Tuesday, June 30, 2009

Κάπνισμα STOP! Πλήρης απαγόρευση τώρα.

Της G700
Δημοσιεύτηκε στο Newstime

«Η Ελλάδα σβήνει το τσιγάρο». Αυτός είναι ο φιλόδοξος τίτλος της καμπάνιας του υπουργείου Υγείας για τα μέτρα περιορισμού του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους. Βέβαια, η ίδια η καμπάνια εμφανίζεται αναμενόμενη, αδύναμη, χωρίς ουσιαστικές πληροφορίες και τελικά χωρίς ισχυρό μήνυμα.

Αλήθεια, υπήρξε πληροφόρηση για την πλήρη απαγόρευση του τσιγάρου στα ταξί, στα οποία οι οδηγοί τους κατά κανόνα καπνίζουν παρότι είναι το πιο ακριβό από τα «μέσα μαζικής μεταφοράς»;

Πέρα από την καμπάνια, η προετοιμασία της διοίκησης για την αυριανή εφαρμογή του νόμου χαρακτηρίζεται τραγελαφική. Οι καταστηματάρχες περιφέρονται μεταξύ δήμων και υπουργείου ψάχνοντας άδειες και αυτοκόλλητα, ενώ οι αιτήσεις υπαγωγής στην εξαίρεση των 70 τ.μ. παραμένουν ελάχιστες.

Ο συνδυασμός αυτός, της αδύναμης καμπάνιας και της απροετοίμαστης διοίκησης, κινδυνεύει να μετατρέψει την εφαρμογή του νόμου σε ανέκδοτο. Βέβαια, ο συγκεκριμένος νόμος έχει υποθηκευτεί από τη στιγμή της ψήφισής του. Οι ρυθμίσεις του είναι λεπτομερείς και γραφειοκρατικές και αναπαράγουν τη συνήθεια του δημοσίου για «διαδικασίες, εγκρίσεις και άδειες». Τελικά, καταλήγουν να αποδυναμώνουν το στόχο ενίσχυσης του αγαθού της δημόσιας υγείας.

Τι προβλέπει ο νόμος ακριβώς; Όποιος ιδιοκτήτης καταστήματος έως 70 τ.μ. επιθυμεί, μπορεί να χαρακτηρίζει το χώρο του «ως αποκλειστικά για καπνίζοντες», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Πέρα από την ατυχή διατύπωση, ο νόμος εξουσιοδοτεί τους καταστηματάρχες να αποφασίζουν εκείνοι εάν επιτρέπεται ή όχι το κάπνισμα.

Και χρειαζόταν ολόκληρος νόμος για το αυτονόητο; Ήταν απαραίτητο να στηθεί ολόκληρη γραφειοκρατική διαδικασία με αιτήσεις, παράβολα, άδειες και αυτοκόλλητα για να καταλήξουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε;

Ωστόσο, αυτός ακριβώς ο συμβολισμός της «νομοθετικής εξουσιοδότησης» των καταστηματαρχών να αποφασίζουν εκείνοι για την πολιτική υγείας σε αυτή τη χώρα, είναι αυτή που γελοιοποιεί την καμπάνια και τους στόχους της και δείχνει πόσο αδύναμη και απρόθυμη είναι η ηγεσία του υπουργείου. Επιπρόσθετα η ευρωπαϊκή εμπειρία ως προς τα καταστήματα άνω των 70 τ.μ. δείχνει ότι η συνύπαρξη χώρων καπνιζόντων και μη καπνιζόντων παραμένει στα χαρτιά και στην πράξη καταργείται. Άλλωστε, υποτίθεται ότι θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα από το 2002 με τα μέτρα Παπαδόπουλου.

Η υποτιθέμενη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, έφερε στην επικαιρότητα μία συζήτηση σχετικά με τα δικαιώματα των καπνιστών και την «καταδίωξή» τους από το δημόσιο χώρο. Υποστηρίζεται ότι με τους περιορισμούς πλήττεται το θεμελιώδες δικαίωμα των καπνιστών να εμφανίζονται και να υπάρχουν στο δημόσιο χώρο με τον τρόπο που εκείνοι επιλέγουν, δηλαδή καπνίζοντας.

Ως συνήθως, μέσα από τις υπερβολικές διατυπώσεις καλύπτεται η ακρίβεια και τελικά η αλήθεια. Διότι πρόκειται για τον περιορισμό -και όχι την κατάργηση- ενός δικαιώματος ενόψει της προστασίας του δημόσιου αγαθού της υγείας. Μέσα από το δημόσιο διάλογο και την πολιτική σύγκρουση προκύπτει η ιεράρχηση αξιών και προτεραιοτήτων, η οποία πιθανόν καταλήγει στη ρύθμιση και τον αναλογικό περιορισμό ορισμένων δικαιωμάτων ενόψει της ενίσχυσης των συλλογικών αγαθών. Αυτή είναι η μέθοδος της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Θα ήταν λοιπόν καλύτερο να ξεπεράσει η κυβέρνηση την «κανονο-λαγνεία» που δέρνει διαχρονικά το πολιτικό σύστημα, και την πολιτική δειλία που αυτή υποκρύπτει, και να προχωρήσει σε απλά, στοχευμένα και αποτελεσματικά μέτρα. Δηλαδή, στην πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους δημόσιους χώρους.

Monday, June 29, 2009

Ο Χάρι Πότερ στην κυβέρνηση

Του Θοδωρή Πελαγίδη*

Ενώ τα έσοδα είναι λιγότερα και από πέρσι (αντί για προϋπολογιζόμενη αύξηση 14%), οι δαπάνες εκτοξεύονται σχεδόν στο +24% για το πρώτο εξάμηνο του 2009 (αντί για +9%).

Παρ' όλα αυτά, ο υπουργός φαίνεται ψύχραιμος. Τα στοιχεία πάντως που έρχονται στη δημοσιότητα προκαλούν επιπροσθέτως και έκπληξη. Στους δύσκολους καιρούς για τα δημόσια οικονομικά, η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε 6% περίπου μέχρι τώρα! Δηλαδή το κράτος δανείζεται ακριβά για να στηρίξει τη ζήτηση και, ιδιαιτέρως, μέσα από την πρακτική αυτή, τα επιμέρους ιδιωτικά συμφέροντα.

Ποια συμφέροντα; Τους αυτοκινητάδες που πρέπει να πουλήσουν την αδιάθετη πραμάτεια τους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μαγαζάτορες που δεν θέλουν τεκμήρια για να δηλώνουν ότι είναι πάμφτωχοι, τους ταξιτζήδες που θέλουν να παίρνουν διπλούς και τριπλούς πελάτες κινούμενοι ελεύθερα μέσα στις λεωφορειολωρίδες, τους βαμβακοαγρότες που τσεπώνουν παρατύπως το κοινοτικό χρήμα του ΕΛΓΑ, τους καταπατούντες τις δημόσιες εκτάσεις που νομιμοποιούν τη δράση τους με ένα ποσό, τους ωφελημένους από το άρον άρον κλείσιμο φορολογικών εκκρεμοτήτων, τους ηλεκτρονικάδες που υπό το αστείο πρόσχημα της πράσινης ανάπτυξης μοιράζουν κλιματιστικά στον κόσμο με επιδότηση του κράτους. Πληροφορίες αναφέρουν μάλιστα ότι ακολουθούν όλες οι υπόλοιπες ηλεκτρονικές συσκευές, ψυγεία κ.λπ.

Εδώ το καλό κράτος, εδώ η καλή πραμάτεια! Οποιο ειδικό συμφέρον με πολλές ψήφους έχει αίτημα, πουλάμε ένα ομόλογο με 6% τόκο και καθαρίσαμε. Καθαρό εμπόριο ψήφων στις πλάτες των επόμενων γενεών, των νόμιμων πολιτών, των ανέργων, των μη προνομιούχων.

Μια ματιά και στον πληθωρισμό καταδεικνύει την ιλαρότητα της κατάστασης από μια άλλη πλευρά. Ηλεκτρικό ρεύμα 6,5%, συγκοινωνίες 8%, περίθαλψη 5%. Ο δημόσιος κορβανάς και τα κομματοκρατικά στελέχη δεν καταλαβαίνουν από κρίση και πληρώνουν και πάλι οι φορολογούμενοι σε... υψηλό πληθωρισμό. Ποιοι φορολογούμενοι; Μα όλοι όσοι επιμένουν να είναι στοιχειωδώς νόμιμοι. Αυτοί που φορολογούνται στην πηγή, δηλαδή όλοι αυτοί που δηλώνουν το μέσο εισόδημα και που φορολογούνται στην Ελλάδα βαριά. Πληρώνουν τώρα το ΕΤΑΚ, πληρώνουν την έκτακτη εισφορά επειδή ήταν ειλικρινείς, πληρώνουν βαρύ φόρο εισοδήματος, αφού οι καλοί πελάτες των κομμάτων κρύβονται κάτω από τα... 12.000 ευρώ ετησίως.

Ο δε γίγας της οικονομικής (σοσιαλιστικής) σκέψης, που δεν καταλαβαίνει από αποχές σε εκλογές και τέτοια, ονόματι... Χ. Αλμούνια, κάνει τα στραβά μάτια, νομίζοντας ότι είμαστε καθυστερημένοι ιθαγενείς και δεν καταλαβαίνουμε, και συμφωνεί να ξεκινήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές (;) από το φθινόπωρο (δηλαδή ποιες αλλαγές, δεν καταλαβαίνει κανείς. Κανένα ελεύθερο επάγγελμα δεν πρόκειται να ανοίξει πραγματικά, και αφήστε το δούλεμα, κ. επίτροπε). Μην ξεχνάτε ότι και ο κ. Αλμούνια εργαζόμενος είναι και δεν πρέπει να χάσει τη δουλειά του. (Παρεμπιπτόντως, ο κ. Μπαρόζο, γιατί δεν είπε κάτι για τα Μάρμαρα; Γιατί ποτέ και κανένας δεν έχει μια καθαρή θέση εκεί επάνω στις Βρυξέλλες;)

Πρόκειται πάντως για μια εντελώς απαράδεκτη κατάσταση μεταφοράς εισοδήματος από την πραγματική και τη νόμιμη οικονομία προς την παραοικονομία των καπάτσων και των παραοικονομούντων. Αφήνω τις επιπτώσεις στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Υποστηρίζεται ότι θα έχουμε ρίξει το έλλειμμα στο μισό από ό,τι σήμερα, κάτω του 3%, σε ενάμιση χρόνο το πολύ και οι κοινοτικοί μάς πιστεύουν. Μα εδώ παίζεται ένα παιχνίδι υποκρισίας. Πώς θα γίνει αυτό; Θα προσλάβουμε τον Χάρι Πότερ;

Ακούστε, πάντως, πώς όλα αυτά μπορούν να καταστρέψουν την... κτηματαγορά και δι' αυτής να χτυπήσουν γενικότερα την ελληνική οικονομία. Τις τελευταίες μέρες, οι φορολογούμενοι-κορόιδα λαμβάνουν διάφορα εκκαθαριστικά από την εφορία.

