Thursday, November 29, 2007

Οι νέοι στο περιθώριο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης

Από τον Δημήτρη Σκάλκο

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν πρόσημο.

Καμία οικονομική μεταρρύθμιση δεν είναι αυτόχρημα θετική για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων που αφορά.

Τούτο ισχύει και στη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, για την οποία πολύς λόγος γίνεται και αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους των αλλαγών.

Αν και ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο στο οποίο προτίθεται να κινηθεί, γεγονός που καθιστά κάθε συζήτηση άκαιρη, και παρά το γεγονός πως διατηρούμε επιφυλάξεις για τη βούληση της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό μας σύστημα -καθώς ο μεταρρυθμιστικός της οίστρος είθισται να εξαντλείται μπροστά στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων- τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν πως οι μεγάλοι «χαμένοι» μίας ενδεχόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης θα είναι οι νεοασφαλιζόμενοι και οι νέοι που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος γνώστης της θεωρίας της δημόσιας επιλογής ώστε να αντιληφθεί πως οι μετέχοντες σε μια διαδικασία λήψης απόφασης, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, κινούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων και λιγότερο στη βάση της εξυπηρέτησης του κοινού καλού.

Στο συντεχνιακό μοντέλο κοινωνικού κράτους που ακολουθεί με ευλάβεια η Ελλάδα, το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Αρκεί να μελετήσει κάποιος την ανισοκατανομή ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών που απολαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων που διαθέτουν αυξημένη πολιτική επιρροή.

Στη περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το κύριο αν όχι αποκλειστικό βάρος της εκπροσώπησης των εργαζομένων έχει αφεθεί (ή ανατεθεί;) στα εργατικά συνδικάτα που αναμενόμενα προωθούν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Η αφασική απουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η εκκωφαντική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων (άκουσε κανείς για κεφαλαιοποιητικό σύστημα;) η παραδοσιακή εξάρτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης από τα συνδικάτα, αναπαράγουν αυτό το περιβάλλον.

Το γεγονός πως, για μια σειρά από λόγους, οι νέοι υποεκπροσωπούνται στα διάφορα σωματεία εργαζομένων, τους αφήνει έκθετους χωρίς εκπροσώπηση στις όποιες διαπραγματεύσεις τελικά πραγματοποιηθούν για το ασφαλιστικό.

Διόλου τυχαία λοιπόν, η διεξαγόμενη συζήτηση επικεντρώνεται στα σχετικά κόστη και τις οριακές διαφοροποιήσεις για τις μετέχουσες στη διαπραγμάτευση κοινωνικές ομάδες (ο μη διάλογος και η πολιτική πίεση είναι διαπραγμάτευση) και παραγνωρίζει υποκριτικά και παραπλανητικά το βάρος που θα σηκώσουν οι νεότεροι και οι μελλοντικοί ασφαλισμένοι που θα κληθούν να επωμιστούν τη χρηματοδότηση του επιπέδου διαβίωσης των προηγούμενων γενεών.

Μία δίκαιη ασφαλιστική μεταρρύθμιση προϋποθέτει ένα συμβόλαιο μεταξύ των διαφορετικών γενεών.

Απαιτείται μια δια-γενεακή συμφωνία που θα εκφράσει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, κατανέμοντας ισότιμα το αναπόφευκτο κόστος της αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος (που προκύπτει από τη πληθυσμιακή γήρανση και το αυξανόμενο κόστος των δαπανών υγείας και φροντίδας των ηλικιωμένων) και την υποχρέωση μίας προοδευτικής κοινωνίας να εξασφαλίζει επαρκείς συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης στα μέλη της.

Η κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, οφείλει να παρουσιάσει τις προτάσεις της ανά ηλικιακή κατηγορία, ώστε να γνωρίζουν οι παλαιότερες και οι νεότερες γενιές το ακριβές κόστος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και να στηρίξουν τις επώδυνες αλλαγές εκφράζοντας έτσι τη δια-γενεακή τους αλληλεγγύη.

Και στις συναρτήσεις τους ας συνυπολογίσουν τη μεταβλητή της ανασφάλιστης εργασίας, τη δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ-27 (υπολογίζεται στο 20% του ΑΕΠ), «χαρά» της εισφοροδιαφυγής και «λύση» για τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και χαμηλές αμοιβές.

Σήμερα, η οικογένεια αποτελεί τον μοναδικό θεσμό (και πάντως μη κρατικό) που προσφέρει ένα δίχτυ προστασίας στους νέους- κάτι που μάλλον θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια καθώς η οικονομία μας εισέρχεται σε μια περίοδο χαμηλών εισοδηματικών προσδοκιών.

Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί προκλητικά (και) για τους νέους πολίτες.

Η αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων (24.6% στις ηλικίες κάτω των 25 ετών, δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) δεν αποτελεί-ως όφειλε- πρώτη προτεραιότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων και απουσιάζουν αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος αργεί δραματικά, οι νέοι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα θύματα της ανεπαρκούς εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.

Οι νέοι βρίσκονται ανεπίτρεπτα στο περιθώριο της οικονομικής -και κατά συνέπεια της κοινωνικής- ζωής του τόπου.

Η νεότητα είναι η κατεξοχήν περίοδος επιλογών ζωής.

Είναι απαράδεκτο να περιορίζονται οι επιλογές της και να υποθηκεύεται το μέλλον της ερήμην των εκπροσώπων της.

Ήρθε ο καιρός αυτή η κατάσταση να αλλάξει.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, γενικός γραμματέας της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική PPOL

Wednesday, November 28, 2007

Λάθη τότε, εγκλήματα τώρα

Επιμέλεια: ΧΡ. ΜΕΓΑΣ

Τον κίνδυνο παραπλάνησης των ασφαλισμένων και της «σαλαμοποίησης» του Ασφαλιστικού από τη Ν.Δ. επισημαίνει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Εργασίας του ΠΑΣΟΚ Τάσος Γιαννίτσης.

**Στο νέο του βιβλίο: «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μία διέξοδος» (εκδόσεις «Πόλις»), ο άνθρωπος που χειρίστηκε την κρίση του 2001 αναγνωρίζει τώρα ότι (τότε) έκανε λάθος.

**Αλλά «έκανε λάθος» γιατί πήρε στα σοβαρά τους συντρόφους του (στο ΠΑΣΟΚ), από τους οποίους, «εκτός του πρωθυπουργού, σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το θέμα στα σοβαρά», όπως γράφει χωρίς περιστροφές.

**Γράφει για το εσωκομματικό πρόβλημα ότι από το 2000 «οι επιθέσεις στον Κ. Σημίτη ήταν αγαπημένο σπορ μιας σειράς στελεχών του ΠΑΣΟΚ».

**Τα βέλη του πρώην υπουργού στρέφονται και κατά της ΠΑΣΚΕ, λέγοντας ότι «στηρίχθηκαν από τα συνδικαλιστικά στελέχη της Ν.Δ.», κάνοντας λόγο για «άτυπο διαπαραταξιακό μέτωπο».

**Ως προς το έργο του Δ. Ρέππα και τον ν. 3029/2002, αναφέρει ότι «η ρύθμιση (σημ. χρηματοδότηση με το 1% του ΑΕΠ) μετέθεσε το έλλειμμα από το ΙΚΑ στον κρατικό προϋπολογισμό».

**Ακολουθούν αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του καθηγητή Τ. Γιαννίτση:

«Ενας λογικός χρόνος που μπορεί να αφορά η όποια αλλαγή (σ.σ. στο Ασφαλιστικό) είναι το διάστημα έως το 2030, δηλαδή περίπου 25 χρόνια. Δεν σημαίνει ότι είναι εφικτό σήμερα να προδικάσουμε όλες τις εξελίξεις σε ορίζοντα 20-25 ετών.

Σε μια περίοδο ισχυρών αβεβαιοτήτων, μια ευελιξία στην αντιμετώπιση και ορισμένες προσαρμογές είναι σκόπιμες. Η ύπαρξη, όμως, ενός σχετικά σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου δημιουργεί όρους διαφάνειας, βεβαιότητας, πρόβλεψης και σχεδιασμού από την πλευρά των ασφαλισμένων.

Ενα μεγάλο ζήτημα είναι το σύστημα ασφάλισης που θα ισχύσει. Θα μείνουμε στο διανεμητικό σύστημα; Θα υπάρξει συνδυασμός διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συστήματος; Με ποιες ρυθμίσεις και πώς θα απαντηθούν τα προβλήματα μετάβασης από το ένα στο άλλο; Τι συνεπάγονται τα παραπάνω;

1 Οι παλαιότερες γενεές θα συνεισφέρουν, με προσαρμογές του σημερινού συστήματος, ώστε να περιοριστούν οι ανισορροπίες. Οι νεότερες γενεές θα πληρώσουν παραπάνω, αλλά αυτό το παραπάνω θα αρχίσει να συγκεντρώνεται στη δική τους ασφαλιστική κάλυψη. Και το Κράτος θα καλύψει ένα τμήμα του χρηματοδοτικού κενού από το διανεμητικό σε ένα μικτό σύστημα με κοινωνική κάλυψη των ασθενέστερων.

2 Τι διασφαλίζει ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων δεν θα εξοικονομηθεί από περικοπές κρατικών δαπανών σε άλλα πεδία κοινωνικής ή αναπτυξιακής πολιτικής και δεν θα καταλήξουμε έτσι με στρεβλές και αντιστρόφως προοδευτικές επιβαρύνσεις;

Τίποτα! Αυτό, έτσι κι αλλιώς, δεν διασφαλίζεται ούτε σήμερα. Μόνο οι πολιτικές ισορροπίες και πιέσεις που θα ασκούνται συνεχώς προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

3 Τι πλεονεκτήματα προκύπτουν; Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση με τα σημερινά δεδομένα σημαίνει έναν πιο οργανωμένο τρόπο μετάβασης σε ένα νεότερο ρυθμιστικό σύστημα και μια οργανωμένη κατανομή των βαρών που συνεπάγεται η νέα πραγματικότητα.

Σημαίνει επίσης διαμόρφωση όρων μιας πιο ισχυρής ανάπτυξης. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε τα βάρη αυτά δεν είναι αναγκαστικά «βάρη», ούτε συνεπάγονται αναγκαστικά περιοριστικές επιδράσεις στα εισοδήματα. Οπως αναφέρθηκε, ο συνδυασμός ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και αποτελεσματικών αναπτυξιακών πολιτικών είναι το εργαλείο μιας μετάβασης σε μια καλύτερη πραγματικότητα και ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν συγκρούσεις γενεών και μια de facto απορρύθμιση.

4 Τελικά, το συνολικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποκινηθεί πρόσθετη ανάπτυξη μέσα από αναπτυξιακές και διαρθρωτικές πολιτικές.

Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, από μόνη της, δεν οδηγεί αυτόματα σε ισχυρότερη ανάπτυξη. Μια μεταρρύθμιση που δεν συνδυάζεται με κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές θα δώσει διαφορετικά αποτελέσματα από ένα πιο αποτελεσματικό μίγμα πολιτικών. Χωρίς μια μεταρρύθμιση, όμως, οι δυνατότητες ανάπτυξης περιορίζονται.

Το μεικτό σύστημα

5 Η υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος με την παραπάνω μορφή έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί το κοινωνικό στοιχείο, μόνο που ως προς ένα μεγάλο τμήμα του το κάνει διακριτό. Παρόλο που όλη η λογική του ασφαλιστικού συστήματος στηρίζεται στη βασική (πολιτική) απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, μια διάκριση μεταξύ τού το δικαιούται ο ασφαλισμένος λόγω εισφορών άλλων ασφαλισμένων ή δικών του και του τι αποτελεί κοινωνική στήριξη δημιουργεί στο σημερινό θόλο τοπίο μια αίσθηση μεγαλύτερης αξιοπιστίας και δικαιοσύνης.

6 Ετσι, η μερική εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος μετατρέπει εν μέρει τον φορολογικό χαρακτήρα των εισφορών, όπου ο ασφαλισμένος καταβάλλει έναν ειδικό φόρο για τις συντάξεις τρίτων, σε προσωπική αποταμίευση και επένδυση.

Ο ασφαλισμένος γνωρίζει τι επένδυσε και τι θα λάβει. Το κίνητρο για εισφοροδιαφυγή περιορίζεται, γιατί τώρα ο ασφαλισμένος γνωρίζει πως ό,τι αποταμιεύει θα είναι δικό του. Επιπλέον, θα ευνοηθεί από τα κίνητρα για αποταμίευση, ενώ εισφοροδιαφεύγοντας θα χάσει τα ποσά αυτά.

7 Το μικτό σύστημα προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτικών ευκαιριών στα κεφάλαια των ασφαλισμένων.

Οι αγορές κεφαλαίων και οι μορφές τοποθετήσεων των διαθέσιμων του διανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δεν είναι ίδιες, ούτε οι κίνδυνοι και οι αποδόσεις τους. Η διαφοροποίηση από την επενδυτική παρουσία σε περισσότερες αγορές προσφέρει αυξημένες ευκαιρίες, με τον όρο που αναφέρθηκε για αυστηρή ρύθμιση μιας σειράς ζητημάτων.

8 Η ενσωμάτωση ορισμένων μηχανισμών αυτόματης προσαρμογής των παροχών του ασφαλιστικού συστήματος έχει το πλεονέκτημα ότι δεν προϋποθέτει τις βίαιες αναπροσαρμογές που συνεπάγεται ένα σύστημα με άκαμπτους κανόνες. Προϋποθέτει όμως μια συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων και τη δυνατότητα παρέμβασης μέσω του κρατικού μηχανισμού κοινωνικής στήριξης σε περίπτωση εμφάνισης ανισορροπιών.

