πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

Αλλά η Γερμανία δεν είναι αθώα για αυτή την κρίση. Δική της απαίτηση ήταν να υπάρξει μια εξωφρενικά ανεξάρτητη και ισχυρή ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) που σήμερα επιβάλει μια υπερβολικά «σφικτή» δημοσιονομική πολιτική, επιβαρύνοντας τα λεγόμενα PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία). Το πελώριο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας επιδεινώνει τα προβλήματα. Η Γερμανία δεν έχει κάνει όσα της αντιστοιχούν όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η Γερμανία επωφελήθηκε απίστευτα από το ευρώ. Τώρα είναι αναγκασμένη να ξεπληρώσει ένα μερίδιο από τα οφέλη αυτά. Χρειάζεται να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία ενός μηχανισμού έκτακτου δανεισμού προς τους εταίρους της, και στην πολιτική ενοποίηση που θα καταστήσει αυτό το μηχανισμό δυνατό. Θα χρειαστεί να προσφέρει περσότερα στη δημοσιονομική εξυγίανση της ευρωζώνης. Και ποιος είναι καταλληλότερος να ζητήσει περισσότερη λογοδοσία εκ μέρους της ΕΚΤ από το Βερολίνο;

Η ελληνική κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως ο «δούρειος ίππος» που οδηγεί την Ευρώπη προς μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση. Τουλάχιστο ας το ελπίσουμε.

Barry Eichengreen είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ

Wednesday, February 24, 2010

Να βρούμε το ζουμί του πλούτου μας και να το αναδείξουμε άμεσα

Συνέντευξη της Έλενας Παναρίτη* στον Νίκο Παπαδημητρίου
Free Sunday, 21-02-2010


ΝΠ: Να ξεκινήσω, κ. Παναρίτη, από το θέμα που «καίει» όλους τους εργαζόμενους, τον 14ο μισθό. Όταν ρωτήθηκαν σχετικά οι αρμόδιοι υπουργοί (Παπακωνσταντίνου και Κατσέλη) απέφυγαν να δεσμευτούν. Θα ήθελα να μου μεταφέρετε την αίσθησή σας. Αν κριθεί επιβεβλημένο, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην περικοπή του;

ΕΠ: Πραγματικά, υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι από μένα να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η ερώτηση αγγίζει και αφορά όλο το μισθολογικό σύστημα, το οποίο όχι μόνο δεν είναι ενιαίο και δίκαιο, αλλά είναι και ελλιπές. Δεν είναι λοιπόν σωστό να επικεντρωθούμε σε ένα μικρό κομμάτι όταν η μισθολογική εξίσωση είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Ωστόσο πιστεύω ότι τέτοιες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν σε συνάρτηση με τις πραγματικές μισθολογικές απολαβές του Έλληνα εργαζόμενου, με τη συνεργασία και την έγκριση της κοινωνίας. Αν βάλεις την κοινωνία απέναντί σου, το αποτέλεσμα και βιώσιμο δεν θα είναι και άλλου είδους προβλήματα θα έχεις. Εδώ ήρθαμε να λύσουμε προβλήματα και όχι να δημιουργήσουμε νέα.

ΝΠ: Έχει γίνει πάντως σαφές ότι οι εταίροι μάς πιέζουν για νέα μέτρα. Γιατί τέτοια εμμονή, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί...

ΕΠ: Θα μπορούσε κανείς να πει πολλά πάνω σε αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να πει ότι τους έχει ενοχλήσει η αναξιοπιστία των στοιχείων μας. Ότι υπάρχουν σκοπιμότητες νομισματικού χαρακτήρα. Ότι δεν έχει προχωρήσει όσο έπρεπε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ούτε σε πολιτικό ούτε σε οικονομικό επίπεδο. Ότι λειτουργούμε σαν παράδειγμα για τους επόμενους. Ή ότι πληρώνουμε τοις μετρητοίς για ό,τι δεν κάναμε (ή κάναμε) όλα αυτά τα χρόνια με... δόσεις. Ότι εντείναμε περισσότερο την κατάσταση της κακής οικονομίας μας τα τελευταία χρόνια.
Κάποια από όλα αυτά, ή και όλα μαζί, έχουν δημιουργήσει αυτό το κλίμα, συνυπολογιζόμενης βέβαια και της κάκιστης διαχείρισης του δημόσιου χρέους και του δημόσιου τομέα μας, καθώς και του γεγονότος ότι καταφέραμε να είμαστε μία χώρα με δύο δεινά: πρώτον, να έχουμε καλπάζον χρέος και, δεύτερον, μειωμένη μέχρι και αρνητική παραγωγικότητα. Αυτό, ξέρετε, δεν μπορούν να το αποδεχτούν εύκολα οι πολίτες των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) -αφού νιώθουν ότι έχουν παραχωρήσει τόσα κονδύλια στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια– όπως επίσης δεν μπορούν να το δεχτούν αυτοί οι οποίοι κρατούν ομόλογα ελληνικού δημοσίου.

ΝΠ: Η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα, δίνει αλλεπάλληλες συνεντεύξεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, και όμως, ακόμη και την εβδομάδα που πέρασε, τα «σπρεντ» συνέχισαν να διευρύνονται. Πού βρίσκεται το λάθος;

ΕΠ: Η ελληνική κυβέρνηση κάνει τη δουλειά της και οι αγορές τη δική τους... Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι μόνο οι αριθμοί. Ανάλογα δημοσιονομικά προβλήματα με εμάς έχουν, όπως γνωρίζετε, κι άλλες χώρες. Το δικό μας μείζον πρόβλημα είναι η παντελής έλλειψη αξιοπιστίας.

Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να σώσει αυτό που έχω πει κι άλλες φορές, το «προπατορικό αμάρτημα» της Ελλάδας. Με αυτό βρεθήκαμε αντιμέτωποι στις 4 Οκτωβρίου. Βρήκαμε κάτω από το χαλί ένα σωρό σκουπίδια και προβλήματα, που μέχρι τότε ήταν πολύ καλά κρυμμένα. Όμως το πρόβλημα της αξιοπιστίας δεν λύνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλει πειθαρχία, δουλειά, συνέπεια, αποφασιστικότητα και χρόνο. Θέλει στόχο και προσήλωση και όχι πισωγυρίσματα.

Πληρώνουμε αμαρτίες δεκαετιών και πιο πολύ απ' όλα πληρώνουμε τη συνεχή ασυνέπεια στις παλαιότερες υποσχέσεις μας προς την ΕΕ για οικονομικές μεταρρυθμίσεις που δεν κάναμε ποτέ. Είμαι αισιόδοξη ότι όχι μόνο θα τα καταφέρουμε, αλλά θα μπορέσουμε να γίνουμε οδηγητές στην ΕΕ αν κινηθούμε αποφασιστικά και γρήγορα. Αν πιάσουμε το θηρίο από το λαιμό. Και θηρίο στην περίπτωσή μας είναι το γενεσιουργό πρόβλημα της κακοδαιμονίας μας: πρέπει να ασχοληθούμε ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική διόρθωση και με τις αιτίες που μας έφεραν ως χώρα στο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε.

Θεσμικές αλλαγές «εδώ και τώρα», στην κατεύθυνση της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας της οικονομίας. Να βρούμε το ζουμί του πλούτου μας και να το αναδείξουμε άμεσα: τουρισμός, πολιτισμός, ενέργεια. Επίσης, να δώσουμε αποφασιστικά γροθιά στη γραφειοκρατία και στην αδιαφάνεια, να κηρύξουμε πόλεμο χωρίς έλεος σε όλη αυτή την αρρώστια του δημόσιου τομέα, που λειτουργεί παραλυτικά για την παραγωγικότητα. Αλλά να πω και κάτι άλλο: συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, επιμελητήρια κ.τ.λ πρέπει να ξαναδούν το ρόλο τους. Πρέπει να εξοπλιστούν επιστημονικά και πολιτικά και να μπουν στο παιχνίδι της πραγματικής πολιτικής, με ιδέες, πρωτοβουλίες, καινοτομία. Αν ένας τέτοιος άνεμος φυσήξει γρήγορα στη χώρα, θα σαρώσει όλες τις επιφυλάξεις αυτών που δυσπιστούν, θα αλλάξει και τους αριθμούς που οι αγορές με τόση ευκολία και αυστηρότητα διαμορφώνουν.
ΝΠ: Επί τη ευκαιρία, και καθώς οικονομία είναι και ψυχολογία, δηλώσεις αρμόδιων υπουργών που παραλληλίζουν το πρόβλημά μας με τον «Τιτανικό» βοηθούν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης;

ΕΠ: Με συγχωρείτε, αλλά δεν νομίζω πως η κοινή γνώμη περίμενε αυτή την «ατάκα-παρομοίωση» για να καταλάβει το πρόβλημα. Η ψυχολογία είναι σημαντική παράμετρος, αλλά γιατί δεν μιλάτε για τα μέσα ενημέρωσης; Δεν έχουν θεσμική ευθύνη για την πληροφόρηση του κόσμου και τη διαμόρφωση της ψυχολογίας του;

NΠ: Εδώ και λίγες μέρες, όμως, στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα μπήκε ένας ακόμη όρος: το
«διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ). Ωστόσο το τι εισηγήθηκαν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ στις χώρες από τις οποίες πέρασαν είναι γνωστό: περικοπές σε μισθούς, επιδόματα και συντάξεις, μείωση των δαπανών για την παιδεία και την υγεία, κατάργηση των γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και πολλά ακόμη. Γιατί να δεχτούν οι συμπολίτες μας τη συνδρομή του συγκεκριμένου οργανισμού;

ΕΠ: Οι συμπολίτες μας δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν ούτε θετικά ούτε αρνητικά τη συνδρομή είτε του ΔΝΤ είτε της ΕΕ είτε οποιουδήποτε. Οι συμπολίτες μας πρέπει να δουν θετικά οποιαδήποτε κίνηση θα βοηθήσει τη χώρα να βγει από την περιπέτεια όσο πιο καθαρά, ανώδυνα, φτηνά και με διαφάνεια γίνεται. Πώς θα ονομάζεται η λύση ελάχιστη σημασία έχει. Επίσης, καλό είναι κάποια στιγμή να «ξεκολλάμε» από προκαταλήψεις και να κοιτάμε να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Όποιοι και όσοι ξέρουν καλύτερες λύσεις από τις προφανείς καλό είναι να τις καταθέσουν και να βοηθήσουν τη χώρα. Αλλιώς, απλώς δημαγωγούν.

NΠ: Γιατί όμως κρίθηκε αναγκαία η ανάμειξη του ΔΝΤ, αφού, όπως επισημαίνουν ακόμη και πρώην υπουργοί οικονομίας του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ο κ. Χριστοδουλάκης), «η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή»;

ΕΠ: Κατ' αρχήν, δεν έχει ακόμη κριθεί τίποτα. Όσο για το ότι η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή, όντως δεν είναι, αν και υπάρχει ομοιότητα ως προς την αδυναμία άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής. Το ζητούμενο είναι αυτή τη στιγμή να ξαναβρούμε τη χαμένη μας αξιοπιστία. Και θα τη βρούμε μόνο με δουλειά, τομές και γρήγορες διαρθρωτικές αλλαγές που θα βασίζονται στα ελληνικά δεδομένα και στις δυνατότητες του τόπου μας, που, πιστέψτε με, είναι πολλές. Εάν δουλέψουμε με αυτούς που ξέρουν να χειρίζονται τις αγορές, αλλά με εμάς πάντα ως οδηγό, τότε θα ξεπεράσουμε κάθε πρόβλημα.

*Η Έλενα Παναρίτη είναι οικονομολόγος, βουλευτής επικρατείας του ΠΑΣΟΚ και συγγραφέας του βιβλίου «Prosperity Unbound», το οποίο εκδόθηκε και στα Ελληνικά με τον τίτλο «Ευημερία δίχως Όρια». Το έργο της αναγνωρίζεται διεθνώς σαν μια από τις πιο επιτυχημένες πρακτικές εφαρμογές των θεσμικών οικονομικών στα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η Έλενα Παναρίτη είναι επίσης κοινωνική επιχειρηματίας και επικεφαλής του Panel Group, μία ειδική συμβουλευτική εταιρεία που επενδύει σε υποβαθμισμένες περιοχές και παρέχει συμβουλές για τη δημόσια στρατηγική πολιτική και τη μετατροπή και αξιοποίηση της μη ρευστοποιήσιμης ακίνητης περιουσίας.

Monday, February 22, 2010

Μπαρόζο και Αλμούνια να καταθέσουν στην εξεταστική επιτροπή για την Οικονομία

Εδώ και πέντε μήνες η Ελλάδα διασύρεται διεθνώς για τα ψευδή στατιστικά στοιχεία που παρείχε εδώ και χρόνια στην ΕΕ, με αποτέλεσμα να αποκρύπτεται η πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Ουσιαστικά η Ελλάδα παρουσιάζεται στα διεθνή Μέσα σαν ένας κοινός απατεώνας που εξαπάτησε τους εταίρους του στην Ευρώπη.

Ο χορός των υποκριτών καλά κρατεί.

