Thursday, January 31, 2008

Seven Questions: Martin Feldstein on the “R” Word

By Foreign Policy

Interview with Martin Feldstein*

Is the global economy headed for a rough patch? With the world’s stock markets in turmoil, FP spoke with distinguished Harvard economist Martin Feldstein on what a U.S. recession would mean for America and the world.

Foreign Policy: Everyone is anxiously discussing the possibility that the U.S. economy is in a recession or that it will be soon. You wrote in December that the probability of a recession in 2008 has now reached 50 percent. Where do you stand now?

Martin Feldstein: Well, I think it’s higher. The negative evidence continues to accumulate, so I think there’s a greater than 50 percent chance that we are in recession now. It is not a sure thing, and it depends on what happens in both monetary and fiscal policy, but at this point there’s unfortunately a better than even chance that we will see the economy contract.

FP: And how bad do you think it could get?

MF: It could get worse than the typical recession because the usual channels for turning something like this around through monetary policy are going to be less effective now due to the problems of the credit markets. The housing decline is really very serious this time. You put those two together, and I think we could end up with something that’s deeper and longer than has traditionally been true. But it depends on the Fed, the White House, and Congress doing something to either prevent or dampen the magnitude of a downturn.

FP: Federal Reserve Chairman Ben Bernanke has come under a lot of fire for being slow to understand the scale of the subprime mortgage crisis. Even as late as May 2007, he said that he thought “the effect of the troubles in the subprime sector on the broader housing market will likely be limited.” Do you think he’s been fairly criticized for missing the boat?

MF: Well, he wasn’t the only one who didn’t see the magnitude of this or who came to it late. Remember, even as recently as December, the survey of private-sector forecasters done by the Wall Street Journal predicted an average growth rate of 2 percent from the end of 2007 to the end of 2008. And the average of these forecasters’ probability of a decline was something like 40 percent, up from 25 percent in the early summer or late spring. So, the Fed wasn’t very different from where the private forecasters were in underestimating the magnitude of what was happening both in the subprime market and more generally in the financial markets.

Bernanke’s speech on the 11th certainly indicates that he’s now made this his No. 1 priority. And when he came out subsequently and said the Fed needs help, that we need to have a large fiscal stimulus as well, that is an indication of how concerned he is about the inability of monetary policy alone to deal with what could be a very serious problem.


FP:
Oil prices are still hovering in the $90 to $100 per barrel range, and yet everyone’s still talking about subprime mortgages. If I had told you a year ago that oil prices would hit the $100 mark, wouldn’t you have thought that was enough to trigger a recession all on its own?

MF: In the post-World War II period, recessions have been preceded by a combination of increased oil prices and high interest rates. And we certainly got a dose of both of those this time. The Fed raised the federal funds rate from 1 percent to 6 percent, and oil prices tripled. So yes, I would have been worried that that combination alone, driven by the high oil prices, could have turned us down. In fact, I wrote a piece in the Wall Street Journal a couple of years ago, asking: Why did the jump in oil prices (that we had then observed—from roughly $20 to $60 a barrel) not push the economy into recession? And I answered that by saying: because there was this surge in home-equity borrowing that allowed individuals to increase their consumption faster than their incomes. I concluded by saying that if energy prices continue to increase, we cannot count on that kind of offset from higher consumer spending financed by mortgage borrowing.

FP: U.S. President George W. Bush has proposed a roughly $140 billion stimulus package that centers on one-time tax rebates. But George Mason University economist Russell Roberts says the very idea of an economic stimulus package is “like taking a bucket of water from the deep end of a pool and dumping it into the shallow end.” As he put it, “If you can make the economy grow, why wait for bad times?” So, is the idea of a stimulus package just political theater, or do you expect it to really help?

...συνεχίζεται στη σελίδα 2

*Martin Feldstein is professor of economics at Harvard University and president and CEO of the National Bureau of Economic Research. He was chairman of the Council of Economic Advisers under U.S. President Ronald Reagan.

Wednesday, January 30, 2008

Συλλογική σύμβαση και κατώτατος μισθός

Από τον Στέφανο Μάνο*

Κάθε χρόνο, ή κάθε δύο χρόνια, τέτοια εποχή παίζεται η ίδια θεατρική παράσταση. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) καλεί τρεις εργοδοτικές οργανώσεις, τον ΣΕΒ, τη ΓΣΕΒΕΕ και την ΕΣΕΕ, σε διαπραγματεύσεις με σκοπό την υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και τον καθορισμό των γενικών κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων όλης της χώρας.

Η σεζόν αρχίζει με ομοβροντίες παραινέσεων για αυτοσυγκράτηση από μέρους του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας που γίνονται δεκτές με την «πρέπουσα αγανάκτηση»’ από μέρους των συνδικάτων, των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ. Καθώς πλησιάζει η στιγμή της έναρξης των διαπραγματεύσεων παρεμβαίνει και ο υπουργός Οικονομίας που δεν κρύβει την ανησυχία του για τις εξελίξεις στον πληθωρισμό και απευθύνει έκκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση στις αυξήσεις τόσο των μισθών όσο και των τιμών.

Μετά την πρώτη συνάντηση των κοινωνικών εταίρων διαπιστώνεται το χάσμα που χωρίζει τις απαιτήσεις των εργαζομένων από τις διαθέσεις της εργοδοσίας (κυρίως του ΣΕΒ), προκαλούνται οι πρώτες αψιμαχίες, μερικές πορείες, άντε και καμιά απεργία, και στο τέλος επέρχεται κάποιος συμβιβασμός που, κατά το ΚΚΕ και τους ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του, επιβεβαιώνει την απληστία της εργοδοσίας.

Είμαι βέβαιος ότι και φέτος η παράσταση θα ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της.

Θα παραθέσω μερικά στοιχεία που, σε μένα τουλάχιστον, δημιουργούν την εντύπωση ότι τα πράγματα θα έπρεπε να ακολουθούν διαφορετική πορεία.

Εξαρτημένη εργασία στον ιδιωτικό τομέα προσφέρουν περίπου 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα εργάζονται 900.000. Μερικοί πιστεύουν ότι έχουν ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο. Η διαπραγμάτευση για τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τον καθορισμό των κατωτάτων ορίων αφορά στην πραγματικότητα τα 2 εκατομμύρια εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, ή τον ΟΣΕ, ή την Τράπεζα της Ελλάδας και τις άλλες τράπεζες δεν περιμένουν κάτι από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση.

Πριν από χρόνια, το 2001, είχα γράψει στην Καθημερινή για τη διαπίστωσή μου ότι στο Συμβούλιο της ΓΣΕΕ -που διαπραγματεύεται την Εθνική Συλλογική Σύμβαση- η συντριπτική πλειοψηφία του συμβουλίου προέρχεται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν νομίζω ότι άλλαξε η σύνθεση. Στην πραγματικότητα -και όχι στα χαρτιά- η ΓΣΕΕ εκπροσωπεί τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Είναι λοιπόν φυσικό, όταν διαπραγματεύεται η ΓΣΕΕ, να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της τα συμφέροντα εκείνων που στην πραγματικότητα εκπροσωπεί. Να ζυγιάζει ό,τι προτείνει με γνώμονα τις επιπτώσεις που θα έχει στους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Από τα 2.000.000 που προσφέρουν εξαρτημένη εργασία στον ιδιωτικό τομέα, μόνο 200.000, το 1/10, εργάζεται σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 απασχολούμενους. Με άλλα λόγια ο ΣΕΒ παρεμβαίνει στη διαπραγμάτευση εκπροσωπώντας ένα μικρό μέρος του πληθυσμού που θα υποστεί τις συνέπειες της διαπραγμάτευσης.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα της στρεβλής εκπροσώπησης; Οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα -αυτοί που πράγματι εκπροσωπούνται- έχουν καταφέρει να έχουν διπλές και τριπλές αποδοχές σε σύγκριση με τους άλλους του ιδιωτικού τομέα. Η ανεργία των νέων ανθρώπων είναι η ψηλότερη στην Ευρώπη.

Μήπως όμως βγήκαν κερδισμένες οι μεγάλες επιχειρήσεις (μεγάλες χαρακτηρίζω όσες απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους) που δέχονται να συμμετέχουν στη θεατρική παράσταση που έστησε το πολιτικό σύστημα (όχι σήμερα, από παλιά); Οχι βέβαια. Η ανταγωνιστικότητα των περισσότερων επιχειρήσεων φθίνει και, το χειρότερο, με τη συμμετοχή τους στη διαπραγμάτευση συμβάλλουν στη διαμόρφωση και εμπέδωση μιας αντι-επιχειρηματικής νοοτροπίας.

Η ΓΣΕΕ στην πρόσκλησή της για διαπραγμάτευση υποστηρίζει ότι ο κατώτατος μισθός είναι βασικό στοιχείο για τη δημιουργία όρων κοινωνικής συνοχής. Υποστηρίζει ακόμη ότι ο ελληνικός κατώτατος μισθός αντιπροσωπεύει μόλις το 54% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών της Ευρώπης. Δεν γνωρίζω πώς υπολόγισε η ΓΣΕΕ το 54%, αλλά από στοιχεία της Eurostat πληροφορήθηκα ότι 13 ευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες περιλαμβάνονται η Πορτογαλία και η Ισπανία) έχουν χαμηλότερο κατώτατο μισθό από τον ελληνικό και μόνον 6 έχουν υψηλότερο. Επτά ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό (Σουηδία, Δανία, Γερμανία, Φινλανδία, κ.α.).

Στην τελευταία Εθνική Συλλογική Σύμβαση συμφωνήθηκε ότι το κατώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών από 1ης Μαΐου 2007 είναι 657,89 ευρώ.

Το βασικό αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που θα γίνει τις επόμενες εβδομάδες θα είναι σε τι ύψος θα διαμορφωθεί το ποσό αυτό.

Κατά τη γνώμη μου, αρμοδιότερη να ορίσει το κατώτατο όριο αποδοχών είναι η κυβέρνηση. Στο ερώτημα ποιος είναι αρμοδιότερος να σταθμίσει τα συμφέροντα των νέων ανθρώπων που δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πιάσουν δουλειά, η ΓΣΕΕ και ο ΣΕΒ ή η κυβέρνηση, απαντώ χωρίς ενδοιασμό: Η κυβέρνηση.

Το ίδιο απαντώ και για όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Δεν εκπροσωπούνται από τη ΓΣΕΕ με τη σημερινή της σύνθεση. Αλλά και το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής που θέτει η ΓΣΕΕ είναι ζήτημα της κυβέρνησης και όχι των συνδικαλιστικών φορέων. Η κοινωνική συνοχή είναι υποχρέωση και ευθύνη της κυβέρνησης.

Τι προτείνω να γίνει; Να αναλάβει το κράτος τις ευθύνες του. Η κοινωνική συνοχή δεν προάγεται με την ανοχή και συντήρηση των τεράστιων διαφορών στις αμοιβές και τους όρους εργασίας μεταξύ ιδιωτικού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η ψαλίδα πρέπει να κλείσει με μεγαλύτερη αύξηση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα και μικρότερη στον ευρύτερο δημόσιο.
Θα μπορούσε για παράδειγμα να αυξηθεί το κατώτατο όριο των μηνιαίων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα κατά 70 ευρώ (αύξηση 10,65%) και μόνο κατά 35 ευρώ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Τι επίπτωση θα είχε μια κατά 10,65% αύξηση των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα; Θα πίεζε κάπως τις επιχειρήσεις και θα οδηγούσε μερικές από αυτές πιο γρήγορα στο προδιαγεγραμμένο τέλος τους, ιδίως αν το κράτος εξακολουθήσει να εμποδίζει την αναδιάρθρωσή τους. Θα πίεζε για λίγο την ανεργία προς τα πάνω, αλλά θα έδινε περισσότερα χρήματα για κατανάλωση στους 500.000 εργαζόμενους που ζουν με τον κατώτατο μισθό.

Τι άλλο θα μπορούσε και έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση που δεν θα κάνουν και δεν μπορούν να κάνουν η ΓΣΕΕ, ο ΣΕΒ κλπ; Να περιορίσει σημαντικά το κόστος απασχόλησης των νέων ανθρώπων, ιδίως των νέων γυναικών. Πόσο; Τόσο όσο χρειάζεται για να περιοριστεί η ανεργία τους στο επίπεδο της γενικής ανεργίας. Είναι απαράδεκτο για την κοινωνική συνοχή να έχουμε 8% ανέργους και 25% νέους ανέργους. Κάθε μήνα υπάρχουν στοιχεία για την ανεργία και η πρόταση μου είναι να μειώνει η κυβέρνηση το κόστος απασχόλησης (το κόστος, όχι τις αποδοχές τους) των νέων ανθρώπων μέχρις ότου η ανεργία τους να πέσει στο 8%.

Η κυβέρνηση οφείλει επίσης -επιδιώκοντας την κοινωνική συνοχή- να καταργήσει όλες τις χαριστικές ρυθμίσεις αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο και παρα-δημόσιο τομέα. Π.χ. τις πλασματικές υπερωρίες, τα αλλοπρόσαλλα επιδόματα απόδοσης, τις αυτόματες αναπροσαρμογές αμοιβών (συμβολαιογράφοι και δικηγόροι με βάση τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων κ.α.), τις συνδέσεις αμοιβών με εργασίες του παρελθόντος, κ.α.

Αυτές είναι οι ρυθμίσεις που τρέφουν τον πληθωρισμό. Διότι ο πληθωρισμός δεν τρέφεται από τα 70 επιπλέον ευρώ που θα λάβουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, αλλά από τα εκατοντάδες και χιλιάδες ευρώ που μοιράζονται σε διάφορες προνομιούχες ομάδες πληθυσμού.
Τέλος είναι σημαντικό να αλλάξει η προσέγγιση της φορολογίας εισοδήματος. Που είναι και αυτό αρμοδιότητα του κράτους. Αντί να αρχίζει να «τσιμπάει» από τα 1.000 ευρώ το μήνα, να πάει στα 1.500 ευρώ. Για να εξομαλυνθεί η μισθολογική καμπύλη.

Προτείνεις να καταργηθεί η συλλογική διαπραγμάτευση; Όχι βέβαια. Προτείνω την ακόλουθη μεταρρύθμιση: Το κράτος να ορίζει τα κατώτατα όρια αποδοχών και οι κοινωνικοί εταίροι να ρυθμίζουν ό,τι άλλο θέλουν να ρυθμίσουν πέρα από τα κατώτατα όρια.

*Το άρθρο του Στέφανου Μάνου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 27-1-2008.

Tuesday, January 29, 2008

Το κλίμα, οι αγορές και η... σύνταξη

Πως συνδέονται μεταξύ τους οι καιρικές μεταβολές, οι επενδύσεις και το ασφαλιστικό σύστημα
Από τον Χάρη Μάκκα*

Η αστάθεια και η έντονη μεταβλητότητα είναι κοινά χαρακτηριστικά των κεφαλαιαγορών και των κλιματικών αλλαγών του πλανήτη μας. Η πρόσφατη αστάθεια των χρηματιστηριακών αγορών, όπου οι επενδυτικές αξίες δείχνουν σημαντικές απώλειες, εστιάζεται στις ανησυχίες των αγορών για την προοπτική ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας.

Από την άλλη, κάθε μέρα σχεδόν διαβάζουμε ή βλέπουμε ιστορίες για ακραία καιρικά φαινόμενα που διαδέχονται το ένα το άλλο σε διάφορα σημεία του πλανήτη, που μας ευαισθητοποιούν στις ανησυχίες των ειδικών για υπερθέρμανση της γης από τα αέρια του θερμοκηπίου.

Το κλίμα και οι κεφαλαιαγορές μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση βραχυπρόθεσμα, αλλά συνδέονται ουσιαστικά σε ορίζοντα δεκαετιών, διά μέσου της επίπτωσης των κλιματικών αλλαγών στο παγκόσμιο μακροοικονομικό γίγνεσθαι, και συγκεκριμένα, μέσω του επενδυτικού κύκλου.