9 Η τελευταία επισήμανση που είναι χρήσιμο να γίνει αφορά τη σκοπιμότητα, την ένταση και τα χαρακτηριστικά μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς το αναγκαστικό αποτέλεσμα εξελίξεων που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Είναι και το αναγκαστικό αποτέλεσμα ενός άδικου συστήματος που έχει διαμορφωθεί με πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις.

Αν η πραγματικότητα λειτουργούσε σύμφωνα με τη λογική του συστήματος (περιορισμός εισφοροδιαφυγής, ισότητα μεταχείρισης μεταξύ Ταμείων και φύλων, κατάργηση προνομιακών καταστάσεων κ.λπ.), η μορφή μιας μεταρρύθμισης για το μέλλον θα ήταν διαφορετική.

10 Ομως, όλα τα στρώματα που απολαμβάνουν σήμερα τα προνόμια του συστήματος αυτού αντιδρούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιβάλλουν και αλλαγές που αναπαράγουν στο μέλλον, κάτω από δυσμενέστερες συνθήκες, τις σημερινές ανισορροπίες. Τέτοια προβλήματα δεν λύνονται με ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Είναι ζητήματα πολιτικών ισορροπιών δύναμης και εξουσίας σε πόρους και αποφάσεις που ξεπερνούν το ασφαλιστικό».

Ο Χρήστος Μέγας είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 25 - 11 - 2007 .

Tuesday, November 27, 2007

Saving the day

Από τον Economist

BRITAIN'S state-pension system is known to be tight-fisted. Just how stingy it is emerges from a report this week from the OECD: the promise made to today's young workers is the least generous in the developed world.

Monika Queisser and Edward Whitehouse, the report's authors, estimate what those who are young today will get from the state and compulsory private-pension schemes when they hang up their boots in 2050 or thereabouts. Average earners in Britain can expect a pension worth just 31% of what they are earning before they retire, compared with 41% in America, 68% in Italy and 96% in Greece. The average across all 30 OECD countries is 59% (see chart).

This is an inter-generational game where neither a low nor a top score is cause to celebrate. Greece's pension promise is too good to be true, since it would impose an unbearable burden on future taxpayers. Britain's may look affordable but it is politically unsustainable, since it would consign future pensioners to an unacceptably low standard of living if they were to rely upon the state.

The report underlines why reforms now going through Britain's Parliament are essential. The age when people become eligible to receive state pensions will rise from 65 in the early 2020s to 68 by the mid-2040s. And the basic state pension will be re-linked in 2012 to earnings, which increase faster than prices. The OECD's calculations assume the second reform is already in place, but not the first.

Another change is also vital if young workers are to look forward to a decent retirement, for many of the corporate final-salary pension schemes, which did much to make up for the inadequacies of the state system, are now closed to new members. The government wants to introduce, also in 2012, a new system of personal retirement-saving accounts.

The idea is to enrol in these new accounts most employees who are not already members of a pension plan in which the employer contributes at least 3% of a worker's pay. Around 10m people, mainly low-to-moderate earners, are likely to fall into this category. Although they will be enrolled automatically, they are free to leave the scheme if they choose. Employers will contribute 3% of a worker's eligible earnings (now £5,000-£35,000) and employees 4%. Tax relief will add another 1%, making a total contribution rate of 8%. The government put its proposals out for consultation in December and is due to respond to comments next week.

The OECD's calculations suggest that the new accounts could do the trick. With a total contribution rate of 7% on all pay, an average earner's pension would rise from 31% of pre-retirement pay to the OECD mean of 59%. But this encouraging finding assumes that workers contribute throughout their 45-year careers. If they started ten years later—at 30 rather than 20—they would need to save nearly 10% of their pay. The government's own forecasts, which take likely interruptions into account by assuming continuous saving from age 30, suggest that the new accounts will give median earners a pension worth around 45% of their pay before retirement.

Britain, with New Zealand, is breaking new ground in introducing a retirement-saving plan using the device of automatic enrolment. The reform dodges the thorn of compulsion by nudging people towards the desired course of action. The OECD research suggests that there will have to be a lot of successful nudging, however, if young workers are to have a hope of securing a reasonable pension.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist στις 7 Ιουνίου 2007.

Sunday, November 25, 2007

Κύριε Υπουργέ, Καλά Χριστούγεννα

Από τον Γιάννη Σεμιτέκολο,

Η ιδέα για ένα αφιέρωμα στη γενιά των 700 ευρώ μας ήρθε, όταν στο mail του περιοδικού έφτασε το βιογραφικό της Έρρικας, η οποία στα προσωπικά στοιχεία του C.V. της δήλωνε υπερήφανα "μέλος της γενιάς των 700 ευρώ". Ακολούθησε μια σύσκεψη ωρών στο γραφείο, με τέτοια ένταση και πάθος, που δεν σου κρύβω πως είχα πολλούς μήνες να δω. Ιδέες έπεσαν πολλές. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα εξάλλου θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο.

Μια από αυτές ανήκε στον Ηλία: "Θέλω τη γνώμη του κ. Αλογοσκούφη, πειράζει;" Οι απορίες του ηλία έπεσαν στο χαρτί, έγιναν mail και στάλθηκαν στον υπουργό. Κι εκείνος, προς τιμήν του και παρά το γεγονός πως βρισκόταν στο εξωτερικό, βρήκε το χρόνο και τη διάθεση να του απαντήσει. Τον ευχαριστώ δημοσίως για την τιμή που μας έκανε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο υπουργός είπε τη μισή αλήθεια. Ναι, έχει δίκιο όταν λέει πως όταν είσαι πιτσιρίκος και ξεκίνας τη δουλειά, όσα πτυχία κι αν έχεις, όσες γλώσσες κι αν μιλάς, ξεκινάς από χαμηλά και με λίγα λεφτά. Αυτό εξάλλου είναι και το πιο δημοφιλές είδος management στις ΗΠΑ, όπου στις μεγάλες εταιρείες πρέπει υποχρεωτικά να ξεκινήσεις από paper boy, να μάθεις όλη τη δουλειά από την αρχή της, ούτως ώστε "όταν έρθει η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα" και αναρριχηθείς στην κορυφή, να έχεις πλήρη έλεγχο και γνώση τόσο των αναγκών , όσο και των στόχων της εταιρείας.

Ο υπουργός, όμως, δε δικαιούται να "πανηγυρίζει" πως ο κατώτερος μισθός στην Ελλάδα είναι ο έβδομος υψηλότερος ανάμεσα στα 20 από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί αυτή η πραγματικότητα επί της ουσίας ισχύει από τη στιγμή που μέλη της Ε.Ε. έγιναν κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Και βεβαίως, υπουργέ μου, τα πάντα είναι μέτρο σύγκρισης. Διότι, αν ο σημερινός Έλληνας επτακοσάρης συγκριθεί με τον αντίστοιχο στο Αφγανιστάν, όχι απλώς πρέπει να πανηγυρίζει, αλλά θα 'πρεπε ήδη να πηγαίνει στη δουλειά του με Ferrari και τέσσερις-πέντε body-guards. Αν όμως συγκριθεί μ' αυτόν της Αγγλίας, της Σουηδίας ή της Αμερικής, μάλλον πρέπει να δέσει μια πέτρα στο λαιμό και να φουντάρει από την Ακρόπολη.

Κατά τη γνώμη μου, υπουργέ μου, το ουσιαστικό πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ δεν είναι τα χρήματα. Λίγο το τάπερ της μαμάς, λίγο η συμπληρωματική εργασία, λίγο η υπομονή, λίγο η οικονομία, αυτή η γενιά τα φέρνει βόλτα. Οι σημερινοί 25άρηδες, χωρίς να το καταλάβουν, έχουν γίνει σαν τις κατσαρίδες, καταφέρνουν κι επιβιώνουν και στις πιο δύσκολες συνθήκες.

Το πρόβλημα, υπουργέ μου, είναι το όραμα. Το όραμα για το αύριο, που πλέον δεν υπάρχει. Οι στόχοι για το μέλλον, που πλέον μπαίνουν δύσκολα, γιατί προέχει η επιβίωση, το σήμερα. Διάβαζα τις προάλλες πως η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών δεκαοκτάρηδων οραματίζονται, λέει, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Σταυροκοπήθηκα. Όταν εγώ ήμουν δεκαοκτάρης, στα τέλη του '80, έτσι και δήλωνες πως ήθελες να γίνεις "δημόσιος", σε πλακώνανε στις φάπες, έπεφτε σύρμα στην παρέα και οι γκόμενες σ'έδειχναν με το δάχτυλο -"κοιτάξτε έναν μαλάκα, ο πατέρας του έχει τα κονέ και θα τον βάλει στη ΔΕΗ".

Σήμερα; Όσα φάμε, όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο κώλος μας. Ποιο αύριο, ποιο μέλλον. Οι τράπεζες να είναι καλά, να μας κόψουν κάνα δάνειο, δυο-τρεις πιστωτικές, πέντε-έξι άτοκες κι έχει ο θεός. Έτσι σκέφτεται η πλειοψηφία των πιτσιρικάδων σήμερα, υπουργέ μου. Όσο για τη μειοψηφία, μην το ψάχνεις, έχει πέσει -χρόνια τώρα- σε χοντρή κατάθλιψη.

Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, υπουργέ μου, σκοπός της πολιτικής σας δεν θα έπρεπε να είναι μόνο "η δημιουργία μιας δυναμικής οικονομίας που θα μπορεί να υποστηρίξει ακόμη υψηλότερους μισθούς". Ίσως πρώτα θα έπρεπε να φροντίσετε την αλλαγή ψυχολογίας του λαού σας. Που πάει στα σχολεία και δε μαθαίνει γράμματα. Που θέλει να κάνει οικογένεια, αλλά δεν ξέρει πως θα τα βγάλει πέρα. Που φοβάται να αρρωστήσει, γιατί δεν έχει λεφτά να πληρώσει τους γιατρούς. Που του ζητάτε να δουλεύει μέχρι να ψοφήσει και μετά να του στέλνετε τη σύνταξη -Παραδείσου και Αγίου Πέτρου γωνία. Που πλέον νιώθει εθνικά υπερήφανος μόνο όταν κατακτά την πρώτη θέση στη Γιουροβίζιον. Που δεν ξέρει πλέον για ποιους, γιατί και για ποιο λόγο να προσπαθήσει περισσότερο.

Υπουργέ μου εγώ είμαι από τους τυχερούς. Ξέρεις γιατί; Γιατί δουλεύω με τη μειοψηφία της γενιάς των 700 ευρώ. Δουλεύω με πιτσιρικάδες που βράζει το αίμα τους, που πιάνουν την πέτρα και τη στύβουν. Που κάθε μέρα μου μαθαίνουν καινούρια πράγματα. Που ακόμη πιστεύουν πως μπορούν ν' αλλάξουν τον κόσμο -η αγωνία μου ξέρεις είναι να μην κάνω καμιά χοντράδα και τους χαλάσω το όνειρο. Κι ελπίζω το περιοδικό μου να συνεχίσει να πηγαίνει καλά, για να τους δώσω και κανά φράγκο παραπάνω. Για τους πολλούς αγχώνομαι. Ελπίζω κι εύχομαι κάποια στιγμή να αγχωθείς κι εσύ.

Κύριε Υπουργέ, καλά Χριστούγεννα

Ο Γίάννης Σεμιτέκολο είναι εκδότης και διευθυντής του περιοδικού MAX. Το παραπάνω άρθρο αποτελεί το editorial του τεύχους Δεκεμβρίου 2007.

Friday, November 23, 2007

Ένα ταμείο για όλους τους Έλληνες

Πριν από μερικούς μήνες, προτείναμε τη σταδιακή συγχώνευση του συνόλου των 140 διαφορετικών ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο συνταξιοδοτικό ταμείο για όλους τους Έλληνες.

Με αφορμή την αναταραχή που έχει προκαλέσει η πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα «κοινό ταμείο επιστημόνων», συγχωνεύοντας το ΤΣΠΕΑΘ, με το ΤΣΑΥ, το ΤΣΜΕΔΕ και το Ταμείο Νομικών, θέλουμε να επαναφέρουμε στο τραπέζι της συζήτησης τον συγκεκριμένο προβληματισμό.

Κατά την άποψή μας οι δεκάδες διάσπαρτοι ασφαλιστικοί φορείς που υπάρχουν στη χώρα πρέπει σταδιακά να ενοποιηθούν.

Για ποιο λόγο;

Πρώτον, διότι το οικονομικό και διαχειριστικό κόστος από τη συντήρηση 140 διαφορετικών φορέων ασφάλισης είναι δυσβάσταχτο για την κοινωνία, ενώ το όφελος από τη γραφειοκρατία και τη νομενκλατούρα που συνεπάγεται η πολυδιάσπαση ανύπαρκτο.

Δεύτερον, διότι τα περισσότερα ταμεία δεν είναι σε θέση να καλύψουν από μόνα τους τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει έναντι των ασφαλισμένων. Η αναλογία εργαζόμενων – συνταξιούχων επιδεινώνεται εις βάρος των εργαζόμενων και κυρίως των νέων, ενώ τα ανύπαρκτα αποθεματικά αποδεικνύουν ότι πολλά ταμεία είναι «τρύπιοι μικροκουμπαράδες» χωρίς επενδυτικές δυνατότητες και κυρίως χωρίς δυνατότητα χρηματοδότησης των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους.