Άραγε δεν ήξεραν όλοι όσοι σήμερα κάνουν τις αθώες περιστερές ποια ήταν η πραγματική δημοσιονομική θέση της Ελλάδας;

Άραγε, τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη δεν κατέφυγαν σε κόλπα εκμετάλλευσης των λογιστικών «παραθύρων» και εξωραϊσμού των προϋπολογισμών τους, αντίστοιχα μ' αυτά της Ελλάδας, για να αποφύγουν επίπονες διαρθρωτικές αλλαγές;

Ακόμα και ο απλός πρωτοετής φοιτητής της οικονομικής, διαβάζοντας έναν προϋπολογισμό σε συνδυασμό με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ και της Τραπέζης της Ελλάδος, καταλάβαινε ότι τα δημόσια οικονομικά μας είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους για να καταστούν διατηρήσιμα σε βάθος χρόνου.

Ακόμα και ο πιο αδαής διάβαζε και έβλεπε όλα αυτά τα χρόνια στα έντυπα Μέσα και την τηλεόραση για τα λογιστικά κόλπα της Ιταλίας και τα μαγειρέματα των ισχυρών της ΕΕ. Το 2004, έτος απογραφής, υπενθυμίζουμε ότι οι Ιρλανδοί είχαν υπερβολικό πληθωρισμό και μια οικονομία σε υπερθέρμανση, ενώ Γερμανοί και Γάλλοι είχαν τινάξει στον αέρα τα ελλείμματά τους και μαζί μ' αυτά το κύρος των όρων του Μάαστριχτ. Κανείς όμως δεν τιμωρήθηκε αυστηρά.

Ας αποδεχτούμε, έστω, ότι το 2004 όλοι έπεσαν απ' τα σύννεφα με το εύρος και το μέγεθος της ελληνικής δημοσιονομικής τραγωδίας που αποκαλύφτηκε με τα greek statistics (έλλειμμα 7,9%). Γιατί το 2007, λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές, εξήλθε η Ελλάδα από την κοινοτική επιτήρηση μόνο και μόνο για να ξαναμπεί το 2008, έχοντας ξαναανακαλύψει η Εurostat και η Επιτροπή λανθασμένα στατιστικά στοιχεία; Χρειάζεται να είναι κανείς νομπελίστας οικονομικών για να δει ότι ο δημόσιος δανεισμός την περίοδο 2004 με 2007 συνέχισε την αυξητική από το 2000 πορεία; Ή μήπως χρειάζεται να είναι κανείς νομπελίστας για να αναρωτηθεί πως είναι δυνατόν το δημόσιο χρέος που σε απόλυτους αριθμούς αυξάνεται περισσότερο από το ΑΕΠ κάθε χρόνο, ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται;

Η αναποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών και ο στρουθοκαμηλισμός των ευρωπαίων εταίρων είναι παροιμιώδης, όπως παροιμιώδης είναι και η μετατροπή της Ελλάδας σε δουλοπαροικία του χρέους λόγω των παρελθόντων κυβερνητικών επιλογών, σε βαθμό που σήμερα να μοιάζει η χώρα με αποδομημένο τριτοκοσμικό κράτος (deconstructed third world state κατά το ΔΝΤ). Είναι προφανές ότι δίπλα στον βασικό υπαίτιο του προβλήματος, την Ελλάδα που «εξωράισε» τα στοιχεία, ένοχη είναι και η ΕΕ που για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας υποβάθμισε το μέγεθος του προβλήματος και δεν έκρουσε έγκαιρα τον κώδωνα του κινδύνου. Γι' αυτό από την πόρτα της εξεταστικής που εξήγγειλε η κυβέρνηση για την οικονομία, επιβάλλεται να διαβούν επίσςη οι κύριοι Μπαρόζο και Αλμούνια που όλα αυτά τα χρόνια έκαναν πως δεν βλέπουν.

Η ΕΕ χρειάζεται κοινές πολιτικές σταθεροποίησης και ανάπτυξης

Συνέντευξη του James K. Galbraith* στον Λάμπρο Κοντεγέωργο
Κεφάλαιο 18 - 2 - 2010

H Ελλάδα χρειάζεται τώρα «ένα μεγάλο πακέτο στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)» για να αποφύγει μια παρατεταμένη ύφεση, λέει σε συνέντευξή του στο «Κεφάλαιο» ο διαπρεπής οικονομολόγος και άτυπος σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου κ. James K. Galbraith. Υποστηρίζει ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγούσε σε υποτίμηση και χρεοκοπία και τονίζει ότι η υιοθέτηση σκληρών μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση ανάγκασε την ΕΕ να αναλάβει τις ευθύνες της. Ο Αμερικανός οικονομολόγος καλεί την ΕΕ να κινηθεί αποτελεσματικά απέναντι στο πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς ο κίνδυνος να ακολουθήσουν και άλλες χώρες είναι πολύ πιθανός.


ΛΚ: Κύριε Γκαλμπρέιθ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακοίνωσε πως θα στηρίξει την Ελλάδα. Πιστεύετε πως θα ακολουθήσουν και άλλοι, όπως π.χ. η Ισπανία;

JΚG: Φυσικά! Αυτή είναι η αρχή της ρεαλιστικής παραδοχής εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών πως το σύστημά τους είναι εξαιρετικά εύθραυστο. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν δεν έγκειται αποκλειστικά στην Ελλάδα ή σε κάποια άλλη χώρα η οποία είχε παραβατική συμπεριφορά στο παρελθόν. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αποκαλύπτουν πως η ΕΕ δεν έχει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό σταθεροποίησης όταν τον χρειάζεται. Έτσι, φυσικά, θα πρέπει να δράσουν και για την Πορτογαλία και την Ισπανία.

ΛΚ: Είστε σύμβουλος του Έλληνα πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου. Έχετε συζητήσει μαζί του γιο το πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικό προβλήματα της χώρας;

JΚG: Κατ' αρχάς παρευρέθηκα σε μια σειρά συσκέψεων στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου: έτσι δεν θα περιέγραφα τον εαυτό μου ως τακτικό σύμβουλο. Θα έλεγα πως απλώς είμαι περισσότερο κάποιος που παρατηρεί και προσφέρει την άποψή του, παρά σύμβουλος. Δεύτερον, όχι, δεν θα έπαιρνα το ελεύθερο να προσφέρω συμβουλές στις ελληνικές αρχές για πράγματα που ξέρουν πολύ καλύτερα από μένα.

ΛΚ: Πιστεύετε ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση;

JΚG: Σίγουρα αυτή είναι μια σωστή υπόθεση και υπογραμμίζει δύο πράγματα: Πρώτον, πως μια μείωση των δαπανών είναι αναπόφευκτη και υπάρχει μόνο η δυνατότητα διαχείρισής της. Το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρχουν απώλειες, αλλά ποιος θα τις υποστεί και πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν. Σε αυτό το σημείο, η ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει κάποιες αποφάσεις. Δεύτερον, υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα μεγάλο πακέτο στήριξης για την οικονομία το οποίο θα έρθει από έξω, και το μόνο που μπορεί να σημαίνει αυτό είναι ένα πακέτο από την Ευρώπη.

Αυτό που χρειάζεται για τη μακροοικονομική σταθερότατα είναι ακριβώς ένα πακέτο σταθεροποίησης, το οποίο θα πατάει στη δημοσιονομική δυνατότητα μιας οντότητας μεγαλύτερης από την Ελλάδα.

Υπήρχαν άνθρωποι που έλεγαν πως η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει μέτρα λιτότητας για να καθησυχάσει τις αγορές. Για μένα ήταν σαφές πως δεν υπήρχε πολιτική ικανή γι' αυτό. Η Ελλάδα όμως έπρεπε να ενεργήσει για να δείξει κάτι τέτοιο και με αυτό τον τρόπο η ελληνική κυβέρνηση ακύρωσε τη δικαιολογία που χρησιμοποιούσε η ΕΕ για την αδράνειά της. Ουσιαστικά ανάγκασε την ΕΕ να αναλάβει τις ευθύνες της. Αυτό βλέπουμε τώρα και το θεωρώ μια μεγάλη επιτυχία για τη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης.

Απλώς δεν υπάρχει κανένας βαθμός λιτότητας ο οποίος θα ικανοποιήσει τις αγορές, νομίζω πως αυτό είναι αυτονόητο. Δεν υπάρχει κάποια ισορροπία εκεί και αυτό σημαίνει πως οι κεφαλαιαγορές δεν είναι η λύση. Αντίθετα η λύση είναι η ΕΕ -και τώρα αναγνώρισε πως πρέπει να ενεργήσει.

ΛΚ: Πιστεύετε πως τα προβλήματα της Ελλάδας μπορεί να επηρεάσουν την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία;

JΚG: Αυτές οι χώρες έχουν τα δικά τους προβλήματα και αυτό που αναγνωρίζει η Ευρώπη τώρα είναι πως πρέπει να αναλάβει δράση για να αντιμετωπίσει το θέμα συνολικά, και όχι ως κάτι που μπορεί να λυθεί αυτόνομα, μόνο από την Ισπανία, μόνο από την Ιταλία, τον Ελλάδα ή την Πορτογαλία.

ΛΚ: Θα ανακοπεί η πίεση στα ελληνικά ομόλογα;

JΚG: Τώρα η ΕΕ πρέπει να δράσει επαρκώς για να διευκολύνει, αν όχι να λύσει, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην αναχρηματοδότηση του χρέους της. Αν αυτό δεν φτάσει, θα χρειαστούν περαιτέρω κινήσεις.

ΛΚ: Ο Ισπανός πρωθυπουργός είπε πως η Ισπανία δεν είναι Ελλάδα...

JΚG: Συμφωνώ μαζί του... η Ισπανία δεν είναι Ελλάδα.

ΛΚ: Νομίζετε πως ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να πει αντίστοιχα ότι η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή;

JΚG: Φυσικά και η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή. Η βασική διαφορά είναι πως η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ, η οποία έχει τη δυνατότητα για συλλογική αλληλεγγύη, υποστήριξη και αμοιβαία βοήθεια. Η Αργεντινή ήταν μόνη της. Αν η Ευρώπη αναλάβει τις ευθύνες της, τότε πιστεύω πως αυτά τα προβλήματα θα λυθούν, όπως θα γίνονταν και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική και πιστεύω πως μέχρι τώρα δεν είχε γίνει κατανοητή από την Ευρώπη.

ΛΚ: Δεν θα συμβουλεύατε ποτέ την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ;

JΚG: Η έξοδος οποιασδήποτε χώρας από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν μια δραστική κίνηση που θα συνεπάγονταν την υποτίμηση και τη χρεοκοπία. Αυτή ήταν η στρατηγική της Αργεντινής. Βέβαια αυτή θα ήταν η έσχατη λύση και δεν πιστεύω πως η ελληνική κυβέρνησα έχει τέτοια πρόθεση: όμως, η ΕΕ πρέπει να καταλάβει πως αν δεν υπάρξει μια κοινή στρατηγική σταθεροποίησης και ανάπτυξης, μια χώρα τελικά θα επιλέξει την έξοδό της από το ευρώ.

*Ο James K. Galbraith είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Τέξας.

Friday, February 19, 2010

Πώς οι αγορές βάλθηκαν να κυνηγούν την Ελλάδα

Του Τζέιμς Ρίκαρντς*
How markets attacked the Greek piñata
© Financial Times, 15-2-2010
Μετάφραση από την ομάδα του PPOL

Στη Ουολ Στριτ λατρεύουν τα πάρτι με «πινάτα»: απομονώνουν μια εταιρεία ή μια χώρα (που παίζει έτσι το ρόλο της «πινάτα») και στη συνέχεια όλοι μαζί τη χτυπούν με τα ραβδιά τους μέχρι να σπάσει. Όπως και στο μεξικανικό παιχνίδι, η «πινάτα» γίνεται θρύψαλα. Σε αντίθεση με το μεξικανικό παιχνίδι, η «πινάτα» της Ουολ Στριτ δεν είναι γεμάτη γλυκίσματα, αλλά γεμάτη λεφτά, που όταν σπάσει οι τραπεζίτες τα μαζεύουν με τις χούφτες. Τούτες τις μέρες μπορούμε όλοι να παρακολουθήσουμε πώς παίζεται το παιχνίδι: το ρόλο της «πινάτα» παίζει η Ελλάδα!

Πολλοί επενδυτές, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν γιατί τα χαρτοφυλάκιά τους εξαερώνονται για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε χρόνια, εξειδικεύονται στα ελληνικά δημόσια οικονομικά. Αλλά αν έριχναν μια ματιά στα πάρτι με την «πινάτα», ίσως να ξεκαθάριζαν καλύτερα τα πράγματα.

Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας συχνά μετριούνται από τους επενδυτές διαμέσου της διακύμανσης του ύψους των «ασφαλίστρων έναντι κινδύνου χρεοκοπίας» (CDS), ενός είδος εξασφάλισης των κατόχων ελληνικών ομολόγων σε περίπτωση που η Ελλάδα χρεοκοπήσει. Συνήθως στις ασφάλειες το ασφάλιστρο αυξάνει ανάλογα με τη διακινδύνευση του κάθε αγαθού. Τι συμβαίνει όμως όταν η τιμή του ασφαλίστρου διαμορφώνεται ανεξάρτητα από τη διακινδύνευση του ασφαλισμένου αγαθού;

Οι τιμές των CDS δεν εξαρτώνται από μια αντικειμενική εκτίμηση της πορείας των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας, αλλά από κάτι πολύ διαφορετικό. Το ρόλο του ασφαλιστή τον παίζουν συνήθως συνταξιοδοτικά ταμεία που προσπαθούν να αυξήσουν το ασφάλιστρο που αποκομίζουν και το ρόλο του ασφαλιζόμενου κερδοσκοπικά κεφάλαια, που προσανατολίζονται σε περαιτέρω μεσοπρόθεσμη αύξηση της τιμής του ομολόγου που αγοράζουν. Ενδιαμέσως παρεμβαίνει η «Γκόλντμαν Σακς» ή κάποια άλλη μεγάλη τράπεζα που αναζητά παχυλά «σπρεντ».

