Wednesday, January 23, 2008

Κεντρική ιδέα της πολιτικής είναι η Αλλαγή!

Από τον Tony Blair*

Αγαπητοί μου φίλοι, καλημέρα,

Θα προσπαθήσω να μιλήσω στα γαλλικά... Σκόπευα να μιλήσω στα αγγλικά, αλλά οι συνεργάτες μου με ενημέρωσαν πως αν το έκανα κανείς δεν θα με καταλάβαινε... Ας είναι! Θα ήθελα πάντως να σας προειδοποιήσω για τα άθλια γαλλικά μου, που τα έμαθα στο Παρίσι εδώ και τριάντα χρόνια, όταν δούλευα σ' ένα μπαρ.

Πρώτα απ' όλα, ευχαριστώ πολύ Νικολά (Σαρκοζί) (Nicolas Sarkozi) για την πρόσκλησή σου κι ευχαριστώ και για την ηγεσία σου. Ευχαριστώ επίσης τον Ζαν Πιερ (Ραφαρέν) (Jean-Pierre Raffarin). Διατηρώ πολύ καλές αναμνήσεις από τη συνεργασία μας όταν ήμαστε κι οι δύο πρωθυπουργοί και κυρίως από την σπουδαία του δουλειά στην επέτειο της «εγκάρδιας συμφωνίας» μεταξύ των χωρών μας. Ζαν-Πιερ, σε σέβομαι και σε θαυμάζω ιδιαίτερα.

Την πρόσκληση για τη σημερινή μου παρουσία την ακολούθησε μία άλλη, να παρευρεθώ στις 31 Ιανουαρίου στη Σορβόννη, μαζί με τους προοδευτικούς ηγέτες της κεντροαριστεράς από όλον τον κόσμο. Πιστεύω πράγματι πως είναι σημαντικό να υπάρχει ανταλλαγή ιδεών μεταξύ δεξιάς και αριστεράς.

Παρελθόν-μέλλον

Στην καλή της εκδοχή, αντικείμενο της πολιτικής είναι η πρόοδος, η αλλαγή, να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως είναι για να προσπαθούμε να τον μετατρέψουμε σε αυτό που θα έπρεπε να είναι. Στην χειρότερη εκδοχή της, που απαντάται υπερβολικά συχνά, αντικείμενο της πολιτικής είναι οι μικροκομματικές παραδόσεις, τα προσωπικά συμφέροντα, θα μπορούσαμε να πούμε εις βάρος της προόδου.

Οι διαφορές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς είναι πραγματικές και θα συνεχίσουν να υφίστανται. Τα πολιτικά κόμματα που περηφανεύονται πως κατάγονται από μεγάλες πολιτικές παραδόσεις, είναι φυσικό να προσπαθούν να τις διαιωνίζουν και να τις εκπροσωπούν όσο καλύτερα μπορούν στο σύγχρονο κόσμο. Σήμερα όμως, εξίσου σημαντική με τη διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, είναι η διάκριση μεταξύ των πολιτικών που αναμασούν το παρελθόν κι εκείνων που στρέφονται στο μέλλον.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με δεξιά και αριστερά, όσο με σωστό και λάθος· με τη διαφορά μεταξύ εκείνων που αρπάζουν το μέλλον από τα κέρατα, που το αντιμετωπίζουν κατάματα, που κατανοούν τη φύση του και το αλλάζουν, και των άλλων, που αποσύρονται στην άνεση των ξεπερασμένων συνθημάτων και των παλιών συνταγών ενάντια σε ασθένειες που εντωμεταξύ έχουν μετασχηματιστεί εντελώς από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν.

Αύριο λοιπόν, εναντίον χτες. Αφορά περισσότερο μια πνευματική κατάσταση, παρά μια πολιτική. 'Ανοιγμα εναντίον κλεισίματος.

Ρεαλιστικός ιδεαλισμός-ουτοπικός ιδεαλισμός

'Ανοιγμα στις δυνατότητες του σημερινού κόσμου, σε δυνατότητες που μοιάζουν να έρχονται από άλλο πλανήτη σε σχέση με εκείνες που διέθετε η γενιά του πατέρα μου. Ετοιμότητα να επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες και να αντιμετωπίσουμε τις απειλές της παγκοσμιοποίησης. Ή κλείσιμο και ζάρωμα, ελπίζοντας πως αν απομακρυνθούμε από αυτόν τον νέο κόσμο, αυτός ίσως να μας αφήσει ήσυχους, να μας προσπεράσει και να συνεχίσει το δρόμο του.

Παρόμοια λόγια ίσως να ακούγονται ζοφερά, ακόμα και τρομακτικά... Σκεφτείτε όμως μια στιγμή τη σύγχρονη ζωή και συγκρίνετέ την με τη ζωή εδώ και δέκα χρόνια. Σκεφτείτε την τεχνολογία: τα άι-ποντ, τα κινητά τηλέφωνα, τη δορυφορική τηλεόραση. Αναλογιστείτε πώς ζούσατε, πώς δουλεύατε στη βιομηχανική εποχή.

Φυσικά, πολλοί ανάμεσά μας δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Εδώ κι έξι μήνες, δεν είχα κινητό τηλέφωνο. Δεν είχα κινητό όταν έμενα στην «Ντάουνινγκ στριτ». Αγόρασα ένα την πρώτη μέρα που έφυγα από εκεί και αμέσως βάλθηκα να μάθω να πληκτρολογώ SMS. Έστειλα λοιπόν ένα μήνυμα σε ένα φίλο, αλλά οι σχετικές μου γνώσεις ήταν τόσο αξιοθρήνητες που δε συνειδητοποίησα πως το μήνυμά μου δεν έγραφε τον αποστολέα του. Μετά από λίγο έλαβα ένα μήνυμα που έγραφε «ποιος είστε;». «Απίστευτο», σκέφτηκα. «Ήμουν ακόμα πρωθυπουργός χτες και σήμερα κιόλας με ξέχασαν!»

Η κόρη μου με διαβεβαιώνει πως το να με βλέπει να προσπαθώ να στείλω ένα SMS, είναι από τα πιο θλιβερά πράγματα που έχει δει. Σαν ελέφαντας που προσπαθεί να πλέξει πουλόβερ.

Αλήθεια, έχετε προσέξει τι μπορούν να κάνουν τα παιδιά από την πιο τρυφερή τους ηλικία; Τα παιδιά μου παρακολουθούν κλασικά δελτία ειδήσεων από σπανίως έως ποτέ. Αλλά το πράγμα πάει πολύ βαθύτερα. Κάθε μέρα, έως το τέλος της ζωής τους, εξαρτώνται από τις ατομικές τους επιλογές, στο τι θα ψωνίσουν, πώς θα εργαστούν, ακόμα και σε ποια χώρα θα ζήσουν.

Η τεχνολογία επηρεάζει όμως πολύ περισσότερο τον κόσμο μας. Αλλάζει τη βιομηχανία, ολόκληρους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Ανάμεσα στις είκοσι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου πόσες υπήρχαν εδώ και είκοσι χρόνια;

Σκεφθείτε π.χ. τη γενετική, και πώς θα επηρεάσει την υγεία και τη νοσηλεία. Και δε μιλάω μόνο για νέες θεραπείες ή φάρμακα, αλλά και για νέους τρόπους εργασίας, που καθιστούν τις παλιές μεθόδους αναχρονιστικές. Για τις επιπτώσεις της ηλεκτρονικής ή του διαδικτύου στο τρόπο που διδάσκουμε π.χ .ή στο περιεχόμενο των μαθημάτων. Ή δείτε τις επιπτώσεις στο μαζικό τουρισμό και στα ταξίδια, όχι μόνο στους νέους προορισμούς που συμπεριλαμβάνονται πια στις επιλογές των παραθεριστών, αλλά και στους λεγόμενους «παραδοσιακούς» τουριστικούς προορισμούς.

Ποια είναι η κεντρική ιδέα όλων των παραπάνω; Είναι απλό, είναι η αλλαγή. Αλλαγή, πάλι αλλαγή και ξανά αλλαγή! Από τη στιγμή που εφαρμόζετε μια αλλαγή, μία καινούργια αρχίζει να διαμορφώνεται. Αυτός είναι ο σύγχρονος κόσμος. Ξεχάστε τη μαζική παραγωγή. Ξεχάστε τη μονιμότητα. Ξεχάστε την επανάπαυση, τουλάχιστο για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να παραμείνουν στην κορυφή. Ξεχάστε το καταφύγιο του δημοσίου τομέα, εφόσον βέβαια εκείνος νοιάζεται να παράσχει στους χρήστες του όσο το δυνατό καλύτερες υπηρεσίες.

Αλλά ποια είναι η κινητήρια δύναμη της αλλαγής; Μήπως κάποιος αχόρταγος επιχειρηματίας, που θέλει να ισοπεδώσει την εργατική δύναμη; Μήπως κάποιος δαιμόνιος πολιτικός, που διψά για συγκρούσεις; E, λοιπόν η αλλαγή πυροδοτείται από τον ίδιο το λαό! Από τις απαιτήσεις του, τις προσδοκίες του, τις προτιμήσεις του, τη βούλησή του να επωφεληθεί όσο μπορεί περισσότερο από τις νέες εξελίξεις.