Τρίτον, διότι με την ενοποίηση απορροφάται το σύνολο των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων και δημιουργείται ένας ενιαίος «εθνικός κουμπαράς», ένα ενιαίο αποθεματικό για τη χρηματοδοτική στήριξη των συντάξεων. Η ύπαρξη ενός ενιαίου εθνικού αποθεματικού μπορεί να καταστήσει το ασφαλιστικό οικονομικά βιώσιμο, οδηγώντας μελλοντικά σε υψηλότερο ύψος παροχών για την πλειοψηφία, και όχι μόνο για τους «ευγενείς» του συστήματος συντάξεων.

Τέταρτον, διότι όπως επιβεβαιώνεται από Εκθέσεις του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ίδιων των συνδικάτων, το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα με το μωσαϊκό των επιμέρους φωτογραφικών ρυθμίσεων και τα δεκάδες ταμεία, δεν είναι μόνο οικονομικά ασύμφορο, είναι επίσης εξαιρετικά άδικο και άνισο. Με τη δημιουργία ενός ενιαίου ασφαλιστικού φορέα για όλους τους Έλληνες αποκαθίσταται η αρχή της ισονομίας των ασφαλισμένων.

Αναμφίβολα, η ενοποίηση δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά σταδιακά, σε βάθος χρόνου και μόνο μέσα από εκτεταμένο κοινωνικό διάλογο και συναινετικές διαδικασίες. Αρχικά ίσως χρειαστεί να δημιουργηθούν δύο με τρία κεντρικά ταμεία με κριτήριο το καθεστώς απασχόλησης των ασφαλισμένων (μισθωτοί – ελεύθεροι επαγγελματίες- δημόσιοι υπάλληλοι) και όχι με βάση εικονικές κατηγοριοποιήσεις όπως είναι για παράδειγμα «οι επιστήμονες» που προωθεί η Κυβέρνηση.

Τελικά, ο νέος ενιαίος εθνικός ασφαλιστικός φορέας μπορεί να δημιουργηθεί με υπαγωγή όλων των εργαζομένων στο ΙΚΑ, το οποίο πρέπει να αναβαθμιστεί και να χρηματοδοτηθεί γενναιόδωρα από το κράτος για να μπορέσει να αναλάβει το νέο του ρόλο.

Τι θα γίνει όμως με τα γνωστά σε όλους επαγγελματικά ταμεία; Τι θα απογίνουν αυτά; Το ΤΣΜΕΔΕ, το ΤΣΑΥ, το Ταμείο Νομικών, το ΤΣΠΕΑΘ θα πάψουν να υπάρχουν; Όχι, αυτά θα συνεχίσουν να λειτουργούν κανονικά, αυτή τη φορά ως αμιγώς επαγγελματικά ταμεία οικιοθελούς συμπληρωματικής ασφάλισης. Εννοείται χωρίς να ληστεύουν τους κοινωνικούς πόρους των λαϊκών στρωμάτων με «αγγελιόσημα», «δικηγορόσημα» και «μηχανικόσημα», τα οποία δεν μπορούν με κανένα τρόπο να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα που συνδέονται με την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης.

Wednesday, November 21, 2007

Για ποια κεκτημένα των δημοσιογράφων να παλέψουμε;

Η πρόθεση της κυβέρνησης να συγχωνεύσει το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (ΤΣΠΕΑΘ) σε ένα «ενιαίο ταμείο επιστημόνων», μαζί με γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, εργολάβους και φαρμακοποιούς, έχει προκαλέσει αναταραχή στον δημοσιογραφικό κόσμο.

«Ο κλάδος δεν θα μείνει με τα χέρια σταυρωμένα, εάν οι ενδείξεις των κυβερνητικών προθέσεων δεν αλλάξουν», είπε ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, κύριος Σόμπολος, και εξήγγειλε 24ωρη προειδοποιητική απεργία σε όλα τα μέσα ενημέρωσης την Τρίτη 27 Νοεμβρίου από τις 06:00 έως τις 06:00 της επόμενης μέρας.

Κοντά στην ΕΣΗΕΑ και η ΠΟΕΣΥ. Με ανακοίνωσή της ανέφερε ότι: «θα υπερασπιστεί άνευ όρων τους πόρους και τη βιωσιμότητα των δημοσιογραφικών ταμείων», και συμπλήρωσε ότι «δεν δέχεται συζήτηση που θα έχει ως στόχο να 'πριονιστεί' το αγγελιόσημο(!!!)».

Η δημοσιογραφική crème de la crème φοβάται ότι η ενοποίηση του ΤΣΠΕΑΘ, δηλαδή των μισθωτών δημοσιογράφων με τα Ταμεία των ελεύθερων επαγγελματιών, θα οδηγήσει σε αφαίρεση όσων έχουν κατακτηθεί στο χώρο της μέχρι σήμερα.

Όμως αλήθεια, τι έχει κατακτηθεί μέχρι σήμερα στο δημοσιογραφικό εργασιακό και ασφαλιστικό τοπίο; Για ποια κεκτημένα γίνεται λόγος; Ποια δικαιώματα καλούμαστε εμείς οι νέοι να υποστηρίξουμε;

Μήπως το κεκτημένο των νέων δημοσιογράφων να δουλεύουν για χρόνια ολόκληρα με «μπλοκάκι» -οι γνωστοί μισθωτοί δημοσιογράφοι με ΤΕΒΕ-, με άθλιο μισθό, για 14 ώρες το εικοσιτετράωρο και έξι μέρες τη βδομάδα, σε μια λαχανοφυλλάδα που δεν έχει καμία προοπτική;

Ή μήπως την κορυφαία κατάκτηση του ελληνικού λαού να πληρώνει το αγγελιόσημο, την πλέον εξόφθαλμη περίπτωση πόρου υπέρ τρίτων που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δικαιολογηθεί με επιχειρήματα περί απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης;

Τελικά για ποια κεκτημένα να παλέψουμε και ποιων τα δικαιώματα να υποστηρίξουμε;

Αν είναι η νέα γενιά να αγωνιστεί για τη σύνταξη των πενηντάρηδων σταρ-σύστεμ μισθωτών δημοσιογράφων σήμερα, και αύριο η ίδια να συνεχίσει να είναι επισφαλής και να πληρώνει κι από πάνω, τότε να μας λείπει το βύσσινο…

Sunday, November 18, 2007

Ανατομία μιας γενιάς που προσδοκούσε πολλά

Από τη Λίνα Γιάνναρου και τον Σπύρο Καραλή*

Είναι μεταξύ 25 και 35 ετών, με πτυχίο πανεπιστημίου, με οικονομική άνεση στην κατανάλωση και τη διασκέδαση, με τη διαφορά ότι δεν... δουλεύουν. Μένουν με τους γονείς ή μόνοι (αλλά το ενοίκιο το πληρώνουν οι γονείς), περιμένοντας «Τη Δουλειά»!

Είναι οι «χλιδάνεργοι» (νεολογισμός για το νέος, άνεργος, με γερό χαρτζιλίκι), μια μεγάλη κατηγορία σημερινών νέων Ελλήνων, οι περισσότεροι παιδιά της ευρείας μεσαίας τάξης, που μεγάλωσαν με όλα τα καλά κάτω από τη γονεϊκή ομπρέλα και τώρα, εγκλωβισμένοι στο φόβο και τις ψεύτικες ανάγκες, δυσκολεύονται πολύ να προσαρμοστούν στη σκληρή πραγματικότητα της γενιάς των 700 ευρώ.

Το 68% των νέων μέχρι 30 χρόνων (περίπου ένα εκατομμύριο άτομα), σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, μένουν με τους γονείς τους. Είτε γιατί δεν εργάζονται, είτε γιατί είναι κακοπληρωμένοι. Με διάθεση, γνώσεις, «περγαμηνές», αμείβονται με μισθούς πείνας, συχνά ανασφάλιστοι και σχεδόν πάντα ανασφαλείς. Και όπως δείχνουν τα στοιχεία, είναι πάρα πολλοί. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το 24% των Ελλήνων μισθωτών, στη συντριπτική τους πλειονότητα νέοι, έχουν μισθούς από 500 έως 700 ευρώ.

Εμείς, η γενιά των 700 ευρώ, ζητάμε...

Εγκλωβισμένοι λόγω έλλειψης ευκαιριών, οι νέοι 25 - 35 ετών λένε ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας που να ανταμείβουν τη γνώση.

Από τη Λίνα Γιάνναρου

Ωρα 9.30, βράδυ καθημερινής, σε μια ήσυχη καφετέρια πίσω από το Χίλτον. Γύρω από το τραπέζι, μια παρέα όπως όλες οι άλλες -παιδιά στη δύσκολη εφηβεία των... 30. Είναι η ώρα της χαλάρωσης, μία ακόμα ημέρα δουλειάς έχει τελειώσει. Κανείς δεν σκέφτεται τώρα ότι θα ξαναμηδενίσει το κοντέρ νωρίς το επόμενο πρωί. Η Ευαγγελία ανάβει τσιγάρο, ο Δημήτρης πίνει μια γουλιά από τη μπίρα του, ο Παναγιώτης σηκώνει το κινητό («πάλι απ' τη δουλειά...»). «Ετσι που λες... Εμείς δεν είμαστε ούτε η γενιά του Πολυτεχνείου ούτε η γενιά του άρθρου 16. Είμαστε η γενιά των 700 ευρώ. Οι baby losers, αν προτιμάτε».

Η ιδέα γεννήθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο σε κάποια πόλη της επαρχίας («ας μην πούμε πού ακριβώς, όλοι μας ξέρουν εκεί»!). «Ημαστε μια παρέα δέκα φίλων από το σχολείο. Αλλοι είχαμε σπουδάσει εδώ, άλλοι στο εξωτερικό. Ξανασυναντηθήκαμε μετά τις σπουδές, στα πρώτα μας βήματα στην αγορά εργασίας», λέει στην «Κ» ο Θανάσης, 28 ετών σήμερα. «Παρατήρησα ότι βγαίναμε για καφέ και όλοι συζητούσαμε τα ίδια πράγματα: αν έχουμε μπει στο ΙΚΑ, αν μας έχουν αδήλωτους, τι συμβάσεις έχουμε υπογράψει, τι ωράρια δουλεύουμε. Εννοείται ότι κανείς μας δεν είχε βρει δουλειά που να ανταποκρίνεται στις γνώσεις και τα πτυχία του - ούτε λόγος για τους μισθούς. Είπαμε λοιπόν τη συζήτηση αυτή να τη μεταφέρουμε από την καφετέρια στο Ιντερνετ». Οπερ και εγένετο.

Διαδικτυακή φωνή

Το blog «g700.blogspot. com», που αυτές τις ημέρες κλείνει δέκα μήνες διαδικτυακής ζωής, δημιουργήθηκε πάνω απ' όλα για να δώσει -έστω και ηλεκτρονική- φωνή στους νέους ηλικίας 25 - 35 ετών, οι οποίοι, παρά τη διάθεση, τις γνώσεις, τα «χαρτιά», γνωρίζουν το πιο σκληρό πρόσωπο της αγοράς εργασίας: αμείβονται με πενιχρούς μισθούς, εργάζονται συχνά ανασφάλιστοι και νιώθουν πάντα ανασφαλείς. Και, όπως όλα δείχνουν, είναι πάρα πολλοί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, με μόλις δέκα μήνες διαδικτυακής ζωής, το g700 μετράει από 600 έως και 3.000 hits την ημέρα και είναι σήμερα 30ό σε δημοτικότητα σύμφωνα με site που μετρούν την επισκεψιμότητα των ελληνικών blogs (25.000 είναι συνολικά). «Κανείς μας δεν περίμενε αυτή την ανταπόκριση. Χτυπήσαμε ευαίσθητη χορδή», λέει στην «Κ» ο 25χρονος Δημήτρης, ένα από τα δέκα μέλη κι αυτός της ομάδας των g700. Μεγάλη ικανοποίηση προσέφερε στα παιδιά, επίσης, το γεγονός ότι, λόγω της πρωτοβουλίας τους, η «γενιά των 700 ευρώ» μπήκε στον δημόσιο διάλογο (προεκλογικά ήταν απαραίτητο «κερασάκι» στις ομιλίες των πολιτικών).

Κάτω από κάθε άρθρο, συσσωρεύονται τουλάχιστον 70 - 80 σχόλια, ενώ μεγάλη επιτυχία γνωρίζει και η «στήλη» του e-δικηγόρου που απαντά σε συγκεκριμένες απορίες αναγνωστών. «Η λέξη «επιτυχία» βέβαια δεν αρμόζει στην περίπτωση αυτή», λέει η 27χρονη Ευαγγελία, ασκούμενη δικηγόρος που, μαζί με άλλους, ερευνά τις υποθέσεις και απαντά στις ηλεκτρονικές επιστολές. «Οι περισσότεροι ρωτούν για θέματα κοστολόγησης της εργασίας, για ασφαλιστικές εισφορές, αποζημιώσεις, μαύρη εργασία κ.λπ. Υπάρχουν επίσης πολλοί που θέλουν απλά ψυχολογική στήριξη: «Πείτε μου τι να κάνω», γράφουν. Και μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για νέους γύρω στα 30 - 35». «Υπάρχει μεγάλη απογοήτευση στη γενιά μας», προσθέτει ο Θανάσης. «Δεν είναι τα λεφτά. Είναι ότι είσαι παραγωγικός, αλλά φτάνεις να διεκδικείς τα αυτονόητα. Και είναι το χειρότερο που μπορεί να νιώσεις σ' αυτή την ηλικία».

