Monday, June 30, 2008

H σοσιαλδημοκρατία τον 21ο αιώνα

Των Ματίας Πλάτζεκ, Φράνκ Σταϊνμάγερ και Πιρ Στάινμπουργκ*

Social Democracy in the 21st century
© Policy Network
[1][2]

Καθώς η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα φθάνει στο τέλος της, ήρθε η ώρα για τη σοσιαλδημοκρατία να επανεξετάσει τον πυρήνα των ιδεών και των στόχων της. Σε αντίθεση με τις απόψεις που εξέφρασε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τόμας Φρίντμαν (Thomas Friedman) γράφοντας για την παγκοσμιοποίηση στο «ο κόσμος είναι επίπεδος», εμείς δεν παρατηρούμε καμία «ισοπέδωση» του πλανήτη Γη.

Εξακολουθούν να υφίστανται πελώριες οικονομικές και πολιτιστικές ανισότητες και μία χονδροειδώς άνιση κατανομή ευκαιριών, τόσο σε πλανητική κλίμακα όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών μας. Παρά τις καταλυτικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, δε διαπιστώνουμε παγκοσμίως σύγκλιση, ούτε στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, ούτε στις απόψεις τους.

Παρόλα αυτά ο 21ος αιώνας είναι ο πρώτος που έχει απτή εμπειρία ενός ενοποιημένου πλανήτη -και από την άποψη αυτή ο κόσμος έχει γίνει πράγματι πιο «επίπεδος». Ο κομμουνισμός κατέρρευσε, η Γερμανία ενοποιήθηκε και η Ευρώπη ενοποιείται. Σε αυτό το φόντο βιώνουμε τις μακράν σημαντικότερες ιστορικές αναστατώσεις από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης στην πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική σφαίρα. Καμία σχεδόν πλευρά της ζωής δε μένει ανεπηρέαστη από τις ριζικές αυτές αλλαγές.

Σήμερα, όλος ο πλανήτης είναι δικτυωμένος σε πραγματικό χρόνο. Η δύναμη αυτής της αλλαγής αυξάνει τα αισθήματα ανασφάλειας σε πολλούς ανθρώπους. Ζούμε σε μία εποχή πλήρη αντιφάσεων και αβεβαιοτήτων. Το μέλλον προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες, αλλά και σημαντικές απειλές.

Ως αποτέλεσμα της αναταραχής αυτής, οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία και αλλού αντιμετωπίζουν ένα ριζικά νέο πεδίο δράσης: ένα περιβάλλον στο οποίο καλούνται να αποδείξουν για μία ακόμα φορά πως διαθέτουν τη σωστή αίσθηση προσανατολισμού και τα κατάλληλα πολιτικά μέσα για να υπηρετήσουν, με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο, τις μόνιμες αξίες τους, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης.

Η επιτυχία τους όμως δεν είναι επ' ουδενί δεδομένη. Η ιστορία έχει γίνει μάρτυρας της εμφάνισης πολλών πολιτικών δυνάμεων που αργότερα σκόρπισαν στον αέρα. Η σοσιαλδημοκρατία δεν ανήκει σε αυτές. Από την άλλη κανείς δεν εγγυάται πως ένα πολιτικό κίνημα που ριζώνει πίσω στον 19ο αιώνα θα μπορέσει, δύο αιώνες αργότερα, να συνεχίσει να παραμένει μία από τις σημαντικές πολιτικές δυνάμεις του καιρού μας.

Ο Βίλι Μπραντ (Willy Brandt) το ήξερε αυτό όταν έλεγε πως «τίποτα δεν προέρχεται εκ του μηδενός και τίποτα δεν κρατά για πάντα».

Δεν είναι όλα καινούργια

Η σοσιαλδημοκρατία οφείλει να παραμένει σε εγρήγορση. Την ώρα που τα πλαίσια και τα προβλήματα αλλάζουν, η σοσιαλδημοκρατία καλείται δείξει πως παραμένει χρήσιμη.

Στην περίπτωση του «γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος» (SPD), υπάρχουν επιπλέον λόγοι να μην αφεθεί απλά το κόμμα να βυθιστεί στο παρελθόν. Πολλές φορές στην ιστορία η γερμανική σοσιαλδημοκρατία απέδειξε έμπρακτα πως είναι η καλύτερα εξοπλισμένη πολιτική δύναμη για να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες και να προτείνει φρέσκες προσεγγίσεις υπέρ της ευημερίας του λαού και μεγαλύτερης κοινωνικής συνοχής.

Ξανά και ξανά η σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπισε στο παρελθόν συνθήκες ανάλογες με αυτές που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παγκοσμιοποίηση, με τους σημερινούς της όρους, είναι πρωτοφανής. Δεν είναι όμως όλα καινούργια. Οι σημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι ελπίδες και οι φόβοι που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, προσφέρουν πλούσιο έδαφος για ιστορικές αναλογίες.

Η σημερινή μάλιστα πολιτική αντιπαράθεση για την παγκοσμιοποίηση μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως η τελευταία μετενσάρκωση μίας αέναα επαναλαμβανόμενης αντιπαράθεσης από τις απαρχές της βιομηχανικής εποχής, για το πώς είναι δυνατό να συμφιλιωθούν ο καπιταλισμός, η δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή -και για το αν αυτό είναι δυνατό.

Στο παρελθόν η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε η μόνη πολιτική δύναμη που απάντησε πειστικά σε αυτήν την πρόκληση. Ήταν ήδη σαφές στις απαρχές του 20ού αιώνα, εδώ κι εκατό χρόνια, πως ο καπιταλισμός δεν θα κατέρρεε απλά υπό το βάρος των αντιφάσεών του, όπως προέβλεπαν οι ορθόδοξοι μαρξιστές. Αντιθέτως: τα διεθνή χρηματιστήρια ανθούσαν, η βιομηχανική παραγωγή πολλαπλασιαζόταν και η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν, παράγοντας ευημερία για πολλά εκατομμύρια ανθρώπους στη Γερμανία και τον κόσμο.

Ταυτόχρονα βέβαια η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση οδήγησαν σε βαθιές κοινωνικές παραμορφώσεις, προκαλώντας ανασφάλεια και παράγοντας νέες ανισότητες. Οι επικριτές αυτών των δυσμενών εξελίξεων τόνισαν την αχαλίνωτη διάδοση του εγωτισμού, της απληστίας και του ατομισμού, θρήνησαν για την παρακμή των παραδοσιακών αξιών και των μακροχρόνιων κοινοτικών δεσμών και παραπονέθηκαν για την διάβρωση των κοινωνικών δεσμών και τις απρόσωπες ανθρώπινες σχέσεις.

Ούτε όμως οι ορθόδοξοι μαρξιστές, ούτε οι φιλελεύθεροι είχαν να προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ενώ οι μαρξιστές, με την ντετερμινιστική ιδεολογία τους τού ιστορικού υλισμού περίμεναν ματαίως την κατάρρευση του καπιταλισμού, οι φιλελεύθεροι αντιμετώπιζαν τις αρνητικές πλευρές της λειτουργίας των απελευθερωμένων αγορών με αδιαφορία ή θεωρώντας τες αναπόφευκτες.

Σε εκείνους τους καιρούς των ριζικών και επίφοβων αλλαγών, κανένα από τα δύο αυτά πολιτικά ρεύματα δεν μπόρεσε να προσφέρει λύσεις που είτε να εμπνέουν αίσθημα εμπιστοσύνης στους πολίτες, είτε να οδηγούν σε αλλαγές επ' ωφελεία της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.

Μεταρρύθμιση και πρόοδος, συμβιβασμός και εξισορρόπηση συμφερόντων

Τότε ήταν που γεννήθηκε η μη-μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία, ως μία εντελώς νέα και ιδιότυπη αντίληψη και πολιτική συμπεριφορά· αναδύθηκε ως μία πρωτότυπη προσέγγιση, ως ένα προοδευτικό πολιτικό κίνημα.

Οι σοσιαλδημοκράτες που συσπειρώθηκαν γύρω από τις αντιλήψεις του θεωρητικού Έντουαρντ Μπερνστάιν (Eduard Bernstein), αποκλήθηκαν ρεφορμιστές: σύμφωνα με τις απόψεις τους, ο στενόμυαλος οικονομισμός των ορθόδοξων μαρξιστών και των φιλελεύθερων χρειαζόταν να αντικατασταθεί από μία προσέγγιση που έδινε προτεραιότητα στην πολιτική, στην επιδίωξη της μεταρρύθμισης, του συμβιβασμού και της εξισορρόπησης μεταξύ συμφερόντων, πέραν των ταξικών διαχωρισμών.

Την ώρα που άλλοι διακήρυσσαν την ανάγκη υποταγής στις δυνάμεις της οικονομίας ή της ιστορίας, οι σοσιαλδημοκράτες επέμεναν να παίξουν ενεργό ρόλο στην πραγματιστική τιθάσευση των αλλαγών. Θέλησαν να συνδυάσουν τη δυναμική των αγορών με την κοινωνική μεταρρύθμιση και ανανέωση, ούτως ώστε να προσφέρουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα τη δυνατότητα να επωφεληθούν εξίσου από την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη.

Στην καρδιά της ιστορικής μοναδικότητας του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος στις αρχές του 20ού αιώνα δε βρίσκεται μόνο η συμφιλίωση της οικονομίας της αγοράς με τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή, αλλά και η δημιουργία ενός πολιτικού μηχανισμού που επιτρέπει να γίνει αυτό με πολιτικά μέσα. Κι όμως, η Ευρώπη χρειάστηκε να ζήσει αρκετές ακόμα καταστροφικές δεκαετίες πριν κυριαρχήσει η θετική αυτή πολιτική προσέγγιση στην πολιτική ζωή. Κι ακόμα και τότε, μετά το 1945, αυτό δε συνέβη παρά στο δυτικό τμήμα της ηπείρου μας.

Ο θρίαμβος όμως της δυτικοευρωπαϊκής μεταπολεμικής τάξεως στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οφείλεται στην πετυχημένη εφαρμογή του πυρήνα των σοσιαλδημοκρατικών αξιών.

Για πρώτη φορά έγινε δυνατό να συμφιλιωθούν έμπρακτα -με απαράμιλλη επιτυχία- όσα στο παρελθόν πάντα θεωρούνταν ασυμβίβαστα και αντιφατικά: μία δυναμική οικονομία της αγοράς, η δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή. Ο κοινωνιολόγος Ραλφ Ντάρεντορφ (Ralf Dahrendorf) είχε απόλυτα δίκιο να αποκαλέσει τον 20 αιώνα ως «σοσιαλδημοκρατικό αιώνα».

Μία πετυχημένη ιδέα που εξακολουθεί να μας καθοδηγεί

Για ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε μία καθοδηγητική αντίληψη που βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με την εποχή της. Η μεταπολεμική οικονομική άνοδος της Ευρώπης αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό τον ιστορικό θρίαμβο της σοσιαλδημοκρατίας. Το δυτικοευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο αποτέλεσε πόλο έλξης για όσους βρίσκονταν πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα», αφού τους πρόσφερε μία ελκυστική εναλλακτική λύση όπου συνδυαζόταν η ρωμαλέα οικονομική ανάπτυξη, η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή.

Παρόμοιες ανασκοπήσεις όμως ταιριάζουν μάλλον σε βιβλία ιστορίας.

Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι μόνο να χαιρετίσουμε με περηφάνια και δύναμη την σκληρή πάλη των σοσιαλδημοκρατών του 20ού αιώνα, αλλά ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε πόσο ευάλωτα είναι τα επιτεύγματά τους τον 21ο.

Οι επιτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας κινδυνεύουν διότι εμφανίστηκαν νέες προκλήσεις σε πολλούς νέους τομείς.

Η μεγαλύτερη απειλή πάντως, προκύπτει από το ότι πολλοί άνθρωποι είτε θεωρούν δεδομένο το μεγάλο επίτευγμα της σοσιαλδημοκρατίας (την πρωτοπόρα σύνθεση της αναπτυσσόμενης οικονομίας, της σταθερής δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής), είτε το απαξιώνουν ως αμελητέο. Το γεγονός όμως πως τα τρία αυτά στοιχεία συνεχίζουν να συλλειτουργούν μόνο δεδομένο δεν είναι -και θα ήταν τρομερό να θεωρήσουμε τη συναρμογή τους αμελητέα.

Είναι άρα επιτακτικό να συνειδητοποιήσουν οι σοσιαλδημοκράτες τη ριζοσπαστική φύση του πολιτικού του εγχειρήματος, που αναπτύχθηκε ως απάντηση στη μαρξιστική ορθοδοξία και το οικονομικό «λεσέ-φερ» και να αναγνωρίσουν τη σημασία του και για τον 21ο αιώνα.

Διότι ακόμα και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, τίποτα δεν άλλαξε σε ότι αφορά την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ αγορών, δημοκρατίας και κοινωνίας.

Στην πραγματικότητα οι ομάδες που διαπληκτίζονται σήμερα για το θέμα της παγκοσμιοποίησης είναι πάνω-κάτω οι ίδιες που διαπληκτίζονταν εκατό χρόνια πριν για το μέλλον του καπιταλισμού, ήτοι οι φιλελεύθεροι κήρυκες των ασύδοτων αγορών από τη μια, η παλιομοδίτικη, μαρξιστική ορθοδοξία (που εξορισμού βλέπει με δυσπιστία την ίδια τη λειτουργία της αγοράς) από την άλλη.

Επιπλέον, ούτε οι αντίπαλοι των αγορών, ούτε οι οπαδοί τους είναι εις θέση να προτείνουν αποτελεσματικές προτάσεις και ελκυστική προοπτική στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.

  • Σήμερα, όπως εκατό χρόνια πριν, η πλειοψηφία των ανθρώπων κατανοεί πως η αγορά παραμένει αναντικατάστατος και αποτελεσματικός μηχανισμός παραγωγής πλούτου και ευημερίας.
  • Σήμερα, όπως παλιά, οι άνθρωποι θέλουν να έχουν μερίδιο στην ευημερία που δημιουργεί η οικονομία της αγοράς.
  • Σήμερα, όπως άλλοτε, πολλοί φοβούνται τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της ασυδοσίας των αγορών.
  • Και σήμερα, όπως χτες, οι σοσιαλδημοκρατικές αρχές προσφέρουν το καλύτερο και πιο αξιόπιστο μέσο πλοήγησης στα ταραγμένα νερά της εποχής μας.