Βραχυπρόθεσμα, επενδύσεις στις διάφορες αγορές γίνονται με στάθμιση των επενδυτικών κινδύνων, με σύνθετα, αλλά ευρέως διαδεδομένα στατιστικά μοντέλα. Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα (από 3 έως 30 έτη), οι επενδυτικοί κίνδυνοι είναι ουσιαστικά μακροοικονομικοί κίνδυνοι και λιγότερο κίνδυνοι αγορών. Δηλαδή, συνδέονται περισσότερο με μακροοικονομικές αβεβαιότητες όπως οι δημογραφικές τάσεις, οι τεχνολογικές αλλαγές, τάσεις δημοσιονομικών πολιτικών κ.λπ.

Όπως έδειξε το έργο του οικονομολόγου Robert Engle (βραβείο Nobel 2003, για τη συνεισφορά του στο autoregressive conditional heteroskedasticity, η ARCH),η μακροοικονομική αβεβαιότητα συνδέεται στατιστικά με τη μεταβλητότητα των αγορών και την αύξηση επενδυτικών κινδύνων.

Οσο μεγαλώνει η μεταβλητότητα των επενδυτικών αγορών, αυξάνονται οι επενδυτικοί κίνδυνοι, το επενδυτικό κοινό μειώνει τις θέσεις του στις αγορές και έτσι πέφτουν σταδιακά οι τιμές στις αγορές. Ετσι, περίοδοι με υψηλή μεταβλητότητα στις αγορές (π.χ. η δεκαετία του 1970) συνδέονται με προβληματικές μακροοικονομικές αποδόσεις στην ανάπτυξη κ.λπ., αλλά και χαμηλές αποδόσεις στις επενδύσεις. Αντίθετα, περίοδοι με χαμηλή μεταβλητότητα αγορών όπως η δεκαετία του 1990, αλλά και η δεκαετία που διανύουμε μέχρι σήμερα, συνδέονται με μακροοικονομική σταθερότητα και καλές επενδυτικές αποδόσεις.

Δεν γνωρίζει κανείς αν έχουμε ήδη μπει σε νέα, αρνητική φάση, με αυξημένη μεταβλητότητα και χαμηλές αποδόσεις. Ομως δύο από τις πιο ορατές αλλά πολύ βασικές πηγές μακροοικονομικής αβεβαιότητας και επενδυτικού κινδύνου για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες κατά γενική ομολογία είναι:

(α) Η πιθανότητα ότι, λόγω των αερίων του θερμοκηπίου, οι κλιματολογικές συνθήκες στον πλανήτη θα είναι πολύ άσχημες.

(β) Η πιθανότητα ότι, λόγω της γήρανσης των κοινωνιών, τα ασφαλιστικά Ταμεία δεν θα μπορέσουν να στηρίξουν τις συντάξεις.

Εάν πράγματι το παγκόσμιο κλίμα είναι πολύ άσχημο σε είκοσι χρόνια, θα χρειαστούν επιπλέον οικονομικοί πόροι από νέες φορολογίες για την αντιμετώπισή του, με πιθανό αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός είναι ένας πραγματικός μακροπρόθεσμος κίνδυνος, που προεξοφλούμενος από το επενδυτικό κοινό, επηρεάζει τις τιμές κεφαλαίων και περιουσιών σήμερα, αρνητικά.

Με την ίδια λογική, εάν –ή μάλλον όταν– σε είκοσι χρόνια δεν θα υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα όλων των συνταξιοδοτικών Ταμείων, θα περιμένουμε είτε αυξημένη φορολογία είτε μειωμένες συντάξεις. Οι επιπτώσεις και των δύο στις σημερινές τιμές κεφαλαίων είναι παρόμοια αρνητικές.

Σε πρόσφατη παγκόσμια ερευνά της Gfk, οι ανησυχίες των Ελλήνων για τις κλιματικές αλλαγές και το περιβάλλον φτάνουν το 34% (όπως και στη Σουηδία), μάλιστα στο ίδιο επίπεδο με αυτούς που δηλώνουν ανήσυχοι για ασθένειες και θάνατο. Πολυάριθμες έρευνες αναδεικνύουν επίσης την έντονη ανησυχία των Ελλήνων για τις συντάξεις τους.

Το Κιότο

Μέχρι τώρα, οι λύσεις του κλιματικού προβλήματος του πλανήτη κινούνταν στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο, δηλαδή βασικά με συμφωνίες για «βαθιές περικοπές» στους ρύπους του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε κάθε χώρα. Αυτές οι περικοπές θα γίνονταν με βάση προσυμφωνημένων ανωτάτων επιτρεπτών ορίων ρύπων (emission caps) κατά χώρα, ένα σύστημα διαπραγματεύσιμων ρύπων (emission trading systems) και κρατικές επιδοτήσεις ερευνών για καθαρές τεχνολογίες. Ομως τα μέχρι τώρα αποτελέσματα αυτών των πρωτοβουλιών που εστιάζονται κυρίως στον περιορισμό των ποσοτήτων των ρύπων είναι φτωχά, ιδίως αφού πολλές ρυπαίνουσες χώρες δεν συμμετέχουν στο Πρωτόκολλο, άλλες (όπως δυστυχώς και η χώρα μας) παραποιούν στοιχεία και γενικά οι πρωτοβουλίες αυτές δεν έχουν ενεργοποιήσει την παγκόσμια κοινωνία σε ικανοποιητικό βαθμό.

Ριζοσπαστική πρόταση

Μια πρόσφατη πρόταση του Αμερικανού οικονομολόγου Robert Engle είναι πολύ δελεαστική. Λύσετε και τα δύο προβλήματα (κλιματολογικό και ασφαλιστικό) ταυτόχρονα: επιβάλλοντας έναν φόρο ρύπανσης (φόρος διοξειδίου του άνθρακα) και με τα έσοδα, δημιουργώντας ένα ειδικό ημι-αυτόνομο επενδυτικό ταμείο για την αντιμετώπιση των μελλοντικών υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος.

Ο φόρος κλιματολογικής ρύπανσης μπορεί να επιβάλλεται επί του αντιστοίχου του διοξειδίου του άνθρακα για όλους του ρύπους από τα αέρια θερμοκηπίου. Οι μετρήσεις των αερίων για κάθε χώρα, αλλά και για κάθε βιομηχανική εταιρεία, οργανισμό, κατοικία κ.λπ., είναι εφικτές. Η τιμολόγηση του φόρου είναι επίσης εφικτή, με βοήθεια και από το εν ενεργεία σύστημα διαπραγματεύσιμων ρύπων. Κάθε φορολογούμενο νομικό ή φυσικό πρόσωπο θα μπορεί να έχει μια μίνιμουμ αφορολόγητη ποσότητα εκπομπής ρύπων αερίων θερμοκηπίου (αντίστοιχο σε CO2), έτσι ώστε ουσιαστικά θα φορολογηθούν μόνον οι μεγάλες πηγές ρύπων.

Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι η ΔΕΗ είναι υπεύθυνη για πάνω από 50% των εκπομπών ρυπογόνων αερίων. Περίπου άλλο 25-30% προέρχεται από τις μεταφορές (συμπεριλαμβανομένης και της εμπορικής ναυτιλίας) και το υπόλοιπο 15-25% από άλλες διασπαρμένες πηγές.

Αν ο φόρος κλιματολογικής ρύπανσης ανακοινωθεί τώρα ότι θα ισχύσει για παράδειγμα σε 3 ή σε 5 χρόνια, οι διάφοροι οικονομικοί φορείς (επιχειρήσεις, δημόσιος τομέας, ιδιώτες κ.λπ.) πιθανότατα θα σπεύσουν να μειώσουν τους ρύπους τους (το λεγόμενο «carbon footprint» τους) στο μεσοδιάστημα. Ετσι, οι επιχειρήσεις παραγωγής ενεργείας, αλλά και οι πάσης φύσεως βιομηχανίες θα οριοθετούσαν αντιρρυπαντικές τεχνολογίες, τα κράτη θα βελτίωναν τις συνθήκες για μαζικές συγκοινωνίες, οι ιδιώτες θα άλλαζαν συμπεριφορές ζώνης και κατανάλωσης. Ολα αυτά με άμεσο κέρδος για το κλίμα του πλανήτη, και κατ’ επέκταση και για την οικονομία. Η βελτίωση μπορεί να έλθει πριν καν μπει ο φόρος.

Γιατί τα έσοδα από τον προτεινόμενο φόρο να πάνε σε ταμείο κοινωνικής ασφάλισης και όχι σε ένα ταμείο σοφών επιστημόνων που θα επενδύει σε έρευνες για νέες αντιρρυπαντικές τεχνολογίες; Πρώτα, γιατί με την σωστή τιμολόγηση/φορολόγηση των ρύπων, η αγορά θα φέρει μάλλον πιο καλό και πιο γρήγορο αποτέλεσμα από τους σοφούς ερευνητές. Η εμπειρία στη χώρα μας με την επιδοματική γεωργία είναι σχεδόν τραγική. Και δεύτερο, γιατί ο προτεινόμενος φόρος είναι ηθικά πιο αποδεκτός, αλλά και πολιτικά ουδέτερος έως και αποδεκτός.

Προτάσεις για «πρασίνους φόρους» στην ενέργεια, τις μεταφορές, αλλά και τη ρύπανση του εδάφους και των υδάτινων πόρων, έχουν ήδη γίνει από πολλούς φορείς και πολιτικούς αναλυτές. Πρόσφατα ξεχωρίζουν προτάσεις του Στεφάνου Μάνου, της Ελληνικής Εταιρείας και του Μίμη Ανδρουλάκη.

Ολες αυτές όμως κινούνται πάντα στο πλαίσιο του κρατικού προϋπολογισμού, με το κράτος να εναποθέτει τα έσοδα του φόρου ρύπων CO2 στον κορβανά των εσόδων του κράτους και εν συνεχεία να διοχετεύει πόρους στα ασφαλιστικά ταμεία (ή όπως στην πρόταση του κ. Ανδρουλάκη, σε ένα νέο κρατικό υπερταμείο, το Εθνικό Ταμείο Αλληλεγγύης των Γενεών) και αναλαμβάνει ουσιαστικά και τη διαχείριση των πόρων αυτών. Δυστυχώς, η ελληνική εμπειρία με τη διαχείριση των πόρων των υπαρχόντων ασφαλιστικών ταμείων κάθε άλλο παρά αισιοδοξία προσδίδει στην προοπτική ενός νέου κρατικού ταμείου.

Η διαχείριση του ενεργειακού φόρου

Ποιος και πώς θα διαχειρίζονται τα έσοδα από τη φορολογία της κλιματολογικής ρύπανσης; Ο γενικός εμπειρικός κανόνας είναι: όσο πιο μακριά από τους πολιτικούς, τόσο το καλύτερο. Μια πρόταση είναι η δημιουργία ενός ημι-αυτόνομου ταμείου-οργανισμού, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος ή παρόμοιος με τα sovereign wealth funds της Νορβηγίας και άλλων, που να αναφέρεται μεν στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά να απαγορεύει τη διαχείριση των πόρων του από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Από τη φύση του, το ειδικό αυτό ταμείο θα κάνει κυρίως μακράς διαρκείας επενδύσεις, με διαγενεακό ορίζοντα. Θα λειτουργεί με καθεστώς πλήρους διαφάνειας και με κώδικα δεοντολογίας στο επενδυτικό αλλά και στο λειτουργικό επίπεδο, σύμφωνα με όλες της επιταγές της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης. Καμιά πολιτική παρέμβαση δεν θα επιτρέπεται, είτε στο επενδυτικό ή στον λειτουργικό τομέα. Πιθανώς να έχει και αρκετούς περιοριστικούς όρους για επενδύσεις σε «πράσινες» και «ηθικές» επενδύσεις στις παγκόσμιες αγορές. Τέλος, μπορεί να αποδίδει ετήσιο μέρισμα στο υπάρχον εθνικό ασφαλιστικό σύστημα, η σε ένα νέο κοινό ταμείο κοινωνικής ασφάλισης.

* Ο κ. Μάκκας είναι οικονομολόγος - στέλεχος του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 27 Ιανουαρίου 2007.

Saturday, January 26, 2008

Η διάλεξη της παραλαβής του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης 2007

Από τον Al Gore*
© NobelPrice.org

Βρίσκομαι απόψε εδώ με ένα σκοπό. Ένα σκοπό που προσπαθώ να υπηρετώ επί πολλά χρόνια. Προσεύχομαι στο Θεό να μου δείξει πώς να τον φέρω εις πέρας.

Κάποτε, εντελώς απροειδοποίητα, το μέλλον χτυπά την πόρτα μας και μας προσφέρει μία πολύτιμη και επώδυνη ματιά στο μέλλον. Εδώ κι εκατόν δεκαεννιά χρόνια, ένας πάμπλουτος εφευρέτης διάβασε σε μία εφημερίδα τη νεκρολογία του, που κατά λάθος είχε δημοσιευτεί πολύ πρόωρα, και που μάλιστα, καθώς ο υποτιθέμενος νεκρός είχε εφεύρει τη δυναμίτιδα, έφερε τον άδικο τίτλο «ο έμπορος του θανάτου».

Ταραγμένος από αυτή την καταδικαστική περιγραφή του, ο εφευρέτης προσπάθησε να συμβάλει με κάθε τρόπο στην παγκόσμια ειρήνη. Επτά χρόνια αργότερα, ο 'Αλφρεντ Νόμπελ (Alfred Nobel) δημιούργησε αυτό το βραβείο -και όλα τα άλλα που φέρουν το όνομά του.

Σαν αύριο, εδώ και επτά ακριβώς χρόνια, διάβασα τη δική μου πολιτική νεκρολογία. Είχε τη μορφή μιας δικαστικής απόφασης που τη θεωρούσα βιαστική και λανθασμένη -και άδικη. Αυτή όμως η αρνητική ετυμηγορία μου πρόσφερε ταυτόχρονα ένα πολύτιμο κι επώδυνο δώρο: μία ευκαιρία να αναζητήσω νέους τρόπους να υπηρετήσω το σκοπό μου.

Η αναζήτηση αυτή με έφερε απροσδόκητα απόψε εδώ μπροστά σας. Αν και φοβάμαι πως τα λόγια μου δεν ταιριάζουν με την περίσταση, προσεύχομαι ώστε τα λόγια μου να φτάσουν αρκετά ξεκάθαρα στην καρδιά όλων όσοι με ακούν: «είναι ώρα για δράση!».

Οι διακεκριμένοι επιστήμονες με τους οποίους έχω τη μεγάλη τιμή να μοιράζομαι τούτο το βραβείο, μας έχουν θέσει ενώπιον μίας επιλογής, μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών εκδοχών του μέλλοντος. Μίας επιλογής που στα αυτιά μας ακούγεται σαν χρησμός ενός αρχαίου προφήτη: «την ζωήν και τον θάνατον δώδωκα προ προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν· εκλεξαι την ζωήν συ, ίνα ζήσης συ και το σπέρμα σου» (Δευτερονόμιον, 30:19).

Εμείς, το ανθρώπινο είδος, αντιμετωπίζουμε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης πλανητικών διαστάσεων, μία απειλή κατά της επιβίωσης του πολιτισμού μας, που κάθε στιγμή -ακόμα και τώρα, ενώ εμείς καθόμαστε εδώ- γίνεται όλο και πιο δυσοίωνη και καταστροφική.

Αλλά υπάρχουν κι αισιόδοξα νέα: είμαστε εις θέση να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση και να αποφύγουμε τις χειρότερες -όχι πάντως όλες- τις επιπτώσεις της. Αρκεί να δράσουμε αποφασιστικά, τολμηρά και γρήγορα.