Όλα πλέον είναι έτοιμα να ξεκινήσει το πάρτι με την «πινάτα»: οι τράπεζες αρπάζουν τα ραβδιά τους και αρχίζουν να κοπανάνε (να ξεπουλάνε) τα όχι και τόσο περιζήτητα ελληνικά ομόλογα, μεγεθύνοντας το «σπρεντ» του επιτοκίου μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων (που είναι τα πλέον αξιόπιστα).

Στη συνέχεια τα συνταξιοδοτικά ταμεία ειδοποιούνται για την πτώση της αξίας των ομολόγων τους και τα πωλούν σε κερδοσκοπικά κεφάλαια με αυξημένα ασφάλιστρα. Αυτά «φτυαρίζουν» με χαρά όλη αυτή τη ρευστότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται: την ονομαστική αύξηση του τζίρου τους, συν αποδόσεις που μπορεί να φθάσουν και στο 20% επί του κύκλου εργασιών. Πόσο βολικά όλα αυτά, όταν μάλιστα συμβαίνουν το Δεκέμβριο, ενώ κλείνουν οι ετήσιοι ισολογισμοί, όπως στην περίπτωσή μας! Αυτή η δυναμική της τεχνητής διόγκωσης των «σπρεντ» και των «προειδοποιήσεων» (margin call) των επενδυτών είναι η ίδια που «τίναξε στον αέρα» το κερδοσκοπικό κεφάλαιο «μακροπρόθεσμη διαχείριση κεφαλαίου» (LCTM) το 1998 και την AIG το 2008. Το ίδιο κόλπο επιχειρείται και σήμερα, αυτή τη φορά εις βάρος της Ευρώπη.

Τελικά, όταν ανακοινωθεί ένα πρόγραμμα «σωτηρίας», η ροή του χρήματος θα αντιστραφεί ξανά. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν κερδίσει: τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε ασφάλιστρα, οι τράπεζες σε «σπρεντ», οι διαχειριστές των κερδοσκοπικών κεφαλαίων σε αμοιβές και μπόνους. Χαμένοι είναι μόνο οι κακότυχοι επενδυτές του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και φυσικά οι δυστυχείς κάτοικοι της «πινάτα». Πόσο σχετίζονται όλα αυτά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας; Ελάχιστα! Το όλο παίγνιο μοιάζει μάλλον με μερικές γρήγορες ζαριές σε ένα μπαρμπούτι που έχει στηθεί σε κάποιο σκοτεινό αδιέξοδο της Ουολ Στριτ.

Κάπου εδώ μας τελειώνει και η αξία των CDS ως μέσου ασφάλισης. Επί πάνω από 250 χρόνια, η ασφαλιστική αγορά απαιτούσε από τον αγοραστή μιας ασφάλειας να διαθέτει κάποιο «υλικό συμφέρον», ένα πραγματικό προς ασφάλιση αγαθό -με άλλα λόγια το παιχνίδι να έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο γείτονάς σου π.χ. δε δικαιούται να ασφαλίσει το σπίτι σου, γιατί δε διαθέτει «υλικό συμφέρον» για να το κάνει αυτό (το σπίτι είναι δικό σου). Αν παρ' ελπίδα του επιτρεπόταν να αγοράσει μια ασφάλεια του σπιτιού σου, το όλο σύστημα θα διαστρεφόταν: ο γείτονάς θα αποκτούσε έξαφνα συμφέρον να καεί το σπίτι σου (κι αν του δινόταν η ευκαιρία, ίσως να έβαζε και το χεράκι του να ανάψει...).

Όταν εγκαινιάστηκε η αγορά των CDS, τη δεκαετία του 1990, τα «γκόλντεν μπόις» που εφηύραν αυτό το παράγωγο «λησμόνησαν» να το συνδέσουν με την έννοια του «υλικού συμφέροντος». Ο καθένας θα μπορούσε να στοιχηματίζει στο οτιδήποτε, πράγμα που όπως ήταν αναμενόμενο δημιούργησε μια αρρωστημένη επιδίωξη χρεοκοπίας επιχειρήσεων και κρατών από όλους όσοι κρατούσαν στα χέρια ασφάλιστρα, αλλά όχι μερίδιο στα ομόλογα ή τις μετοχές των θηραμάτων τους. Με άλλα λόγια, δώσαμε στην Ουολ Στριτ κίνητρο να βάλει φωτιά στο σπίτι σας.

Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: τα ελληνικά δημόσια οικονομικά βρίσκονται πράγματι σε κακά χάλια. Οι στατιστικές παραποιήθηκαν, τα ασφαλιστικά ταμεία λεηλατήθηκαν και ο απερίσκεπτος δανεισμός ήταν για χρόνια ο κανόνας. Χρειάζονται όντως δραστικά μέτρα. Αλλά η κρίση είναι διαχειρίσιμη και η Ευρώπη εξέπεμψε σαφή μηνύματα πως προτίθεται να φροντίσει μόνη για τα του οίκου της, χωρίς την ανάμειξη Κινέζων, Αμερικανών ή του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ). Δυστυχώς όμως, η λελογισμένη διαχείριση της κρίσης δεν είναι επαρκώς κερδοφόρα για τους εμπόρους CDS, που χρειάζονται αστάθεια, ακόμα και πανικό για να μεγιστοποιήσουν τις απολαβές τους. Όσο μάλιστα περισσότερο και πιο ανεξέλεγκτα επεκταθεί η κρίση, τόσο το καλύτερο για τους κερδοσκόπους, που δε δίνουν φυσικά δυάρα για τις όποιες «παράπλευρες απώλειες».

Μέχρι τη μέρα που η αγορά των CDS περιοριστεί μόνο σε όσους έχουν «υλικό συμφέρον» να είναι «καλυμμένο» το προς ασφάλιση αγαθό, μέχρι τη μέρα που οι πωλητές ασφαλίσεων θα υποχρεούνται να διαθέτουν τα ασφαλιστικά αποθεματικά που αναλογούν στα ασφαλιστήρια που έχουν πουλήσει, η αγορά των CDS θα συμπεριφέρεται με την ανευθυνότητα ενός εμπρηστή. Εδώ όμως διακυβεύονται σοβαρά ζητήματα κυριαρχίας και σταθερότητας. Οι ελεγκτές των αγορών θα πρέπει να πάψουν να ανέχονται τα πάρτι με τις «πινάτα» και να παράσχουν επιτέλους λίγη σοβαρή, ενήλικη επιτήρηση.

James Rickards είναι διευθυντικό στέλεχος επιχειρήσεων στο χρηματοπιστωτικό κλάδο

Thursday, February 18, 2010

Plan C: Κάνουμε Διαρθρωτικές Αλλαγές

Εδώ και τέσσερις μήνες, η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας βαθιάς δημοσιονομικής κρίσης. Δεν υπάρχει σάλιο, ενώ οι ανειλημμένες υποχρεώσεις του κράτους είναι πολλές κι αβάσταχτες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, υπό το πρίσμα δηλαδή της πιθανής πτώχευσης και με την πίεση των διεθνών αγορών και των ευρωπαίων εταίρων να γίνεται αφόρητη, η κυβέρνηση ανέλαβε μια σειρά από πρωτοβουλίες για τον εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών. Οι πρωτοβουλίες αυτές αποτυπώθηκαν τόσο στον τακτικό προϋπολογισμό για το 2010, αλλά κυρίως στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το αποκαλούμενο και Plan A, όμως, κρίθηκε στο σύνολό του ανεπαρκές.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προχώρησε πριν από μερικές βδομάδες δυναμικά στο Plan B. Περιόρισε δραστικά το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα, περικόπτοντας οριζοντίως τις δαπάνες για υπερωρίες σε ποσοστό από 30% (απλοί υπάλληλοι) έως 50% (συνεργάτες υπουργών, βουλευτών, διοικητών οργανισμών), και τα επιδόματα κατά 10%. Επιπρόσθετα προχώρησε σε αύξηση του ΦΠΑ στα καύσιμα με σκοπό να τονώσει άμεσα τα έσοδα από φόρους, ενώ προώθησε και σημαντικές αλλαγές στη φορολογία με πιο σημαντική την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης και την ένταξη όλων των εισοδημάτων από εργασία στον ενιαίο φορολογικό συντελεστή. Τι σημαίνει αυτό; Στον ιδιωτικό τομέα «ραντιέριδες» πάσης φύσεως, όπως οι ταξιτζήδες καλούνται να πληρώσουν επιτέλους φόρο. Στο δημόσιο οι υπερωρίες και τα επιδόματα όχι μόνο μειώνονται, αλλά το συνολικό ετήσιο εισόδημα των υψηλά αμειβόμενων φορολογείται και περισσότερο.

Τις τελευταίες μέρες μαθαίνουμε ότι η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Γερμανία μαγειρεύουν και Plan C με βασικό συστατικό την περικοπή του 14ου μισθού δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων. Παρότι η μείωση του μισθολογικού βάρους του δημόσιου τομέα μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, δε θεωρούμε την κατάργηση του 14ου μισθού ορθή επιλογή. Ήδη, η οριζόντια μείωση των μισθών στο δημόσιο με την ταυτόχρονη αλλαγή της φορολογίας περικόπτει σημαντικό τμήμα του μηνιαίου εισοδήματος των ΔΥ και ελαφρύνει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά. Αν λάβει κανείς υπόψη του τις μετρήσεις (70% των πολιτών θεωρεί τα μέτρα αναγκαία) πρόκειται για μια θυσία που όλοι είναι πρόθυμοι να δεχτούν.

Πολύ φοβούμαστε ότι η ενδεχόμενη οριζόντια περικοπή του 14ου μισθού ΚΑΙ σε αντιδράσεις θα οδηγήσει και την κατανάλωση των μεσαίων στρωμάτων θα συνθλίψει. Κι εν πάση περιπτώσει, αν κάπου χρειάζεται να γίνει περαιτέρω υποτίμηση αμοιβών αυτό είναι στους 16 μισθούς των υπαλλήλων της Βουλής, στα προνόμια της εργατικής αριστοκρατίας των ΔΕΚΟ τύπου ΟΣΕ ή ΕΡΤ και στις πάσης φύσεως υπερκοστολογημένες προμήθειες του δημοσίου, που για χρόνια πληρώνουμε αδρά με δανεικά.

Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι ήρθε η ώρα να στρέψουμε την προσοχή μας αλλού. Σε ουσιαστικά μέτρα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το Plan C οφείλει να είναι ένα σχέδιο διαρθρωτικών αλλαγών και τομών στην οικονομία και όχι ένα σχέδιο για περαιτέρω οριζόντιο ψαλίδισμα των αμοιβών στο δημόσιο τομέα. Σ’ αυτή τη λογική, όταν η κυβέρνηση επισκεφτεί τις Βρυξέλλες στις 15 Μαρτίου για να υποβάλλει προς εξέταση την πορεία του Προγράμματος Σταθερότητας πρέπει να έχει ετοιμάσει σχέδιο για ριζικές τομές.

Ήδη, στο ασφαλιστικό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα γίνεται μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα απόπειρα αλλαγής του συστήματος συντάξεων και κοινωνικής προστασίας. Δεν αρκεί όμως αυτό. Η πλειονότητα των Δημοσίων Υπαλλήλων, οι εργαζόμενοι δηλαδή στα Σώματα Ασφαλείας αστυνομικοί και στρατιωτικοί, βρίσκονται εκτός πλαισίου μεταρρύθμισης. Ένα μέτρο άμεσης απόδοσης θα ήταν η απαγόρευση καταβολής σύνταξης πριν τη συμπλήρωση του 57ου έτους για τους ένστολους σε συνδυασμό με τη μη αναγνώριση των χρόνων σπουδών ως πλασματικών, γεγονός που οδηγεί εργαζόμενους να συνταξιοδοτούνται στα 45 έτη, έχοντας ουσιαστικά δουλέψει μόνο για μία εικοσαετία.

Αν θέλουμε να βγούμε από την κρίση, παρεμβάσεις αντίστοιχου μεγέθους πρέπει να γίνουν σε μια σειρά από τομείς της οικονομίας. Η Ελλάδα άλλωστε αντιμετωπίζει γενικότερο πρόβλημα αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο συμπλέκεται με το δημοσιονομικό της πρόβλημα.

Απαιτείται εδώ μια συστηματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια με όχημα τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα και την απελευθέρωση της οικονομίας από δεσμά που τις είχαν επιβληθεί σε άλλες εποχές. Κλειστά επαγγέλματα, δημόσιες επιχειρήσεις φαντάσματα που δεν έχουν λόγο ύπαρξης, παρεμβάσεις στη διαμόρφωση τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα, έλλειψη κωδικοποίησης νομοθεσίας, έλλειψη μηχανοργάνωσης, επικαλύψεις, παράλογες ασφαλιστικές ρυθμίσεις, έλλειμμα υγιούς ανταγωνισμού, είναι μερικά μόνο από τα πεδία στα οποία απαιτείται παρέμβαση.