Ενα από αυτά είναι το περίφημο ΕΤΑΚ. Σύμφωνα με το χαρτί, αυτό υπολογίζεται ένας φόρος κατοχής (αυτό είναι σωστό να υπάρχει), σε μια τιμή άσχετη με την αντικειμενική αξία καταχωρισμένη στα κιτάπια του υπουργείου. Στις 80.000 η αντικειμενική αξία που επισήμως αναγνωρίζει το κράτος στο συμβόλαιο, 280.000 η... «άλλη» τιμή, με την οποία υπολογίζεται το ΕΤΑΚ! Το κράτος έχει δύο τιμές δηλαδή! Τώρα, αυτοί που θα αρχίσουν να επιβαρύνονται με το ΕΤΑΚ κάθε χρόνο εφεξής και διαθέτουν, ας πούμε, 3-4 μικρά ακίνητα, δεν θα συμφέρει να τα κρατήσουν. Θα στραφούν στην αγορά για πώληση. Το κράτος τούς λέει ότι μπορούν να πουλήσουν το ακίνητο το πολύ 10%-20% πάνω από την επίσημη αντικειμενική αξία (το 80.000 δηλαδή). Αυτό δεν συμφέρει τον πωλητή και γι' αυτό ωθείται, λοιπόν, στη μαύρη αγορά (αν μπορέσει...). Αλλη μια φορά, το κράτος σού δίνει κίνητρο να παραοικονομήσεις και το λογαριασμό τον στέλνει στους νόμιμους και στους αγέννητους.

Το χειρότερο όμως είναι ότι του «επιβάλλει» στην ουσία κι ένα πρόσθετο κόστος πώλησης/μεταβίβασης περίπου συνολικά 15%, γιατί πρέπει να πληρωθούν και οι «πορτιέρηδης», με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα να μην επιθυμεί την πώληση του ακινήτου του γιατί δεν τον συμφέρει (γι' αυτό και η κτηματαγορά στην Ελλάδα είναι τόσο ρηχή και στρεβλή). Θα αναγκαστεί όμως να το πουλήσει.

Υπενθυμίζεται ότι το ΕΤΑΚ (θα) είναι ετήσιο. Επομένως, τα προσεχή έτη πρέπει να αναμένεται μαζική προσπάθεια πώλησης στην αγορά ακινήτων καθώς το κόστος «συντήρησής τους» θα είναι για πολλούς δυσβάστακτο. Από την άλλη, η αγορά ακινήτων θα βυθίζεται όσο έχει αντικειμενικές αξίες χαμηλότερες της αγοράς για να ικανοποιούνται τα παρασιτικά κυκλώματα (που πάντα υποκριτικά και ξεδιάντροπα παρουσιάζονται να υπερασπίζονται την «ανάπτυξη» της κτηματαγοράς). Αυτό θα ρίξει τις τιμές αφού η προσφορά θα αυξηθεί, αλλά το κόστος αγοραπωλησίας θα συνεχίσει να είναι αποτρεπτικά υψηλό.

Μακροοικονομικά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τελικά χαμηλή ταχύτητα κυκλοφορίας χρήματος σε έναν τομέα της ελληνικής οικονομίας όπως η κτηματαγορά, που παίζει το ρόλο της ατμομηχανής. Και σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία χρειάζεται τόνωση της ζήτησης για επενδύσεις (κι όχι φυσικά «επιδοτήσεις» στους καπάτσους. Αυτά στην Αμερική λέγονται «γέφυρες στο πουθενά»...).

Τη χαμηλή φορολογητέα ύλη θα την... πληρώνουν πάντα οι νόμιμοι φορολογούμενοι, που θα συνεχίσουν να πληρώνουν έκτακτες εισφορές για να εισπράττουν οι αυτοκινητάδες, οι ηλεκτρονικατζίδες, οι κάθε λογής επιτήδιοι, οι παραοικονομούντες κ.ά. -και μέσω αυτών η κ. Μέρκελ, ο κ. Σαρκοζί κ.ά. Στους δε φορολογούμενους, θα έρχεται πολύ ακριβή τόσο η κατοχή όσο και η μεταβίβαση των μικρών ακινήτων που μέχρι σήμερα κατείχαν. Ο κλοιός γύρω σφίγγει, για την οικονομία, τους νόμιμους πολίτες, και γενικώς όλους αυτούς που επιθυμούν η χώρα να προχωρήσει και να εκμοντερνιστεί. Αντιθέτως, ως συνήθως, οι «υπεύθυνοι», την ώρα του απολογισμού, θα είναι άφαντοι.

*Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία την Κυριακή 28 Ιουνίου 2009. Το αναδημοσιεύουμε ύστερα από άδεια του συγγραφέα.

Friday, June 26, 2009

A Banking System We Can Trust

By Laurence J. Kotlikoff and Edward Leamer*
Forbes, April 23 2009

Before throwing more money at Wall Street, let's understand what our financial system was supposed to deliver, what it did deliver and what price it charged.

The system was supposed to channel our hard-earned savings into the best real investments: new homes, offices, factories, equipment and research. And it was supposed to correctly price our assets.

It did neither. Instead, Wall Street morphed into a vast gambling enterprise, generating massive trades of existing securities without, in fact, raising the investment rate or growing the economy.

During the dot-com bubble, Wall Street funded all manner of silly businesses, and during the housing bubble, it put millions of people in homes they couldn't afford. This "expertise," which cost one-tenth of our output, was delivered by the best and brightest, with half of Harvard's graduating classes becoming high-class croupiers.

As for pricing assets, the stock market's been on a five-decade roller coaster, notwithstanding a relatively stable real economy. The market rose dramatically from 1950 through the mid-1960s.

It then spent the next decade and a half falling through the floor. Then it rose like crazy in the late '90s, crashed, soared and crashed again.

We need a financial sector but not one like this. Nor do we need Wall Street hitting us up for its gambling debts. What we need is Limited Purpose Banking (LPB), which would transform all financial corporations, including insurance companies and hedge funds, into mutual funds. They would, henceforth, be called banks.

Under this system, banks would never fail for a simple reason. They'd never hold any financial assets and they'd never borrow except to finance their mutual fund operations. Instead, they'd be limited to their legitimate purpose--financial intermediation. Under LPB, people, not companies, bear risk as their mutual funds do well or poorly.

A new Federal Financial Authority (FFA)--would rate, verify, supervise custody, disclose and clear all securities purchased, held and sold by LPB mutual funds. Private rating companies could stay in business, but no one would need to trust them ever again.

Banks would initiate personal and business loans (including mortgages), send them to the FFA for processing and then sell them to mutual funds, including their own. Loans would activate when sold, so no bank would ever have an open position.

All mutual funds would break the buck with one exception: cash mutual funds. These funds would strictly hold cash and be valued at $1 per share. Owners of these funds would write checks against their balances and never have to worry about a bank run. Fractional reserve banking and the FDIC would be history.

LPB would include insurance mutual funds. These funds would pay off based on the losses experienced by contributors. If losses are larger than expected, less is paid out per loss. Hence, LPB prevents insurance companies from insuring the uninsurable, e.g., claiming they'll pay the same life insurance claims even if there's a plague.

All risk allocation arrangements can be run through mutual funds, including credit default swaps. Take a bank that markets the GE-Defaults-On-Its-Bonds-In-2010 fund. Under this closed-end fund, shareholders specify in advance if they want to get paid off if GE does default on its bonds in 2010 or paid off if GE doesn't default. All money put into the fund, less the mutual fund's fee, would be held in one-year Treasuries and paid out at the end of the year to the winning shareholders in proportion to their holdings.

Hence, Limited Purpose Banking can accommodate credit default swaps (CDS) as well as any other risk product. But what Limited Purpose Banking won't do is leave any bank exposed to CDS risk since people, not banks, would own the CDS mutual funds.

If such mutual funds sound revolutionary, they're not. Funds of this kind have been around for centuries. They go by the name "tontines," or systems of "pari-mutuel betting."

Limited Purpose Banking would enhance liquidity, since all funds would trade in the market even if their underlying assets are illiquid. It would permit the extension of as much credit as the public--which is the ultimate source of credit--wishes to provide by buying mutual funds that purchase household and business loans. And it would force banks to charge fees and pay their employees based on their mutual fund performances as determined by the market.

What LPB will eliminate is insider rating, free riding on FDIC insurance, self-custody arrangements, no doc loans, institutionalized gambling, me-now compensation plans, financial malfeasance and the possibility of future financial collapse. In other words, it would be a system we can trust.

*Laurence J. Kotlikoff and Edward Leamer are professors of economics at Boston University and UCLA. Για μία πιο λεπτομερή ανάλυση του Limited Purpose Banking μπορείτε να διαβάσετε το πρόσφατο άρθρο L.J. Kotlikoff και John C. Goodman με τίτλο Back to Basics που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Republic.

Tuesday, June 23, 2009

Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν

Της G700
Δημοσιεύτηκε στο Newstime

Τη Δευτέρα 22 Ιουνίου ανακοινώθηκε η απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων των Εταιρειών «ΙΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ Α.Ε.» και «Ραδιοφωνικές Επιχειρήσεις CITY Α.Ε.» για λουκέτο στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος καθώς και το ραδιόφωνο του City.

Η ανακοίνωση της απόφασης έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο. Η αποζημίωση που θα πάρουν θα είναι πενιχρή, δεδομένου ότι οι δύο εταιρείες δεν λειτουργούν πάνω από τρία χρόνια, ΚΑΙ οι δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στην ανεύρεση νέας δουλειάς ακόμη μεγαλύτερες, δεδομένου ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει σκληρά το χώρο των παραδοσιακών Μέσων Ενημέρωσης. Για όλους αυτούς τους εργαζόμενους με πολλούς από τους οποίους έχουμε συνεργαστεί για διάφορα ρεπορτάζ με θέμα τη γενιά των 700 ευρώ, πραγματικά λυπόμαστε. Ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο μπροστά στο βεβιασμένο νέο εργασιακό ξεκίνημα που καλούνται όλοι αυτοί οι άνθρωποι να κάνουν, μάλιστα υπό εξαιρετικά άσχημες προϋποθέσεις.

Για τις εταιρείες «Ίδρυμα Τύπου ΑΕ» και «Ραδιοφωνικές Επιχειρήσεις CITY Α.Ε», όμως, δε λυπόμαστε. Αντιθέτως θεωρούμε εξυγιαντικό το γεγονός ότι έσκασε επιτέλους μια μιντιακή φούσκα, απ’ τις πολλές που υπάρχουν στο ελληνικό τοπίο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, και οι οποίες μπορεί μεν να είναι άρτια στιλιζαρισμένες και καλοπαρουσιασμένες, αλλά το περιεχόμενό τους παραμένει μέτριο.