Εν τούτοις, παρά ορισμένες αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι σημερινοί ηγέτες μας ταιριάζουν μάλλον στα φημισμένα λόγια με τα οποία ο Ουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill) περιέγραφε όσους αγνοούσαν την απειλή του Αδόλφου Χίτλερ (Adolf Hitler): «συνεχίζουν τον παράδοξο δρόμο τους· είναι αποφασισμένοι να παραμείνουν αναποφάσιστοι, άκαμπτοι στο να τους παρασύρει το ρεύμα, στέρεα ρευστοί, πανίσχυροι στο να παραμένουν αδύναμοι».

Έτσι ρίξαμε και σήμερα άλλα 70 εκατομμύρια τόνους αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, στο λεπτό αυτό χνούδι που αγκαλιάζει τον πλανήτη μας -λες κι ήταν ανοικτός βόθρος. Κι αύριο θα ρίξουμε λίγο περισσότερο, ενώ το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των ρύπων είναι να συγκρατούν στην ατμόσφαιρα όλο και περισσότερη από τη θερμότητα του ήλιου.

Αποτέλεσμα: η Γη έχει πυρετό! Και ο πυρετός της ανεβαίνει! Οι ειδικοί μας προειδοποιούν πως αυτή η ασθένεια δεν είναι παροδική και δε θα θεραπευτεί από μόνη της. Ζητήσαμε και δεύτερη γνώμη· και τρίτη· και τέταρτη. Και η διάγνωση των πάντων, που επαναλαμβάνεται με ανησυχητική ακρίβεια είναι πως υπάρχει κάτι πολύ λάθος σε κάτι πολύ θεμελιακό.

Το λάθος είμαστε εμείς -κι εμείς είμαστε που πρέπει να διορθωθούμε.

Στις 21 του περασμένου Σεπτεμβρίου, ενώ το βόρειο ημισφαίριο άρχισε να απομακρύνεται από τον ήλιο, η επιστημονική κοινότητα ανάφερε με πρωτοφανή έμφαση πως οι πάγοι του Βορείου Πόλου «καταρρέουν». Σύμφωνα με κάποια έρευνα μπορεί να έχουν εξαφανιστεί εντελώς σε λιγότερο από 22 χρόνια. Μία άλλη έρευνα, από επιστήμονες του Ναυτικού των ΗΠΑ, μας προειδοποιεί πως αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και μέσα σε... 7 χρόνια. Επτά χρόνια από σήμερα!

Τους περασμένους λίγους μήνες γίνεται όλο και πιο φανερό πως ο πλανήτης μας παραπαίει.

  • Μεγάλες πόλεις της βορείου και της νοτίου Αμερικής, της Ασίας και της Αυστραλίας αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις ύδρευσης που προκαλούνται από μακρόχρονες ξηρασίες και το λιώσιμο των παγετώνων.
  • Απελπισμένοι αγρότες βλέπουν το βιος τους να καταστρέφεται.
  • Ολόκληροι λαοί που κατοικούν στην παγωμένη Αρκτική ή τα νησιά του Ειρηνικού καταστρώνουν σχέδια εκκένωσης από τα μέρη που ήταν για χιλιάδες χρόνια οι πατρίδες τους.
  • Πυρκαγιές άνευ προηγουμένου ανάγκασαν σε μία χώρα 500,000 κατοίκους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και προκάλεσαν σε κάποια άλλη κατάσταση εθνικής ανάγκης που παραλίγο να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης.
  • Κλιματικοί πρόσφυγες μετανάστευσαν σε χώρες που ήδη κατοικούνται από ανθρώπους με άλλο πολιτισμό, θρησκεία και παραδόσεις, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες εθνοτικών συγκρούσεων.
  • Πρωτοφανείς καταιγίδες στον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό Ωκεανό απείλησαν ολόκληρες πόλεις.
  • Καθώς οι ακραίες θερμοκρασίες γίνονται συχνότερες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
  • Καίμε και αποψιλώνουμε απερίσκεπτα τα δάση μας και οδηγούμε όλο και περισσότερα είδη στην εξαφάνιση.

Κουρελιάζουμε και ξηλώνουμε το ίδιο το δίκτυ της ζωής που μας στηρίζει και από το οποίο εξαρτόμαστε.

Ουδέποτε είχαμε σκοπό να προκαλέσουμε τέτοια καταστροφή, ακριβώς όπως κι ο 'Αλφρεντ Νόμπελ ουδέποτε φανταζόταν πως η δυναμίτιδά του θα χρησιμοποιούνταν για πολεμικούς σκοπούς. Εκείνος έλπιζε πως η εφεύρεσή του θα συνέβαλε στην πρόοδο. Σκεφτόμασταν πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο όταν αρχίσαμε να καίμε πελώριες ποσότητες άνθρακα, αργότερα πετρελαίου και μεθανίου.

Ακόμα και την εποχή του Νόμπελ υπήρχαν προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις. Ένας από τους πρώτους βραβευθέντες με το Νόμπελ χημείας μας προειδοποιούσε πως «σκορπίζουμε τα ανθρακωρυχεία μας στην ατμόσφαιρα». Αφού έλυσε περί τις 10,000 εξισώσεις με το χέρι, ο Σβάντε Αρένιους (Svante Arrhenius) υπολόγισε πως η μέση θερμοκρασία της Γης θα αυξηθεί κατά αρκετούς βαθμούς αν διπλασιασθούν οι εκπομπές CO2 στην ατμόσφαιρα.

Εβδομήντα έτη αργότερα ένας από τους δασκάλους μου, ο Ρότζερ Ρεβέλ (Roger Revelle), μαζί με το συνάδερφό του Ντέιβ Κίλινγκ (Dave Keeling), άρχισαν να τεκμηριώνουν πολύ πιο συγκεκριμένα την άνοδο της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε CO2 ημέρα την ημέρα.

Σε αντίθεση όμως με άλλες μορφές ρύπανσης, το CO2 είναι άχρουν, άγευστο, και άοσμο, πράγμα που συνέβαλε στο να μην απασχολούμε την καρδιά και το νου μας με τις επιπτώσεις του στο κλίμα. Επιπλέον, οι διαστάσεις της καταστροφής που μας απειλεί σήμερα είναι πρωτοφανείς -και τείνουμε να συγχέουμε το «πρωτοφανές» με το «αδύνατο».

Είναι επίσης δύσκολο να φανταστούμε πώς θα κάνουμε πράγματι πράξη τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζονται για να ξεπεράσουμε την κρίση. Και όταν πελώριες αλήθειες είναι ταυτόχρονα άβολες, ολόκληρες κοινωνίες μπορεί να προσπαθήσουν -τουλάχιστο για κάποιο διάστημα- να τις αγνοήσουν. Όπως όμως μας θυμίζει ο Τζορτζ Όργουελ (George Orwell): «αργά η γρήγορα οι συλλογικές ψευδαισθήσεις σπάνε τα μούτρα τους επάνω στη σκληρή πραγματικότητα -συνήθως σε κάποιο πεδίο μάχης».

Από την εποχή που θεσμοθετήθηκε αυτό το βραβείο, η σχέση του ανθρωπίνου είδους με τον πλανήτη του έχει αλλάξει ριζικά. Κι όμως, εξακολουθούμε να παραμένουμε σε μεγάλο βαθμό αδιάφοροι για τις ολέθριες επιπτώσεις των πράξεών μας. Πράγματι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, έχουμε κηρύξει πόλεμο ενάντια στην ίδια τη Γη. Η σχέση πλέον του είδους μας με το κλίμα της Γης μπορεί να περιγραφεί μάλλον με στρατιωτικούς όρους: «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή».

Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, επιστήμονες υπολόγισαν πως ένας ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος θα εξέπεμπε στην ατμόσφαιρα τόσο καπνό και σωματίδια, που οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου δε θα έφταναν στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να προκληθεί «πυρηνικός χειμώνας». Οι ευφραδείς προειδοποιήσεις τους από εδώ, το Όσλο, βοήθησαν τον κόσμο να σταματήσει την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών. Σήμερα η επιστήμη μας προειδοποιεί πως αν δεν καταφέρουμε να μειώσουμε τη ρύπανση που οδηγεί σε υπερθέρμανση του πλανήτη, παγιδεύοντας τόσο πολύ από τη θερμότητα που η Γη μας υπό φυσιολογικές συνθήκες εκπέμπει πίσω στο διάστημα, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα μόνιμο «ανθρακικό καλοκαίρι».

Όπως έγραψε ο Αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Φροστ (Robert Frost): «Ο κόσμος πέπρωται να λήξει στη φωτιά, λένε πολλοί. Κι άλλοι: στον πάγο». Όπως και να 'ναι, σημειώνει παρακάτω, για τον όλεθρο και τα δύο είναι αρκετά.

Ούτε το 'να όμως, ούτε τ' άλλο οφείλουν αναγκαστικά να είναι το μέλλον μας. Ήρθε η ώρα να ειρηνεύσουμε με τον πλανήτη.

Χρειάζεται να κινητοποιηθούμε γρήγορα, με την αίσθηση του κατεπείγοντος και με την αποφασιστικότητα που ιστορικά ζήσαμε μόνο όποτε τα έθνη μας κινητοποιούνταν για πόλεμο. Στο παρελθόν κερδήθηκαν πολλοί αγώνες για επιβίωση, όποτε οι ηγέτες εύρισκαν, την 11η ώρα, τα κατάλληλα λόγια που απελευθέρωναν κύματα θάρρους, ελπίδας και ετοιμότητας για θυσίες για την αντιμετώπιση μίας γνωστής -και ολοφάνερα θανατηφόρας- απειλής.

Τα λόγια αυτά δεν ήταν βολικές και παραπλανητικές διαβεβαιώσεις πως η απειλή δεν ήταν πραγματική ή άμεση· πως θα έπληττε άλλους, όχι εμάς· πως θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε να ζούμε τη ζωή μας ως συνήθως, παρά τον απίστευτο κίνδυνο· πως η Θεία Χάρη θα παρενέβαινε για κάνει ό,τι δεν ήμαστε έτοιμοι να πράξουμε εμείς οι ίδιοι.

Όχι, τα λόγια αυτά ήταν εκκλήσεις για κοινό αγώνα υπέρ του κοινού μέλλοντος. Μιλούσαν για θάρρος και γενναιοδωρία, για τη δύναμη των λαών, των πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε επιπέδου διαβίωσης, να ορθώσουν το ανάστημά τους ενάντια στην απειλή, όταν αυτό τους ζητήθηκε. Σε άλλους καιρούς οι εχθροί μας στοιχημάτιζαν πως οι ελεύθεροι λαοί δεν θα είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής τους. Έκαναν φυσικά λάθος, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους ίδιους, .

Σήμερα είναι η ώρα της κλιματικής κρίσης: ενός κινδύνου που είναι πραγματικός, αυξανόμενος, άμεσος και παγκόσμιος. Είναι και πάλι, για μία ακόμα φορά, η 11η ώρα. Η αδιαφορία για την απειλή αυτή τιμωρείται από τώρα, με όλο και βαρύτερες ποινές, που σύντομα κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον θα γίνουν ανεπανόρθωτες και αβάσταχτες.

Έχουμε ακόμα για λίγο καιρό τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη μοίρα μας. Η μόνη ερώτηση που μένει είναι η εξής: θα έχουμε τη θέληση να αντιδράσουμε έντονα και έγκαιρα ή θα επιλέξουμε να παραμείνουμε δέσμιοι επικίνδυνων αυταπατών;

O Μαχάτμα Γκάντι (Mahatma Gandhi) αφύπνισε την πολυπληθέστερη δημοκρατία στον κόσμο και χαλύβδωσε την αποφασιστικότητα του λαού του με αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «σατιάγκραχα» (ή «δύναμη της αλήθειας»).

Πάντα η αλήθεια, εφόσον φανερωθεί, έχει τη δύναμη να μας απελευθερώνει. Η αλήθεια έχει επίσης τη δύναμη να μας ενώνει και να καλύπτει το χάσμα μεταξύ του «εγώ» και του «εμείς», να δημιουργεί τις βάσεις για κοινή προσπάθεια και μοιρασμένη ευθύνη.

Μια αφρικανική παροιμία λέει «αν θες να φτάσεις γρήγορα, ξεκίνα μόνος· αν θες όμως να φτάσεις μακριά, ξεκίνα μαζί με άλλους». Εμείς είμαστε αναγκασμένοι να φτάσουμε μακριά, και γρήγορα!

Πρέπει επίσης να εγκαταλείψουμε την ψευδαίσθηση πως η απάντηση βρίσκεται σε ατομικές, απομονωμένες, ιδιωτικές πράξεις. Ασφαλώς μπορούν κι αυτές να βοηθήσουν. Δεν θα φτάσουμε όμως αρκετά μακριά χωρίς συλλογική δράση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε πως η παγκόσμια κινητοποίησή μας δεν θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός ακόμα ιδεολογικού δόγματος, ενός ακόμα αδιέξοδου «-ισμού».

Για να γίνει αυτό χρειάζονται ιδεώδη, αξίες, νόμοι και διακρατικές συνθήκες που απελευθερώνουν τη δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, που να οδηγούν σε πολυεπίπεδες απαντήσεις, που αναπτύσσονται αυθόρμητα και ταυτόχρονα.

Αυτή η νέα συνειδητοποίηση απαιτεί να απελευθερωθούν οι δυνατότητες που πάντα ενυπάρχουν στην ανθρωπότητα. Οι ανανεωτές που θα εφεύρουν ένα νέο πάμφθηνο τρόπο συλλογής της ηλιακής ενέργειας ή που θα κατασκευάσουν έναν κινητήρα που θα καταναλώνει CO2, μπορεί να ζουν στο Λάγος, τη Βομβάη ή το Μοντεβιδέο. Θα πρέπει να εξασφαλίσουμε πως οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές παντού στον κόσμο θα έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τον κόσμο.

Όταν ενωνόμαστε για ένα κοινό σκοπό που είναι έκδηλα αγαθός και αληθινός, η πνευματική ενέργεια που απελευθερώνεται μας μετασχηματίζει. Η γενιά που νίκησε το φασισμό παντού στον κόσμο τη δεκαετία του 1940, στην πορεία του απίστευτου αγώνα της ανακάλυψε πως είχε αποκτήσει το ηθικό ανάστημα και την μακρόπνοη θωριά που την οδήγησαν στο «σχέδιο Μάρσαλ», τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών κι ένα νέο επίπεδο παγκόσμιας συνεργασίας και πρόνοιας που οδήγησε στην ενοποίηση της Ευρώπης και τη δημοκρατία και την ευημερία στη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία και μεγάλο ακόμα μέρος του κόσμου.

Ένας από τους πιο εμπνευσμένους ηγέτες της γενιάς εκείνης είπε: «ήρθε η ώρα να ακολουθήσουμε τ' αστέρια, κι όχι τα χλωμά φωτάκια του κάθε περαστικού πλοίου».

Το τελευταίο έτος εκείνου το πολέμου, δώσατε το Νόμπελ Ειρήνης σε έναν ακόμα άνθρωπο που καταγόταν από το χωριό μου των 2,000 κατοίκων, το Κάρτατζ του Τενεσί. Ο Κόρντελ Χαλ (Cordell Hull) αποκλήθηκε από τον Φρανκλίνο Ρούσβελτ (Franklin Roosevelt) «πατέρας των Ηνωμένων Εθνών». Υπήρξε ήρωας και πρότυπο του πατέρα μου, που διαδέχτηκε τον Χαλ στο κογκρέσο των ΗΠΑ αλλά και στον αγώνα για παγκόσμια ειρήνη και διεθνή συνεργασία.