Δεν υπάρχει κίνητρο

Ποιο είναι όμως ακριβώς το πρόβλημα; «Με δυο λόγια ότι δεν υπάρχουν σήμερα θέσεις εργασίας που να ανταμείβουν τη γνώση. Αντίθετα, υπάρχει πληθώρα θέσεων για χαμηλά αμειβόμενους», σημειώνει ο Παναγιώτης, επίσης 27 ετών. «Κι ότι δεν υπάρχει το κίνητρο, αλλά και η ευχέρεια να αποσπαστείς, να ξεχωρίσεις.

Οι θέσεις ελίτ είναι ήδη κατειλημμένες. Οσοι ανήκουν στη γενιά της μεταπολίτευσης είναι ακόμα νέοι - είναι πολλοί, είναι κομματικοποιημένοι. Είναι οι αιώνιοι γονείς και είμαστε τα αιώνια παιδιά τους. Θέλουν να μας προσφέρουν δίχτυ προστασίας, αλλά δεν θέλουν να αποδεσμευθούν απ' τα προνόμια που εξασφάλισαν στη δική τους πορεία. Κράτος, κόμματα και οικογένεια που κάποτε μας βοήθησαν να πάμε μπροστά, σήμερα καλλιεργούν την αδράνεια».

Σήμερα, ένας νέος, τελειώνοντας τις σπουδές του (και δεν έχει όνειρο ζωής να μπει στο Δημόσιο) έχει υποτίθεται δύο εναλλακτικές: είτε να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση είτε να πάει υπάλληλος. «Η νεανική επιχειρηματικότητα είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχει ακουστεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας», λέει ο ίδιος. «Κανένας νέος που έχει μια ιδέα, δεν μπορεί στην Ελλάδα να την κάνει πράξη. Εκτός του ότι θέλεις 12 μήνες, το λιγότερο, να ξεπεράσεις τη γραφειοκρατία, είσαι υποχρεωμένος να βάλεις... συνεταίρο, έστω συνδιαχειριστή, το Δημόσιο - την εφορία, τους ελεγκτές, κ.λπ. Εάν δεν το κάνεις, στον πρώτο χρόνο έχεις κλείσει».

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στη δεύτερη περίπτωση. Τα παιδιά μιλούν για «εργασιακή ζούγκλα», λένε ότι στον ιδιωτικό τομέα επικρατεί «απόλυτο χάος». Και εξηγούν: «Στην Ελλάδα, έχουμε από τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές στην Ε.Ε. Το ΙΚΑ παίρνει το 40% του μισθού. Η μαύρη εργασία, λοιπόν, συμφέρει και τον εργοδότη και τον εργαζόμενο. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη μερίδα νέων εργαζομένων που δουλεύουν μ' αυτόν τον τρόπο».

Η πικρή αλήθεια, την οποία βιώνουν οι περισσότεροι νέοι στη χώρα μας, είναι, επίσης, πως «εάν δεν έχεις τελειώσει κάποιο top διεθνώς πανεπιστήμιο, αποκλείεται να εργαστείς για πάνω από 800 ευρώ - και σιγά μην κάποιος που έχει τελειώσει το Χάρβαρντ επιστρέψει στην Ελλάδα!» Οι περιπτώσεις που μπορούν να απαριθμήσουν δεν έχουν τελειωμό: τεχνολόγος τροφίμων, με διδακτορικό, σε μεγάλη βιομηχανία με μισθό 830 ευρώ· οικονομολόγος με δύο μεταπτυχιακά σε πολυεθνική με 800 ευρώ· υπεύθυνος μάρκετινγκ σε εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων, 600 ευρώ πρώτος μισθός... «Γι' αυτό πάρα πολλοί κρύβουν από τον εργοδότη τα δεύτερα και τρίτα πτυχία τους. Αν τα δείξουν, δεν θα τους πάρουν. Τόσο απλά».

Πλασματικά στοιχεία

Είναι κοινό μυστικό, λένε, πως οι εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών «και μάλιστα στα πιο «φαντεζί» επαγγέλματα, όπως τα οικονομικά, οι πολιτικές επιστήμες κ.λπ., βγάζουν λιγότερα χρήματα από τους χτίστες».

Το υψηλό ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών στην Ελλάδα είναι πλασματικό, σύμφωνα με τους g700. «Απλώς ο εργοδότης δεν σε βάζει στο ΙΚΑ, αλλά στο ΤΕΒΕ. Χάνεις επιδόματα, έχεις μικρότερους μισθούς και είσαι με λίγα λόγια στο έλεος της κακοκεφιάς τού αφεντικού», υποστηρίζει με τη σειρά του ο Σωτήρης, στα 28.

Τι ζητάει, λοιπόν, η γενιά των 700 ευρώ; «Οχι, δεν ζητάμε απλά υψηλότερους μισθούς. Ούτε ζητάμε το κράτος-νταντά», εξηγεί ο Θανάσης. «Ζητάμε μόνο ευκαιρίες. Να ζήσουμε σ' ένα εργασιακό περιβάλλον που να μας εμπνέει, να μας δίνει τη δυνατότητα να ανελιχθούμε».

Θαύματα, βέβαια, δεν γίνονται, παραδέχονται σχεδόν με μια φωνή. Αλλά υπάρχουν μέτρα που μπορούν να ληφθούν. «Προς Θεού, δεν εννοούμε άλλες ρυθμίσεις, άλλους νόμους! Απ' αυτούς έχουμε αρκετούς. Θέλουμε αντίθετα τα πράγματα να γίνουν πιο απλά. Δεν μας αρέσει να γκρινιάζουμε. Πρέπει όμως να καταλάβετε ότι νιώθουμε εγκλωβισμένοι. Είμαστε μια δύναμη που βράζει».

Μέχρι χίλια ευρώ το 55% των μισθών

«Γιατί δουλεύετε μαύρα;», ρώτησαν τους Ελληνες κατά την έρευνα για το Ευρωβαρόμετρο. «Με τέτοιους μισθούς...», απαντήσαμε εμείς. Πράγματι, στην τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι το 31% των μισθωτών στην Ελλάδα έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα από 751 - 1.000 ευρώ, το 24% από 501 - 750 ευρώ και το 22,3% έως 1.250 ευρώ. Με λίγα λόγια, το ήμισυ των μισθωτών στη χώρα μας αμείβονται με μισθούς έως 1.000 ευρώ. Ειδικά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, το 69,4% των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς από 501 έως 1.000 ευρώ!

Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν τα Γραφεία Διασύνδεσης των ελληνικών πανεπιστημίων, το 60% των πτυχιούχων, πέντε με επτά χρόνια μετά την αποφοίτησή τους αμείβονται με περίπου 900 ευρώ. Ενας στους τέσσερις, δε, στο ίδιο διάστημα άλλαξε από τέσσερις δουλειές και πάνω!

Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η συντριπτική πλειονότητα των νέων εργάζονται ως μισθωτοί (76,5%), το 10% ως αυτοαπασχολούμενοι, ενώ το 10,5% ανήκει στα συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη. Η ανεργία εξακολουθεί να μαστίζει τη νέα γενιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους έως 29 ετών (17,8%), ενώ για τις νέες γυναίκες εκτινάσσεται στο 23,6%.

Πώς να μην παραμένουν σε ποσοστό 68%, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών έως τα 29 τους κάτω από την πατρική στέγη...


Χλιδάνεργοι, περιμένοντας «Τη δουλειά»... κάθονται

Από τον Σπύρο Καραλή

Είναι κι αυτοί μεταξύ 25 - 35 ετών και αποτελούν τμήμα της γενιάς των 700 ευρώ. Κυρίως άεργοι, υποαπασχολούμενοι στην καλύτερη περίπτωση. Είναι πτυχιούχοι οι περισσότεροι, αρκετοί σπουδαγμένοι στο εξωτερικό. Αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα στην οπτική του life style, ζουν με τους γονείς τους –σε κάποιες περιπτώσεις μόνοι τους αλλά το ενοίκιο το πληρώνουν οι γονείς–, έχουν μάλλον περί πολλού τον εαυτό τους και συνήθως στέκονται περιφρονητικά απέναντι σε κάθε δουλειά που πιστεύουν ότι δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά προσωπικά τους standars. Είναι οι «χλιδάνεργοι», η σύγχρονη μετεξέλιξη των «μαμάκηδων» παλαιότερων δεκαετιών.

Το φαινόμενο είναι βαθύτατα κοινωνικό, όχι αποκλειστικά ελληνικό, έχει λάβει διαστάσεις και φαίνεται να απασχολεί όλο και περισσότερο ψυχολόγους και κοινωνιολόγους στις δυτικές κοινωνίες.

Στις ΗΠΑ, ονομάζονται twixters (ενδιάμεσοι, σε ελεύθερη μετάφραση), στη Βρετανία με το ακρωνύμιο kippers που σημαίνει «παιδιά που συνεχίζουν να τρώνε τη σύνταξη των γονέων τους» (kids in parents pockets eroding retirement savings), στη Γαλλία tangy (προέρχεται από μία κωμωδία καταστάσεων στην οποία ο 28χρονος ήρωας της ταινίας αρνείται να φύγει από το σπίτι των γονιών του), στη Γερμανία nesthocker (αυτοί που κάθονται στη φωλιά τους), στην Ιαπωνία freeter (από την αγγλική λέξη free, ελεύθερος, και τη γερμανική arbeiter, και αναφέρεται στον νέο που είτε αλλάζει συχνά δουλειές είτε μένει άεργος· το θέμα έχει απασχολήσει και το ιαπωνικό Κοινοβούλιο).

Κοινή συνιστώσα για όλους τους «χλιδάνεργους» του κόσμου, ο ψυχικός εγκλεισμός σε επιταγές μοδάτων προτύπων και το ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν η ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Τέρι Απτερ, τους πρωτοπαρουσίασε στο βιβλίο της «Ο Μύθος της Ωριμότητας». (Η μελέτη άρχισε όταν η καθηγήτρια συνειδητοποίησε ότι οι φοιτητές της εκδήλωναν σαφείς τάσεις αεργίας και σοβαρές δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής αμέσως μετά την αποφοίτησή τους.)

Φταίνε και οι γονείς

«Στην Ελλάδα, η διάσταση του προβλήματος είναι ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι, σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, η αυτονομία των παιδιών κατά την ενηλικίωση είναι μέρος της οικογενειακής παράδοσης.

Αντιθέτως, εδώ εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται υπερπροστατευτικά ακόμη κι όταν ενηλικιώνονται», σημειώνει η ψυχολόγος Μαρία Λασιθιωτάκη, και συνεχίζει. «Μιλάμε για εκτεταμένη κοινωνική πραγματικότητα που συνδέεται και με τους γονείς και ειδικότερα το τμήμα εκείνο των άνω των 50 ετών, μορφωμένων γονέων που ανήκουν στην μεσαία τάξη και έχουν μια σχετική οικονομική άνεση. Δεν είναι δηλαδή, οι αγρότες του ’60 που υποστήριζαν με αίμα τις σπουδές των παιδιών. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους με τις ανέσεις και τα πρότυπα του καταναλωτισμού.

Οι νέοι αυτοί δυστυχώς ζουν περιμένοντας να βρουν “Τη Δουλειά”. Το αποτέλεσμα αυτής της ανατροφής, είναι μια ολόκληρη φουρνιά από καλομαθημένα παιδιά με μόνιμη ανία και θλίψη, στην πραγματικότητα παγιδευμένα στο φόβο και σε ψευδείς ανάγκες. Παιδιά παθητικά που δεν είναι σε θέση να αγωνιστούν για τίποτα».

Δεν θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου σε ένα γραφείο

«Οι δικοί μου δεν με πιέζουν να δουλέψω. Απ’ έξω, απ’ έξω η μητέρα μου μόνον, κάποιες φορές λέει ότι θα πρέπει να δω σοβαρά τι θα κάνω με τη ζωή μου. Ο πατέρας μου δεν ασχολείται. Το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι να μην αγχώνομαι και να μη βιάζομαι, και αυτό μου αρέσει», λέει η Δέσποινα. Είναι 26 χρόνων, έχει πτυχίο αρχιτεκτονικής, ζει με την οικογένεια, έχει αυτοκίνητο και πιστωτικές κάρτες, που πληρώνει πρόθυμα ο πατέρας της. «Σκέφτομαι να ασχοληθώ με τη ζωγραφική και παράλληλα με τη σκηνογραφία. Η αρχιτεκτονική δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Δεν θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου σε ένα γραφείο κουβαλώντας σχέδια των άλλων. Θέλω να κάνω κάτι πιο καλλιτεχνικό...», συμπληρώνει.

Μου είναι δύσκολο να πιάσω μια οποιαδήποτε δουλειά

Ο 27χρονος Γιάννης έφυγε αμέσως μετά το Λύκειο για τη Βαρκελώνη όπου σπούδασε μάρκετινγκ και διαφήμιση. Την τελευταία τετραετία, έχει επιστρέψει στην Αθήνα και ζει με την κοπέλα του σε ένα αρκετά ευρύχωρο ρετιρέ που αγόρασε πρόσφατα (με χρήματα των γονιών του). Εχει ιδέες πολλές και ενδιαφέρουσες αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να απασχοληθεί. «Κόπηκαν οι δουλειές μετά το 2004, οι εταιρείες απολύουν», λέει κι όταν τον ρωτάμε «πώς τη βγάζει» απαντά: «Εχω ευτυχώς την οικονομική στήριξη από την οικογένεια...». Οταν του επισημαίνουμε ότι συνιστά κλασική περίπτωση «χλιδάνεργου», χαμογελάει «Δεν έχεις άδικο, κακά τα ψέματα. Μου είναι, όμως, δύσκολο να πιάσω μια οποιαδήποτε δουλειά. Θα ένιωθα αποτυχημένος. Τζάμπα οι σπουδές στην Ισπανία;».