Με την εξαίρεση δύο τριών ατομικών περιπτώσεων δημοσιογράφων και κάποιων εκπομπών στο ραδιόφωνο, μετρημένων στα δάχτυλα, το εγχείρημα του ΕΤ ξεκίνησε σαν μια νερόβραστη και άνευρη απόπειρα προσέγγισης ενός κατά φαντασία κεντρώου πολίτη. Όταν δε τους βγήκε αυτή η απόπειρα επιχείρησαν καθυστερημένα και ανεπίκαιρα, αφού η ΝΔ είχε πάρει την κατιούσα, να πλασαριστούν ξανά ως παραταξιακή εφημερίδα επενδύοντας κατά καιρούς ακόμα και στο σκληρό δεξιό ροκ. Ούτε αυτό τους βγήκε, καθώς είχαν ήδη αποξενώσει το παραδοσιακό αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας.

Κάπως έτσι, μέσα από μια σειρά λανθασμένες στρατηγικές επιλογές και παλινωδίες από τη μεριά της Διοίκησης, το πείραμα απέτυχε. Πρόκειται σαφώς για ένα μεγάλο στραπάτσο στο καλογυαλισμένο προφίλ της Γιάννας Αγγελοπούλου, η οποία πλήρωσε ακριβά τον μεγαλοϊδεατισμό που την χαρακτηρίζει καθώς και το γεγονός ότι επιχείρησε με σπασμωδικές κινήσεις και λάθος συνεργάτες να τσαλαβουτήξει στα θολά νερά του ελληνικού Τύπου. Γι’ αυτό απέτυχε.

Είναι προς τιμήν τους βέβαια ότι με την απόφασή τους για λουκέτο στην εταιρία, το ζεύγος Αγγελόπουλου έδειξε ότι δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει τον ΕΤ και τον City σαν μοχλό πίεσης για μπίζνες με το κράτος. Ό,τι κάνουν δηλαδή οι υπόλοιποι καναλάρχες και μιντιάδες που διοικούν εξόχως προβληματικές και χρεοκοπημένες μιντιακές επιχειρήσεις-ζόμπι στη χώρα μας.

Το ερώτημα είναι γιατί άραγε δεν κλείνουν και άλλοι;

Γιατί κυκλοφορούν ζωντανά και ανεξέλεγκτα τα πάσης φύσεως μιντιακά ζόμπι, στο χώρο των παραδοσιακών Μέσων;

Πότε διαπλεκόμενοι ιδιοκτήτες εφημερίδων, ανθυπομέτριοι πολυθεσίτες δημοσιογράφοι-golden boys των πολλών χιλιάδων ευρώ, και οι ζημιογόνες επιχειρήσεις τους θα σταματήσουν να προκαλούν την κοινωνία;

Πότε θα λογοδοτήσουν στην κοινωνία για το στημένο παιχνίδι που της σερβίρουν στο πιάτο, τις κρυφές ατζέντες, το λαϊκισμό και το ψέμα με τα οποία έχουν φλομώσει τους πολίτες;

Πότε θα πληρώσουν το τίμημα των ψεύτικων και χαλκευμένων ρεπορτάζ που ανερυθρίαστα πετάνε στα μούτρα του ανυποψίαστου πολίτη σαν έγκυρη ενημέρωση;

Δυστυχώς προβλέψεις δύσκολα μπορούν να γίνουν. Η εκτίμησή μας είναι ότι η παρατεταμένη κρίση αναγνωσιμότητας αλλά και αξιοπιστίας στο χώρο των παραδοσιακών μέσων σε συνδυασμό με την τεράστια οικονομική κρίση δημιουργούν κλυδωνισμούς στο χώρο των ελληνικών media, επιφέροντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλα μιντιακά μαγαζιά…Αφήστε τα «ζόμπι» να πεθάνουν.

Monday, June 22, 2009

Αμερική: Σοσιαλισμός υπέρ των πλουσίων

Του Τζόζεφ Στίγκλιτζ*

America' s Socialism for the Rich
© Project Syndicate
Μετάφραση από την ομάδα του PPOL

Ενώ συνεχίζεται το κουβεντολόι για την επερχόμενη ανάκαμψη, οι αμερικανικές τράπεζες συνεχίζουν να αποκρούουν κάθε προσπάθεια να ελεγχθούν. Οι πολιτικοί φυσικά φλυαρούν πάντα για το πόσο έχουν δεσμευτεί να ελέγξουν το τραπεζοπιστωτικό σύστημα ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον μία ανάλογη κρίση, αλλά μιλάμε για τον κατεξοχήν τομέα όπου «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες»: οι τράπεζες συσπειρώνονται και επιστρατεύουν όσες δυνάμεις έχουν ώστε να διευρύνουν τα περιθώρια κίνησής τους και να μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν όπως στο παρελθόν.

Από την οπτική γωνία των τραπεζών (ου μη και των μετόχων τους), το παλιό σύστημα δούλευε μια χαρά. Οπότε τι χρειάζεται η αλλαγή; Τα προγράμματα διάσωσης των τραπεζών ασχολήθηκαν ελάχιστα με την ανάγκη να οικοδομηθεί ένα νέο οικονομικό σύστημα, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε με ένα τραπεζοπιστωτικό σύστημα ακόμα λιγότερο ανταγωνιστικό, με ακόμα πιο πελώριες τράπεζες, που είναι ακόμα περισσότερο μεγάλες για να χρεοκοπήσουν.

Ξέρουμε από καιρό πως οι τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» είναι επίσης πολύ μεγάλες για να κυβερνηθούν σωστά. Πράγμα που εξηγεί πόσο οικτρά απέτυχαν τόσο πολλοί τραπεζικοί οργανισμοί. Από τη στιγμή μάλιστα που το κράτος εγγυάται τα αποθεματικά τους, δικαιούται βέβαια να παίξει βασικό ρόλο στην αναδιοργάνωσή τους (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με άλλους τομείς της οικονομίας). Κανονικά, όταν μια τράπεζα χρεοκοπεί, η κυβέρνηση εκπονεί ένα σχέδιο σωτηρίας της -κι αφού το κράτος βάζει τα λεφτά, δικαιούται να έχει λόγο για το μέλλον. Από την άλλη, οι ειδήμονες γνωρίζουν πως αν το κράτος αδρανήσει για πολύ καιρό, τότε ημιθανείς τράπεζες ή τράπεζες-ζόμπι (ουσιωδώς χρεοκοπημένες, που όμως οι αρχές τους συμπεριφέρονται σαν να είναι βιώσιμες επιχειρήσεις) είναι πιθανό να «προσπαθήσουν να αναστηθούν». Αν πετύχουν, τότε τη γλιτώνουν και τους μένουν και τα κρατικά λεφτά. Αν αποτύχουν, οι ζημιές φορτώνονται στο κράτος.

Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα· είναι ένα μάθημα που πήραμε -με μεγάλο κόστος είναι αλήθεια- κατά τη διάρκεια της κρίσης «αποταμίευσης και δανεισμού» της δεκαετίας του '80. Όταν τα ATM γράφουν «ανεπαρκές υπόλοιπο» το κράτος θέλει να είναι βέβαιο πως αυτό αφορά το λογαριασμό σας και σε καμία περίπτωση την τράπεζα -στη δεύτερη περίπτωση σπεύδει προς βοήθεια της τράπεζας, πριν αδειάσουν τα ταμεία της. Στη φάση της αναδιοργάνωσης που ακολουθεί, τα ηνία της τράπεζας φύγουν από τα χέρια των μετόχων και περνούν στα χέρια των δανειστών της. Μερικές φορές, την τράπεζα αναλαμβάνει το κράτος αυτοπροσώπως· άλλοτε αναζητά το νέο επενδυτή που θα αναλάβει την τράπεζα.

Να όμως που η κυβέρνηση Ομπάμα (Obama) εισήγαγε μια καινούργια έννοια: «πολύ μεγάλη για να αναδιοργανωθεί». Η κυβέρνηση θεωρεί πως αν προσπαθήσουμε να συμπεριφερθούμε σε αυτούς τους γίγαντες σύμφωνα με τα ειωθότα, θα άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως: οι αγορές θα πανικοβάλλονταν. Οπότε, απλά δεν φτάνουμε να «ακουμπήσουμε» τους μετόχους -έστω και αν ένα μεγάλο μέρος από την αξία των μετοχών που κατέχουν οφείλεται στα κρατικά προγράμματα ενίσχυσής τους.

Εκτιμώ πως η κυβερνητική θέση είναι λανθασμένη: εκτιμώ πως η κυβέρνηση Ομπάμα υπέκυψε στις πολιτικές πιέσεις και την επιχείρηση εκφοβισμού που εξαπέλυσαν οι μεγάλες τράπεζες. Η κυβέρνηση συγχέει τη σωτηρία των τραπεζών με τη σωτηρία των τραπεζιτών και των μετόχων.

Η αναδιοργάνωση προσφέρει στις τράπεζες την ευκαιρία για μία νέα αρχή: οι νέοι εν δυνάμει επενδυτές (μέτοχοι ή πιστωτές) νιώθουν πιο ασφαλείς, οι υπόλοιπες τράπεζες τις δανείζουν ευκολότερα, αλλά και αυτές δανείζουν ευκολότερα σε τρίτους. Οι μέτοχοι κερδίζουν από την αναδιοργάνωση, και αν πράγματι η τράπεζα αξίζει περισσότερο από την τιμή της στην αγορά -ή τις εκτιμήσεις των εξωτερικών αναλυτών- μπορεί να δουν μέχρι και τις μετοχές τους να ανακάμπτουν.

Αυτό που είναι σαφές είναι πως η στρατηγική του Ομπάμα κοστίζει πολύ -βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα- κι επιπλέον μέχρι σήμερα δεν πέτυχε τους διακηρυγμένους (περιορισμένους) στόχους της για ανάκαμψη της ρευστότητας. Αυτό που κυρίως συνέβη είναι πως οι φορολογούμενοι φορτώθηκαν δισεκατομμύρια (κι άλλα δισεκατομμύρια με τη μορφή εγγυήσεων) που θα χρειαστεί να αποπληρωθούν κάποια στιγμή στο μέλλον.

Αλλά αυτό το ξαναγράψιμο των κανόνων της οικονομίας της αγοράς -που φθάνει στο σημείο να επιβραβεύει όσους προκάλεσαν τόσα δεινά στην παγκόσμια οικονομία- κοστίζει περισσότερο από τη λογιστική του αξία. Οι περισσότεροι Αμερικάνοι το θεωρούν χονδροειδώς άδικο, ιδίως αφού είδαν τις τράπεζες να μετατρέπουν σε υπέρογκα μπόνους και αμοιβές τα δισεκατομμύρια που αποσκοπούσαν στην επανεκκίνηση του δανεισμού. Το τσαλαπάτημα του κοινωνικού συμβολαίου είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται ελαφρά τη καρδία.