Οι γονείς μου μιλούσαν συχνά για τον Χαλ, πάντα με εκτίμηση και θαυμασμό. Όταν ανακοινώσατε τη βράβευσή μου εδώ και οκτώ εβδομάδες, συγκινήθηκα περισσότερο όταν είδα τον τίτλο της εφημερίδας του χωριού μου, που σημείωνε πως είχα κερδίσει το ίδιο βραβείο που κάποτε είχε απονεμηθεί στον Κόρντελ Χαλ. Εκείνη τη στιγμή μπόρεσα να νιώσω όπως θα ένιωθαν ο πατέρας και η μητέρα μου, αν βρίσκονταν ακόμα ζωντανοί μαζί μας.

Όπως ακριβώς η γενιά του Χαλ κατάφερε να αποκτήσει πελώριο ηθικό κύρος αντιμετωπίζοντας την παγκόσμια κρίση που προκάλεσε ο φασισμός, η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής ίσως να αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία της γενιάς μας. Στα ιδεογράμματα κάνζι, που χρησιμοποιούνται στα κινέζικα και τα ιαπωνικά, η λέξη «κρίση» γράφεται με δύο ιδεογράμματα, που το πρώτο σημαίνει «κίνδυνος» και το δεύτερο «ευκαιρία».


...συνεχίζεται στη σελίδα [2]

*Η διάλεξη της παραλαβής του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης 2007 από τον πρών αντιπρόεδρο των ΗΠΑ , Al Gore (Nobel Lecture) . Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Friday, January 25, 2008

'Νέα μεταπολίτευση', μία ακόμη αερολογία της ελληνικής νομενκλατούρας και η οφθαλμαπάτη Τσίπρα

Από τον Γιάννη Σακιώτη*

Εμφανίσθηκαν λοιπόν οι ενορχηστρωτές και διευθυντές του απαθλιωμένου και βαθιά ανήθικου εδώ και κάμποσα χρόνια συστήματος της μεταπολίτευσης για να μας πουν, σε εμάς τους «απλούς πολίτες» (μπράβο Νίκο Ξυδάκη της «καθημερινής» που τράβηξες το αυτί των αλαζόνων της αριστεράς που τους έχουν καραμέλα τους «απλούς πολίτες»), ότι το παλιό σύστημα σάπισε και τώρα ήρθε η ώρα για «νέα μεταπολίτευση»...

Όπως δείχνουν όμως ακόμη και οι «απλές εξισώσεις», μεταπολίτευση δεν σημαίνει ανασύνθεση, ανασύνταξη, ανακάτωμα της τράπουλας, με τα ίδια λίγο πολύ πρόσωπα που προσπαθούν να αναβαπτισθούν και να κερδίσουν μερικές ακόμη παρατάσεις για να ξεζουμίσουν ακόμη περισσότερα προνόμια, κρατικό χρήμα και εξουσία.

Μεταπολίτευση σημαίνει σεισμός, καταστροφικός, να γκρεμισθούν τα τείχη, αλλά και τα κτίσματα της αθλιότητας, της παρακμής, της κατρακύλας.

Εάν ο σεισμός είναι τεχνητός, θα είναι μικρής ισχύος. Τίποτε δεν θα αλλάξει. Μόνο μερικά προσωπεία.

Όπως εκείνο του ΣΥΝ, που ετοιμάζεται να εκλέξει πρόεδρο ένα νέο μεν, πλην βαθιά συστημικό και ως εκ τούτου αντανάκλαση του παλιού πρόσωπο.

Πραγματική μεταπολίτευση, δηλαδή πτώση και συντριβή του παρόντος συστήματος και δημιουργία ενός νέου πολιτικού τοπίου από υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας που εξακολουθούν να εργάζονται και να έχουν τη φιλοδοξία να αποκτούν και να χρησιμοποιούν ουσιαστικές γνώσεις να χρησιμοποιούν με θετικό τρόπο τις ικανότητές τους και να δημιουργούν νέες, σημαντικές δυνατότητες, θα γίνει μόνο εάν επέλθει σφοδρή κρίση-κατάρρευση του κρατιδίου μας, είτε στο πεδίο της οικονομίας, κάτι όχι και τόσο απίθανο μιας και η σημερινή ευημερία βασίζεται σε μια φούσκα με λεπτά τοιχώματα, είτε στο πεδίο της απώλειας μέρους της εθνικής κυριαρχίας, πιθανότητα εξαιρετικά σοβαρή εξαιτίας των διεθνών συγκυριών (μετάβαση σε νέο πρόεδρο στις ΗΠΑ, επικείμενη ανεξαρτησία Κοσσυφοπεδίου, πετρελαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας στο Αιγαίο).

Όταν υπάρξουν ανάλογες εξελίξεις, τότε μόνο το κίνημα των πραγματικών και όχι των «απλών» πολιτών θα γκρεμίσει με ένα άλλο πολυτεχνείο το αισχρό σημερινό σύστημα, θα ζητήσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας και εκλογές για συντακτική βουλή, η οποία θα εισάγει το σύνταγμα της 4ης ελληνικής δημοκρατίας.

Ένα νέο, πραγματικά δημοκρατικό σύνταγμα, που θα απελευθερώσει και θα αναδείξει σε ηγεμονικές τις δυνάμεις του ήθους και της δημιουργίας και θα μπλοκάρει την άθλια μιντιοκρατία και τα συντεχνιακά συμφέροντα.

Όλα αυτά για να έχουν νόημα θα πρέπει να γίνουν όχι με στόχο την ακόμη μεγαλύτερη νεοφιλελευθεροποίηση της χώρας, αλλά αντίθετα, με στόχο την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και των συλλογικών αγαθών, και με προοπτική την αναπτέρωση του ελληνισμού ως παγκόσμιας δημιουργικής δύναμης.

Ο κύβος δεν έχει ριφθεί ακόμη...

Ο Γιάννης Σακιώτης είναι Δρ. πολιτικής επιστήμης και στέλεχος του οικολογικού κινήματος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του blog sakiotis.blogspot.gr και επαναδημοσιεύτηκε στο PPOL.

Wednesday, January 23, 2008

Κεντρική ιδέα της πολιτικής είναι η Αλλαγή!

Από τον Tony Blair*

Αγαπητοί μου φίλοι, καλημέρα,

Θα προσπαθήσω να μιλήσω στα γαλλικά... Σκόπευα να μιλήσω στα αγγλικά, αλλά οι συνεργάτες μου με ενημέρωσαν πως αν το έκανα κανείς δεν θα με καταλάβαινε... Ας είναι! Θα ήθελα πάντως να σας προειδοποιήσω για τα άθλια γαλλικά μου, που τα έμαθα στο Παρίσι εδώ και τριάντα χρόνια, όταν δούλευα σ' ένα μπαρ.

Πρώτα απ' όλα, ευχαριστώ πολύ Νικολά (Σαρκοζί) (Nicolas Sarkozi) για την πρόσκλησή σου κι ευχαριστώ και για την ηγεσία σου. Ευχαριστώ επίσης τον Ζαν Πιερ (Ραφαρέν) (Jean-Pierre Raffarin). Διατηρώ πολύ καλές αναμνήσεις από τη συνεργασία μας όταν ήμαστε κι οι δύο πρωθυπουργοί και κυρίως από την σπουδαία του δουλειά στην επέτειο της «εγκάρδιας συμφωνίας» μεταξύ των χωρών μας. Ζαν-Πιερ, σε σέβομαι και σε θαυμάζω ιδιαίτερα.

Την πρόσκληση για τη σημερινή μου παρουσία την ακολούθησε μία άλλη, να παρευρεθώ στις 31 Ιανουαρίου στη Σορβόννη, μαζί με τους προοδευτικούς ηγέτες της κεντροαριστεράς από όλον τον κόσμο. Πιστεύω πράγματι πως είναι σημαντικό να υπάρχει ανταλλαγή ιδεών μεταξύ δεξιάς και αριστεράς.

Παρελθόν-μέλλον

Στην καλή της εκδοχή, αντικείμενο της πολιτικής είναι η πρόοδος, η αλλαγή, να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως είναι για να προσπαθούμε να τον μετατρέψουμε σε αυτό που θα έπρεπε να είναι. Στην χειρότερη εκδοχή της, που απαντάται υπερβολικά συχνά, αντικείμενο της πολιτικής είναι οι μικροκομματικές παραδόσεις, τα προσωπικά συμφέροντα, θα μπορούσαμε να πούμε εις βάρος της προόδου.

Οι διαφορές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς είναι πραγματικές και θα συνεχίσουν να υφίστανται. Τα πολιτικά κόμματα που περηφανεύονται πως κατάγονται από μεγάλες πολιτικές παραδόσεις, είναι φυσικό να προσπαθούν να τις διαιωνίζουν και να τις εκπροσωπούν όσο καλύτερα μπορούν στο σύγχρονο κόσμο. Σήμερα όμως, εξίσου σημαντική με τη διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, είναι η διάκριση μεταξύ των πολιτικών που αναμασούν το παρελθόν κι εκείνων που στρέφονται στο μέλλον.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με δεξιά και αριστερά, όσο με σωστό και λάθος· με τη διαφορά μεταξύ εκείνων που αρπάζουν το μέλλον από τα κέρατα, που το αντιμετωπίζουν κατάματα, που κατανοούν τη φύση του και το αλλάζουν, και των άλλων, που αποσύρονται στην άνεση των ξεπερασμένων συνθημάτων και των παλιών συνταγών ενάντια σε ασθένειες που εντωμεταξύ έχουν μετασχηματιστεί εντελώς από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν.

Αύριο λοιπόν, εναντίον χτες. Αφορά περισσότερο μια πνευματική κατάσταση, παρά μια πολιτική. 'Ανοιγμα εναντίον κλεισίματος.

Ρεαλιστικός ιδεαλισμός-ουτοπικός ιδεαλισμός

'Ανοιγμα στις δυνατότητες του σημερινού κόσμου, σε δυνατότητες που μοιάζουν να έρχονται από άλλο πλανήτη σε σχέση με εκείνες που διέθετε η γενιά του πατέρα μου. Ετοιμότητα να επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες και να αντιμετωπίσουμε τις απειλές της παγκοσμιοποίησης. Ή κλείσιμο και ζάρωμα, ελπίζοντας πως αν απομακρυνθούμε από αυτόν τον νέο κόσμο, αυτός ίσως να μας αφήσει ήσυχους, να μας προσπεράσει και να συνεχίσει το δρόμο του.

Παρόμοια λόγια ίσως να ακούγονται ζοφερά, ακόμα και τρομακτικά... Σκεφτείτε όμως μια στιγμή τη σύγχρονη ζωή και συγκρίνετέ την με τη ζωή εδώ και δέκα χρόνια. Σκεφτείτε την τεχνολογία: τα άι-ποντ, τα κινητά τηλέφωνα, τη δορυφορική τηλεόραση. Αναλογιστείτε πώς ζούσατε, πώς δουλεύατε στη βιομηχανική εποχή.

Φυσικά, πολλοί ανάμεσά μας δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Εδώ κι έξι μήνες, δεν είχα κινητό τηλέφωνο. Δεν είχα κινητό όταν έμενα στην «Ντάουνινγκ στριτ». Αγόρασα ένα την πρώτη μέρα που έφυγα από εκεί και αμέσως βάλθηκα να μάθω να πληκτρολογώ SMS. Έστειλα λοιπόν ένα μήνυμα σε ένα φίλο, αλλά οι σχετικές μου γνώσεις ήταν τόσο αξιοθρήνητες που δε συνειδητοποίησα πως το μήνυμά μου δεν έγραφε τον αποστολέα του. Μετά από λίγο έλαβα ένα μήνυμα που έγραφε «ποιος είστε;». «Απίστευτο», σκέφτηκα. «Ήμουν ακόμα πρωθυπουργός χτες και σήμερα κιόλας με ξέχασαν!»

Η κόρη μου με διαβεβαιώνει πως το να με βλέπει να προσπαθώ να στείλω ένα SMS, είναι από τα πιο θλιβερά πράγματα που έχει δει. Σαν ελέφαντας που προσπαθεί να πλέξει πουλόβερ.

Αλήθεια, έχετε προσέξει τι μπορούν να κάνουν τα παιδιά από την πιο τρυφερή τους ηλικία; Τα παιδιά μου παρακολουθούν κλασικά δελτία ειδήσεων από σπανίως έως ποτέ. Αλλά το πράγμα πάει πολύ βαθύτερα. Κάθε μέρα, έως το τέλος της ζωής τους, εξαρτώνται από τις ατομικές τους επιλογές, στο τι θα ψωνίσουν, πώς θα εργαστούν, ακόμα και σε ποια χώρα θα ζήσουν.

Η τεχνολογία επηρεάζει όμως πολύ περισσότερο τον κόσμο μας. Αλλάζει τη βιομηχανία, ολόκληρους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Ανάμεσα στις είκοσι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου πόσες υπήρχαν εδώ και είκοσι χρόνια;

Σκεφθείτε π.χ. τη γενετική, και πώς θα επηρεάσει την υγεία και τη νοσηλεία. Και δε μιλάω μόνο για νέες θεραπείες ή φάρμακα, αλλά και για νέους τρόπους εργασίας, που καθιστούν τις παλιές μεθόδους αναχρονιστικές. Για τις επιπτώσεις της ηλεκτρονικής ή του διαδικτύου στο τρόπο που διδάσκουμε π.χ .ή στο περιεχόμενο των μαθημάτων. Ή δείτε τις επιπτώσεις στο μαζικό τουρισμό και στα ταξίδια, όχι μόνο στους νέους προορισμούς που συμπεριλαμβάνονται πια στις επιλογές των παραθεριστών, αλλά και στους λεγόμενους «παραδοσιακούς» τουριστικούς προορισμούς.

Ποια είναι η κεντρική ιδέα όλων των παραπάνω; Είναι απλό, είναι η αλλαγή. Αλλαγή, πάλι αλλαγή και ξανά αλλαγή! Από τη στιγμή που εφαρμόζετε μια αλλαγή, μία καινούργια αρχίζει να διαμορφώνεται. Αυτός είναι ο σύγχρονος κόσμος. Ξεχάστε τη μαζική παραγωγή. Ξεχάστε τη μονιμότητα. Ξεχάστε την επανάπαυση, τουλάχιστο για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να παραμείνουν στην κορυφή. Ξεχάστε το καταφύγιο του δημοσίου τομέα, εφόσον βέβαια εκείνος νοιάζεται να παράσχει στους χρήστες του όσο το δυνατό καλύτερες υπηρεσίες.

Αλλά ποια είναι η κινητήρια δύναμη της αλλαγής; Μήπως κάποιος αχόρταγος επιχειρηματίας, που θέλει να ισοπεδώσει την εργατική δύναμη; Μήπως κάποιος δαιμόνιος πολιτικός, που διψά για συγκρούσεις; E, λοιπόν η αλλαγή πυροδοτείται από τον ίδιο το λαό! Από τις απαιτήσεις του, τις προσδοκίες του, τις προτιμήσεις του, τη βούλησή του να επωφεληθεί όσο μπορεί περισσότερο από τις νέες εξελίξεις.

Το συμπέρασμα λοιπόν που οφείλουν να αντλήσουν τόσο οι δεξιοί όσο και οι αριστεροί πολιτικοί, είναι το εξής: σε έναν κόσμο που αλλάζει, αλίμονο σε όποιον μένει στάσιμος! Είτε σας αρέσει, είτε όχι, είστε αναγκασμένοι να ακολουθήσετε την εξέλιξη, ή να χάσετε, να πέσετε και να γίνετε από κίνημα μνημείο.

Η αλλαγή απαιτεί θάρρος, δέσμευση και κυρίως μεγάλα αποθέματα ενεργητικότητας. Από την άποψη αυτή, είστε τυχεροί που έχετε πρόεδρο τον Νικολά Σαρκοζί. Ένας άλλος ηγέτης, του οποίου το όνομα δε θα αποκαλύψω, μου είπε μια μέρα: «Αυτός ο Σαρκοζί, μοιάζει κινητικός, δεν μοιάζει;». Του απάντησα: «Αλήθεια; Δεν το είχα παρατηρήσει»...