Το κυρίαρχο ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας

Εκ πρώτης άποψης αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να μοιάζει τουλάχιστο εκπληκτικός. Πάρα πολλοί συμπολίτες μας θεωρούν τη σοσιαλδημοκρατία τελειωμένη υπόθεση, που εξέπνευσε παρέα με τον «σοσιαλδημοκρατικό αιώνα». Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες, που, ανεξαρτήτως των νέων συνθηκών, εξακολουθούν να προσκολλώνται αμυντικά σε συγκεκριμένα πολιτικά μέσα και θεσμικούς διακανονισμούς του παρελθόντος, αντί να προωθούν ενεργά λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε «εδώ και τώρα». Το ίδιο ισχύει και για τους σοσιαλδημοκράτες που παραπονούνται διαρκώς για την υποτιθέμενη «νεοφιλελεύθερη ηγεμονία» που χαρακτηρίζει δήθεν την εποχή μας.

Επίσης δεν είναι καθόλου σπάνιο να αισθάνονται οι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες έντονη αβεβαιότητα για το σκοπό και την αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας τον 21ο αιώνα. Ακούμε έτσι πως το SPD δε θα 'πρεπε βέβαια να είναι τόσο αριστερό όσο το πρώην κομμουνιστικό «κόμμα δημοκρατικού σοσιαλισμού» (PDS), αλλά ούτε και τόσο συντηρητικό όσο η «χριστιανοδημοκρατική ένωση» (CDU). Αυτού του είδους όμως οι πολιτικάντικοι προβληματισμοί δεν είναι εις θέση να προσφέρουν στον κόσμο την παραμικρή θετική και διακριτή πολιτική συνεισφορά. Ούτε βέβαια μπορούν να περιγράψουν ένα πολιτικό πρόγραμμα που να υπηρετεί τις ελπίδες και τα όνειρα και να καθησυχάζει τους φόβους του μέσου πολίτη.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πανίσχυρη «νεοφιλελεύθερη» ηγεμονία στη Γερμανία ή την Ευρώπη, ακριβώς όπως δεν υπάρχει κοινωνική πλειοψηφία κατά των μεταρρυθμίσεων της κοινωνίας και της οικονομίας που είναι απαραίτητες προκειμένου να ανταποκριθούμε στις σημερινές ανάγκες.

Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στη βιομηχανική εποχή ή στο κράτος-έθνος του 20ού αιώνα. Οι περισσότεροι Γερμανοί το γνωρίζουν αυτό από καιρό.

Αυτό που δικαίως περιμένουν και ελπίζουν είναι η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας ώστε να αντανακλά καλύτερα τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Υπάρχει λοιπόν ζήτηση για ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που απαντά στην επιθυμία της εκτεταμένης μεσαίας τάξης για μία ανανεωμένη σύνθεση μεταξύ της δυναμικής ελεύθερης αγοράς, της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής, που να αντιστοιχεί στην εποχή μας, αντί για ένα κόμμα που αποθεώνει τη δεκαετία του 1970 και κλαψουρίζει για τις «παλιές καλές μέρες».

Ό, τι κι αν λέγεται, το κλίμα της εποχής («zeitgeist») που τόσο κατηγορούν πολλοί σοσιαλδημοκράτες, εξακολουθεί να βρίσκεται στο πλευρό μας. Οι νεοφιλελεύθεροι και συντηρητικοί δεν έπεισαν την κοινωνία. Αντιθέτως, η κυρίαρχη αντίληψη είναι λανθανόντως σοσιαλδημοκρατική και πολιτιστικά ανοικτή, και την απασχολούν οι κοινωνικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις της οικονομικής επιτυχίας.

Είναι ώρα να το κατανοήσουμε αυτά και να πράξουμε αναλόγως. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτό περιμένει από εμάς. Είναι προς το συμφέρον των σοσιαλδημοκρατών να στραφούν προς το πολυπληθές κέντρο της κοινωνίας μας. Εκεί η κυριαρχία της έννοιας της αλληλεγγύης είναι τόσο ριζωμένη ώστε να μπορεί να στηρίξει τη σοσιαλδημοκρατία και να της δώσει μία νέα μεγάλη ώθηση προς το μέλλον.

Η συνέχεια του άρθρου εδώ [1][2]

*Ο Matthias Platzeck ήταν πρόεδρος του SPD το διάστημα 2005-06· ο Peer Steinbrück είναι σοσιαλδημοκράτης υπουργός οικονομίας της Γερμανίας· ο Frank-Walter Steinmeier είναι υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του ppol. Το αναδημοσιεύουμε με αφορμή τις εργασίες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Αθήνα στις οποίες λαμβάνουμε μέρος ως bloggers έπειτα από πρόσκληση του ΠΑΣΟΚ.

Με παρουσία bloggers η Σοσιαλιστική Διεθνής

Ξεκινάει σήμερα τις εργασίες του το 23ο Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Αθήνα με κεντρικό σύνθημα «Παγκόσμια Αλληλεγγύη – Τολμάμε να κάνουμε τη διαφορά». Η Σοσιαλιστική Διεθνής, η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της Δεύτερης Διεθνούς που ιδρύθηκε το 1889, με τη σημερινή της μορφή ιδρύθηκε το 1951 και συμμετέχουν σ’ αυτή 159 κόμματα απ’ όλο τον πλανήτη με διαφορετικές παραδόσεις, συμφέροντα και επιμέρους στόχους.

Ανάμεσά στους 650 εκπροσώπους των 159 διαφορετικών εργατικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα βρεθούν ύστερα από πρόσκληση του ΠΑΣΟΚ και bloggers. Συγκεκριμένα από τη Δευτέρα έως και την Τετάρτη το 221.gr, η γενιά των 700 ευρώ, το πολιτικό blog και το πρόχειρο τετράδιο θα δώσουν το παρόν με σκοπό την παρακολούθηση, το σχολιασμό και την εναλλακτική ενημερωτική κάλυψη των εργασιών του Συνεδρίου.

Αναλυτικά, το πρόγραμμα του Συνεδρίου ξεκινάει σήμερα, 30 Ιουλίου, με κεντρικό θέμα συζήτησης την κλιματική αλλαγή και την αναζήτηση κοινού οράματος των σοσιαλιστών για τη μετά Κυότο εποχή, συνεχίζεται την Τρίτη με κεντρικά θέματα την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης αντίστοιχα, και τελειώνει την Τετάρτη 2 Ιουλίου με κεντρικό θέμα τη δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής ατζέντας για τη μετανάστευση.

Στα highlights των εργασιών της πρώτης μέρας φιγουράρουν η επανεκλογή του Προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, κ. Γιώργου Παπανδρέου, και η ομιλία του Πρόεδρου του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων (FOET) και συγγραφέα των βιβλίων «Το τέλος της εργασίας», «Η οικονομία του υδρογόνου», και «Το Ευρωπαϊκό Όνειρο», Jeremy Rifkin, με τίτλο «Ανοίγοντας τον δρόμο για μία Τρίτη βιομηχανική επανάσταση και ένα νέο όραμα Κοινωνικής Δικαιοσύνης για τον πλανήτη τον 21ο αιώνα». Εάν σας ενδιαφέρει, μπορείτε να στείλετε ερωτήματα για τον Jeremy Rifkin στο email ή τα σχόλια του blog της G700, να του τα μεταφέρουμε σε περίπτωση που καταφέρουμε τελικά να κάνουμε μία συνέντευξη μαζί του.

Friday, June 27, 2008

Ομαδική αυτοκτονία στη Βουλή

Τη στιγμή που η αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου βουλιάζει κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο της Siemens, τα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν ομαδικά, ψηφίζοντας μια κραυγαλέα και εξόχως προκλητική ρουσφετολογική ρύθμιση υπέρ των δικών τους παιδιών.

Στα «ψιλά γράμματα» του νέου Κανονισμού της Βουλής που εγκρίθηκε προχθές, προβλέπεται η μονιμοποίηση δεκάδων υπαλλήλων που εργάζονται σήμερα στο Κοινοβούλιο ως μετακλητοί ή αποσπασμένοι και υπηρετούν σε κόμματα, κοινοβουλευτικούς αξιωματούχους και υπηρεσίες του Κοινοβουλίου από το 2004 έως σήμερα, αλλά και όσων, άκουσον άκουσον, αναμένεται να προσληφθούν μέχρι τις επόμενες εκλογές. Για τη μονιμοποίηση των εν λόγω υπαλλήλων δεν λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία από την οποία προέρχονται ούτε καν το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους στο Κοινοβούλιο. Η σχετική ρύθμιση πέρασε στη Διάσκεψη των Προέδρων με συμφωνία Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ και τη διαφωνία του ΚΚΕ, ενώ ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ απουσίαζε.

Αποδεικνύεται, δυστυχώς, ότι οι πολιτικοί μας δε βάζουν μυαλό, αφού για μία ακόμη φορά επαναλαμβάνεται το γνωστό κόλπο-ατόπημα της χαριστικής ρύθμισης υπέρ ημετέρων. Ανάλογες ρυθμίσεις με την προχθεσινή έχουν περάσει άλλες τρεις φορές στο παρελθόν με πιο πρόσφατη αυτή του 2003.

Ταυτόχρονα, καταρρίπτεται για πολλοστή φορά ο μύθος περί επανίδρυσης του κράτους από τη ΝΔ. Η παράταξη που ανέλαβε να προωθήσει ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης για την Ελλάδα του 21ου αιώνα υιοθέτησε τελικά όλα ανεξαιρέτως τα κουτσά και τα στραβά που ρητορικά κατήγγειλε εδώ και χρόνια: από την παράκαμψη του ΑΣΕΠ με σκοπό το μπάσιμο στο δημόσιο από την πίσω πόρτα μέχρι τις αναδρομικές ρυθμίσεις χρεών εισφορών και φόρων, δεν υπάρχει ούτε ένα είδος χαριστικής διάταξης που να μην έχει θεσμοθετηθεί την τελευταία τετραετία.

Είναι προφανές ότι η συστηματική ευνοιοκρατία καλά κρατεί και οι όποιες αποφάσεις, παρά το γεγονός ότι λαμβάνονται με βάση το γράμμα του νόμου και συνεπώς διαθέτουν τεκμήριο νομιμότητας, σε καμία περίπτωση δεν διαθέτουν τεκμήριο ακριβοδικίας και κατ’ επέκταση κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιτέλους όμως, απαιτείται δικαιοσύνη. Όχι άλλες χάρες. Όχι εύνοιες.

Wednesday, June 25, 2008

Κύριε δικαστά, προστατέψτε με από τον εργοδότη μου

Των ΜΠ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗ, ΕΛ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ*

Την ώρα που οι Ευρωπαίοι έρχονται αντιμέτωποι με την προοπτική να δουλεύουν έως και 65 ώρες την εβδομάδα, μετά τη σχετική απόφαση των υπουργών Απασχόλησης της Ε.Ε. που στην ουσία καταργεί το 48ωρο, οι Ελληνες ανεβαίνουν ήδη το δικό τους εργασιακό γολγοθά. Εκτός από την ανεργία, αντιμετωπίζουν τη μαύρη εργασία, μεγάλα απλήρωτα ωράρια αλλά και κάθε είδους παγίδες που στήνουν ορισμένοι εργοδότες.

Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας ούτως ή άλλως δουλεύουν ήδη πολύ. Τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) δείχνουν ότι περισσότεροι από 774.810 περνούν στο γραφείο ή στην προσωπική τους επιχείρηση 60 ώρες την εβδομάδα κατά μέσον όρο. Με άλλα λόγια, πάνω από το 17% των απασχολουμένων δουλεύουν κάθε βδομάδα 50% περισσότερο από ένα σύνηθες πενθήμερο οκτάωρο.

Τα στοιχεία

Αυτά που αποδεικνύουν τα προβλήματα που υφίστανται χιλιάδες Ελληνες είναι τα στοιχεία από τα δικαστήρια που αποτυπώνουν ότι οι εργασιακές διαφορές συνεχώς αυξάνουν. Το 2007 στο Ειρηνοδικείο και το Πρωτοδικείο της Αθήνας εκδόθηκαν 4.680 αποφάσεις για εργατικές διαφορές έναντι 4.081 το 2006 (αύξηση περίπου 15%). Η μεγαλύτερη άνοδος (σχεδόν 19%) παρατηρείται δε στο Πρωτοδικείο, όπου οι εργαζόμενοι προσφεύγουν για πιο «σημαντικές» απαιτήσεις άνω των 12.000 ευρώ.

Τα διαθέσιμα στοιχεία από τις αρμόδιες αρχές σκιαγραφούν την πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ πιο σκληρή από ό,τι δείχνουν οι αριθμοί και με μεγαλύτερο εύρος στις κατηγορίες προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.

Γι' αυτό άλλωστε στα δικαστήρια πηγαίνουν κυρίως εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν να αποδείξουν την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους. Αυτό σε πολλές περιπτώσεις απαιτεί την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων ή κάποιου μάρτυρα-συναδέλφου από το χώρο εργασίας, που σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν. Συχνά για μικρότερες απαιτήσεις οι εργαζόμενοι δεν ακολουθούν τελικά τη δικαστική οδό, καθώς απαιτείται χρόνος (περίπου 1-1,5 έτος για την έκδοση απόφασης) και χρήμα (τουλάχιστον 500 ευρώ στο δικηγόρο). Επίσης, αν το κάνουν, θεωρούν και δεδομένο ότι θα χάσουν -αν δεν έχει συμβεί ήδη- και τη δουλειά τους.

Από την Επιθεώρηση Εργασίας το 2006 έγιναν 31.630 έλεγχοι και το 2007 έφτασαν τους 35.805 (αύξηση 13%). Οι μηνύσεις και τα πρόστιμα που επεβλήθησαν ήταν 7.850 πέρυσι, από 7.444 το 2006 (αύξηση 5,5%). Στο ίδιο διάστημα, σημείωσαν όμως τεράστια ποσοστιαία αύξηση 71% οι καταγγελίες τρίτων (φορείς, ανώνυμες πολιτών κ.ά.), στοιχείο που δείχνει ότι οι εργαζόμενοι, φοβούμενοι τις επιπτώσεις που θα έχουν στη δουλειά τους, προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς διά της πλαγίας οδού.