Το συμπέρασμα λοιπόν που οφείλουν να αντλήσουν τόσο οι δεξιοί όσο και οι αριστεροί πολιτικοί, είναι το εξής: σε έναν κόσμο που αλλάζει, αλίμονο σε όποιον μένει στάσιμος! Είτε σας αρέσει, είτε όχι, είστε αναγκασμένοι να ακολουθήσετε την εξέλιξη, ή να χάσετε, να πέσετε και να γίνετε από κίνημα μνημείο.

Η αλλαγή απαιτεί θάρρος, δέσμευση και κυρίως μεγάλα αποθέματα ενεργητικότητας. Από την άποψη αυτή, είστε τυχεροί που έχετε πρόεδρο τον Νικολά Σαρκοζί. Ένας άλλος ηγέτης, του οποίου το όνομα δε θα αποκαλύψω, μου είπε μια μέρα: «Αυτός ο Σαρκοζί, μοιάζει κινητικός, δεν μοιάζει;». Του απάντησα: «Αλήθεια; Δεν το είχα παρατηρήσει»...

Αυτό τώρα ήταν ένα παράδειγμα βρετανικού χιούμορ, αλλά το βέβαιο είναι πως ο πρόεδρός σας είναι πολύ δραστήριος -και σε όλους τους τομείς...

Ίδιες αξίες, σε έναν καινούργιο κόσμο

Η ενεργητικότητα λοιπόν, η θέληση να κάνεις τις απαραίτητες αλλαγές για να επιβιώσεις σε έναν κόσμο που αλλάζει, αυτό είναι το κλειδί. Αλλά πώς να κάνεις αλλαγές; Ποιο να είναι το περιεχόμενό τους; Ποιες αξίες θα πρέπει να αποτυπώνουν αυτές οι αλλαγές;

Αυτές οι πλευρές μπορούν πράγματι να αποτελέσουν αντικείμενο έντονων συζητήσεων, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο έντονων συζητήσεων!

Κάθε προσπάθεια να αντισταθεί κανείς στην πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης, στη βάση της οποίας βρίσκεται η τεχνολογική εξέλιξη, είναι μάταιη· ακόμα χειρότερα, είναι επικίνδυνη: διότι παριστάνει πως προσφέρει στους ανθρώπους μια επιλογή που δεν υπάρχει: πως μπορούμε δηλαδή να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε την παγκοσμιοποίηση.

Σαν την πλημμύρα, κανείς δεν μπορεί να την απορρίψει... Θα συνεχίσει την πορεία της, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Το να παριστάνουμε πως είναι δυνατό να αποφύγουμε το σοκ της αλλαγής είναι αφύσικο: σαν να ζητάς από τους υπόλοιπους Γάλλους να συμπαθήσουν τους Παριζιάνους! Ξέρετε είναι παντού το ίδιο, σαν να ζητάς από τους βόρειους Βρετανούς να αγαπήσουν τους κατοίκους του Σάρεϊ.

Η ερώτηση που τίθεται, η μόνη ερώτηση που αξίζει τον κόπο, είτε κανείς κλίνει προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά, είναι η εξής: πώς να προετοιμαστούμε καλύτερα;

Με άλλα λόγια: ναι μεν δεν είμαστε εις θέση να αγνοήσουμε την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αποδεχόμαστε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να της δώσουμε θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, διότι η παγκοσμιοποίηση μεταφέρει και θετικές και αρνητικές αποσκευές.

Θα πρέπει να καλοδεχτούμε τις προκλήσεις, να μεγεθύνουμε τις ευκαιρίες, και μάλιστα όχι μόνο για την υψηλόβαθμη ελίτ, αλλά για όλο τον κόσμο, για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, χρώματος δέρματος ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.
-Δεν τίθεται δηλαδή θέμα να εγκαταλείψουμε τις αξίες μας, τις παραδοσιακές μας πεποιθήσεις, που τις αγαπούμε δικαιολογημένα, όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών, την αλληλεγγύη, την ελευθερία.
-Δεν τίθεται θέμα να εγκαταλειφθεί ο ζωτικός ρόλος της πολιτικής και της κυβέρνησης.
-Δεν τίθεται θέμα να αφήσουμε ανεξέλεγκτη την ελεύθερη αγορά να βασιλεύει κι εμείς, ο λαός, να μην κάνουμε τίποτα.

Όχι, αυτός ο νέος κόσμος δεν μας ζητά να εγκαταλείψουμε τις αξίες μας -ή το ρόλο της διακυβέρνησης. Αυτό που απαιτείται από εμάς είναι να εφαρμόσουμε τις αξίες αυτές με διαφορετικό, αποτελεσματικό τρόπο, όπως ταιριάζει σε ένα διαφορετικό κόσμο.

Παρελθόν ή μέλλον. Ρεαλιστικός ή απατηλός ιδεαλισμός.
Όχι σε νέες αξίες, αλλά να σε μία νέα ημερήσια διάταξη πολιτικής δράσης.

Σύγχρονη προοδευτική ατζέντα

Θα πάω ακόμα μακρύτερα. Όπως ίσως γνωρίζετε, είμαι ένας κεντροαριστερός πολιτικός. Πιστεύω σε μία προοδευτική πολιτική: στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήμουν Δημοκρατικός. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είμαι Εργατικός. Στη Γαλλία θα ήμουν... χμμμ, μάλλον στην κυβέρνηση! Όχι, όχι, αστειεύομαι! Μένω πιστός στην πολιτική μου οικογένεια. Θα ήμουν στο «σοσιαλιστικό κόμμα», αλλά στη μεταρρυθμιστική του τάση.

Κυρίως, πιστεύω στην κοινωνική δικαιοσύνη, που είναι μία αξία που συνδέεται με την αριστερά. Και ακούστε το πιο ωραίο: η κοινωνική δικαιοσύνη στο νέο κόσμο δεν χάνει τη σημασία της σε σχέση με τον παλιό, αντιθέτως! Γιατί; Διότι πλαστουργός της νέας οικονομίας μπορεί να είναι η τεχνολογία, αλλά η νέα οικονομία έχει ζωτική ανάγκη από ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής ποιότητας.

Λοιπόν, εφόσον δεν αντιμετωπίζουμε την αδικία, τη στέρηση, τη φτώχεια, αν δηλαδή δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ίσες ευκαιρίες, δεν έχουμε μόνο αποτύχει ηθικά, αλλά και οικονομικά. Επιτέλους, σήμερα η οικονομική ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη πάνε χέρι-χέρι, δεν είναι αντιθετικές έννοιες, όπως στο παρελθόν.

Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της νέας ημερησίας διάταξης για την οποία μίλησα προηγουμένως; Ιδού, σε γενικές γραμμές.

Πρώτον: κατάρτιση, όχι ρύθμιση. Η προστασία των εργαζομένων σήμερα υπηρετείται με εκπαίδευση και κατάρτιση, όχι με ανελαστικές αγορές εργασίας.

Δεύτερον: ενεργητικό, όχι παθητικό κράτος-πρόνοιας. Όταν με άλλα λόγια ένας άνθρωπος καταλήγει -παρά τη θέλησή του- να καταφύγει σε ένα επίδομα, στόχος μας πρέπει να είναι να επιστρέψει στην αγορά εργασίας και όχι να εξαρτηθεί από το επίδομά του. Το κράτος οφείλει να βοηθά, αλλά ο καθένας φέρει ατομική ευθύνη στο να καλυτερεύσει την κατάστασή του.

Τρίτον: ισορροπία μεταξύ εργασίας και οικογένειας, που είναι ο νέος μεγάλος στόχος του κράτους-πρόνοιας. Η βοήθεια που παρέχουμε στις γυναίκες και τους άνδρες της χώρας μας σε ό,τι αφορά τη λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών, τις γονικές άδειες, την ελαστικότητα των ωραρίων, στοχεύει όχι μόνο στην καλύτερη λειτουργία της οικονομίας, αλλά και στην ενίσχυση των οικογενειών.

Τέταρτον: ο κόσμος ζει στην ώρα μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, και το κράτος δεν έχει καμιά δουλειά να διοικεί επιχειρήσεις. Η εμπειρία μου μού δείχνει πως οι επιχειρήσεις πάνε καλύτερα όταν τις διοικούν επιχειρηματίες, όχι δημόσιοι υπάλληλοι.

Από την άλλη χρειάζεται να επενδύουμε περισσότερο στην επιστημονική έρευνα, στη δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, να εξασφαλίσουμε το περιβάλλον εκείνο που επιτρέπει στους επιχειρηματίες και τους ερευνητές να νιώθουν πως μπορούν να πετύχουν. Γιατί αν πετύχουν αυτοί, όλοι θα επωφεληθούμε.

Πέμπτον: αυτός ο νέος κόσμος εξακολουθεί να έχει ανάγκη από τα συνδικάτα. Ο νέος αυτός κόσμος είναι ανασφαλής, αβέβαιος και τα συνδικάτα πρέπει να γίνουν εταίροι της αλλαγής, όχι της αντίδρασης.

Οι ξεπερασμένες επαγγελματικές πρακτικές ίσως να επιτρέπουν σε ορισμένους εργαζομένους να κρατούν τη δουλειά τους λίγο περισσότερο, αλλά επιβραδύνουν την οικονομία και καταπνίγουν τις δυνατότητες να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, για πολλούς άλλους εργαζομένους.

