Saturday, May 31, 2008

Οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης χρειάζονται συμπαράσταση

Από τον Ντάνι Λέπζινγκερ και τον Μάικλ Σπενς*

Globalisation's losers need support
© Financial Times

Η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά προβληματισμό για τον τρόπο διακυβέρνησης, το εύρος των κρατικών παρεμβάσεων, τη διαχείριση των κινδύνων. Τίποτα ωστόσο δεν είναι περισσότερο σημαντικό από το να εξετάζουμε ποιοι είναι «νικητές» και οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης -είτε απόλυτα, είτε σχετικά- στις αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες.

Η βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση επεκτείνεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Από την άποψη της ταχύτητας της επέκτασής της και της εμβέλειάς της, το φαινόμενο είναι πρωτοφανές στην ιστορία. Κατέστη δε δυνατό λόγω της προσβασιμότητάς της και της δυνατότητας ενσωμάτωσης που διαθέτει η παγκόσμια οικονομία.

Έτσι λοιπόν, το διακύβευμα είναι σημαντικό.

Συχνά όμως η οικονομική μεγέθυνση επιτείνει τις εισοδηματικές ανισότητες. Χρειάζονται ως εκ τούτου πολιτικές καταπράυνσης των αρνητικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στους «χαμένους» των εξελίξεων.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, στην Κίνα, το φτωχότερο 10% του πληθυσμού είδε το εισόδημά του να αυξάνει κατά 42%. Το εισόδημα του μεσαίου 80% αυξήθηκε κατά 115% και του πλουσιότερου 10% κατά 168%. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Οι πάντες ευνοήθηκαν από την ανάπτυξη, αλλά όχι ισότιμα.

Παρόμοια είναι η κατάσταση σε άλλες ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία.

Η κατανομή του εισοδήματος στις ΗΠΑ είναι διαφορετική, αλλά σχετίζεται με τις ίδιες εξελίξεις. Τη τελευταία εικοσαετία, η παραγωγικότητα και τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν και στις ΗΠΑ, αλλά οι «μεσαίοι» κέρδισαν λιγότερα από τους φτωχότερους, πόσο μάλλον από τους πλουσιότερους. Τα μεσαία εισοδήματα αυξάνονταν ετησίως κατά 0.4%, ενώ τα ανώτερα κατά 1.25%· εδώ οι αριθμοί είναι μικροί, αλλά σε διάστημα μιας ή δύο δεκαετιών γίνονται σημαντικοί.

Στην περίπτωση των ΗΠΑ και των υπολοίπων αναπτυγμένων κρατών, οι εξελίξεις δεν καθορίστηκαν αποκλειστικά από την παγκοσμιοποίηση. Υπήρξε μεν μια σταδιακή αλλαγή στο βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας, που επιτάθηκε λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά υπήρξαν και άλλοι παράγοντες: ένας είναι οι φορολογικές πολιτικές· άλλος η τεχνολογική ανάπτυξη -ορισμένες πλευρές των τεχνολογιών πληροφόρησης κι επικοινωνίας (ΤΠΕ) έπληξαν ορισμένες θέσεις εργασίας. Πρόκειται για ένα εσωτερικό φαινόμενο, που λίγη σχέση έχει με την παγκοσμιοποίηση ή τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων, εντούτοις όμως ζημίωσε, και συνεχίζει να ζημιώνει, κάποιους μισθωτούς.

Ένα άλλο, πιο πρόσφατο φαινόμενο, αφορά τις υπηρεσίες. Εκεί η απασχόληση σταδιακά αποσυνδέεται από τη γεωγραφική γειτνίαση, ενώ η μείωση του κόστους των συναλλαγών επιταχύνει την παγκοσμιοποίηση κι επηρεάζει τα εισοδήματα.

Η παγκοσμιοποίηση είναι συνολικά θετική, αλλά έχει νικητές και χαμένους. Στις αναπτυσσόμενες και τις αναπτυγμένες χώρες πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Οι φωνές αυτές χρειάζεται να ελεγχθούν. Το κόστος της απεμπλοκής από την παγκοσμιοποίηση θα είναι υπέρογκο, καθώς θα μειώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, ιδιαίτερα των πιο φτωχών κρατών. Είναι πολύ πιο σώφρον να εκμεταλλευόμαστε τα αγαθά της παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα εφαρμόζουμε εσωτερικές πολιτικές που μειώνουν κατά το δυνατό τις επιπτώσεις της στο επίπεδο της αναδιανομής, που είναι ένας τομέας που απασχολεί όλες τις παγκοσμιοποιούμενες χώρες.

Η Ινδία π.χ. είναι ένας εν δυνάμει οικονομικός γίγας. Τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα ενσωματώθηκε πολύ περισσότερο στην παγκόσμια οικονομία κι άρχισε να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά σε πολλούς τομείς· αρχικά στις υπηρεσίες, σταδιακά και σε άλλους. Κι όμως, ενώ πολλοί Ινδοί θεωρούν τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και της παγκοσμιοποίησης αμετάκλητη, υπάρχουν κι αντιστάσεις.

Όπως θα ήταν αναμενόμενο σε κάθε υγιή δημοκρατία, στο εσωτερικό της Ινδίας αναπτύσσονται επικριτικές εσωτερικές φωνές, που δίνουν έμφαση στην αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, και που θα μπορούσαν εν δυνάμει να επιβάλουν μία οπισθοχώρηση προς την προηγούμενη προβληματική κατάσταση, του παρεμβατικού δημοσίου τομέα και της έλλειψης ανταγωνισμού.

Όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, οι αντιπαραθέσεις για την παγκοσμιοποίηση τείνουν (καμιά φορά σκόπιμα, λόγω πολιτικής υστεροβουλίας) να αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση από τις εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις.

Η Ινδία διαθέτει ήδη έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα υπηρεσιών, που εξυπηρετεί ολόκληρο τον κόσμο. Έχει όμως ακόμα να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, όπως η αύξηση και ο εξορθολογισμός των κρατικών της παροχών, η βελτίωση της εκπαίδευσης, οι αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ειδικά για νέες υποδομές. Αν τα έκανε αυτά, η Ινδία θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να συμμετάσχει στο επόμενο κύμα εκβιομηχάνισης και να αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού της που απασχολείται σε τομείς αιχμής.

Ο λόγος που οι πάντες, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, αισιοδοξούν για το μέλλον της Ινδίας, είναι δίχως άλλο πως η χώρα χαρακτηρίζεται από μία εξαιρετικά αποτελεσματική δημοκρατία και διαθέτει ηγέτες που έχουν συνείδηση των ωφελημάτων από την περαιτέρω ένταξη της χώρας τους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Προκειμένου να σταθεροποιηθεί όμως η εθνική αυτή πορεία υπέρ των μεταρρυθμίσεων, τα οφέλη της ανάπτυξης θα πρέπει να γίνουν πιο απτά, σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πάνω-κάτω παρόμοια προβλήματα. Η παγκοσμιοποίηση ευνόησε την παραγωγικότητα και οδήγησε σε εισοδηματικά οφέλη, λόγω της πτώσης των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Τα στοιχεία όμως δείχνουν πως τα οφέλη αυτά διανεμήθηκαν άνισα. Η σχετική μείωση του εισοδήματος της αμερικανικής μεσαίας τάξης αποτελεί πρόβλημα.

Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε μια αποτελεσματική, ευέλικτη και καινοτόμα οικονομία, θα συνεχίσουμε να έχουμε φαινόμενα αναδιαρθρώσεων και «δημιουργικής καταστροφής».

Αυτού του είδους ο δυναμισμός όμως, χρειάζεται να στηρίζεται σε δύο πυλώνες: από τη μια προγράμματα που βοηθούν τους ανθρώπους να αλλάζουν επάγγελμα, από την άλλη ισχυρό κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας κι εξασφαλισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία.

Η πρόσβαση σε αυτές τις βασικές υπηρεσίες δεν μπορεί να εξαρτάται από τα σκαμπανεβάσματα της οικονομικής δραστηριότητας -ή από ατομικές συγκυρίες.

Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε μία ανοικτή οικονομία, θα χρειαστεί να αποκτήσουμε περισσότερη κοινωνική προστασία από όση είχαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Πρόκειται περί ενός κοινωνικού συμβολαίου. Επαφίεται στην πολιτική να σχεδιασθεί αυτή η κοινωνική προστασία ούτως ώστε να έχει όσο το δυνατό ολιγότερες παρενέργειες στην ευελιξία και την αποτελεσματικότητα της οικονομίας -που είναι το θεμέλιο της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία συνιστούν καλά παραδείγματα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.

Χρειάζεται να συνεχίσουμε στη πορεία των γρήγορων οικονομικών αλλαγών, που προκύπτουν από την τεχνολογική ανάπτυξη και τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας, εξισορροπώντας την όμως με πολιτικές που αναδιανέμουν την οικονομική ανάπτυξη και τα οφέλη της.

Danny Leipziger είναι αντιπρόεδρος της «παγκοσμίου τράπεζας» και της επιτροπής «μεγέθυνση και ανάπτυξη». Ο Michael Spence είναι βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος. και πρόεδρος της επιτροπής «μεγέθυνση και ανάπτυξη». Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Friday, May 30, 2008

Οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο λαίμαργοι

Από τον Αμάρτια Σεν

The Rich Get Hungrier
© The New York Times

Θα υποχωρήσει συν τω χρόνω η διατροφική κρίση που απειλεί τη ζωή εκατομμυρίων, ή μήπως θα χειροτερέψει; H απάντηση ίσως να είναι: και τα δύο.

Η πρόσφατη αύξηση των τιμών των τροφίμων είναι συγκυριακή και οφείλεται σε φαινόμενα σαν την ξηρασία στην Αυστραλία, την Ουκρανία και αλλού. Αν και η ανάγκη για μεγάλης έκτασης ανθρωπιστικές επιχειρήσεις είναι επείγουσα, η τρέχουσα διατροφική κρίση εντέλει θα ξεπερασθεί.

Η κρίση αυτή όμως μας προειδοποιεί για ένα σημαντικό πρόβλημα, που αν δεν αναγνωρίσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις και δεν προσπαθήσουμε στα σοβαρά να το αντιμετωπίσουμε, αναμένεται να επιδεινωθεί οδυνηρά στο μέλλον.

Πρόκειται για την ιστορία δύο κόσμων.

Στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας, μία χώρα με πολυάριθμους φτωχούς ξαφνικά γνωρίζει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, από την οποία όμως επωφελούνται μόνο οι μισοί της κάτοικοι. Οι προνομιούχοι ξοδεύουν ένα σωρό χρήματα σε τρόφιμα, πράγμα που -εφόσον δεν αυξηθεί αντίστοιχα η προσφορά- οδηγεί τις τιμές σε άνοδο.

Οι υπόλοιποι φτωχοί τώρα αντιμετωπίζουν ψηλότερες τιμές στα τρόφιμα, χωρίς όμως να διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα και σταδιακά αρχίζουν να λιμοκτονούν.

Τέτοιες τραγωδίες συνέβησαν πολλάκις στον κόσμο.

Παράδειγμα είναι ο λιμός της Βεγγάλης του 1943, τις τελευταίες μέρες της βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες. Οι τιμές τετραπλασιάστηκαν λόγω της υπερπροσφοράς χρήματος που επέφερε ο πόλεμος κατά της Ιαπωνίας. Οι φτωχοί σαρώθηκαν, αλλά και οι φτωχοί της υπαίθρου αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια έχοντας σταθερά πάνω-κάτω εισοδήματα.

Οι λανθασμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις επιδείνωσαν την κατάσταση. Αποφασισμένοι να αποφύγουν κάθε αναταραχή στις πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Βρετανοί αγόρασαν τρόφιμα από την ύπαιθρο και τα πώλησαν στις πόλεις, σε πολύ χαμηλές τιμές. Η κίνησή τους όμως αυτή εκτόξευσε ακόμα περισσότερο τις τιμές των τροφίμων στην ύπαιθρο. Οι μικροκαλλιεργητές άρχισαν να λιμοκτονούν μαζικά.

Τελικά ο λιμός άφησε πίσω του δύο με τρία εκατομμύρια νεκρούς από πείνα.

Πολλή συζήτηση γίνεται και δικαίως για το διχασμό μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων» στην παγκόσμια οικονομία. Οι φτωχοί όμως του πλανήτη είναι κι αυτοί διαιρεμένοι, ανάμεσα σε όσους ζουν σε χώρες με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τους υπολοίπους. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ, τείνουν να εκτινάσσουν προς τα πάνω τη ζήτηση για τρόφιμα. Αυτό φυσικά από μόνο του είναι υπέροχο. Αν οι χώρες αυτές κατάφερναν να μειώσουν τις ανισότητες στην κατανομή αυτού του πλούτου, ακόμα κι οι φτωχότεροι θα έτρωγαν καλύτερα.

Αλλά παρατηρούμε πως η ανάπτυξη πιέζει τις παγκόσμιες αγορές τροφίμων, καμιά φορά μέσω της αύξησης των εισαγωγών, αλλά κι επίσης μέσω περιορισμών -ακόμα κι απαγορεύσεων- των εξαγωγών, προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές στο εσωτερικό των χωρών, όπως πρόσφατα έκαναν οι Ινδία, Κίνα, Βιετνάμ, Αργεντινή.

Αυτοί που πλήττονται ιδιαιτέρως είναι οι φτωχότεροι, που εντοπίζονται κυρίως στην Αφρική.

Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, όπου η τεχνολογία παίζει σημαντικό ρόλο. Ορισμένα αγροτικά προϊόντα, όπως ο αραβόσιτος ή η σόγια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή του καυσίμου της αιθανόλης. Αποτέλεσμα: τα στομάχια των πεινασμένων αναγκάζονται να ανταγωνιστούν τις δεξαμενές καυσίμων.

Οι λανθασμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις έπαιξαν κι εδώ το ρόλο τους. Το 2005, το αμερικανικό κογκρέσο θεσμοθέτησε τη επέκταση της χρήσης της αιθανόλης. Ο νόμος συνδυάσθηκε με την καθιέρωση σχετικών επιδοτήσεων, πράγμα που πολλαπλασίασε την παραγωγή αραβοσίτου στις ΗΠΑ, αλλά και την εκτροπή της παραγωγής αγροτικών προϊόντων προς το τομέα της ενέργειας. Αυτός κι αν είναι επίφοβος ανταγωνιστής για τα πεινασμένα στομάχια.

Η αιθανόλη ελάχιστα αποτελέσματα έχει στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Μία δραστική αλλαγή στην προσέγγιση των βιοκαυσίμων θα ήταν απαραίτητη, αν η αμερικανική πολιτική επέτρεπε κάτι τέτοιο.