Σύμφωνα με έρευνες του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΙΟΒΕ, του ΚΕΠΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το συνολικό κέρδος που θα είχε η Ελλάδα από τις παραπάνω διαρθρωτικές παρεμβάσεις ανέρχεται σε 20 περίπου ευρώ στο ΑΕΠ και γύρω στα 5 δις επιπρόσθετα έσοδα.

Και φυσικά μην ξεχνάμε ποτέ ότι η έξοδος από την ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση, την ανεργία και την ύφεση δηλαδή, απαιτεί κεφάλαια. Κεφάλαια που σήμερα δανειζόμαστε πανάκριβα στο εξωτερικό. Είναι γι’ αυτό ζήτημα ζωής ή θανάτου να τεθεί επιτέλους σε λειτουργία το Δημόσιο Πρόγραμμα Επενδύσεων και ειδικά το ΕΣΠΑ αξίας 18 δις ευρώ που έχει τελματώσει, να βρεθεί επίσης τρόπος για να αξιοποιηθεί η ακίνητη περιουσία του ελληνικού δημοσίου και να εξεταστεί ακόμα το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας Εθνικής Επενδυτικής Τράπεζας με τη συνένωση Αγροτικής, Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, η οποία θα αναλάβει μεγάλο τμήμα του δανεισμού για δημόσιες επενδύσεις απελευθερώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως έναν έστω βαθμό, το δημόσιο από τους εγχώριους και ξένους χρηματοδανειστές του.

Plan C, λοιπόν. Σκεφτόμαστε διαφορετικά. Κάνουμε διαρθρωτικές αλλαγές.

Wednesday, February 17, 2010

The making of a euromess

By Paul Krugman*
New York Times, 15-2-2010

Lately, financial news has been dominated by reports from Greece and other nations on the European periphery. And rightly so.

But I’ve been troubled by reporting that focuses almost exclusively on European debts and deficits, conveying the impression that it’s all about government profligacy — and feeding into the narrative of our own deficit hawks, who want to slash spending even in the face of mass unemployment, and hold Greece up as an object lesson of what will happen if we don’t.

For the truth is that lack of fiscal discipline isn’t the whole, or even the main, source of Europe’s troubles — not even in Greece, whose government was indeed irresponsible (and hid its irresponsibility with creative accounting).

No, the real story behind the euromess lies not in the profligacy of politicians but in the arrogance of elites — specifically, the policy elites who pushed Europe into adopting a single currency well before the continent was ready for such an experiment.

Consider the case of Spain, which on the eve of the crisis appeared to be a model fiscal citizen. Its debts were low — 43 percent of G.D.P. in 2007, compared with 66 percent in Germany. It was running budget surpluses. And it had exemplary bank regulation.

But with its warm weather and beaches, Spain was also the Florida of Europe — and like Florida, it experienced a huge housing boom. The financing for this boom came largely from outside the country: there were giant inflows of capital from the rest of Europe, Germany in particular.

The result was rapid growth combined with significant inflation: between 2000 and 2008, the prices of goods and services produced in Spain rose by 35 percent, compared with a rise of only 10 percent in Germany. Thanks to rising costs, Spanish exports became increasingly uncompetitive, but job growth stayed strong thanks to the housing boom.

Then the bubble burst. Spanish unemployment soared, and the budget went into deep deficit. But the flood of red ink — which was caused partly by the way the slump depressed revenues and partly by emergency spending to limit the slump’s human costs — was a result, not a cause, of Spain’s problems.

And there’s not much that Spain’s government can do to make things better. The nation’s core economic problem is that costs and prices have gotten out of line with those in the rest of Europe. If Spain still had its old currency, the peseta, it could remedy that problem quickly through devaluation — by, say, reducing the value of a peseta by 20 percent against other European currencies. But Spain no longer has its own money, which means that it can regain competitiveness only through a slow, grinding process of deflation.

Now, if Spain were an American state rather than a European country, things wouldn’t be so bad. For one thing, costs and prices wouldn’t have gotten so far out of line: Florida, which among other things was freely able to attract workers from other states and keep labor costs down, never experienced anything like Spain’s relative inflation. For another, Spain would be receiving a lot of automatic support in the crisis: Florida’s housing boom has gone bust, but Washington keeps sending the Social Security and Medicare checks.

But Spain isn’t an American state, and as a result it’s in deep trouble. Greece, of course, is in even deeper trouble, because the Greeks, unlike the Spaniards, actually were fiscally irresponsible. Greece, however, has a small economy, whose troubles matter mainly because they’re spilling over to much bigger economies, like Spain’s. So the inflexibility of the euro, not deficit spending, lies at the heart of the crisis.

None of this should come as a big surprise. Long before the euro came into being, economists warned that Europe wasn’t ready for a single currency. But these warnings were ignored, and the crisis came.

Now what? A breakup of the euro is very nearly unthinkable, as a sheer matter of practicality. As Berkeley’s Barry Eichengreen puts it, an attempt to reintroduce a national currency would trigger “the mother of all financial crises.” So the only way out is forward: to make the euro work, Europe needs to move much further toward political union, so that European nations start to function more like American states.

But that’s not going to happen anytime soon. What we’ll probably see over the next few years is a painful process of muddling through: bailouts accompanied by demands for savage austerity, all against a background of very high unemployment, perpetuated by the grinding deflation I already mentioned.

It’s an ugly picture. But it’s important to understand the nature of Europe’s fatal flaw. Yes, some governments were irresponsible; but the fundamental problem was hubris, the arrogant belief that Europe could make a single currency work despite strong reasons to believe that it wasn’t ready.

*Nobel Prize Winner for Economics and New York Time Op-Ed Columnist.

Monday, February 15, 2010

H Wall Street συνέβαλε στην απόκρυψη του χρέους στην Ευρώπη

Των Louise Story, Landon Thomas και Nelson Schwartz
Wall St. Helped to Mask Debt Fueling Europe's Crisis
© New York Times, 15-2-2010
Μετάφραση από την Ομάδα του PPOL.


Παρόμοιες πρακτικές της Wall Street με εκείνες που συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων, φαίνεται πως επιδείνωσαν τη δημοσιονομική κρίση που συνταράσσει την Ελλάδα και υπονομεύει το ευρώ, παρέχοντας στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διευκολύνσεις ώστε να αποκρύβουν το αυξανόμενο χρέος τους.

Ενώ η ανησυχία για την Ελλάδα συνεχίζει να αναστατώνει τις αγορές, αρχεία και συνεντεύξεις αποκαλύπτουν πως με τη βοήθεια της Wall Street, επί πάνω από μια δεκαετία η Ελλάδα συμμετείχε σε μια επιχείρηση παράκαμψης των ευρωπαϊκών κανονισμών για το έλλειμμα. Σε συνεργασία με την Γκόλντμαν Σακς, η Αθήνα κατόρθωσε να αποκρύψει από τους ελέγχους των Βρυξελλών δισεκατομμύρια ευρώ από τα ελλείμματά της.

Ακόμα κι όταν η κρίση έφτανε στο απόγειό της, οι τράπεζες αναζήτησαν τρόπους να βοηθήσουν την Ελλάδα να αναβάλει κι άλλο την αποπληρωμή των χρεών της. Σύμφωνα με δύο πρόσωπα που συμμετείχαν στη συνάντηση, στις αρχές Νοεμβρίου 2009, τρεις μήνες αφού η Ελλάδα είχε ήδη μπει στο επίκεντρο της παγκόσμιας δημοσιονομικής κρίσης, μια ομάδα της Γκόλντμαν Σακς έφτασε στην αρχαία πόλη με μια πολύ «μοντέρνα» προσφορά στην κυβέρνηση.

Τα τραπεζικά στελέχη, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Γκόλντμαν Σακς Γκάρι Κον (Gary D. Cohn), έφτασαν στη Αθήνα με ένα τραπεζικό παράγωγο που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να μεταθέσει τα ελλείμματα του συστήματος υγείας της στο απώτερο μέλλον, ακριβώς όπως οι υπόχρεοι στεγαστικών δανείων προχωρούν σε νέα δάνεια για να καλύψουν τις πιστωτικές τους κάρτες.

Η στρατηγική αυτή είχε αποδώσει στο παρελθόν. Σύμφωνα με πρόσωπα που η συγκεκριμένη συναλλαγή τούς είναι οικεία, το 2001, λίγο αφού η Ελλάδα έγινε δεκτή στην «οικονομική και νομισματική ενότητα» (ΟΝΕ), η Γκόλντμαν είχε βοηθήσει διακριτικά την κυβέρνηση να δανειστεί δισεκατομμύρια δολάρια. Η συμφωνία όμως δε δημοσιοποιήθηκε διότι θεωρήθηκε «συναλλαγματική συναλλαγή» και όχι δάνειο, κάτι που επέτρεψε στην Αθήνα «να πιάσει» τα όρια της Ευρώπης για το έλλειμμα, ενώ ταυτόχρονα συνέχισε να δανείζεται πέραν των δυνατοτήτων της.

Η Αθήνα δεν αποδέχτηκε μεν την πιο πρόσφατη πρόταση της Γκόλντμαν, αλλά με την Ελλάδα να βουλιάζει ολοένα υπό το βάρος του χρέους και των ελλειμμάτων της και με τους πλουσιότερους εταίρους της να υπόσχονται πως θα σπεύσουν προς βοήθειά της, οι συμφωνίες της τελευταίας δεκαετίας εγείρουν νέα ερωτήματα για το ρόλο της Ουολ Στριτ στο τελευταίο παγκόσμιο οικονομικό δράμα.

Όπως φαίνεται, τα τραπεζικά παράγωγα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην διόγκωση του ελληνικού χρέους, όπως ακριβώς το έκαναν στην κρίση των ενυπόθηκων δανείων ή στην κατάρρευση της AIG. Τραπεζικά παράγωγα που δημιούργησε η Γκόλντμαν Σακς, η J-P Morgan και μια σειρά ακόμα από άλλες τράπεζες βοήθησαν τους πολιτικούς να καλύπτουν τον υπερβολικό δανεισμό της Ελλάδας, της Ιταλίας και πιθανότατα και άλλων κρατών.

Πραγματοποιώντας δεκάδες συμφωνίες στην Ευρώπη, οι τράπεζες πρόσφεραν στις κυβερνήσεις προκαταβολικά ρευστότητα, με αντάλλαγμα μελλοντικές κρατικές πληρωμές από αγαθά που δεν καταγράφονταν λογιστικά. Η Ελλάδα επί παραδείγματι παραχώρησε έτσι τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των αεροδρομίων της και τις εισπράξεις από λαχεία για τα πολλά επόμενα χρόνια.

Οι επικριτές αυτών των πρακτικών λένε πως καθώς αυτές οι συναλλαγές δεν καταγράφονται λογιστικά, παραπλανούν τους επενδυτές και τους ελεγκτές των δημοσιονομικών των κρατών ως προς το βάθος των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους των κρατών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ορισμένες από τις συμφωνίες αυτές δόθηκαν ονόματα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Μία επί παραδείγματι ονομάστηκε «Αίολος», από το όνομα του θεού του ανέμου.

Η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας αντιπροσωπεύει την πλέον άμεση απειλή στο ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα, το ευρώ, αλλά και στην απόπειρα της ηπείρου να πετύχει την οικονομική της ενοποίηση. Σύμφωνα πάντως με την τραπεζική ιδιόλεκτο, η χώρα είναι «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει». Η Ελλάδα χρωστάει σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο 220 δις ευρώ (300 δις δολάρια), και πολλές μεγάλες τράπεζες έχουν πιαστεί στα ελληνικά δίκτυα, διαθέτοντας μεγάλες ποσότητες ελληνικών χρεογράφων. Μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα είχε επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Μια εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου οικονομικών δήλωσε πως η κυβέρνηση συναντήθηκε τους τελευταίους μήνες με πολλές τράπεζες, αλλά δε δεσμεύτηκε σε καμία συμφωνία. Σε κάθε αποπληρωμή του χρέους, συνέχισε, «καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να υπάρχει διαφάνεια». Η Γκόλντμαν Σακς αρνήθηκε να σχολιάσει τις πληροφορίες μας.

Τα κατορθώματα της Wall Street στη Ευρώπη ελάχιστα έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ στην δυτική πλευρά του Ατλαντικού. Στην Ευρώπη όμως, έχουν σχολιαστεί αρνητικότατα στην Ελλάδα ή σε περιοδικά όπως το γερμανικό «Der Spiegel».

«Οι πολιτικοί απλά νοιάζονται να πετάξουν την "καυτή πατάτα" σε κάποιον άλλο, κι αν εμφανιστεί ένας τραπεζίτης με μια λύση που μεταθέτει κάποιο πρόβλημα στο μέλλον, μπαίνουν στον πειρασμό να αδράξουν την ευκαιρία», δήλωσε ο Γκίκας Χαρδούβελης, οικονομολόγος και πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος, που συνέβαλε πρόσφατα στη συγγραφή μιας έκθεσης για τις λογιστικές πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων.