Τι να κάνω; Να μοιράζω χαρτάκια στους δρόμους;

«Δεν αισθάνομαι καλά χωρίς μια κανονική δουλειά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι και άσχημα. Εχω πολύ χρόνο για μένα και τους φίλους μου και περνάμε καλά. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Να περνάμε καλά;», λέει η 29χρονη Ναταλία που δουλεύει περιστασιακά σαν παραγωγός σε έναν trendy πλην όμως μάλλον, μικρής εμβέλειας ραδιοφωνικό σταθμό.

Εχει σπουδάσει φωτογραφία σε ιδιωτική σχολή, ακούει πολλή μουσική και σπανίως πληρώνεται για τις εκπομπές της. Ζει με τη φίλη της από τη σχολή, Κλέλια, στο Νέο Κόσμο και εναποθέτει όλους τους λογαριασμούς που της αναλογούν στον μπαμπά και τη μαμά από τη Θεσσαλονίκη.

Δεν την πιέζουν, όπως λέει, αλλά ανησυχούν. Ενίοτε ανησυχεί και η ίδια. «Ερχονται στιγμές που ξανασκέφτομαι την κατάσταση. Λέω στο εαυτό μου ότι χρειάζεται να βρω μόνιμη δουλειά και το ραδιόφωνο να το έχω σαν χόμπι. Δεν είναι όμως εύκολο. Στο χώρο της φωτογραφίας, οι δουλειές είναι λίγες, τι να κάνω; Να μοιράζω χαρτάκια στους δρόμους;».

*Η Λίνα Γιάνναρου και ο Σπύρος Καραλής είναι δημοσιογράφοι. Τα άρθρα τους δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή την Κυριακή, 18-11-2007.

Wednesday, November 14, 2007

Εκπαιδευτική παρακμή και πολιτική παιδοφιλία; Ή...

Από τον Γιάννη Βούλγαρη

ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ, ΑΡΧΙΣΑΝ ΠΑΛΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΠΑΕΙ.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΣΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΙΒΟ.

ΑΣΦΑΛΩΣ, ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΧΕΙ ΣΥΝΘΕΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ

Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται, ασφαλώς και δυστυχώς, το εκπαιδευτικό σύστημα. Όποιος αναρωτιέται για την υποβάθμιση της Ελλάδας στον διεθνή ανταγωνισμό, δεν έχει παρά να δει πώς φτάνει στο πανεπιστήμιο ο απόφοιτος της Μέσης Εκπαίδευσης.

Όχι οι «κορυφές», αλλά όσοι είναι στη μεσαία και χαμηλή κλίμακα, γιατί εκεί φαίνονται ανάγλυφα οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες που βάζουν στο κεφάλι τους ο δημόσιος λόγος και το σχολικό σύστημα.Παπαγαλία ως τρόπος προσέγγισης της γνώσης και ο γνωστός εθνοκεντρικός συντηρητισμός ως βαθύτερη ιδεολογική δομή («βασικά, είμαστε οι καλύτεροι γιατί έχουμε σπουδαίους προγόνους, οι "άλλοι" όμως δεν μας καταλαβαίνουν και οι "δυνατοί" του Κόσμου μάς αδικούν»).

Αυτός ο πυρήνας σπάει ή καλύπτεται, κατά περίπτωση, προφανώς από τις φιλότιμες προσπάθειες των δασκάλων, τις ποιοτικές διαφορές στο εσωτερικό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τη διαφορετική οικογενειακή προέλευση.

Παραμένει όμως ισχυρότατος και ενσταλάζει μια αμυντική στάση προς τα πράγματα. Ιδίως στα παιδιά που κινούνται στη μεσαία και χαμηλή κλίμακα. Σαν να έχουν περάσει από μηχανή μαζικής παραγωγής losers της παγκοσμιοποίησης.

Θα είχε ενδιαφέρον να μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο ευθύνεται το σχολείο και πόσο ο δημόσιος λόγος. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το πολιτισμικό υπόστρωμα προστίθεται η κοινωνική τρομοκρατία για το μέλλον της ανεργίας και της ανασφάλειας που τα περιμένει.

Προβλήματα απολύτως υπαρκτά αλλά εξογκωμένα στα μυαλά των παιδιών, ακόμα και όταν η στατιστική δείχνει ότι έχουν πολύ μικρότερες διαστάσεις. Εκπλησσόμαστε ύστερα γιατί οι περισσότεροι έχουν ως «όραμα» την καριέρα του αστυνομικού, του παιδαγωγού και του δημοσίου υπαλλήλου με «τρεις κι εξήντα»!

Κοινωνική σχιζοφρένεια

Η ελληνική κοινωνία έχει διαμορφώσει πλέον μια σχιζοφρενή στάση έναντι των νέων μελών της. Φορτώνει στις νέες γενιές το μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους που προκύπτει από την αδυναμία να προχωρήσουμε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις: του Ασφαλιστικού, του δημόσιου χρέους, της υποβάθμισης του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, των δημόσιων υποδομών.

Ξέρουμε ότι η «αχίλλειος πτέρνα» του οικονομικού- κοινωνικού μας συστήματος είναι η δυσκολία των νέων να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Άπαξ και τα καταφέρουν, η συνέχεια είναι πιο εύκολη και λιγότερο επισφαλής από όσο λέγεται. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι στατιστικές. Παρά ταύτα, αρνούμαστε ως κοινωνία να μεταρρυθμίσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα και τις κοινωνικές πολιτικές κατά τρόπο που να βοηθούν και να υποστηρίζουν την προσπάθεια των νέων στα πρώτα στάδια της ζωής τους και της απασχόλησης.

Αντί να μετριάζουμε την ανασφάλεια της εργασίας των νέων ηλικιών, προτιμούμε να εσωτερικεύουμε στην οικογένεια το κόστος της πολιτικής μας αδράνειας. Ως αποτέλεσμα, ανεβαίνει ραγδαία το ιδιωτικό κόστος εκπαίδευσης για ένα σύστημα που παρακμάζει και ταυτόχρονα, οι νέοι δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς την οικογένεια και το περιουσιακό απόθεμα της προηγούμενης γενιάς.

Σε αυτό το παθολογικό πεδίο, προστίθεται το αντίθετο σύμπτωμα. Ο υπερπροστατευτισμός των γονιών προς τα παιδιά. Οι γονείς κρεμασμένοι στα κάγκελα των εξεταστικών κέντρων λειώνουν αγωνιώντας για το «πώς έγραψε το παιδί». Δεν μας αρκεί το ότι πουθενά στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν εμφανίζεται παρόμοια εικόνα για να πειστούμε ότι κάτι σάπιο και εκφυλιστικό υπάρχει εδώ;

Κάθε κοινωνία παράγει τη δική της «χαρακτηροδομή» έγραφε ο Κρίστοφερ Λας. Η κοινωνική μας σχιζοφρένεια παράγει παιδιά που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν την έννοια των ορίων γιατί κανείς δεν τους τα θέτει και γιατί οι επιθυμίες τους ικανοποιούνται πριν καν συνειδητοποιηθούν και, επομένως, δυσκολεύονται να ενηλικιωθούν και να διαμορφώσουν το «εγώ» τους.

Δεν εξυμνώ εμμέσως την προηγούμενη Ελλάδα των πολιτικών συγκρούσεων και της ανέχειας. Αλίμονο αν χρειάζονται καταστροφές και φτώχεια για να «σκληραγωγηθεί» κάθε γενιά! Χρειάζονται όμως ειλικρίνεια και πολιτική πρωτοβουλία για να διορθώνονται τα κακώς κείμενα και να αναπροσαρμόζονται οι θεσμοί στις νέες (καλύτερες) κοινωνικές συνθήκες.

Τι είδους κοινωνική και πολιτική αδράνεια είναι αυτή που εμποδίζει τις οικογένειες να μετατρέψουν τη νοσηρότητα σε πολιτικό αίτημα αλλαγής;Όχι μόνο δεν γίνεται αυτό, αλλά βλέπουμε την πολιτική και τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» να επιδίδονται σε ακατάσχετη κολακεία των νέων, δικαιολογώντας ό,τι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως βαθύτατα ανησυχητικό σύμπτωμα.

Αντιμετωπίζουμε τις σημερινές γενιές υπό το πρίσμα των δικών μας πολιτικών εμπειριών της δικτατορίας ή λίγο αργότερα, ενώ έχουν αλλάξει ριζικά οι προϋποθέσεις, τα κίνητρα και η περιρρέουσα κουλτούρα. Βλέπουμε τις παλαιές μορφές κινητοποίησης σχεδόν με νοσταλγία, ενώ πρόκειται για την εξωτερική φόρμα που καλύπτει άλλο περιεχόμενο.

Στην πραγματικότητα, περιφρονούμε την αγωνία και τις αντιφάσεις των σημερινών γενεών, χαϊδεμένων και πρεσαρισμένων ταυτόχρονα, συντηρητικών και οργισμένων συνάμα. Δεν έχουν ανάγκη τις εκδηλώσεις κολακείας αλλά τη βαθιά αλλαγή των συνθηκών ζωής και εκπαίδευσής τους.

Τα άλλα είναι πολιτική παιδοφιλία, στην οποία πρωτοστατούν δυστυχώς τα κόμματα της Αριστεράς. Παράδοξη, μα την αλήθεια, εξέλιξη για το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, όπου ηγούνται στελέχη που γαλουχήθηκαν πολιτικά με το σύνθημα «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» στην παλαιά ΚΝΕ του Γρηγόρη Φαράκου.

ΕΡΠΟΥΣΑ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

Και όμως η προοδευτική δημοκρατική παράταξη και η Αριστερά έπρεπε να ήταν οι πρώτες που θα ενδιαφέρονταν για την αντιστροφή των σημερινών παρακμιακών τάσεων. Γιατί στο βάθος η κρίση αφορά την προοδευτική κατάκτηση της δεκαετίας του ΄60 (στην Ελλάδα μία- δύο δεκαετίες αργότερα), του μαζικού πανεπιστήμιου.

Εδώ και χρόνια όμως η κατάσταση δείχνει τα όρια, σε όλη την Ευρώπη αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Εξισωτισμός προς τα κάτω, ισοπεδωτική τυποποίηση, θεσμική ακαμψία, μόνιμη οικονομική δυσπραγία. Σε αυτά να προσθέσουμε τη μισθολογική εξαθλίωση των διδασκόντων στη Βασική και Μέση Εκπαίδευση, γεγονός που τους απαξιώνει κοινωνικά.

Ας μη γελιόμαστε: η σημερινή κατάσταση δεν είναι υπερασπίσιμη και κανένα άρθρο 16 ή άλλος νόμος δεν μπορεί να ανακόψει την ανατροπή ενός συστήματος που γίνεται ασύμφορο και για τη χώρα και για τις οικογένειες. Η αγορά και η κοινωνία ήδη επιβάλλουν τη δική τους έρπουσα αντιμεταρρύθμιση, μεταφέροντας στο εκπαιδευτικό σύστημα ατόφιες τις κοινωνικές ανισότητες και ιεραρχίες, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή. Ήδη επιβάλλουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολλαπλών ταχυτήτων.

Ο πρόσφατος νόμος για την Ανώτερη Εκπαίδευση θα είναι απλή ασπιρίνη μπροστά σε αυτή την εξέλιξη.Όχι για τα μέτρα που περιέχει ή δεν περιέχει, όσο γιατί στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν οι εσωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Η κυβέρνηση και οι πρυτανικές αρχές ακολουθούν τη γραμμή της «λάου λάου» εφαρμογής του νόμου, που υπό τις παρούσες συνθήκες ίσως να είναι ρεαλιστική. Ακόμα και αν πετύχαινε όμως, θα οδηγούσε απλώς σε μια προσαρμογή του δημόσιου πανεπιστήμιου στον χώρο που θα του αφήσουν οι πολύ δυναμικότερες και ταχύτερες αλλαγές που επιβάλλουν η αγορά και οι οικογένειες.

Μας αρκεί αυτό; Στα κόμματα αρκεί, γιατί πλέον δρουν με χρονικό ορίζοντα τη διετία, ούτε καν την τετραετία.

Στους διδάσκοντες όμως γιατί να αρκεί; Όλοι ξέρουμε ότι το πανεπιστήμιο και η φοιτητική νεολαία είναι φυσικός χώρος του ριζοσπαστισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά παράδοση στην ψευτοαριστερίστικη ηγεμονία.

Μπορούν άραγε οι πανεπιστημιακοί του αριστερού και κεντροαριστερού χώρου να συγκλίνουν σε μια συναντίληψη που θα δημιουργήσει την αναγκαία εσωτερική κρίσιμη μάζα για την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος; Είναι προφανές ότι το ερώτημα αφορά πρωτίστως τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του «όλου ΣΥΝ».

Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου . Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 10-11-2007

Tuesday, November 13, 2007

Μετά την εκλογή στο ΠΑΣΟΚ

Από τον Πάσχο Μανδραβέλη

Τελικά, ούτε η καταστροφή του πολιτικού σκηνικού επήλθε ούτε το ΠΑΣΟΚ διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη ούτε σεισμούς ούτε λιμούς ούτε καταποντισμούς έφερε η καινοτομία της εκλογής ενός πολιτικού κόμματος από τη βάση. Σε γενικές γραμμές μάλιστα πήγε καλά, παρά τα δεινά που κάποιοι προφήτευαν.