Η χρήση αιθανόλης θα έπρεπε να αποθαρρύνεται αντί να επιδοτείται και να προωθείται.

Η παγκόσμια διατροφική κρίση δεν προέκυψε από κάποια πτωτική τάση στην παραγωγή τροφίμων, ούτε καν στη διαθέσιμη «ποσότητα τροφής ανά άτομο» (παρά όσα αναπόδεικτα λέγονται). Προκύπτει από την ξαφνική αύξηση της ζήτησης. Ένα τέτοιο πρόβλημα στη ζήτηση μπορεί να αντιμετωπισθεί με αύξηση της παραγωγής, που για να προκύψει χρειάζεται με τη σειρά της περισσότερη διεθνή συνεργασία.

Αν και ο υπερπληθυσμός ελάχιστα επηρεάζει τη συνολική ζήτηση για τρόφιμα, συμβάλει αρκετά στην κλιματική αλλαγή, που με τη σειρά της πλήττει τις αγροτικές καλλιέργειες. Ευτυχώς που η αύξηση του πληθυσμού δείχνει σημεία επιβράδυνσης, ενώ υπάρχουν άφθονα στοιχεία πως η ενδυνάμωση των γυναικών (συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης της σχολικής φοίτησης των κοριτσιών) μπορεί να την επιβραδύνει ακόμα περισσότερο.

Το πολυπλοκότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι να βρούμε τις πολιτικές εκείνες που θα αντιμετώπιζαν την εξαιρετικά ασύμμετρη κατανομή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πολλές χώρες με αργούς ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζονται επειγόντως βαθιές μεταρρυθμίσεις· εξίσου επείγουσα όμως είναι η ανάγκη για παγκόσμια οικονομική βοήθεια και συμπαράσταση στις χώρες αυτές.

Πρώτο μας έργο: να κατανοήσουμε τα δεδομένα του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.

Ο Amartya Sen είναι καθηγητής οικονομικών και φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ οικονομίας του 1998. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Thursday, May 29, 2008

Πρώτοι στα γράμματα, πρώτοι στους αγώνες;

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συνθήματα της κομμουνιστικής αριστεράς και συγκεκριμένα της κομμουνιστικής νεολαίας υπήρξε το γνωστό και διαχρονικό «πρώτοι στα γράμματα, πρώτοι στους αγώνες». Για να είμαστε ακριβείς, το εν λόγω μότο δεν υπήρξε απλώς ένα συνηθισμένο κομματικό σύνθημα, ήταν για τους κομμουνιστές μια ολόκληρη στάση ζωής. Ο καλός αριστερός όφειλε μέσα στη σχολή του να είναι πρότυπο για τους συναδέλφους του φοιτητές. Πως άλλωστε θα μπορούσε να μιλήσει αξιόπιστα για Ενιαία Δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση, για καλύτερα εργαστήρια, για καλύτερη Παιδεία τη στιγμή που ο ίδιος παίρνει χάλια βαθμούς, είναι τελευταίος στην τάξη, δεν προγραμματίζει σωστά τη δουλειά του και με τις πράξεις του απαξιώνει τη δημόσια παιδεία;

Αυτή η στάση ζωής, που υιοθετήθηκε από μία μικρή αλλά καλά οργανωμένη και με επιρροή στη διαμόρφωση σκέψης μειοψηφία, σε συνδυασμό με τη συστηματική προώθηση του αιτήματος για ίση πρόσβαση στη γνώση από τις ευρύτερες κεντρώες δημοκρατικές δυνάμεις, έθεσε τη βάση για μια σημαντική κατάκτηση στη σύγχρονη Ελλάδα: το μαζικό δημοκρατικό πανεπιστήμιο, πηγή γνώσης και συνάμα μοχλό κοινωνικής κινητικότητας προς τα πάνω.

Σήμερα λοιπόν, που το πανεπιστήμιο έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όριά του, με τους υπάρχοντες θεσμούς να αποτελούν ιερές αγελάδες που κανείς δεν τολμάει να αγγίξει, με ορισμένες μειοψηφίες φοιτητών να ελέγχουν ασφυκτικά, να καίνε και να σπάνε κατά το δοκούν τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, με ομάδες καθηγητών να λειτουργούν προστατευμένες από εξωτερική ακαδημαϊκή και διοικητική αξιολόγηση, με τυπολάτρες γραφειοκράτες να συνθλίβουν την αυτονομία και αυτοτέλεια του πανεπιστημίου, σήμερα η προοδευτική δημοκρατική παράταξη και η Αριστερά έπρεπε να ήταν οι πρώτες που θα ενδιαφέρονταν για την αντιστροφή των σημερινών παρακμιακών τάσεων: να προστάτευαν το πανεπιστήμιο από τους τραμπούκους και τους παράγοντες κάθε κομματικού χώρου, να επέτρεπαν χωρίς πολλές φανφάρες να εφαρμοστεί μιας ήσσονος σημασίας και εμβέλειας αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (νόμος Γιαννάκου), και να μην έπεφτε τόσο εύκολα θύμα της επικοινωνιακής προσπάθειας της Κυβέρνησης να αλλάξει την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου από την οικονομία που καίει στα πανεπιστήμια που τα καίνε.

Wednesday, May 28, 2008

They don't live for work...they work to live

By Anushka Asthana*
The Observer, Sunday May 25 2008

Teenagers and young adults - the so-called Generation Y - have watched with horror as their parents worked punishing hours in their scramble for money and status. Now, as this group go in search of jobs, they have different priorities. They care less about salaries, and more about flexible working, time to travel and a better work-life balance. And employers are having to meet their demands.

Anushka Asthana reports

Settling down on the shiny black sofa in the front room of their student house in Jesmond, Newcastle, Ailsa McNeil and her flatmates discuss what they would do once they had left university.

'The idea of moving into the financial world of London and working long hours inside a massive company does not appeal to me,' said McNeil, placing a textbook down on the cream carpet, among scattered magazines, scarves and revision notes. The 20-year-old had a final-year exam for her economics degree the next day.

People in their late teens and early twenties, she argued, were far keener to have a 'good life with a standard amount of money' than 'slog' their guts out like their parents. 'I saw my mum and dad work really hard, but my work ethic is different,' said McNeil. 'I want to do well but I want to have great fun in life. Money and work are not the be all and end all. If you put all your effort into your job you lose sense of what you are living for.'

McNeil is not alone. New research has found that a similar attitude to work is burgeoning among the group of people known as Generation Y - usually defined as those between the ages of 11 and 25. A study of more than 2,500 people born after the early Eighties found that they were rebelling against their parents' values and were determined not to lead lives that revolved so heavily around the world of work.

Instead, they were ready to resign if their jobs were not fulfilling and fun, with decent holidays and the opportunity to take long stretches off for charity work or travel. Salary and status were not high on the priority list, according to the study by Talentsmoothie, a firm that consults companies in banking, professional services and the law on the changing workforce.

Here is a group that has never known, or even witnessed, hardship, recession or mass unemployment and does not fear redundancy or repossession, according to researchers. The result is a generation that believes it can have it all and is not embarrassed to ask for it; a generation that will constitute the majority of the workforce within a decade.

That is why major companies, embroiled in the battle to attract the very best graduates, are doing whatever they can to lure them in. 'The previous generation saw work as a primary part of life,' said Madalyn Brooks, HR director at Procter and Gamble. 'When they left education, work was a dominant part of what they did and they were not looking for time out. Now we are seeing the growth of a different profile of candidate. They have grown up in relatively affluent families. They want to be sure that they can strike a balance between work and their personal life, and so the opportunity to take time off, to travel, to work for a company with a strong social responsibility record, these are all concerns that we increasingly hear when recruiting talent.'

Procter and Gamble has already adapted its recruitment efforts and what it offers to meet the needs of Generation Y. Instead of just stressing higher salaries, this international company is highlighting the opportunity for flexible hours, the chance to work from home, the offer of up to a year of 'family leave' to look after children or elderly parents, and the promise of regular three-month sabbaticals. Similar packages are being offered by companies across Britain.

In his open-plan office in the centre of Aberdeen, Simon Chinn, 25, a senior consultant at a recruitment agency, rushed between meetings last week. He admitted that one thing that attracted him to the firm, Thorpe Molloy Recruitment, was the fact that it was flexible when employees asked for time off. In two cases colleagues travelled for a year before returning to the same job.

Chinn argued that it also played an important role for the candidates he was helping to recruit. 'There is an oil service company in Aberdeen that has a very attractive benefits package,' he gave as an example. 'There is a good pension, gym membership in the office, opportunities for travel and sabbaticals. People can take time out and come back to the job. That does attract the best talent.'

The fact that young people changed jobs more frequently, argued Chinn, meant they were less willing to put up with long hours or poor holidays. Officials in the US have estimated that a typical member of Generation Y will have 10 jobs by the age of 38. 'People think, why stay in a job you do not enjoy?' he said.

In Newcastle, McNeil and her flatmates reached a similar conclusion. 'If a company offers more flexibility, it is a sign that it has the type of culture you would want to join,' said the undergraduate, who has signed up to the Milkround, a graduate recruitment network.

The fact that she now receives more than 20 emails a day from employers makes her feel more confident about her future options: 'It is as if people expect to get a job. I also think that, unlike our parents, we feel like we have financial back-up if things go wrong. But I guess that could change if we enter a recession.'

It is the lack of a significant downturn in the economy over the past decade and a half that is driving the new attitude, say experts. Generation Y: what they want from work, the research from Talentsmoothie, concluded: 'They have only ever known economic prosperity. They have many choices: gap years and extensive travel are the norm. They can join a company, or set up their own. They have seen their parents in stressful jobs, working long hours, and realise that hard work for big companies apparently does not bring prosperity and happiness, or make the world a better place. They want their lives to be different - and this shows. If they are dissatisfied, they resign.'

The study found that 85 per cent of Generation Y wanted to spend 30 per cent to 70 per cent of their time working from home. More than half wanted a flexible working arrangement.

The top priority when choosing a job was 'doing work that I love'. 'Earning lots of money' was far behind, in seventh place. When it came to walking away from an employer, a lack of motivation was the top reason followed by a work-life balance leaning too far towards the job. 'The Boomer generation [who are over 45] created the culture of long working hours and Xers [aged between 28 and 45] reluctantly accepted it,' the report said. 'But not Generation Y. While they are not work-shy, they don't live to work. They will get the job done on time ... but on their own terms.'

The confidence, it said, came from a feeling of security: 'Unlike Xers and Boomers, they are not remotely daunted by the spectre of unemployment.'

Simon Walker, a founding director of Talentsmoothie, said this generation considered work something to do, not somewhere to go. 'As long as they achieve what they need to they are not worried about being seen to do it at their desks,' he said, explaining why things were different for the older generation. 'I am 40 and when I was 10, 12, 14, there was the winter of discontent, Thatcherism and miner strikes. Three million were unemployed, so subconsciously employment was seen as precious and there was no such thing as a secure job. For the next generation, there was full employment, unprecedented economic growth. Their attitude is: "If I can't get one job, I will get another one." They are not preconditioned, like many of us, to be cautious of authority.'

In fact, the research found that younger workers were far more willing to challenge managers and were undeterred by traditional hierarchy. Walker said he was trying to help 'Boomer' and 'Xer' managers to understand the new attitude and not get frustrated by it. Much of what the workers were demanding, he said, such as work-life balance, personal development, exciting jobs and motivating managers, would be welcomed by older workers as well. But the clash of values was causing friction in offices.

In one case, outlined in the study, a chief executive of a large insurance firm emailed thousands of employees to inform them about a major decision. Sitting at his desk in the middle of the huge office, James, 24, who had recently joined the firm, told his older colleagues he disagreed with what had been done. He quickly decided to share his feelings with the head of the company and sent his thoughts directly to him in an email.

Within minutes, a reply popped up on James's screen: 'I have been running this company for 10 years; I think I know what I am doing.' Still undeterred, he hit back: 'I realise this is an uncomfortable conversation but I am not the only one that disagrees with you.' Luckily he was able to convince the boss that he was not simply being rude.

The overconfidence of Generation Y is proving a challenge for employers. This summer the Association of Graduate Recruiters will host a conference, at which delegates will debate how far firms need to go towards accommodating the desires of younger workers and how seriously they should take the concept of Generation Y.

Carl Gilleard, chief executive of the AGR, recently described young workers as 'opinionated' and more demanding of employers. He said: 'One colleague who recently faced a barrage of questions about what her firm will give one young man, was forced into reacting with the question, "And what are you going to give us?" '

While warning that those who did not make an effort to respond to the needs of this group would end up 'dead in the water', Gilleard added: 'Just how far do employers lean over backwards before they end up being horizontal?' Others felt that companies should not 'overreact' to the new values and attitudes, warning that things could soon change again.

Helen Bostock, global head of campus recruiting for the investment bank Credit Suisse and a board member of the AGR, said: 'A few years ago I recall the dotcom bubble when everyone was trying to reinvent themselves with an entrepreneurial culture. Now it is generational theory. What happens is that employers get sucked into the whole thing, then the pendulum swings one way or another. One thing that is consistent is that there is always something we are tackling. If it is not work-life balance, it is diversity, inclusion or something else.

'In reality large graduate recruiters take much longer to change and there is a danger that employers will overreact and reinvent themselves as something they are not.' Bostock gave the example of the 'dress-down' craze, when thousands of firms encouraged their employees to come to work in more casual attire each Friday. 'That does not happen now, people have largely returned to the world of suits,' she said.

Given her global role, Bostock argued that Generation Y differed from country to country and warned that the time for UK graduates to be complacent about job opportunities would soon come to an end.

'There are highly talented individuals from China and India heading our way,' she said. 'They are hungry, focused on work and focused on academic success. Just look at the number of high-achieving Asian women studying maths and science compared with home-grown students. This generation is facing different challenges.'

Walker said he planned to look at how attitudes differed across the world. He argued that 'generational attitudes' were partly dictated by age but also circumstances. In China, Generation Y was made up of only-children, as a result of the one-child policy, who grew up through difficult economic times. They would have very different values to their British counterparts, he said.

In Britain, meanwhile, there would be people of all ages who shared typical Generation Y attitudes, he argued, but they would be far more common within the age group. One of those attitudes, according to research by Walker and others, is an overwhelming desire to be fulfilled in their jobs.

A study in 2004 carried out by Common Purpose, an organisation that offers training for leaders and managers, found that those who were not getting satisfaction at work were hitting a 'quarter-life crisis'. Searching for Something concluded that employers had to accommodate young workers' wider ambitions or risk losing them by the age of 30.

'We see young people that are searching for some sort of meaning in life and if you can't align their values with the organisation they might leave,' said Julia Middleton, the group's chief executive. 'I think life is cyclical - and there is a return to people searching for meaning and searching for values.'