Σε απόλυτο αριθμό αυτού του τύπου οι καταγγελίες είναι λίγες, ανήλθαν στις 592 πέρσι από 345 πρόπερσι, αλλά δείχνουν την τάση για ομαδικές καταγγελίες που γίνονται σε εργατικά κέντρα και άλλους φορείς, ανώνυμα.

Επιπλέον, ορισμένοι εργοδότες έχουν «εφεύρει» μεθόδους που καταπατούν κάθε έννοια νομιμότητας και εργασιακών δικαιωμάτων και που είναι σχεδόν αδύνατο -επίσης λόγω έλλειψης αποδείξεων- να βρει το δίκιο του ο εργαζόμενος, είτε στην Επιθεώρηση, είτε στο δικαστήριο. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

*Την ώρα της πρόσληψης, καλείται ο εργαζόμενος να υπογράψει και μία «λευκή» παραίτηση (με κενή δηλαδή την ημερομηνία), έτσι ώστε σε περίπτωση που η επιχείρηση θέλει να τον απολύσει να μην είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει αποζημίωση.

Αρκετοί «υποκύπτουν» και υπογράφουν όταν η ανάγκη για δουλειά είναι επιτακτική,

*Ανάλογα, ορισμένοι εργοδότες βάζουν τους υπαλλήλους τους να υπογράφουν «λευκές» αποδείξεις μισθοδοσίας, έτσι ώστε οι πληρωμές να είναι «ελαστικές», με την έννοια να καταβάλλουν τα δεδουλευμένα όποτε -και αν- θελήσουν τα «αφεντικά». Εάν κάποιος αρνηθεί και δεν υπογράψει, τότε αυτόματα θα δει την πόρτα της εξόδου.

Εργαζόμενος που ζήτησε με εξώδικο δεδουλευμένα τριών μηνών, πήρε ως απάντηση, επίσης με... εξώδικο, συμπληρωμένες τις αποδείξεις που είχε υπογράψει,

*Στις νέες κυρίως γυναίκες, τίθεται ως όρος για την πρόσληψη να μην μείνουν έγκυες για τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για μία πρακτική παντελώς παράνομη και αν ο όρος δοθεί γραπτώς, δεν έχει καμία απολύτως νομική ισχύ αλλά για την υποψήφια εργαζόμενη λειτουργεί περισσότερο ως διαδικασία εκφοβισμού.

*Εργοδότες υποχρεώνουν τους νεοπροσληφθέντες υπαλλήλους να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις με μισθούς χαμηλότερους αυτών που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις. Οπως αναφέρουν εργατολόγοι κανείς -ακόμη κι αν το θέλει- δεν μπορεί να παραιτηθεί από τα νόμιμα (εργασιακά) του δικαιώματα (όπως π.χ. το να παίρνει τουλάχιστον τον κατώτατων μισθό), ωστόσο όσοι «πέσουν» από ανάγκη στην «παγίδα» για όσο δουλεύουν στον συγκεκριμένο εργοδότη θα κερδίζουν λιγότερα από το ελάχιστο νόμιμο ποσό. Ο μόνος τρόπος να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους (τη διαφορά δηλαδή μεταξύ του θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού και του -παρανόμως- συμφωνημένου μηνιάτικου) είναι να προσφύγουν στα δικαστήρια.

Και φυσικά, παραμένουν σε... ισχύ πρακτικές που είναι λίγο-πολύ γνωστές σε όλους, όπως οι απλήρωτες υπερωρίες, η μαύρη εργασία, οι διακρίσεις με βάση το φύλο και την ηλικία, τα ρεπό που δεν δίνονται, και οι άδειες κ.ο.κ.

Εκτός, βέβαια, από τη μεγάλη ανάγκη για δουλειά, οι εργοδότες εκμεταλλεύονται και την άγνοια πολλών για τα εργασιακά τους δικαιώματα. Ετσι, πολλές από τις παράνομες πρακτικές -ακραίες ή μη- τείνουν να θεωρούνται ως «δεδομένα» στην αγορά εργασίας. Εκτιμάται δε ότι η αύξηση της ανεργίας (πήγε στο 9% τον Μάρτιο) θα εντείνει ακόμη περισσότερο την εκδήλωση τέτοιων φαινομένων.

Από γραπτές καταγγελίες εργαζομένων που βρίσκονται στη διάθεση της «Κ.Ε.», προκύπτουν περιπτώσεις «παρακολούθησης» των εργαζομένων, μη αναγνώρισης πολυετούς προϋπηρεσίας και όρων σε «ειδικές» συμβάσεις που ξεφεύγουν από κάθε πλαίσιο:

*Διευθυντικοί υπάλληλοι: Στην Ελλάδα βαφτίζονται ως στελέχη επιχειρήσεων χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι με πτυχία, οι οποίοι στην ουσία είναι απλοί υπάλληλοι.

Τους «βαφτίζουν» στελέχη

Με λίγα ευρώ παραπάνω το μήνα (σ.σ.: συνήθως παίρνουν 100, 200 ή και 300 ευρώ περισσότερα από τον εκάστοτε κατώτερο μισθό της συλλογικής σύμβασης) και με έναν μακροσκελή επαγγελματικό τίτλο ο εργοδότης ουσιαστικά κερδίζει το «δικαίωμα» να τους απασχολεί υπερωριακά χωρίς να καταβάλει το αντίτιμο. Ο τίτλος που λαμβάνουν περιγράφει -υποτίθεται- το ρόλο τους ως στελεχών της επιχείρησης. Ετσι η εταιρεία τούς αντιμετωπίζει ως πρόσωπα εμπιστοσύνης, με διευθυντικά καθήκοντα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν κάποιος στο μέλλον θελήσει να πληρωθεί για τις υπερωρίες του (κάτι πολύ συνηθισμένο) ή την εργασία ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, θα είναι δύσκολο να δικαιωθεί καθώς οι διευθυντικοί υπάλληλοι δεν δικαιούνται αποζημιώσεις για υπερωρίες, απασχόληση τις Κυριακές, τις αργίες ακόμη και τη νύχτα.

*Εσωτερικοί κανονισμοί: Εταιρείες επικαλούμενες τον εσωτερικό κανονισμό που διαθέτουν ουσιαστικά εξαναγκάζουν τους υπαλλήλους τους να δουλεύουν 9ωρο ή και περισσότερο σε μόνιμη βάση και με διευρυμένες μάλιστα αρμοδιότητες. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή τεχνικού μηχανογράφησης σε θυγατρική πολυεθνικής εταιρείας που διαθέτει μάλιστα και τμήμα ανθρώπινου δυναμικού.

Εκβιαστικά

Οπως καταγγέλλει ο ίδιος, «το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι ότι η σύμβαση αορίστου χρόνου που έχω υπογράψει αναφέρει 8ωρη εργασία αλλά η υπεύθυνη προσωπικού με αναγκάζει να εργάζομαι 9 ώρες το λιγότερο με την πρόφαση ότι ο εσωτερικός κανονισμός της εταιρείας αυτό αναφέρει». Φυσικά, ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος μέσα στην εταιρεία παίρνει παραπάνω χρήματα για τις επιπλέον ώρες. Και συνεχίζει:

«Πέραν αυτού μου παρουσιάζουν ότι μέσα στις υποχρεώσεις μου είναι να πηγαίνω στο σουπερμάρκετ και να ψωνίζω τα διάφορα απαραίτητα κατά την γνώμη τους φαγώσιμα, καφέδες και διάφορα άλλα που θέλουν να έχουν μέσα στο κτίριο».

Και όταν μπήκε στη διαδικασία να συζητήσει με την υπεύθυνη προσωπικού, η απάντηση ήταν «αν σου αρέσει, αλλιώς να μας πεις να πράξουμε ανάλογα».

*Μπόνους του... αέρα: Το τμήμα σέρβις μεγάλης γερμανικής εταιρείας ηλεκτρικών συσκευών θέλοντας να αυξήσει την παραγωγικότητα των τεχνικών της υποσχέθηκε μπόνους αν πιάσουν τον «στόχο» να αυξήσουν κατά 30% περίπου τον αριθμό των συσκευών που επιδιόρθωναν κάθε μέρα.

Οι περισσότεροι υπάλληλοι πράγματι κατάφεραν να αυξήσουν την ταχύτητά τους και να πάρουν για κάποιους μήνες το μπόνους. Στη συνέχεια όμως η εταιρεία τους διεμήνυσε ότι το συγκεκριμένο επίπεδο παραγωγής αποτελεί πλέον για την εταιρεία το ελάχιστο απαιτούμενο για την καταβολή όχι του μπόνους αλλά του μηνιάτικου!

*Το άρθρο των ΜΠ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗ και ΕΛ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

Tuesday, June 24, 2008

Πολιτικό χρήμα: να σπάσει η φούσκα της υποκρισίας.

Στη χώρα μας είναι κοινό μυστικό ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων και των πολιτικών από οικονομικά συμφέροντα ζει και βασιλεύει παρά τους αυστηρούς περιοριστικούς νόμους που κατά καιρούς έχουν ψηφιστεί με πιο πρόσφατο τον Ν.3023/2002. Το σκάνδαλο της Siemens, απ’ ότι φαίνεται, συνιστά κλασσική και μάλλον συνηθισμένη περίπτωση μαύρου χρήματος που κατέληξε παρακάμπτοντας τους κανόνες στα ταμεία των κομμάτων. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η μεγάλη υποκρισία.

Αν ποτέ διεξαχθεί ένας σοβαρός κι ενδελεχής έλεγχος για τα τερτίπια που χρησιμοποιούνται με στόχο τη νομότυπη κάλυψη της υπέρβασης του ορίου των προσωπικών προεκλογικών δαπανών, τα δωράκια που δίνονται για αγορά εξοπλισμού ενός βουλευτικού γραφείου (πιθανολογούμενη περίπτωση Μητσοτάκη), την τοποθέτηση των συνεργατών των βουλευτών στα payroll ιδιωτικών εταιρειών και τη χρηματοδότηση των κομμάτων με σπάσιμο του τελικού ποσού σε δεκάδες επιμέρους νόμιμα ποσά από μόνο τυπικώς διαφορετικά πρόσωπα (πιθανολογούμενη περίπτωση Τσουκάτου), ΕΙΝΑΙ βέβαιο ότι θα προκληθεί πραγματικός πολιτικός και κοινωνικός σεισμός.

Τι μπορεί να γίνει; Καταρχάς δε χρειαζόμαστε άλλους υποκριτικούς περιορισμούς στο πολιτικό χρήμα. Απαιτείται διαφάνεια παντού.

Η πολιτική είναι εξ ορισμού σύγκρουση κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων και η δημοκρατία το σύστημα που τα θεσμοθετεί οργανώνοντας με κανόνες τη σύγκρουση αυτή. Το οφείλουμε στη δημοκρατία να καταστήσουμε το πολιτικό παιχνίδι περισσότερο διάφανο και λιγότερο υποκριτικό θέτοντας κανόνες στο πολιτικό σύστημα και όχι νομοθετώντας με τυφλό ιεραποστολικό ζήλο δήθεν υπέρ των αξιών αλλά τελικά υπέρ της ασυδοσίας. Τα πήρατε από την Χ, Ψ, Υ ιδιωτική εταιρεία; Μάλιστα. Στο βαθμό που το χρήμα που βάλατε στο κομματικό ταμείο δεν είναι βρώμικο, δηλαδή προϊόν παράνομης δραστηριότητας ή διαφθοράς (ανάλογης με την πιθανολογούμενη περίπτωση Μαντέλη), εσείς καλά κάνατε. Και εμείς γνωρίζουμε ποιους ψηφίζουμε και ποιες είναι οι επιρροές τους.

Ας πάψουμε λοιπόν να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών από οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα συνιστά εγγενές στοιχείο όλων των σύγχρονων πλουραλιστικών δημοκρατιών. Κανείς δεν εξαιρείται από αυτόν. Η οργάνωση του πολιτικού συστήματος είναι τέτοια που δεν επιτρέπει περιθώρια ψευτο-ηθικών ενδοιασμών. Μόνο τις προεκλογικές δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων τους να λάβει κανείς υπόψη, καταλαβαίνει ότι είναι γελοίο και επικίνδυνο να κρυβόμαστε πίσω από εικονικούς «καθώς πρέπει» νόμους και διατάξεις.

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από την αλήθεια και τη διαφάνεια αλλά από αυτούς ακριβώς τους υστερικούς καθωσπρεπισμούς και τις ηθικολόγες ισοπεδώσεις που εξαιτίας της αυστηρότητάς τους παύουν να επικοινωνούν με την πραγματικότητα, γελοιοποιούν τους νόμους και τους κανόνες, υπονομεύουν τελικά με το φανατισμό τους το ίδιο το κύρος της δημοκρατίας και ενθαρρύνουν την ασυδοσία και τη διαφθορά.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές του πολιτικού χρήματος σε πρώτη φάση είναι να γνωρίζουμε από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Διαφάνεια παντού. Διαφάνεια στα συμφέροντα. Κανόνες στη διαχείρισή τους. . Να ξέρουμε ποιος επηρεάζεται και από που. Να μην είναι παράνομη η φανερή χρηματοδότηση, αλλά το κρυφό και βρώμικο χρήμα. Μεταρρύθμιση λοιπόν του υπάρχοντος νομικού πλαισίου το οποίο άλλωστε χλευάζεται από όλα τα μέρη του πολιτικού συστήματος και την ίδια την κοινωνία. Νομιμοποίηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης τόσο από τα φυσικά όσο κυρίως από τα νομικά πρόσωπά με ονομαστικοποιημένες δωρεές, μέσω τραπεζικών λογαριασμών.

Με τnν ευκαιρία που προσφέρει το σκάνδαλο της Siemens, να σπάσουμε επιτέλους τη φούσκα της υποκρισίας, αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια μια σειρά υποκριτικών θεσμικών τερατουργημάτων, με χαρακτηριστικότερο όλων το νόμο περί ΜΗ-ευθύνης Υπουργών (ν.3126/2003), ο οποίος, άκουσον άκουσον, παραγράφει εντός πενταετίας ακόμα και κακουργήματα ενώ αποκλείει τη Δικαιοσύνη από τη δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης. Κλέψε, φάε, ξεκουράσου και λογαριασμό μη δίνεις.

Αν τα προβλήματα και οι θεσμικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε κουκουλωθούν για μία ακόμη φορά, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα. Οι συνέπειες από τη φούσκα της υποκρισίας που σπάει είναι άπειρες φορές πιο ισχυρές από το πρόβλημα το οποίο επιχειρεί να συγκαλύψει. Οι δυνάμεις που ενδέχεται να απελευθερώσει πολύ πιο βίαιες και σαρωτικές.