Η Wall Street δε δημιούργησε το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρώπης. Αλλά οι τραπεζίτες βοήθησαν την Ελλάδα και άλλα κράτη να συνεχίζουν να δανείζονται πέραν των δυνατοτήτων τους, με συμφωνίες που κατά τα άλλα ήταν απολύτως νόμιμες. Ο δανεισμός των κυβερνήσεων προκειμένου να χρηματοδοτήσουν υπηρεσίες όπως η άμυνα ή η δημόσια υγεία είναι ένας τομέας λίγο-πολύ ανεξέλεγκτος. Η αγορά των κρατικών ελλειμμάτων (όπως αποκαλεί η Wall Street το δανεισμό σε κυβερνήσεις) είναι εξίσου αχαλίνωτη όσο και αχανής.
«Αν μια κυβέρνηση θέλει να εξαπατήσει, μπορεί να το κάνει» μας είπε ο Γκάρι Σινάζι (Garry Schinasi), ένας βετεράνος του τομέα ελέγχου των χρηματαγορών του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ), που αποστολή του είναι να διαγιγνώσκει τα τρωτά σημεία των παγκόσμιων χρηματαγορών.

Οι τράπεζες έσπευσαν με περισσή προθυμία να εκμεταλλευθούν μια πολύ επικερδή για τις ίδιες συμβιωτική σχέση με τις σπάταλες κυβερνήσεις. Αν και η Ελλάδα δεν συγκατένευσε στις προτάσεις της Γκόλντμαν Σακς το Νοέμβριο του 2009, σύμφωνα με αρκετά τραπεζικά στελέχη εξοικειωμένα με τη συμφωνία του 2001, η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη καταβάλει στην τράπεζα περί τα 300 εκατομμύρια δολάρια (220 εκατομμύρια ευρώ) ως αμοιβή για τη διαμεσολάβησή της σε εκείνη τη συμφωνία.

Η ύπαρξη παρομοίων παραγώγων, που εν πολλοίς παραμένουν κρυφά, προσθέτουν αβεβαιότητα ως προς το πραγματικό βάθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά και ως προς το ποιες ακριβώς χώρες μπορεί ακόμα να προσέφυγαν σε παρόμοιες μεθόδους προκειμένου να «φτιασιδώσουν» τους προϋπολογισμούς τους.

Το κύμα της αναξιοπιστίας κινείται τώρα προς άλλες οικονομικά ασταθείς χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης, ακριβαίνοντας το δανεισμό κρατών όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Παρά τα πολλά πλεονεκτήματα της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, η γέννηση του ευρώ σημαδεύτηκε από ένα προπατορικό αμάρτημα: κράτη σαν την Ιταλία και την Ελλάδα εντάχθηκαν στη νομισματική ενότητα με χρέη πολύ μεγαλύτερα από ότι προέβλεπε η συνθήκη δημιουργίας του κοινού νομίσματος. Αντί όμως στη συνέχεια να περικόψουν τις δαπάνες και να αυξήσουν τα δημόσια έσοδά τους, οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών προτίμησαν να εξωραΐζουν τεχνητά τα δημόσια οικονομικά τους, με την προσφυγή σε τραπεζικά παράγωγα.

Τα τραπεζικά παράγωγα δεν είναι πάντα κάτι αρνητικό. Η συμφωνία του 2001 π.χ. εμπεριείχε ένα παράγωγο γνωστό ως «swap». Ένα τέτοιο παράγωγο, το λεγόμενο «συμφωνία σταθερού επιτοκίου» βοηθάει επιχειρήσεις και κυβερνήσεις να αντεπεξέρθουν με τις διακυμάνσεις στα επιτόκια δανεισμού, ανταλλάσσοντας δάνεια με σταθερό επιτόκιο σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και αντιστρόφως. Ένας άλλος τύπος τέτοιων παραγώγων, τα λεγόμενα «διασυναλλαγματικά» προστατεύουν τον αγοραστή τους από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Αλλά με τη βοήθεια της J-P Morgan η Ιταλία πέτυχε πολύ περισσότερα από αυτά. Παρά τα ενδημικά της υψηλά ελλείμματα, το 1996 ένα «διασυναλλαγματικό» swap της τράπεζας επέτρεψε στην Ιταλία να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της, ουσιωδώς προσφέροντας επιπλέον ρευστότητα στην κυβέρνηση. Η Ιταλία πρόσφερε για αντάλλαγμα αμοιβές από υπηρεσίες που δεν καταγράφονταν στους κρατικούς ισολογισμούς.

«Τα παράγωγα είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο» λέει ο Γκουστάβο Πίγκα (Gustavo Piga), ένας καθηγητής οικονομικών που συνέταξε μια έκθεση με θέμα τις σχετικές πρακτικές της Ιταλίας για το «Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων» (CFR). «Γίνονται αρνητικά όταν χρησιμοποιούνται για να μασκαρεύεται η πραγματικότητα».

Στον τομέα αυτόν, η Ελλάδα αποδείχτηκε πολύ περισσότερο επινοητική. Οι κυβερνώντες τη χώρα ουσιαστικά «έβγαλαν στο σφυρί» τα αεροδρόμια και τις εθνικές οδούς της χώρας, υποθηκεύοντάς τα για ένα απροσδιόριστο μέλλον.

Η «Αίολος», μια νόμιμη επιχείρηση που στήθηκε το 2001, συνέβαλε στην εικονική σμίκρυνση του ελλείμματος εκείνης της χρονιάς. Ένα τμήμα της συμφωνίας προέβλεπε πως η χώρα θα κατέβαλε στις συμβαλλόμενες τράπεζες τις αμοιβές από τις προσγειώσεις των αεροσκαφών σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας. Μια άλλη παρόμοια συμφωνία, το 2000, ονόματι «Αριάδνη», καταβρόχθισε τα ποσά που θα εισέπραττε η κυβέρνηση από το εθνικό λαχείο. Κι όμως η ελληνική κυβέρνηση κατέταξε αυτές τις συναλλαγές στις «πωλήσεις» και όχι στα «δάνειά» της, παρά τις αμφιβολίες που πρόβαλαν αρκετοί επικριτές των συμφωνιών.

Αυτού του είδους οι συναλλαγές ήταν επί χρόνια αμφιλεγόμενες ακόμα κι εντός των κυβερνητικών κύκλων. Ήδη το 2000, οι υπουργοί οικονομικών της Ευρώπης είχαν ζωηρή αντιπαράθεση για το αν παρόμοια παράγωγα έπρεπε να δημοσιοποιούνται. Η απάντηση ήταν αρνητική. Αλλά το 2002, οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να δημοσιοποιούν οντότητες σαν την «Αριάδνη» ή τον «Αίολο», που δεν εμφανίζονταν στα εθνικά δημοσιονομικά στοιχεία, και να τις εμφανίζουν πλέον ως «δανεισμό» και όχι ως «πώληση».

Πολύ πρόσφατα όμως, το 2008, η «Eurostat», η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ανέφερε πως «σε μια σειρά περιπτώσεων, οι μηχανισμοί ελέγχου έμοιαζαν να έχουν σχεδιαστεί ώστε να καταλήγουν σε ένα προαποφασισμένο λογιστικό αποτέλεσμα, άσχετο με την οικονομική φύση της επιχείρησης».

Αν και παρόμοιες λογιστικές ταχυδακτυλουργίες μπορεί να έχουν θετικά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές.

Ο Γιώργος Αλογοσκούφης, που έγινε υπουργός οικονομικών μετά από μια κυβερνητική αλλαγή μεταγενέστερη της συμφωνίας με την Γκόλντμαν, επέκρινε δημόσια τη συναλλαγή αυτή το 2005, από το βήμα του κοινοβουλίου. Όπως είχε επιχειρηματολογήσει τότε ο κ. Αλογοσκούφης, αυτή η συμφωνία θα επιβάρυνε τις δαπάνες του κράτους με μεγάλες συνεισφορές προς την Γκόλντμαν ως το 2019.

Η κ. Αλογοσκούφης, που παραιτήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο, δήλωσε σε ένα ηλεκτρονικό του μήνυμα που απέστειλε εδώ και μία εβδομάδα, πως η Γκόλντμαν στη συνέχεια αποδέχτηκε «να αποκαταστήσει σχέσεις καλής θέλησης με την ελληνική δημοκρατία» επαναδιαπραγματευόμενη μια νέα συμφωνία, που τη χαρακτηρίζει «επωφελέστερη για την Ελλάδα» από την προηγούμενη.

Σύμφωνα με δύο άτομα που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή, το 2005, η Γκόλντμαν μεταπώλησε τα «διασυναλλαγματικά» swap της στην «εθνική τράπεζα», το μεγαλύτερο τραπεζικό οργανισμό της χώρας. Το 2008, η Γκόλντμαν παρείχε τεχνική συνδρομή στην τράπεζα ώστε να συμπεριλάβει το συγκεκριμένο swap σε μία νέα νόμιμη οντότητα, ονόματι «Τίτλος». Σύμφωνα όμως με την εταιρεία χρηματοοικονομικών ερευνών «ντιλότζικ», η «Εθνική Τράπεζα» χρησιμοποίησε τα ομόλογα που εξέδωσε η «Τίτλος» για να... δανειστεί κι άλλα ποσά, με προνομιακούς όρους από την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ).

Ο αντιπρόεδρος του αξιολογικού οίκου «Moody's» Έντουαρντ Μάντσεστερ (Edward Manchester), επισημαίνει πως μακροπρόθεσμα αυτές οι συμφωνίες θα αποδειχθούν επιζήμιες για την Ελλάδα, λόγω της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών τους. Αναφερόμενος ειδικά στο swap «Τίτλος», δήλωσε: «αυτό το swap θα είναι μονίμως ζημιογόνο για την ελληνική κυβέρνηση».


*Οι Louise Story, Landon Thomas και Nelson Schwartz είναι συντάκτες και ανταποκριτές των «New York Times»

Friday, February 12, 2010

Τομή 1η: Αλλάζει το Ασφαλιστικό

"Στις αρχές της δεκαετίας του 2010 το Ασφαλιστικό έπαψε να τίθεται μόνο ως θέμα αλληλεγγύης των γενεών. Τίθεται πλέον ως ζήτημα ύπαρξης του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας και για την παρούσα γενιά. Η τυφλή προσπάθεια να μην πιάσουν εμάς τα μέτρα αλλά τους άλλους, θα περιοριστεί, όταν συνειδητοποιηθεί πως το 2015 δεν θα υπάρχουν πόροι για 14 συντάξεις ετησίως για όλους. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να χάσουμε άλλη ευκαιρία. Η Ελλάδα δεν έχει πλέον χρόνο".

Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, τα λόγια αυτά ανήκουν στον Υπουργό Εργασίας του ΠΑΣΟΚ, κύριο Ανδρέα Λοβέρδο. Τον πολιτικό που ανέλαβε έναν από τους πιο νευραλγικούς και ταυτόχρονα πιο προβληματικούς τομείς του κράτους, μη γνωρίζοντας, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα, το μέγεθος της αποστολής και συγχρόνως του προβλήματος που του είχε ανατεθεί.

Αν και δεν το πολυπιστεύουμε, ότι δηλαδή δεν ήξερε τι σημαίνει ασφαλιστικό, η ουσία είναι ότι τελικά έμαθε. Κι έμαθε πολύ καλά και πολύ γρήγορα, αν κρίνουμε από το σχέδιο μεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων που κατέθεσε στη δημοσιότητα στις αρχές της περασμένης βδομάδας.

Συνειδητοποίησε καταρχάς ότι δεν "υπάρχει σάλιο". Ότι "λεφτά δεν υπάρχουν", κι ότι η ανεύρεσή τους αποτελεί μια καθημερινή μάχη με στόχο να πληρωθούν συντάξεις κι επιδόματα, όχι απλά των "ανύπαρκτων" μελλοντικών πολιτών, αλλά των σημερινών ανθρώπων. Στη συνέχεια αντιλήφτηκε ότι το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, για να καταστεί βιώσιμο, πρέπει να είναι κοινωνικά δίκαιο, ανταποδοτικό και συχρονισμένο με τα δημογραφικά δεδομένα. Μόνο κάποιος που διαχειρίστηκε άδειο ταμείο θα μπορούσε να κατανοήσει τόσο γρήγορα το μέγεθος της σύγχρονης ελληνικής ασφαλιστικής τραγωδίας.

Έτσι έγινε ένα μικρό μπαμ. Μια πρόταση που δικαιώνει τη γενιά των 700 ευρώ και όλα όσα επικαλείται εδώ και τρία ακριβώς χρόνια από εκείνο το αλησμόνητο άρθρο ξέσπασμα, "analyse this μίστερ Αναλυτής", ενάντια στις μεταπολιτευτικές ασφαλιστικές αντιλήψεις και τη βολεμένη γενιά του Πολυτεχνείου.

Σύμφωνα λοιπόν με την πρόταση Λοβέρδου-Κουτρουμάνη μεταβαίνουμε προς ένα νέο οιωνεί μικτό ασφαλιστικό σύστημα με:

α) Μία βασική σύνταξη που θα καταβάλλεται σε κάθε συνταξιούχο και θα χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με εισοδηματικά κριτήρια.

β) Μια αναλογική ή ανταποδοτική σύνταξη που θα αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης και στις καταβληθείσες εισφορές.

γ) Ένα αποθεματικό. Προβλέπεται η υπαγωγή της διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας και των διαθεσίμων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Ταμείου Αλληλεγγύης των Γενεών σε ένα ενιαίο και θεσμικά θωρακισμένο φορέα. Έναν ενιαίο κορβανά που θα συμπεριλαμβάνει την περιουσία και τα διαθέσιμα των Φ.Κ.Α., τα οποία ανέρχονται σήμερα σε 29.55 δισ. €. και το Ταμείο Αλληλεγγύης, το οποίο πιστώθηκε με 580 εκ. € για το έτος 2009 ενώ για το 2010 η σχετική πίστωση προβλέπεται να ανέλθει σε 630 εκατ. €.