Middleton agreed that economic prosperity had fuelled the values of Generation Y. 'If you haven't had money or faced the serious threat of not having money, you take money much more seriously,' she argued. 'We have a generation that has not felt the threat for some time.'

Now, for the first time in many years that threat is returning. While it may come as an uncomfortable shock for those self-assured members of Generation Y, it could also create a whole new work ethic among the toddlers and babies that constitute Generation Z; born after 2002 they still have a long way to go before they are thrown into a whole new world of work.


*Ολόκληρο το άρθρο μαζί με τα σχόλια αναγνωστών μπορείτε να το βρείτε στην ηλεκτρονική σελίδα του Guardian-Observer.

Tuesday, May 27, 2008

Άτιμη κενωνία...

...ή πως τα παραδοσιακά ΜΜΕ αντιμετωπίζουν τη γενιά των 700 ευρώ...

Από τη σύντομη εμπειρία που αποκτήσαμε με τα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μέχρι σήμερα, αντιληφθήκαμε ότι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες και ταυτόχρονα προκλήσεις, είναι να πείσουμε το εκάστοτε Μέσο που παρουσιάζει τη γενιά των 700 ευρώ, ότι ΔΕΝ είμαστε θύματα της κοινωνίας.

Είμαστε αξιοπρεπείς και αισιόδοξοι άνθρωποι με όνειρα. Δεν είμαστε κακομοίρηδες ούτε μας αρέσει να γκρινιάζουμε αναμασώντας στερεότυπες αντιλήψεις περί πτυχίων, αφραγκίας και λοιπών τετρημένων κλισέ. Αυτά εδώ και ενάμιση χρόνο λειτουργίας του blog τα έχουμε εξαντλήσει, τα έχουμε εμπεδώσει και πλέον αρκεί κανείς να ανατρέξει σε μία από τις πολλές στατιστικές έρευνες που είναι διαθέσιμες από εδώ κι από εκεί για να δει μια περιγραφή του φαινομένου.

Αντιθέτως, ο καθένας από εμάς διαθέτει προσωπική άποψη για το πώς η γενιά μας μπορεί να προχωρήσει και να πετύχει θαύματα, θέτοντας τις δικές της άμεσες κοινωνικές προτεραιότητες. Ως εκ τούτου μας ενδιαφέρει να εκφράζουμε την άποψή μας και όχι να αναλωνόμαστε και να περιγράφουμε αν το σπίτι στο οποίο κατοικούμε είναι διαμέρισμα 50 τετραγωνικών στον 1ο όροφο ή 60 τετραγωνικών στον 2ο, ή αν αντί για επώνυμα αγοράζουμε private label δημητριακά για πρωινό επειδή δε βγαίνουμε οικονομικά.

Άλλοτε λοιπόν τα καταφέρνουμε, συνήθως όταν αυτός ο οποίος παρουσιάζει το θέμα είναι γάτος και σου δίνει χώρο να ελιχθείς (βλ. πρόσφατες εκπομπές), άλλοτε πάλι όχι, συνήθως όταν κυριαρχεί η επιταγή της Διεύθυνσης για «κλάμα και αίμα» οπότε ό,τι και να πεις προσαρμόζεται αναλόγως.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ειδικά σε γνωστούς και μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς που αρέσκονται να λαϊκίζουν, δεν είναι εύκολο να περάσεις ως κυρίαρχο ένα θετικό και αισιόδοξο μήνυμα. Πόσο μάλλον που εκ των προτέρων έχει αποφασιστεί να χρησιμοποιηθεί η φάτσα σου για λόγους προώθησης της απαιτούμενης μιζέριας την οποία θα αξιοποιήσει κάποιος πολιτικός της διπλανής στήλης για να πει τα δικά του. «Μα, θέλουμε να πούμε την άποψή μας για το ασφαλιστικό και το δημόσιο χρέος...τους εργάτες της γνώσης;; Εεε, ξέρετε δεν μπορεί να γίνει το ρεπορτάζ, χωρίς προσωπικές εμπειρίες και βιώματα…Εσείς θα κλάψετε κι ο αναλυτής με τον πολιτικό θα δώσουν τη λύση.»

Η αναζήτηση θυμάτων της κοινωνίας και η θυματοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων δεν αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα μόνο της δημοσιογραφίας, αλλά του τρόπου με τον οποίο η κρατούσα πολιτικομιντιακή τάξη αντιλαμβάνεται το δημόσιο διάλογο με τις λεγόμενες "ευπαθείς" κοινωνικές ομάδες. Με μπόλικο πατερναλισμό δηλαδή, χτύπημα στην πλάτη και κουκούλωμα των πιο αιχμηρών και γι αυτό επώδυνων προεκτάσεων κάθε προβλήματος.

Άψογα! Fuckin awesome. Ένας αναλυτής που δεν είχε ποτέ την οξυδέρκεια να εντοπίσει το θέμα της γενιάς των 700 ευρώ in the first place κι ένας πολιτικός συνήθως της γενιάς του πολυτεχνείου που το δημιούργησε θα μας μιλήσουν επ’αυτού, κι εμείς απλώς θα κάνουμε το προς εξέταση αντικείμενο- θύμα στη βιτρίνα μιας μεγάλης σε κυκλοφορία εφημερίδας. Χαμένοι από όποια πλευρά κι αν το δεις. No more.

Saturday, May 24, 2008

Καρτέλ στο ράφι, πληγή στην τσέπη

Σε πρόσφατη έρευνα που έκανε το Ελληνικό Κέντρο Καταναλωτών υπολογίστηκε ότι το μηνιαίο κόστος ζωής του εργαζόμενου που δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικογένεια κυμαίνεται από 840 έως 1.170 ευρώ. Με λίγα λόγια ένας νέος που κερδίζει περίπου 700 ευρώ το μήνα παρουσιάζει έλλειμμα που μπορεί να φτάσει και τα 470 ευρώ.

Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι τόσο το ύψος του μισθού, όσο το τι μπορεί κανείς να αγοράσει μ’ αυτά τα χρήματα. Ποια είναι δηλαδή η πραγματική αγοραστική του δύναμη, και όχι πόσα είναι τα μηδενικά που αναγράφονται στη βεβαίωση αποδοχών ή το χαρτονόμισμα. Κι εδώ εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα. Η αγοραστική δύναμη ενός g700 ροκανίζεται διαρκώς από την ακρίβεια που διαρκώς αυξάνεται κυρίως σε προϊόντα πρώτης ανάγκης.

Η δυσμενής αυτή πραγματικότητα εντοπίστηκε για μία ακόμη φορά, πολύ πρόσφατα, σε έρευνα – σύγκριση τιμών, που διεξήγαγε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτή (ΚΕΠΚΑ), σε 86 ομοειδή προϊόντα καθημερινής χρήσης ανάμεσα στα ράφια του ίδιου σουπερμάρκετ στο Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη.

Η σύγκριση έδειξε ότι η Ελλάδα κατέχει τα σκήπτρα της ακρίβειας, με τους Έλληνες καταναλωτές να αγοράζουν 32,57% ακριβότερα σε σχέση με τους Γερμανούς, ακόμα και προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Τι συμβαίνει;

Τα σουπερμάρκετ, σε όλη την Ευρώπη, διεκδικούν και παίρνουν κάθε φορά από τους παραγωγούς εκπτώσεις με σκοπό την προνομιακή μεταχείριση των προϊόντων τους στο ράφι. Έχει υπολογιστεί ότι τα υπερκαταστήματα διεκδικούν από τους προμηθευτές: εκπτώσεις ανάλογα με το ύψος της αγοράς, μέχρι 50%, δωρεάν εμπορεύματα 0,5% έως 1% του τζίρου του παραγωγού με αντάλλαγμα την είσοδο στα διαφημιστικά τους φυλλάδια, αέρα για την είσοδο στα ράφια 10,000 ευρώ με 150,000 ευρώ για κάθε κωδικό, ενοίκιο ραφιού, διευκολύνσεις αποπληρωμής με τη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών 90-200 ημερών.

Από την πλευρά τους οι παραγωγοί, είτε υποχρεώνονται να προβούν σε «διευκολύνσεις» στην τιμή χονδρικής. Είτε σπεύδουν οι ίδιοι, οικειοθελώς, να πληρώσουν για την προνομιακή μεταχείριση των προϊόντων τους στο ράφι.

Υπολογίζεται ότι, στην Ελλάδα, όλες αυτές τις εκπτώσεις ανέρχονται στο 30% της καθαρής χονδρικής τιμής ενός προϊόντος. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ένας παραγωγός, για να είναι σε θέση να βγάλει κέρδος, αυξάνει συνήθως κατά 50% τη χονδρική τιμή και κάνει έκπτωση επί της αυξημένης τιμής.

Στο ύψος των απαιτούμενων εκπτώσεων, κρύβεται μία από τις μεγάλες και ουσιώδεις διαφορές σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η τιμολογιακή πρακτική χονδρικής είναι περίπου η ίδια για όλους, μικρούς και μεγάλους, και οι εκπτώσεις ανάλογα με τις πωλήσεις δεν ξεπερνούν το 3% έως 8% των αγορών. Αντιθέτως, στη δική μας πραγματικότητα η τιμολογιακή πολιτική διαφέρει ανάλογα με τη διαπραγματευτική δύναμη που έχει ο καθένας, και οι εκπτώσεις φτάνουν το 25% με 30% .

Έτσι όμως έχουμε δύο σημαντικότατες παρενέργειες: μία για τον καταναλωτή και μία για την ομαλή λειτουργία της αγοράς:

  1. το κόστος της ήδη αυξημένης τιμής χονδρικής (25%-30%), με σκοπό την μετέπειτα μεγάλη έκπτωση (50%), μετακυλύεται στον καταναλωτή, και άρα αυξάνονται τρομακτικά οι τιμές. Εξού και οι μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα σε τιμές στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
  2. οι μεγάλοι προμηθευτές έχουν τη δυνατότητα για μεγάλες εκπτώσεις με αποτέλεσμα να αποκτούν δεσπόζουσα θέση στην αγορά (και εν συνεχεία να την καταχρώνται κιόλας, όπως έδειξε το καρτέλ του γάλακτος) βάζοντας φραγή εισόδου στους υπόλοιπους, όπως έδειξε η πρόσφατη καταγγελία των παργωγών ριζιού του συνεταιρισμού Χαλάστρα στη Χαλκιδική.

Είναι προφανές, από τα λίγα που ξέρουμε για το δίκαιο του ανταγωνισμού, ότι αυτού του τύπου η προνομιακή μεταχείριση στο ράφι συνιστά κάθετη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετική οικονομική βαθμίδα (σουπερμάρκετ και προμηθευτές), και νοθεύουν τον ανταγωνισμό ή τον παρακωλύουν πλήρως θέτοντας εμπόδια εισόδου στην αγορά σε άλλες επιχειρήσεις.

Συνεπώς, κατά την άποψή μας, το ιδιότυπο αυτό καρτέλ του ραφιού που πλήττει την τσέπη μας, πρέπει να καταγγελθεί τεκμηριωμένα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ), με πρωτοβουλία του Υπουργείου Ανάπτυξης ή ακόμα και των καταναλωτικών οργανώσεων που γνωρίζουν το θέμα, και ακολούθως αυτή να το ελέγξει κατά προτεραιότητα, όπως συνέβη με το γάλα. Το ερώτημα βέβαια είναι, γιατί εφόσον οι πάντες γνωρίζουν το πρόβλημα, δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες και ισχυρή δράση για την επίλυσή του;




Thursday, May 22, 2008

Ρ.Χ.Σ.: Επιβιώνοντας στην Ελλάδα με 700 ευρώ

Από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα

Ελλάδα. Η χώρα του ήλιου, της θάλασσας, του κρασιού και της καλής παρέας. Η χώρα που καλεί τους νέους από όλο τον κόσμο να ζήσουν το μύθο τους σε αυτήν. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα για τους κατοίκους μιας χώρας όπου ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων, ιδίως νέων, αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ το μήνα, την ίδια στιγμή που οι τιμές βασικών αγαθών είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη; Πόσο οι Έλληνες απολαμβάνουν τη ζωή και τα αγαθά της πατρίδας τους, όταν εργάζονται περισσότερο από κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό;

Το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα κατέγραψε για ένα μήνα τη ζωή πέντε ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν ενάντια στην ακρίβεια και τους χαμηλότατους κατώτατους μισθούς.

Ο Κώστας είναι 29 ετών, απόφοιτος του Πολυτεχνείου, με μεταπτυχιακό δίπλωμα. Προσπάθησε να βρει δουλειά, όμως οι μισθοί που του προτάθηκαν από τεχνικές εταιρείες δεν ξεπερνούσαν τα 700 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που τα τρέχοντα έξοδά του είναι σχεδόν διπλάσια. Έτσι αναγκάζεται να κάνει τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Η καθημερινή ζωή του Οδύσσεια ξεκινάει το πρωί από το σπίτι του στην Λούτσα. Αφού διασχίσει όλη την Αττική καταλήγει το απόγευμα στο Φάληρο, όπου εργάζεται σαν σερβιτόρος.

Ο Μανώλης είναι καθηγητής, 43 ετών. Ζει στα Χανιά με τη γυναίκα και τα 2 μικρά παιδιά του, 6 και 3 ετών. Παρότι έχει πετύχει τρεις φορές στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ ακόμη δεν έχει διοριστεί και αναγκάζεται να εργάζεται ως ωρομίσθιος καθηγητής, με 340 ευρώ το μήνα, τα οποία και πληρώνεται με καθυστέρηση πολλών μηνών. Τα οικονομικά της οικογένειας βασίζονται στο μισθό της γυναίκας του, στον υπερδανεισμό, τις πιστωτικές κάρτες και ένα αυστηρότατο προϋπολογισμό. Ένα έκτακτο έξοδο -οι οδοντιατρικές δαπάνες της συζύγου του- ανατινάζουν τον προϋπολογισμό στον αέρα.

Η Τζίνα είναι 32 ετών, πτυχιούχος ιταλικής γλωσσολογίας και μιλά 4 ξένες γλώσσες. Αν και είχε μια καλή δουλειά στην Ιταλία, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα το 2004, μέσα στην ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα τελευταία 2 χρόνια εργάζεται ως γραμματέας με μισθό 770 ευρώ, με τα οποία πρέπει να ζήσει η ίδια και η 5χρονη κόρη της.

Η Αφροδίτη είναι 27 ετών, απόφοιτος του τμήματος δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο. Ζει μόνη της στην Αθήνα προσπαθώντας να τελειώσει το διδακτορικό που ξεκίνησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα με τις σπουδές της, εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, για να τα βγάλει πέρα στην ακριβή Αθήνα. Όμως τα χρήματά της συχνά τελειώνουν πριν τα μέσα του μήνα...