Λοιπόν, σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο που λειτουργούμε τις επιχειρήσεις μέχρι τον τρόπο που κυβερνάμε, από την κατανομή των συντάξεων έως εκείνη των υπηρεσιών υγείας ή της ασφάλειας, είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε, ακολουθώντας τους ρυθμούς της κοινωνικής αλλαγής.

Ευρώπη

Στο βαθμό δε που τα παλιά προβλήματα ξεπερνιούνται, εμφανίζονται καινούργια.
Σήμερα, η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι εντελώς απαραίτητο να καταλήξουμε σε μία νέα συμφωνία για την κλιματική αλλαγή.

Σήμερα, η ενεργειακή πολιτική έγινε εκ νέου προτεραιότητα στο δημόσιο διάλογο, με τη δυναμική επανεμφάνιση της πυρηνικής ενέργειας, τομέα στον οποίο η Γαλλία πρωτοπορεί εδώ και πολύ καιρό.

Σήμερα επίσης, διαπιστώνουμε μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα σε όλο τον κόσμο. Γνωρίζετε ποιο είναι το βασικό θέμα της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, που σε πολλές πολιτείες απασχολεί περισσότερο κι από εκείνο της ασφάλειας; Είναι η μετανάστευση!

Κι εδώ έχουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου: αντιμετωπίζουμε όλοι παρόμοια προβλήματα, που οφείλονται στις μεταβολές που φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Μη φαντάζεστε ότι οι συζητήσεις στη Γαλλία είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες στη Γερμανία, την Ιταλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Θα πήγαινα ακόμα μακρύτερα: δεν είναι καν πολύ διαφορετικές από τις συζητήσεις στην Αμερική, τον Καναδά, τη νότιο Αμερική ή την Ασία.

Πράγμα που έχει με τη σειρά του μία επίπτωση: πως τα έθνη μας, η Γαλλία και η Βρετανία οφείλουν να συνεργάζονται. Έστω κι αν κάποτε προτιμάμε το αντίθετο. Έχουμε απίστευτα πολλά κοινά στοιχεία.

...συνεχίζεται σελίδα [2]

*Ομιλία (Discours de Tony Blair) του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου , Tony Blair, στο Γαλλικό UMP , 12 - 1 - 2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Sunday, January 20, 2008

It’s all about μίζ-ness stupid!

Σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για τη διαφθορά στην Ελλάδα το 2007, το 27% των Ελλήνων δήλωσε ότι “λάδωσε” για να κάνει τη δουλειά του μέσα στο 2007 .

Το γεγονός αυτό κατατάσσει τη χώρα μας στην κορυφή της πυραμίδας των “μιζ-ness” στην Ευρώπη, με μόνο τη Ρουμανία (33%) και τη Λιθουανία (29%) να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα.

Τα άσχημα νέα όμως δεν σταματούν εκεί. Πριν από τρία χρόνια, μόλις το 11% των Ελλήνων δήλωνε ότι “λάδωνε” για να εξυπηρετηθεί. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 17% το 2006, ενώ το 2007 φτάσαμε ο ένας στους τρεις πολίτες να δηλώνει ότι δίνει “φακελάκι” για να κάνει τη δουλειά του στο δημόσιο (20%) ή τον ιδιωτικό τομέα (6%).

Παρά τα περί αντιθέτου θρυλούμενα , έχουμε εδώ να κάνουμε με μία παταγώδη αποτυχία της Κυβέρνησης να αντιμετωπίσει ένα διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας τη διαφθορά , το κόστος της οποίας υπερβαίνει το μισό δις ευρώ μόνο για το 2007. Για την ακρίβεια , σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, το συνολικό ύψος των χρημάτων που διακινήθηκαν κάτω από το τραπέζι κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους ανέρχεται σε 613 εκ ευρώ .

Διαφθορά βέβαια δεν είναι μόνο το λάδωμα. Το γνωστό “φακελάκι” ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης χαμηλής διαφθοράς και δεν αποτελεί ούτε την αποκλειστική ούτε τη χειρότερη μορφή του προβλήματος.

Εγκλήματα όπως απειλές, εκβιασμοί, διευκολύνσεις προς ημετέρους και «εξυπηρετήσεις» των δικών μας παιδιών, νομιμοποίηση παραβάσεων (πχ αυθαίρετα, καταπάτηση δημοσίων εκτάσεων, κοκ), αμνήστευση εγκλημάτων, ευκολίες προς συστηματικούς κακοπληρωτές εισφορών και φόρων, και γενικότερα η οποιαδήποτε κατάχρηση μιας θέσης εξουσίας για την απόκτηση προσωπικού οφέλους συνιστούν κραυγαλέες περιπτώσεις υψηλής διαφθοράς.

Δυστυχώς, τέτοια οργανωμένα οικονομικά και θεσμικά εγκλήματα συντελούνται σχεδόν καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους , και το χειρότερο απ' όλα νομότυπα, υπό την καθοδήγηση ορισμένων πολιτικών, την ευγενή χορηγία κάποιων επιχειρήσεων και την ενεργή συμμετοχή αρκετών διοικητικών υπαλλήλων και πολιτών.

Το κόστος τους δε , υπερβαίνει κατά πολύ τη λυπητερή των 613 εκατομμυρίων ευρώ από το γνωστό “φακελάκι”, μετατρέποντας θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών σε προνόμια προς πώληση , και βασικές δημόσιες υπηρεσίες σε υπηρεσίες προς εξαγορά.

Με τέτοια υψηλά επίπεδα διαφθοράς , αλλά και συμμετοχής των Ελλήνων στη διαφθορά, εύλογα γίνεται λόγος για κοινωνία συνενοχής και φαύλο κύκλο της παραβατικότητας ο οποίος δεν λέει να σπάσει. Μάλιστα, η απογοήτευση είναι τόσο έντονη που πολλοί το έχουν ρίξει στη μεταφυσική και τα eugenics ισχυριζόμενοι ότι το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι γονιδιακό.

Είναι όμως έτσι; Φταίει μήπως το αρχέτυπο της λαμογιάς που έχει κωδικοποιηθεί στην ελληνική ψυχή για δεκαετίες και δεν λέει να μεταλλαχθεί με τίποτα σε κάτι περισσότερο ηθικό;

Όχι βέβαια. Το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι δομικό. Πηγάζει πρωτίστως από τους μηχανισμούς κινήτρων, κυρώσεων και ευκαιριών που υπάρχουν στην ελληνική πολιτεία και οικονομία.

Σύμφωνα με την αμερικανίδα νομικό και πολιτική επιστήμονα του Yale , Rose Ackerman , η διαφθορά προϋποθέτει τη συνύπαρξη τριών παραγόντων :

1. τη διακριτική εξουσία που πηγάζει από ένα συγκεντρωτικό σύστημα πολιτικής και διοίκησης και μια ολιγοπωλιακή αγορά
2. τις προσόδους και τα κέρδη που αντλούνται από την άσκηση αυτής της εξουσίας
3. ένα θεσμικό – δικαστικό σύστημα που παρέχει χαμηλές πιθανότητες εντοπισμού ή καταδίκης του φαινομένου.

Εάν μάλιστα οι εύνοιες είναι διαθέσιμες για επιμερισμό και εστιάσιμες, και αν παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα των διάφορων ομάδων να τις εξασφαλίζουν με νόμιμα μέσα , τότε μιλάμε για το πλέον άριστο περιβάλλον στο οποίο μπορεί να ανθίσει η διαφθορά.

Στην Ελλάδα , το ιστορικά διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο καλλιεργεί τις ανωτέρω προϋποθέσεις στο μέγιστο βαθμό: υπαγωγή της δικαστικής στην κυβερνητική εξουσία με ευφάνταστους τρόπους, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια των υπουργών, νομαρχών, δημάρχων, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού να λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς να ελέγχονται ουσιαστικά, καχεκτική νομοθετική εξουσία, παράδοση μη εξάντλησης της αυστηρότητας των Ελλήνων δικαστών, ατιμωρησία για τη μη εφαρμογή από μέρους του κράτους δικαστικών αποφάσεων, παράδοση αναδρομικών ρυθμίσεων και νομιμοποιήσεων παραβατικών συμπεριφορών, αποσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων προς την περιφέρεια χωρίς λογοδοσία και έλεγχο, απίστευτη γραφειοκρατία, κρατικοδίαιτη ανάπτυξη και επιχειρηματικότητα, ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, υποκριτικές ρυθμίσεις για το πολιτικό χρήμα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης .

Τι μπορεί να γίνει;

Δυστυχώς , σε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας παραμένει ισχυρή η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις αυτοκάθαρσης του συστήματος , χωρίς σημαντικές θεσμικές αλλαγές. Αρκεί οι πολιτικοί και τα κόμματα να επιδείξουν ισχυρή βούληση. Αρκεί να γίνουν οι κατάλληλοι χειρισμοί. Αρκεί να έρθει ο πεφωτισμένος ηγέτης που θα τα βάλει με το “τέρας”.

Δυστυχώς όμως , η συγκριτική ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια και απλές εναλλαγές στα πολιτικά πρόσωπα και το πολιτικό προσωπικό.