Αυτό τώρα ήταν ένα παράδειγμα βρετανικού χιούμορ, αλλά το βέβαιο είναι πως ο πρόεδρός σας είναι πολύ δραστήριος -και σε όλους τους τομείς...

Ίδιες αξίες, σε έναν καινούργιο κόσμο

Η ενεργητικότητα λοιπόν, η θέληση να κάνεις τις απαραίτητες αλλαγές για να επιβιώσεις σε έναν κόσμο που αλλάζει, αυτό είναι το κλειδί. Αλλά πώς να κάνεις αλλαγές; Ποιο να είναι το περιεχόμενό τους; Ποιες αξίες θα πρέπει να αποτυπώνουν αυτές οι αλλαγές;

Αυτές οι πλευρές μπορούν πράγματι να αποτελέσουν αντικείμενο έντονων συζητήσεων, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο έντονων συζητήσεων!

Κάθε προσπάθεια να αντισταθεί κανείς στην πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης, στη βάση της οποίας βρίσκεται η τεχνολογική εξέλιξη, είναι μάταιη· ακόμα χειρότερα, είναι επικίνδυνη: διότι παριστάνει πως προσφέρει στους ανθρώπους μια επιλογή που δεν υπάρχει: πως μπορούμε δηλαδή να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε την παγκοσμιοποίηση.

Σαν την πλημμύρα, κανείς δεν μπορεί να την απορρίψει... Θα συνεχίσει την πορεία της, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Το να παριστάνουμε πως είναι δυνατό να αποφύγουμε το σοκ της αλλαγής είναι αφύσικο: σαν να ζητάς από τους υπόλοιπους Γάλλους να συμπαθήσουν τους Παριζιάνους! Ξέρετε είναι παντού το ίδιο, σαν να ζητάς από τους βόρειους Βρετανούς να αγαπήσουν τους κατοίκους του Σάρεϊ.

Η ερώτηση που τίθεται, η μόνη ερώτηση που αξίζει τον κόπο, είτε κανείς κλίνει προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά, είναι η εξής: πώς να προετοιμαστούμε καλύτερα;

Με άλλα λόγια: ναι μεν δεν είμαστε εις θέση να αγνοήσουμε την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αποδεχόμαστε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να της δώσουμε θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, διότι η παγκοσμιοποίηση μεταφέρει και θετικές και αρνητικές αποσκευές.

Θα πρέπει να καλοδεχτούμε τις προκλήσεις, να μεγεθύνουμε τις ευκαιρίες, και μάλιστα όχι μόνο για την υψηλόβαθμη ελίτ, αλλά για όλο τον κόσμο, για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, χρώματος δέρματος ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.
-Δεν τίθεται δηλαδή θέμα να εγκαταλείψουμε τις αξίες μας, τις παραδοσιακές μας πεποιθήσεις, που τις αγαπούμε δικαιολογημένα, όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών, την αλληλεγγύη, την ελευθερία.
-Δεν τίθεται θέμα να εγκαταλειφθεί ο ζωτικός ρόλος της πολιτικής και της κυβέρνησης.
-Δεν τίθεται θέμα να αφήσουμε ανεξέλεγκτη την ελεύθερη αγορά να βασιλεύει κι εμείς, ο λαός, να μην κάνουμε τίποτα.

Όχι, αυτός ο νέος κόσμος δεν μας ζητά να εγκαταλείψουμε τις αξίες μας -ή το ρόλο της διακυβέρνησης. Αυτό που απαιτείται από εμάς είναι να εφαρμόσουμε τις αξίες αυτές με διαφορετικό, αποτελεσματικό τρόπο, όπως ταιριάζει σε ένα διαφορετικό κόσμο.

Παρελθόν ή μέλλον. Ρεαλιστικός ή απατηλός ιδεαλισμός.
Όχι σε νέες αξίες, αλλά να σε μία νέα ημερήσια διάταξη πολιτικής δράσης.

Σύγχρονη προοδευτική ατζέντα

Θα πάω ακόμα μακρύτερα. Όπως ίσως γνωρίζετε, είμαι ένας κεντροαριστερός πολιτικός. Πιστεύω σε μία προοδευτική πολιτική: στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήμουν Δημοκρατικός. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είμαι Εργατικός. Στη Γαλλία θα ήμουν... χμμμ, μάλλον στην κυβέρνηση! Όχι, όχι, αστειεύομαι! Μένω πιστός στην πολιτική μου οικογένεια. Θα ήμουν στο «σοσιαλιστικό κόμμα», αλλά στη μεταρρυθμιστική του τάση.

Κυρίως, πιστεύω στην κοινωνική δικαιοσύνη, που είναι μία αξία που συνδέεται με την αριστερά. Και ακούστε το πιο ωραίο: η κοινωνική δικαιοσύνη στο νέο κόσμο δεν χάνει τη σημασία της σε σχέση με τον παλιό, αντιθέτως! Γιατί; Διότι πλαστουργός της νέας οικονομίας μπορεί να είναι η τεχνολογία, αλλά η νέα οικονομία έχει ζωτική ανάγκη από ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής ποιότητας.

Λοιπόν, εφόσον δεν αντιμετωπίζουμε την αδικία, τη στέρηση, τη φτώχεια, αν δηλαδή δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ίσες ευκαιρίες, δεν έχουμε μόνο αποτύχει ηθικά, αλλά και οικονομικά. Επιτέλους, σήμερα η οικονομική ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη πάνε χέρι-χέρι, δεν είναι αντιθετικές έννοιες, όπως στο παρελθόν.

Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της νέας ημερησίας διάταξης για την οποία μίλησα προηγουμένως; Ιδού, σε γενικές γραμμές.

Πρώτον: κατάρτιση, όχι ρύθμιση. Η προστασία των εργαζομένων σήμερα υπηρετείται με εκπαίδευση και κατάρτιση, όχι με ανελαστικές αγορές εργασίας.

Δεύτερον: ενεργητικό, όχι παθητικό κράτος-πρόνοιας. Όταν με άλλα λόγια ένας άνθρωπος καταλήγει -παρά τη θέλησή του- να καταφύγει σε ένα επίδομα, στόχος μας πρέπει να είναι να επιστρέψει στην αγορά εργασίας και όχι να εξαρτηθεί από το επίδομά του. Το κράτος οφείλει να βοηθά, αλλά ο καθένας φέρει ατομική ευθύνη στο να καλυτερεύσει την κατάστασή του.

Τρίτον: ισορροπία μεταξύ εργασίας και οικογένειας, που είναι ο νέος μεγάλος στόχος του κράτους-πρόνοιας. Η βοήθεια που παρέχουμε στις γυναίκες και τους άνδρες της χώρας μας σε ό,τι αφορά τη λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών, τις γονικές άδειες, την ελαστικότητα των ωραρίων, στοχεύει όχι μόνο στην καλύτερη λειτουργία της οικονομίας, αλλά και στην ενίσχυση των οικογενειών.

Τέταρτον: ο κόσμος ζει στην ώρα μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, και το κράτος δεν έχει καμιά δουλειά να διοικεί επιχειρήσεις. Η εμπειρία μου μού δείχνει πως οι επιχειρήσεις πάνε καλύτερα όταν τις διοικούν επιχειρηματίες, όχι δημόσιοι υπάλληλοι.

Από την άλλη χρειάζεται να επενδύουμε περισσότερο στην επιστημονική έρευνα, στη δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, να εξασφαλίσουμε το περιβάλλον εκείνο που επιτρέπει στους επιχειρηματίες και τους ερευνητές να νιώθουν πως μπορούν να πετύχουν. Γιατί αν πετύχουν αυτοί, όλοι θα επωφεληθούμε.

Πέμπτον: αυτός ο νέος κόσμος εξακολουθεί να έχει ανάγκη από τα συνδικάτα. Ο νέος αυτός κόσμος είναι ανασφαλής, αβέβαιος και τα συνδικάτα πρέπει να γίνουν εταίροι της αλλαγής, όχι της αντίδρασης.

Οι ξεπερασμένες επαγγελματικές πρακτικές ίσως να επιτρέπουν σε ορισμένους εργαζομένους να κρατούν τη δουλειά τους λίγο περισσότερο, αλλά επιβραδύνουν την οικονομία και καταπνίγουν τις δυνατότητες να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, για πολλούς άλλους εργαζομένους.

Λοιπόν, σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο που λειτουργούμε τις επιχειρήσεις μέχρι τον τρόπο που κυβερνάμε, από την κατανομή των συντάξεων έως εκείνη των υπηρεσιών υγείας ή της ασφάλειας, είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε, ακολουθώντας τους ρυθμούς της κοινωνικής αλλαγής.

Ευρώπη

Στο βαθμό δε που τα παλιά προβλήματα ξεπερνιούνται, εμφανίζονται καινούργια.
Σήμερα, η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι εντελώς απαραίτητο να καταλήξουμε σε μία νέα συμφωνία για την κλιματική αλλαγή.

Σήμερα, η ενεργειακή πολιτική έγινε εκ νέου προτεραιότητα στο δημόσιο διάλογο, με τη δυναμική επανεμφάνιση της πυρηνικής ενέργειας, τομέα στον οποίο η Γαλλία πρωτοπορεί εδώ και πολύ καιρό.

Σήμερα επίσης, διαπιστώνουμε μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα σε όλο τον κόσμο. Γνωρίζετε ποιο είναι το βασικό θέμα της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, που σε πολλές πολιτείες απασχολεί περισσότερο κι από εκείνο της ασφάλειας; Είναι η μετανάστευση!

Κι εδώ έχουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου: αντιμετωπίζουμε όλοι παρόμοια προβλήματα, που οφείλονται στις μεταβολές που φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Μη φαντάζεστε ότι οι συζητήσεις στη Γαλλία είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες στη Γερμανία, την Ιταλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Θα πήγαινα ακόμα μακρύτερα: δεν είναι καν πολύ διαφορετικές από τις συζητήσεις στην Αμερική, τον Καναδά, τη νότιο Αμερική ή την Ασία.

Πράγμα που έχει με τη σειρά του μία επίπτωση: πως τα έθνη μας, η Γαλλία και η Βρετανία οφείλουν να συνεργάζονται. Έστω κι αν κάποτε προτιμάμε το αντίθετο. Έχουμε απίστευτα πολλά κοινά στοιχεία.

...συνεχίζεται σελίδα [2]

*Ομιλία (Discours de Tony Blair) του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου , Tony Blair, στο Γαλλικό UMP , 12 - 1 - 2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.

Sunday, January 20, 2008

It’s all about μίζ-ness stupid!

Σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για τη διαφθορά στην Ελλάδα το 2007, το 27% των Ελλήνων δήλωσε ότι “λάδωσε” για να κάνει τη δουλειά του μέσα στο 2007 .

Το γεγονός αυτό κατατάσσει τη χώρα μας στην κορυφή της πυραμίδας των “μιζ-ness” στην Ευρώπη, με μόνο τη Ρουμανία (33%) και τη Λιθουανία (29%) να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα.

Τα άσχημα νέα όμως δεν σταματούν εκεί. Πριν από τρία χρόνια, μόλις το 11% των Ελλήνων δήλωνε ότι “λάδωνε” για να εξυπηρετηθεί. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 17% το 2006, ενώ το 2007 φτάσαμε ο ένας στους τρεις πολίτες να δηλώνει ότι δίνει “φακελάκι” για να κάνει τη δουλειά του στο δημόσιο (20%) ή τον ιδιωτικό τομέα (6%).

Παρά τα περί αντιθέτου θρυλούμενα , έχουμε εδώ να κάνουμε με μία παταγώδη αποτυχία της Κυβέρνησης να αντιμετωπίσει ένα διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας τη διαφθορά , το κόστος της οποίας υπερβαίνει το μισό δις ευρώ μόνο για το 2007. Για την ακρίβεια , σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, το συνολικό ύψος των χρημάτων που διακινήθηκαν κάτω από το τραπέζι κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους ανέρχεται σε 613 εκ ευρώ .

Διαφθορά βέβαια δεν είναι μόνο το λάδωμα. Το γνωστό “φακελάκι” ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης χαμηλής διαφθοράς και δεν αποτελεί ούτε την αποκλειστική ούτε τη χειρότερη μορφή του προβλήματος.

Εγκλήματα όπως απειλές, εκβιασμοί, διευκολύνσεις προς ημετέρους και «εξυπηρετήσεις» των δικών μας παιδιών, νομιμοποίηση παραβάσεων (πχ αυθαίρετα, καταπάτηση δημοσίων εκτάσεων, κοκ), αμνήστευση εγκλημάτων, ευκολίες προς συστηματικούς κακοπληρωτές εισφορών και φόρων, και γενικότερα η οποιαδήποτε κατάχρηση μιας θέσης εξουσίας για την απόκτηση προσωπικού οφέλους συνιστούν κραυγαλέες περιπτώσεις υψηλής διαφθοράς.

Δυστυχώς, τέτοια οργανωμένα οικονομικά και θεσμικά εγκλήματα συντελούνται σχεδόν καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους , και το χειρότερο απ' όλα νομότυπα, υπό την καθοδήγηση ορισμένων πολιτικών, την ευγενή χορηγία κάποιων επιχειρήσεων και την ενεργή συμμετοχή αρκετών διοικητικών υπαλλήλων και πολιτών.

Το κόστος τους δε , υπερβαίνει κατά πολύ τη λυπητερή των 613 εκατομμυρίων ευρώ από το γνωστό “φακελάκι”, μετατρέποντας θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών σε προνόμια προς πώληση , και βασικές δημόσιες υπηρεσίες σε υπηρεσίες προς εξαγορά.

Με τέτοια υψηλά επίπεδα διαφθοράς , αλλά και συμμετοχής των Ελλήνων στη διαφθορά, εύλογα γίνεται λόγος για κοινωνία συνενοχής και φαύλο κύκλο της παραβατικότητας ο οποίος δεν λέει να σπάσει. Μάλιστα, η απογοήτευση είναι τόσο έντονη που πολλοί το έχουν ρίξει στη μεταφυσική και τα eugenics ισχυριζόμενοι ότι το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι γονιδιακό.

Είναι όμως έτσι; Φταίει μήπως το αρχέτυπο της λαμογιάς που έχει κωδικοποιηθεί στην ελληνική ψυχή για δεκαετίες και δεν λέει να μεταλλαχθεί με τίποτα σε κάτι περισσότερο ηθικό;

Όχι βέβαια. Το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι δομικό. Πηγάζει πρωτίστως από τους μηχανισμούς κινήτρων, κυρώσεων και ευκαιριών που υπάρχουν στην ελληνική πολιτεία και οικονομία.

Σύμφωνα με την αμερικανίδα νομικό και πολιτική επιστήμονα του Yale , Rose Ackerman , η διαφθορά προϋποθέτει τη συνύπαρξη τριών παραγόντων :

1. τη διακριτική εξουσία που πηγάζει από ένα συγκεντρωτικό σύστημα πολιτικής και διοίκησης και μια ολιγοπωλιακή αγορά
2. τις προσόδους και τα κέρδη που αντλούνται από την άσκηση αυτής της εξουσίας
3. ένα θεσμικό – δικαστικό σύστημα που παρέχει χαμηλές πιθανότητες εντοπισμού ή καταδίκης του φαινομένου.

Εάν μάλιστα οι εύνοιες είναι διαθέσιμες για επιμερισμό και εστιάσιμες, και αν παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα των διάφορων ομάδων να τις εξασφαλίζουν με νόμιμα μέσα , τότε μιλάμε για το πλέον άριστο περιβάλλον στο οποίο μπορεί να ανθίσει η διαφθορά.