Ο Ιορδάνης, είναι 31 ετών, με σπουδές στο μάρκετινγκ. Έκανε εφτά μήνες να βρει δουλειά και τελικά προσελήφθη ως πωλητής σε εταιρία πληροφορικής, με μισθό... 680 ευρώ. Δεν άντεξε να μένει με τους γονείς του και να συντηρείται από αυτούς και αποφάσισε να μεταναστεύσει. Ο πρώτος του μισθός στην Ολλανδία ήταν 1700 ευρώ. Ο φακός της εκπομπής τον παρακολουθεί να πληρώνει 1,5 ευρώ για τον καφέ του, στην κεντρική πλατεία του Άμστερνταμ.

Το ντοκιμαντέρ «Επιβιώνοντας στην Ελλάδα με 700 Ευρώ» θα προβληθεί την Πέμπτη 22 Μαΐου, στις 22:00, στο πλαίσιο μιας Θεματικής Βραδιάς, για την ακρίβεια και για τη γενιά των 700.

Στο πλαίσιο της εκπομπής θα προβληθεί βίντεο με έναν ακόμη νέο που παρακολούθησε η ομάδα του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Ο Δημήτρης, 28 ετών, στράφηκε στην ομάδα του γνωστού, πλέον, blog g700.blogspot.com για να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του και τις κινήσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσει για να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Με τη συμβολή των μελών του G700 - με τους οποίους ο Δημήτρης συζητά για τα προβλήματα της «γενιάς των 700» - η υπόθεση μεταφέρθηκε τους τελευταίους μήνες στις αίθουσες των δικαστηρίων...

Wednesday, May 21, 2008

Κλειστά επαγγέλματα = καρτέλ που πρέπει να σπάσουν

Εδώ και αρκετούς μήνες φωνάζουμε, χτυπιόμαστε, εξοργιζόμαστε με την ακρίβεια που έχει κατακλύσει την αγορά και ροκανίζει το εισόδημά μας. Ψάχνουμε για απαντήσεις σχετικά με το ποιος φταίει και αναζητάμε όλοι πιθανές λύσεις. Το επιχείρημα ότι για όλα φταίει το πετρέλαιο και τα ακριβά τρόφιμα, λόγω της έξαρσης του διεθνούς αγροπληθωρισμού, έχει στέρεα βάση, όμως δε λέει όλη την αλήθεια.

Η επιστροφή του πληθωρισμού είναι ένα πρόβλημα που χρονικά μας πάει πίσω στο έτος κυκλοφορίας του ευρώ (2001) και που επί της ουσίας έχει τη ρίζα του σε δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Σε μεγάλο βαθμό προκαλείται από τα πάσης φύσεως καρτέλ και τα ολιγοπώλια που καταχράζονται τη δεσπούζα θέση τους στην αγορά και επιβάλλουν εναρμονισμένες πρακτικές στις τιμές, νοθεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον ανταγωνισμό σε βάρος του καταναλωτή.

Αν και δυστυχώς σπάνια περνάει απ’ το μυαλό μας, η λογική του καρτέλ με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και τις εναρμονισμένες τιμολογιακές πρακτικές, διέπει ΚΑΙ τη λειτουργία των περισσότερων κλειστών επαγγελμάτων στην Ελλάδα. Μόνο που για 13 κλάδους, 70 περίπου επαγγέλματα και 800,000 επαγγελματίες τα πράγματα είναι απολύτως νόμιμα. Θέλει κάποιος να μεταβιβάσει το ακίνητό του; Υποχρεωτικά θα παρίσταται συμβολαιογράφος και δικηγόρος που θα πληρωθούν με προκαθορισμένο ποσοστό επί της αξίας του ακινήτου. Στο ίδιο μοτίβο, αν κάποιος θέλει να φτιάξει ένα σπίτι, θα πληρώσει στάνταρ αμοιβές μηχανικού για μελέτη και επίβλεψη που φτάνουν στο 55% περίπου της οικοδομικής άδειας και το 4-5% του κόστους κατασκευής. Αν πάλι θέλει να νοικιάσει, ο μεσίτης λόγω των «καθιερωμένων συναλλακτικών ηθών» θα πάρει από 2% ως 4% της αξίας του ακινήτου. Κι αν θέλει να πάει σε δίκη; Ε, τότε δεν μπορεί να το κάνει αν ο δικηγόρος δεν είναι ντόπιος. Άσε που και τουρίστας να είναι ο άνθρωπος, για μια ξενάγηση πρέπει να απευθυνθεί στον διαπιστευμένο ξεναγό, τον οποίο φυσικά και θα χρυσοπληρώσει. Βέβαια το πιο κωμικοτραγικό απ’ όλα είναι ότι για να αλλάξει κανείς όνομα χρήστη στους λογαριασμούς της ΔΕΗ πρέπει πρώτα να υπογράψει ηλεκτρολόγος!

Αν το καλοσκεφτούμε, οι καθημερινές δοσοληψίες που έχει ο Έλληνας με τα κλειστά επαγγέλματα είναι πάρα πολλές και ακριβαίνουν αφόρητα τη ζωή του. Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, το επιπρόσθετο κόστος από τέτοιου τύπου κλειστά επαγγέλματα στην Ελλάδα ανέρχεται κάθε χρόνο στα 4 δισ. Ευρώ, ποσό που αναλογεί σε 1.000 περίπου ευρώ τον χρόνο για κάθε ελληνικό νοικοκυριό. Το φαινόμενο διαθέτει την ιστορική του εξήγηση και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ελλείψει σοβαρής αστικής κι εργατικής τάξης που να δρα, να διεκδικεί και να λειτουργεί οργανωμένη γύρω από μια ισχυρή βιομηχανία, η Ελλάδα αναπτύχθηκε με αεριτζίδικες δραστηριότητες μικροεπαγγελματιών που λειτουργούν ως μια τεράστια αναδιανεμητική συμμαχία του λαϊκού πλούτου: γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, ξεναγοί, μεσίτες, οδηγοί και δε συμμαζεύεται.

Αν όμως το φαινόμενο διαθέτει εξήγηση, σήμερα σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται. Η εφαρμογή υψηλών υποχρεωτικών αμοιβών και γεωγραφικών ή άλλων περιορισμών σε μια σειρά από επαγγέλματα, συνιστά εναρμονισμένη πρακτική, με τους κλάδους αυτούς να λειτουργούν ως καρτέλ και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και ως αμιγή μονοπώλια με κεντρικό συντονιστή το εκάστοτε επαγγελματικό επιμελητήριο. Υπολογίζεται ότι το άνοιγμά τους μακροπρόθεσμα μπορεί να ρίξει το κόστος των υπηρεσιών έως 10,5% περίπου. Είναι λογικό λοιπόν, να ζητάμε τα καρτέλ αυτά να σπάσουν ή τουλάχιστον να χαλαρώσουν σταδιακά έστω τις τιμολογιακές τους πρακτικές. Διαφορετικά, όλοι εμείς οι απέξω θα συνεχίσουμε να είμαστε θύματα μιας αντίστροφης αναδιανομής: από το πορτοφόλι μας στην τσέπη των προνομιούχων.

Tuesday, May 20, 2008

Περιβαλλοντική διακυβέρνηση! Το Υπουργείο Περιβάλλοντος από μόνο του δεν αρκεί.

Η πρόταση που έχει κατατεθεί εδώ και χρόνια και που πρόσφατα επανήλθε στο φως της δημοσιότητας για δημιουργία ενός «αυτόνομου» Υπουργείου Περιβάλλοντος, αν και εμπεριέχει έναν εξαιρετικά ισχυρό συμβολισμό και σίγουρα πρέπει να γίνει διότι θα απελευθερώσει τους περιβαλλοντικούς ελέγχους από τις σκοπιμότητες των δημοσίων έργων, παρόλα αυτά ΔΕΝ συνιστά πανάκεια για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα.

Αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική συμπεριφορά της διοίκησης σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, έχοντας υπόψη τις στρεβλώσεις και τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού της χώρας καθώς και τη ρουσφετολογική λογική που συνήθως χαρακτηρίζει τις επιλογές των Υπουργών, δεν μπορεί παρά να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί με τη δημιουργία ενός ακόμα υπουργείου άνευ όρων, έστω αυτή τη φορά για το περιβάλλον.

Καλώς ή κακώς, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί πρώτα απ’ όλα δημιουργία προσωπικής και συλλογικής περιβαλλοντικής συνείδησης, πράγμα που προϋποθέτει αλλαγή κουλτούρας του καθενός από εμάς ξεχωριστά. Μια τέτοια αλλαγή νοοτροπίας μπορεί κατά την άποψή μας να υποστηριχτεί και να προωθηθεί μόνο μέσα από μια ολοκληρωμένη περιβαλλοντική διακυβέρνηση που αξιοποιεί πολλαπλά θεσμικά εργαλεία και ορίζει κίνητρα και ποινές σε συνδυασμό με ξεκαθαρισμένους δημόσιους στόχους για τους ρύπους, τα νερά, την ηχορύπανση, τα αιωρούμενα σωματίδια, την εξοικονόμηση ενέργειας.

Με μεγάλη μας χαρά διαβάσαμε πρόσφατα μια τέτοια ενδιαφέρουσα άποψη: την πρόταση της WWF για «πράσινη διακυβέρνηση». Το προτεινόμενο Εθνικό Σύστημα Διακυβέρνησης για το περιβάλλον φαίνεται ρεαλιστικό και λειτουργικό και συνίσταται στους ακόλουθους άξονες: σύσταση ανεξάρτητης Αρχής Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων μέσα από την αναβάθμιση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, αναβάθμιση της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής, σύσταση αυτόνομου Υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, διυπουργικό συντονισμό για την αειφόρο ανάπτυξη και τη σύσταση διυπουργικών επιτροπών για το περιβάλλον, βελτίωση του πλαισίου συντονισμού και λογοδοσίας των ελεγκτικών σωμάτων και την ανάπτυξη μηχανισμών έμμεσου ελέγχου.

Βέβαια, επιμέρους αντιρρήσεις υπάρχουν πολλές. Για παράδειγμα είναι βλαπτικό για την αυτονομία κινήσεων του νέου υπουργείου, να συνυπάρχουν περιβάλλον και χωροταξικός σχεδιασμός.

Σε κάθε περίπτωση, το περιβαλλοντικό έλλειμμα στην Ελλάδα, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, τα σκουπίδια, την ηχορύπανση, τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τα αιωρούμενα σωματίδια που προκαλούνται από το καυσαέριο στις πόλεις, είναι αρκετά σοβαρό για να περιορίζεται στο δίλημμα Υπουργείο Περιβάλλοντος ή όχι. Θεωρούμε ότι ένα ακόμα μοναχικό Υπουργείο, ενταγμένο στο πλαίσιο λειτουργίας του γραφειοκρατικού και πελατειακού κυκεώνα του δημόσιου τομέα δεν εγγυάται την επίτευξη στόχων βάσει συγκεκριμένου επιστημονικά τεκμηριωμένου πλάνου δράσης. Λέμε λοιπόν ναι στη σύσταση ενός αυτόνομου Υπουργείου Περιβάλλοντος υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εντάσσεται σε μια λογική σύγχρονης και ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διακυβέρνησης συνεπικουρούμενο από μια Ανεξάρτητη Περιβαλλοντική Αρχή που θα λειτουργεί με βάση το τετράπτυχο επιτήρηση, αξιολόγηση, εποπτεία και διαχείριση κρίσεων (surveillance, assessment, monitoring and management of crises).

Monday, May 19, 2008

240 σερί "ε-πιτσόδια"

Χτες παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον τη μία από τις δύο θεατρικές παραστάσεις του θιάσου «Κάνθαρος», την «Αυτός, Αυτή κι Αυτά». Η σχεδόν 55λεπτη παράσταση αποτύπωσε με πολύ φυσικό τρόπο την καθημερινότητα στις σχέσεις ενός νεαρού ζευγαριού (της Τζένης και του Φοίβου) της γενιάς μας.

Από την αρχική, συνεσταλμένη προσέγγιση των δύο νέων, την ανακάλυψη κοινών (επιφανειακών, ωστόσο) στοιχείων, ως τις προσπάθειες συμβίωσής τους, οι δύο ηθοποιοί (Γιάννης Σαρακατσάνης και Στέλλα Σκορδαρά) μας έπεισαν με την υποκριτική τους ικανότητα και την ενέργεια που επέδειξαν επί σκηνής ότι η ματιά τους γύρω από πολλά ζητήματα της καθημερινής συμβίωσης είναι ρεαλιστική.

Παρουσιάζοντας με διεισδυτικό και χιουμοριστικό τρόπο διάφορες πτυχές της συνύπαρξης δύο νέων ανθρώπων και τον προβληματισμό που αναδεικνύεται από τις μεταξύ τους τριβές – λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και ενδιαφερόντων – το θεατρικό έργο κατάφερε να μεταδώσει τις ανησυχίες της νέας γενιάς γύρω από την ικανότητα –ή ανικανότητα;− συντήρησης μιας σχέσης.

Παρ’ όλο που το έργο δεν έθιξε σχεδόν καθόλου τις καθημερινές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων κατά τη συγκατοίκηση (αυτό προφανώς έγινε στην προηγούμενη θεατρική παράσταση «31» το Σάββατο), και παρ’ όλο που ο χαρακτήρας του ήταν περισσότερο ψυχογραφικός, με εύστοχες ατάκες και με εκφραστικότητα οι ηθοποιοί άγγιξαν καταστάσεις, καθώς και τα κακώς κείμενα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του σημερινού μέσου νέου. Από τα πλέον σατιρικά σχόλια για το βάλτωμα πολλών σχέσεων, η σκηνή όπου οι δύο νέοι, αφού πρώτα καβγαδίζουν για τα περιττά κιλά τους, ονειρεύονται το μέλλον τους στον καναπέ τρώγοντας πίτσα και παρακολουθώντας ανελλιπώς dvd με όλα τα επεισόδια της σειράς «Τα Φιλαράκια». 240 σερί «ε-πιτσόδια». Φτου, φτου, φτου, μακριά από 'μάς.

Sunday, May 18, 2008

Βρισκόμαστε στο 2008, ανόητε!

Από τον Φρανκ Ριτς*

Party Like It' s 2008
© New York Times

Εντέλει πήγε στράφι η λαϊκιστική «στροφή» της Χίλαρι Κλίντον (Hillary Clinton), με στόχο να εντυπωσιάσει το «λαουτζίκο» που λατρεύει τα ράλι και τα όπλα κι έχει πληγεί από την οικονομία: όταν ρωτήθηκαν ποιος υποψήφιος «μοιράζεται περισσότερο τις αξίες σας», οι ψηφοφόροι στη Βόρειο Καρολίνα αλλά και στην Iντιάνα προτίμησαν τον εκπρόσωπο της ελίτ κι εκείνων που παραγγέλλουν σαλάτα ρόκα.