Αυτή η νέα μορφή «ερσάτζ καπιταλισμού» όπου οι ζημίες κοινωνικοποιούνται και τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Τα κίνητρα των ατόμων διαστρέφονται. Οι αγορές είναι απειθάρχητες. Οι «πολύ μεγάλες για να αναδιοργανωθούν» τράπεζες γνωρίζουν πια πως μπορούν να «τζογάρουν» τα κεφάλαιά τους ατιμώρητα, και με την κεντρική τράπεζα (FED) να παρέχει ρευστότητα με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, διαθέτουν άφθονα κεφάλαια για να παίζουν.

Ορισμένοι αποκάλεσαν αυτό το νέο σύστημα «σοσιαλισμό με αμερικανικά χρώματα». Αλλά ο σοσιαλισμός υποτίθεται πως νοιάζεται για τους καθημερινούς ανθρώπους. Αντιθέτως, στις Ηνωμένες Πολιτείες ελάχιστη συμπαράσταση δόθηκε στους απλούς Αμερικανούς που χάνουν τα σπίτια τους. Οι εργαζόμενοι που χάνουν τη δουλειά τους λαμβάνουν επίδομα ανεργίας για 39 μόνο εβδομάδες -και μετά αφήνονται στην τύχη τους. Κι όταν χάνουν τη δουλειά τους οι, περισσότεροι χάνουν και την υγειονομική τους ασφάλιση.

Η Αμερική ενίσχυσε το «δίκτυ ασφαλείας» των επιχειρήσεών της και όσο ποτέ στο παρελθόν: ξεκίνησε από τις εμπορικές και τις επενδυτικές τράπεζες και προχώρησε στις ασφαλιστικές εταιρείες, τις αυτοκινητοβιομηχανίες... -κι όλα δείχνουν πως έπεται συνέχεια. Αυτό δεν είναι σοσιαλισμός, αλλά επέκταση του «κράτους πρόνοιας για τις επιχειρήσεις». Όποτε έχουν πρόβλημα, οι πλούσιοι και ισχυροί στρέφονται προς το κράτος για βοήθεια, ενώ οι απλοί πολίτες μένουν ουσιαστικά απροστάτευτοι.

Χρειάζεται να κάμψουμε την αντίσταση των «πολύ μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» τραπεζών: δεν έχουμε κανένα στοιχείο πως αυτά τα μπέχεμοθ ανταποδίδουν κοινωνικό όφελος ανάλογο έστω με τα δισεκατομμύρια με τα οποία επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο. Αν δεν μπορούμε να τα γονατίσουμε, τουλάχιστο οφείλουμε να περιορίσουμε πολύ όσα δικαιούνται να πράξουν. Δεν είναι δυνατό να τους επιτραπεί να ξανακάνουν ό,τι και στο παρελθόν, να τζογάρουν δηλαδή με ξένα λεφτά.

Διότι υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» και «πολύ μεγάλες για να αναδιοργανωθούν»: είναι επίσης «πολύ μεγάλες για να ελεγχθούν πολιτικά». Τα λόμπι τους δούλεψαν άριστα, πρώτα για να επιβάλουν την απορρύθμιση, στη συνέχεια για να βάλουν τους φορολογούμενους να πληρώσουν τις ζημιές τους. Ελπίζουν πως θα τα καταφέρουν και πάλι, αυτή τη φορά για να λειτουργούν όπως τους αρέσει, ανεξάρτητα από το πόσο απειλητικές είναι οι κινήσεις τους για τους φορολογούμενους και το σύνολο της οικονομίας.

Και αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται να συμβεί.

*Ο Joseph Stiglitz είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για την οικονομία, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο «Κολούμπια», πρώην πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών συμβούλων του προέδρου Κλίντον, πρώην αντιπρόεδρος της παγκόσμιας τράπεζας

Thursday, June 18, 2009

Οι ευθύνες της γενιάς των 700 ευρώ. Mια συνέντευξη που δεν χαϊδεύει αυτιά.

Πόσο βολεμένη και απαθής είναι η γενιά των 700 ευρώ; Γιατί απείχε μαζικά από τις ευρωεκλογές; Τι λέει αυτό για τους σημερινούς νέους, τη συμμετοχή τους στα κοινά και τη στάση τους απέναντι στο πολιτικό σύστημα; Η G700 θέτει τη γενιά των 700 ευρώ προ προ των ατομικών και συλλογικών της ευθυνών σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη που δεν χαϊδεύει αυτιά. Μιλάει για την αποχή, τη νοοτροπία του φραπέ, τους βολεψάκηδες και τους χλιδάνεργους. Στηλιτεύει παράλληλα το λαϊκισμό των κομμάτων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και αναδεικνύει τη σοβαρότητα του θεσμικού τους ρόλου. Περιγράφει το δύσκολο εργασιακό περιβάλλον στο οποίο η πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων καλείται να αναπτύξει τη δημιουργικότητά της και τις φιλοδοξίες της. Σχολιάζει τα Δεκεμβριανά, που γρήγορα ξεχάστηκαν, και θέτει στο τραπέζι το επιτακτικό διαχρονικό αίτημα για διαγενεακή δικαιοσύνη. Καλεί τους νέους να δράσουν για να μη ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Η G700 στον καλεσμένο του Σαββάτου στον Alpha Radio με τον Μπάμπη Παπαναγιώτου. Διάρκεια εκπομπής 50'.

Wednesday, June 17, 2009

Τι καπνό φουμάρει η ΓΣΕΕ;

Συνδικαλιστές που καπνίζουν είναι μία εικόνα συνηθισμένη και σχετικά αδιάφορη. Συνδικαλιστές που χαϊδεύουν τα αυτιά των πολιτών είναι επίσης μία συνηθισμένη εικόνα, αν και λιγότερο αδιάφορη. Ωστόσο, από το σημείο αυτό έως το να χαρακτηρίζονται από τη ΓΣΕΕ τα μέτρα απαγόρευσης του καπνίσματος «ρατσιστικά» υπάρχει μία απόσταση αξιοσημείωτη.

Η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ είναι μνημείο αμετροέπειας και προκλητικότητας. Αποσκοπεί, όπως αναφέρεται στην ίδια, στο «να γίνουν σεβαστά και τα δικαιώματα των καπνιστών για τους οποίους λαμβάνονται εξοντωτικά-αστυνομικά μέτρα». Η «καταδίκη» αυτή δείχνει καθαρά πόσο (δεν) σέβεται η ανώτατη συνδικαλιστική οργάνωση το αγαθό της υγείας τόσο ως συλλογικό όσο και ως ατομικό δικαίωμα.

Τα επίθετα που χρησιμοποιούνται στην ανακοίνωση και ο χαρακτηρισμός της απαγόρευσης ως ρατσιστικής προκαλεί λύπη. Γιατί θα περίμενε κανείς περισσότερη ακρίβεια και σοβαρότητα στη χρήση λέξεων εξαιρετικά φορτισμένων. Αλήθεια, με τι ηθικό ανάστημα θα καταδικάσει αύριο η ΓΣΕΕ πραγματικά φαινόμενα ρατσισμού; Ποιος θα την πάρει στα σοβαρά όταν θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με τη λήψη πραγματικών αστυνομικών μέτρων;

Από την άλλη, οι συντάκτες της «καταδίκης» δείχνουν θλιβερή άγνοια ως προς το που ξεκινά και που σταματά ο ιδιωτικός χώρος. Διότι, για να θεμελιώσουν το επιχείρημα περί ρατσισμού και αστυνομικών μέτρων, επινοούν μία νέα έννοια, τον «ιδιωτικό χώρο εργασίας». Ωστόσο, ο όρος από μόνος του αποτελεί προσβολή των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος. Προσβάλλει τους αγώνες που κατοχύρωσαν τις εργασιακές σχέσεις εκτός των κανόνων του ιδιωτικού-αστικού δικαίου και πέτυχαν την επιβολή ρυθμίσεων και κανόνων, όπως αυτοί που εφαρμόζονται στα υπόλοιπα συλλογικά αγαθά. Διότι, στο ιδιωτικό δίκαιο, τη λύση δίνουν οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο μερών (εργαζόμενου και εργοδότη) και όχι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Ο χώρος εργασίας είναι ο κατεξοχήν χώρος κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης. Διότι, εκεί οι νέοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πρώτη φορά την πραγματικότητα της κατανομής της εργασίας και του πλούτου. Εκεί αναλαμβάνουν ευθύνες, γίνονται δημιουργικοί ή όχι, εκεί χτίζουν φιλίες και εντάσσονται σε ομάδες. Ο χώρος εργασίας είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος, στον οποίο διασταυρώνονται και συναιρούνται η δημόσια και ιδιωτική ταυτότητα του πολίτη-ατόμου. Ωστόσο, η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ φαίνεται να μην το λογαριάζει ιδιαίτερα, ενόψει της αντιμετώπισης των αστυνομικών και εξοντωτικών μέτρων της καπνο-απαγόρευσης.

Η «καταδίκη» αυτή δεν έσκασε από το πουθενά. Τσουβαλιάζει φορτισμένες λέξεις και κατακτήσεις, και θρέφει με την αντιδραστικότητα και τη γραφική ορολογία της μία νοοτροπία δικαιωμάτων δίχως υποχρεώσεις. Θάβει κάτω από τη γενική υποχρέωση του κράτους να εγγυάται το γενικό καλό την προσωπική ευθύνη. Υποσκάπτει, έτσι, ύπουλα τον δημόσιο χώρο και τα συλλογικά αγαθά, για τα οποία κατά τα άλλα μάχεται, επιβραβεύοντας τον πολίτη της λιγότερης δέσμευσης και υπευθυνότητας.