Όσο απαραίτητα κι αν είναι τα πρόσωπα, όσο αναγκαίος κι αν είναι ο πολιτικός βολονταρισμός , τόσο , κι ακόμα πιο χρήσιμος είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών στη βάση της αρχής της αποκέντρωσης των πάσης φύσεως εξουσιών.

Επιπρόσθετα , όπως έδειξε η επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” στην Ιταλία, η μάχη ενάντια στη διαφθορά κερδίζεται ανά τομείς, σταδιακά και όχι συνολικά, με συνεργασία των κομμάτων ή τουλάχιστον χωρίς να βάζει τρικλοποδιές ο ένας στον άλλο, με στεγανοποίηση των εμπλεκόμενων φορέων και υπηρεσιών, και την καταστολή να έρχεται στο τέλος σκουπίζοντας ότι έχει απομείνει.

Κλείνοντας , θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν είμαστε , ούτε το παίζουμε ειδικοί σε θέματα αντιμετώπισης της διαφθοράς. Με το σημερινό post επιχειρούμε απλώς να φωτίσουμε το πρόβλημα και να το θέσουμε στη σωστή, κατά την άποψή μας δομική-συστημική του διάσταση, αποσυνδέοντάς το από τις συνήθεις απλοϊκές ηθικίστικες ή κομματικές προσεγγίσεις.

Friday, January 18, 2008

Καταρρέουν λοιπόν τα μεσαία στρώματα;

Από τον Γιώργο Παγουλάτο

Ευημερεί τελικά η κοινωνία μας; Ή κλονίζεται υπό το βάρος διευρυνόμενων ανισοτήτων; Κινδυνεύουν τα ευρύτατα μεσαία στρώματα που μας κληροδότησαν οι μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές δεκαετίες;

Σε κάθε τέτοια συζήτηση ελλοχεύει ένας διάχυτος κοινωνικός μιζεραμπιλισμός, με ισχυρές δόσεις τηλεοπτικής δραματοποίησης: «Ενας στους τρεις κάτω από το όριο της φτώχειας!», «Υπερχρεωμένα τα νοικοκυριά!», «Στα ύψη η τιμή της γαλοπούλας!». Στον αντίποδα, η χαζοχαρούμενη ευφορία του lifestyle: τα χιλιάδες πούρα και θηριώδη τζιπ στους δρόμους δεν μπορεί παρά να σημαίνουν ότι η κοινωνία κολυμπά σε πελάγη καπιταλιστικής ευωχίας... Ή μήπως όχι;

Τα δεδομένα συνιστούν ψυχραιμία.

Πρώτον, υπάρχει μια διεθνής τάση διεύρυνσης των ανισοτήτων, που συνδέεται με δομικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, όπως η κινητικότητα του κεφαλαίου, ο φορολογικός ανταγωνισμός, οι ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές.

Δεύτερον, η επιδείνωση των οικονομικών ανισοτήτων οξύνεται στις ΗΠΑ της διακυβέρνησης Μπους, αναγόμενη σε μεταβολές που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Αισθητή είναι η τάση και σε άλλες αγγλοσαξονικές κοινωνίες – τίμημα της ταχύρρυθμης ανάπτυξης και χαμηλής ανεργίας που απολαμβάνουν.

Τρίτον, η τάση είναι λιγότερο αισθητή στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου όμως και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πιο συγκρατημένοι.

Οπως δείχνει η έρευνα του Πάνου Τσακλόγλου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, την τελευταία 25ετία η ανισότητα στην Ελλάδα παραμένει σταθερή ή μειώνεται ελαφρά. Πάντως δεν αυξάνεται. Το ίδιο διάστημα, η σχετική φτώχεια (δηλαδή απόκλιση από το μέσο εισόδημα) επίσης δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα μειώθηκε ελαφρά, ενώ με απόλυτους όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης η φτώχεια μειώθηκε εντυπωσιακά.

Συνεχίζεται δηλαδή η ίδια μακροχρόνια τάση της υποπεριόδου 1974-82, όταν επιτεύχθηκε η σημαντικότερη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα. Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η μακροχρόνια τάση δεν έχει ανατραπεί την τελευταία τριετία, παρά τις οριακές επιπτώσεις μέτρων, όπως η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ ή η μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών των επιχειρήσεων (όμως η πρόσφατη άνοδος των τιμών επιδεινώνει την κατάσταση).

Επομένως, ο παραγόμενος πλούτος (που από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυξάνεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο) συνεχίζει όπως παλιότερα να διαχέεται στην κοινωνία.

Κι όμως, ευρύτατες ομάδες πληθυσμού νιώθουν ότι συμπιέζονται, ότι τα βγάζουν πέρα όλο και δυσκολότερα. Η «γενιά των 700 ευρώ» είναι η πρώτη μεταπολεμικά που κινδυνεύει να ζει χειρότερα από τους γονείς της. Τι συμβαίνει;

Πρώτον, η αίσθηση της συμπίεσης έχει να κάνει όχι τόσο με διεύρυνση της ανισότητας και φτώχειας όσο με δυναμικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των μεσοστρωμάτων.

Αναπόφευκτα σε μια κοινωνία μεσαίων στρωμάτων η κινητικότητα δεν θα είναι μόνο ανοδική αλλά και καθοδική. Επαγγέλματα που κάποτε εξασφάλιζαν ευμάρεια και καταξίωση (γιατροί, δικηγόροι) είναι πλέον υπερκορεσμένα και κακοπληρωμένα. Η είσοδος στον δημόσιο τομέα δυσκολεύει διαρκώς – ιδίως για όσους δεν διαθέτουν κομματικό μπάρμπα στην Κορώνη.

Οι αγορές αλλάζουν ταχύτατα. Οσοι από τύχη, ενόραση ή καλές γνωριμίες βρέθηκαν τον κατάλληλο χρόνο στην κατάλληλη θέση βλέπουν τα εισοδήματά τους να εκτοξεύονται – όπως συνέβη την τελευταία δεκαετία με αρκετές θέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή την υψηλή τεχνολογία. Οι πολλοί άλλοι, με πολύ παρόμοια προσόντα, μένουν πίσω. Ο έντονος ανταγωνισμός δημιουργεί πίεση, άγχος, ανασφάλεια.

Δεύτερον, τα μεσαία στρώματα βιώνουν τη διευρυνόμενη απόσταση μεταξύ υλικών προσδοκιών και πραγματικών επιδόσεων. Αισθανόμαστε ότι οι εισοδηματικές και καταναλωτικές μας δυνατότητες υπολείπονται διαρκώς των επιθυμητών.

Αυτό δεν συμβαίνει επειδή γινόμαστε φτωχότεροι, αλλά επειδή οι καταναλωτικές μας ανάγκες αυξάνονται ταχύτερα, οδηγούμενες και από τον ανταγωνισμό κοινωνικού status. Η σημερινή μεσοαστική οικογένεια είναι πλουσιότερη από την αντίστοιχη χθεσινή, αλλά αισθάνεται φτωχότερη.

Εδώ μπαίνει και η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κάθε χρόνο ανοίγουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ θέσεις που αντιστοιχούν περίπου στο 75% των δεκαοχτάχρονων νέων. Το ποσοστό είναι πανευρωπαϊκά υψηλότατο – και προστίθενται και οι χιλιάδες φοιτητές εξωτερικού και ιδιωτικών κολεγίων.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση διογκώνει τις προσδοκίες των αποφοίτων για επαγγελματική αποκατάσταση αντίστοιχη των τυπικών τους προσόντων. Οι προσδοκίες όμως αυτές είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν επαρκώς. Ιδίως σε μια αγορά εργασίας μπλοκαρισμένη, με υψηλά τείχη που προστατεύουν τους μέσα εις βάρος των απέξω.

Ο πτυχιούχος που δουλεύει delivery ή εργάζεται υπερωρίες για 700 ευρώ έχει προσδοκίες καταρτισμένου εργαζόμενου αλλά αμείβεται σαν ανειδίκευτος. Αυτή η αναντιστοιχία παράγει απογοήτευση. Ακόμα χειρότερα για τις οικογένειες που υφίστανται τη μακροχρόνια ανεργία των πτυχιούχων παιδιών τους. Δεν πρόκειται για φτώχεια – η δοκιμασία τους είναι κυρίως ψυχολογική.

Τέλος, όχι μόνο οι προσδοκίες μας είναι υψηλότερες αλλά και η πληροφόρησή μας καλύτερη. Ανεβάζει διαρκώς τον πήχυ με τον οποίο συγκρίνουμε την προσωπική μας ευμάρεια, εστιάζοντας σε ιστορίες πλούτου και αφθονίας.

Η πληροφόρηση φωτίζει επίσης τις σκοτεινές πλευρές, από επικίνδυνα προϊόντα μέχρι διαφθορά και αναξιοκρατία στις προσλήψεις. Και άλλοτε συνέβαιναν, τώρα όμως τα γνωρίζουμε. Ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης –μέγιστη κατάκτηση της μεταπολίτευσης– παράγει πιο ενημερωμένους και ελεύθερους πολίτες. Οχι απαραίτητα και ευτυχέστερους.

* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 13 - 1 - 2008.