Η «αρπαχτή» του Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) στις μικρές πόλεις της Βορείου Καρολίνας, που παρουσιάστηκε σαν αναβίωση του παλιού καλού καιρού, με τις γνωστές αυθόρμητες κουβεντούλες με τους περαστικούς, τελικά λειτούργησε ως μία ακόμα επιχείρηση υπονόμευσης της συζύγου του, καθώς καλλιέργησε φρούδες προσδοκίες περί της (καταστροφικής όπως αποδείχτηκε) εκλογικής της επίδοσής στην πολιτεία.

Η άνευρη εμφάνιση του Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) στην τελευταία τηλεμαχία του, -για να μην αναφερθούμε στην απόπειρα εκλογικής δολοφονίας του από τον πάστορα Τζερεμάια Ράιτ (Jeremiah Wright)- δε στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την αναπότρεπτη πορεία του προς το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος.

«Είναι νωρίς ακόμα», δήλωσε η κ. Κλίντον την Τετάρτη (7/5/2008). Έχει κάποιο δίκιο, αν και για την ίδια είναι πια πολύ αργά. Βρισκόμαστε πράγματι μόλις στο τέλος της αρχής αυτού που θα είναι μια καταπληκτική (εκλογική) χρονιά.

Ενώ αναμένουμε την αυτοκαταστροφική κατρακύλα της Χίλαρι έξω από τη διεκδίκηση του χρίσματος του κόμματός της, έχουμε λίγο χρόνο να πάρουμε μια ανάσα από τη συνεχή τρεχάλα των τελευταίων μηνών -και να ρίξουμε μια ματιά για το πού βρισκόμαστε.

Ο λόγος που οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι έπεσαν φέτος τόσο συχνά έξω, έχει να κάνει με το ότι ξεχνάνε σε ποια χρονιά βρισκόμαστε. Μόνο αν δούμε καλά πως το ημερολόγιο γράφει «2008», θα αντιληφθούμε πως έχουν νόημα όλα όσα συμβαίνουν στην κούρσα προς τις εκλογές του Νοεμβρίου.

Δε βρισκόμαστε π.χ. στο 1968, που η χώρα ήταν τόσο διχασμένη στο ζήτημα του πολέμου και των φυλετικών διακρίσεων που οι πόλεις και τα πανεπιστήμιά μας έσκαζαν κάθε τόσο σε βίαια ξεσπάσματα. Αν έχετε αμφιβολίες περί αυτού, ρίξτε μια ματιά στις περιορισμένες αντιδράσεις για την αθώωση τριών αστυνομικών που πυροβόλησαν και σκότωσαν με 50 σφαίρες έναν άοπλο μαύρο άνδρα, ονόματι Σον Μπελ (Sean Bell).

Δεν βρισκόμαστε ούτε στο 1988, όταν ένας μέτριος αριστερίζων Δημοκρατικός πολιτικός από τη Μασαχουσέτη κατεδαφίστηκε με ευκολία, χάρη σε μερικές ρατσιστικές τηλεοπτικές διαφημίσεις, ενώ ένας αντιπρόεδρος εξελέγη πρόεδρος παριστάνοντας πως ήταν η... τρίτη θητεία ενός μεγάλου προέδρου.

Επίσης δεν βρισκόμαστε στο 1998, όταν οι «τεφάλ» Κλίντον θριάμβευαν κατά της προσπάθειας καθαίρεσής τους. Και δεν βρισκόμαστε στο 2004, όταν ένας ακόμα Δημοκρατικός από τη Μασαχουσέτη βούλιαξε αύτανδρος με το ουιντ-σερφ του.

Σχεδόν όλες οι προβλέψεις για το τι θα γίνει στις φετινές εκλογές έγιναν από τύπους που προσπαθούσαν να ζουλήξουν τον πλαστικό κύλινδρο της φετινής συγκυρίας μέσα στα τετραγωνάκια των περασμένων εκλογών.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι παρατηρητές εξακολουθούν να περιμένουν την πτώση του Ομπάμα: χμμμ, αυτός ο Τζερεμάια Ράιτ θα είναι ο δικός του Ουίλι Χόρτον (Willie Horton)! Τόσο το χειρότερο για τους ψηφοφόρους, που δεν παύουν να τους διαψεύδουν!

Έτσι εξηγείται που το δημοσιογραφικό και πολιτικό κατεστημένο έφτασε να πιστεύει στις μαγικές ικανότητες του ακατανίκητου επιτελείου, της οργάνωσης και του χρηματοδοτικού μηχανισμού της Κλίντον. Αυτός είναι ο λόγος που μερικοί φαντάζονται πως ο Τζον Μακ Κέιν (John McCain) θα κατορθώσει να αξιοποιήσει προς όφελός του το φιάσκο του Ιράκ, ακριβώς όπως τα κατάφερε (το 1968) ο Νίξον (Nixon) με το Βιετνάμ.

Το 2008 όμως είναι πολύ πιο περίπλοκο και συναρπαστικό από ότι μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε οι αναλογίες με το παρελθόν. Φυσικά, περνάμε δυσκολίες. Σήμερα πιστεύουν πως «η χώρα βρίσκεται σε λάθος πορεία» περισσότεροι ψηφοφόροι από τότε που οι «Νιου Γιορκ τάιμς» και το CBS συμπεριέλαβαν τη συγκεκριμένη ερώτηση στις δημοσκοπήσεις τους. Όσο για τον Τζορτζ Μπους (George W. Bush), είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος που γνώρισαν ποτέ οι εν ζωή Αμερικανοί.

Κι όμως, παραδόξως, υπάρχει μια αδιόρατη αίσθηση: όλοι μας ξέρουμε πως τελικά η σελίδα θα γυρίσει. Παρ' όλα τα άγχη και την αγωνία για την έκβαση του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, παρά την τραχύτητα της προεκλογικής εκστρατείας, η ανυπομονησία να τελειώνουμε με την εποχή Μπους είναι αισθητή κι επιβάλλεται επί κάθε αισθήματος ηττοπάθειας.

Το υπόγειο ρεύμα της ελπίδας που κυλά κάτω από την εθνική κατήφεια μπορεί κανείς να το αντιληφθεί στο ρεκόρ εγγραφής νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους και στην εξωφρενικά υψηλή συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες του Δημοκρατικού κόμματος.

Ο κ. Ομπάμα λίγα έκανε για να δημιουργήσει αυτή τη συγκυρία. Τα έργα και οι μέρες του Μπους ήταν εκείνα που επώασαν την ισχυρή προσδοκία της αλλαγής γενιάς. Ο Ομπάμα όμως είχε την εξυπνάδα να εκμεταλλευτεί αυτό το αίσθημα. Το να είναι υποψήφιος το 2008 -αντί να περιμένει άλλα τέσσερα χρόνια- ήταν πιθανότατα η εξυπνότερη πολιτική απόφαση που πήρε ποτέ (και ναι, έχει πάρει κάμποσες ανόητες).

Η δεύτερη πιο έξυπνη απόφασή του ήταν να κατανοήσει και να υπογραμμίσει αυτό το υπόγειο, σχεδόν παλλαϊκό αίσθημα υπέρ της αλλαγής, αντί να βολευτεί στην πολύ πιο στενή και δύσπεπτη αντιπολίτευση στα πεπραγμένα του Μπους. Ακόμα δεν ξέρουμε (και δε θα το μάθουμε μέχρι να μπει στο Λευκό Οίκο) αν θα είναι πράγματι ο άνθρωπος της συγκυρίας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκυρία βοήθησε στην ανάδειξή του.

Επί πέντε χρόνια οι μεσήλικες «μπούμερς» ρωτούσαν: «μα γιατί δεν κατεβαίνουν οι νέοι στους δρόμους να φωνάζουν κατά του πολέμου, όπως το κάναμε εμείς;». Η απάντηση είναι απλή: προαιρετική στρατιωτική θητεία!

Όπως όμως δείχνουν οι Μόρλι Ουίνογκραντ (Morley Winograd) και Μάικλ Χάις (Michael D. Hais) στο βιβλίο τους για τη μετά το 1982 γενιά, η πολιτική ενέργειά αυτής της νεολαίας δαπανάται σε πιο αθόρυβους τρόπους κοινωνικού ακτιβισμού και πιο ευρείες (δια) δικτυώσεις, συχνά μέσα από την ίδια ιστοσελίδα.

Αυτή η «από τα κάτω» ψηφιακή βάση των παιδιών της νέας χιλιετίας, υπήρχε και ανέμενε εκείνον που θα την εκμεταλλευόταν, για πολιτική οργάνωση, χρηματοδότηση και... διασκέδαση -και το επιτελείο του Ομπάμα ήξερε ακριβώς πώς να το κάνει. Αντιθέτως, το τμήμα του τύπου που δεν ξεχωρίζει το «φέις μπουκ» από το AOL, ήταν πολύ απασχολημένο να σαλιαρίζει με τους γνωστούς από τη δεκαετία του '90 καλοταϊσμένους δωρητές των Κλίντον, ώστε να μπορέσει να ακούσει το μπουμπουνητό του υπόγειου σεισμού που εξελισσόταν κάτω από τα πόδια τους.

Όσο για τις δημογραφικές ανακατατάξεις του εκλογικού χάρτη, αν και απασχόλησαν πολύ περισσότερο τον τύπο, εξακολουθούν να μην έχουν γίνει πλήρως κατανοητές. Από το Οχάιο της «ζώνης της σκουριάς» έως τις εσωκομματικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, οι σχολιαστές έχουν εμμονή με την κοινωνική ομάδα των μεσήλικων, λευκών, εργαζόμενων.

Η αχαρακτήριστη (και μεροληπτική) υπόθεση εργασίας τους (που αργότερα την υιοθέτησε και η ίδια η Κλίντον) είναι πως αυτοί οι ψηφοφόροι είναι «ριγκανικοί Δημοκρατικοί», που μυστηριωδώς παρέμεναν καταψυγμένοι από τη δεκαετία του '80, και που τώρα τους ξεπάγωσαν και κυκλοφορούν σε δύο γεύσεις: τους «χαζούς», που ο κάθε πολιτικός μπορεί να τους ξεγελάσει με μερικές φοροαπαλλαγές στη βενζίνη και τους «ρατσιστές», που βρίσκονται εκτός της εμβέλειας του κ. Ομπάμα.

Λοιπόν: πράγματι υπάρχουν ρατσιστές στην Αμερική, όπως και αρκετοί χαζοί (πολλοί από τους οποίους ψηφίζουν Ομπάμα). Μερικοί ανάμεσά τους πράγματι μπορεί να κατοικούν στην Ιντιάνα και να μην έχουν ψηφίσει Δημοκρατικό για πρόεδρο από το 1964.

Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότεροι λευκοί εργάτες -οπαδοί της Κλίντον, αλλά και του Ομπάμα- που μετά από επτά χρόνια Ρεπουμπλικανικής αποτυχίας νοσταλγούν τις Δημοκρατικές πολιτικές. Όσο για τους ρατσιστές, λίγα στοιχεία υπάρχουν πως είναι τόσο πολυάριθμοι ώστε να βαρύνουν αποφασιστικά στο εκλογικό αποτέλεσμα τον επόμενο Νοέμβριο, ιδίως στις αμφίρροπες πολιτείες.

Όπως έδειξε ο γραφίστας των «τάιμς» Τσαρλς Μπλόου (Charles Blow) το περασμένο Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση «τάιμς»/CBS οι θετικές γνώμες του Ομπάμα στους λευκούς Δημοκρατικούς ανέβηκαν κατά 5% από το περασμένο καλοκαίρι (αντιθέτως, οι θετικές γνώμες της Κλίντον στους μαύρους έπεσαν κατά 36%, ενώ οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό της ανέβηκαν κατά 17%).

Το ινστιτούτο «γκάλοπ» την περασμένη εβδομάδα βρήκε πως -μετά το σόου του Ράιτ- τα ποσοστά του Ομπάμα εναντίον του Μακ Κέιν δεν είναι χειρότερα από εκείνα του Κέρι (Kerry) εναντίον του Μπους το 2004.

Αλλά δεν βρισκόμαστε στο 2004 και η εμμονή με αυτό το δέντρο της σύγκρουσης Κλίντον-Ομπάμα δε μας αφήνει να δούμε το δάσος: η άνοδος της συμμετοχής των μαύρων και των νέων ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος δείχνει πως αλλάζει το ειδικό βάρος αυτών των κατηγοριών στο σύνολο του εκλογικού σώματος.

Στο Οχάιο π.χ. εδώ και τέσσερα χρόνια ο Κέρι έχασε με διαφορά 119,000 ψήφων. Φέτος οι μαύροι ψηφοφόροι αντιπροσώπευαν το 18% των ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος, έναντι 14% το 2004, που σημαίνει 230,000 παραπάνω ψηφοφόροι, σε σύνολο μιας αύξησης κατά 1,000,000 ψηφοφόρους. Οι νέοι ψηφοφόροι, κάτω των 30 ετών (που αυξήθηκαν κατά 245,000 περίπου) αντιπροσώπευσαν το 16% του εκλογικού σώματος, έναντι 9% το 2004. Στο Οχάιο, αυτοί οι νέοι ξεπέρασαν σε συμμετοχή ακόμα και την ομάδα των άνω των 65 ετών, που παραδοσιακά ψηφίζει περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία.

Για τους Δημοκρατικούς όμως και τον Ομπάμα, ακόμα καλύτερο νέο από αυτά τα δημογραφικά στοιχεία είναι το ότι τόσο πολλοί Ρεπουμπλικάνοι εκλογομάγειροι παραπονιούνται πως δεν πιάνουν πια τόσο καλά όσο 4 ή 8 χρόνια πριν οι αλάνθαστες συνταγές του Καρλ Ρόουβ (Karl Rove)... Αν σερφάρεις στα δεξιά μπλογκ ή κοιτάς το «φοξ» όλο και κάποιος θα αναφερθεί στον κ. Ράιτ ή θα χιμήξει στον άλλο προβλέψιμο στόχο των δεξιών, την Μισέλ Ομπάμα (Michelle Obama).

Αυτά ίσως να βοηθήσουν στη συσπείρωση της ψήφου κατά του Ομπάμα. Αλλά το Νοέμβριο η επιρροή τους θα επισκιαστεί με άνεση από την κινητοποίηση των πολυάριθμων ενθουσιασμένων νεολαίων, των μαύρων, των γυναικών, μεταξύ των οποίων θα βρίσκονται πολλοί Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Κλίντον, αλλά και Ρεπουμπλικάνοι, και ανεξάρτητοι, αποφασισμένοι να καταρρίψουν έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο με τόσο αψεγάδιαστο ιστορικό καταψήφισης των αμβλώσεων.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι Δημοκρατικοί κέρδισαν άλλη μια «σίγουρη» ρεπουμπλικανική βουλευτική έδρα στη Λουιζιάνα, όταν ο συντηρητικός υποψήφιος βάσισε ολόκληρη την προεκλογική του εκστρατεία στο να παρουσιάζει τον Ομπάμα σαν μπαμπούλα.