Monday, June 15, 2009

Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ;

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις που διεξάγονται μετά τις ευρωεκλογές αφορά στους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν πέτυχε το φιλόδοξο στόχο που ο ίδιος έθεσε να βγει τρίτο κόμμα, αλλά συρρικνώθηκε σε σχέση και με τις ευρωεκλογές του 2004. Καταρχάς θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι κανείς από τη G700 δεν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου, παρότι τόσο στις ευρωεκλογές του 2004 και τις προηγούμενες εθνικές εκλογές (2007) αρκετά ιδρυτικά μέλη της οργάνωσής μας είχαν υποστηρίξει εκλογικά το Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Υπάρχει λόγος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ επιχείρησε αρχικά να εμφανιστεί ως ένα αντισυστημικό κόμμα που στόχο είχε την αναδιάρθρωση και αναγέννηση του πολιτικού και κομματικού σκηνικού, μπολιάζοντάς το με νέα πρόσωπα και μία νέα ιδεολογική και προγραμματική ατζέντα (νέα μεταπολίτευση), κατέληξε όπως πολύ σωστά το έθεσε ο πολιτικός επιστήμονας κ. Γιάννης Βούλγαρης σε πρόσφατο άρθρο του στα Νέα, να θεωρείται μέτοχος του ιστορικού καρτέλ των μεταπολιτευτικών κομμάτων. Ενώ κατήγγειλε το δικομματισμό των μεγάλων, μαζί με το ΚΚΕ αποτέλεσε βασικό πυλώνα του λεγόμενου δικομματισμού των μικρών. Μιας άτυπης συμμαχίας του «όχι σε όλα».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ διέκοψε βίαια την ευρωπαϊκή του παράδοση, γεγονός που αποτελεί αυτοκτονία ιστορικού μεγέθους αλλά και μέγα τακτικό λάθος, υπό την έννοια ότι αγνόησε με τον πλέον επιδεικτικό τρόπο όσους προέρχονται ή αναφέρονται στη συγκεκριμένη παράδοση. Ποια είναι αυτή; Μα, η ισχυροποίηση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας και η νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής ιδέας στον προοδευτικό χώρο. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, κάλεσε τη γενιά των 700 ευρώ, που σημειωτέον στην πλειονότητά της οραματίζεται την Ελλάδα σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, να ψηφίσει την κ. Ελένη Σωτηρίου, εκπρόσωπο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδος (ΚΟΕ), για «να παλέψει να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) από τα μέσα». Η γενιά των 700 ευρώ όμως, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, αγνόησε επιδεικτικά αυτή την πρόταση, είτε ψηφίζοντας «άλλο» είτε πηγαίνοντας για καφέ.

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ παρότι στο παρελθόν υπήρξε φυτώριο καινοτόμων ιδεών (πχ Οικολογικό ζήτημα), τα τελευταία χρόνια σνόμπαρε ορισμένα νέα θεμελιώδη κοινωνικά ζητήματα, όπως το Διαγενεακό, προβάλλοντας με μονομανία το ταξικό. Είναι χαρακτηριστική η εμμονή με την κοινωνία των 700 ευρώ, αντί για τη γενιά των 700 ευρώ. Έτσι όμως, υπέταξε ένα ζήτημα που αφορά εξίσου, αν όχι πρωταρχικά, τις γενεακές ισορροπίες, στα όρια μιας mainstream αριστερής ανάλυσης. Ισοπέδωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σύγχρονη πολυπλοκότητα της κοινωνίας μας, περιορίζοντας τις κοινωνικές διεκδικήσεις στο στενό κορσέ της παραδοσιακής ταξικής πάλης. Κατέληξε ως ήταν αναμενόμενο να εμφανίζεται σαν κόμμα αριστερίστικης διαμαρτυρίας και όχι σαν χώρος παραγωγής νέων προοδευτικών ιδεών στο σύγχρονο πολύπλοκο οικονομικό και δημογραφικό περιβάλλον.

Τρίτον, κι αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο στην εκλογική του επίδοση, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως παράγοντας υποβάθμισης της μετα-μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, την ώρα που απαιτούνταν νέοι αγώνες για την αναβάθμισή της. Η γενική αίσθηση των πολιτών, καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως, είναι ότι πριμοδότησε έμμεσα τη βία και τον αποκλεισμό του δημόσιου χώρου, κλείνοντας πονηρά το μάτι σε ακραία στοιχεία, θεωρώντας ότι αυτά εκπροσωπούν πιο γνήσια το λαϊκό κίνημα.

Τέταρτον, λοξοκοιτώντας διαρκώς προς τα αριστερά και απορρίπτοντας παράλληλα τη συνεργασία με άλλα κόμματα πλην του Κομμουνιστικού, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε καρικατούρα του ΚΚΕ. Ένα κόμμα generic που εφόσον δε στοχεύει να επηρεάσει το περιεχόμενο της εξουσίας, οι πολίτες του γυρίζουν την πλάτη διότι δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία τόση, όση απαιτείται για να παίξει το ρόλο συνδιαμορφωτή της δημόσιας ατζέντας προς το καλύτερο.

Τέλος, είναι προφανές ότι ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς διάβασε λάθος την ιστορική φάση και ανέγνωσε επιπόλαια την κοινωνία. Το κυρίαρχο κοινωνικό αίτημα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι μεν αριστερό, οι πολίτες ζητούν περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική ασφάλεια, ωστόσο τίποτα δε μας δείχνει ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού βρίσκεται προ των πυλών. Ο μέσος πολίτης συνεχίζει να είναι ο ανυπόμονος καταναλωτής που έχει αφήσει τις όποιες ιδεολογικές ανησυχίες στο αυτοκίνητό του, λίγο πριν μπει μέσα στο Mall για ψώνια. Κατά συνέπεια, τίποτα δε συνηγορεί υπέρ μίας στροφής προς τα άκρα. Αντιθέτως, το διάχυτο αίτημα για περισσότερη ασφάλεια και μεγαλύτερη βεβαιότητα στις ζωές όλων συνηγορεί υπέρ της στροφής προς το κέντρο και επιβάλλει το πλαγιοκόπημα του δικομματισμού με αιχμηρές, καθαρές πρακτικές και εφαρμόσιμες απόψεις.

Κατά την ταπεινή μας άποψη ο χώρος της εκτός Κομμουνιστικού Κόμματος Αριστεράς, είναι χώρος που παραδοσιακά φέρνει μέσα του το σπόρο της ανανέωσης, της ιδεολογικής φρεσκάδας, της ανατροπής. Ένας χώρος πλουραλιστικός και όχι μονολιθικός, ικανός να συνδυάζει το σοσιαλισμό με τη δημοκρατία και τον κοινωνικό και πολιτικό φιλελευθερισμό. Να μπολιάζει τη δημόσια ατζέντα με νέα ζητήματα. Να στηλιτεύει το λαϊκισμό των σοσιαλδημοκρατών, να ελέγχει την εξουσία και να επηρεάζει το περιεχόμενο της. Να συγκρούεται με κατεστημένες νοοτροπίες, όπως για παράδειγμα το έπραξε υψώνοντας ανάστημα στο συνδικαλιστικό κατεστημένο του ΜΕΤΡΟ που ήθελε να στερήσει ένα συλλογικό αγαθό από τους πολίτες της Αθήνας ή αντίστοιχα στα συμφέροντα που εννοούν την ανάπλαση του Βοτανικού ως οικοδόμηση εμπορικών κέντρων πολλών χιλιάδων τετραγωνικών με «ολίγο» πράσινο.

Συνεπώς για να διευρύνει την εκλογική του απήχηση στο κοινωνικό σώμα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κάνει ριζικό ρεκτιφιέ. Κυρίως, να μετατραπεί από κόμμα που δίνει ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής χρησιμοποιώντας παλαιομαρξιστική φρασεολογία, σε κόμμα που αντιμάχεται τη στασιμότητα που παράγει το σημερινό μεταπολιτευτικό status quo. Να δείξει διάθεση σύγκρουσης με κατεστημένες νοοτροπίες όπου και αν αυτές βρίσκονται και διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας όπου απαιτείται. Χωρίς ενδοιασμούς.

Friday, June 12, 2009

Όποιος σπέρνει εθελοτυφλία, θερίζει εξτρεμισμό

Της Alice Miles*

Denial is opening the door to the extremists
© London Times
Μετάφραση από την ομάδα του PPOL

Η κυρία με το περιποιημένο χτένισμα και τους ευγενείς τρόπους δεν διστάζει να εκφράσει την υποστήριξή της προς το «βρετανικό εθνικό κόμμα» (BNP), διότι, όπως λέει «είναι ένα κόμμα διαφορετικό, που νοιάζεται για το λαό, για μας, τους απλούς Βρετανούς... Αυτό είναι όλο». Παρ' όλα αυτά δεν πρόκειται να το ψηφίσει, καθώς θυμάται πόσο στιγματίστηκε η μητέρα της που υποστήριζε το κομμουνιστικό κόμμα. «Φοβάμαι πως ο κόσμος θα μου λέει "μα τι πήγες και ψήφισες; Είσαι ρατσίστρια". Αλλά εγώ δεν είμαι ρατσίστρια!».

Ο υποψήφιος του BNP της λέει πως «υπάρχει μια ένωση έγχρωμων αστυνομικών, που δε δέχεται λευκά μέλη». Δύσκολα θα φανταζόμουν ένα τέτοιο σχόλιο σε αυτήν την καλοβαλμένη γωνιά της νότιας Αγγλίας, όπου το 97% των κατοίκων είναι Βρετανοί υπήκοοι, το 90% κατοικούν σε ιδιόκτητη στέγη και η εγκληματικότητα είναι εξαιρετικά χαμηλή (2.1 διαρρήξεις ανά χίλια νοικοκυριά, έναντι 13.8 που είναι ο εθνικός μέσος όρος).

Ο Πολ Κολ (Paul Cole) είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του BNP στο δυτικό Σάσεξ, ένας από τους τέσσερις που «κατεβάζει» το κόμμα στο Μπόγκνορ Ρίτζις. Είναι ένας παράξενος τύπος που όταν του πήρα συνέντευξη δε μου διευκρίνισε σαφώς με τι ασχολείται (μου μίλησε για γλωσσολογία, πολιτική ανάλυση και διδασκαλία). Επίσης κάποια στιγμή άφησε να εννοηθεί πως δε θα ήθελε να δημοσιευτεί το όνομά του, διότι η δημοσιότητα «θα του έφερνε μπελάδες». «Μα το όνομά σου έχει δημοσιευτεί ήδη, στους καταλόγους με τους υποψήφιους του ΒΝΡ» του θύμισα. «Αυτό που πρέπει να μείνει στον αναγνώστη», αντέτεινε, «είναι πως δεν είμαι ένας ακόμα πολιτικάντης, αλλά ένας οργισμένος ψηφοφόρος». Λες για να αποδείξει την αξιοπιστία των λεγομένων του, δεν ήταν σε θέση να μου πει τη θέση του ΒΝΡ για το ασφαλιστικό κι όταν το ρώτησα αν εννοεί πράγματι, όπως λέει το κόμμα του «να βάλει μια τελεία στη μετανάστευση», χωρίς εξαιρέσεις, παραδέχτηκε πρόθυμα πως δεν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο.

«Έχεις ακούσει ποτέ σου τον Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) να μιλάει για μετανάστευση;» ρωτάει ο παράξενος υποψήφιος στην κυρία με την κομμουνίστρια μητέρα. «Κι όμως, δεν είναι ένα θέμα που σε απασχολεί;» «Πράγματι», απαντά η κυρία, «έχει πολλούς ξένους εδώ πέρα». Παίρνει ένα φυλλάδιο του ΒΝΡ και υπόσχεται ευγενικά πως θα το διαβάσει προσεκτικά.