Σήμερα, εάν η Ελλάδα ήταν ένα μέσο βαλκανικό κράτος εκτός ΕΕ και δεδομένης της εξαιρετικά αρνητικής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, το σπάσιμο της φούσκας της υποκρισίας ίσως να οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος.

Ωστόσο, επειδή βρισκόμαστε εντός της ΕΕ, το σενάριο που στοιχειώνει τη σκέψη πολλών είναι η ιταλο-ποίηση της εγχώριας πολιτικής ζωής ως το λογικό επόμενο βήμα που θα ακολουθήσει την απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. "Από τον Μπερλουσκόνι στον Βγενόπουλο". Το σύγγραμμα πολιτικής θεωρίας της επόμενης δεκαετίας. Αυτό θέλουμε; Κανόνας πρώτος και τελευταίος. Μάχεσαι για τις αξίες αξιοποιώντας την πραγματικότητα. Ειδάλλως οι αξίες καταντούν κουρελόχαρτα και οι μάχες αφελές κυνήγι μαγισσών. Όταν η δημοκρατία αγνοεί την πραγματικότητα, η πραγματικότητα απλώς εκδικείται τη δημοκρατία.

Sunday, June 22, 2008

Tο ιρλανδικό referendum και το ευρωπαϊκό ΔΗΜΟ-ψήφισμα

Πριν λίγες μέρες η Ευρώπη δοκίμασε άλλη μία ψυχρολουσία με το απορριπτικό αποτέλεσμα του ιρλανδικού δημοψηφίσματος. Έστω και με μικρή συμμετοχή, έστω και με όχι μεγάλη διαφορά οι ιρλανδοί πολίτες ψήφισαν αρνητικά ως προς την έγκριση της Συνθήκης της Λισσαβόνας.

Το αρνητικό αποτέλεσμα του ιρλανδικού δημοψηφίσματος, που θα επαναλαμβανόταν πιθανόν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συναιρώντας σε ένα βαθμό το λαϊκισμό και τις απλουστεύσεις ακροκινούμενων πολιτικών δυνάμεων, αποδίδεται και στην κακή συγκυρία. Μία συγκυρία που συνδυάζει τη συνεχιζόμενη την τελευταία δεκαετία οικονομική και κοινωνική συμπίεση της ευρωπαϊκής μεσαίας τάξης και τη χρόνια έλλειψη μεταρρυθμίσεων με την τριπλή χρηματοπιστωτική, διατροφική και ενεργειακή κρίση στη παγκόσμια οικονομία.

Ωστόσο δίνει ένα ξεκάθαρο πολιτικό σήμα. Η Ευρώπη δεν πάσχει τόσο από το πολυβόητο έλλειμμα δημοκρατίας αλλά από κούραση και ανία. H έλλειψη του πολιτικού καταλογισμού, της σύγκρουσης των ιδεών και της πολιτικής κινητοποίησης κάνει τους ευρωπαίους να τη βαριούνται και να μη την παίρνουν στα σοβαρά.

Πριν λίγες μέρες το Συμβούλιο Υπουργών Εργασίας συμφώνησε στο σχέδιο Οδηγίας που δυνητικά αυξάνει το εβδομαδιαίο όριο ωρών εργασίας στις 65. Ποιος αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος; Kαι οι 27 υπουργοί ή μονάχα εκείνοι που υπερψήφισαν; Kαι σε ποια ακριβώς εκλογική αναμέτρηση;

Aκόμη περισσότερο, ποιος θα αναλάβει να συντάξει τις πολιτικές συμμαχίες για τις οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ευρώπη; Tο κατακερματισμένο Συμβούλιο Υπουργών ή η γραφειοκρατία της Κομισιόν; Σε ενιαία πολιτική γραμμή ο Mπράουν, ο Mπερλουσκόνι και ο Θαπατέρο; Ρητορικά ερωτήματα στο μέτρο που πολιτική παράγεται εκεί που υπάρχει ενιαίο πολιτικό διακύβευμα. Που εντείνει τον ανταγωνισμό και οξύνει τις ιδέες. Oι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εκλεγεί με διαφορετική πολιτική ατζέντα, εκφράζουν διαφορετική πολιτική παράδοση και αισθητική και θα κριθούν σε ασύνδετες μεταξύ τους εκλογικές αναμετρήσεις.

Η πολιτική ευθύνη και η πολιτική κινητοποίηση βρίσκονται στον πυρήνα του δημόσιου χώρου και της δημοκρατίας. Ο πολιτικός ανταγωνισμός γύρω από αυτόν ακριβώς τον πυρήνα αναπτύσσεται και μέσω αυτού προωθούνται οι ιδέες, στοιχίζονται τα πάθη, αναπτύσσονται οι συλλογικότητες και γεννιέται η έμπνευση και μερικές φορές η αλλαγή.

Ακριβώς αυτή η έλλειψη της μη εκλογής των κεντρικών ευρωπαϊκών οργάνων απευθείας από το ευρωπαϊκό δήμο είναι που αναχαιτίζει τις πολιτικές συσπειρώσεις και αποθαρρύνει τις πολιτικές συγκρούσεις. Αυτή ακριβώς εξαλείφει την πολιτική ευθύνη και γελοιοποιεί την επίκληση των πολιτικών αλλαγών.

H Ευρώπη καλείται να αποτελέσει απάντηση στο πρόβλημα της κοινωνικής ανασφάλειας και της πολιτικής άπνοιας. Με ποιο τρόπο ωστόσο; Ως συνεταιρισμός συμβιβασμών και μικρο-ρυθμίσεων ή ως η ένωση των ευρωπαίων πολιτών των πολλαπλών ταυτοτήτων και ταυτίσεων που βιώνουν την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα;

Θα συγκροτηθούν ποτέ οι λαοί σε ένα επίπεδο ευρωπαϊκού λαού με ευρωπαϊκή πολιτική συνείδηση ή όχι;

Μήπως τελικά, αντί να αναλωνόμαστε σε ήσσονος σημασίας εθνικά δημοψηφίσματα για μικρής εμβέλειας αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, θα έπρεπε να προχωρήσουμε σ’ ένα συμβολικό ΔΗΜΟ-ψήφισμα για το νέο ευρωπαϊκό Δήμο; Σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη ίδια μέρα με ενιαίο ευρωπαϊκό αποτέλεσμα. "Εσύ είσαι ο λαός της Ευρώπης". Bάζουμε σταυρό στο ναι ή το όχι.

Friday, June 20, 2008

G700: Ζουν ανάμεσά μας

Συνέντευξη της G700 στον Δημήτρη Μπεκιάρη για τη νέα ηλεκτρονική ενημερωτική ιστοσελίδα Kolonaki Press.

Κ-Ρ: "Η g700 μιλά για όλα : για την ιδέα να δημιουργηθεί το blog, για την γενιά του άρθρου 16, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα στον τομέα της εργασίας, για τον δημόσιο και ιδιωτικό χαρακτήρα του πανεπιστημίου, για τους νόμους που αφορούν στην εργασία, για το προφίλ του Έλληνα εργοδότη, για τον ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό τους και για το blogging."


*Η Photo στην πρώτη σελίδα του Κ-Ρ είναι του Ιωάννη Βαρουχάκη. Poster developed by Zouf.

Thursday, June 19, 2008

Η γενιά των αποτυχημένων γονέων!

By Philos*

Στα εκατοντάδες ποστς για την γενιά των 700ευρώ γίνονται αναφορές σε δεκάδες αιτίες που φταινε για την σημερινή τους κατάσταση.

"Φταίνε οι κυβερνήσεις", "φταίνε οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές", "η παγκοσμιοποίηση", "η ακρίβεια" .... τα παντα φταίνε εκτός από τους νέους με τους μισθούς των 700 ευρώ.

Και θα συμφωνήσω στο τελευταίο.

Δεν φταίει μία νέα γενιά που μόλις ενηλικιώθηκε.

Αυτή η γενιά εκπαιδεύτηκε από κάποιους ανθρώπους και κυρίως από τους γονείς τους.

  • Εκπαιδεύτηκε να ξοδεύει χωρίς να συγκρίνει τιμές... γιατί έτσι κάνανε και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να μένει με τους γονείς της ... γιατί έτσι επιθυμούν οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να πετάει το τσιγάρο από το ανοιχτο παράθυρο στο αμάξι... γιατί έτσι κάνανε και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να αναζητάει για μια θέση στο Δημόσιο... γιατί έτσι τους γαλουχήσαν οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να παίρνει δάνεια για να αγοράσουν αυτοκίνητο (και όχι για να ανοίξουν επιχείρηση) ... γιατί έτσι κάνουν και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να μην αλλάζει εύκολα δουλειές και να βολεύεται σε μια θεσούλα των 700 ευρώ ... γιατί έτσι την συμβουλεύουν οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να ψηφίζει τρία κόμματα ... γιατί τα ίδια ψηφίζουν και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να μην δέχεται την αξιολόγηση και τον ανταγωνισμό ... γιατί το ίδιο δεν δεχονται και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να δέχεται την επετηρίδα σε κάθε της μορφή... γιατί έτσι την δεχτήκαν και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να εκπαιδεύεται σε βρώμικα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια με γεμάτους από συνθήματα και αφίσες τοίχους ... γιατί έτσι της τα παραδώσανε και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να κάνει κοπάνες από την δουλειά ... γιατί έτσι κάνανε και οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να διαδηλώνει με συνθήματα και ντουντούκες ...γιατί έτσι κάνανε οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να συζητάει μόνο για τα δικαιωματά της και όχι τις υποχρεώσεις της... γιατί έτσι κάνανε οι γονείς της.
  • Εκπαιδεύτηκε να γκρινιάζει και όχι να προτείνει ... γιατί έτσι γκρινιάζαν και δεν προτείναν οι γονείς της.
....
Και τώρα οι γονείς της γενιάς αυτής, που βγάζουν τα πολλαπλάσια από τα παιδιά τους, βγαίνουν υποκριτικά στα media και μιλάνε για την απελπισμένη γενιά των G700.
  • Είναι οι ίδιοι οι γονείς, που δεν δέχονται έναν άνθρωπο 40 ετών να διοικεί μια επιχείρηση ή να κυβερνά γιατί δεν έχει την πείρα τους και την ωριμότητά τους.
  • Είναι οι ίδιοι που αρνούνται να πάρουν σύνταξη από τις κυβερνήσεις και τις διοικήσεις των επιχειρησεών τους αν δεν τους βγάλουν ξαπλωτους από εκεί μέσα.
  • Είναι οι ίδιοι οι γονείς τους που δεν παίρνουν στην δουλειά που προϊστανται μία άτεκνη παντρεμένη κοπέλα 25-35 ετών με τον φόβο ότι θα μείνει έγκυος και θα λείψει από την εταιρεία.
  • Είναι οι ίδιοι γονείς που επιμένουν στα φακελλάκια για να κάνουν την δουλειά τους ή να εγχειριστούν γρηγορότερα.
  • Είναι οι ίδιοι γονείς που παρακαλανε λυτούς και δεμένους και ξεροσταλιάζουν ημερες ολόκληρες έξω από πολιτικά γραφεία για ένα βύσμα στο στρατό, στον ΑΣΕΠ ή και σε μια ιδιωτική εταιρεία.
  • Είναι οι ίδιοι οι γονείς που δεν αποποιούνται των προνομίων τους ενάντια στο κοινωνικό σύνολο.
  • Είναι οι ίδιοι οι γονείς που χτίζουν αυθαιρετα μες τα δάση.
  • Είναι οι ίδιοι οι γονείς που δεν αποσύρουν το μολυσμένο ηλιέλαιο από τις δικές τους επιχειρήσεις εστίασης και αρνούνται να συμμορφωθουν με τις κρατικές οδηγίες.
  • Είναι οι ίδιοι που εκλέγουν βουλευτές και τα παιδιά των παλαιών βουλευτών που ψηφίζαν επί τετραετίες.
  • Είναι οι ίδιοι γονείς που φοροδιαφεύγουν συστηματικά αναγκάζοντας το κράτος να δανείζεται.

Αν αυτή η γενιά δεν καταλάβει αρχικά ποιος πραγματικά φταίει για την σημερινή τους κατάσταση, και παράλληλα δεν αλλάξει τις συνήθειες που της κληρονομήσαν οι γονείς της, έχω ισχυρή την αίσθηση ότι και οι νέοι αυτής της γενιάς δεν θα εκπαιδεύσουν καλύτερα τις επόμενες γενιές, και η μόνιμη γκρίνια και μοιρολατρία θα συνεχίσει να διαιωνίζεται ως γνήσιο χαρακτηριστικό της φυλής μας.

Και τότε δεν θα φταίνε οι γονείς τους...

* Ο Philos είναι blogger. To παραπάνω post αναρτήθηκε στο ιστολόγιό του Σκέφτομαι,...άρα υπάρχω. Το αναδημοσιεύουμε ύστερα από άδεια του συγγραφέα.

Tuesday, June 17, 2008

Η γενιά του ΕΓΩ

Από την Κατερίνα Μανδενάκη*
Elle, Ιούνιος 2008

Η γενιά του Εγώ, όπως τη χαρακτηρίζει στο μεστ σέλερ της Generation Me (για συντομία GenMe) η ψυχολόγος δς Τζιν Τουένγκε (Jean Twenge), αποτελείται από όλους όσους γεννήθηκαν από τη δεκαετία του ‘70 και μετά, από γονείς οι οποίοι ανήκουν στη γενιά του baby boom και οι οποίοι θέλησαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σύμφωνα με νέες αξίες, μια νοοτροπία ελεύθερη, ανεξάρτητη και πιο αυθεντική, που τιμά την κοινωνία και ανυψώνει το άτομο. Από γονείς οι οποίοι δεν ήξεραν τίποτα απ’ όλα όσα ξέρουμε εμείς σήμερα. Γονείς που ήθελαν να διδάξουν ότι η αγάπη για τον εαυτό και η συμφιλίωση με τα θέλω του καθενός, το δικαίωμα στο όνειρο και κυρίως η αυτοεκτίμηση είναι απαραίτητα εφόδια για υγιείς ισορροπημένους ανθρώπους. Μόνο που η δική μας γενιά το πήγε λίγο πιο μακριά. Και έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού της…

Όλα παίζουν

Η γενιά του Εγώ είναι πιο ανοιχτή και χαλαρή από την προηγούμενη. Στο πλαίσιο της ενισχυμένης ατομικότητας τα πάντα, από το ντύσιμο μέχρι της συζητήσεις, πρέπει να εκφράζουν τη διαφορετικότητα του καθένα. Η γενιά του Εγώ θέλει να είναι ο εαυτός της και για να γίνει πρέπει να βρει τον κατάλληλο χώρο παρακάμπτοντας τους υφιστάμενους κοινωνικούς κανόνες. Ο νέος της γενιάς του Εγώ είναι απαλλαγμένος από συμβάσεις, μιλά ελεύθερα για το σεξ, αλλά και όλα τα «μη πρέποντα» θέματα, θυσιάζοντας την ευγένεια και την ευαισθησία στο βωμό της ειλικρίνειας. Η γενιά του Εγώ έχει εξομολογητική διάθεση, είναι συναισθηματικά κακομαθημένη. Η ενσάρκωση της επανάστασης που επεδίωξαν οι Baby Boomers βρίσκεται στη φράση «κάνε ό,τι σε κάνει ευτυχισμένο και μη σε απασχολεί τι θα πουν οι άλλοι». Έτσι το σύνθημά της γίνεται πάρε τη δουλειά που θες, κέρδισε τον έρωτα, ζήσε ευτυχισμένος και δώσε στο φιλμ της ζωής σου ένα καλό φινάλε. Be yourself και τα μυαλά στα κάγκελα.