Thursday, January 17, 2008

Η τρίτη αναδιανομή: από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο

Από τον Νίκο Ράπτη*

Ο όρος «δημόσιος χώρος» δεν σημαίνει «το κράτος», αλλά τους χώρους εκείνους όπου όλοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης, χωρίς εισοδηματικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς. Είναι θα λέγαμε ο χώρος όπου εφαρμόζεται η κοινοκτημοσύνη στις σύγχρονες κοινωνίες. Αφορά τους δρόμους, τις πλατείες, τα πάρκα, τα άλση, τις παραλίες.

Σήμερα όμως ο όρος δημόσιος χώρος δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την πρόσβαση στην ποιοτική γνώση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό (πράγμα που καθιστά τα ΜΜΕ, την πολεοδομία και την εκπαίδευση βασικούς πυλώνες του «δημόσιου χώρου»). Ο δημόσιος χώρος λοιπόν επεκτείνεται κι έτσι πρέπει να γίνει με τους τρόπους προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα του, του δικαιώματος των πολιτών στην κοινοκτημοσύνη.

Μεγάλη σημασία στον προβληματισμό αυτόν έχει η εξασφάλιση των υλικών-νομικών όρων ώστε να ασκείται έμπρακτα από όλους τους πολίτες το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην αξιοποίηση του δημόσιου χώρου: αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη δημόσιας παρέμβασης για την εξασφάλιση του τετράπτυχου του δικαιώματος στην ασφάλεια -στην παιδεία -στην υγεία -στη στέγαση και τη μεταφορά για όλους τους κατοίκους.

Ένα από τα σημεία στα οποία το ελλαδικό κράτος μοιάζει στην κυριολεξία με «αποτυχημένο κράτος» είναι ακριβώς η διατήρηση της αναγκαίας ισορροπίας (μεσότητας) στη σχέση δημοσίου-ιδιωτικού χώρου. Η σημερινή Ελλάδα είναι μία χώρα πλήρως εξατομικευμένων ιδιωτών. Η επιταγή «είμαστε στο "εμείς" κι όχι στο "εγώ"» που ο μπάρμπα-Γιάννης θεωρούσε σύμφυτη με την ελευθερία («να ζήσωμεν όλοι μαζί»), τσαλαπατιέται από τους νεοέλληνες κάθε μέρα:

  • Στην πολιτική σφαίρα, οι συλλογικότητες χρησιμεύουν αποκλειστικά ως «αρένες» για να αναπτύσσονται ατομικές στρατηγικές επικράτησης...
  • Τα πολιτικά κόμματα δεν παράγουν ιδέες, προβληματισμούς, κινητοποιήσεις, μόνο «στελέχη».
  • 'Αλλες μορφές συλλογικότητας (δεξαμενές σκέψης, μη-κυβερνητικές οργανώσεις, συνδικάτα, δημοτικές κινήσεις, φοιτητικές παρατάξεις κ.λπ) υπολειτουργούν ή φυτοζωούν.
  • Τα δημόσια αξιώματα κάθε τύπου (στην εκτελεστική, δικαστική, νομοθετική εξουσία, αλλά και στην «τέταρτη» εξουσία) χρησιμεύουν κυρίως για την ακριβή «εκποίησή» τους, προς όφελος του ατόμου που τα κατέχει.

  • Στην κοινωνική σφαίρα, έχουμε διαμορφώσει έναν τρόπο ζωής όπου ο δημόσιος χώρος λειτουργεί μόνο ως υποψήφιο «λάφυρο», και όπου ο συμπολίτης είναι ο «εχθρός», το εμπόδιο που μας εμποδίζει να φτάσουμε στο στόχο μας. Δεν είναι ανάγκη να θυμίσουμε πόση βία, πόση ανισότητα, πόση υπανάπτυξη, πόση ρύπανση και πόση εντέλει δυστυχία παράγει η αντίληψη αυτή.

  • Στην πολιτιστική σφαίρα, η πλήρης εξατομίκευση αναπαράγει την πολιτιστική χυδαιότητα, την αμορφωσιά, την ασχήμια. Αν θεωρήσουμε πως στην κοινωνία μας πολιτισμό παράγουν κυρίως τα ΜΜΕ, η πολεοδομία και η εκπαίδευση, θα συμφωνήσουμε πως στα ΜΜΕ στο βωμό της «τηλεθέασης» θυσιάζεται κάθε δημοσιογραφική δεοντολογία, κάθε αίσθηση καθήκοντος προς τον τηλεθεατή, κάθε απαίτηση για ποιότητα, αλλά και κάθε νόμος, κάθε οικονομική υποχρέωση προς την πολιτεία κ.ο.κ.

  • Στην πολεοδομία η λεηλασία «δημόσιων χώρων» από αυθαίρετους οικιστές κάθε μεγέθους, εκτοπίσματος και σχήματος δημιουργούν όλο και περισσότερους αβίωτους εντέλει οικισμούς, σε ένα είδος «οικιστικού μποτιλιαρίσματος», όπου η επιθυμία του καθένα «να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του» (και μετά δύο και τρία, εδώ που τα λέμε), καταλήγει σε μία κατάσταση όπου κανείς δε διαθέτει ποιότητα ζωής...

  • Στην εκπαίδευση, η υπεξαίρεση της σχολικής και πανεπιστημιακής λειτουργίας από τους εκπαιδευτικούς έχει θέσει στο περιθώριο του συστήματος αυτό που θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών: τα παιδιά μας, τους μαθητές. Σήμερα στην Ελλάδα σχολείο είναι ένα πράγμα που χρησιμεύει να βρουν δουλειά οι εκπαιδευτικοί, όχι για να μάθουν γράμματα τα παιδιά. Τα υπόλοιπα -ολέθρια- ακολουθούν φυσιολογικά...

Φτάνουμε έτσι σε μία κατάσταση όπου έχουμε πλούσια σπίτια αλλά φτωχά δημόσια κτίρια, όπου την ασφάλειά μας την εξασφαλίζουν οι σεκιουριτάδες, την εκπαίδευση των παιδιών μας οι ιδιαιτεράδες, τις μετακινήσεις μας τα «πλούσια» ΙΧ μας (που όμως κυκλοφορούν σε άθλιους, «φτωχούς» δρόμους), και την υγεία μας ο ιδιωτικός ιατρός ή το παχυλό «φακελάκι». Μόνος «δωρεάν» χώρος είναι το σπίτι μας: δε διαθέτουμε πάρκα, δημόσιες βιβλιοθήκες, πεζοδρόμους, εύκολη πρόσβαση σε παραλίες και βουνά, η έννοια «βόλτα στην πόλη» μοιάζει με παραδοξολογία...

Είναι εντελώς προφανές πως προαπαιτούμενο για κάθε παρέμβαση υπέρ της εξισορρόπησης δημοσίου/ ιδιωτικού χώρου στην Ελλάδα είναι:

(α) το ισχυρό κράτος -χρειάζεται μία δημόσια διοίκηση που θα ελέγχει τους παραβάτες, θα καταστέλλει την παρανομία, θα προσφέρει υπηρεσίες ποιότητας, θα προασπίζει την κοινοκτημοσύνη των δημόσιων χώρων. Και ισχυρό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αύξηση της άμεσης φορολογίας και καταστολή της φοροδιαφυγής.

(β) η εμπέδωση του αισθήματος δικαίου -που σημαίνει πως θα χρειαστεί μία κατά μέτωπον σύγκρουση με τους ισχυρούς του προηγούμενου υποδείγματος (πολιτικούς, δικαστές, δημοσιογράφους, διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, μεγαλοϊατρούς, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλοδημοσιογράφους, μεγαλοπανεπιστημιακούς κ.ο.κ) ώστε να τιμωρηθούν για τα ανομήματά τους. Δυστυχώς, έχουμε προ πολλού ξεπεράσει το σημείο εκείνο ανυποληψίας προς τους θεσμούς, πέραν του οποίου οι «ανθρωποθυσίες» είναι απαραίτητες...

Τούτων λεχθέντων, η αναδιανομή από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο θα χρησιμεύσει στο να χρηματοδοτήσει πολιτικές σε τέσσερις πυλώνες:

1. Να μειώσει το φαινόμενο της υποκατάστασης δημοσίων από ιδιωτικές υπηρεσίες -σε μία σειρά τομέων της ζωής μας (υγεία, παιδεία, μετακίνηση, ασφάλεια κ.λπ), έχουμε εγκαταλείψει το δικαίωμά μας στην δημόσια εξυπηρέτηση και πληρώνουμε πανάκριβα ιδιωτικούς παροχείς υπηρεσιών. Θα χρειαστεί να αναπτυχθούν ειδικοί δείκτες και πολιτικές ώστε π.χ. τα ιδιωτικά κέντρα υγείας, τα φροντιστήρια, το ταξί και τα ΙΧ, τα «σεκιούριτι» κ.λπ, να αντικαθίστανται σταδιακά από δημόσια κέντρα υγείας, σχολεία, μέσα μαζικής μεταφοράς, αστυνομία κ.ο.κ.

2. Να μειώσει τα φαινόμενα ιδιοποίησης δημοσίων χώρων-ρόλων προς ιδιωτικό όφελος -σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της ζωής μας ισχυροί ιδιώτες υπεξαιρούν παράνομα δημόσιες λειτουργίες από τις οποίες προσπορίζονται ατομικά οφέλη.