Έτσι μπαίνει το BNP στα σπίτια, σε ολόκληρη τη χώρα. Δεν διατάζει κανένα, προσκαλεί ευγενικά όποιον θέλει να το ακολουθήσει. Ακόμα κι αν τσακώθηκαν μαζί μου, σε μια περιφέρεια όπου ίσως περίμεναν θερμότερη υποδοχή -το μέρος που μένω είναι γνωστό στην περιοχή ως προπύργιο του «κόμματος ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου» (UKIP)- κατά τα άλλα οι τύποι του BNP περιφέρονταν στη γειτονιά σαν το ψάρι στο νερό. «Τουλάχιστο εσείς αγαπάτε τη Βρετανία», άκουγα όλη την ώρα από τους γείτονές μου, ηλιοκαμένους συνταξιούχους που καλοδέχονταν τα μέλη του BNP στητοί εμπρός στην αυλόπορτά τους, καταμεσής σε αψεγάδιαστες πρασιές, με παπάκια από πορσελάνη να φωλιάζουν δίπλα σε πλακόστρωτα δρομάκια... «Τουλάχιστο εσείς είστε δίπλα μας... Το σωστό να λέγεται».

Τι πήγε λάθος στο Μπόγκνορ, που στις εκλογές του 2007 το BNP ξεπέρασε τους Εργατικούς σε ένα διαμέρισμα και που στις φετινές τοπικές εκλογές το BNP διεκδικεί τη νίκη και στα τέσσερα διαμερίσματα της πόλης; Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, η πόλη κατοικείται κατά 95% από λευκούς Βρετανούς. Όμως, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας, αυτοί οι αριθμοί έχουν ξεπεραστεί πλήρως. Την τελευταία πενταετία οι κοινωνικές υπηρεσίες έχουν κατακλυσθεί από μία πλημμυρίδα από Πολωνούς, Λετονούς και Λιθουανούς -που δεν εμφανίζονται ακόμα στα επίσημα στοιχεία. Οι αρχές εκτιμούνε πως στην πόλη από το 2004 έχουν εγκατασταθεί 5,000 μόνιμοι ανατολικοευρωπαίοι κάτοικοι, εκ των οποίων 70% Πολωνοί, σε σύνολο 146,000 -ένας αριθμός πάντως που δεν μοιάζει τόσο τρομερός.

«Σήμερα μου συνέβη κάτι καταπληκτικό», αστειευόταν τις προάλλες ένας γνωστός μου. «Κατέβηκα στο Μπόγκορ και συνάντησα κι άλλον ένα Βρετανό!».

Η οργή των ψηφοφόρων για τις δαπάνες των βουλευτών συγχωνεύτηκε με την αγανάκτησή τους για τις συντάξεις, τη στέγαση ή την ανεργία και μετατράπηκε σε μία αγανάκτηση ενάντια στους ξένους. Όταν συναντούσε τους υποψηφίους ψηφοφόρους του στις αυλόπορτες, ο κ. Κολ έσταζε συμπάθεια: ένας σοβατζής του έλεγε πως για να βγάλει μεροκάματο αναγκάζεται να παίρνει το αυτοκίνητό του καθημερινά στις 5 τα χαράματα και να κατεβαίνει στο Λονδίνο, όπου αναγκάζεται να ανταγωνιστεί με Πολωνούς μάστορες που ζητούν μεροκάματο 25 λίρες (18 ευρώ). Αλλά αυτοί οι Πολωνοί δεν πληρώνουν δημοτικούς φόρους, έτσι δεν είναι;

Πολλοί θα βιαστούν να χαρακτηρίσουν τις ψήφους υπέρ του UKIP ή του BNP στις ευρωεκλογές ως ψήφο διαμαρτυρίας για τους απατεωνίσκους του Ουέστμινστερ, αλλά στην ουσία θα είναι ψήφος αγανάκτησης για την παρουσία τόσων μεταναστών, σε δύσκολους οικονομικά καιρούς. Όπως το βλέπουν χιλιάδες ψηφοφόροι, μία δράκα τσαρλατάνων (βουλευτών) βάζουν χέρι στους κόπους μιας ζωής των σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων (των ψηφοφόρων) για να δώσουν τα λεφτά στους Πολωνούς (τους ξένους).

«Μισώ αυτό που γίνεται», μου έλεγε ένας τύπος. «Όλα όσα έχουμε δώσει για αυτή τη χώρα πάνε χαμένα... Λες και τα στέλναμε στο Τομπουκτού».

«Ξέρω πως ακούγεται τρομερά ρατσιστικό», μου έλεγε ένας άλλος, «αλλά αν πάρω ένα φορτηγό, δέσω ένα σεντόνι γύρω μου και βάλω κι ένα τουρμπάνι στο κεφάλι μου, θα πιάσω την καλή»

Στις 30 πόρτες που χτύπησαν εκείνο το πρωί τα μέλη του BNP, οι μισοί αρνήθηκαν να πουν τι θα ψηφίσουν, ενώ 12 υποσχέθηκαν να ψηφίσουν το BNP (που πάντως πολλοί συνέχεαν με το UKIP). Κανείς δεν δήλωσε πως θα ψήφιζε τους Συντηρητικούς, και μόνο ένας τους Εργατικούς.

Σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η αριστερίζουσα δεξαμενή σκέψης «Public Policy Research», το σκάνδαλο των δαπανών των βουλευτών, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια για την πορεία της οικονομίας, ευνοούν ακραία κόμματα σαν το BNP. «Η αίσθηση ταυτότητας των πολιτών έχει αφεθεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον αρνητικό εθνικισμό», επισημαίνει η μελέτη. Αν και ο κ. Κολ δεν έκανε και πολλά για να «εκμεταλλευτεί» τους ψηφοφόρους: απλά έδρεψε τους καρπούς της αποξένωσης, που καλλιεργούσε εδώ και χρόνια το πολιτικό σύστημα. Οι άνθρωποι ήξεραν καλά τι πίστευαν, απλά δίσταζαν να εκφραστούν, από φόβο μην τους κατηγορήσουν ως ρατσιστές.

Εκείνη τη Δευτέρα, τα μέλη του ΒΝΡ που όργωσαν τη γειτονιά μου δεν ήταν ακραίοι σκίνχεντ. Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να κλείνουμε τα αυτιά μας προσποιούμενοι πως οι μέσοι Βρετανοί δεν πιστεύουν τέτοια πράγματα. Αντί γι' αυτό, όπως επιμένει ο Εργατικός βουλευτής Τζον Κρούντας (Jon Cruddas) που πολέμησε ανοικτά το BNP στην εκλογική του περιφέρεια, οι πολιτικοί ηγέτες των μεγάλων κομμάτων είναι πλέον αναγκασμένοι να μιλήσουν ανοικτά για θέματα όπως η φτώχεια, η μετανάστευση και η φυλετική καταγωγή. Όσο συνεχίζουμε να διαγκωνιζόμαστε ευγενικά για το κέντρο, τόσο το πεδίο μένει ελεύθερο για τους ακραίους.

*Η Alice Miles είναι επιφυλλιδογράφος των «Times» του Λονδίνου

Wednesday, June 10, 2009

Οι ευρωκάλπες έβγαλαν «Χαμάς»

Εκτός από το μήνυμα της αποχής, η ευρωκάλπη έστειλε κι ένα άλλο ηχηρό μήνυμα. Έβγαλε «Χαμάς». Στις φετινές ευρωεκλογές οδηγήθηκαν με όρεξη στην κάλπη κυρίως όσοι διαθέτουν ισχυρές απόψεις και κίνητρο για να ψηφίσουν ακραία, φονταμενταλιστικά, ευρωσκεπτικιστικά, ξενοφοβικά ή λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα.

Καθόλου τυχαία, χτες το απόγευμα, χρυσαυγίτες, ΜΑΤ και κάτοικοι της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα συνεπλάκησαν με ακτιβιστές της Αριστεράς, οι οποίοι επιχείρησαν να ανοίξουν την παιδική χαρά που έχουν κλειδώσει οι κάτοικοι με λουκέτα για να μην μπαίνουν μετανάστες. Το εκρηκτικό κοκτέιλ που δημιουργήθηκε στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα είναι ενδεικτικό της πραγματικότητας με την οποία βρίσκονται συχνά πυκνά αντιμέτωποι οι κάτοικοι των πόλεων σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές πόλεις.

Είδηση λοιπόν δεν είναι ότι στις τρεις μεγάλες χώρες (Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία) η κεντροαριστερά κατέρρευσε, κατακτώντας ή φλερτάροντας με την τρίτη θέση. Αυτό ήταν άλλωστε αναμενόμενο αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η κεντροδεξιά κέρδισε πάνω σε μια σοσιαλδημοκρατική, κεϋνσιανή, παρεμβατική πλατφόρμα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Ούτε είναι πρωτεύον το γεγονός ότι σε κάποιες χώρες, όπως στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, ενισχύθηκαν οι Πράσινοι.

Είδηση αποτελεί το γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες παγιώθηκε η παρουσία ευρωφοβικών ή ακροδεξιών σχημάτων. Ο ευρωπαϊκός ακροδεξιός πόλος, αποτελούμενος από πάσης φύσεως φονταμενταλιστές τύπου Χαμάς, αύξησε τις δυνάμεις του στην Ολλανδία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μάλιστα, στη Βρετανία και την παραδοσιακά φιλευρωπαϊκή Ολλανδία έφτασε στη δεύτερη θέση. Στη Βουλγαρία παραμένει σε υψηλό διψήφιο ποσοστό. Στη Δανία το ευρωφοβικό Λαϊκό Δεξιό Κόμμα διπλασίασε τα ποσοστά του εκλέγοντας έναν ακόμη ευρωβουλευτή, το ίδιο και στην Ελλάδα όπου ο ακροδεξιός πυλώνας της συντηρητικής παράταξης, το ΛΑ.Ο.Σ, διπλασίασε τη δύναμή του.

Ανάμεσα στην αλληλεγγύη που οφείλουν να επιδείξουν προς το συνάνθρωπο και το φόβο που προκαλεί η αναγκαστική συγκατοίκηση με τις ορδές των εξαθλιωμένων, όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι επιλέγουν την ασφάλεια ενός «καλού» ακροδεξιού κόμματος.