Στην Ελλάδα , το ιστορικά διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο καλλιεργεί τις ανωτέρω προϋποθέσεις στο μέγιστο βαθμό: υπαγωγή της δικαστικής στην κυβερνητική εξουσία με ευφάνταστους τρόπους, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια των υπουργών, νομαρχών, δημάρχων, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού να λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς να ελέγχονται ουσιαστικά, καχεκτική νομοθετική εξουσία, παράδοση μη εξάντλησης της αυστηρότητας των Ελλήνων δικαστών, ατιμωρησία για τη μη εφαρμογή από μέρους του κράτους δικαστικών αποφάσεων, παράδοση αναδρομικών ρυθμίσεων και νομιμοποιήσεων παραβατικών συμπεριφορών, αποσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων προς την περιφέρεια χωρίς λογοδοσία και έλεγχο, απίστευτη γραφειοκρατία, κρατικοδίαιτη ανάπτυξη και επιχειρηματικότητα, ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, υποκριτικές ρυθμίσεις για το πολιτικό χρήμα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης .

Τι μπορεί να γίνει;

Δυστυχώς , σε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας παραμένει ισχυρή η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις αυτοκάθαρσης του συστήματος , χωρίς σημαντικές θεσμικές αλλαγές. Αρκεί οι πολιτικοί και τα κόμματα να επιδείξουν ισχυρή βούληση. Αρκεί να γίνουν οι κατάλληλοι χειρισμοί. Αρκεί να έρθει ο πεφωτισμένος ηγέτης που θα τα βάλει με το “τέρας”.

Δυστυχώς όμως , η συγκριτική ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια και απλές εναλλαγές στα πολιτικά πρόσωπα και το πολιτικό προσωπικό.

Όσο απαραίτητα κι αν είναι τα πρόσωπα, όσο αναγκαίος κι αν είναι ο πολιτικός βολονταρισμός , τόσο , κι ακόμα πιο χρήσιμος είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών στη βάση της αρχής της αποκέντρωσης των πάσης φύσεως εξουσιών.

Επιπρόσθετα , όπως έδειξε η επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” στην Ιταλία, η μάχη ενάντια στη διαφθορά κερδίζεται ανά τομείς, σταδιακά και όχι συνολικά, με συνεργασία των κομμάτων ή τουλάχιστον χωρίς να βάζει τρικλοποδιές ο ένας στον άλλο, με στεγανοποίηση των εμπλεκόμενων φορέων και υπηρεσιών, και την καταστολή να έρχεται στο τέλος σκουπίζοντας ότι έχει απομείνει.

Κλείνοντας , θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν είμαστε , ούτε το παίζουμε ειδικοί σε θέματα αντιμετώπισης της διαφθοράς. Με το σημερινό post επιχειρούμε απλώς να φωτίσουμε το πρόβλημα και να το θέσουμε στη σωστή, κατά την άποψή μας δομική-συστημική του διάσταση, αποσυνδέοντάς το από τις συνήθεις απλοϊκές ηθικίστικες ή κομματικές προσεγγίσεις.

Friday, January 18, 2008

Καταρρέουν λοιπόν τα μεσαία στρώματα;

Από τον Γιώργο Παγουλάτο

Ευημερεί τελικά η κοινωνία μας; Ή κλονίζεται υπό το βάρος διευρυνόμενων ανισοτήτων; Κινδυνεύουν τα ευρύτατα μεσαία στρώματα που μας κληροδότησαν οι μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές δεκαετίες;

Σε κάθε τέτοια συζήτηση ελλοχεύει ένας διάχυτος κοινωνικός μιζεραμπιλισμός, με ισχυρές δόσεις τηλεοπτικής δραματοποίησης: «Ενας στους τρεις κάτω από το όριο της φτώχειας!», «Υπερχρεωμένα τα νοικοκυριά!», «Στα ύψη η τιμή της γαλοπούλας!». Στον αντίποδα, η χαζοχαρούμενη ευφορία του lifestyle: τα χιλιάδες πούρα και θηριώδη τζιπ στους δρόμους δεν μπορεί παρά να σημαίνουν ότι η κοινωνία κολυμπά σε πελάγη καπιταλιστικής ευωχίας... Ή μήπως όχι;

Τα δεδομένα συνιστούν ψυχραιμία.

Πρώτον, υπάρχει μια διεθνής τάση διεύρυνσης των ανισοτήτων, που συνδέεται με δομικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, όπως η κινητικότητα του κεφαλαίου, ο φορολογικός ανταγωνισμός, οι ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές.

Δεύτερον, η επιδείνωση των οικονομικών ανισοτήτων οξύνεται στις ΗΠΑ της διακυβέρνησης Μπους, αναγόμενη σε μεταβολές που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Αισθητή είναι η τάση και σε άλλες αγγλοσαξονικές κοινωνίες – τίμημα της ταχύρρυθμης ανάπτυξης και χαμηλής ανεργίας που απολαμβάνουν.

Τρίτον, η τάση είναι λιγότερο αισθητή στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου όμως και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πιο συγκρατημένοι.

Οπως δείχνει η έρευνα του Πάνου Τσακλόγλου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, την τελευταία 25ετία η ανισότητα στην Ελλάδα παραμένει σταθερή ή μειώνεται ελαφρά. Πάντως δεν αυξάνεται. Το ίδιο διάστημα, η σχετική φτώχεια (δηλαδή απόκλιση από το μέσο εισόδημα) επίσης δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα μειώθηκε ελαφρά, ενώ με απόλυτους όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης η φτώχεια μειώθηκε εντυπωσιακά.

Συνεχίζεται δηλαδή η ίδια μακροχρόνια τάση της υποπεριόδου 1974-82, όταν επιτεύχθηκε η σημαντικότερη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα. Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η μακροχρόνια τάση δεν έχει ανατραπεί την τελευταία τριετία, παρά τις οριακές επιπτώσεις μέτρων, όπως η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ ή η μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών των επιχειρήσεων (όμως η πρόσφατη άνοδος των τιμών επιδεινώνει την κατάσταση).

Επομένως, ο παραγόμενος πλούτος (που από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυξάνεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο) συνεχίζει όπως παλιότερα να διαχέεται στην κοινωνία.

Κι όμως, ευρύτατες ομάδες πληθυσμού νιώθουν ότι συμπιέζονται, ότι τα βγάζουν πέρα όλο και δυσκολότερα. Η «γενιά των 700 ευρώ» είναι η πρώτη μεταπολεμικά που κινδυνεύει να ζει χειρότερα από τους γονείς της. Τι συμβαίνει;

Πρώτον, η αίσθηση της συμπίεσης έχει να κάνει όχι τόσο με διεύρυνση της ανισότητας και φτώχειας όσο με δυναμικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των μεσοστρωμάτων.

Αναπόφευκτα σε μια κοινωνία μεσαίων στρωμάτων η κινητικότητα δεν θα είναι μόνο ανοδική αλλά και καθοδική. Επαγγέλματα που κάποτε εξασφάλιζαν ευμάρεια και καταξίωση (γιατροί, δικηγόροι) είναι πλέον υπερκορεσμένα και κακοπληρωμένα. Η είσοδος στον δημόσιο τομέα δυσκολεύει διαρκώς – ιδίως για όσους δεν διαθέτουν κομματικό μπάρμπα στην Κορώνη.

Οι αγορές αλλάζουν ταχύτατα. Οσοι από τύχη, ενόραση ή καλές γνωριμίες βρέθηκαν τον κατάλληλο χρόνο στην κατάλληλη θέση βλέπουν τα εισοδήματά τους να εκτοξεύονται – όπως συνέβη την τελευταία δεκαετία με αρκετές θέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή την υψηλή τεχνολογία. Οι πολλοί άλλοι, με πολύ παρόμοια προσόντα, μένουν πίσω. Ο έντονος ανταγωνισμός δημιουργεί πίεση, άγχος, ανασφάλεια.

Δεύτερον, τα μεσαία στρώματα βιώνουν τη διευρυνόμενη απόσταση μεταξύ υλικών προσδοκιών και πραγματικών επιδόσεων. Αισθανόμαστε ότι οι εισοδηματικές και καταναλωτικές μας δυνατότητες υπολείπονται διαρκώς των επιθυμητών.

Αυτό δεν συμβαίνει επειδή γινόμαστε φτωχότεροι, αλλά επειδή οι καταναλωτικές μας ανάγκες αυξάνονται ταχύτερα, οδηγούμενες και από τον ανταγωνισμό κοινωνικού status. Η σημερινή μεσοαστική οικογένεια είναι πλουσιότερη από την αντίστοιχη χθεσινή, αλλά αισθάνεται φτωχότερη.

Εδώ μπαίνει και η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κάθε χρόνο ανοίγουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ θέσεις που αντιστοιχούν περίπου στο 75% των δεκαοχτάχρονων νέων. Το ποσοστό είναι πανευρωπαϊκά υψηλότατο – και προστίθενται και οι χιλιάδες φοιτητές εξωτερικού και ιδιωτικών κολεγίων.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση διογκώνει τις προσδοκίες των αποφοίτων για επαγγελματική αποκατάσταση αντίστοιχη των τυπικών τους προσόντων. Οι προσδοκίες όμως αυτές είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν επαρκώς. Ιδίως σε μια αγορά εργασίας μπλοκαρισμένη, με υψηλά τείχη που προστατεύουν τους μέσα εις βάρος των απέξω.

Ο πτυχιούχος που δουλεύει delivery ή εργάζεται υπερωρίες για 700 ευρώ έχει προσδοκίες καταρτισμένου εργαζόμενου αλλά αμείβεται σαν ανειδίκευτος. Αυτή η αναντιστοιχία παράγει απογοήτευση. Ακόμα χειρότερα για τις οικογένειες που υφίστανται τη μακροχρόνια ανεργία των πτυχιούχων παιδιών τους. Δεν πρόκειται για φτώχεια – η δοκιμασία τους είναι κυρίως ψυχολογική.

Τέλος, όχι μόνο οι προσδοκίες μας είναι υψηλότερες αλλά και η πληροφόρησή μας καλύτερη. Ανεβάζει διαρκώς τον πήχυ με τον οποίο συγκρίνουμε την προσωπική μας ευμάρεια, εστιάζοντας σε ιστορίες πλούτου και αφθονίας.

Η πληροφόρηση φωτίζει επίσης τις σκοτεινές πλευρές, από επικίνδυνα προϊόντα μέχρι διαφθορά και αναξιοκρατία στις προσλήψεις. Και άλλοτε συνέβαιναν, τώρα όμως τα γνωρίζουμε. Ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης –μέγιστη κατάκτηση της μεταπολίτευσης– παράγει πιο ενημερωμένους και ελεύθερους πολίτες. Οχι απαραίτητα και ευτυχέστερους.

* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 13 - 1 - 2008.

Thursday, January 17, 2008

Η τρίτη αναδιανομή: από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο

Από τον Νίκο Ράπτη*

Ο όρος «δημόσιος χώρος» δεν σημαίνει «το κράτος», αλλά τους χώρους εκείνους όπου όλοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης, χωρίς εισοδηματικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς. Είναι θα λέγαμε ο χώρος όπου εφαρμόζεται η κοινοκτημοσύνη στις σύγχρονες κοινωνίες. Αφορά τους δρόμους, τις πλατείες, τα πάρκα, τα άλση, τις παραλίες.

Σήμερα όμως ο όρος δημόσιος χώρος δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την πρόσβαση στην ποιοτική γνώση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό (πράγμα που καθιστά τα ΜΜΕ, την πολεοδομία και την εκπαίδευση βασικούς πυλώνες του «δημόσιου χώρου»). Ο δημόσιος χώρος λοιπόν επεκτείνεται κι έτσι πρέπει να γίνει με τους τρόπους προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα του, του δικαιώματος των πολιτών στην κοινοκτημοσύνη.

Μεγάλη σημασία στον προβληματισμό αυτόν έχει η εξασφάλιση των υλικών-νομικών όρων ώστε να ασκείται έμπρακτα από όλους τους πολίτες το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην αξιοποίηση του δημόσιου χώρου: αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη δημόσιας παρέμβασης για την εξασφάλιση του τετράπτυχου του δικαιώματος στην ασφάλεια -στην παιδεία -στην υγεία -στη στέγαση και τη μεταφορά για όλους τους κατοίκους.

Ένα από τα σημεία στα οποία το ελλαδικό κράτος μοιάζει στην κυριολεξία με «αποτυχημένο κράτος» είναι ακριβώς η διατήρηση της αναγκαίας ισορροπίας (μεσότητας) στη σχέση δημοσίου-ιδιωτικού χώρου. Η σημερινή Ελλάδα είναι μία χώρα πλήρως εξατομικευμένων ιδιωτών. Η επιταγή «είμαστε στο "εμείς" κι όχι στο "εγώ"» που ο μπάρμπα-Γιάννης θεωρούσε σύμφυτη με την ελευθερία («να ζήσωμεν όλοι μαζί»), τσαλαπατιέται από τους νεοέλληνες κάθε μέρα:

  • Στην πολιτική σφαίρα, οι συλλογικότητες χρησιμεύουν αποκλειστικά ως «αρένες» για να αναπτύσσονται ατομικές στρατηγικές επικράτησης...
  • Τα πολιτικά κόμματα δεν παράγουν ιδέες, προβληματισμούς, κινητοποιήσεις, μόνο «στελέχη».
  • 'Αλλες μορφές συλλογικότητας (δεξαμενές σκέψης, μη-κυβερνητικές οργανώσεις, συνδικάτα, δημοτικές κινήσεις, φοιτητικές παρατάξεις κ.λπ) υπολειτουργούν ή φυτοζωούν.
  • Τα δημόσια αξιώματα κάθε τύπου (στην εκτελεστική, δικαστική, νομοθετική εξουσία, αλλά και στην «τέταρτη» εξουσία) χρησιμεύουν κυρίως για την ακριβή «εκποίησή» τους, προς όφελος του ατόμου που τα κατέχει.

  • Στην κοινωνική σφαίρα, έχουμε διαμορφώσει έναν τρόπο ζωής όπου ο δημόσιος χώρος λειτουργεί μόνο ως υποψήφιο «λάφυρο», και όπου ο συμπολίτης είναι ο «εχθρός», το εμπόδιο που μας εμποδίζει να φτάσουμε στο στόχο μας. Δεν είναι ανάγκη να θυμίσουμε πόση βία, πόση ανισότητα, πόση υπανάπτυξη, πόση ρύπανση και πόση εντέλει δυστυχία παράγει η αντίληψη αυτή.

  • Στην πολιτιστική σφαίρα, η πλήρης εξατομίκευση αναπαράγει την πολιτιστική χυδαιότητα, την αμορφωσιά, την ασχήμια. Αν θεωρήσουμε πως στην κοινωνία μας πολιτισμό παράγουν κυρίως τα ΜΜΕ, η πολεοδομία και η εκπαίδευση, θα συμφωνήσουμε πως στα ΜΜΕ στο βωμό της «τηλεθέασης» θυσιάζεται κάθε δημοσιογραφική δεοντολογία, κάθε αίσθηση καθήκοντος προς τον τηλεθεατή, κάθε απαίτηση για ποιότητα, αλλά και κάθε νόμος, κάθε οικονομική υποχρέωση προς την πολιτεία κ.ο.κ.

  • Στην πολεοδομία η λεηλασία «δημόσιων χώρων» από αυθαίρετους οικιστές κάθε μεγέθους, εκτοπίσματος και σχήματος δημιουργούν όλο και περισσότερους αβίωτους εντέλει οικισμούς, σε ένα είδος «οικιστικού μποτιλιαρίσματος», όπου η επιθυμία του καθένα «να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του» (και μετά δύο και τρία, εδώ που τα λέμε), καταλήγει σε μία κατάσταση όπου κανείς δε διαθέτει ποιότητα ζωής...