Αυτό μπορεί να αφορά:

  • την πολεοδομία («τραπεζοκαθίσματα» σε πεζοδρόμους, παράνομο παρκάρισμα, διαφημιστικές πινακίδες στους δρόμους κ.ο.κ),
  • την ενημέρωση (λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών διαύλων με αποκλειστικό σκοπό τους εκβιασμούς, την προβολή των ιδιοκτητών τους, την προώθηση διαφόρων επιχειρηματικών συμφερόντων, την προβολή πολιτικών που έχουν καταβάλει αντίστοιχο αντίτιμο κ.ο.κ),
  • την υγεία («φακελάκια», χορήγηση φαρμάκων που δε χρειάζονται, υποβολή σε περιττές εγχειρήσεις κ.ο.κ),
  • την εκπαίδευση (καθηγητές που «υποδεικνύουν» την προσφυγή στην ιδιωτική εκπαίδευση, πανεπιστημιακοί που χρηματίζονται από ερευνητικά προγράμματα ή/και εκμεταλλεύονται οικονομικά ή ερωτικά φοιτητές και φοιτήτριές τους κ.ο.κ)
  • την ασφάλεια (παροχή «προστασίας» από διάφορα κυκλώματα, διάθεση αστυνομικών της ΕΛΑΣ για προστασία «σημαντικών» προσώπων κ.ο.κ)
  • την πολιτική («ρουσφέτια», εξυπηρετήσεις κάθε είδους)

3. Να μειώσει τα φαινόμενα της ανεπάρκειας των δημοσίων παροχών -ενίσχυση, αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα ώστε να αναβαθμίζει συνεχώς τις υπηρεσίες του τουλάχιστο στην παιδεία, την υγεία, την ασφάλεια, τις μετακινήσεις, την προστασία του περιβάλλοντος.

4. Να μειώσει τα φαινόμενα της στυγνής καταπάτησης δημοσίου χώρου -αυθαίρετη δόμηση, οικειοποίηση δημοσίων χώρων, κ.λπ.

Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός , πρώην διευθυντής του «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας» (ΟΠΕΚ) και ιδρυτικό μέλος του PPOL. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική (PPOL) και αποτελεί συνέχεια των άρθρων Ένα πολιτικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα, Δημογραφικό : η ώρα της αναδιανομής, Περιβάλλον: η δεύτερη αναδιανομή.

Tuesday, January 15, 2008

Είναι νέοι οι νέοι πολιτικοί; Μέρος του πολιτικού status quo

Από τον Νίκο Μουζέλη,

Με ποικίλες αντιδράσεις έγινε δεκτή από το στελεχικό δυναμικό των κομμάτων η πρωτοβουλία του κ. Αλ. Αλαβάνου να ανοίξει ο ίδιος τον δρόμο της διαδοχής του και να παραδώσει τη σκυτάλη στη νεότερη γενιά της παράταξής του.

Οι αντιδράσεις για την επιλογή του να προτείνει ως αντικαταστάτη του στην ηγεσία του Συνασπισμού τον 33χρονο κ. Αλ. Τσίπρα, ο οποίος δεν είναι καν βουλευτής, δεν περιορίζονται μόνο στον δικό του πολιτικό χώρο, αλλά διατρέχουν οριζοντίως όλο το πολιτικό σύστημα.

Ο διάλογος για «ανανέωση» έχει ανοίξει. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που, επικαλούμενοι πολλά ιστορικά προηγούμενα, πρόσφατα και παλαιότερα, διεθνή αλλά και εγχώρια, επισημαίνουν ότι η ηλικιακή ανανέωση της ηγεσίας ενός κόμματος παρασύρει και τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο το ερώτημα αν το νέο στην πολιτική συμβαδίζει με την ηλικία του πολιτικού και μόνον υφίσταται καθώς η «μάχη των γενεών» για την είσοδο στο Κοινοβούλιο έχει αρχίσει.

Οι νέοι, ως ψηφοφόροι, θα παίξουν μακρόχρονα κεντρικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Ωστόσο οι νέοι πολιτικοί, δηλαδή αυτοί που έχουν ενταχθεί πρόσφατα στο κομματικό σύστημα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, παίζουν και θα εξακολουθούν να παίζουν συντηρητικό παρά μεταρρυθμιστικό ρόλο.

Και αυτό γιατί η δομή και ο τρόπος ένταξής τους σε αυτό το σύστημα τούς καθιστά μέρος του πολιτικού status quo, μέρος του προβλήματος της πολιτικής αλλαγής. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος που εμποδίζουν τους νέους πολιτικούς (ή/και τους πολιτικούς που είναι νέοι στην ηλικία) να αλλάξουν τα πολιτικά πράγματα.

* Το εκλογικό σύστημα
Για την εκλογή του ο νέος πολιτικός, ιδίως στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, εξαρτάται άμεσα από την τηλεόραση. Οπως είναι γνωστό, η αγορά τηλεοπτικού χρόνου είναι πανάκριβη. Αρα μια βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει ένας νέος υποψήφιος πολιτικό κεφάλαιο είναι η πρωθύστερη απόκτηση οικονομικού κεφαλαίου. Σε μια εποχή όπου οι γόνοι εύπορων οικογενειών, λόγω της γενικευμένης απαξίωσης της πολιτικής, τείνουν να αποφεύγουν την πολιτική καριέρα, ο επίδοξος πολιτευτής είναι αναγκασμένος, για την απόκτηση πόρων, να απευθυνθεί σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Και, βέβαια, οι τελευταίοι αποκτούν συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Με αυτόν τον τρόπο τα πλουτοκρατικά και συγχρόνως έντονα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος αναπαράγονται.

* Η σχέση κόμματος - κοινωνίας
Λόγω της καχεκτικής κοινωνίας πολιτών στη χώρα μας τα κόμματα εξουσίας παίζουν κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα αλλά και σε όλους τους άλλους χώρους της ελληνικής κοινωνίας. Από το πανεπιστήμιο και τα επαγγέλματα ως την τέχνη και τα σπορ, η κομματική λογική διεισδύει και υποσκάπτει τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμών.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχουν σοβαρά αντίβαρα στην κομματικοκρατία. Το κομματικό συμφέρον, κατά συστηματικό τρόπο, υπερισχύει του γενικού συμφέροντος - αφού τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό της ψηφοθηρίας και της λογικής του «πολιτικού κόστους». Υπ' αυτές τις συνθήκες μπορούν οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε πώς η εσωτερική δομή των κομμάτων εξουσίας συνδέεται με το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι.

* Κομματική δομή και πολιτική αλλαγή
Στον Μεσοπόλεμο η άνοδος των μεσαίων στρωμάτων και η είσοδος νέας γενιάς πολιτικών στην πολιτική αρένα αποδυνάμωσε τον «παλαιοκομματισμό», δηλαδή τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα. Δεν άλλαξε όμως τα πελατειακά χαρακτηριστικά των κομμάτων. Απλώς το μεταπαραδοσιακό πελατειακό σύστημα έγινε πιο συγκεντρωτικό: ο έλεγχος των πελατειακών δικτύων πέρασε σταδιακά από τα χέρια τοπικών προυχόντων σε αυτά των εθνικής εμβέλειας ελίτ.

Οπως στον Μεσοπόλεμο έτσι και στη Μεταπολίτευση τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα και η είσοδος νέων ανθρώπων στην ενεργό πολιτική άλλαξαν τη δομή των κομμάτων χωρίς όμως να αλλάξει τα πελατειακά τους χαρακτηριστικά, και αν το πελατειακό σύστημα στον Μεσοπόλεμο έγινε, σε σχέση με αυτό του 19ου αιώνα, πιο συγκεντρωτικό, στη Μεταπολίτευση έγινε πιο μαζικό.

Διότι στη μεταπολιτευτική περίοδο τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατισθούν, χωρίς δηλαδή να αμβλύνουν τα επιμεριστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Και όπως οι πόροι που ελέγχουν οι πολιτικές ελίτ αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, η διαφθορά «μαζικοποιείται».

Το ρουσφέτι, το «λάδωμα», οι παράνομες σχέσεις πολιτικών - κρατικών λειτουργών - επιχειρηματιών διαχέονται από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν τις κυρίαρχες πολιτικές πρακτικές και δομές.

Συμπέρασμα: ο τρόπος εκλογής των υποψηφίων, η κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής και η πελατειακή δομή των κομμάτων εξουσίας συνιστούν εμπόδια τα οποία η νέα γενιά πολιτικών δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει.

Η ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αν και όταν επιτευχθεί, μάλλον θα προέλθει όχι εκ των έσω αλλά κυρίως από δυνάμεις και εξελίξεις εκτός του κομματικοκρατικού συστήματος: από την ανάπτυξη φορέων εντός της κοινωνίας των πολιτών, από την ενδυνάμωση των μέχρι σήμερα καχεκτικών «Ανεξάρτητων» Αρχών, από τα νέα κινήματα, από την αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας που οι μεταϋλιστικές αξίες μιας μερίδας της νέας γενιάς ασπάζονται - καθώς και από τις εξωτερικές πιέσεις που η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργεί.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως οι μεταρρυθμιστικά προσανατολισμένοι πολιτικοί δεν θα μπορέσουν να συνεισφέρουν σε έναν πιθανό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά η συνεισφορά τους θα είναι αποτελεσματική μόνο αν συμμαχήσουν με ανερχόμενες κοινωνικές, εξωκομματικές δυνάμεις (π.χ. οικολογικές, φεμινιστικές, αντιρατσιστικές κλπ.).