Στο πριγκιπάτο του Εγώ

Ένα από τα αρνητικά της Gen Me είναι ότι δεν πρόκειται για μια αγνή γενιά. Όταν μεγαλώνουμε νομίζοντας πως μπορούμε να κάνουμε ή να γίνουμε ό,τι θέλουμε, στην ουσία πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν κανόνες. Στην πραγματικότητα η υπερβολική αξία που έχει πάρει το Εγώ έχει εξοβελίσει την έννοια «κάνω το σωστό», γιατί δεν υπάρχει ένα σωστό αλλά πολλά, σχεδόν όσα και τα άτομα που θέλουν να το κάνουν.

Έτσι η ειλικρίνεια γίνεται αγένεια και σκληρότητα, η ευθύτητα αναισθησία, η αυτοεκτίμηση εγωισμός και η ζωή ένα πεδίο μάχης, όπου τα πολύτιμα Εγώ πρέπει να αντιμετωπίσουν τους πολυάριθμους εχθρούς τους: τα Εγώ όλων των άλλων. Η δρ Τουένγκε παρατηρεί ότι δεν είναι μόνο η βιασύνη και το άγχος που μας κάνει να οδηγούμε σαν τρελοί, να μη σταματάμε στα στοπ και να φρενάρουμε τελευταία στιγμή πάνω στις διαβάσεις. Είναι γιατί μας ενοχλούν όλα τα άλλα αυτοκίνητα και οι αργοκίνητοι πεζοί οι οποίοι…τολμούν να μπουν στο δρόμο μας.

Be yourself, Love yourself

Be yourself. Love yourself… Η γενιά του Εγώ το πίστεψε και αγάπησε πολύ τον εαυτό της.

Η υπόθεση ότι αν χαρίσουμε σε ένα παιδί υψηλή αυτοεκτίμηση θα είναι πιο ευτυχισμένο και ολοκληρωμένο τείνει να επαληθευτεί μόνο στο βαθμό της παραγωγής μικρών νάρκισσων. Οι νάρκισσοι συγκεντρώνονται στον εαυτό τους και τείνουν να συρρικνώνουν τις επαφές τους με τους άλλους. Είναι κακοί σύντροφοι και δύσκολοι συνεργάτες. Μάλιστα οι Millenials, όσοι γεννήθηκαν από το 1985 και μετά, θεωρούνται η πιο ναρκισσιστική γενιά στην ιστορία, καθώς έρευνες που έγιναν σε φοιτητές στις ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ερωτώμενοι απάντησαν ναι σε προτάσεις όπως «μπορώ να χειριστώ τους ανθρώπους», «περιμένω πολλά από τους άλλους», «επιμένω να έχω το σεβασμό που μου αξίζει» με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για την Entitlement Generation, τη γενιά που μόνο δικαιούται.

I have a dream…

Τα παιδιά της υπερβολικής αυτοεκτίμησης ξεκινούν την πορεία τους στην αληθινή ζωή εισπράττοντας μια πρώτη απογοήτευση στις σπουδές τους και αρκετές αργότερα στην καριέρα τους. Γιατί πιστεύουν ότι η εργασία τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, πολύ μεγάλες αμοιβές και υψηλές θέσεις.

Παρ’ όλα αυτά η αντίληψη της γενιάς του Εγώ για την εργασία δεν περιορίζεται στο ρόλο της χρηματομηχανής. Η δουλειά πρέπει να είναι ικανοποιητική, να γεμίζει τον εργαζόμενο, να έχει σκοπό, να εμπεριέχει πάθος και έμπνευση. Ο δημοσιογράφος της Financial Times, Τόμας Μπάρλοου, σημειώνει σε άρθρο του: «το να εργάζεσαι δεν αποτελεί πλέον μέσο για να ζήσεις και να συντηρήσεις την οικογένειά σου, αλλά μια πλούσια και πολυδιάστατη εμπειρία. Οι δουλειές σήμερα είναι επιλογές lifestyle». Στην πραγματικότητα όμως είναι μόνο δουλειές…

Το σύνθημα «μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις» συμπληρώνεται από το μάντρα «κυνήγησε το όνειρό σου». Γιατί όμως τα όνειρα είναι το επίκεντρο της πορείας των GenMe? Ο εαυτός και πάλι. Οι άνθρωποι σήμερα κατασταλάζουν στη ζωή σε μεγαλύτερες ηλικίες απ’ ό,τι παλιά. Είναι λοιπόν αναμενόμενο να περνούν σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία των είκοσι προσδιορίζοντας, αναζητώντας, κυνηγώντας και συζητώντας για τα όνειρά τους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το διάστημα επιμηκύνεται συνεχώς.

Η παγίδα της γενιάς του Εγώ

Ποια είναι όμως τα αδιέξοδα στα οποία έχει βρεθεί η ευνοημένη, καλοζωισμένη και γεμάτη αυτοεκτίμηση γενιά του Εγώ;

Εμμονή με την εμφάνιση: Όταν ο τζίρος της αισθητικής ιατρικής ξεπερνά τα δέκα τρις ευρώ ετησίως, ενώ στην Αμερική μέσα στο 2007 πραγματοποιήθηκαν έντεκα εκατομμύρια εφτακόσιες (11,7 εκ) επεμβάσεις, αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε μια εγωκεντρική κοινωνία το να νιώθει καλά με τον εαυτό του σημαίνει ότι πρέπει να έχει την εμφάνιση του εν δυνάμει τέλειου εαυτού του.

Μοναξιά: Στο βιβλίο του Bowling Alone, ο συγγραφέας Ρόμπερτ Πάτναμ (Robert Putnam) αναφέρει: «σήμερα είναι σχεδόν απίθανο –απ’ ό,τι πριν σαράντα χρόνια- να ανήκουμε σε κάποιο σύλλογο ή κλαμπ, να έχουμε σχέσεις με τους γείτονες ή με τους συγγενείς μας και να προσφέρουμε στην κοινότητά μας». Ακόμα και οι προσωπικές σχέσεις ακολουθούν το μονόδρομο προς την «Ευατοχώρα». Ρωτήστε όποιον single ξέρετε και θα διαπιστώσετε ότι η μέχρι τώρα ερωτική ζωή του (πιθανότατα και η δική σας) ήταν μια σειρά πολλών συναισθηματικών ups n downs που τους πλήγωσαν. Γιατί οι άνθρωποι που αγαπούν και εκτιμούν υπερβολικά τον εαυτό τους τείνουν να ξεχάσουν ότι η περιβόητη αυτοεκτίμηση αποκτάται μόνο μέσα από τη σχέση μας με τους άλλους.

Υλισμός: Η γενιά του Εγώ πιστεύει ότι δικαιούται περισσότερα και καλύτερα πράγματα. Προσέξτε! Δεν το επιθυμεί. Τα δικαιούται, και ο υλισμός είναι κεντρική αξία, όχι από απληστία ή για διασκέδαση, αλλά επειδή η GenMe έχει μάθει να οριοθετείται μέσα από πράγματα: μεγάλο σπίτι, customized μουσική, ατελείωτο shopping. Ακόμα κι ο καφές υπογραμμίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του καθένα μας. Όπως αναφέρει στο βιβλίο της η δρ Τουένγκε, οι συνδυασμοί του καφέ στα Starbucks έχουν φτάσει τους δεκαεννέα χιλιάδες! Τη στιγμή που τα βασικά είδη καθημερινής χρήσης είναι πανάκριβα. Παλιότερα μία μόνο απασχόληση αρκούσε να υποστηρίξει μία οικογένεια. Σήμερα οι υποθήκες των σπιτιών και το κόστος των σύντηρησης αγγίζουν το 39% των εισοδημάτων. Τα θέλουμε όλα. Αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ δεν μπορούμε να τα έχουμε.

Κατάθλιψη: Και όλα αυτά οδηγούν σε άγχος και κατάθλιψη, δύο από τις πιο συχνές και σημαντικές παθήσεις του νεανικού πληθυσμού σήμερα. Μάλιστα η ποσότητα των φαρμάκων που χορηγείται σε νέους και παιδιά έχει διπλασιαστεί από το 1987 μέχρι το 1996. Μια μελέτη του 1990 που είχε δημοσιευτεί στο American Journal of Abnormal Psychology είχε δείξει ότι το 21% των εφήβων ηλικίας 15 με 17 ετών ήδη έχει βιώσει σοβαρές περιπτώσεις κατάθλιψης, ενώ το όριο ηλικίας συνεχώς κατεβαίνει…

Θυμωμένοι νάρκισσοι

Η γενιά του Εγώ έχει μάθει να περιμένει πολλά από τη ζωή. Με τόσες παραχωρήσεις, πλεονεκτήματα, υλικά και πνευματικά αγαθά και κυρίως με όλη αυτή τη λατρεία για τον εαυτό της, η καλοπληρωμένη εργασία, το τέλειο σπίτι και το καλό αυτοκίνητο είναι για τους περισσότερους όχι απλώς στόχοι αλλά αναμενόμενη πραγματικότητα. Για πάρα πολλούς λόγους αυτή η πραγματικότητα δεν έρχεται ποτέ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η κατάρρευση κάτω από το βάρος της απογοήτευσης είναι αναπόφευκτη. Στο βιβλίο Midelife Crisis at 30, οι Λία Μάκο και Κέρι Ρούμπιν αναφέρουν ότι «το μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις» μετατρέπεται ασυνείδητα σε ένα ενοχικό και αγχωτικό «θα έπρεπε να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Και όταν ο αυτάρεσκος μικρόκοσμός μας δεν είναι αυτό που θέλουμε, τότε φταίνε όλοι οι άλλοι.

Γιατί έχουμε πειστεί ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Η πιο συχνή έκφραση που θα ακούσουμε από τους περισσότερους νέους της γενιάς του Εγώ είναι το «ναι, καλά». Τίποτα δεν μπορεί να γίνει, επομένως γιατί να ασχολούνται; Μοιάζει ωστόσο οξύμωρο. Ποιος θα περίμενε ότι αυτή η ανεξάρτητη, ελεύθερη, ανοιχτή σε θέματα ισότητας και διαφορετικότητας, ειλικρινής και ευέλικτη γενιά θα θεωρούσε τον εαυτό της ένα ανίσχυρο θύμα του «ναι, καλά!»;

* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα, επεξεργασμένο από τη G700, του 5σέλιδου άρθρου αφιερώματος της δημοσιογράφου Κατερίνας Μανδενάκη, με τίτλο Η γενιά του Εγώ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο γυναικείο περιοδικό Elle στο τεύχος Ιουνίου 2008.

Friday, June 13, 2008

Η δουλειά των 65 ωρών

Δε χρειάστηκε να περιμένουμε την αναθεωρημένη Working Time Directive για να μάθουμε για τη δουλειά των 60 και των 65 ωρών. Οι περισσότεροι από εμάς τη γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Είτε μέσω του δωδεκάωρου που χτυπάμε καθημερινά στην κύρια δουλειά, είτε μέσω της πολυαπασχόλησης σε μία και δύο δουλειές. Έχουμε συνειδητοποιήσει από την πρώτη στιγμή του εργασιακού μας βίου, ότι αν κάποιος νέος εργαζόμενος επιθυμεί να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα και να βάλει και δυο πεντάρες στην άκρη, το οκτάωρο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αρκεί.

Δυστυχώς, αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική αγορά εργασίας των 770,000 μικροεπιχειρήσεων που απασχολούν το 50% των μισθωτών και δίνουν έμφαση στη χαμηλή ειδίκευση, των αδύναμων μηχανισμών ελέγχου που εύκολα παρακάμπτουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, της ελλειμματικής γνώσης που έχει ο καθένας από εμάς για τα εργασιακά του δικαιώματα και της μειωμένης διάθεσης να αγωνιστεί γι’ αυτά.

Υπ’ αυτή την έννοια, οι λεονταρισμοί των υπουργών της κυβέρνησης στα πέριξ των ευρωπαϊκών Συμβουλίων Υπουργών Κοινωνικών Υποθέσεων και στα εθνικά Μέσα Ενημέρωσης είναι περιττοί. Διότι πολύ απλά, όλα αυτά τα χρόνια τα εργασιακά ζητήματα αποτελούν θέματα χαμηλής προτεραιότητας στην κυβερνητική ατζέντα.

Το στοίχημα της εργασιακής ασφάλειας για την Ελλάδα σήμερα, δεν κρίνεται πρωτίστως στο θεσμικό επίπεδο της ΕΕ, μέσω μιας οδηγίας που δίνει τη δυνατότητα στους Χ εξειδικευμένους εργάτες γνώσης της Υ πολυεθνικής επιχείρησης στη Ζ προηγμένη ευρωπαϊκή χώρα να αυτοεξαιρούνται από το δικαίωμα του 48ωρου. Αντιθέτως κερδίζεται από εμάς στη δική μας χώρα εάν κι εφόσον πρώτον, δημιουργηθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου της ασυδοσίας στον εργασιακό χώρο, και δεύτερον, αποκτήσουμε υγιέστερη αγορά με μεγαλύτερα επιχειρηματικά μεγέθη και επιχειρηματικότητα υψηλών δυνατοτήτων που θα φέρει περισσότερες και καλύτερες δουλειές για όλους.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αποδεχόμαστε αμαχητί την επίμαχη διάταξη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας που επιχειρεί να ανατρέψει από την πίσω πόρτα ένα θεμελιώδες εργασιακό δικαίωμα το δικαίωμα στον περιορισμένο χρόνο δουλειάς. Κάθε άλλο. Διαφωνούμε ριζικά με τη Working Time Directive. Ειδικά για την Ελλάδα της ρυθμισμένης εργασιακής ανομίας (rgidanomy) η συγκεκριμένη ρύθμιση κλείνει το μάτι στον Έλληνα εργοδότη με νοοτροπία σατράπη, στέλνοντάς του το σήμα να διευρύνει κι άλλο το ήδη ξεχειλωμένο ωράριο.