Ταυτόχρονα,

- Τα ταμία κοινωνικής ασφάλισης περιορίζονται σε τρία. Μισθωτών, Αγροτών, Αυτοαπασχολούμενων.

- Απελευθερώνεται ο χρόνος αποχώρησης από την εργασία. Ο εργαζόμενος μπορεί να αποχωρήσει πιο νωρίς ή και αργότερα από το γενικό όριο συνταξιοδότησης με συγκεκριμένες και ορατές συνέπειες, αρνητικές ή θετικές αντίστοιχα, για το τελικό ποσό της σύνταξης που θα λάβει.

- Απαγορεύονται οι εθελούσιες έξοδοι.

- Εξισώνονται τα όρια ηλικίας γυναικών και ανδρών στο δημόσιο

- Διαχωρίζονται επιτέλους η σύνταξη από την υγεία. Η Υγεία παρέχεται απο έναν ενιαίο φορέα, ανεξάρτητο από το σύστημα συντάξεων, και οι υπηρεσίες υγείας των Φ.Κ.Α. εντάσσονται πλήρως στο ΕΣΥ.

- Το σύστημα ρύθμισης των οφειλών των επιχειρήσεων προς τους Φ.Κ.Α., σταθεροπιείται, έτσι ώστε να λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια και ενιαίους κανόνες, αποκλείοντας τις ad hoc πελατειακές παρεμβάσεις των πλειοψηφιών της Βουλής, των Υπουργών και του πολιτικού συστήματος, που αναπαράγουν την αδικία και κάνουν τις χάρες και το ρουσφέτι προς ημετέρους ύψιστο πολιτικό στόχο.

Προφανώς, υπάρχουν πολλά πράγματα στην παραπάνω πρόταση με τα οποία μπορεί κανείς να διαφωνήσει. Σε ό,τι μας αφορά θα θέλαμε να δούμε έναν πλήρως κεφαλαιοποιητικό δεύτερο πυλώνα ασφάλισης ή έστω έναν νοητά κεφαλαιοποιητικό προκαθορισμένων εισφορών, και όχι έναν ανταποδοτικό προκαθορισμένων παροχών όπως πάει να γίνει. Ωστόσο, αυτή είναι μια πρόταση που δύναται να συζητηθεί από εδώ και πέρα.

Η ουσία είναι ότι το σχέδιο που βρίσκεται σήμερα στο τραπέζι, αποτελεί τομή για τα ελληνικά ιστορικά ασφαλιστικά δεδομένα και θα ήμασταν ασυνεπείς προς τις αρχές μας, αν την απορρίπταμε με τη δικαιολογία ότι η χ ή η ψ διευθέτηση δεν είναι πιστή αντιγραφή των απόψεων που έχουμε εκφράσει κατά καιρούς. Πέρα από τις ενοποιήσεις ταμίων και την αποσύνδεση των συντάξεων από την πρόνοια και την υγεία, πάμε σ' ένα οιωνεί μικτό σύστημα κι αυτό είναι σαφές. Ελπίζουμε λοιπόν, ο ασφαλιστικός νόμος, όταν με το καλό ψηφιστεί, να είναι το ίδιο προωθημένος όσο και η πρόταση που κατατέθηκε στις αρχές της περασμένης βδομάδας, κι ακόμα περισσότερο. Και μην ξεχνάμε ότι το παιχνίδι της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης πλέον παίζεται αλλού. Τα Σώματα Ασφαλείας έχουν εξαιρεθεί από τις αλλαγές κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό απ' τη γενιά των 700 ευρώ.

Wednesday, February 10, 2010

Η κρίση θ’ αλλάξει την αρχιτεκτονική της ΕΕ

Την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008, η ΕΕ συνεδρίασε στο Παρίσι και υιοθέτησε ομόφωνα το σχέδιο Μπράουν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Στο σχέδιο προβλέπονταν α) κρατικές εγγυήσεις πενταετίας στον διατραπεζικό δανεισμό με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και β) η ισχυρή πολιτική δέσμευση των κρατών μελών για αποφυγή της χρεοκοπίας των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Το σχέδιο υιοθετήθηκε απ’ όλα τα κράτη του eurogroup μέσα σ’ ένα κλίμα διάχυτης ομοψυχίας και αποφασιστικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο. Οι αγορές αντέδρασαν θετικά και οι πολίτες αισθάνθηκαν εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή ηγεσία. Η Ενωμένη Ευρώπη ανέτρεψε το κλίμα πανικού και πέτυχε μια πρόσκαιρη, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, σταθεροποίηση των προσδοκιών των πολιτών και των επενδυτών απέναντι στο τραπεζικό σύστημα και κατ' επέκταση την οικονομία.

15 μήνες μετά, εκτός από τη δίνη της ύφεσης, η ΕΕ βρίσκεται στη δίνη μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής κρίσης. Η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, σύντομα και η Ιταλία -όλες τους οικονομίες με υψηλά ελλείμματα και τεράστια χρέη- βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα των διεθνών αγορών που εξαπολύουν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην αξία των ομολόγων των συγκεκριμένων κρατών μελών. Ερωτήματα αρχίζουν να προκύπτουν για τη συνοχή του ευρώ, και η πολιτική ομοψυχία του Φθινοπώρου του 2008, δίνει τη θέση της σ' ένα σκηνικό όπου ο Βορράς έχει βάλει στο εδώλιο του κατηγορουμένου το Νότο και τον σφυροκοπεί ανελέητα.

Τι συνέβη; Το "υπερ-δομημένο" και προς κατάρρευση τραπεζικό σύστημα της δυτικής και βόρειας Ευρώπης ήρθε κι έδεσε, εν μέσω ύφεσης μη το ξεχνάμε, με τα μη βιώσιμα δημόσια χρέη των κρατών του Νότου. Δημιουργήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο ένα εκρηκτικό οικονομικό και πολιτικό κοκτέιλ.

Το μάθημα εδώ για την ΕΕ είναι απλό. Το έχουμε διατυπώσει επανειλημμένα τόσο με τη μορφή απλής ακαδημαϊκής διαπίστωσης, όσο και σαν ευχή και πρόβλεψη συνάμα για το μέλλον της Ένωσης. Πάμε λοιπόν ξανά. Δεν κουραζόμαστε να το λέμε.

Οι μεγάλες οικονομικές αναταραχές που πλήττουν με ασυμμετρικό τρόπο την Ένωση –και οποιαδήποτε νομισματική ένωση-, απαιτούν γρήγορα αντανακλαστικά, δυνατότητα οικονομικής συνδρομής στις περιφέρειες ή τους τομείς που πλήττονται και τακτικούς χειρισμούς από ένα ενιαίο πολιτικό κέντρο. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που διέπει την ΟΝΕ με το γνωστό ανισοβαρές μίγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποδεικνύεται ότι δεν είναι σε θέση να λύσει τα προβλήματα που προκαλούνται από μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που δίνει περισσότερο έμφαση στον περιορισμό των ελλειμμάτων και λιγότερο στην ευελιξία των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, σε συνδυασμό με την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εν απουσία ενός ισχυρού κέντρου λήψης καθημερινών αποφάσεων, εμποδίζει τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών που απαιτούνται σε συνθήκες έντονων οικονομικών διαταράξεων.

Πριν από 33 χρόνια, το 1977, η έκθεση του πρώην Προέδρου των Βρετανών Επιχειρηματιών κ. McDougall για λογαριασμό της Επιτροπής, είχε επισημάνει ότι σε μια νομισματική ένωση επιβάλλεται ένας μεγαλύτερος βαθμός κεντρικοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά ασυμμετρικά σοκ και γενικευμένες υφέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Το μάθημα λοιπόν σήμερα είναι απλό και σαφές. Η οικονομική σταθεροποίηση μιας νομισματικής ένωσης, που μάλιστα δε συνιστά άριστη νομισματική περιοχή υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζεται από ανόμοιες παραγωγικές συνθήκες από περιοχή σε περιοχή και χαμηλή ευελιξία αγορών και παραγωγικών συντελεστών, πρέπει να ασκείται από κεντρικά όργανα. Με τη συνδρομή ενός κεντρικού προϋπολογισμού και υπό τις αποφάσεις ενός ομοσπονδιακού, στην προκειμένη περίπτωση υπερεθνικού πολιτικού κέντρου, όπως συμβαίνει σε όλες τις ομόσπονδες οικονομίες.

Σήμερα, αντιμέτωποι πλέον με τα αδιέξοδα της ΟΝΕ, και με τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης του ευρώ να ελλοχεύει, φτάσαμε στο σημείο να σκεφτόμαστε την τελευταία στιγμή, βεβιασμένα και υπό την πίεση των διεθνών κερδοσκόπων πιθανά μέτρα διάσωσης της Ελλάδας και των νότιων χωρών της ΕΕ. Για πρώτη φορά στην εντεκαετή ιστορία του ευρώ, τίθεται θέμα διάσωσης κράτους μέλους, υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες, μάλιστα με τρόπο που πλήττει την αξιοπιστία της ΟΝΕ. Το σχέδιο διάσωσης που φαίνεται να συζητιέται, ευρωδάνειο με γερμανικό χρήμα προς τις χώρες που πλήττονται, έρχεται κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή με την ΕΕ να έχει χάσει τις εντυπώσεις.

Κι αυτό γιατί μέχρι σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων εμμέναμε σε μια λάθος αρχιτεκτονική. Της νομισματικής ένωσης, χωρίς οικονομική ένωση.

Ευτυχώς λοιπόν σήμερα αντιμετωπίζουμε αυτή την κρίση. Διότι μέσα από τη συνειδητοποίηση των αδυναμιών της ΟΝΕ, ίσως καμφθούν οι διαχρονικές αντιστάσεις των Ευρωπαίων απέναντι στο ενδεχόμενο δημιουργίας μιας δημοσιονομικής ομοσπονδίας στην Ευρώπη. Εδώ και 50 χρόνια η Ευρώπη προχωράει μπροστά, ενοποιείται και διευρύνεται σχεδόν πάντα με αφορμή μια μεγάλη διεθνή κρίση που τη βοηθάει να δει τις ατέλειες του οικοδομήματος που χτίζει. Από την αναγκαστική συμφιλίωση Γαλλίας και Γερμανίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου που δημιούργησε την ΕΟΚ, έως την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ‘70 που οδήγησε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη μέχρι και την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού που οδήγησε στο Μάαστριχτ και τις διαδοχικές διευρύνσεις προς ανατολάς, η Ευρώπη αποδεικνύει ότι κάνει άλματα προς την «ever closer union» μόνο έπειτα από σοβαρές συστημικές πολιτικές ή οικονομικές κρίσεις. Η κρίση θ’ αλλάξει την αρχιτεκτονική της ΕΕ.

Tuesday, February 9, 2010

Βίωσιμες και Δίκαιες Συντάξεις σε μια ανοιχτή κοινωνία

Του Μάνου Ματσαγγάνη*

Σε έναν διαγωνισμό για το πιο βαρετό θέμα συζήτησης το ασφαλιστικό θα διεκδικούσε με αξιώσεις το πρώτο βραβείο. Έχει όλα τα φόντα για κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήν, είναι ζοφερό: οι συντάξεις αφορούν μια περίοδο της ζωής που οι περισσότεροι προτιμούν να μη σκέφτονται. Έπειτα, είναι δυσνόητο: έχει διάφορες τεχνικές πλευρές που λίγοι καταλαβαίνουν και ακόμη λιγότεροι είναι σε θέση να εξηγήσουν. Τέλος, είναι καταθλιπτικό: ως προοπτική δεν φαίνεται να υπόσχεται άλλο από περικοπές και ελλείμματα.

Με βάση τα παραπάνω ίσως να μην είναι τόσο παράξενο ότι οι πολιτικοί το αποφεύγουν, ούτε ότι τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με αυτό επιδερμικά, ούτε ότι η κοινή γνώμη το παρακολουθεί ζαλισμένη. Και όμως: το ασφαλιστικό βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης που αγγίζει μια ολόκληρη σειρά από σύγχρονα προβλήματα – μερικά προφανή (η δημοσιονομική εξυγίανση, η φτώχεια των ηλικιωμένων), άλλα λιγότερο προφανή (η θέση της γυναίκας, οι προοπτικές των νέων, τα δικαιώματα των μεταναστών).

Ούτε λίγο ούτε πολύ η έκβαση αυτής της διαμάχης θα καθορίσει πώς θα είναι η κοινωνία στην οποία θα ζούμε στο μέλλον, εμείς και η γενιά των παιδιών μας. Συνεπώς, βαρετό ή όχι, το ασφαλιστικό είναι υπερβολικά σημαντικό ζήτημα για να το αφήσουμε στους πολιτικούς, στους συνδικαλιστές, στους δημοσιογράφους και στους υπόλοιπους ειδικούς (ή «ειδικούς»).

_________________

Σε πρώτο επίπεδο, το ασφαλιστικό γίνεται συνήθως αντιληπτό ως πρόβλημα δημοσιονομικό – και δικαίως. Οι συντάξεις απορροφούν μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού μας εισοδήματος (γύρω στο 12%) από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (γύρω στο 10%). Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά πράγματα. Είναι δικαίωμά μας να δίνουμε μεγαλύτερη προτεραιότητα στις συντάξεις από ό,τι σε άλλα προγράμματα δημόσιας δαπάνης – αν και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό μπορεί τελικά να μην είναι και τόσο έξυπνο.