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics (LSE). Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 13-1-2008

Monday, January 14, 2008

Οι νεόπτωχοι της διπλανής πόρτας

Μια νέα κοινωνική τάξη διαμορφώνεται από ιδιωτικούς υπαλλήλους, συμβασιούχους, γυναίκες, συνταξιούχους και ανέργους

Από τπν Γιάννη Ελαφρό

Αν στις βιτρίνες καθρεφτίζεται ο νέος πλούτος που παράγεται και συγκεντρώνεται στη χώρα, πίσω απ’ αυτές (ή και διστακτικά στεκάμενη εμπρός τους) απλώνεται η νέα φτώχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι, ακούσιοι «ταξιδευτές» της εργασιακής περιπλάνησης, κάποιοι ακόμα και με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, άλλοι που έφυγαν από το χωριό, εργαζόμενοι που έχασαν τη δουλειά τους σε ώριμη ηλικία, γυναίκες, μέλη μονογονεϊκών ή πολύτεκνων οικογενειών και πολλοί συνταξιούχοι, που αναζητούν μάταια τα «περήφανα γηρατειά», απαρτίζουν τη στρατιά των νέων φτωχών.

Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, οι φτωχοί στην Ελλάδα είναι γύρω στο 20% του πληθυσμού, αν και με βάση τη δυνατότητα (καλύτερα την αδυναμία) κάλυψης βασικών σύγχρονων αναγκών είναι πολύ περισσότεροι. Μεταξύ αυτού του 20%, αλλά και όσων τείνουν να περιπέσουν σε κατάσταση φτώχειας, όλο και περισσότερο συναντάμε νέες κοινωνικές κατηγορίες, τους νεόπτωχους.

Δεν πρόκειται για την παραδοσιακή εικόνα της φτώχειας: κάποιες περιθωριακές ομάδες των πόλεων ή οι ξεχασμένοι της υπαίθρου. Σήμερα η φτώχεια απειλεί ακόμα κι εκείνους που κατείχαν το πάλαι ποτέ βασικό αντίδοτο εναντίον της: μια θέση εργασίας. Σφίγγει στην αποκρουστική αγκαλιά της εργαζόμενους, κυρίως μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. «Η συμμετοχή στην απασχόληση δεν είναι πάντοτε η επαρκής συνθήκη για την αποφυγή της φτώχειας, θέτοντας έτσι το σημαντικό ζήτημα της “φτώχειας εντός της εργασίας” και των “εργαζόμενων φτωχών”», υπογραμμίζει ο κ. Ηλίας Κικίλιας, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. «Οι οικογένειες με έναν εργαζόμενο, οι χαμηλές αποδοχές, ως αποτέλεσμα είτε θέσεων εργασίας κακής ποιότητας είτε και διαστημάτων επαναλαμβανόμενης ανεργίας, η αδυναμία εξεύρεσης πλήρους απασχόλησης, είναι μερικές από τις συνιστώσες του φαινομένου “φτώχειας εντός της εργασίας”», συμπληρώνει.

Ακόμη, η ανάπτυξη της νέας φτώχειας συνδέεται με τη διάλυση του παραδοσιακού προτύπου της οικογενειακής στήριξης, αλλά και της οικογενειακής επιχείρησης. «Παλιότερα, μεγάλο κομμάτι της απασχόλησης κατευθυνόταν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της πόλης ή της υπαίθρου.

Μετά τη δεκαετία του ’90 οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να επιβιώσουν όλο και πιο δύσκολα, με αποτέλεσμα οι νέοι να στρέφονται απευθείας στη μισθωτή εργασία», σημειώνει ο κ. Κικίλιας. «Ομως το όποιο κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα δεν είναι προσανατολισμένο σε μια κοινωνία της μισθωτής εργασίας, με αποτέλεσμα να είναι τελείως αναποτελεσματικό. Για παράδειγμα, ενώ οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι 27%, περίπου όσο και στην Ε.Ε., μειώνουν τη φτώχεια μόλις κατά 3%, όταν στην Ε.Ε. τη μειώνουν κατά 9%», σχολιάζει ο ερευνητής του ΕΚΚΕ.

Την κρίση της μικρής επιχείρησης φωτίζουν τα στοιχεία: Το 81% όσων μπήκαν στη δουλειά το 2006 κατευθύνθηκαν στη μισθωτή εργασία. Αλλά με τι όρους; Σχεδόν ο ένας στους δύο (46%) των νέων μισθωτών εντάχθηκε με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης, η οποία στο Δημόσιο έφτασε το 66%.

Μια τρίτη μεγάλη αιτία για την εμφάνιση της νέας φτώχειας είναι η ραγδαία εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος και της υπαίθρου, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εναπομείνασας νεολαίας της υπαίθρου στα αστικά κέντρα. Η σύγχρονη φτώχεια εμφανίζεται κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται ακόμα πιο ανεπαρκείς οι αμοιβές των νεόπτωχων.

Δύσκολοι καιροί για νέους

Καταρχήν νέοι άνθρωποι, ηλικίας 16 - 24 ετών, όπου τα ποσοστά της επίσημης φτώχειας υπερβαίνουν τον μέσο όρο και φτάνουν το 23%. Δυστυχώς δεν πρόκειται για μια περίοδο προσωρινή, όπως λίγο πολύ συνέβαινε παλιότερα, αλλά αποκτά στοιχεία σταθερότητας, λόγω της καθήλωσης των μισθών και της επέκτασης των νέων μορφών εργασιακών σχέσεων (προσωρινής, μερικής, με σύμβαση, με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), για το β΄ τρίμηνο του 2006, το 41% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα έχει μηνιαίες καθαρές αποδοχές χαμηλότερες των 750 ευρώ, ενώ το 77% χαμηλότερες των 1.000 ευρώ. Για όσους εργάζονται με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, το 61,8% βρίσκεται κάτω των 750 και το 89% κάτω των 1.000 ευρώ. Στη μερική απασχόληση τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: δύο στους τρεις έχουν καθαρό μηνιαίο εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Η μεγάλη πλειονότητα (8 σους 10) είναι γυναίκες! Και δεν μιλάμε για τη «μαύρη εργασία» και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.

Με 850 ευρώ

Οταν το επίσημο όριο φτώχειας (το οποίο θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό), βρίσκεται στα 850 ευρώ τον μήνα (καθαρά και επί 14 μισθούς) για μια τετραμελή οικογένεια, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οικογένειες με ένα εργαζόμενο ή με μερική απασχόληση, πέφτουν σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. «Το ένα στα τρία νοικοκυριά στα οποία εργάζεται μόνο ένας ενήλικος, βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας», λέει ο κ. Κικίλιας. «Παλιότερα ένας εργαζόμενος έθρεφε μια οικογένεια, τώρα δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τον εαυτό του», τονίζει ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Καζάκης.

Οι νέοι εργαζόμενοι μπαίνουν στην παραγωγή με υπεραναπτυγμένες τις νέες μορφές εργασίας, άτυπες και πιο ελαστικές, οι οποίες δημιουργούν αυξημένες ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων, τόσο ως προς την αμοιβή όσο και προς την κοινωνική ασφάλιση, σημείωσε η η κ. Αλίκη Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου, παρουσιάζοντας πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα της ΕΣΥΕ ότι το 43% όσων απασχολούνται με μερική απασχόληση στην Ελλάδα δεν το επιθυμεί (στην Ε.Ε. των 15, το 17%).

Απειλή

Η φτώχεια σήμερα πλήττει και τις πιο τρυφερές ηλικίες, τα παιδιά. Το 19% των ατόμων κάτω των 16 ετών βρίσκεται επίσημα σε κατάσταση φτώχειας. Οι οικογένειες με παιδιά αντιμετωπίζουν πιο έντονα την απειλή της φτώχειας (20,4%). Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά είναι φτωχές σε ποσοστό 31,8% (πολύ πάνω από τον μέσο όρο), άρα καμιά ουσιαστική βοήθεια δεν δίνεται στις οικογένειες αυτές, παρά την «ανησυχία» για την υπογεννητικότητα.

Τεράστιο και αυξανόμενο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες (37,6% σε φτώχεια το 2004, 40,7% το 2005), μια κατάσταση που πληθαίνει στην εποχή μας.

Οι ηλικιωμένοι

Οι συνταξιούχοι και οι ηλικιωμένοι είναι ίσως η πιο μεγάλη κατηγορία φτωχών, με ποσοστό 28%. Θα πείτε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι δεν πρόκειται κυρίως για ηλικιωμένους που ζουν στο χωριό (και όπου ακόμα και με χαμηλά εισοδήματα μπορεί να υπάρξει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης), αλλά για μάζες συνταξιούχων που κατοικούν στις πόλεις. Το απαράδεκτα χαμηλό ύψος των συντάξεων, σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών αλληλοβοήθειας, έχουν επιδεινώσει σημαντικά τη θέση της τρίτης ηλικίας.