Αν θυμηθούμε το σκηνικό του πολέμου που είχαν στήσει τα κανάλια τις 50 ημέρες που προηγήθηκαν της προχθεσινής διαδικασίας, τους κινδύνους που επεσήμαιναν οι ιεροφάντες της πολιτικής, πρέπει να καταλήξουμε αβίαστα σε ένα συμπέρασμα: το μιντιακό σκηνικό γίνεται πολύ πιο συντηρητικό από τις πολιτικές δυνάμεις. Κάθε φορά που κάτι καινούργιο πάει να γίνει, η πλειονότητα των ΜΜΕ προσπαθεί να το φέρει στα μέτρα των κλισέ από τα οποία τρέφεται.

Αυτό δεν αφορά μόνο τη διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ, η οποία επιχειρήθηκε διά των τραβηγμένων ερμηνειών να γίνει ριάλιτι ικανό να σταθεί στα παράθυρα. Αφορά και το ασφαλιστικό (π.χ. «απασφαλίζουν το ασφαλιστικό»), τις ΔΕΚΟ (π.χ. «ξεπουλάνε τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ» κ.λπ.), την απελευθέρωση των αγορών (π.χ. «βάζουν φωτιά στα καύσιμα») κ.λπ. Για κάθε νεωτερισμό υπάρχει στη φαρέτρα της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας ένα κλισέ για να τον αντιμετωπίσει ή να τον γελοιοποιήσει.

Η διαπλοκή είναι η κορυφή του προβλήματος της «μιντιοκρατίας». Στην περίπτωση του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου δεν είχαμε απλώς την προσπάθεια κάποιων εκδοτών ή επιχειρηματιών να αναδείξουν τον εκλεκτό τους στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Είχαμε κυρίως τους «παραθυράρχες» που προωθούσαν τον καλύτερό τους πελάτη. Κακά τα ψέματα: το κύριο πλεονέκτημα του κ. Βενιζέλου δεν ήταν ότι «τα έλεγε καλά», γενικώς. Ηταν ότι «τα έλεγε καλά στην τηλεόραση». Οσοι τον είδαν και τον άκουσαν σε ανοιχτές συγκεντρώσεις διαπίστωσαν ότι είχε πολλά ελλείμματα στο μπαλκόνι. Πιθανώς λόγω απειρίας, αλλά το ουσιαστικό επιχείρημα παραμένει: ο τηλεοπτικός πολιτισμός έχει εμποτίσει τόσο πολύ την πολιτική διαδικασία, που αρκεί η καλή τηλεοπτική παρουσία για να χριστεί κάποιος υποψήφιος ηγέτης.

Η προχθεσινή μαζική συμμετοχή για την εκλογή αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ ήταν μια έμπρακτη απόρριψη της εικονικής πολιτικής που χρόνια τώρα μας ταΐζουν τα κανάλια. Ηταν μια εξέγερση όχι μόνο σε εκείνους που, κατά τον κ. Παπανδρέου, ήθελαν «να είναι αφεντικά στο ΠΑΣΟΚ», αλλά σε ολόκληρη την κουλτούρα των παραθύρων. Οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για κρίση της πολιτικής, αλλά και για κρίση του τρόπου που καλύπτεται η πολιτική. Τα «σου 'πα - μου 'πες» των πολιτικών στελεχών που αποτελούν την πρώτη (και πλέον τη μόνη) ύλη του ρεπορτάζ, οι «αιχμές», οι «βολές» και όλες οι γαργαλιστικές λεπτομέρειες της πολιτικής συγκινούν όλο και λιγότερους πολίτες. Τα «δελτία (κατ' ευφημισμόν) ειδήσεων» ακολουθούν την τηλεοπτική μοίρα των προηγούμενων ριάλιτι. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη προβολή του «Μπιγκ Μπράδερ» έσπασε τα μηχανάκια της AGB. Το τρίτο δεν έπιασε καν τη βάση.

Υπό αυτό το πρίσμα, η προχθεσινή εκλογή είναι μια νίκη της ουσιαστικής πολιτικής επί της εικονικής, που θέλει να συρρικνώσει τα πάντα στην εικόνα και στην ατάκα.

Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 13-11-2007

Πανελλαδική Έρευνα Αποφοίτων: Πρώτος στόχος η σίγουρη δουλειά

Από τον Γιώργο Κιούση

Η σταθεροποίηση στην απασχόληση είναι το μείζον πρόβλημα για την πλειονότητα των αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ενας στους τρεις πτυχιούχους αναζητούν σταθερή εργασία, το 61% προτιμά την απασχόληση στο Δημόσιο και ένας στους τέσσερις έχει αλλάξει στα πέντε με εφτά χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τέσσερις δουλειές και πάνω.

Το 82% των φοιτητών έχουν αποφοιτήσει έως τα 25 τους χρόνια, το 44% είχαν μετακινηθεί ως φοιτητές σε άλλη πόλη από αυτήν της κατοικίας των γονέων τους για να σπουδάσουν.

Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται, μόνο 17% των πτυχιούχων πανεπιστημίων βρέθηκαν να ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ και κάτω» 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση.

Το 2005, 68% των αποφοίτων των ετών 1998-2000 απολάμβαναν καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανώτερες των 900 ευρώ, 35% ανώτερες των 1.100 ευρώ και 15% ανώτερες των 1.300 ευρώ. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ αποφοίτων ως προς τις αποδοχές είναι κατά συνέπεια υψηλές. Οι γυναίκες έχουν πολύ χαμηλότερες αποδοχές κατά μέσο όρο.

Πέντε έως επτά έτη μετά την αποφοίτηση, ένα πολύ υψηλό ποσοστό πτυχιούχων (84%) απασχολούνται, ένα σχετικά μικρό ποσοστό είναι άνεργοι (6,4%) και ένα λίγο υψηλότερο (9,3%) δεν είναι οικονομικά ενεργοί.

Οι επιστημονικοί κλάδοι με την υψηλότερη επισφάλεια απασχόλησης είναι οι ξένες γλώσσες, η Ιστορία-Αρχαιολογία, η Ιατρική-Οδοντιατρική, η Φιλολογία-Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά-Φυσική-Χημεία, η Φυσική Αγωγή-αθλητισμός. Αντίθετα, οι κλάδοι με τα χαμηλότερα ποσοστά επισφαλούς απασχόλησης είναι η Οικιακή Οικονομία, η Διαιτολογία, η Νοσηλευτική, η Νομική, η Κτηνιατρική, η Φαρμακευτική, οι επιστήμες διοίκησης, οι μηχανικοί υπολογιστών-συστημάτων πληροφορικής-επικοινωνιών.

Τα παραπάνω στοιχεία είναι μέρος της πανελλαδικής έρευνας της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων Διασύνδεσης, από την οποία προέκυψε ότι 60% των αποφοίτων των πανεπιστημίων των ετών 1998-2000 ήταν γυναίκες και το 40% άνδρες, που η μέση ηλικία τους τη στιγμή της έρευνας ήταν τα 30 έτη.

Το εκπαιδευτικό επίπεδο του πατέρα τους ήταν μεσαίο προς υψηλό, της μητέρας τους χαμηλό προς μεσαίο, ενώ το οικογενειακό εισόδημα του 69% των αποφοίτων ήταν μεταξύ 10-30 χιλιάδες ευρώ.

Τέλος, 65% των ερωτώμενων δήλωσαν ευχαριστημένοι από τις σπουδές τους, 25% ούτε ευχαριστημένοι ούτε δυσαρεστημένοι και 10% δυσαρεστημένοι.

Αγωνία

Πέντε χρόνια μετά την αποφοίτηση 35% αυτών που είναι μισθωτοί δεν έχουν σταθερή απασχόληση. Ενα χρόνο μετά το ίδιο ποσοστό μειώνεται στο 32%. Ομως ακόμα και επτά χρόνια μετά την αποφοίτηση, ένας στους τέσσερις εργαζόμενους απόφοιτους δεν έχει σταθερή δουλειά.

Στο σύνολο των αποφοίτων των ετών 1998-2000, που το 2005 ήσαν μισθωτοί ή συμβασιούχοι έργου απασχολούμενοι σε έναν εργοδότη, 36% ήταν επισφαλώς εργαζόμενοι.

Η έλλειψη θέσεων εργασίας στην ειδικότητά τους είναι ο λόγος ανεργίας που επικαλούνται 73% των άνεργων αποφοίτων, αν και ταυτόχρονα 39% δηλώνουν ότι η έλλειψη εργασιακής εμπειρίας, κατάρτισης και δεξιοτήτων αποτελεί μειονέκτημα στην πρόσληψη έναντι άλλων υποψηφίων.

Τέλος, 7% δηλώνουν ότι οι διακρίσεις φύλου κατά την πρόσληψη αποτελούν το λόγο της ανεργίας τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά το σχετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, 41% των άνεργων αποφοίτων είναι άνεργοι πάνω από ένα έτος.

Σύμφωνα με την ίδια ερευνα οι μη ενεργοί ομαδοποιούνται στις εξής κατηγορίες: 23% είναι γυναίκες που δεν συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, 16% είναι άνδρες που κάνουν το στρατιωτικό τους, 42% άτομα που πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές, 7% είναι άτομα που προετοιμάζουν ή αναμένουν αποτελέσματα διαγωνισμών πρόσληψης, 3% είναι γιατροί που αναμένουν την έναρξη ειδικότητας και 9% δηλώνουν άλλους λόγους μη συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.

*Πέντε έως επτά έτη μετά την αποφοίτηση, μεταπτυχιακές σπουδές έχει πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί 40% των πτυχιούχων πανεπιστημίων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας. Το εύρημα αυτό ενισχύει την άποψη ότι τα μεταπτυχιακά έχουν μετατραπεί σε τέταρτη βαθμίδα της εκπαίδευσης.

*Το 44% των αποφοίτων των ετών 1998-2000 που πραγματοποίησαν μεταπτυχιακές σπουδές το έκαναν γιατί τους ενδιέφερε η επιστημονική πρόοδος και το αντικείμενο σπουδών, ενώ 52% για να επιτύχουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση είτε βρίσκοντας εργασία στο αντικείμενο σπουδών (20%) είτε αποκτώντας πρόσβαση σε καλύτερη επαγγελματική σταδιοδρομία μέσω της απόκτησης εξειδικευμένης γνώσης.

*Είναι χαρακτηριστικό από αυτήν την άποψη ότι 61% των μεταπτυχιακών φοιτητών δούλευαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, ενώ από αυτούς που δούλευαν 72% είχαν αντικείμενο εργασίας συναφές με αυτό των μεταπτυχιακών σπουδών.

3-4 δουλειές

Η αλλαγή δουλειάς δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε πέρασμα από την ανεργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, 10% έχουν μόνο μία εμπειρία εργασίας, 60% έχουν αλλάξει δύο με τρεις δουλειές, ενώ 26% τέσσερις δουλειές και πάνω.

Ταυτόχρονα, στο ίδιο διάστημα 22% των αποφοίτων δεν έχουν βιώσει κανένα επεισόδιο ανεργίας, 45% μόνο ένα, ενώ 33% δύο ή περισσότερα.

Οι αλλαγές στις δουλειές φαίνεται να οδηγούν στη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της απασχόλησης, όπως πιστοποιείται από τα συγκριτικά αποτελέσματα της έρευνας για τα χαρακτηριστικά της πρώτης σημαντικής και της σημερινής απασχόλησης των αποφοίτων των ετών 1998-2000.

Το χρονικό διάστημα μεταξύ της αποφοίτησης και της πρώτης σημαντικής απασχόλησης είναι ενδεικτικό για της δυσκολίες που έχουν οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων ως προς την πρόσβαση σε σημαντική απασχόληση, ό,τι και αν ο όρος «σημαντική» σημαίνει.

Στο 34% των αποφοίτων των ετών 1998-2000, η πρώτη τους σημαντική απασχόληση ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών τους ή μέχρι ένα μήνα μετά την αποφοίτηση.

Ενα άλλο 33% των αποφοίτων βρήκαν σημαντική δουλειά μέσα σε 1 μήνα μέχρι 1 χρόνο μετά την αποφοίτηση, ενώ το υπόλοιπο 33% πάνω από 1 χρόνο μετά την αποφοίτηση. Είναι φανερό ότι ο βαθμός δυσκολίας πρόσβασης στη σημαντική απασχόληση διαφοροποιείται σημαντικά ανάμεσα στους αποφοίτους και τους ισομοιράζει σε τρεις διακριτές κατηγορίες.

Δεδομένου ότι 84% των αποφοίτων πανεπιστημίων απασχολούνται 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, είναι ενδιάφερον να δει κανείς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησής του.

Ετεροαπασχόληση

Ενα 28% των πτυχιούχων πανεπιστημίων ετεροαπασχολείται 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, δεδομένου ότι δηλώνει ότι το αντικείμενο εργασίας αντιστοιχεί καθόλου ή λίγο στο αντικείμενο σπουδών.

Οι επιστημονικοί κλάδοι με εκτεταμένη ετεροαπασχόληση είναι η Δασολογία και οι Επιστήμες Περιβάλλοντος, η Φυσική Αγωγή και ο αθλητισμός, οι επιστήμες διοίκησης, η οικονομική επιστήμη, η Κοινωνιολογία-Ανθρωπολογία-Κοινωνική Πολιτική, η Πολιτική Επιστήμη.