Αλλού είναι το ζήτημα. Πρώτον, η χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων είναι από τώρα προβληματική: το έλλειμμα (δηλαδή η διαφορά μεταξύ εσόδων από εισφορές και εξόδων για πληρωμή συντάξεων) εκτιμάται σε 4% έως 5% του ΑΕΠ – μιλάμε για σημαντικό τμήμα του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Και επειδή η συνεχής αναφορά σε ελλείμματα μπορεί να προκαλέσει ένα είδος ανοσίας στον δοκιμαζόμενο αναγνώστη, ας σημειωθεί ότι τα συνολικά έσοδα του κράτους από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων φτάνουν το 4,4% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, και σπουδαιότερο, εάν τώρα το έλλειμμα είναι δυσβάστακτο, σε λίγες δεκαετίες θα είναι αβάστακτο. Με τα σημερινά δεδομένα (δηλαδή χωρίς δραστική μεταρρύθμιση), η δαπάνη για συντάξεις αναμένεται να εκτοξευτεί στο 19,4% το 2035, και στο 24,1% το 2060 (έναντι μόλις 11,9% και 12,6% στην Ε.Ε. των 27). Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτά τα στοιχεία[1] δεν αμφισβητούνται από κανένα, ενώ επιβεβαιώνουν παλαιότερες εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των συνδικάτων[2]. Άλλωστε, τα τελευταία δεν αρνούνται ότι στις επόμενες δεκαετίες η δαπάνη για συντάξεις θα διπλασιαστεί: απλώς ζητούν «να βρεθούν νέοι πόροι».

Όμως, «νέοι πόροι» της τάξης του 20% και 25% του ΑΕΠ δεν υπάρχουν. Η δαπάνη για συντάξεις δεν πρόκειται καν να πλησιάσει τα αστρονομικά αυτά επίπεδα. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει. Ιδίως μια κοινωνία όπως η δική μας, με ασθμαίνουσα οικονομία αλλά και με τεράστια υστέρηση σε όλες τις κοινωνικές πολιτικές που δεν είναι συντάξεις (π.χ. στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, για την προστασία των ανέργων, για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων – για να μην αναφερθούμε στις πολιτικές για την παιδεία, για την έρευνα, για την προστασία του περιβάλλοντος).

Η αποσιώπηση αυτής της απλής αλήθειας και η εμμονή στην «ανάγκη εξεύρεσης πόρων», ώστε να μην αλλάξει τίποτε, αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα όψη της διαμάχης: ότι μερικοί, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, είναι έτοιμοι να στείλουν το λογαριασμό –και τι λογαριασμό!– στη γενιά των παιδιών τους, στο όνομα πάντοτε της αλληλεγγύης των γενεών.

Όμως, οι αποτυχίες δεν εξαντλούνται εδώ. Εάν το ασφαλιστικό με τη σημερινή μορφή του παραβιάζει τις πιο στοιχειώδεις αρχές της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών (δηλαδή ακριβώς εκείνες τις αρχές που κάθε σύστημα συντάξεων καλείται να υπηρετεί), παραβιάζει εξίσου κατάφωρα την ισονομία των πολιτών της τωρινής γενιάς. Τα 175 ταμεία του, με διαφορετικούς κανόνες το καθένα, δεν συνιστούν ένα σύστημα αλλά πολλά, με αποτέλεσμα άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά να απολαμβάνουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα (π.χ. σε σχέση με την ηλικία συνταξιοδότησης, τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης, το ύψος της σύνταξης κ.τ.λ.).

Η παραβίαση της ισονομίας των πολιτών έχει πολλές δηλητηριώδεις παρενέργειες, μερικές από τις οποίες θα συζητήσουμε στη συνέχεια. Εδώ ας σταθούμε σε μια από αυτές. Οι κάθε άλλο παρά ασήμαντοι πόροι που δαπανώνται για τις συντάξεις κατανέμονται τόσο άνισα, που η κοινωνική τους επίδραση είναι απογοητευτική: οι εισοδηματικές ανισότητες είναι πιο έντονες μεταξύ των συνταξιούχων από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων κάτω από το όριο φτώχειας παραμένει υψηλό. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν αναλογικά λιγότερα για συντάξεις, παρ’ ότι έχουν αναλογικά περισσότερους ηλικιωμένους, και ταυτόχρονα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στο πεδίο της μείωσης των ανισοτήτων και της φτώχειας των ηλικιωμένων.

Ας ανακεφαλαιώσουμε. Το ασφαλιστικό ήδη παράγει μεγάλα ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά, εάν δεν κάνουμε κάτι σύντομα, θα πάρουν διαστάσεις που απειλούν να υποθηκεύσουν την ευημερία και τα κοινωνικά δικαιώματα της γενιάς των παιδιών μας. Αυτό υποσκάπτει την αλληλεγγύη των γενεών και εξευτελίζει το άγραφο «διαγενεακό συμβόλαιο» πάνω στο οποίο βασίζεται ένα σύστημα συντάξεων. Επιπλέον, προβλέπει ασφαλισμένους πολλών ταχυτήτων, αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις περιορίζει, και αφήνει έναν μεγάλο αριθμό συνταξιούχων με συντάξεις πείνας. Η πεισματική υπεράσπιση ενός τέτοιου συστήματος, όσο «αγωνιστική» και εάν είναι η ρητορεία με την οποία επενδύεται, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά ως στάση ακραίου κοινωνικού εγωισμού.

Άρα, παρ’ ότι το ασφαλιστικό έρχεται κάθε λίγα χρόνια στην επικαιρότητα ως πρόβλημα δημοσιονομικής εξυγίανσης, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να το αντιμετωπίζουμε κυρίως ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Κατά συνέπεια, παρ’ όλο που η πίεση για μεταρρύθμιση προέρχεται κυρίως «από έξω» (όλοι αυτοί οι ενοχλητικοί ξένοι που μας ζητούν περικοπές), θα έπρεπε κανονικά να προέρχεται «από μέσα», δηλαδή από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πιστεύουν στην ισότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη – ει μη τι άλλο, τουλάχιστον στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής.

____________________

[1] Πρόκειται για τις τελευταίες εκτιμήσεις της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής της ΕΕ, οι οποίες μεταξύ άλλων περιέχονται στο Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση στα μέσα Ιανουαρίου 2010.

[2] Βλ. αντιστοίχως Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναλογιστική ανασκόπηση του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος (Αθήνα, 2001), και Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ, Αναλογιστική μελέτη του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα: δέσμη προτάσεων (Αθήνα, 2001).


*Ολόκληρο το άρθρο του Μάνου Ματσαγγάνη για το ασφαλιστικό στην
Αθηναϊκή Επιθεώρηση Βιβλίου.

Sunday, February 7, 2010

Γιατί η κρίση μας κάνει καλό;

1. Το δημοσιονομικό σοκ μας αφυπνίζει. Σταδιακά συνειδητοποιούμε ότι ο μεταπολιτευτικός επιχώριος ευδαιμονισμός για χρόνια συντηρούνταν με δανεικά. Λεφτά δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως μεγάλες δυνατότητες να δημιουργηθεί πλούτος εφόσον εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές.

2. Αποκτήσαμε συλλογικό στόχο για τον οποίο αξίζει να αγωνιστούμε μετά την ένταξη στην ΟΝΕ το 2001 και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. Είναι η έξοδος της χώρας από την κρίση και την παρακμή. Η εθνική ανάταση και η οικονομική ανάταξη.

3. Μεταβάλουμε, έστω προσωρινά, τις καταναλωτικές μας συνήθειες κάνοντας καλό στην τσέπη και την υγεία μας. Από ανυπόμονοι καταναλωτές που ζουν για να καταναλώνουν (homo consumerus), αναγκαζόμαστε να χαλιναγωγήσουμε τις επιθυμίες μας, ενώ γινόμαστε πιο προσεκτικοί και φιδωλοί στις αγορές μας.

4. Μειώνονται αργά και σταθερά οι τιμές των ακινήτων, οι οποίες σύμφωνα με την εξαμηνιαία έκθεση για την αγορά ακινήτων του Οικονομικού Πανεπιστήμιου Αθηνών είναι υπερτιμημένες από 10% έως 30%. 250 χιλιάδες σπίτια παραμένουν απούλητα δημιουργώντας ευκαιρείες για νέους και παλιούς που θέλουν να αγοράσουν κατοικία.

5. Γίνεται πιο δίκαιη η φορολογία. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες καταργείται η αυτοτελής φορολόγηση, περιορίζονται στο ελάχιστο οι εξαιρέσεις, ενιαιοποιείται η φορολογική κλίμακα, επιστρέφει ο φόρος σε κληρονομιές και γονικές παροχές, φορολογείται η μεγάλη ακίνητη περιουσία, μπαίνει στο στόχαστρο η μεγάλη φοροδιαφυγή και το οικονομικό έγκλημα, το αφορολόγητο όριο συνδέεται με την επίδειξη αποδείξεων για δαπάνες, μπαίνουν παντού ταμειακές μηχανές.

6. Το ασφαλιστικό σύστημα προσαρμόζεται σταδιακά στα πραγματικά οικονομικά και δημογραφικά δεδομένα. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες κόβονται όλα τα ειδικά όρια ηλικίας που επιτρέπουν πρόωρη έξοδο από την εργασία, ενιαιοποιούνται οι κανόνες ασφάλισης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης γίνονται τρία, η αρχιτεκτονική του συστήματος παίρνει χαρακτηριστικά οιωνεί μικτού με μία βασική σύνταξη (αναδιανεμητική) και μία ανταποδοτική.

7. Εξορθολογίζεται η μισθολογική δαπάνη στο δημόσιο. Ήδη οι υπερωρίες των αποσπασμένων σε βουλευτικά γραφεία, διοικητές οργανισμών, υπουργούς κοκ μειώθηκαν κατά 50% και έπεται συνέχεια για τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Χοντρό είναι και το ψαλίδι στα επιδόματα που μειώνονται μέχρι και 10% για τους πιο ευνοημένους. Ανοίγει επιτέλους και από άλλη αφετηρία πλέον η συζήτηση για την ενιαιοποίηση του μισθολογίου των Δημοσίων Υπαλλήλων.

8. Κλείνει η στρόφιγγα των προσλήψεων από την πίσω πόρτα στο Δημόσιο με το ΑΣΕΠ να επεκτείνει το πεδίο αρμοδιότητάς του.

9. Εξασθενίζει κάπως η δύναμη των συντεχνιών. Οι πολίτες, ξεμπλοκάρουμε ψυχολογικά από τα μπλόκα και τις αντιδράσεις των εγωιστικών συμφερόντων, αφού πλέον αντιλαμβανόμαστε την κρισιμότητα της κατάστασης και στην συντριπτική μας πλειοψηφία θεωρούμε τα όποια μέτρα αναγκαία και δίκαια.

10. Παύουμε να αισθανόμαστε βολικά ως κοινωνία συνενοχής. Δεν ανεχόμαστε πλέον τη διαφθορά, την παρακμή, το παραμύθιασμα, δεν δικαιολογούμε τις παθογένειες και τα χρόνια προβλήματα, δεν υποκύπτουμε στον ωχαδελφισμό, δεν τρώμε κουτόχορτο, δεν υιοθετούμε τη θεωρία όλοι ίδιοι είναι. Γι' αυτό κι επειδή οι περισσότεροι πολίτες βάζουμε πλάτη για να βγει η Ελλάδα από την κρίση έχουμε απαιτήσεις. Τόσο από τον εαυτό μας όσο και από την κυβέρνηση, την οποία θα τιμωρήσουμε σκληρά εάν αποτύχει.

Thursday, February 4, 2010

To fix the Greek crisis, deal with the eurozone’s imbalances

By Tony Barber*
Financial Times, Brussels Blog 1-2-2010

The expression “it never rains but it pours” may seem inappropriate for a Mediterranean country such as Greece. But it was the phrase that sprang to mind when I heard last week that Greek tax collectors are planning to go on strike in protest at the government’s austerity measures. Like the political manipulation of budget data, the inefficiency of the tax system is one of the Greek state’s most glaring weaknesses. How will a tax collectors’ strike help matters?

That said, I do not share the view of German and French government officials who insisted vehemently last week that the solution to Greece’s problems lies almost entirely with the Greeks themselves. If this were the answer, nothing would be simpler than for the Greeks to roll up their sleeves and get on with a 10-year programe of wage restraint and productivity growth.

The truth is less pleasant: the Greek turmoil reflects a wider crisis of imbalances in the 16-nation eurozone, and everyone will have to make a contribution to bring this wider crisis under control. Specifically, Greece and a few other countries - notably, Portugal and Spain - have very big current account deficits, while Germany, Europe’s champion exporter and the the eurozone’s largest economy, tends to run big current account surpluses. The Greek deficit was a remarkable 12 per cent of gross domestic product in the third quarter of 2009, and Portugal’s stood at 10 per cent.

For sure, Greece and Portugal need to improve their competitiveness, but they would also benefit from stronger foreign demand for their products and services, especially in Germany. In order to overcome the eurozone’s crisis, it will be as necessary to raise demand in Germany and other surplus countries as to hold down wages and root out corruption in Greece.