Λίγοι συντηρητικοί υποψιάζονται πως οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν. Ο Τζορτζ Ουιλ (George Will) έγραψε την περασμένη εβδομάδα πως ο κ. Ομπάμα θυμίζει τον Ρέιγκαν (Reagan) υπό την έννοια πως «οι τρόποι του καθησυχάζουν τους αντιπάλους του και τους οδηγούν να υποτιμήσουν τη μαχητικότητά του, την ατσάλινη γροθιά που κρύβει κάτω από τα απαλά του σακάκια». Ο Τζον και η Σίντι Μακ Κέιν (Cindy McCain) μοιάζει να είναι πιο πονηρεμένοι, όπως φάνηκε από όσα είπαν κατά της αρνητικής προεκλογικής διαφήμισης (αυτός στο «δε ντέιλι σόου», αυτή στο «τουντέι»).

Ακόμα όμως κι αν ο Μακ Κέιν αλλάξει ρότα και πάψει να παρουσιάζει τον Ομπάμα ως τον « άνθρωπο της χαμάς», δεν είναι σε θέση να αποκηρύξει τη σχολή του Λίμπο (Limbaugh) και των υπόλοιπων εμπόρων του συντηρητισμού. Αυτοί εξάλλου είναι ό,τι του έχει απομείνει από τη άλλοτε κραταιά κομματική του βάση.

Τώρα που τελείωσε η διαμάχη μεταξύ Ομπάμα-Κλίντον, στα κυριλέ δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία η νέα μόδα είναι να θεωρείται πως ο «ανεξάρτητος» Τζον Μακ Κέιν (τόσο ανεξάρτητος που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κογκρέσου υποστήριξε τον Μπους στο 95% των περσινών ψηφοφοριών), είναι εις θέση να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα, τον πόλεμο, την αηδία για τον Μπους και τη χρεοκοπία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και να ανταγωνιστεί «στα ίσα» τον Ομπάμα.

Τα πάντα μπορεί να γίνουν στην πολιτική και να αλλάξουν τα δεδομένα: από τα -αδημοσίευτα ακόμα- στοιχεία της κατάστασης της υγείας του Μακ Κέιν έως νέες αποκαλύψεις για το παρελθόν του Ομπάμα στο Σικάγο.

Αλλά όμως, εφόσον ο Δημοκρατικός υποψήφιος συνεχίσει να βρίσκεται στο 2008, αφήνοντας όλους τους άλλους να δίνουν διάφορες μάχες του παρελθόντος, όλοι θα συνεχίσουν να κάνουν το μοιραίο λάθος να τον υποτιμούν, έως τη στιγμή που θα κλείσουν οι κάλπες.

*O Frank Rich είναι επιφυλλιδογράφος των «Νιου Γιορκ τάιμς». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 12-5-2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Saturday, May 17, 2008

Ο Μακ Κέιν θα προσπαθήσει να σαγηνεύσει τους λευκούς χαμηλόμισθους

Από τον Τζον Βίνοκιουρ*

McCain allies tout blue-collar strategy
© International Herald Tribune

Σύμφωνα με ένα σύμβουλο του John McCain, αν ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος καταφέρει να κερδίσει το 20% των Δημοκρατικών ψήφων, θα εκλεγεί πρόεδρος.

Η παρατήρηση του Charlie Black που δημοσίευσε η «κρίστιαν σάιενς μόνιτορ» μοιάζει βιαστική τη στιγμή που οι επιτελείς του Μακ Κέιν παραδέχονται πως μόλις κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο Barack Obama θα βρεθεί έως και δέκα μονάδες μπροστά στις δημοσκοπήσεις, μία κατάσταση που οι Ρεπουμπλικάνοι επιτελείς παραδέχονται πως δε θα μπορέσουν να επηρεάσουν, έως τουλάχιστο το Σεπτέμβριο.

Αλλά η συζήτηση για τον αριθμό των εργατικών ψήφων που χρειάζονται για να ηττηθεί ο Ομπάμα ταιριάζει σε μία πολύ δημοφιλή ανάγνωση της αμερικανικής πολιτικής πραγματικότητας.

Ο γερουσιαστής Joe Lieberman, στενός σύμμαχος (και πιθανότατα υπουργός εξωτερικών ή άμυνας σε μια κυβέρνηση Μακ Κέιν), ισχυρίζεται πως ο Μακ Κέιν έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στο εργατικό κοινό. Λέει: «πραγματικά, πιστεύω πως ο Τζον μπορεί να πάρει πολύ παραπάνω» από το 20%.

Ο Λίμπερμαν επιμένει πως η εκλογή θα κριθεί στο κέντρο, από τους ανεξάρτητους και τους «ευμετάβλητους Δημοκρατικούς» (μία ακόμα από τις πολλές φετινές ονομασίες για τους λευκούς μισθοσυντήρητους εργαζόμενους και τη χαμηλή μεσαία τάξη).

Αυτό το κοινό-στόχος (πείτε τους «ριγκανικούς Δημοκρατικούς», πείτε τους «παραδοσιακούς ψηφοφόρους», πείτε τους, σαν τους δημοσκόπους, «λευκούς χωρίς κολεγιακή μόρφωση») βρίσκεται στο επίκεντρο των εκλογών.

Η Hillary Rodham Clinton αφιερώνει τις τελευταίες της δυνάμεις για να περάσει το μήνυμα πως η προεδρία θα κριθεί από αυτούς τους εκλογείς και πως είναι η μόνη που μπορεί να τους κρατήσει στο Δημοκρατικό στρατόπεδο.

Ο Ομπάμα πράγματι δεν έχει ακόμα διαμορφώσει στρατηγική προσέλκυσης των εργατικών ψήφων, αν και δεν παραλείπει να πετάει πού και πού καμιά καλή κουβέντα για το Ronald Reagan.

Για τον Τζο Λίμπερμαν, «κολλητό» του Μακ Κέιν, υποψήφιο αντιπρόεδρο του Al Gore ενάντια στον George W. Bush το 2000 και ανεξάρτητο γερουσιαστή από το Κονέκτικατ, «ο Τζον έχει μια καταπληκτική ευκαιρία» να προσελκύσει τις εργατικές ψήφους.

Για το στρατόπεδο του Μακ Κέιν η πολιτική διαδρομή του Λίμπερμαν λειτουργεί σαν ένα είδος παραβολής: το 2006, αφού έχασε στην εσωκομματική εκλογή, κατέβηκε στις εκλογές κι εξελέγη ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Αποτελεί ζωντανό παράδειγμα για το πώς να κερδίσεις κουβαλώντας στην πλάτη σου -όπως είναι αναγκασμένος να το κάνει ο Μακ Κέιν- την αντιδημοφιλία του Μπους και του πολέμου στο Ιράκ.

Απέναντι στον ειρηνιστή Δημοκρατικό υποψήφιο Ned Lamont που τον υποστήριζε μια συμμαχία από εύπορους Δημοκρατικούς, αριστερίζοντες ακτιβιστές, τους Jesse Jackson και τον Al Sharpton ο Λίμπερμαν αντιπαράθεσε χαμηλόμισθους Δημοκρατικούς (τον ψήφισε το 33% των Δημοκρατικών ψήφων) το 55% των ανεξάρτητων και το 70% των Ρεπουμπλικάνων, και κέρδισε άνετα, με 10% διαφορά.

Αυτοί οι υπολογισμοί μοιάζουν κάπως μπακαλίστικοι, αλλά η προσέλκυση των πατριωτών λευκών Αμερικανών «πατάει» σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για την Αμερική.

Ο Λίμπερμαν λέει πως η λαϊκή βάση του Δημοκρατικού κόμματος, δε θέλει να δει τις ΗΠΑ να χάνουν τον πόλεμο του Ιράκ, ενώ κατανοεί πως μία ήττα από την «αλ κάιντα» εκεί θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές.

«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, που ανήκουν την παράδοση των Truman και Kennedy, που ναι μεν δεν βάζουν ταμπέλες στις απόψεις τους, αλλά θεωρούν πως είναι σημαντικό η Αμερική να έχει ψηλά το κεφάλι. Διαθέτουν ένα είδος νομιμοφροσύνης προς την πατρίδα τους. Ο Τζον επικοινωνεί με αυτούς τους ανθρώπους. Είναι πρακτικός. Μιλάει χωρίς φιοριτούρες. Είναι κατανοητός», επιμένει ο Λίμπερμαν.

Ο Λίμπερμαν χαρακτηρίζει τον Μακ Κέιν ανεξάρτητο, αποφεύγοντας την σχέση του με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Θεωρεί τον Ομπάμα αριστερίζοντα και «κλιντονικό» Δημοκρατικό, που προσποιείται πως υπερβαίνει τα κόμματα. Λέει επίσης πως ο Ομπάμα προσπάθησε ανεπιτυχώς να υπερβεί και την φυλετική του ταυτότητα.

Σε μια συζήτηση την περασμένη εβδομάδα, ο Λίμπερμαν δε συσχέτισε το χρώμα του δέρματος του Ομπάμα με την απήχησή του στην εργατική τάξη, τους ανεξάρτητους ή τους ισπανόφωνους ψηφοφόρους. Προτίμησε να χαρακτηρίσει «θαυμαστή εκδήλωση μαύρης υπερηφάνειας» τα ποσοστά της τάξης του 90% των μαύρων που τον υποστηρίζουν -σχεδόν το ίδιο πάντως με το 89% των μαύρων που υποστήριζε τον John Kerry ενάντια στον Τζορτζ Μπους το 2004.

Αλλά ο Paul Begala, πολιτικός σύμβουλος και υποστηρικτής της Κλίντον, έθεσε «το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων» όταν δήλωσε στο CNN την περασμένη εβδομάδα πως «δεν μπορούμε να κερδίσουμε με κουλτουριάρηδες και Αφροαμερικανούς».

Η ίδια η Κλίντον υπογράμμισε τη σημασία της εργατικής ψήφου για τον Μακ Κέιν λέγοντας πως είναι εκείνη, και όχι ο Ομπάμα που θα μπορούσε να συσπειρώσει «τους ανθρώπους που χρειάζεται ο Μακ Κέιν για να κερδίσει στις επόμενες εκλογές». Πρόσθεσε πως οι ηλικιωμένοι και οι ρωμαιοκαθολικοί συγκαταλέγονται στους ευάλωτους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους.

«Έχουμε ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα εδώ» ισχυρίστηκε η Κλίντον, υπογραμμίζοντας τη χαμηλή υποστήριξη που έχει ο Ομπάμα ανάμεσα στους «σκληρά εργαζόμενους Αμερικανούς, τους λευκούς Αμερικανούς». Τα σχόλιά της βασίζονταν σε μια δημοσκόπηση του «ασοσιέιτεντ πρες» (ΑΡ), που συμπέραινε πως «οι εργαζόμενοι λευκοί προτιμούν κατά πολύ την Κλίντον από του Ομπάμα, κι η άποψή τους για το γερουσιαστή του Ιλινόι χειροτερεύει διαρκώς τον τελευταίο χρόνο».

Κι έτσι επανερχόμαστε στους μαθηματικούς υπολογισμούς του Τσάρλι Μπλακ και σε μια δημοσκόπηση του «γκάλοπ», που έδειξε πως σχεδόν το 30% των Δημοκρατικών υποστηρικτών της Κλίντον θα ψηφίσουν τελικά υπέρ του Μακ Κέιν, εφόσον αυτός αντιμετωπίσει το Νοέμβριο τον Ομπάμα.

Θεωρητικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να κρίνει την προεδρία. Ο Λίμπερμαν εκτιμά πως ο Μακ Κέιν θα ψηφιστεί από πάνω από τους μισούς ανεξάρτητους, και -καθώς είναι μετριοπαθής σε ζητήματα μετανάστευσης- αναμένει να πάρει στους ισπανόφωνους πάνω από το 45% που είχε πάρει ο Μπους το 2004.

Φυσικά ο Ομπάμα θα χτυπήσει με όλη του τη δύναμη στο ζήτημα του Ιράκ, λέει ο Λίμπερμαν -και θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την ενδεχόμενη προεδρία Μακ Κέιν ως μία τρίτη θητεία του Μπους, όπου αυτός θα κυβερνά με ψευδώνυμο

Τι άλλο να κάνει; Το ερώτημα όμως είναι άλλο: πώς μπορεί να καταφέρει ο Ομπάμα να πείσει τη λευκή εργατική τάξη πως δεν είναι ένας μπελαλής ριζοσπάστης;

Θα μπορούσε ίσως να εμφανιστεί ως πολύ δυναμικός στα εθνικά θέματα. Ας πούμε πως δεν είναι άλλος ένας Jimmy Carter (το πρώτο θύμα των «ριγκανικών Δημοκρατικών»). Ας πούμε πως, χωρίς να θίγει την κοινωνική συνείδηση του Δημοκρατικού κόμματος, υιοθετεί στην εξωτερική πολιτική ακριβώς όσα έχει πει... στο βιβλίο του, «τολμώ να ελπίζω».

Σύμφωνα με τον Ομπάμα εκείνου του βιβλίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παραμείνουν ο αστυφύλακας του κόσμου. Έχουν το δικαίωμα να προχωρούν σε μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις. Το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ δεν πρέπει να μπορεί να περιορίζει τις αμερικανικές επιλογές.

Αν το επαναλάβει αυτό με αρκετή έμφαση, μπορεί ίσως να διαψεύσει τους υπολογισμούς του Τζο Λίμπερμαν στο τι θα ψηφίσουν τελικά οι λευκοί μισθοσυντήρητοι -και σε ποιον θα χαρίσουν την προεδρία.

Στο κάτω-κάτω, δεν πρόκειται παρά για πολιτική. Η Samantha Power, μία σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα, που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν χαρακτήρισε «τέρας» τη Χίλαρι λέει για το παλιό της αφεντικό: αν βρεθεί στο Λευκό Οίκο «όλοι ξέρουμε πως δεν πρόκειται να βασιστεί στα σχέδια που ετοίμασε όταν ήταν γερουσιαστής ή υποψήφιος για την προεδρία».