Αντίθετα, οι κλάδοι με περιορισμένη ετεροαπασχόληση είναι οι αρχιτέκτονες, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι τοπογράφοι, οι απόφοιτοι Διαιτολογίας, Οικιακής Οικονομίας, Νομικής, Καλών Τεχνών, Ψυχολογίας, Νοσηλευτικής, Ιατρικής-Οδοντιατρικής.

*Το 61% των αποφοίτων, 72% των γυναικών έναντι 43% των ανδρών, δηλώνουν ότι επιθυμούν να εργάζονται στο Δημόσιο 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση. Μόνο 12% των αποφοίτων δείχνουν προτίμηση στον ιδιωτικό τομέα, ενώ ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό (27,5%) δηλώνουν προτίμηση να έχουν δική τους επιχείρηση.

*Ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει θετικά την προτίμηση εργασίας στο 66% των αποφοίτων είναι η ασφάλεια που εξασφαλίζει η θέση απασχόλησης. Ακολουθούν κατά σειρά οι καλές αποδοχές, η συμβατότητα της εργασίας με τις οικογενειακές υποχρεώσεις, η δυνατότητα αυτονομίας στην εργασία και οι θετικές προοπτικές εξέλιξης.

*Οι γυναίκες απόφοτοι αξιολογούν συγκριτικά περισσότερο από τους άνδρες την ασφάλεια της απασχόλησης και τη συμβατότητα της εργασίας με τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ενώ οι άντρες συγκριτικά περισσότερο από τις γυναίκες τις καλές αμοιβές, την αυτονομία στην εργασία και τις θετικές προοπτικές εξέλιξης.Η πολύ χαμηλή προτίμηση για την εργασία στον ιδιωτικό τομέα δείχνει ότι οι συνθήκες απασχόλησης και οι όροι εργασίας δεν είναι καθόλου ελκτικοί για τους αποφοίτους των πανεπιστημίων.

Η ταυτότητα της έρευνας
Πανελλαδική έρευνα απορρόφησης των αποφοίτων των πανεπιστημίων των ετών 1998-2000 στην αγορά εργασίας 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση. Πραγματοποιήθηκε την ίδια χρονική περίοδο (Δεκέμβριος 2004 - Ιανουάριος 2006) από όλα τα Γραφεία Διασύνδεσης των ελληνικών πανεπιστημίων, πλην του Ανοιχτού, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, με κοινή μεθοδολογία (δείγμα, ερωτηματολόγιο, εννοιολογικό πλαίσιο) και συντονισμό από την «Οριζόντια Δράση Υποστήριξης των Γραφείων Διασύνδεσης», που αποτελεί το πανελλαδικό δίκτυο των Γραφείων Διασύνδεσης. Το κάθε Γραφείο Διασύνδεσης είχε την ευθύνη ανάλυσης των στοιχείων για το πανεπιστήμιό του, ενώ η Οριζόντια Δράση είχε την ευθύνη ανάλυσης του συνόλου των πρωτογενών στοιχείων από όλα τα πανεπιστήμια και εξαγωγής των γενικών αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων για το σύνολο χώρας. Επιστημονικά υπεύθυνη και συντονίστρια της πανελλαδικής έρευνας η Μαρία Καραμεσίνη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου. Την ερευνητική ομάδα, εκτός από την κ. Καραμεσίνη, αποτελούσαν οι Σίλια Βιτωράτου, Ερίκ Γκαζόν, Ειρήνη Μουστάκη. Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει τον βαθμό και την ποιότητα εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης των πτυχιούχων των πανεπιστημίων 5-7 έτη μετά την αποφοίτησή τους, καθώς και τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας μετάβασής τους από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Τα γενικά αποτελέσματα έχουν εξαχθεί ανά φύλο και επιστημονικό κλάδο σπουδών των αποφοίτων. Μέγεθος δείγματος: 13.612 απόφοιτοι των ετών 1998-2000 που αποτελούν 22,3% του αντίστοιχου πληθυσμού.

Το άρθρο-παρουσίαση της έρευνας αποφοίτων ΑΕΙ - ΤΕΙ του Γιώργου Κιούση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 5-11-2007.

Thursday, November 8, 2007

Είναι απαραίτητος ο διάλογος για το ασφαλιστικό;

Η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει ότι το ασφαλιστικό μπορεί να επιλυθεί μόνο με διακομματική συναίνεση και ευρεία συμφωνία στο κοινωνικό επίπεδο. Η Σουηδία, η Βρετανία και η Αυστραλία είναι τρεις χώρες, οι οποίες κατά το παρελθόν αντιμετώπισαν κρίση του παραδοσιακού συστήματος ασφάλισης και οι οποίες κατάφεραν να πετύχουν μια οικονομικά και κοινωνικά ικανοποιητική διευθέτηση του προβλήματος. Και στις τρεις περιπτώσεις η λύση στο ασφαλιστικό υπήρξε προϊόν ευρείας κοινωνικής συναίνεσης η οποία επιτεύχθηκε μέσα από έναν μακροχρόνιο δομημένο και σαφώς οριοθετημένο ως προς τις προτεραιότητές του διάλογο.

Στη Σουηδία, η συζήτηση για το ασφαλιστικό ξεκίνησε το 1984, με τη συμμετοχή της κυβέρνησης, των εργατικών συνομοσπονδιών, των εργοδοτών, των δημόσιων ασφαλιστικών φορέων, αλλά και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Απαιτήθηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια διαπραγματεύσεων μέχρι η εργασιακή μεταρρύθμιση να φτάσει στο σουηδικό κοινοβούλιο, το 1994, και να εγκριθεί επί της αρχής, όχι μόνον από τα τέσσερα κόμματα της κεντροδεξιάς τότε κυβέρνησης, αλλά και τους Σοσιαλδημοκράτες.

Μάλιστα, την ίδια χρονιά, στη διάρκεια της οποίας το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επανήλθε στην εξουσία, η μεταρρύθμιση συνεχίστηκε με τη νέα κυβέρνηση να ανοίγει ορισμένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης. Χρειάστηκαν άλλα τρία χρόνια μέχρι το 1997, για να δοθεί το τελικό πράσινο φως στη νέα νομοθεσία και να τεθεί, το 1998, προς ψήφιση στη Βουλή. Ως αποτέλεσμα η ασφαλιστική μεταρρύθμιση στη Σουηδία έγινε αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών της χώρας, και υποστηρίχθηκε απόλυτα από τους κοινωνικούς εταίρους.

Στη Βρετανία, η μεταρρύθμιση που ξεκίνησε από τους Τόρις σε συνθήκες έντασης, ολοκληρώθηκε από το Εργατικό κόμμα σε κλίμα ήπιας αντιπαράθεσης. Στην Αυστραλία οι αλλαγές οι οποίες ξεκίνησαν από τους Εργατικούς συνεχίστηκαν από τους Συντηρητικούς. Μάλιστα, αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι Αυστραλοί είχαν την πιο πετυχημένη πολιτική ενημέρωσης για το ασφαλιστικό, καταφέρνοντας μέσα από μια τεράστια επικοινωνιακή καμπάνια διετούς διάρκειας (1994-1995) να πληροφορήσουν σε βάθος τους πολίτες για το νέο σύστημα και τη σκοπιμότητα της υιοθέτησής του. Ως αποτέλεσμα η κοινωνική συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν αρκετά ισχυρή ώστε τα -παραδοσιακά- καχύποπτα συνδικάτα να ενθάρρυνουν την εφαρμογή του νέου συστήματος.

Αντίθετα με τις περιπτώσεις κρατών όπως η Σουηδία, η Βρετανία και η Αυστραλία, σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος επιχειρήθηκε με σχετικά πρόχειρο και άτσαλο τρόπο, προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων με χιλιάδες πολίτες να ξεχύνονται στους δρόμους.

Η Ελλάδα έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη Γαλλία. Το ασφαλιστικό ζήτημα ανοίγει και κλείνει κατά το δοκούν, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο διαλόγου ή οριοθετημένη ατζέντα προτεραιοτήτων, με λογικές του τύπου «εδώ και τώρα» και με στοιχεία που αμφισβητούνται από την πλειοψηφία των πολιτών ως ανακριβή.

Η ευθύνη βαραίνει όλες τις πλευρές.

Την Κυβέρνηση που λειτουργεί με αδιαφάνεια προτιμώντας τις διαρροές προς τον Τύπο και την τηλεόραση, από τη διατύπωση και την επίσημη κατάθεση συγκεκριμένης πρότασης. Ποια είναι η επίσημη πρόταση της ΝΔ σήμερα;

Τα συνδικάτα που θεωρούν σωστό το ισχύον σύστημα -κατά την άποψή τους μόνον η καλύτερη οικονομική διαχείριση σε συνδυασμό με μια αύξηση της χρηματοδότησης του συστήματος αρκεί- και ως εκ τούτου ψάχνουν ευκαιρία για να «την κάνουν» με ελαφρά πηδηματάκια απ’ τον όποιο διάλογο. Γιατί η ΓΣΕΕ αποχωρεί δύο εβδομάδες μετά την επίσημη εκκίνηση του διαλόγου, τον οποίο αρχικά είχε αποδεχτεί;

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που θέλοντας να αποφύγουν το πολιτικό κόστος, επιδεικνύουν στείρα άρνηση, κρυπτόμενα πίσω από τις θέσεις των συνδικαλιστικών τους παρατάξεων. Που είναι σήμερα η Κεντροαριστερά και η Αριστερά, αν όχι στο τραπέζι του διαλόγου;

Την κοινωνία των πολιτών, δηλαδή όλους εμάς που απαιτούμε υψηλές ασφαλιστικές παροχές, συμμετέχουμε όμως συνειδητά στο παιχνίδι της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας και «δεν συμμετέχουμε σε κανένα διάλογο περί μείωσης των κεκτημένων».

Με άλλα λόγια η Ελλάδα δείχνει να ακολουθεί μια αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική. Έχει ένα οξύ ασφαλιστικό πρόβλημα: δαπανά το τρίτο υψηλότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ για συντάξεις στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου (12,6%), ενώ παράλληλα διαθέτει το πιο άνισο ασφαλιστικό καθεστώς έχοντας συν τις άλλοις το μεγαλύτερο ποσοστό φτωχών συνταξιούχων στις χώρες του ΟΟΣΑ (25%). Αποφεύγει όμως να εφαρμόσει τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις του 2002, πόσο μάλλον να προχωρήσει σε νέες αλλαγές. Ακόμη χειρότερα δυσκολεύεται να οργανώσει έναν αξιόπιστο κοινωνικό διάλογο με στόχο μια ευρέως αποδεκτή λύση του ασφαλιστικού προβλήματος σε βάθος χρόνου.

Αυτό είναι όμως που χρειάζεται να συμβεί «εδώ και τώρα»: κοινωνικός διάλογος με στόχο, σε συγκεκριμένα χρονικά όρια κάθε φορά, να επιλύεται συναινετικά μια κρίσιμη παράμετρος του ασφαλιστικού. Μπορούμε για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της τετραετίας που διανύουμε να θέσουμε ως προτεραιότητα την ενοποίηση των διάσπαρτων ασφαλιστικών ταμείων με οδηγό το ΙΚΑ;

Ας σοβαρευτούμε λοιπόν κι ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας ξεκινώντας έναν κοινωνικό διάλογο για το νέο σύστημα ασφάλισης που έχουμε ανάγκη.



Monday, November 5, 2007

Μύθοι και αλήθειες για τις συντάξεις

Από τον Μάνο Ματσαγγάνη*

Διάφοροι μύθοι υπολανθάνουν στη συζήτηση για τις συντάξεις, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται πάντα ρητά σε αυτή. Όπως όλοι οι μύθοι, έχουν και αυτοί μια δόση αλήθειας. Η ανασκευή τους ίσως συμβάλλει στην αναζήτηση λύσεων για τα υπαρκτά (όχι φανταστικά) προβλήματα, καθώς και στην ανάδειξη των όψεων παθογένειας του σημερινού συστήματος συντάξεων που συχνά λησμονούνται.

«Έχουμε ένα φτωχό και μίζερο σύστημα συντάξεων»

1. Η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις έχει ξεπεράσει το 12% του ΑΕΠ. Εάν το συγκρίνουμε με άλλες χώρες της Ε.Ε. θα δούμε ότι είναι μάλλον πολύ. Στη Σουηδία είναι χαμηλότερο παρ' ότι εκεί το ποσοστό ηλικιωμένων στον πληθυσμό είναι υψηλότερο από το δικό μας. Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Και δεν μπορεί να αυξηθεί κι άλλο;». Μέχρι ενός σημείου ναι, αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να μειώσουμε κάτι άλλο: την ιδιωτική κατανάλωση (αν και το φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια), αλλά και την υπόλοιπη δημόσια δαπάνη, για άμυνα αλλά και για εκπαίδευση, για υγεία, για πρόνοια, για προώθηση της απασχόλησης, για κοινωνική κατοικία, για παιδικούς σταθμούς κ.τ.λ. Υπάρχουν, πάντως, όρια: καμία οικονομία δεν αντέχει μια δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις της τάξης του 25% (το 2025) ή του 40% (το 2045).