Είναι όμως χρήσιμο να μπουν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Η Κυβέρνηση να μη μυθοποιεί τη δράση της στην ΕΕ δημιουργώντας ανεμόμυλους που ως αυτόκλητος Δον Κιχώτης καλείται να νικήσει. Ας παλέψει επιτέλους με τους δικούς μας εγχώριους γίγαντες, τη στενή παραγωγική βάση και το πρόβλημα της ελληνικής ρυθμισμένης αναρχίας.

Wednesday, June 11, 2008

Labor versus Capital

By Stephen S. Roach*

Global Economic Forum,
Morgan Stanley,

Oct 23, 2006

What do the world’s three largest economies have in common? The answer underscores one of the key tensions of globalization -- unrelenting pressure on labor income. The corollary of that phenomenon is equally revealing -- ever-rising returns to the owners of capital. For a global economy in the midst of its strongest four-year boom since the early 1970s, this tug-of-war between labor and capital is an increasingly serious source of disequilibrium. It has important economic, social, and political implications -- all of which could complicate the coming global rebalancing.

My recent trip to Japan was the clincher. As I found in Germany during a series of extensive visits last month, and as has been evident in the United States throughout the current upturn, Japanese labor income remains under extraordinary downward pressure. There is no way this is a coincidence.

In all three economies, unemployment has been declining in recent years -- a 27% drop in the US jobless rate since mid-2003, a 21% decline in Japan since early 2003, and a 15% fall in the German unemployment rate since mid-2004. Yet in none of the three economies has a cyclical tightening in labor markets resulted in a meaningful increase in real wages and/or the labor share of national income.

By our calculations, fully 57 months into the current cyclical upturn, US private sector compensation is still tracking nearly $400 billion (in real terms) below the average trajectory of the past four business cycles. After a glimmer of revival in early 2005, stagnation is once again evident in Japanese real wages (see my 20 October dispatch, “Japan’s Missing Link”). Nor are there any signs of a meaningful upturn in German real wages; to the contrary, inflation-adjusted compensation per worker in the overall business sector has actually declined in four of the past five years.

The case of Europe merits special comment. We harbor the illusion that European workers are different -- that sheltered by a deeply entrenched social contract, they enjoy great success in getting more than their fair share of the pie. That impression is no longer accurate.

As Elga Bartsch points out in a fascinating new piece of research, after having spiked up dramatically in the aftermath of German reunification, pan-European real compensation per employee has been basically unchanged since 2001 (see her 20 October dispatch, “Whither Euro Area Wages?”). Nor does she see this changing as an increasingly tight European labor market now approaches its “speed limit.”

The structural forces are simply far too powerful -- namely, globalization, a shift to part-time and temporary employment, and the diminished power of European labor unions. The coming wage round in Germany will undoubtedly test this view, but Elga does not look for a major breakout. Far from marching to its own beat, the European worker is in the same shape as those elsewhere in the industrial world -- suffering from the unrelenting pressures of relatively stagnant real wages.

At work are the increasingly powerful forces of globalization -- namely, the combination of intensified cross-border competition and a wrenching global labor arbitrage that has given rise to an extraordinary productivity push in the high-wage industrial world.

The good news is that the productivity payback is at hand. The United States has recorded a decade of 2.8% productivity growth -- doubling the sluggish 1.4% gains recorded from 1974 to 1995. Japanese productivity growth has averaged 2.1% over the past three years -- nearly double the 1.2% trend from 1995 to 2002. Even German productivity has been in the rise -- expanding at a 1.7% annual rate over the past five quarters -- more than double the anemic 0.7% trend over the 1998 to 2004 period (see my 2 October dispatch, “Global Comeback: First Japan, Now Germany”).

The bad news is that these breakthroughs on the productivity front have not resulted in any meaningful improvement in labor’s share of the pie. Therein lies the puzzle: Economics teaches us that real wages ultimately track productivity growth -- that workers are rewarded in accordance with their marginal product.

Yet that has not been the case in the high-wage economies of the industrial world in recent years. By our estimates, the real compensation share of national income for the so-called “G-7 plus” (the US, Japan, the 12-country euro-zone, the UK, and Canada) fell from 56% in 2001 to what appears to be a record low of 53.7% in 2006. (Note: Due to a lack of harmonized euro-zone data prior to 1996, the compensation share cannot be extended before that period; however, based on BIS calculations, the slightly narrower construct of the wage share of G-10 national income is currently lower than at any point since 1975).

Of course, it is important to distinguish between the transitory results of the business cycle and the structural interplay between underlying trends in productivity and real wages. It may be that productivity strategies are dominate by cost cutting; with labor the largest slice of business production expenses, such tactics lead to constant pressure on the compensation share of national income.

It may also be that the improvements in labor market conditions are so recent -- especially in Japan and Germany -- that the real wage lags simply haven’t had time to kick in. The US experience draws that latter hope into serious question. Fully 10 years into a spectacular productivity revival, real wages remain nearly stagnant and the labor share of national income continues to move lower. If the flexible American worker can’t do it, why should we presume that others in the industrial world would be any more fortunate?

This takes us to what could well be the biggest challenge in this era of globalization -- the ability of the high-wage developed world to convert productivity gains into increases in the labor share of national income. In a recent paper, Richard Freeman of Harvard, long one of the world’s most prominent labor economists, underscores the very tough uphill battle that high-wage workers in the rich countries face in this era of globalization (see his June 2006 paper, “Labor Market Imbalances: Shortages, or Surpluses, or Fish Stories?”).

By his calculation, the ascendancy of China, India, and the former Soviet Union has added about 1.5 billion new workers to the global economy -- essentially equaling the amount elsewhere in the world. With global trade and production increasingly shifting into the low-wage developing and transitional economies, what I have called the “global labor arbitrage” puts inexorable pressure on real wages in the high-wage industrial world. Some would argue that the worst of the arbitrage is over -- as wage inflation now takes off in China and India. Don’t count on it. Our estimates suggest that even after five years of double-digit wage inflation in China, hourly compensation for Chinese manufacturing workers remains at only 3% of levels prevailing in the major industrial economies.

While labor gets squeezed, the owners of capital have enjoyed far more flexibility in this climate. Facing extraordinary competitive pressures, corporations have redoubled their efforts on the productivity front. And, as noted above, those efforts have indeed borne fruit -- for over a decade in the US and more recently in Japan in Germany. The fruits of those efforts show up in the form of surging corporate profitability and increased share prices -- with commensurate gains accruing to those workers/ households that are fortunate enough to hold shares. America, with its growing incidence of share ownership, has led the change in that regard.

But this has hardly been a panacea for most US workers. Federal Reserve survey data show that 63% of families in the upper decile of the wealth distribution owned stocks in 2004 -- nearly four times the average 19% ownership share in the remaining 90% of the wealth distribution; moreover, median equity holdings amounted to $110,000 per household in the same upper decile --fully 13 times average holdings of $8,350 in the remainder of the wealth distribution (see “Recent Changes in US Family Finances: Evidence from the 2001 and 2004 Survey of Consumer Finances” published in the Federal Reserve Bulletin 2006).

Don’t get me wrong -- this is not intended to be a replay of my ill-fated “worker backlash” call of the early 1990s, when I mistakenly believed that labor would exercise its power and demand a larger slice of the pie. Today, courtesy of a doubling of the world’s work force and an increasingly potent global labor arbitrage, high-wage workers in the industrial world are all but powerless to act.

But their elected representatives are not. Witness the recent surge of protectionist sentiment -- especially in the United States but also in Europe. Nor do I suspect this political backlash to globalization will fade in the aftermath of the upcoming mid-term election in the United States -- especially, as seems likely, if the Democrats garner sizable gains in the Congress. Pressures on high-wage workers in the industrial world are likely to endure for years to come -- irrespective, or perhaps because of, the push for higher productivity growth. As a result, I suspect the angst of labor will remain high on the political agenda for the foreseeable future.

Stephen S. Roach είναι αναλυτής της «Μόργκαν Στάνλεϊ»

Sunday, June 8, 2008

Η ανεξαρτησία των νέων κοστίζει 1200 ευρώ το μήνα καθαρά

Σήμερα, με τον πληθωρισμό να κυμαίνεται στο 4,5% και τις τιμές σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης να έχουν αυξηθεί σε δυσθεώρητα ύψη, ένας νέος που κατοικεί σε μια μεγάλη πόλη της Ελλάδας, για να είναι οικονομικά ανεξάρτητος, να ζει μόνος του σε δικό του χώρο, να μη μένει απένταρος κάθε τρίτη βδομάδα του μήνα (σύνδρομο της τρίτης εβδομάδας), αλλά να είναι σε θέση να βάλει κι ένα μικροποσό στην άκρη, χρειάζεται 1000 με 1200 ευρώ το μήνα καθαρά.

Το ποσό αυτό αποτελεί το λεγόμενο μισθό διαβίωσης (living wage) και το ύψος του προκύπτει τόσο εμπειρικά, μέσα από τα βιώματα που έχει ο καθένας μας από τη ζωή στην πόλη, όσο και τις περισσότερες έρευνες των προϋπολογισμών των ελληνικών νοικοκυριών. Για του λόγου το αληθές, πριν από δύο βδομάδες το Ελληνικό Κέντρο Καταναλωτών υπολόγισε ότι το μηνιαίο κόστος ζωής του εργαζόμενου που δεν έχει ακόμα αποκτήσει ακόμη οικογένεια κυμαίνεται από 840 έως 1.170 ευρώ, νούμερο το οποίο συμφωνεί απόλυτα με τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ.

Η αγορά βέβαια, στη σταθερή οκτάωρη απασχόληση δεν τα δίνει αυτά τα χρήματα, παρά το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις μπορούν και οφείλουν να καταβάλουν το χιλιάρικο για πάμπολλες περιπτώσεις εργατών γνώσης τους οποίους απασχολούν. Αναγκαστικά λοιπόν το οκτάωρο γίνεται δωδεκάωρο, ξεκινάει η δεύτερη νόμιμη ή παράνομη δουλειά, υιοθετείται η «δημιουργική» οικονομία για να συμμαζευτούν τα έξοδα, αυξάνεται ο δανεισμός, παρατείνεται ο χρόνος παραμονής στο πατρικό σπίτι, και σε πολλές περιπτώσεις ξεκινάει δυστυχώς η οικονομία της παραβατικότητας, η οποία στις μέρες μας διογκώνεται και συνιστά από μόνη της ένα ξεχωριστό ανησυχητικό φαινόμενο.

Δυστυχώς, εύκολες λύσεις για αύξηση των μισθών δεν υπάρχουν. Οι απόψεις που ακούγονται από τον αριστερό και κομμουνιστικό χώρο για θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού στα 1250 με 1400 ευρώ το μήνα δια νόμου, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες συνιστούν κάλπικες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.

Το ερώτημα είναι πώς και με ποιον τρόπο θα φτάσουμε σε τέτοια επίπεδα μισθών και αγοραστικής δύναμης;

Τέτοιες υψηλές κατώτατες πραγματικές αμοιβές υπάρχουν μόνο σε χώρες όπως η Ιρλανδία (1402), η Βρετανία (1361), η Ολλανδία (1301) και η Γαλλία (1254), δηλαδή σε οικονομίες με υψηλές παραγωγικές δυνατότητες και σταθερότητα τιμών. Αν θέλουμε λοιπόν να διεκδικήσουμε το ευρωπαϊκό όνειρο της σύγκλισης των εισοδημάτων, των υψηλότερων μισθών και της ενισχυμένης αγοραστικής δύναμης, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας προς αυτές τις χώρες και να παραδειγματιστούμε από τις δικές τους πρακτικές. Γιατί εκεί και όχι εδώ; Τι κάνουν αυτές οι χώρες που εμείς δεν κάνουμε;

Μέχρι τότε, η ελληνική πολιτεία καλά θα κάνει να περιορίσει την ακρίβεια που ροκανίζει τα εισοδήματα όλων, κι εμείς ως νέοι καλά θα κάνουμε ν’ αρχίσουμε να διεκδικούμε δυναμικά και χωρίς φόβο την ανταμοιβή του κόπου μας. Αν πάλι μπουχτίσαμε με την κατάσταση που βιώνουμε ως μισθωτοί στην Ελλάδα, ας αναζητήσουμε εναλλακτικές λύσεις στην επιχειρηματικότητα ή το εξωτερικό.

Friday, June 6, 2008

Drowning in debt

By Stephen Armstrong

New Statesman
Published 29 May 2008

Today's twentysomethings were brought up to spend today and forget about tomorrow. But now the loans have run out and the banks want their money back.

Two different lives - same looming crisis. Damien Core, 20, is a student from Kent, studying biology. Lisa Rice, 22, works for a technology company in Yorkshire and has done since leaving school. Damien plays in an indie band, drinks at the student union and has a steady girlfriend. Lisa is single, likes to go clubbing and spends her Saturdays in Leeds, shopping with mates. Last month both faced the same problem: they'd been bouncing their increasing debts from one zero per cent credit card offer to the next.

In April, the credit crunch hit home. No zero per cent offers came through the door. Suddenly, each had to start paying interest on debts that had been growing for years. With their income spent on rent, bills and food, neither had spare money to meet the credit card companies' demands.

Damien and Lisa are far from alone. According to a YouGov survey commissioned by the charity Rainer and published in May, 90 per cent of the 4,000 young people polled were in debt by the age of 21. Almost half of the 18- to 24-year-olds have owed more than £2,000 and one in five have owed more than £10,000. One in five young people said they were left with less than £50 per month after bills and debt repayments. One in ten were left with nothing. Some use loan sharks to fund pub crawls and new clothes.