John Vinocur είναι αρχισυντάκτης της "International Herald Tribune". Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 13-5-2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Friday, May 16, 2008

"31" και "Αυτός, Αυτή και τα Αυτά": 2 θεατρικές παραστάσεις για τη γενιά των 700 ευρώ

Ο κάνθαρος, ένας καινούργιος θίασος από την Πάτρα, παρουσιάζει δυο νέες του δουλειές στην Αθήνα, για πρώτη φορά, σε συνεργασία με τον αδελφικό αθηναϊκό θίασο, τους AbOvo.

Οι παραστάσεις «31» και «Αυτός, Αυτή κι Αυτά», που θα παιχτούν στο θέατρο Χώρα –Αμοργού 20 στην Κυψέλη – στα πλαίσια του Bob Theatre Festival στις 12, 14, 15, 17 και 18 Μαΐου 2008 στις 19.00 στη σκηνή της Μικρής Χώρας, φτιάχτηκαν από το μηδέν με το υλικό που δίνει η καθημερινή σύγκρουση με τα προβλήματα και τις προκλήσεις των νέων ανθρώπων και συγκεκριμένα της γενιάς των 700 ευρώ. Μας έστειλαν email και δημοσιεύουμε την πρόσκληση για τις παραστάσεις. Εμείς θα πάμε.

Τετάρτη 14, Πέμπτη 15 και Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Στην πρώτη παράσταση, ο Φώτης, ένας overqualified τριαντάρης με όνειρο μια θέση στο δημόσιο, περνάει από τη μόνιμη γκρίνια σε μια ζωή γεμάτη ευθύνες αλλά και επιλογές.

Μετά από ένα πτυχίο, έναν μεγάλο έρωτα, ένα μεταπτυχιακό, έναν μεγάλο χωρισμό, ένα δεύτερο μεταπτυχιακό, μια δωδεκάμηνη θητεία, δυο διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ και ισάριθμες αποτυχίες, κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο των μεγάλων, περιστοιχισμένος από τις γυναίκες της ζωής του. Μια performance για τα παιδιά των 700€ που έχουν τα πάντα και δεν τους ανήκει τίποτα, τις συνεχείς τους εξετάσεις, τα όνειρά τους για μια θέση στο Δημόσιο, τις προσδοκίες τους που γίνονται άγχη και το μακρύ δρόμο προς την ενηλικίωση.

Με τον Γιώργο Αγγελόπουλο και τη Σωσώ Χατζημανώλη.

Σύλληψη – σκηνοθεσία: Γιώργος Αγγελόπουλος

Σκηνικά – κοστούμια: Νόρα Πορτέκη

Μουσική επιμέλεια: Κώστας Σαλλής

Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλλα Σκορδαρά

Δευτέρα 12, Τρίτη 13 και Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Στη δεύτερη παράσταση, ο Φοίβος και η Τζένη, δύο «επιτυχημένοι» νέοι, που έχουν ο ένας τον άλλον κι ο καθένας τη ζωή του, λύνουν και δένουν τα προβλήματά τους. Μια performance για τις σύγχρονες σχέσεις, την «ασυμφωνία χαρακτήρων», τη δέσμευση και το lifestyle.

Παίζουν: Γιάννης Σαρακατσάνης, Στέλλα Σκορδαρά

Σκηνοθεσία: Γιώργος Αγγελόπουλος

Κοστούμια: Ζωή Ξεμαντήλωτου

Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Αγγελόπουλος, Αλέξης Ιωάννου

Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Αγγελόπουλος

και...για να μη ξεχνιόμαστε...

από την ιστοσελίδα του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα

Wednesday, May 14, 2008

ΕΡΤ: Από δημόσια ξανά κρατική

Η ματαίωση της προγραμματισμένης προβολής του ντοκυμανταίρ «Επιβιώνοντας στην Ελλάδα με 700 ευρώ» καθώς και της προγραμματισμένης έρευνας του επιτελείου του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα στην Κίνα για τις ανάγκες του ντοκυμανταίρ «Από τον Μάο στους Ολυμπιακούς Αγώνες», συνιστά καθαρή περίπτωση λογοκρισίας και φίμωσης της ελευθερίας του λόγου.

Η ανακοίνωση που εξέδωσε το Ρ.Χ.Ζ. το βράδυ της Δευτέρας δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Προφανώς, κάποιοι στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια δεν επιθυμούν σ’ αυτή τη φάση να παρουσιαστεί το θέμα της γενιάς των 700 ευρώ στην κρατική τηλεόραση. Ενδεχομένως, επειδή η παρουσίαση του θέματος θα ενισχύσει την κοινωνική κριτική ενάντια στη ΝΔ σε μια αρνητική γι’ αυτήν οικονομική συγκυρία (ακρίβεια, επιβράδυνση ανάπτυξης κοκ). Ας σημειωθεί επίσης ότι η ομαδική συνέντευξη τεσσάρων μελών της G700 μαζί με το Δημήτρη, θύμα εργοδοτικής ασυδοσίας και πρωταγωνιστή μιας ιστορίας εργασιακής τρέλας, είχε ζητηθεί να μην συμπεριληφθεί στην εκπομπή για λόγους «κακής ποιότητας της βιντεοσκόπησης».

Ας μη γελιόμαστε όμως. Σημαντικό, ίσως μάλιστα και τον κύριο ρόλο στη ματαίωση των εκπομπών του Στέλιου Κούλογλου να έπαιξε η προηγούμενη εκπομπή του Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα με θέμα το βίο και πολιτεία του Ρώσου πρώην προέδρου κου Πούτιν, η οποία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια των ενεργειακών διαπραγματεύσεων Ελλάδας Ρωσίας. Λογικά ΚΑΙ η απόφαση να μη θιγεί η Κίνα, μέσα από ενδεχόμενες περιγραφές για τα κακώς κείμενα του κινεζικού καθεστώτος, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παράνομη πενηνταετή κατοχή του Θιβέτ παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων. Άλλωστε, με λύπη θυμόμαστε την αντίστοιχη υποβάθμιση σχεδόν απόκρυψη από την ΕΡΤ της διαμαρτυρίας των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα για τις αθλιότητες στο Θιβέτ κατά την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην Ολυμπία.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η λύση της συνεργασίας του δημοσιογράφου Στέλιου Κούλογλου με την ΕΡΤ, ΔΕΝ αποτελεί μια αθώα απομάκρυνση ενός στελέχους από έναν συνηθισμένο μιντιακό οργανισμό που αναδιοργανώνει το προσωπικό του, επαναπροσδιορίζει τους στόχους του, προσδιορίζει την εμπορική του πολιτική και γι’ αυτό απολύει κάποιους.

Αντιθέτως, ο τερματισμός των μεταδόσεων των εκπομπών «Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα» και «Θεματική Βραδιά» για την επόμενη τηλεοπτική σεζόν, έπειτα από 13 πετυχημένα συναπτά έτη(!!!), συνιστά μια άνωθεν πολιτική παρέμβαση που σχετίζεται άμεσα με το ιδεολογικό περιεχόμενο της δημοσιογραφικής έρευνας, τον τρόπο παρουσίασης των πορισμάτων της και τη σημερινή πολιτική συγκυρία.

Το κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι εάν και κατά πόσο η ματαίωση των εκπομπών και η λύση της συνεργασίας των δύο πλευρών σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου ήπιου και γι’ αυτό ύπουλου μακαρθισμού στα κρατικά Μέσα. Μήπως άραγε οι πολιτικοί προϊστάμενοι της ΕΡΤ έκριναν ότι ήλθε πια ο καιρός για μια πιο καθαρόαιμη συντηρητική ιδεολογία στο πρόγραμμά της; Και με βάση αυτή την ιδεολογική αυθεντικότητα επιθυμούν να κριθούν και να αξιολογηθούν όλοι; Μήπως επιθυμούν λιγότερο πλουραλισμό και πολυφωνία στην κρατική τηλεόραση; Οι εξελίξεις θα μιλήσουν από μόνες τους.

Η γενιά των 700 ευρώ, πάντως, που πληρώνει κάθε μέρα το κόστος της συντήρησης του μεταπολιτευτικού status quo στην οικονομία, ανησυχεί ιδιαίτερα με τέτοιου τύπου αυταρχικές πρακτικές. Σαν G700 δηλώνουμε ότι με τις όποιες δυνάμεις μας θα αντισταθούμε σθεναρά υπερασπιζόμενοι τις αξίες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Καταρχάς ζητάμε να παιχτούν όλες και ολόκληρες οι επίμαχες εκπομπές και απαιτούμε ουσιαστικό κοινωνικό έλεγχο και λογοδοσία της ΕΡΤ την οποία σε τελική ανάλυση την πληρώνουμε ακριβά από την τσέπη μας.

Tuesday, May 13, 2008

Θύμα λογοκρισίας ο Στέλιος Κούλογλου λόγω Κίνας και γενιάς των 700 ευρώ!!

Ανοιχτή επιστολή από την ομάδα του Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα και της Θεματικής Βραδιάς.

Θύμα λογοκρισίας το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα και η Θεματική Βραδιά!

12-5-2008

Με επίσημο δελτίο τύπου που εξέδωσε η ΕΡΤ σήμερα, Δευτέρα 12-5, ανακοινώνει τη λήξη της συνεργασίας της με την εκπομπή. Αναλυτικά η ΕΡΤ αναφέρει:

«Έπειτα από συνάντηση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ΕΡΤ κ. Χρήστου Παναγόπουλου και του Γενικού Διευθυντή Τηλεόρασης, κ. Δημητρίου Γόντικα με τον δημοσιογράφο κ. Στέλιο Κούλογλου, ανακοινώθηκε στον κ. Κούλογλου ότι δεν θα συνεχιστούν στην επόμενη τηλεοπτική σεζόν οι εκπομπές ‘Θεματική Βραδιά’ και ‘Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα’. Η ΕΡΤ ευχαριστεί τον κ. Κούλογλου για τη συνεργασία του.»

Στη συνάντηση ο κ. Παναγόπουλος είπε στον κ. Κούλογλου ότι η συνεργασία με την εκπομπή δε θα συνεχιστεί επειδή απλά... "δεν του αρέσει"...

Το παρασκήνιο της ανακοίνωσης αυτής εξηγεί καλύτερα η επιστολή που προηγήθηκε και εστάλη από τον Στέλιο Κούλογλου προς το γενικό διευθυντή της ΕΡΤ:

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ- ΕΡΤ

Kύριε Γόντικα,

Εδώ και ένα μήνα περίπου μάταια προσπαθώ να εξασφαλίσω μια επιστολή από την ΕΡΤ, ώστε να βγάλω δημοσιογραφική βίζα για την Κίνα. Μόλις χθες με ειδοποιήσατε μέσω του κ. Αναστασόπουλου ότι η διοίκηση δεν θέλει να προβάλω εκπομπή για την Κίνα. Για το ντοκιμαντέρ «Από τον Μάο στους Ολυμπιακούς Αγώνες» έχουν γίνει ήδη όλες οι προετοιμασίες (εισιτήρια, διαμονή και εταιρεία παραγωγής στο Πεκίνο), έχει συλλεχθεί αρχειακό υλικό καθώς έχουν γίνει ήδη συνεντεύξεις, όπως με την βιογράφο του Μάο. Αδυνατώ να πιστέψω ότι υπάρχουν «πολιτικοί λόγοι» για την άρνηση σας, θέλω να ελπίζω ότι πρόκειται για παρεξήγηση και σας ζητάω να με διευκολύνετε, γιατί χωρίς δημοσιογραφική βίζα η έρευνα στην Κίνα γίνεται δυσκολότερη.

Εν τω μεταξύ από διάφορες πηγές μέσα στην ΕΡΤ μαθαίνω ότι η εταιρεία δεν θα ανανεώσει την συνεργασία μαζί μου για την ερχόμενη τηλεοπτική χρονιά. Αυτό μου προκαλεί έκπληξη καθώς είναι γενικώς αποδεκτό ότι και οι δύο εκπομπές που παρουσιάζω δεν υστερούν σε ποιότητα των υπόλοιπων του σταθμού. Από οικονομικής πλευράς είναι αποδοτικές λόγω των πολλών διαφημίσεων (έφτασα να έχω φέτος 16 λεπτά διαφημιστικά σποτ μέσα σε μια ώρα), ενώ και από πλευράς θεαματικότητας (5% Μέσος όρος το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα και 4.1% η Θεματική Βραδιά, φέτος) ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο της ΕΤ-1.

Ως αιτία για τη διακοπή της συνεργασίας αναφέρεται το περιεχόμενο των εκπομπών μου και ειδικότερα το γεγονός ότι προγραμμάτισα την προβολή της έρευνας για την γενιά των 700 ευρώ και την ακρίβεια, παρότι η διοίκηση μου ζήτησε να την ματαιώσω. Επειδή σε εκπομπές όπως αυτές που παρουσιάζω ο προγραμματισμός (ταξίδια, ντοκιμαντέρ κλπ) ξεκινάει από τον Ιούνιο θα ήθελα να με ενημερώσετε το συντομότερο δυνατόν αν θα συνεχισθεί ή όχι η συνεργασία μας.


9-5-2008

Μετά τιμής,

Στέλιος Κούλογλου.

Monday, May 12, 2008

Η ακρίβεια είναι διαρθρωτικό πρόβλημα

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ) η Ελλάδα κατέχει τα σκήπτρα της ακρίβειας στην Ευρώπη. Οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται να αγοράζουν έως 168% ακριβότερα σε σύγκριση με τους Γερμανούς ή τους Ολλανδούς. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι για ένα καλάθι με 86 προϊόντα, ο Έλληνας πληρώνει 215,7 ευρώ και ο Γερμανός 162,7. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η ακρίβεια, δηλαδή ο πληθωρισμός, είναι εισαγόμενη. Οφείλεται στην εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου και των τροφίμων, του γνωστού πλέον σε όλους «αγροπληθωρισμού». Πολύ βολική δικαιολογία για μια παράταξη που το 2004 επένδυσε στην «ακριβολογία» υποσχόμενη την αποκατάσταση του υγιούς ανταγωνισμού, και τέσσερα χρόνια μετά κινδυνεύει να απολέσει μία σημαντικότατη κατάκτηση όλων των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 90, τη σταθερότητα των τιμών.

Η πικρή, για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλήθεια είναι ότι το πληθωριστικό σπιράλ που έχει εκτοξεύσει τον δείκτη τιμών καταναλωτή στο 4,4% τους τελευταίους τέσσερις μήνες, δίνοντας πλέον άλλη διάσταση στο πρόβλημα της ακρίβειας, είναι μόνο μερικώς εισαγόμενο.

Κυρίως, οφείλεται σε δομικές-διαρθρωτικές αδυναμίες των ελληνικών αγορών προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και στην κυβερνητική ανικανότητα να τις αντιμετωπίσει. Αυτό άλλωστε αποδεικνύει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει δομικό πληθωρισμό (πλην πετρελαίου και εποχικών διακυμάνσεων) 2,9% με 3%, δηλαδή μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα πάνω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Είναι βέβαιο ότι από τη στιγμή που είμαστε η 6η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη στην τιμή του πετρελαίου στο διυλιστήριο (προ φόρου τιμή καυσίμου) δεν μας φταίει η διεθνής κρίση, αλλά το ολιγοπώλιο που υπάρχει στην ελληνική αγορά πετρελαίου.