Πνιγμένοι σε δάνεια, κάρτες

Η νέα φτώχεια είναι πλέον φανερή στην καθημερινότητα. Η ανάπτυξη μιας αγοράς για νεόπτωχους (φτηνά σούπερ μάρκετ, μαγαζιά ευκαιρίας, αλυσίδες ρούχων για νεανικό κοινό χωρίς γερό πορτοφόλι), η επιστροφή της αγοράς μεταχειρισμένων (που για πολλά χρόνια είχε ατονήσει), η νέα άνθhση καταστημάτων επιδιορθώσεων αποτελούν ίχνη του νέου φαινομένου.

Αλλά η πιο χαρακτηριστική εικόνα είναι η νέα γενιά των «καρτοκυνηγών», όλων αυτών που ζουν με δανεικό πλαστικό χρήμα, ακροβατώντας επιδέξια στις «ευκαιρίες» - παγίδες της μεταφοράς χρεών από κάρτα σε κάρτα και από δάνειο σε δάνειο, μέχρι να βουλιάξουν ανεπανόρθωτα στην κινούμενη άμμο της «δανεικής γενιάς». Τα χρέη των νοικοκυριών σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια το πρώτο τετράμηνο του 2007 ανήλθαν σε 91,4 δισ. ευρώ. Από τα 2.000.000 νοικοκυριά που έχουν δανειοδοτηθεί, τα 170.000 αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους, καθυστερώντας πληρωμές για πάνω από τρεις μήνες. Από τον Μάιο 2006 έως τον Μάιο 2007 τέσσερα στα δέκα ευρώ που δανείστηκαν τα νοικοκυριά από τις τράπεζες πήγαν για κάλυψη οφειλών παλιότερων δανείων!

Συνολικά, η νέα φτώχεια βιώνεται από όλη την κοινωνία και όχι μόνο από αυτούς που βρίσκονται στις δαγκάνες της. Το 60% των Ελλήνων φοβούνται ότι μπορούν να πέσουν σε κατάσταση φτώχειας τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας ενός απρόβλεπτου τυχαίου γεγονότος, σύμφωνα με μεγάλη πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται το άγχος των εργαζομένων και να πιέζονται για υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας τους.

Με πόσα ζει ένας φτωχός;

Ποια άτομα όμως εντάσσονται στην κατηγορία του «φτωχού»; Δύο μέθοδοι ακολουθούνται σήμερα. Η πρώτη, που έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση και υλοποιείται και στις επίσημες ελληνικές στατιστικές, θεωρεί φτωχούς όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Με βάση αυτήν την εκτίμηση, στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί το όριο των 850 ευρώ για τετραμελή οικογένεια (καθαρά εισοδήματα επί 14 μισθούς), όριο που οδηγεί το 20% περίπου των Ελλήνων κάτω από το όριο φτώχειας!

Η δεύτερη μέθοδος συγκρίνει τις αποδοχές και τις δαπάνες των νοικοκυριών με ένα σύνολο δαπανών ου μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού. Η διαμόρφωση αυτού του «πλαφόν» είναι σε κάθε περίπτωση ζητούμενο και αποτέλεσμα μιας επιστημονικής επεξεργασίας ανά έτος. Η μέθοδος αυτή δίνει πιο πραγματικά αποτελέσματα, αφού η φτώχεια δεν διαμορφώνεται σε σχέση με κάποιον άλλον, αλλά σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών.

«Σήμερα μια τριμελής οικογένεια σε αστικό κέντρο χρειάζεται για να καλύψει με επάρκεια τις βασικές της ανάγκες το ποσό των 1.600 ευρώ. Σε ημιαστική περιοχή το ποσό αυτό πέφτει στα 1.300 ευρώ. Κάθε παιδί δημιουργεί επιβάρυνση περίπου 300 ευρώ», τονίζει ο οικονομολόγος και συγγραφέας Δημήτρης Καζάκης. «Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των οικογενειακών προϋπολογισμών, από την ΕΣΥΕ. Τα δύο τρίτα των οικογενειών δεν μπορούν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες», τονίζει.

Σύμφωνα με τους ίδιους τους φτωχούς, απαντώντας σε σχετική έρευνα του 2005, το ελάχιστο μηνιαίο καθαρό εισόδημα, το οποίο απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού, ήταν 1.339 ευρώ τον μήνα (ας σημειωθεί ότι οι μη φτωχοί χρειάζονταν 2.099 ευρώ). «Αν το στατιστικό όριο φτώχειας αντιστοιχούσε στα παραπάνω ποσά, τα ποσοστά φτώχειας θα προσέγγιζαν το 50%!», σχολιάζει ο κ. Κικίλιας. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερα από το 20% της επίσημης στατιστικής.

Ο Γιάννης Ελαφρός είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 5 - 1 - 2008.

Sunday, January 13, 2008

Γενιά Χ: Οι τεμπέληδες του έρωτα

Από την Ιωάννα Νιαώτη

Κατηγορήθηκαν από το κοινωνικό κατεστημένο για απάθεια, «εργασιακή φυγοπονία» και τάση για αποφυγή της σκληρής εργασίας, έχοντας δουλέψει έντονα τα 3-4 πρώτα χρόνια στο επαγγελματικό ξεκίνημά τους. Τώρα τα μέλη της γενιάς Χ κερδίζουν άλλον έναν τίτλο οκνηρίας: χαρακτηρίζονται «τεμπέληδες στον έρωτα».

Ετσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο Αμερικανός ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Σικάγου, Εντουαρντ Λάουμαν, που πραγματοποίησε ευρεία έρευνα για τις σεξουαλικές συνήθειες όσων έχουν γεννηθεί μεταξύ του 1965 και του 1985.

«Οι Χ έχουν σημαντικά λιγότερους ερωτικούς συντρόφους και δεν είναι τόσο άπιστοι όσοι μέλη της προηγούμενης και της επόμενης γενιάς», λέει ο Αμερικανός καθηγητής, που θα δημοσιοποιήσει την έρευνά του την επόμενη χρονιά.

Για τη γενιά των «baby boomers», η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε με το αντισυλληπτικό χάπι. Αυτοί πάλι που γεννήθηκαν μετά το 1985 ανακάλυψαν εκ νέου το σεξ «ως νέο σπορ» μέσω του Διαδικτύου. Σύμφωνα όμως με το πόρισμα του καθηγητή Λάουμαν, η εμφάνιση του AIDS και η κατακόρυφη αύξηση του ποσοστού των διαζυγίων, «δημιούργησε ανασφάλεια στα μέλη της γενιάς Χ, που ενστικτωδώς επιλέγουν όρια στην ερωτική τους ζωή».

Ο Λάουμαν, συγγραφέας του βιβλίου «The Social Orientation of Sexuality», που διδάσκεται στην εκπαιδευτική ύλη πολλών αμερικανικών κολεγίων, πραγματοποίησε χιλιάδες συνεντεύξεις με Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους της γενιάς Χ. «Από τα ευρήματα είναι ξεκάθαρο ότι όσοι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 22-42 κάνουν σταθερά σεξ, όμως όχι τόσες φορές και με τέτοια ποικιλία τεχνικών που χαρακτήριζε τη γενιά των γονιών τους και τους σημερινούς εφήβους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός καθηγητής.

Στον ίδιο άξονα κινείται και ο Φρανκ Φουρέντι, Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κεντ, υποστηρίζοντας ότι «κάπου ανάμεσα στη γενιά του ελεύθερου έρωτα και τη γενιά των σημερινών εφήβων υπάρχει μια γενιά που αρνείται την έκλυτη ζωή και τις παράλληλες σχέσεις».

Και οι δύο καθηγητές πιστεύουν ότι τα μέλη της γενιάς Χ στράφηκαν περισσότερο στη δημιουργία «τεχνητών οικογενειών», ενισχύοντας δηλαδή τις σχέσεις με τους κολλητούς τους φίλους. Αυτή τους η τάση «μεταφέρθηκε με επιτυχία στην τηλεόραση με την αμερικανική σειρά "Friends" και τη βρετανική παραγωγή "This Life"». «Οσο περίεργο και αν φαίνεται, μπορεί σε αυτές της σειρές να γίνονται πολλές και λεπτομερείς συζητήσεις για το σεξ, αλλά... η δράση είναι μηδαμινή», λέει ο Λάουμαν, ο οποίος εκτιμά ότι μειώθηκαν οι ερωτικές περιπέτειες των μελών της γενιάς Χ λόγω της δυσκολίας «αποδοχής των ερωτικών συντρόφων και προσαρμογής τους στον κύκλο των φίλων».

Στον ερωτικό αντίποδα βρίσκεται η γενιά Υ. Με τη μείωση των νέων κρουσμάτων του AIDS στον δυτικό κόσμο και την εξάπλωση του Διαδικτύου, η γενιά Υ επιδίδεται σε νέες ερωτικές περιπέτειες. Τις συνήθειες των Υ μελετά η κοινωνιολόγος Πόλα Ινγλαντ, του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, το οποιο ήδη έχει πραγματοποιήσει 4.000 σχετικές συνεντεύξεις μέσω του Ιντερνετ. «Οι Υ είναι τελείως διαφορετικοί από τους Χ», λέει η Ινγκλαντ, «είναι πρόθυμοι να κάνουν σεξ μόνο για μια νύχτα, με γνωστούς ή και ξένους, σε σπίτια φίλων και σε δημόσιους χώρους».

Η Ιωάννα Νιαώτη είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 27 -12- 2007.