Although student loans formed a significant part of higher debt levels, credit cards, store cards and catalogues were widely used. Unlike their parents, this generation has been borrowing heavily for the past five or six years simply to finance everyday expenses. While tabloid headlines scream about the effect the credit crunch is having on mortgage owners, many of these young people find themselves blacklisted before their lives have really begun.

"There used to be a sort of social stigma attached to being heavily in debt," explains David Chater, head of policy for Rainer. "In the past five years I've seen that stigma vanish. Young people are sold the idea of borrowing so heavily these days - on TV, online, on the high street and even by their mates - that they think nothing of it. In part, student loans are to blame. Students themselves think: 'I owe so much, what does another grand matter?' Even those who are not in higher education know someone who is, so they see the £2,000 they owe as nothing compared to their mate or cousin."

Linda Jack, youth adviser and head of the Financial Services Authority's working group on young adults, reinforces this: "I've worked with youth for over 20 years and I've seen young people's attitudes change more and more into passive consumerism - I want it, I want it now and I can get it now.

"The link between effort and reward has disturbingly been lost for a lot of young people. Trying to get through to them that if you put the effort in and save, you have that sense of achievement, as opposed to paying more for it in the long run by putting it on your credit card because you wanted it now . . . There is a cultural issue here: we have changed culturally in terms of expectations."

Rainer, which works with socially excluded young people such as those who are dependent on benefits, are homeless or are otherwise struggling to get by, warns that the hardest-hit are, inevitably, the poorest. Two-thirds of the young people it works with are in debt - rising to 83 per cent among those living in supported hostels.

"I suppose you'd call this the sub-prime market," Chater says. "They wouldn't have been able to borrow such large sums a few years ago, but now you have stores and loans with cripplingly high interest rates which are prepared to lend money with no credit checks or proof of employment. Often we find kids who've had to borrow from their mum or dad to cover loan payments, then having huge rows within their family over these supposedly friendly loans. When you think that it's family conflict that causes most teenage homelessness, this is literally driving young people on to the streets."

And yet the inability to recognise the downside of borrowing isn't restricted to any single social class. "With this age group it's almost as if a white mist descends when you start talking to them about things like APR," says Neil Almond at the youth charity Kikass. "I've even talked to kids who think that the higher the APR, the better the deal. This is the most internet-savvy, clued-in generation when it comes to online, but none of them have online bank accounts. It's as if there's a missing part of their profile where money and debt is concerned. These are smart kids. They know that they don't know, and they literally don't want to know."

The New Statesman conducted a straw poll of 18- to 24-year-olds to test Almond's thesis and found it depressingly accurate. "I despair at how much attention my dad pays to these things, because it's very dull to me," grumbles Phil Teach, a 24-year-old from London. "He keeps saying you should take your money out of here, or watch out for that. I'm like 'OK, Dad, can you sort it for me?' It's a hassle when you haven't got time."

"The thing is, if I lived on the money that I got from my job, I wouldn't even be able to go out," explains Jim Davis from Carlisle. "I'm 22 years old and I should be having fun. If someone wants to lend me money to do that, why shouldn't I?"

Sense of entitlement

The research company Synovate surveyed 18- to 24-year-olds' attitudes to debt and money at the end of 2007 and found a generation used to easily available credit, with a live-for-the-moment attitude and the belief that money is to be spent for pleasure. "The majority of 18-24s spend automatically and frequently, fuelled by a sense of entitlement to their standard of living," explains Becky Connell, who conducted the research. "The problem is that social and peer group pressure makes it harder for young people to curb spending. As well as the cheap credit and glossy lifestyles marketed to them by a celebrity-dominated culture, there is the feeling of being 'left out' if you miss even one night out. So something as simple as socialising is driven by compulsion as well as enthusiasm."

Disturbingly, Connell describes a conversation between a group of twentysomethings in Leeds who were considering taking out loans to pay for plastic surgery. One 24-year-old had borrowed to fund his wife's "boob job" and another was considering liposuction, while Amanda, 23, told the startled interviewer: "You can get plastic surgery on credit; you can pay monthly for it now. With Transform you can get liposuction for £60 a month. When I saw that I was like, 'Ooohh'."
"You have so many kids who want to look like Jordan and Peter or Posh and Becks," warns Jasmine Birtles, author of The Money Book: Control Your Money, Control Your Life. "They take store cards to buy the clothes they see in magazines, they spend on sunbeds and cosmetic surgery and they're constantly opening up new credit cards to pay off the old ones. There's simply no sense of the debt that's gradually being accrued. It's as if this is just free money."

And there is little sense of the future offering any great threat: "There was a recent survey that suggested young people aren't saving for a pension because they're relying on buying a property and hoping that the value of the property will rise," explains Andrew Oxlade, editor of the financial web-site www.thisismoney.co.uk. "Inflation paid off their parents' mortgages, but we are in a low-inflation environment. Not only do we have bigger debts, we also have this economic kick in the teeth that you have to pay off every bean yourself."

With unemployment rising for the third month in a row in April and Mervyn King, the governor of the Bank of England, warning that the full effects of banks' credit problems have yet to reach the consumer, this may prove to be the first recession that hits the young - a group that usually survives tough times because its salaries are as low as its expenditure.

Birtles has already encountered students who are considering declaring themselves bankrupt the moment they graduate. "That can mean they will be unable to get a mortgage or even a current account years later," she warns.

"The only kids from this generation who have absolutely nothing to worry about are those with very rich parents who don't mind paying off everything their children owe. For the others, I shudder to think how they're going to cope over the next 12 months. The banks are tightening things because they've lent money to the wrong people, so they're going to face very hard times indeed."

According to Chater: “There are already 1.5 million 18- to 24-year-olds in poverty in England and Wales. Initiatives such as the working tax credits have helped families and children but, by design, have had little impact on this age group. Fuel poverty measures have understandably targeted older people but rising fuel prices also appear to be having a significant impact on young adults living independently for the first time. This group falls between policy agendas: too old for initiatives targeting under-18s and unaffected by those for parents.”

Ignored by the government, seduced with cheap credit into taking on debt, and facing the same price inflation as higher-earning late-twentysomethings and thirtysomethings, an entire generation of Britons runs the real risk that bad debts could write it off – young, gifted and broke.

Thursday, June 5, 2008

Γερμανία: χαμός για τα παλιόχαρτα!

Του Κάρστεν Ντιέριγκ*

Ruée sur le vieux papier en Allemagne
© Courrier International / Die Welt

Όπως λέγεται στους δημοσιογραφικούς κύκλους, τίποτα δεν είναι πιο παλιό από τη... χτεσινή εφημερίδα. Κι όμως, οι χτεσινές εφημερίδες τούτο τον καιρό είναι περιζήτητες: το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνονται αξίζει ένα σωρό χρήματα. Η συλλογή παλιών εφημερίδων μπορεί σήμερα να αποδίδει έως και 100 ευρώ τον τόνο, δύο φορές περισσότερο απ' ότι ενάμισι χρόνο πριν.

Από τη στιγμή που η τιμή του ξύλου συνεχίζει να αυξάνει, το χρησιμοποιημένο χαρτί έγινε πολύτιμη πρώτη ύλη για τις χαρτοβιομηχανίες. Σε ορισμένους δήμους και κοινότητες, δημοτικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις συλλογής χρησιμοποιημένου χαρτιού δίνουν πλέον εκ του συστάδην μια μάχη δίχως έλεος.

Έτσι στο Αμβούργο, η «ρεμόντις» ο κολοσσός της συλλογής κι επεξεργασίας απορριμμάτων, μοίρασε τις περασμένες εβδομάδες στα σπίτια της πόλης ειδικούς μπλε κάδους ανακύκλωσης χαρτιού, στην προσπάθειά της να περισυλλέξει ένα τμήμα τουλάχιστο των 100,000 τόνων χρησιμοποιημένου χαρτιού που παράγει ετησίως η χανσεατική πόλη. Ο δήμος, που είχε από την πλευρά του ήδη εγκαταστήσει κάδους ανακύκλωσης χαρτιού στην πόλη, αφυπνίστηκε από την κίνηση του ανταγωνιστή του και μοίρασε με τη σειρά του τους δικούς του μπλε οικιακούς κάδους ανακύκλωσης στους δημότες του, ενώ ταυτόχρονα άσκησε αγωγή κατά της «ρεμόντις», με το επιχείρημα πως η συλλογή χρησιμοποιημένου χαρτιού ανήκει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του δήμου.

Η δικαιοσύνη όμως δεν είχε την ίδια άποψη.

Μετά τους δήμους του Όγκσμπουργκ, του Λούνμπουργκ, του Μάνχαιμ, του Χάιλμπρον, του Σλέσβιγκ, του Σβέριν κ.ά., το Αμβούργο είδε με τη σειρά του τη δικαιοσύνη να ανοίγει διάπλατα τις θύρες της συλλογής κι επεξεργασίας απορριμμάτων και στον ιδιωτικό τομέα.

Με σύντομες διαδικασίες, το διοικητικό δικαστήριο δέχτηκε πως η «ρεμόντις», που εδρεύει στο Λίνεν της Βεστφαλίας, αλλά και κάθε άλλος ιδιωτικός φορέας συλλογής απορριμμάτων, είχε κάθε δικαίωμα να διανέμει τους μπλε κάδους του.

Όπως αποφάνθηκαν οι δικαστές, ο νόμος «περί ανακυκλώσεως των απορριμμάτων» που επικαλέστηκε η δημοτική αρχή, δεν προβλέπει κανενός είδους προστασία υπέρ των δημοσίων φορέων από τον ανταγωνισμό του ιδιωτικού τομέα. Ο ισχυρισμός του δήμου πως η συλλογή απορριμμάτων για κερδοσκοπικούς λόγους πλήττει το δημόσιο συμφέρον θεωρήθηκε ανυπόστατος.

Η ανακύκλωση έχει σκοπό να συντηρεί τους φυσικούς πόρους και να ευνοεί μια διαχείριση των απορριμμάτων που να σέβεται τη φύση, και όχι να αποδίδει πόρους στο δημόσιο τομέα.

Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ανταπαντούν πως από τη στιγμή που επιτρέπεται στον ιδιωτικό τομέα να κερδοσκοπεί από υπηρεσίες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους, απογυμνώνονται από κάθε περιεχόμενο και απειλείται ακόμα και η ίδια η ύπαρξή τους.

Σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, οι ιδιώτες συλλέγουν μόνο τα απορρίμματα που τους αποδίδουν κέρδος, γεγονός που δεν συμβαδίζει με τη βιώσιμη διαχείριση των απορριμμάτων.

Για την ομοσπονδία των επιχειρήσεων ανακύκλωσης (BDE), η επιχειρηματολογία των δημοτικών αρχών δεν αντανακλά παρά την απόγνωσή τους. «Οι δήμοι ξέρουν καλά πως τα οικολογικά επιχειρήματα που προβάλλουν είναι άσχετα με την ουσία της υπόθεσης», μας εξηγεί ένας εκπρόσωπος των επιχειρηματιών.

Θεωρεί πως εδώ έχουμε μια αγορά, άρα υφίσταται αυτονοήτως η ελευθερία του επιχειρείν -και η επιδίωξη κερδοφορίας.

Ο πόλεμος των σκουπιδιών δεν είναι πάντα καθαρός.

Στην αντίπερα όχθη, η ομοσπονδία των δημοσίων επιχειρήσεων διαχείρισης απορριμμάτων (VKS) δεν αποδέχεται τη δικαστική απόφαση και ζητά τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας. «Ο νόμος χρειάζεται να αναγνωρίσει ρητά την αρμοδιότητα των ΟΤΑ στον τομέα αυτόν», δηλώνει η διευθύντρια του VKS Κάριν Όπχαρντ (Karin Opphard).

Αν δε συμβεί αυτό, ο τομέας κινδυνεύει να ιδιωτικοποιηθεί, πράγμα που με τη σειρά του απειλεί να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα της ορθής διαχείρισης των απορριμμάτων.

Το ίδιο το υπουργείο περιβάλλοντος πάντως δεν αποδέχεται αυτήν την άποψη.

Έτσι, ορισμένοι ΟΤΑ, αναγνωρίζοντας πως δε διαθέτουν πολλές πιθανότητες να δικαιωθούν δικαστικά, εγκαταλείπουν την πολυδάπανη δικαστική οδό και προσανατολίζονται σε μία διαφορετική γραμμή άμυνας ενάντια στην απειλή των ιδιωτικών επιχειρήσεων συλλογής κι επεξεργασίας απορριμμάτων.

Και πάλι στο Αμβούργο, η δημοτική αρχή καλεί τους πολίτες να καλέσουν τις δημοτικές αρχές καθαριότητας αν θέλουν να απαλλαγούν από τους κάδους της «ρεμόντις». Η συνοικία του Τίμπινγκεν εγκατέλειψε επίσης τη δικαστική οδό, και προτίμησε τις καταχωρήσεις στον τοπικό τύπο με τις οποίες καλεί τους πολίτες να μποϊκοτάρουν τους κάδους απορριμμάτων των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Αυτή η τακτική θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, καθώς αναθέτει στους ίδιους τους πολίτες να επιλέξουν πού θα διαθέσουν τις παλιές τους εφημερίδες, τα παλιόχαρτα ή τα χρησιμοποιημένα τους χαρτοκιβώτια.

«Σε κάθε νοικοκυριό εγκαθιστούμε δωρεάν έναν κάδο ανακύκλωσης χαρτιού. Κανείς δεν υποχρεώνει τους πολίτες να τον χρησιμοποιήσουν», ξεκαθαρίζει από τη μεριά του και ο Έγκμπερτ Τόλε (Egbert Tölle), πρόεδρος της «ρεμόντις». «Αν κάποιος δεν θέλει τον κάδο, η "ρεμόντις" τον αποσύρει χωρίς δεύτερη κουβέντα».

Έτσι λοιπόν, ο πολίτης έχει επιλογές. Και τι επιλογές! Στο Λίμπεκ π.χ. η κατάσταση θυμίζει τρελοκομείο: μπροστά σε ορισμένες πολυκατοικίες αυτής της πόλης της βόρειας Γερμανίας, μετράμε ακόμα και τέσσερις κάδους ανακύκλωσης χαρτιού. Οι μικρές τοπικές επιχειρήσεις ανακύκλωσης επιτίθενται στις μεγάλες εθνικές επιχειρήσεις του τομέα, οι δημοτικές αρχές τα βάζουν με τις πολυεθνικές...