  • Στην εκπαίδευση, η υπεξαίρεση της σχολικής και πανεπιστημιακής λειτουργίας από τους εκπαιδευτικούς έχει θέσει στο περιθώριο του συστήματος αυτό που θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών: τα παιδιά μας, τους μαθητές. Σήμερα στην Ελλάδα σχολείο είναι ένα πράγμα που χρησιμεύει να βρουν δουλειά οι εκπαιδευτικοί, όχι για να μάθουν γράμματα τα παιδιά. Τα υπόλοιπα -ολέθρια- ακολουθούν φυσιολογικά...

Φτάνουμε έτσι σε μία κατάσταση όπου έχουμε πλούσια σπίτια αλλά φτωχά δημόσια κτίρια, όπου την ασφάλειά μας την εξασφαλίζουν οι σεκιουριτάδες, την εκπαίδευση των παιδιών μας οι ιδιαιτεράδες, τις μετακινήσεις μας τα «πλούσια» ΙΧ μας (που όμως κυκλοφορούν σε άθλιους, «φτωχούς» δρόμους), και την υγεία μας ο ιδιωτικός ιατρός ή το παχυλό «φακελάκι». Μόνος «δωρεάν» χώρος είναι το σπίτι μας: δε διαθέτουμε πάρκα, δημόσιες βιβλιοθήκες, πεζοδρόμους, εύκολη πρόσβαση σε παραλίες και βουνά, η έννοια «βόλτα στην πόλη» μοιάζει με παραδοξολογία...

Είναι εντελώς προφανές πως προαπαιτούμενο για κάθε παρέμβαση υπέρ της εξισορρόπησης δημοσίου/ ιδιωτικού χώρου στην Ελλάδα είναι:

(α) το ισχυρό κράτος -χρειάζεται μία δημόσια διοίκηση που θα ελέγχει τους παραβάτες, θα καταστέλλει την παρανομία, θα προσφέρει υπηρεσίες ποιότητας, θα προασπίζει την κοινοκτημοσύνη των δημόσιων χώρων. Και ισχυρό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αύξηση της άμεσης φορολογίας και καταστολή της φοροδιαφυγής.

(β) η εμπέδωση του αισθήματος δικαίου -που σημαίνει πως θα χρειαστεί μία κατά μέτωπον σύγκρουση με τους ισχυρούς του προηγούμενου υποδείγματος (πολιτικούς, δικαστές, δημοσιογράφους, διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, μεγαλοϊατρούς, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλοδημοσιογράφους, μεγαλοπανεπιστημιακούς κ.ο.κ) ώστε να τιμωρηθούν για τα ανομήματά τους. Δυστυχώς, έχουμε προ πολλού ξεπεράσει το σημείο εκείνο ανυποληψίας προς τους θεσμούς, πέραν του οποίου οι «ανθρωποθυσίες» είναι απαραίτητες...

Τούτων λεχθέντων, η αναδιανομή από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο θα χρησιμεύσει στο να χρηματοδοτήσει πολιτικές σε τέσσερις πυλώνες:

1. Να μειώσει το φαινόμενο της υποκατάστασης δημοσίων από ιδιωτικές υπηρεσίες -σε μία σειρά τομέων της ζωής μας (υγεία, παιδεία, μετακίνηση, ασφάλεια κ.λπ), έχουμε εγκαταλείψει το δικαίωμά μας στην δημόσια εξυπηρέτηση και πληρώνουμε πανάκριβα ιδιωτικούς παροχείς υπηρεσιών. Θα χρειαστεί να αναπτυχθούν ειδικοί δείκτες και πολιτικές ώστε π.χ. τα ιδιωτικά κέντρα υγείας, τα φροντιστήρια, το ταξί και τα ΙΧ, τα «σεκιούριτι» κ.λπ, να αντικαθίστανται σταδιακά από δημόσια κέντρα υγείας, σχολεία, μέσα μαζικής μεταφοράς, αστυνομία κ.ο.κ.

2. Να μειώσει τα φαινόμενα ιδιοποίησης δημοσίων χώρων-ρόλων προς ιδιωτικό όφελος -σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της ζωής μας ισχυροί ιδιώτες υπεξαιρούν παράνομα δημόσιες λειτουργίες από τις οποίες προσπορίζονται ατομικά οφέλη.

Αυτό μπορεί να αφορά:

  • την πολεοδομία («τραπεζοκαθίσματα» σε πεζοδρόμους, παράνομο παρκάρισμα, διαφημιστικές πινακίδες στους δρόμους κ.ο.κ),
  • την ενημέρωση (λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών διαύλων με αποκλειστικό σκοπό τους εκβιασμούς, την προβολή των ιδιοκτητών τους, την προώθηση διαφόρων επιχειρηματικών συμφερόντων, την προβολή πολιτικών που έχουν καταβάλει αντίστοιχο αντίτιμο κ.ο.κ),
  • την υγεία («φακελάκια», χορήγηση φαρμάκων που δε χρειάζονται, υποβολή σε περιττές εγχειρήσεις κ.ο.κ),
  • την εκπαίδευση (καθηγητές που «υποδεικνύουν» την προσφυγή στην ιδιωτική εκπαίδευση, πανεπιστημιακοί που χρηματίζονται από ερευνητικά προγράμματα ή/και εκμεταλλεύονται οικονομικά ή ερωτικά φοιτητές και φοιτήτριές τους κ.ο.κ)
  • την ασφάλεια (παροχή «προστασίας» από διάφορα κυκλώματα, διάθεση αστυνομικών της ΕΛΑΣ για προστασία «σημαντικών» προσώπων κ.ο.κ)
  • την πολιτική («ρουσφέτια», εξυπηρετήσεις κάθε είδους)

3. Να μειώσει τα φαινόμενα της ανεπάρκειας των δημοσίων παροχών -ενίσχυση, αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα ώστε να αναβαθμίζει συνεχώς τις υπηρεσίες του τουλάχιστο στην παιδεία, την υγεία, την ασφάλεια, τις μετακινήσεις, την προστασία του περιβάλλοντος.

4. Να μειώσει τα φαινόμενα της στυγνής καταπάτησης δημοσίου χώρου -αυθαίρετη δόμηση, οικειοποίηση δημοσίων χώρων, κ.λπ.

Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός , πρώην διευθυντής του «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας» (ΟΠΕΚ) και ιδρυτικό μέλος του PPOL. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική (PPOL) και αποτελεί συνέχεια των άρθρων Ένα πολιτικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα, Δημογραφικό : η ώρα της αναδιανομής, Περιβάλλον: η δεύτερη αναδιανομή.

Tuesday, January 15, 2008

Είναι νέοι οι νέοι πολιτικοί; Μέρος του πολιτικού status quo

Από τον Νίκο Μουζέλη,

Με ποικίλες αντιδράσεις έγινε δεκτή από το στελεχικό δυναμικό των κομμάτων η πρωτοβουλία του κ. Αλ. Αλαβάνου να ανοίξει ο ίδιος τον δρόμο της διαδοχής του και να παραδώσει τη σκυτάλη στη νεότερη γενιά της παράταξής του.

Οι αντιδράσεις για την επιλογή του να προτείνει ως αντικαταστάτη του στην ηγεσία του Συνασπισμού τον 33χρονο κ. Αλ. Τσίπρα, ο οποίος δεν είναι καν βουλευτής, δεν περιορίζονται μόνο στον δικό του πολιτικό χώρο, αλλά διατρέχουν οριζοντίως όλο το πολιτικό σύστημα.

Ο διάλογος για «ανανέωση» έχει ανοίξει. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που, επικαλούμενοι πολλά ιστορικά προηγούμενα, πρόσφατα και παλαιότερα, διεθνή αλλά και εγχώρια, επισημαίνουν ότι η ηλικιακή ανανέωση της ηγεσίας ενός κόμματος παρασύρει και τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο το ερώτημα αν το νέο στην πολιτική συμβαδίζει με την ηλικία του πολιτικού και μόνον υφίσταται καθώς η «μάχη των γενεών» για την είσοδο στο Κοινοβούλιο έχει αρχίσει.

Οι νέοι, ως ψηφοφόροι, θα παίξουν μακρόχρονα κεντρικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Ωστόσο οι νέοι πολιτικοί, δηλαδή αυτοί που έχουν ενταχθεί πρόσφατα στο κομματικό σύστημα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, παίζουν και θα εξακολουθούν να παίζουν συντηρητικό παρά μεταρρυθμιστικό ρόλο.

Και αυτό γιατί η δομή και ο τρόπος ένταξής τους σε αυτό το σύστημα τούς καθιστά μέρος του πολιτικού status quo, μέρος του προβλήματος της πολιτικής αλλαγής. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος που εμποδίζουν τους νέους πολιτικούς (ή/και τους πολιτικούς που είναι νέοι στην ηλικία) να αλλάξουν τα πολιτικά πράγματα.

* Το εκλογικό σύστημα
Για την εκλογή του ο νέος πολιτικός, ιδίως στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, εξαρτάται άμεσα από την τηλεόραση. Οπως είναι γνωστό, η αγορά τηλεοπτικού χρόνου είναι πανάκριβη. Αρα μια βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει ένας νέος υποψήφιος πολιτικό κεφάλαιο είναι η πρωθύστερη απόκτηση οικονομικού κεφαλαίου. Σε μια εποχή όπου οι γόνοι εύπορων οικογενειών, λόγω της γενικευμένης απαξίωσης της πολιτικής, τείνουν να αποφεύγουν την πολιτική καριέρα, ο επίδοξος πολιτευτής είναι αναγκασμένος, για την απόκτηση πόρων, να απευθυνθεί σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Και, βέβαια, οι τελευταίοι αποκτούν συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Με αυτόν τον τρόπο τα πλουτοκρατικά και συγχρόνως έντονα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος αναπαράγονται.

* Η σχέση κόμματος - κοινωνίας
Λόγω της καχεκτικής κοινωνίας πολιτών στη χώρα μας τα κόμματα εξουσίας παίζουν κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα αλλά και σε όλους τους άλλους χώρους της ελληνικής κοινωνίας. Από το πανεπιστήμιο και τα επαγγέλματα ως την τέχνη και τα σπορ, η κομματική λογική διεισδύει και υποσκάπτει τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμών.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχουν σοβαρά αντίβαρα στην κομματικοκρατία. Το κομματικό συμφέρον, κατά συστηματικό τρόπο, υπερισχύει του γενικού συμφέροντος - αφού τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό της ψηφοθηρίας και της λογικής του «πολιτικού κόστους». Υπ' αυτές τις συνθήκες μπορούν οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε πώς η εσωτερική δομή των κομμάτων εξουσίας συνδέεται με το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι.

* Κομματική δομή και πολιτική αλλαγή
Στον Μεσοπόλεμο η άνοδος των μεσαίων στρωμάτων και η είσοδος νέας γενιάς πολιτικών στην πολιτική αρένα αποδυνάμωσε τον «παλαιοκομματισμό», δηλαδή τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα. Δεν άλλαξε όμως τα πελατειακά χαρακτηριστικά των κομμάτων. Απλώς το μεταπαραδοσιακό πελατειακό σύστημα έγινε πιο συγκεντρωτικό: ο έλεγχος των πελατειακών δικτύων πέρασε σταδιακά από τα χέρια τοπικών προυχόντων σε αυτά των εθνικής εμβέλειας ελίτ.

Οπως στον Μεσοπόλεμο έτσι και στη Μεταπολίτευση τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα και η είσοδος νέων ανθρώπων στην ενεργό πολιτική άλλαξαν τη δομή των κομμάτων χωρίς όμως να αλλάξει τα πελατειακά τους χαρακτηριστικά, και αν το πελατειακό σύστημα στον Μεσοπόλεμο έγινε, σε σχέση με αυτό του 19ου αιώνα, πιο συγκεντρωτικό, στη Μεταπολίτευση έγινε πιο μαζικό.

Διότι στη μεταπολιτευτική περίοδο τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατισθούν, χωρίς δηλαδή να αμβλύνουν τα επιμεριστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Και όπως οι πόροι που ελέγχουν οι πολιτικές ελίτ αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, η διαφθορά «μαζικοποιείται».

Το ρουσφέτι, το «λάδωμα», οι παράνομες σχέσεις πολιτικών - κρατικών λειτουργών - επιχειρηματιών διαχέονται από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν τις κυρίαρχες πολιτικές πρακτικές και δομές.

Συμπέρασμα: ο τρόπος εκλογής των υποψηφίων, η κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής και η πελατειακή δομή των κομμάτων εξουσίας συνιστούν εμπόδια τα οποία η νέα γενιά πολιτικών δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει.

Η ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αν και όταν επιτευχθεί, μάλλον θα προέλθει όχι εκ των έσω αλλά κυρίως από δυνάμεις και εξελίξεις εκτός του κομματικοκρατικού συστήματος: από την ανάπτυξη φορέων εντός της κοινωνίας των πολιτών, από την ενδυνάμωση των μέχρι σήμερα καχεκτικών «Ανεξάρτητων» Αρχών, από τα νέα κινήματα, από την αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας που οι μεταϋλιστικές αξίες μιας μερίδας της νέας γενιάς ασπάζονται - καθώς και από τις εξωτερικές πιέσεις που η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργεί.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως οι μεταρρυθμιστικά προσανατολισμένοι πολιτικοί δεν θα μπορέσουν να συνεισφέρουν σε έναν πιθανό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά η συνεισφορά τους θα είναι αποτελεσματική μόνο αν συμμαχήσουν με ανερχόμενες κοινωνικές, εξωκομματικές δυνάμεις (π.χ. οικολογικές, φεμινιστικές, αντιρατσιστικές κλπ.).

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics (LSE). Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 13-1-2008

Monday, January 14, 2008

Οι νεόπτωχοι της διπλανής πόρτας

Μια νέα κοινωνική τάξη διαμορφώνεται από ιδιωτικούς υπαλλήλους, συμβασιούχους, γυναίκες, συνταξιούχους και ανέργους

Από τπν Γιάννη Ελαφρό

Αν στις βιτρίνες καθρεφτίζεται ο νέος πλούτος που παράγεται και συγκεντρώνεται στη χώρα, πίσω απ’ αυτές (ή και διστακτικά στεκάμενη εμπρός τους) απλώνεται η νέα φτώχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι, ακούσιοι «ταξιδευτές» της εργασιακής περιπλάνησης, κάποιοι ακόμα και με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, άλλοι που έφυγαν από το χωριό, εργαζόμενοι που έχασαν τη δουλειά τους σε ώριμη ηλικία, γυναίκες, μέλη μονογονεϊκών ή πολύτεκνων οικογενειών και πολλοί συνταξιούχοι, που αναζητούν μάταια τα «περήφανα γηρατειά», απαρτίζουν τη στρατιά των νέων φτωχών.

Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, οι φτωχοί στην Ελλάδα είναι γύρω στο 20% του πληθυσμού, αν και με βάση τη δυνατότητα (καλύτερα την αδυναμία) κάλυψης βασικών σύγχρονων αναγκών είναι πολύ περισσότεροι. Μεταξύ αυτού του 20%, αλλά και όσων τείνουν να περιπέσουν σε κατάσταση φτώχειας, όλο και περισσότερο συναντάμε νέες κοινωνικές κατηγορίες, τους νεόπτωχους.

Δεν πρόκειται για την παραδοσιακή εικόνα της φτώχειας: κάποιες περιθωριακές ομάδες των πόλεων ή οι ξεχασμένοι της υπαίθρου. Σήμερα η φτώχεια απειλεί ακόμα κι εκείνους που κατείχαν το πάλαι ποτέ βασικό αντίδοτο εναντίον της: μια θέση εργασίας. Σφίγγει στην αποκρουστική αγκαλιά της εργαζόμενους, κυρίως μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. «Η συμμετοχή στην απασχόληση δεν είναι πάντοτε η επαρκής συνθήκη για την αποφυγή της φτώχειας, θέτοντας έτσι το σημαντικό ζήτημα της “φτώχειας εντός της εργασίας” και των “εργαζόμενων φτωχών”», υπογραμμίζει ο κ. Ηλίας Κικίλιας, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. «Οι οικογένειες με έναν εργαζόμενο, οι χαμηλές αποδοχές, ως αποτέλεσμα είτε θέσεων εργασίας κακής ποιότητας είτε και διαστημάτων επαναλαμβανόμενης ανεργίας, η αδυναμία εξεύρεσης πλήρους απασχόλησης, είναι μερικές από τις συνιστώσες του φαινομένου “φτώχειας εντός της εργασίας”», συμπληρώνει.