Από τη στιγμή που ακόμα και κατεξοχήν ελληνικά προϊόντα, όπως είναι η φέτα και οι πιπεριές Φλωρίνης, πωλούνται ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, ε, τότε και πάλι δε μας φταίει η εκτόξευση της διεθνούς τιμής των σιτηρών και του ριζιού, αλλά μάλλον κάτι «παίζει» με την ομαλή λειτουργία των εγχώριων αγορών προϊόντων, με τα μανάβικα (μπουτίκ φρούτων) και τα σούπερμαρκετ.

Από τη στιγμή που οι κατώτατες αμοιβές, συμβολαιογράφων, δικηγόρων, μεσιτών, μηχανικών ορίζονται ως συγκεκριμένο ποσοστό επί της αντικειμενικής αξίας ενός ακινήτου, τα περιθώρια κέρδους των φαρμακοποιών τίθενται εκ των προτέρων σε υψηλά επίπεδα από το κράτος, και οι τιμές για παροχή σημαντικότατων για την οικονομία και την κοινωνία υπηρεσιών ορίζονται με τερτίπια και άνωθεν εντολές που μοναδικό αποτέλεσμα έχουν να τις φουσκώνουν, ΕΙΝΑΙ και πάλι προφανές ότι η ακρίβεια σ΄αυτές τις περιπτώσεις δεν προκαλείται από τη διεθνή οικονομική κρίση, αλλά από την πολιτική επιλογή για αντίστροφη αναδιανομή πλούτου από το λαϊκά εισόδημα στην τσέπη των βολεμένων.

Τέλος, και όχι λιγότερο σημαντικά, όταν οι τράπεζες ρίχνουν αφειδώς και με ανεύθυνο τρόπο χρήμα στην αγορά, μέσω της καταναλωτικής πίστης, σε άτομα που δεν το σηκώνει η αντικειμενική τους εισοδηματική δυνατότητα, δεν φταίει η διεθνής κρίση, αλλά η αδυναμία να θεσμοθετηθούν κριτήρια υπεύθυνου δανεισμού, όπως ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Με λίγα λόγια το συμπέρασμα είναι ότι όπου λειτουργεί ομαλά η αγορά και όταν ο ανταγωνισμός είναι υγιής, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην αγορά ηλεκτρικών ειδών, οι τιμές είναι χαμηλές, ανταγωνιστικές με τις ευρωπαϊκές με αποτέλεσμα να ενισχύουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών . Όπου υπάρχουν στρεβλώσεις συνοδευόμενες από απληστία οι τιμές ανεβαίνουν και το παραγόμενο προϊόν μειώνεται, ροκανίζοντας το εισόδημα όλων.

Ας σοβαρευτούν λοιπόν οι αρμόδιοι. Ειδικά η γενιά των 700 ευρώ δεν έχει την πολυτέλεια ενός καλπάζοντος πληθωρισμού.

Sunday, May 11, 2008

Ουδέν κακόν...

Από τον Paul Krugman*

Ας ευχηθούμε -γιατί είναι όντως πιθανόν- να έχει παρέλθει το χειρότερο μέρος της οικονομικής κρίσης. Αν όμως, σταυεροποιηθούν οι αγορές, ίσως εξανεμισθούν οι πιθανότητες μιας θεμελιώδους μεταρρύθμισης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κι αυτό σημαίνει πως η επόμενη κρίση θα είναι μάλλον χειρότερη.

Μετά την κρίση που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν ρυθμίσεις στο τραπεζικό σύστημα, που δούλεψε καλά για 50 χρόνια. Τελικά, όμως, η Wall Street κατήργησε τις ρυθμίσεις. Η κυβέρνηση θα είχε αναθεωρήσει τους κανόνες, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τη λατρεία της ελεύθερης αγοράς που είχε επικρατήσει.

Αντιθέτως, ο Άλαν Γκρίνσπαν εγκωμίαζε τις αρετές της χρηματοπιστωτικής καινοτομίας. Και ύστερα ήρθε η κρίση τον περασμένο Αύγουστο όταν οι επενδυτές αντελήφθησαν το χάος της αγοράς στεγαστικών δανείων και έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπήρξαμε τυχεροί που αυτή τη σύσκολη περίσταση ήταν πρόεδρος της Fed ο Μπεν Μπερνάνκι καθώς έχει μελετήσει σε βάθος τόσο τη Μεγάλη Ύφεση όσο και τη χαμένη δεκαετία της Ιαπωνίας το 1990.

Τώρα γνωρίζουμε πως τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, τα ειδικά επενδυτικά οχήματα και κάθε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρέπει να υπόκειται σε ρυθμίσεις από αυτές που διέπουν τις παραδοσιακές τράπεζες. Προπαντός πρέπει να διασφαλίζεται η κεφαλαιακή τους επάρκεια.

*Ο Paul Krugman είναι οικονομολογός. Το σχόλιό του δημοσιεύτηκε στην International Herald Tribune και η μετάφρασή του στην Καθημερινή στις 10-5-2008.

Saturday, May 10, 2008

Τα δημογραφικά στοιχεία κυριαρχούν!

Από τον Ντέιβιντ Μπρουκς*

Demography is king
© International Herald Tribune

Εδώ και πενήντα πέντε χρόνια, κάθε Τρίτη το 80% των τηλεθεατών, ανεξαρτήτως ηλικίας, συντόνιζαν τους δέκτες τους στο σόου του Μίλτον Μπερλ (Milton Berle). Δεκάδες εκατομμύρια -πλούσιοι και φτωχοί- συνεργάζονταν στις οργανώσεις των «ελκς» και των «ρόταρι». Πολύ περισσότερα εκατομμύρια αστών και αγροτών διάβαζαν περιοδικά «ποικίλης ύλης» σαν το «λουκ» και το «λάιφ». Εκείνες τις μέρες ο τραπεζίτης και ο υπάλληλος παντοπωλείου ζούσαν στην ίδια γειτονιά, κι ίσως τα παιδιά τους να ήταν συμπαίκτες στην τοπική ομάδα μπάσκετ μπολ.

Μόνο το 7% των Αμερικανών κατείχε πτυχίο κολεγίου.

Οι καιροί όμως άλλαξαν: τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, μειώθηκαν ορισμένες κοινωνικές ανισότητες (που σχετίζονταν κυρίως με τη φυλή και την εθνότητα). 'Αλλες πάλι, που σχετίζονται κυρίως με την μόρφωση, διευρύνθηκαν. Σήμερα οι μορφωμένοι αποτελούν μια συμπαγή μάζα. Όσοι πήγαν στο κολέγιο συνήθως κατοικούν μακριά από όσους δεν έχουν ανώτερη μόρφωση. Τα ποσοστά διαζυγίων τους, ο τρόπος που ανατρέφουν τα παιδιά τους, είναι ριζικά διαφορετικοί.

Όσοι δεν πήγαν σε κολέγιο όχι μόνο κερδίζουν πολύ λιγότερα, αλλά καπνίζουν περισσότερο, είναι πιο παχύσαρκοι και πεθαίνουν νωρίτερα.

Το εμπόριο, η οικοδομή και η τηλεόραση εντείνουν και ενισχύουν αυτό το διχασμό σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής. Σήμερα υπάρχουν περισσότερες γειτονιές με αμιγή πληθυσμό, και λιγότερες κοινές παναμερικανικές εμπειρίες.

Ο επακόλουθος κοινωνικός διαχωρισμός αναδιάταξε την αμερικανική πολιτική. Συνήθως μιλούσαμε με κομματικούς όρους, για την «κόκκινη» (Ρεπουμπλικανική) και την «μπλε» (Δημοκρατική) Αμερική. Οι φετινές όμως προεδρικές εκλογές ανάδειξαν μία άλλη βαθιά πολιτιστική διαχωριστική γραμμή, εντός του Δημοκρατικού κόμματος, που ξεχωρίζει αυτά που ο Στιούαρτ Ρόθενμπεργκ (Stuart Rothenberg) αποκαλεί «τα δύο Δημοκρατικά κόμματα».

Στη μία πολιτεία μετά την άλλη (με το Ουισκόνσιν να είναι η πλέον απομακρυσμένη περίπτωση), ο Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) επικρατεί σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, με πολλούς μορφωμένους. Η Χίλαρι Κλίντον (Hillary Clinton) νικάει σε πιο αραιοκατοικημένες και υπαίθριες περιοχές, με πολύ λιγότερους μορφωμένους. Ο Ομπάμα κέρδισε στο 70% των κομητειών με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και η Κλίντον στο 90% των λιγότερο «μορφωμένων» κομητειών.

Στη μία πολιτεία μετά την άλλη, ο Ομπάμα νικούσε στις αστικές περιοχές... Η Κλίντον σχεδόν παντού αλλού.

Φέτος, αυτός ο μορφωτικός διαχωρισμός έφτασε να επισκιάζει ακόμα και το περιεχόμενο της προεκλογικής διαμάχης. Το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο αυτών των εκλογών είναι πόσο άχρηστη μοιάζει να είναι η προεκλογική εκστρατεία. Οι υποψήφιοι δαπανούν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις, αλλά δεν κατορθώνουν να στρέψουν το εκλογικό σώμα προς το μέρος τους. Σαρώνουν σε κάποια πολιτεία, αλλά αδυνατούν να αξιοποιήσουν τη θετική συγκυρία στην επόμενη πολιτεία. Κάνουν χονδροειδείς γκάφες, εκφωνούν λαμπρές ομιλίες, τα πάνε καλά ή άσχημα στις τηλεμαχίες, και όλα τούτα λες και δεν επηρεάζουν στο παραμικρό την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Στην Πενσιλβάνια, ο Ομπάμα έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να κερδίσει εργατικές ψήφους από την Κλίντον. Απέτυχε παταγωδώς. Ο «ενωτικός υποψήφιος» απέτυχε να ενώσει.

Σε αυτές τις εκλογές, η πειθώ είναι ασήμαντη· η κοινωνική ταυτότητα είναι το άπαν. Η δημογραφία βασιλεύει.

Κατά τη διάρκεια των ετών, πολλές θεωρίες επιχείρησαν να ερμηνεύσουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ μορφωμένων και μη μορφωμένων. Οι συντηρητικοί αναφέρθηκαν στην «πολιτιστική διαμάχη» μεταξύ των υγιώς σκεπτομένων μαζών και των παρακμιακών «κουλτουριάρικων» ελίτ. Μερικοί προοδευτικοί θεωρούν πως το εισόδημα καθορίζει τα πάντα, κι αναμένουν το ξέσπασμα της λαϊκής δυσφορίας. 'Αλλοι πάλι βλέπουν την κοινωνία μέσα από πιο «ηθικές» κατηγορίες, και ξεχωρίζουν τη διαφωτισμένη μορφωμένη ελίτ από τους ρατσιστές χωριάτες, που καλύτερα να τους κοπεί το χέρι παρά να ψηφίσουν μαύρο.

Καμία όμως από τις θεωρίες αυτές δεν ταιριάζει στα γεγονότα: θα ήταν πιο ακριβές να πούμε πως η χώρα απλά διαμελίζεται ανάμεσα σε διαφορετικές υποκουλτούρες. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει εχθρότητα. Οι Αμερικάνοι νιώθουν μπερδεμένοι για το ποια ακριβώς είναι τα σύνορα μεταξύ τους. Οι κάτοικοι όμως των διαφορετικών γειτονιών απλά αντιλαμβάνονται σταδιακά με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Αναπτύσσουν διαφορετικές, κοινοτικές αντιλήψεις για το τι σημαίνει να είναι κανείς ένας καλός ηγέτης, για το σε τι κόσμο ζουν. Προσδίδουν διαφορετικό περιεχόμενο σε έννοιες όπως «ελευθερία», «ασφάλεια», «αρετή».

Οι κοινωνικές κατηγορίες αρχίζουν να λειτουργούν σαν ξεχωριστές φυλές, με αλλιώτικες κουλτούρες.

Είναι πράγματι απορίας άξιον τι είναι αυτό που κάνει τον Ομπάμα (απόφοιτο της νομικής σχολής του «χάρβαρντ») τόσο ελκυστικό στους πιο μορφωμένους και την Κλίντον (απόφοιτο της νομικής σχολής του «γιέιλ») τόσο θελκτική στους λιγότερο μορφωμένους.

Θα υπέθετα πως τα περί ανυστερόβουλης σταυροφορίας του Ομπάμα ακούγονται ευχάριστα στα αυτιά των φίλων του κουλτουριάρηδων, ενώ τα περί αγώνα και αποφασιστικότητας της Κλίντον συγκινούν το «λαουτζίκο».

Αλλά αυτές οι θεωρίες όμως, είναι εξ ανάγκης επιφανειακές. Οι νοητικοί χάρτες με τους οποίους οι διαφορετικές υποκουλτούρες αντιλαμβάνονται τον κόσμο είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι, και δεν είναι πλήρως συνειδητοί ούτε καν από τους φορείς τους. Οι άνθρωποι επηρεάζονται από εκατομμύρια αδιόρατα σημεία, από τη «γλώσσα του σώματος», το λεξιλόγιο, τις εκφράσεις του προσώπου, τις πολιτικές θέσεις και τις βιογραφίες των υποψηφίων.

Κάθε προσπάθεια να ανασχηματιστεί ένας υποψήφιος ώστε προσελκύει έξαφνα τους «κουλτουριάρηδες» ή το «λαουτζίκο» είναι αντιπαραγωγική -μάταιος κόπος!

Το ηθικό δίδαγμα είναι πως μπορείς να εξαφανίσεις της πολιτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων, αλλά όχι τις κοινωνικές διαφορές στο εσωτερικό τους.

Υπάρχει και κάτι ειρωνικό σε αυτό: οι ευημερούντες μορφωμένοι προοδευτικοί που λατρεύουν τον Ομπάμα, δαπάνησαν τη μισή τους ζωή στον αγώνα κατά των διακρίσεων και υπέρ της ισότητας. Αλλά τελικά κατεδάφισαν την παραδοσιακή κυριαρχία των «λευκών αγγλοσαξόνων προτεσταντών» (WASP), μόνο και μόνο για να την αντικαταστήσουν με μία νέα κοινωνική ιεραρχία, που ξεχωρίζει τους ανθρώπους στη βάση της μόρφωσης.

Ο David Brooks είναι πολιτικός αναλυτής κι επιφυλλιδογράφος. Η μετάφραση του άρθρου του έγινε από την ομάδα του PPOL.