Ο πόλεμος αυτός των σκουπιδιών δεν είναι πάντα καθαρός. Ορισμένες φορές οι κάδοι των ανταγωνιστών καταστρέφονται ή οι δημοτικές αρχές συλλέγουν απλά το χαρτί που βρίσκεται στους κάδους των ιδιωτών.

Στο Λούνμπουργκ η «ρεμόντις» μήνυσε για κλοπή τη δημοτική επιχείρηση «αφαλγκέσελσαφτ» (Abfallgesellschaft). Οι δημοτικές αρχές ανταπαντούν επιτιθέμενες απ' ευθείας στο πορτοφόλι των δημοτών τους. Στο Αμβούργο, το Ντάρμστατ και το Σβέριν, οι ΟΤΑ απειλούν ευθέως να αυξήσουν το τέλος αποκομιδής των απορριμμάτων αν οι δημότες παίξουν το παιχνίδι των ιδιωτικών επιχειρήσεων. «Οι πόροι που αποκομίζουν οι δήμοι από την εμπορική αξιοποίηση των απορριμμάτων εκπίπτουν άμεσα από τον υπολογισμό του κόστους της αποκομιδής των σκουπιδιών -και συμβάλουν αποφασιστικά στην οικονομική εξισορρόπηση του συστήματος» μας εξηγεί η Κάριν Όπχαρντ. Αν οι πόροι αυτοί μειωθούν, δυστυχώς η αύξηση των δημοτικών τελών θα είναι μονόδρομος.

Και μόνο η έκφραση αυτής της ιδέας ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών. «Αντί να απειλούν τον κοσμάκη με αύξηση των τελών καθαριότητας καλά θα έκαναν να αναρωτηθούν πώς συμβαίνει και την ώρα που η τιμή απορριμμάτων σαν το χρησιμοποιημένο χαρτί αυξάνει, η ποσότητα των σκουπιδιών που περισυλλέγουν μειώνεται», αντιλέγει ο πρόεδρος της «ρεμόντις», για τον οποίο κάθε σχετική αύξηση των τελών θα αποτελούσε ευθέως πλήγμα κατά του υγιούς ανταγωνισμού.

Η επιχείρησή του, όπως κι οι ιδιώτες ανταγωνιστές της (όπως η «Βεόλια» κ.λπ), σκοπεύουν τώρα να διευρύνουν κατά πολύ τη διανομή των κάδων τους, και όχι μόνο στο Αμβούργο.

Αυτή πάντως η επιθετική στρατηγική των ιδιωτικών επιχειρήσεων συλλογής απορριμμάτων σκοντάφτει σε ένα απρόσμενο, αλλά σοβαρό εμπόδιο: η ζήτηση για κάδους έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι κατασκευαστές τους καθυστερούν όλο και περισσότερο να παραδώσουν τις παραγγελίες τους.

Carsten Dierig είναι συντάκτης της «ντι βελτ». Η μετάφραση έγινε από τη συντακτική ομάδα του PPOL.

Wednesday, June 4, 2008

Greece's lost Generation

By Craig Wherlock*

To look at the cafes full of young people sipping four euro coffees it would be easy to imagine that young Greeks have little to trouble them apart from the normal cares of exams, relationships and entertainment choices, however, the reality of the situation is that the current generation of young people in Greece is in crisis, fearful of the future, apprehensive about how they are going to make a living in a country which has an official youth unemployment rate double the European average.

Forget Generation X or Y, this is Generation 700, the name young Greeks have given themselves since even those who manage to find employment rarely get more than 700 euros a month. In cities such as Athens and Thessaloniki where rents start at 300 euros and prices of basic goods and services have risen dramatically, young Greek have little choice but to live with their parents till they get married.

Despite growth rates of 4% the Greek workers have seen their spending power decline rapidly since the introduction of the Euro in 2001. Stagnant wages combined with price rises of 100 to 200% have hit those on low incomes in particular. Nor have years of strong economic growth done much to bring down the country's unemployment rate, the second highest in the EU. In contrast a recent survey carried out by the Greek Consumer Protection centre (KEPKA) found that Greece has the highest cost of living in Europe with everyday products costing 66% more than those in Germany and Holland.

Andreas, 22, counts himself lucky. He has a job as a chef which pays 750 Euros a month for a job in which he has to work up to 10 hours a day. Even rarer, he has an employer that pays the statutory national insurance benefits. However,like so many others in Thessaloniki he worked, uninsured, for 500 Euros a month in the recent past. Similarly, Many his age he wonder what the future will bring and are pessimistic about their chances of ever having a pension. They sees little cause for hope in the present situation, resigned to the fact that whatever party gets into power little will change for young Greeks.

Even those with university degrees, masters and knowledge of two or more foreign languages struggle to find work in a job market where stable, western style career jobs are the exception, rather than the rule. Indeed the country has the highest graduate unemployment rate of all 27 EU countries Traditionally, such people would often apply for coveted placed in the civil service which pay better and have greater job security, however, cuts in public services along with the use of short time contracts by both the present conservative, New Democracy administration and the previous left-wing PASOK government have seen such opportunities curtailed. Those public sector jobs which do exist are usually only obtainable for those who have, "meson", suitable family or party connections.

Despite government indifference to the problem on the policy level, Generation 700 is still a sensitive issue politically for the present New Democracy administration as journalist, Stelios Kouloglou found to his cost recently. Kouloglou who hosts Reportage Xoris Synora (Reporting Without Borders) - the Greek equivalent of the BBC's Panorama or CBS's 60 Minutes was promptly fired after 13 years working for the Greek state broadcast company and the programme axed from the state run NET channel after his documentary on Generation 700 was aired.

*Craig Wherlock is a photographer and EFL/ESL teacher living in Thessaloniki,northern Greece.He is also an ardent blogger who writes about social and political issues affecting ordinary Greek people. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική ειδησεογραφική σελίδα Now Public.

Tuesday, June 3, 2008

Ηλεκτρονικό newsletter G700

Αγαπητοί φίλοι,

Από την αρχή της επόμενης βδομάδας θα ξεκινήσει η λειτουργία του ηλεκτρονικού εβδομαδιαίου newsletter της «γενιάς των 700 ευρώ» – G700. Στο newsletter, το οποίο θα σας αποστέλλεται κάθε Δευτέρα, οι εγγεγραμμένοι χρήστες μπορείτε να βρείτε:

* συνδέσμους (links) για αναρτήσεις (posts) της προηγούμενης βδομάδας

* ανοιχτές επιστολές αναγνωστών

* προτεινόμενη ελληνική και ξένη αρθρογραφία

* νέα και ειδήσεις σχετικά με δράσεις και εκδηλώσεις της G700

Οι εγγραφές έχουν ξεκινήσει και γίνονται στην ιστοσελίδα www.g700.gr. Για την εγγραφή απαιτείται μόνο η προσωπική σας ηλεκτρονική διεύθυνση (email).

Φιλικά,

Η ομάδα της G700

Monday, June 2, 2008

Διεκδικούμε το ευρωπαϊκό όνειρο

Η ενασχόληση του κυριακάτικου Ριζοσπάστη με την κίνηση της G700 στο διαδίκτυο, μας τιμά ιδιαίτερα. Δεν είναι μόνο ότι ο Ριζοσπάστης αποτελεί όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ενός από τα πιο ανθεκτικά και ιστορικά κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Είναι κυρίως ότι ο Ριζοσπάστης και κατ’ επέκταση το ΚΚΕ, είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις παραδοσιακού κόμματος και έντυπου Μέσου Ενημέρωσης, που μελέτησαν με σοβαρότητα τις θέσεις της G700, παραμερίζοντας το ριάλιτι προσωπικών βιωμάτων και δίνοντας έμφαση στην πολιτική κριτική και το σχολιασμό των απόψεών μας.

Βέβαια, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο και εντελώς φυσιολογικό να συμβεί, η εφημερίδα αξιολόγησε τις απόψεις της «γενιάς των 700 ευρώ» μέσα από το γνωστό ιδεολογικό φακό της μουσειακής αριστεράς.

Σύμφωνα με το Ριζοσπάστη, η θέση της G700 ότι: «βασικό μέλημα της νέας γενιάς δεν είναι ο «ιμπεριαλισμός», ο «καπιταλισμός και ο «σοσιαλισμός», αλλά συγκεκριμένα καθημερινά ζητήματα: η υπερεργασία για όσους εργάζονται, η πολυαπασχόληση, οι πενιχρές αμοιβές, η έλλειψη πολλών και καλών θέσεων εργασίας, το στρεβλό επιχειρηματικό περιβάλλον, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, το υποβαθμισμένο δομημένο και φυσικό περιβάλλον, η κακή κατάσταση της παιδείας», καθώς και το γεγονός ότι αποκηρύσσουμε την «a priori άρνηση της παγκοσμιοποίησης, τον εκ πεποιθήσεως αντιαμερικανισμό και την αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου (..)», καθώς και το ότι «ζητάμε εξευρωπαϊσμό και σύγκλιση με την ΕΕ και θέλουμε την Ελλάδα πρωταγωνιστή με ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση της Ευρώπης» είναι απόψεις που μας καθιστούν απολογητές των ΗΠΑ και της ΕΕ, αλλά και αναγκαίο ανάχωμα του κεφαλαίου, ενσωματώνοντάς μας πλήρως στην κυρίαρχη πολιτική.

Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τον αρθρογράφο από το να μας χρεώσει πολιτικά στο περιβάλλον Αλέξη Τσίπρα, τη στιγμή μάλιστα που έχουμε ξεκαθαρίσει ότι στηρίζουμε πολιτικές και όχι κόμματα, ούτε πρόσωπα, ενώ ως γνωστόν έχουμε διαφοροποιήσει τη στάση μας απέναντι στις παραδοσιακές εμμονές της γενιάς του πολυτεχνείου και των επιγόνων της σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, υπογραμμίζοντας ότι η γενιά των 700 ευρώ δεν αρκείται σε μια Νέα Μεταπολίτευση. Θέλει ΛΕΥΤΕΡΙΑ απ’ τη Μεταπολίτευση.

Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που η κριτική του Ριζοσπάστη αποτελεί πλέον και κατευθυντήρια γραμμή του ΚΚΕ, χρήζει μίας σαφούς απάντησης από την πλευράς μας.

Καταρχάς, ΝΑΙ ομολογούμε ότι ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ το ευρωπαϊκό όνειρο. Πρότυπό μας και παράδειγμα προς μίμηση αποτελούν οι καλύτερες πρακτικές στην οικονομία, την κοινωνία, την παιδεία και την αγορά εργασίας, των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Σε καμία περίπτωση δε θα φτιάχναμε ένα blog για να παρουσιάσουμε ως πρότυπο δημοκρατίας και οικονομίας τον 21ο αιώνα την Κούβα, ένα κράτος όπου η κριτική στο καθεστώς συνιστά ποινικό αδίκημα και οι ελλείψεις σε βασικά αγαθά θερίζουν.

Δεύτερον, η πρότασή μας για ένα μικτό τρι-πυλωνικό σύστημα ασφάλισης, όπου οι νέοι εργαζόμενοι δεν υποτάσσονται στις απαιτήσεις των βολεμένων μεσηλίκων, και οι εισφορές τους αποτελούν δικιά τους προσωπική αποταμίευση, όχι λεφτά που πετιούνται στον τρύπιο κουβά του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού συστήματος των ασύδοτων κομματικών διαχειριστών, συνιστά πρόταση για ένα ΆΛΛΟ μοντέλο ασφάλισης ριζικά διαφορετικό από το υπάρχον, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με προηγούμενους νόμους που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ή τα όσα προτείνει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Τρίτον, πράγματι θεωρούμε ότι η νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ 2008-2009) είναι θετικότερη απ’ ό,τι περιμέναμε. Ωστόσο όπως έχουμε υπογραμμίσει συμπληρωματικά, υπολείπεται κατά πολύ από το επιθυμητό και εφικτό σενάριο για τις απολαβές των νέων ανειδίκευτων μισθωτών εργαζόμενων, τη λεγόμενη και γενιά του βασικού μισθού.

Το επιθυμητό σενάριο για τη γενιά των 400 και 500 ευρώ, δεν είναι άλλο από τη θεσμοθέτηση Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ), ο οποίος θα προσδιορίζεται κάθε χρόνο από το κράτος στη λογική ενός ελάχιστου μισθολογικού κανόνα που θα αντιστοιχεί στο 50% του εθνικού μέσου μικτού μισθού. Η πρόταση αυτή, κινείται στο πνεύμα της ευρωπαϊκής Κοινωνικής Χάρτας περί δίκαιων αμοιβών, και αν σήμερα βρισκόταν σε ισχύ, ο κατώτατος μισθός για τον ανειδίκευτο μισθωτό εργαζόμενο χωρίς προϋπηρεσία θα ανέρχονταν γύρω στα 850 ευρώ, από 680, δεδομένου ότι ο μέσος μικτός μισθός στην Ελλάδα το 2008 ξεπερνά τα 1650 ευρώ. Φυσικά, κι αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά, κανείς δεν γίνεται πλούσιος με 850 ευρώ. Ωστόσο ο καθένας έχει μυαλό για να κρίνει κατά πόσο η θέση του ΚΚΕ για 1400 ευρώ βασικό μισθό είναι ρεαλιστική και εφαρμόσιμη.

Σε κάθε περίπτωση, αν η γενιά των 400 και 500 ευρώ, των ανειδίκευτων εργατών χωρίς προϋπηρεσία, έχει την ανάγκη κάποιου τύπου εισοδηματικής στήριξης από το κοινωνικό κράτος, η διέξοδος για τη γενιά των 700 ευρώ, των νέων πτυχιούχων που επένδυσαν στην εκπαίδευση και δε βλέπουν να παίρνουν την επένδυσή τους πίσω, ΔΕ βρίσκεται σε εξωπραγματικά άνωθεν επιβεβλημένα κατώτατα όρια αμοιβών, ούτε μπορεί να αφεθεί σε μια μακρινή επανάσταση στο μέλλον.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου ο ουσιαστικός και συστηματικός δημόσιος διάλογος απουσιάζει ή πνίγεται κάτω από κορώνες και ιδεολογικούς βερμπαλισμούς, εμείς πορευόμαστε με πυξίδα την κοινή λογική. Δεν έχουμε ανάγκη από μία ακόμα θρησκεία, αλλά από αναδιανομή ευκαιριών και πόρων, διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας, τεχνολογική εξέλιξη, υποδομές, ποιοτικά συλλογικά αγαθά, και πάνω απ’ όλα επένδυση στην πραγματική γνώση.