Στη σημερινή συγκυρία οι ευρωφοβικοί και ακροδεξιοί αναδεικνύονται σε δύναμη ικανή να επηρεάσει την ατζέντα της επόμενης ημέρας. Το τελευταίο ισχύει και για την Ελλάδα, μία από τις έξι ευρωπαϊκές χώρες όπου κέρδισαν οι σοσιαλιστές. Στο δρόμο για τις εθνικές εκλογές, η πλειοψηφία που θα επιχειρήσουν να διαμορφώσουν τα δύο μεγάλα κόμματα θα κριθεί και από τα ζητήματα που θέτει στο δημόσιο διάλογο το ΛΑ.Ο.Σ.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, καλό είναι να μην υποβαθμίσουμε τη σημασία και αυτού του μηνύματος των ευρωεκλογών λόγω της ιστορικά χαμηλής συμμετοχής. Τα μηνύματα που στέλνονται δεν έχουν λιγότερη βαρύτητα εξαιτίας της αποχής. Διότι μπορεί η αποχή να παράγει μηνύματα, δεν παράγει όμως αποτελέσματα. Η συμμετοχή στις εκλογές αντιθέτως αναδεικνύει τάσεις και καθορίζει τη δημόσια ατζέντα, ακόμα και όταν απέχει ένας στους δύο.

Βαθμιαία λοιπόν, με την οικονομική κρίση μπροστά και τη δημόσια ανασφάλεια να αυξάνεται, υπάρχει ο κίνδυνος ο δημόσιος διάλογος να εγκλωβιστεί στο λόγο της ακροδεξιάς, η οποία ανακινεί τα ζητήματα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της μετανάστευσης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ξένων. Προφανώς, όλα αυτά είναι πολύ σοβαρά ζητήματα. Ωστόσο, χρησιμοποιούνται ως εύκολη λεία απέναντι στην κρίση.

Το φαινόμενο «Χαμάς» είναι εδώ και πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά. Πρόκειται για φονταμενταλιστικά, ξενοφοβικά ή ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που εκμεταλλεύονται τα κοινωνικά αδιέξοδα συνθέτοντας τις πάσης φύσεως διακρίσεις με βάση το φύλο, το έθνος και τη θρησκεία σε καθαρό πολιτικό λόγο, o οποίος μάλιστα σερβίρεται με την επίκληση της «κοινής λογικής».

Το ερώτημα είναι τι κάνουμε; Τη στιγμή που οι ευρωφοβικοί και οι ακροδεξιοί πλασάρουν εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα προβλήματα, οι Σοσιαλιστές και η Αριστερά όλων των αποχρώσεων –με πιθανή εξαίρεση τους Ευρωπαίους Πράσινους- σφυρίζουν κλέφτικα.

Τι έχουν να απαντήσουν στα πραγματικά προβλήματα των κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα, οι οποίοι έδωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό πανελλαδικά στο ΛΑΟΣ και έχουν φτάσει να υιοθετούν από απλά αμυντικές έως και ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους μετανάστες; Αναμασούν θρυλικά τσιτάτα που σήμερα ακούγονται γελοία.

Την ίδια ώρα η Δεξιά στην Ευρώπη, με κυβερνητικό κύρος και «υπευθυνότητα» σαν και αυτή του κ. Καραμανλή, ετοιμάζεται να ενσωματώσει στον πολιτικό της λόγο και το πολιτικό της προσωπικό, εκείνους που χθες ακούγονταν «ακραίοι».

Monday, June 8, 2009

Η γενιά των 700 ευρώ ψήφισε "φραπέ"

Εάν την Παρασκευή το απόγευμα, όταν αναρτήσαμε το τελευταίο post με τίτλο "Η G700 ψηφίζει", ερχόταν κάποιος και μας έλεγε ότι η αποχή στις ευρωεκλογές θα φτάσει το 47%, πολύ απλά δεν θα τον πιστεύαμε. Οι εκτιμήσεις που κάναμε ήταν για 25% αποχή με το ζόρι. Τελικά, όμως, ένας στους δύο Έλληνες δεν ψήφισε. Στους νέους ηλικίας 18 με 35 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη ξεπερνώντας το 50%.

Πολλοί έσπευσαν να ερμηνεύσουν την ευρεία αυτή αποχή ως συνειδητή πολιτική πράξη απαξίωσης του πολιτικού μας συστήματος. Αναμφισβήτητα, υπάρχει κύμα δυσφορίας και απαξίωσης των πολιτικών και των κομμάτων. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που προϋπάρχει των φετινών ευρωεκλογών. Διαιωνίζεται από τις προγραμματικές υστερήσεις των πολιτικών φορέων και το έλλειμμα ήθους και θάρρους ενός μεγάλου τμήματος των πολιτικών. Προάγεται συστηματικά από τις "σειρήνες της αποχής": γνωστούς τηλεαστέρες "ψυχαγωγικών" εκπομπών και παρουσιαστές πρωινάδικων που δηλητηριάζουν τη δημόσια ατζέντα, φυτεύοντας με ύπουλο τρόπο το σπόρο του κοινωνικού πεσιμισμού. Εκφράζεται δε διαχρονικά ποικιλοτρόπως: δημοσκοπικές εξάρσεις των μικρών κομμάτων και είσοδό πολλών εξ' αυτών στο κοινοβούλιο, καθημερινά μπινελίκια που ακούγονται στα πηγαδάκια φίλων και γνωστών, εκτίναξη εναλλακτικών μεθόδων συμμετοχής των πολιτών στα κοινά όπως το blogging. Πάντα όμως με διάθεση συμμετοχής και στόχο να σταλεί το μήνυμα.

Δυστυχώς, η πραγματικότητα των φετινών ευρωεκλογών δείχνει ότι ελάχιστοι είναι αυτοί οι νέοι, οι οποίοι ΔΕΝ προσήλθαν στην κάλπη με σκοπό να στείλουν μήνυμα δυσφορίας προς το πολιτικό σύστημα. Η γενιά των 700 ευρώ, στην πλειονότητά της, απλώς προτίμησε να πάει για "φραπέ". Η μαζική αποχή των νέων από τις ευρωκάλπες ήταν μια συνειδητή επιλογή υπέρ της ψυχαγωγίας, ενισχυόμενη από μπόλικες δόσεις καλοκαιρινής βαρεμάρας. "Έλα μωρέ τώρα. Που να τραβιέμαι τώρα να ψηφίσω...να χάσουμε και το τριήμερο..."

Η εμπειρία που είχαμε μερικοί από εμάς την Κυριακή το απόγευμα, είναι ενδεικτική της κατάστασης αποχαύνωσης που επικρατεί στη συντριπτική πλειοψηφία των συνομίληκών μας. Σε μια παρέα 15 ατόμων με μέσο όρο ηλικίας τα 26, όπου έτυχε να βρεθούν δύο μέλη της G700, είχαν ψηφίσει μόνο δύο. Μαζί μ' εμάς, σύνολο 4 από τους 15. Από τους απέχοντες, ένας δεν πρόλαβε, άλλος δεν είχε αμάξι να πάει δέκα βήματα πιο κάτω, άλλος απλώς βαριόταν και ένας άλλος, άκουσον, άκουσον, πήγε ήπιε καφέ με τον δικαστικό αντιπρόσωπο στο εκλογικό κέντρο για μία ώρα και ύστερα απλώς βαρέθηκε να πάει στη διπλανή αίθουσα να ψηφίσει. Το άφησε γι' αργότερα. Κανείς δεν απείχε συνειδητά. Με στόχο να στείλει ένα μήνυμα. Κάποιοι, μόνο αφού έγιναν αποδέκτες οξείας κριτικής από τους υπόλοιπους, άλλαξαν τροπάρι και οχυρώθηκαν πίσω από τη βολική δικαιολογία του "όλοι ίδιοι είναι και ανίκανοι". Αυτοί απλώς κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.

Δυστυχώς, αποδεικνύουμε με τη στάση μας ότι είμαστε μια γενιά κακομαθημένων χαβαλέδων για τους οποίους φταίνε πάντα οι άλλοι: το σύστημα, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι οργανώσεις πολιτών, οι γονείς τους, οι δίπλα, οι έξω. Μια γενιά η οποία παρότι βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της κοινωνικής και οικονομικής στασιμότητας ακόμα και καθόδου, δε λέει να ξεβολευτεί, να δραστηριοποιηθεί και να αναλάβει τις ευθύνες της. Με τον ίδιο τρόπο που εδώ και πολλά χρόνια πολλοί νέοι της γενιάς μας αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν στην προσωπική τους ζωή, περιμένοντας το οικογενειακό Πακέτο Μάρσαλ ή το κράτος που θα τους σώσει, έτσι πλέον δε θέλουν να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν και στο δημόσιο βίο. Δεν επιλέγουν, ούτε καν απαξιώνουν, δεν μαυρίζουν. Δεν είναι συνειδητοποιημένοι. Απλά αδιαφορούν ή βαριούνται. Όχι απλώς αρνούνται να ασκήσουν ακόμα και βασικά θεμελιώδη δικαιώματα για τα οποία οι προηγούμενες γενιές έχυσαν αίμα για να γίνουν πραγματικότητα. Παραιτούνται από βασικά δικαιώματα, γοητευμένοι από τις σειρήνες της αποχής. Κατασκευάζουν βολικές, λογικοφανείς δικαιολογίες για να εξηγήσουν τη στάση τους. Ο εγχώριος ευδαιμονισμός σε όλο του το μεγαλείο. Η γενιά των 700 ευρώ ψηφίζει "φραπέ".

Friday, June 5, 2009

Η G700 ψηφίζει

Βρισκόμαστε δυο μόλις μέρες πριν από τις ευρωεκλογές. Όσο και αν η επικαιρότητα παίζει τα δικά της εφήμερα παιχνίδια, διαμορφώνοντας συνθήκες οξείας πόλωσης και αγανάκτησης στο εκλογικό σώμα με αφορμή υποθέσεις του παρελθόντος, την Κυριακή ψηφίζουμε για την Ευρώπη και συγκεκριμένα για τους βουλευτές και τα κόμματα που θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Προφανώς, κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, το ΕΚ δεν αποτελεί ούτε σέξυ θέμα ενασχόλησης, ούτε trendy επιλογή. Παντού, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η ατζέντα των ευρωεκλογών έχει εγκλωβιστεί στα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος. Στην Αγγλία καταποντίζονται οι Εργατικοί του Gordon Brown, στην Ιταλία διεξάγεται δημοψήφισμα για τα καμώματα του ανεκδιήγητου Καβαλιέρε, στην Ισπανία κρίνεται η δυνατότητα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνηση Θαπατέρο δεδομένου ότι ο αποπληθωρισμός καλπάζει και η ανεργία έχει εκτοξευτεί στο 17,5%.