This will be no easy task, for just as the mentality of German business is geared to the ruthless pursuit of international competitive advantage, so the mentality of German society is in many respects doggedly attached to the goal of amassing domestic savings. Yet in the long run it would be in Germany’s best interests to reduce the eurozone’s imbalances. The alternative - emergency financial support for Greece, arranged through gritted teeth and against the wishes of a disgruntled German public opinion - would surely be worse.

*Tony Barber is the FT's Brussels bureau chief since September 2007

Wednesday, February 3, 2010

Βάζουμε πλάτη για να βγει η Ελλάδα από την κρίση

Στο χτεσινό του διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, ο Πρωθυπουργός της χώρας, κύριος Γιώργος Παπανδρέου, περιέγραψε σε δραματικούς τόνους την κατάσταση της οικονομίας και ζήτησε να την προστατεύσουμε, "όπως αγωνιζόμαστε για το σπίτι μας και την οικογένειά μας". Ταυτόχρονα, αναφερόμενος στη δύσκολη διεθνή συγκυρία και το κερδοσκοπικό παιχνίδι που διεξάγεται γύρω από τον ελληνικό δανεισμό, δήλωσε ότι είναι "εθνικό μας χρέος να ακυρώσουμε τις προσπάθειες που γίνονται να σπρώξουν τη χώρας στον γκρεμό", και κάλεσε όλους τους Έλληνες να βάλουν πλάτη στα επίπονα μέτρα που σκοπεύει να λάβει η κυβέρνηση.

Στο κάλεσμα αυτό πρέπει όλοι να συντονιστούμε. Σε ό,τι μας αφορά βάζουμε πλάτη για:

  • την κοινωνική ειρήνη. Λέμε όχι στα μπλόκα των συντεχνιών και των βολεμένων που εδώ και χρόνια απομυζούν τον εθνικό πλούτο αναδιανέμοντας το δημόσιο χρήμα υπέρ τους.

  • τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Λέμε ναι στη μεταρρύθμιση του συστήματος ασφάλισης και συγκεκριμένα την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα νέα δημογραφικά δεδομένα, συγκεκριμένα το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής, αλλά και ο συνολικός εργασιακός βίος καθώς και οι εισφορές που πληρώνουν οι εργαζόμενοι

  • την αλλαγή του φορολογικού συστήματος. Λέμε ναι στην κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης ορισμένων προνομιούχων ομάδων, ναι στην παροχή αποδείξεων απ' όλους, ναι στην επιβολή φόρου στα καύσιμα, τα τσιγάρα και τα πολυτελή είδη, ναι στην φορολόγηση των offshore, της ακίνητης περιουσίας, από την οποία προκύπτουν εισοδήματα, των γονικών παροχών και των κληρονομιών.

  • την περικοπή των επιδομάτων κατά 10% στο Δημόσιο Τομέα.

Η στήριξη μας στα παραπάνω μέτρα προκύπτει από τη διαχρονική μας πεποίθηση ότι για να πάει η χώρα μπροστά, για να μπορέσει το επίπεδο ζωής που έχουμε να διατηρηθεί βιώσιμο σε βάθος χρόνου και να επεκταθεί και σε ευρύτερες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες, πλην των συνηθισμένων προνομιούχων ραντιέριδων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρέπει στην Ελλάδα να γίνουν βαθιές τομές στη λειτουργία του Κράτους, του Ασφαλιστικού και των Αγορών. Αλλαγές όπως για παράδειγμα η δημιουργία ενός μικτού συστήματος συντάξεων που αποκαθιστούν στη βάση τους έννοιες όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η αποτελεσματικότητα.

Ταυτόχρονα, κι αυτό είναι κάτι που διαφεύγει της προσοχής της κυβέρνησης, πρέπει να αξιοποιήσουμε άμεσα τα όποια διόλου αμελητέα κεφάλαια διαθέτουμε, ειδικά το ΕΣΠΑ (γιατί αργεί τόσο;), για να μπορέσει να κινηθεί η αγορά.

Γνωρίζουμε ότι το έγχειρημα είναι δύσκολο. Άλλωστε η πρόσφατη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη ημιτελείς ή κατ' επίφαση προσπάθειες για μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό. Σε κάθε περίπτωση και για να μην πολυλογούμε, στο διάγγελμά του ο Πρωθυπουργός τα είπε όπως έπρεπε να τα είχε πει εδώ και καιρό. Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι η υλοποίηση ριζικών τομών σε όλα τα επίπεδα. Για να αποτελέσει η κρίση ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα και όχι την αρχή της καταστροφής. Βάζουμε πλάτη για να βγει η Ελλάδα από την κρίση.
 
 

Monday, February 1, 2010

Test de credibilite pour la Grece



Το ειδησεογραφικό τηλεοπτικό δίκτυο EURONEWS πρόβαλε, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, εκτενές ρεπορτάζ για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, στο πλαίσιο της εκπομπής Europeans, υπό τον τίτλο «Test de crédibilité pour la Grèce» (Τεστ αξιοπιστίας για την Ελλάδα).

Το ρεπορτάζ ξεκινά με δύο νέους εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν μια μικρή εταιρεία μεταφορών, καθώς, όπως δηλώνουν, η κατάσταση στην Ελλάδα τους οδήγησε να σκεφθούν ρεαλιστικά. Και οι δύο είναι απόφοιτοι του πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ο ένας σπούδασε μαθηματικά και ο άλλος πληροφορική, αλλά, στη συνέχεια, επέλεξαν να ασχοληθούν με ένα άλλο επάγγελμα, καθώς, όπως επισημαίνεται στο ρεπορτάζ, ανήκουν στη γενιά των G700, των νέων δηλαδή κάτω των τριάντα ετών, οι οποίοι, μολονότι έχουν σπουδάσει, δεν βρίσκουν εργασία, ενώ όσοι εργάζονται αμείβονται με τον βασικό μισθό των 700 ευρώ.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα τεράστιο χρέος. Ο Βασίλης Αλεβιζάκος, που αρθρογραφεί στο Blog G700, καταδικάζει την αδικία των προηγούμενων γενεών σε βάρος των σημερινών, με το τεράστιο χρέος των 300 δις ευρώ, που βαρύνει τη χώρα. Η κατάσταση θα μπορούσε να παραλληλισθεί, όπως επισημαίνει, με μια γενιά που χρησιμοποιεί, χωρίς μέτρο, μια πιστωτική κάρτα και αφήνει την αποπληρωμή της σε μια άλλη γενιά.

Τον Δεκέμβριο του 2008, όπως επισημαίνεται στο ρεπορτάζ, οι νέοι εξέφρασαν το θυμό τους με τις βίαιες ταραχές που ακολούθησαν του θανάτου ενός εφήβου, από δύο αστυνομικούς. Μολονότι ήταν η αστυνομική βία, που πυροδότησε τις ταραχές, οι διαμαρτυρίες μετετράπησαν γρήγορα σε μια μαζική καταγγελία των θεσμών, που χαρακτηρίσθηκαν άδικοι, αναποτελεσματικοί και διεφθαρμένοι.

Πέρυσι όλες οι ομάδες της κοινωνίας είχαν κατέβει στο δρόμο, φοιτητές, συνταξιούχοι, αγρότες, εξαγριωμένοι από τις μεταρρυθμίσεις και τη γενικευμένη διαφθορά. Έναντι αυτής της κατάστασης σημειώθηκε η σταδιακή μείωση της δημοφιλίας της πρώην συντηρητικής κυβέρνησης, η οποία κατηγορήθηκε για την αδυναμία της να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, να εκσυγχρονίσει τη χώρα, ενώ αντίθετα ενεπλάκη σε μια σειρά σκανδάλων.

Μετά τη διενέργεια των πρόωρων εκλογών, ο Π/Θ Κώστας Καραμανλής απομακρύνθηκε από την εξουσία, ενώ τη θέση του κατέλαβε ο σοσιαλιστής, Γιώργος Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου υποσχέθηκε, όχι μόνο προς τη χώρα του αλλά και προς τις Βρυξέλλες, να μειώσει δραστικά το δημόσιο έλλειμμα, που αγγίζει το 13%, περίπου, του ΑΕΠ, και το οποίο ξεπερνά κατά πολύ το 3%, που θέτει η Ευρωζώνη.

Ο Π/Θ υποσχέθηκε επίσης να καταπολεμήσει τη διαφθορά και τον υπερτροφικό δημόσιο τομέα, σε μια χώρα, όπου ο ένας στους τρεις πολίτες του ενεργού πληθυσμού της χώρας, εργάζεται στο Δημόσιο. Εξήγγειλε επίσης τη μάχη για την πάταξη της φοροδιαφυγής, καθώς παρά την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη μιας εξαιρετικά εύπορης τάξης, είναι λιγότεροι από 5.000, οι Έλληνες που δηλώνουν ετήσιο καθαρό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Transparency International, η διαφάνεια δεν φαίνεται να είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ελλάδας, καθώς καταλαμβάνει την 71η θέση, ως πιο διεφθαρμένη, μεταξύ 180 χωρών, ενώ βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη, μαζί με την Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της Διεθνούς Διαφάνειας στην Ελλάδα, Κώστας Μπακούρης, «το θέμα αυτό δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Οι πολίτες γενικά δεν πιστεύουν ότι τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις λειτουργούν σωστά. Στην Ελλάδα όμως είναι ακόμη χειρότερα, για τα πολιτικά κόμματα, πχ, η έλλειψη αξιοπιστίας αγγίζει το 85% ή και παραπάνω».

Όπως επισημαίνεται ωστόσο στο ρεπορτάζ, ο Κώστας Μπακούρης θεωρεί ότι τα κυριότερα κόaμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου είναι έτοιμα να στηρίξουν τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης. Στα συνδικάτα όμως η ανησυχία μεγαλώνει, και κυρίως στον τομέα των οικοδομών, που επλήγη έντονα από την κρίση. Σύμφωνα με τον συνδικαλιστή, πρόεδρο της ομοσπονδίας οικοδόμων, Γιάννη Πάσουλα, που προέρχεται από το κομουνιστικό κόμμα, το 40% των εργατών που δουλεύουν στον κατασκευαστικό τομέα, είναι σήμερα άνεργοι, ενώ διερωτάται τι θα συμβεί όταν σταματήσουν τα επιδόματα ανεργίας που λαμβάνουν. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Πάσουλας, «τα επιδόματα ανεργίας, όποια και εάν είναι, δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας και της επιβίωσης των εργαζομένων. Τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα στις τράπεζες, με πιστωτικές κάρτες ή άλλες οφειλές, ενώ υπάρχουν 350.000 με 400.000 απούλητα διαμερίσματα στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια η δραστηριότητα στον οικοδομικό τομέα δεν πρόκειται να αποκατασταθεί σύντομα, ακόμη και εάν υπάρξει ανάκαμψη στην οικονομία».

Η οικονομική κατάρρευση στην Ελλάδα, συνεχίζει το ρεπορτάζ, έχει καταστεί θέμα συζητήσεων στην ΕΕ. Πρόκειται για μια σχετικά φτωχή χώρα, που εντάχθηκε στην Ένωση και γνώρισε μια οικονομική έκρηξη, η οποία σταμάτησε ξαφνικά, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο δημόσιο έλλειμμα και μια μεγάλη κοινωνική αστάθεια.

Στη συνέχεια παρατίθενται οι απόψεις της Ελληνίδας σχεδιάστριας, Δάφνης Βαλέντε, η οποία, παρά την επίγνωση των προβλημάτων εμφανίζεται αισιόδοξη για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης, «με δεδομένο ότι οι Έλληνες είναι εξαιρετικά δύσπιστοι ως προς τους πολιτικούς, λόγω των σκανδάλων διαφθοράς τα τελευταία χρόνια, εάν αυτοί αρχίσουν να δίνουν το καλό παράδειγμα, οι Έλληνες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν».

Το ρεπορτάζ μεταφέρει επίσης τις απόψεις του Αλέκου Λιδωρίκη, που εργάζεται στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο οποίος δηλώνει ότι αισθάνεται μια στήριξη προς την κυβέρνηση, όχι μόνο μεταξύ των πολιτικών, αλλά και του πληθυσμού της χώρας, παρά τις θυσίες που πρέπει να γίνουν, επισημαίνοντας ότι δεν ευθύνεται μόνο η χώρα για την απώλεια της αξιοπιστίας της. «Νομίζω, αναφέρει, ότι το θέμα της αξιοπιστίας της Ελλάδας είναι πολύ σημαντικό. Αυτό που δεν ειπώθηκε είναι ότι η αξιοπιστία είναι μια υπόθεση που πηγαίνει προς δύο κατευθύνσεις. Ένα κράτος μέλος όπως η Ελλάδα, η Γαλλία ή η Πολωνία θα πρέπει να δώσουν λογαριασμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη στιγμή λοιπόν που αυτή η χώρα δεν παρουσιάζει τα σωστά στοιχεία, υπάρχει ένα μέρος ευθύνης που αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Την 11η Φεβρουαρίου, καταλήγει το ρεπορτάζ, θα τεθεί εκ νέου το θέμα της αξιοπιστίας, κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής της ΕΕ, που θα αφορά στην οικονομία και στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Πρόκειται για ένα τεστ σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να ανακάμψει, χωρίς να παραμερίσει ένα από τα κράτη-μέλη της.


Συντάκτης κειμένου αποδελτίωσης Λουκάς Κόζαρης, Παρίσι (1-2-2010).