Ακόμη, η ανάπτυξη της νέας φτώχειας συνδέεται με τη διάλυση του παραδοσιακού προτύπου της οικογενειακής στήριξης, αλλά και της οικογενειακής επιχείρησης. «Παλιότερα, μεγάλο κομμάτι της απασχόλησης κατευθυνόταν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της πόλης ή της υπαίθρου.

Μετά τη δεκαετία του ’90 οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να επιβιώσουν όλο και πιο δύσκολα, με αποτέλεσμα οι νέοι να στρέφονται απευθείας στη μισθωτή εργασία», σημειώνει ο κ. Κικίλιας. «Ομως το όποιο κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα δεν είναι προσανατολισμένο σε μια κοινωνία της μισθωτής εργασίας, με αποτέλεσμα να είναι τελείως αναποτελεσματικό. Για παράδειγμα, ενώ οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι 27%, περίπου όσο και στην Ε.Ε., μειώνουν τη φτώχεια μόλις κατά 3%, όταν στην Ε.Ε. τη μειώνουν κατά 9%», σχολιάζει ο ερευνητής του ΕΚΚΕ.

Την κρίση της μικρής επιχείρησης φωτίζουν τα στοιχεία: Το 81% όσων μπήκαν στη δουλειά το 2006 κατευθύνθηκαν στη μισθωτή εργασία. Αλλά με τι όρους; Σχεδόν ο ένας στους δύο (46%) των νέων μισθωτών εντάχθηκε με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης, η οποία στο Δημόσιο έφτασε το 66%.

Μια τρίτη μεγάλη αιτία για την εμφάνιση της νέας φτώχειας είναι η ραγδαία εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος και της υπαίθρου, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εναπομείνασας νεολαίας της υπαίθρου στα αστικά κέντρα. Η σύγχρονη φτώχεια εμφανίζεται κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται ακόμα πιο ανεπαρκείς οι αμοιβές των νεόπτωχων.

Δύσκολοι καιροί για νέους

Καταρχήν νέοι άνθρωποι, ηλικίας 16 - 24 ετών, όπου τα ποσοστά της επίσημης φτώχειας υπερβαίνουν τον μέσο όρο και φτάνουν το 23%. Δυστυχώς δεν πρόκειται για μια περίοδο προσωρινή, όπως λίγο πολύ συνέβαινε παλιότερα, αλλά αποκτά στοιχεία σταθερότητας, λόγω της καθήλωσης των μισθών και της επέκτασης των νέων μορφών εργασιακών σχέσεων (προσωρινής, μερικής, με σύμβαση, με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), για το β΄ τρίμηνο του 2006, το 41% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα έχει μηνιαίες καθαρές αποδοχές χαμηλότερες των 750 ευρώ, ενώ το 77% χαμηλότερες των 1.000 ευρώ. Για όσους εργάζονται με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, το 61,8% βρίσκεται κάτω των 750 και το 89% κάτω των 1.000 ευρώ. Στη μερική απασχόληση τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: δύο στους τρεις έχουν καθαρό μηνιαίο εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Η μεγάλη πλειονότητα (8 σους 10) είναι γυναίκες! Και δεν μιλάμε για τη «μαύρη εργασία» και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.

Με 850 ευρώ

Οταν το επίσημο όριο φτώχειας (το οποίο θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό), βρίσκεται στα 850 ευρώ τον μήνα (καθαρά και επί 14 μισθούς) για μια τετραμελή οικογένεια, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οικογένειες με ένα εργαζόμενο ή με μερική απασχόληση, πέφτουν σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. «Το ένα στα τρία νοικοκυριά στα οποία εργάζεται μόνο ένας ενήλικος, βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας», λέει ο κ. Κικίλιας. «Παλιότερα ένας εργαζόμενος έθρεφε μια οικογένεια, τώρα δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τον εαυτό του», τονίζει ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Καζάκης.

Οι νέοι εργαζόμενοι μπαίνουν στην παραγωγή με υπεραναπτυγμένες τις νέες μορφές εργασίας, άτυπες και πιο ελαστικές, οι οποίες δημιουργούν αυξημένες ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων, τόσο ως προς την αμοιβή όσο και προς την κοινωνική ασφάλιση, σημείωσε η η κ. Αλίκη Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου, παρουσιάζοντας πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα της ΕΣΥΕ ότι το 43% όσων απασχολούνται με μερική απασχόληση στην Ελλάδα δεν το επιθυμεί (στην Ε.Ε. των 15, το 17%).

Απειλή

Η φτώχεια σήμερα πλήττει και τις πιο τρυφερές ηλικίες, τα παιδιά. Το 19% των ατόμων κάτω των 16 ετών βρίσκεται επίσημα σε κατάσταση φτώχειας. Οι οικογένειες με παιδιά αντιμετωπίζουν πιο έντονα την απειλή της φτώχειας (20,4%). Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά είναι φτωχές σε ποσοστό 31,8% (πολύ πάνω από τον μέσο όρο), άρα καμιά ουσιαστική βοήθεια δεν δίνεται στις οικογένειες αυτές, παρά την «ανησυχία» για την υπογεννητικότητα.

Τεράστιο και αυξανόμενο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες (37,6% σε φτώχεια το 2004, 40,7% το 2005), μια κατάσταση που πληθαίνει στην εποχή μας.

Οι ηλικιωμένοι

Οι συνταξιούχοι και οι ηλικιωμένοι είναι ίσως η πιο μεγάλη κατηγορία φτωχών, με ποσοστό 28%. Θα πείτε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι δεν πρόκειται κυρίως για ηλικιωμένους που ζουν στο χωριό (και όπου ακόμα και με χαμηλά εισοδήματα μπορεί να υπάρξει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης), αλλά για μάζες συνταξιούχων που κατοικούν στις πόλεις. Το απαράδεκτα χαμηλό ύψος των συντάξεων, σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών αλληλοβοήθειας, έχουν επιδεινώσει σημαντικά τη θέση της τρίτης ηλικίας.

Πνιγμένοι σε δάνεια, κάρτες

Η νέα φτώχεια είναι πλέον φανερή στην καθημερινότητα. Η ανάπτυξη μιας αγοράς για νεόπτωχους (φτηνά σούπερ μάρκετ, μαγαζιά ευκαιρίας, αλυσίδες ρούχων για νεανικό κοινό χωρίς γερό πορτοφόλι), η επιστροφή της αγοράς μεταχειρισμένων (που για πολλά χρόνια είχε ατονήσει), η νέα άνθhση καταστημάτων επιδιορθώσεων αποτελούν ίχνη του νέου φαινομένου.

Αλλά η πιο χαρακτηριστική εικόνα είναι η νέα γενιά των «καρτοκυνηγών», όλων αυτών που ζουν με δανεικό πλαστικό χρήμα, ακροβατώντας επιδέξια στις «ευκαιρίες» - παγίδες της μεταφοράς χρεών από κάρτα σε κάρτα και από δάνειο σε δάνειο, μέχρι να βουλιάξουν ανεπανόρθωτα στην κινούμενη άμμο της «δανεικής γενιάς». Τα χρέη των νοικοκυριών σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια το πρώτο τετράμηνο του 2007 ανήλθαν σε 91,4 δισ. ευρώ. Από τα 2.000.000 νοικοκυριά που έχουν δανειοδοτηθεί, τα 170.000 αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους, καθυστερώντας πληρωμές για πάνω από τρεις μήνες. Από τον Μάιο 2006 έως τον Μάιο 2007 τέσσερα στα δέκα ευρώ που δανείστηκαν τα νοικοκυριά από τις τράπεζες πήγαν για κάλυψη οφειλών παλιότερων δανείων!

Συνολικά, η νέα φτώχεια βιώνεται από όλη την κοινωνία και όχι μόνο από αυτούς που βρίσκονται στις δαγκάνες της. Το 60% των Ελλήνων φοβούνται ότι μπορούν να πέσουν σε κατάσταση φτώχειας τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας ενός απρόβλεπτου τυχαίου γεγονότος, σύμφωνα με μεγάλη πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται το άγχος των εργαζομένων και να πιέζονται για υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας τους.

Με πόσα ζει ένας φτωχός;

Ποια άτομα όμως εντάσσονται στην κατηγορία του «φτωχού»; Δύο μέθοδοι ακολουθούνται σήμερα. Η πρώτη, που έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση και υλοποιείται και στις επίσημες ελληνικές στατιστικές, θεωρεί φτωχούς όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Με βάση αυτήν την εκτίμηση, στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί το όριο των 850 ευρώ για τετραμελή οικογένεια (καθαρά εισοδήματα επί 14 μισθούς), όριο που οδηγεί το 20% περίπου των Ελλήνων κάτω από το όριο φτώχειας!

Η δεύτερη μέθοδος συγκρίνει τις αποδοχές και τις δαπάνες των νοικοκυριών με ένα σύνολο δαπανών ου μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού. Η διαμόρφωση αυτού του «πλαφόν» είναι σε κάθε περίπτωση ζητούμενο και αποτέλεσμα μιας επιστημονικής επεξεργασίας ανά έτος. Η μέθοδος αυτή δίνει πιο πραγματικά αποτελέσματα, αφού η φτώχεια δεν διαμορφώνεται σε σχέση με κάποιον άλλον, αλλά σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών.

«Σήμερα μια τριμελής οικογένεια σε αστικό κέντρο χρειάζεται για να καλύψει με επάρκεια τις βασικές της ανάγκες το ποσό των 1.600 ευρώ. Σε ημιαστική περιοχή το ποσό αυτό πέφτει στα 1.300 ευρώ. Κάθε παιδί δημιουργεί επιβάρυνση περίπου 300 ευρώ», τονίζει ο οικονομολόγος και συγγραφέας Δημήτρης Καζάκης. «Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των οικογενειακών προϋπολογισμών, από την ΕΣΥΕ. Τα δύο τρίτα των οικογενειών δεν μπορούν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες», τονίζει.

Σύμφωνα με τους ίδιους τους φτωχούς, απαντώντας σε σχετική έρευνα του 2005, το ελάχιστο μηνιαίο καθαρό εισόδημα, το οποίο απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού, ήταν 1.339 ευρώ τον μήνα (ας σημειωθεί ότι οι μη φτωχοί χρειάζονταν 2.099 ευρώ). «Αν το στατιστικό όριο φτώχειας αντιστοιχούσε στα παραπάνω ποσά, τα ποσοστά φτώχειας θα προσέγγιζαν το 50%!», σχολιάζει ο κ. Κικίλιας. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερα από το 20% της επίσημης στατιστικής.

Ο Γιάννης Ελαφρός είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 5 - 1 - 2008.

Sunday, January 13, 2008

Γενιά Χ: Οι τεμπέληδες του έρωτα

Από την Ιωάννα Νιαώτη

Κατηγορήθηκαν από το κοινωνικό κατεστημένο για απάθεια, «εργασιακή φυγοπονία» και τάση για αποφυγή της σκληρής εργασίας, έχοντας δουλέψει έντονα τα 3-4 πρώτα χρόνια στο επαγγελματικό ξεκίνημά τους. Τώρα τα μέλη της γενιάς Χ κερδίζουν άλλον έναν τίτλο οκνηρίας: χαρακτηρίζονται «τεμπέληδες στον έρωτα».

Ετσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο Αμερικανός ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Σικάγου, Εντουαρντ Λάουμαν, που πραγματοποίησε ευρεία έρευνα για τις σεξουαλικές συνήθειες όσων έχουν γεννηθεί μεταξύ του 1965 και του 1985.

«Οι Χ έχουν σημαντικά λιγότερους ερωτικούς συντρόφους και δεν είναι τόσο άπιστοι όσοι μέλη της προηγούμενης και της επόμενης γενιάς», λέει ο Αμερικανός καθηγητής, που θα δημοσιοποιήσει την έρευνά του την επόμενη χρονιά.

Για τη γενιά των «baby boomers», η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε με το αντισυλληπτικό χάπι. Αυτοί πάλι που γεννήθηκαν μετά το 1985 ανακάλυψαν εκ νέου το σεξ «ως νέο σπορ» μέσω του Διαδικτύου. Σύμφωνα όμως με το πόρισμα του καθηγητή Λάουμαν, η εμφάνιση του AIDS και η κατακόρυφη αύξηση του ποσοστού των διαζυγίων, «δημιούργησε ανασφάλεια στα μέλη της γενιάς Χ, που ενστικτωδώς επιλέγουν όρια στην ερωτική τους ζωή».

Ο Λάουμαν, συγγραφέας του βιβλίου «The Social Orientation of Sexuality», που διδάσκεται στην εκπαιδευτική ύλη πολλών αμερικανικών κολεγίων, πραγματοποίησε χιλιάδες συνεντεύξεις με Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους της γενιάς Χ. «Από τα ευρήματα είναι ξεκάθαρο ότι όσοι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 22-42 κάνουν σταθερά σεξ, όμως όχι τόσες φορές και με τέτοια ποικιλία τεχνικών που χαρακτήριζε τη γενιά των γονιών τους και τους σημερινούς εφήβους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός καθηγητής.

Στον ίδιο άξονα κινείται και ο Φρανκ Φουρέντι, Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κεντ, υποστηρίζοντας ότι «κάπου ανάμεσα στη γενιά του ελεύθερου έρωτα και τη γενιά των σημερινών εφήβων υπάρχει μια γενιά που αρνείται την έκλυτη ζωή και τις παράλληλες σχέσεις».

Και οι δύο καθηγητές πιστεύουν ότι τα μέλη της γενιάς Χ στράφηκαν περισσότερο στη δημιουργία «τεχνητών οικογενειών», ενισχύοντας δηλαδή τις σχέσεις με τους κολλητούς τους φίλους. Αυτή τους η τάση «μεταφέρθηκε με επιτυχία στην τηλεόραση με την αμερικανική σειρά "Friends" και τη βρετανική παραγωγή "This Life"». «Οσο περίεργο και αν φαίνεται, μπορεί σε αυτές της σειρές να γίνονται πολλές και λεπτομερείς συζητήσεις για το σεξ, αλλά... η δράση είναι μηδαμινή», λέει ο Λάουμαν, ο οποίος εκτιμά ότι μειώθηκαν οι ερωτικές περιπέτειες των μελών της γενιάς Χ λόγω της δυσκολίας «αποδοχής των ερωτικών συντρόφων και προσαρμογής τους στον κύκλο των φίλων».

Στον ερωτικό αντίποδα βρίσκεται η γενιά Υ. Με τη μείωση των νέων κρουσμάτων του AIDS στον δυτικό κόσμο και την εξάπλωση του Διαδικτύου, η γενιά Υ επιδίδεται σε νέες ερωτικές περιπέτειες. Τις συνήθειες των Υ μελετά η κοινωνιολόγος Πόλα Ινγλαντ, του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, το οποιο ήδη έχει πραγματοποιήσει 4.000 σχετικές συνεντεύξεις μέσω του Ιντερνετ. «Οι Υ είναι τελείως διαφορετικοί από τους Χ», λέει η Ινγκλαντ, «είναι πρόθυμοι να κάνουν σεξ μόνο για μια νύχτα, με γνωστούς ή και ξένους, σε σπίτια φίλων και σε δημόσιους χώρους».

Η Ιωάννα Νιαώτη είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 27 -12- 2007.