Αναπόφευκτα, η ευρω-ψήφος αποτελεί μήνυμα προς τους πολιτικούς φορείς εντός συνόρων. Δεν παύει όμως να είναι ψήφος μεγάλης ευρωπαϊκής σημασίας. Το ΕΚ είναι το όργανο που συναποφασίζει με το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το 80% των αποφάσεων που αφορούν στην οικονομική και όχι μόνο καθημερινότητά μας. Απασχόληση, μετανάστευση, δικαιώματα στο διαδίκτυο, περιβάλλον είναι μόνο μερικά από τα πεδία στα οποία το Ευρωκοινοβούλιο έχει λόγο.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ευρωπαϊκούς και εθνικούς, την Κυριακή η G700 ψηφίζει. Δεν πάει «παραλία», δεν οχυρώνεται πίσω από το αδιέξοδο «όχι σε όλους» ούτε κρύβεται πίσω από απολίτικες επιλογές. Δεν μένει στην απέξω εκχωρώντας το δικαίωμα της επιλογής σε τρίτους. Αν πιστεύαμε ότι δεν υπάρχουν επιλογές θα είχαμε κατέλθει οι ίδιοι στην εκλογική διαδικασία. Θα ήμαστε κόμμα και όχι οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών.

Έχουμε και λέμε.

Καταρχάς, καταψηφίζουμε την κυβέρνηση που φόρτωσε τους νέους και τις μελλοντικές γενιές με δυσβάσταχτα χρέη (+62δις ευρώ αυξήθηκε το χρέος της γενικής κυβέρνησης), εκχώρησε τις οικονομικές αποφάσεις στους διεθνείς μας πιστωτές (επιβολή υψηλών επιτοκίων και όρων) και έθεσε την Ελλάδα στο περιθώριο της ευρωζώνης (2η επιτήρηση), καθιστώντας μας ξανά το «μαύρο πρόβατο» της ευρωπαϊκής οικογένειας ή στην καλύτερη περίπτωση αναξιόπιστο εταίρο.

Δεύτερον, καταψηφίζουμε τον μικρό δικομματισμό των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελούν αμφότεροι αντι-ευρωπαϊκές επιλογές, οι οποίες αντλούν δύναμη και εκλογική πελατεία, βάλλοντας μέρα νύχτα εναντίον της Ευρώπης. Το μεν ΚΚΕ το κάνει απροκάλυπτα. Από τη μία αποδομεί καθημερινά την ΕΕ και τις επιλογές της, από την άλλη προτάσσει ως πρότυπο έναν φονταμενταλιστικό μαρξισμό, ο οποίος έχει οδηγήσει τον Περισσό στο ολίσθημα να λειτουργεί ως απολογητής ακόμα και της σταλινικής περιόδου. Ο δε επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο αρχικά υπήρξε προσέγγιση και συνεργασία σε δυο τρία θέματα (πχ συνεργασία με την Ανοιχτή Πολή για τη μεταμεσονύχτια λειτουργία του ΜΕΤΡΟ), αλλά και ανταλλαγή απόψεων (ομιλία στο Χολαργό για το Πρεκαριάτο), έχει επιλέξει ως πολιτικό εκπρόσωπο της γενιάς των 700 ευρώ, μέλος της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδος (ΚΟΕ), μιας οργάνωσης κουκουεδίστικων ιδεολογικών αποχρώσεων και πολιτικών αντιλήψεων που μέχρι σήμερα αντιτάσσεται με δογματισμό και μένος στην ΕΕ.

Η θετική μας ψήφος πηγαίνει σε δυνάμεις με φιλοευρωπαϊκή αντίληψη και ενδιαφέρον για το Διαγενεακό Ζήτημα. Σ’ αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν δύο επιλογές. Η πρώτη εμφορείται από διάθεση σύγκρουσης με το υπάρχον πολιτικό σύστημα του μεγάλου και μικρού δικομματισμού, αλλά και επιθυμία εκπροσώπησης καινοτόμων μεταρρυθμιστικών ιδεών στο ΕΚ (πχ πράσινο new deal). Οικολόγοι-Πράσινοι και Φιλελεύθερη Συμμαχία πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Για τους οπαδούς της real politik όμως υπάρχει και το ΠΑΣΟΚ. Συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι ότι οι ευρωβουλευτές του μπορούν στο πλαίσιο του PES να κινητοποιήσουν ευρύτερες δυνάμεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα θέματα που αφορούν στη γενιά των 700 ευρώ (εργασιακό, οικολογικό, ασφαλιστικό). Να βάλουν έτσι το Πρεκαριάτο, το ζήτημα των νέων επισφαλών εργαζόμενων που αντιμετωπίζουν το φάσμα της οικονομικής στασιμότητας και της γενεακής αδικίας, στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας. Ήδη, στην παρελθούσα ευρωκοινοβουλευτική περίοδο έχουν γίνει σημαντικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Τουλάχιστον σε επίπεδο διαλόγου και συμβολισμών. Την επόμενη περίοδο πρέπει οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές να περάσουν στην ουσία. Το Πρεκαριάτο, η ελληνική εκδοχή του οποίου είναι η γενιά των 700 ευρώ, είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα που τους αφορά όλους.

Wednesday, June 3, 2009

Η αποχή δεν είναι επιλογή. Συνέντευξη στον Flash 96

Οι Θανάσης Γκούγκλας, ιδρυτικό μέλος της G700, και Πέτρος Τατσόπουλος, συγγραφέας, συζητάνε για τις ευρωεκλογές, με το δημοσιογράφο Δημήτρη Κρικέλα στο ραδιόφωνο του Flash96. Η συνέντευξη, στην οποία υπάρχει και ρεπορτάζ από τις προεκλογικές εκστρατείες που διεξάγονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διαρκεί 45 λεπτά και έγινε χτες στο studio του Flash.


Τατσόπουλος - G700 @ Flash96

Το Debate των υποψήφιων ευρωβουλευτών στο deb8 @ 14:00hrs

Σήμερα Τετάρτη 3 Ιουνίου, στις 14:00 το μεσημέρι, μπορείτε να παρακολουθήσετε ζωντανά από το live.deb8.gr το debate ανάμεσα σε έξι υποψήφιους ευρωβουλευτές με ερωτήματα που επέλεξαν οι ίδιοι οι πολίτες.

Το deb8 δημιουργήθηκε πρόσφατα από μία ομάδα ενεργών πολιτών, οι οποίοι μοιράζονται την πεποίθηση πως η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά αποτελεί το σημαντικότερο ζητούμενο στη Δημοκρατία. Στόχος τους είναι να ενημερώσουν σε βάθος για πολιτικά ζητήματα και τα προγράμματα των κομμάτων και όχι μόνο για πολιτικούς κι αόριστες ιδεολογίες. Σκοπός είναι τα κόμματα ν' αρχίσουν ολοένα και περισσότερο να συζητάνε με τους πολίτες γι' αυτά τα ζητήματα. Την παρούσα περίοδο το deb8 έχει επικεντρωθεί στην ανάρτηση των διακηρύξεων των κομμάτων εν όψει των Ευρωεκλογών.

Σήμερα είναι Ημέρα Debate


Για να μπείτε στη ζωντανή συζήτηση και να διαβάσετε τις ερωτήσεις που επέλεξαν οι πολίτες κάντε αριστερό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο
Ζωντανά από το live.deb8.gr

Tuesday, June 2, 2009

Δικαστικός Τουρισμός

Τελικά τίποτα δεν καθιστά μια προεκλογική εκστρατεία πιο ενδιαφέρουσα από ένα καλό σκάνδαλο διαφθοράς… Από χτες η προεκλογική αντιπαράθεση πήρε φωτιά. Πάνε τα εκβιαστικά διλήμματα και τα πολιτικά συνθήματα, πάνε οι υπευθυνότητες με τους λαϊκισμούς, τα αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Το χορό σέρνει για μία ακόμη φορά η σκανδαλολογία. Τον τόνο δίνει η διαφθορά. Περί τίνος πρόκειται; Μα για την υπόθεση SIEMENS φυσικά και το νέο επεισόδιο του εν λόγω σίριαλ, με τίτλο «δικαστικός τουρισμός». Guest stars οι δραπέτες-τουρίστες κύριοι Χριστοφοράκος και Καραβέλας, και πρωταγωνιστές οι Υπουργοί της κυβέρνησης, που όπως φαίνεται αντί να βρίσκονται σε εγρήγορση για τη συγκεκριμένη υπόθεση βρέθηκαν να κάνουν οι ίδιοι τουρισμό.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η ΝΔ άνοιξε η ίδια την πόρτα για να διαφύγουν οι κατηγορούμενοι όπως λέγεται. Μπορεί και όχι. Μπορεί πράγματι να έφταιγε ο συνήθης σάκος του μποξ για όλα τα στραβά σ’ αυτή τη χώρα, η δημόσια διοίκηση. Ποιος όμως ανέλαβε να την επανιδρύσει; Αντίστοιχα ούτε τι έγινε το ένα εκατομμύριο ευρώ που δήλωσε ότι πήρε ο Τσουκάτος από τη SIEMENS ξέρουμε που πήγε. Αυτό που σίγουρα συμβαίνει, είναι ότι η φυγή των νέων Κοσκωτάδων, κυρίων Χριστοφοράκου και Καράβελα, βολεύει πολλούς, με πρώτη απ’ όλους την κυβέρνηση η οποία δε θα ‘θελε με τίποτα να αποκαλυφθεί ότι διαθέτει κι αυτή Τσουκάτο. Εξυπηρετεί επίσης όσους προσβλέπουν στην υψηλή αποχή φουσκώνοντας δια της αγανάκτησης με τα όσα συμβαίνουν το κόμμα της παραλίας, προκειμένου να αμφισβητήσουν την επόμενη μέρα τη βαρύτητα του πολιτικού μηνύματος της κάλπης.

Εξυπηρετεί πάνω απ’ όλα το στόχο να μείνει η υπόθεση όσο το δυνατόν περισσότερο στο σκοτάδι. Να μην ξεκαθαρίσει. Και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην Ελλάδα, βολεύει ενδεχομένως και τη Γερμανία, η οποία ίσως αισθάνεται ότι ήδη συνέδραμε υπέρ το δέον ενάντια σε μία υπόθεση που πλήττει άμεσα μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές της εταιρείες. Έτσι με ευκολία παρέχει τώρα άσυλο σ’ ένα πρόσωπο, τον κύριο Χριστοφοράκο, με πρόσχημα ότι τα αδικήματά του στη Γερμανία για την υπόθεση του ΟΤΕ έχουν παραγραφεί. Ένα πρόσωπο που όμως θα μπορούσε να αποτελέσει τον βασικό καταλύτη αποκαλύψεων και εν συνεχεία πολιτικών εξελίξεων στο μεγάλο Βαλκάνιο πελάτη της, την Ελλάδα.

Επιτέλους τελειώνετε. Γίνεστε επικίνδυνοι. Ο δικαστικός τουρισμός, όχι μόνο γελοιοποιεί την κυβέρνηση, αλλάζοντας τα δεδομένα της προεκλογικής μάχης συντριπτικά εναντίον της. Ροκανίζει μακροπρόθεσμα το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Γιατί; Διότι δεν εξυπηρετεί με τίποτα το αίτημα για κάθαρση και επιτέλους πολιτική ηρεμία και συζήτηση ουσίας.