«Η κρατική χρηματοδότηση είναι χαμηλή»

2. Η αλήθεια είναι ότι το κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των ταμείων με ένα ποσό της τάξης του 1,3 τρισ. (3,2% του ΑΕΠ), που εκτιμάται ότι θα φτάσει το 7,4% το 2025 και το 14,1% το 2050. Σε αυτό δεν περιλαμβάνεται η δαπάνη για τις συντάξεις των εργαζομένων στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ που έχει αναλάβει (κατά κανόνα, με μεγάλη γενναιοδωρία) ο κρατικός προϋπολογισμός.

Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το κράτος υποχρέωνε τα ταμεία να δεσμεύουν τα αποθεματικά τους σε καταθέσεις αρνητικού πραγματικού επιτοκίου, όπως και ότι πιο πρόσφατα αθέτησε τις δεσμεύσεις περί τριμερούς χρηματοδότησης που απορρέουν από τον νόμο Σιούφα (αν και έχει ήδη συμφωνηθεί διαδικασία εξόφλησης της οφειλής). Όμως, ενώ αυτά συμβάλλουν στη γενική σύγχυση, δεν μεταβάλλουν την εικόνα για την έκταση της κρατικής χρηματοδότησης.

«Το σύστημα έχει ελλείμματα λόγω κακής διαχείρισης»

3. Η διαχείριση δεν μπορεί να είναι κακή σε ένα σύστημα με εκατοντάδες ταμεία που απασχολούν το 1% του συνόλου των εργαζομένων. Όμως, τα ελλείμματα οφείλονται σε κάτι άλλο: το σύστημα δίνει σε μεγάλο αριθμό συνταξιούχων υπερβολικά υψηλές συντάξεις σε σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη του. Πολύ υψηλότερες από τη σύνταξη που θα χορηγούσε έναντι ισόποσων εισφορών μια ασφαλιστική εταιρεία.

«Τα ελλείμματα δεν είναι παρά έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»

4. Σίγουρα όχι όταν είναι εκτός ελέγχου, γιατί τότε εξευτελίζεται μια τουλάχιστον εκδοχή της αλληλεγγύης: η αλληλεγγύη των γενεών. Το να εμμένουμε στο σημερινό σύστημα που συσσωρεύει ελλείμματα είναι σαν να στέλνουμε απλώς τον λογαριασμό στις επόμενες γενιές.

Συνεπώς, τα ελλείμματα θα πρέπει να είναι εντός ελέγχου (4% του ΑΕΠ; 5%; Είναι θέμα επιλογής, ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχουν και άλλες κοινωνικές ανάγκες, ενδεχομένως πιεστικότερες).

Υπάρχει και μια δεύτερη προϋπόθεση για να είναι η κρατική χρηματοδότηση «έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»: ότι κατανέμεται δίκαια. Πρόκειται για ελάχιστη προϋπόθεση, η οποία όμως δεν πληρείται ούτε στο ελάχιστο: αυτός είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους μύθους για τις συντάξεις.

«Η κοινωνική ασφάλιση συμβάλλει στην αναδιανομή του εισοδήματος»

5. Η (πικρή) αλήθεια είναι ότι το σύστημα συντάξεων δεν μετριάζει τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά τις αναπαράγει (και συχνά τις εντείνει). Πράγματι, ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να ενισχύει άμεσα τον ΟΓΑ (και τις συντάξεις απόρων), το ΙΚΑ (και τις κατώτατες συντάξεις), το ΝΑΤ. Όμως, ενισχύει επίσης (παρ' ότι πιο έμμεσα) και το ταμείο των γιατρών ΤΣΑΥ (μέχρι πρότινος με ποσοστό επί της τιμής των φαρμάκων, τώρα με το ισόποσό του), το ταμείο των μηχανικών ΤΣΜΕΔΕ (με ποσοστό επί του κόστους των δημοσίων έργων), το Ταμείο Νομικών (με το «δικόσημο»), τα Ταμεία συντακτών (με το «αγγελιόσημο»). Ακόμη πιο έμμεσα, το κοινωνικό κόστος των συντάξεων στις ΔΕΚΟ καταλήγει να το πληρώνει εν μέρει ο καταναλωτής ­ ενώ κάτι παρόμοιο φαίνεται να ισχύει και στις τράπεζες, όπου ο συνδυασμός υψηλής κερδοφορίας και υψηλών αποδοχών (και συντάξεων) δεν μου φαίνεται άσχετος με το «άνοιγμα» μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων.

Χάρη σε αυτόν τον επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων, οι εισφορές σου «αυγαταίνουν» περισσότερο εάν είσαι δημοσιογράφος, ή γιατρός, ή μηχανικός, ή δικηγόρος, ή στρατιωτικός, ή σε κάποια ΔΕΚΟ, ή έστω στο Δημόσιο ­ πολύ περισσότερο από ό,τι εάν είσαι στο ΙΚΑ. Έτσι, μεταξύ δύο ασφαλισμένων ίδιας ηλικίας που πληρώνουν τις ίδιες εισφορές, ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ θα βγει στη σύνταξη έως και 10 χρόνια αργότερα από τον ασφαλισμένο του ΤΑΠ-ΟΤΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ ­ και όταν βγει θα παίρνει χαμηλότερη σύνταξη.

«Το σύστημα ­ τουλάχιστον ­ ευνοεί τις γυναίκες»

6. Όχι όλες! Σίγουρα όχι όσες δεν εργάζονται (κατά κανόνα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων φροντίδας παιδιών ή ηλικιωμένων συγγενών). Ούτε όσες, συχνά για παρόμοιους λόγους, κατάφεραν να εργαστούν μόνο 8, ή 10, ή 12, ή ακόμη 14 χρόνια και έτσι δεν «στοιχειοθετούν» δικαίωμα για σύνταξη.

Βέβαια, το σύστημα ευνοεί τις εργαζόμενες του «προστατευμένου» τομέα. Όσο για τις ρυθμίσεις που αφορούν τις μητέρες ανηλίκων, τις βρίσκω υπερβολικά ευνοϊκές. Ακόμη και με το σημερινό «αυστηρότερο» καθεστώς (δηλ. μετά τη σταδιακή κατάργηση της 15ετίας), μια μητέρα ανηλίκων με 25 χρόνια δουλειάς στο Δημόσιο δικαιούται πλήρη σύνταξη στα 50: δηλ. με τελευταίες αποδοχές 300.000 δρχ. τον μήνα θα πάρει σύνταξη 240.000 δρχ. τον μήνα. Με τόσο λίγα χρόνια ασφάλισης και τόσο πολλά χρόνια σύνταξης (μια γυναίκα 50 χρόνων ζει στην Ελλάδα κατά μέσον όρο έως τα 80) μια ασφαλιστική εταιρεία είναι ζήτημα εάν θα της έδινε 40.000 δρχ. τον μήνα, και αυτό μόνο εάν πλήρωνε ασφάλιστρα ίσα με τις εισφορές του ΙΚΑ.

«Ναι, αλλά» θα πει κάποιος «έτσι προστατεύεται η μητρότητα». Μια μητέρα ανηλίκων 50 ετών αναγκάζεται σχεδόν να βγει στη σύνταξη προτού τα παιδιά της πάψουν να είναι ανήλικα. Εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τη μητρότητα, με πολύ λιγότερους πόρους θα μπορούσαμε να γεμίσουμε την επικράτεια με βρεφονηπιακούς σταθμούς και να πληρώνουμε σε όλες τις εργαζόμενες διετείς άδειες τοκετού με πλήρεις αποδοχές (και χωρίς επιβάρυνση του εργοδότη).

«Τα όρια ηλικίας είναι ήδη υψηλά και δεν μπορούν να αυξηθούν»

7. Τα όρια ηλικίας είναι υψηλότερα σε πλουσιότερες χώρες (όπου οι άνθρωποι μάλιστα ζουν λιγότερο από εμάς). Γενικά, καθώς ζούμε περισσότερα χρόνια και με καλύτερη υγεία, είναι λογικό να προσαρμόζουμε την πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης προς τα πάνω. Εκτός και αν προτιμάμε να παίρνουμε χαμηλότερες συντάξεις (η τρίτη λύση, η περαιτέρω αύξηση των εισφορών ως ποσοστό του μισθού, δεν προτείνεται από κανέναν).

Χαμηλή ηλικία συνταξιοδότησης σημαίνει λιγότερα χρόνια εργασίας (και άρα ασφάλισης) και ταυτόχρονα περισσότερα χρόνια στη σύνταξη ­ και αυτό με τη σειρά του σημαίνει μικρότερο διά βίου εισόδημα. Εκτός και εάν θέλουμε να βγαίνουμε στη σύνταξη νωρίτερα μόνο και μόνο για να μπορούμε απερίσπαστοι να συνεχίσουμε να δουλεύουμε «στη μαύρη» (όπως οι συνταξιούχοι της Εθνικής που πιάνουν δουλειά ως σύμβουλοι της Πίστεως, οι μητέρες ανηλίκων του Δημοσίου που ανοίγουν μπουτίκ κ.ο.κ.). Επιπλέον, η εξίσωση όλων των ορίων ηλικίας στα 65 ουσιαστικά «πλήττει» κυρίως τους «παλαιούς» ασφαλισμένους των «ευγενών» ταμείων. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους είναι ήδη στα 65.

Σε κάθε περίπτωση, για την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αρκεί η αύξηση των ορίων: χρειάζεται επίσης αναθεώρηση των αναπηρικών συντάξεων (πρωταθλητής στην Ελλάδα η Κρήτη, η υγιέστερη περιφέρεια στην Ευρώπη) και των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (στα οποία, ελλείψει ανθρακωρύχων, συγκαταλέγονται οι παρουσιαστές ραδιοφώνου, το προσωπικό εδάφους των αεροπορικών εταιρειών, οι κομμωτές, οι ελεγκτές των τρόλεϊ, οι σερβιτόροι ­ όχι, όμως, οι βοηθοί τους...).

«Εάν αντιμετωπιζόταν η εισφοροδιαφυγή το πρόβλημα θα λυνόταν»

8. Η εισφοροδιαφυγή πολύ συχνά γίνεται με συναίνεση του εργαζομένου. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο σημερινό σύστημα η εισφοροδιαφυγή συμφέρει: μειώνει τις κρατήσεις άρα αυξάνει τις καθαρές αποδοχές του εργαζομένου, ενώ αφήνει ανεπηρέαστο το ύψος της μελλοντικής σύνταξης. Πράγματι, είτε με 15 έτη ασφάλισης είτε με 25, οι περισσότεροι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ δικαιούνται την ίδια σύνταξη. Γι' αυτό, άλλωστε, το 50% των νέων συνταξιούχων του ΙΚΑ εμφανίζει λιγότερα από 6.900 ένσημα (23 χρόνια ασφάλισης) ­ εν έτει 2001!

Τι σημαίνει αυτό; ότι η εισφοροδιαφυγή δεν είναι μια εξωγενής μεταβλητή αλλά προϊόν της λογικής του συστήματος. Γι' αυτό, η εισφοροδιαφυγή δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ούτε με μηχανογράφηση ούτε με ηθικές παραινέσεις ούτε με αστυνομικά μέτρα ­ αλλά εθελοντικά, με την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας του συστήματος.

Να ανακεφαλαιώσω. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, αφού δεν αίρει τις ανισότητες που παράγει η οικονομία και η αγορά εργασίας αλλά τις αναπαράγει. Είναι πελατειακό και κατακερματισμένο. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ γενεών ασφαλισμένων και μεταξύ ταμείων. Απειλεί να υπονομεύσει τη μελλοντική ευημερία, αλλά και το «κοινωνικό συμβόλαιο», δηλ. την αλληλεγγύη των γενεών. Με λίγα λόγια: βρίσκεται σε βαθύ αδιέξοδο.

Πώς μπορούμε να βγούμε από το αδιέξοδο; Εδώ κρίνεται η ωριμότητα της κοινωνίας μας και η σοφία των πολιτικών ελίτ (δηλ. της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των εργατικών συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων και όλων των άλλων διαμορφωτών της κοινής γνώμης).

Ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές;

Θεωρώ ως δεδομένο ότι μεταρρύθμιση θα υπάρξει, παρ' ότι δεν γνωρίζω εάν θα γίνει σε αυτή την τετραετία ή από κάποια άλλη κυβέρνηση στο μέλλον, εάν θα στοχεύει στη δίκαιη κατανομή του κόστους της αναγκαίας προσαρμογής ή απλώς στη με κάθε τίμημα επίτευξη της βιωσιμότητας. Δεν τολμώ καν να διανοηθώ το τρίτο ενδεχόμενο, του «παιγνιδιού της χειροβομβίδας»: της συνεχούς αναβολής της μεταρρύθμισης μέχρι την τελική κατάρρευση ­ εν μέρει γιατί είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος, εν μέρει γιατί έχω παιδιά και δεν θέλω η «χειροβομβίδα» να εκραγεί στα χέρια τους.

Δεν αποτελεί λύση η αναβολή της μεταρρύθμισης (ή αποδυνάμωσή της) στο όνομα της «συνοχής» του κυβερνώντος κόμματος ή του συνδικαλιστικού κινήματος. Η συνοχή είναι καλό πράγμα γενικώς, αλλά όχι όταν τον λογαριασμό τον πληρώνουν οι «εκτός των τειχών»: οι εκτός αγοράς εργασίας, οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι, οι νέοι. Ας αποφασίσουμε, εάν θέλουμε, ότι τα ελλείμματα των συντάξεών μας θα τα πληρώσει η γενιά των παιδιών μας ­ ας μην υποκρινόμαστε, όμως, ότι το κάνουμε στο όνομα της αλληλεγγύης των γενεών. Κάθε αναβολή υποθηκεύει τη μελλοντική ευημερία της χώρας και καθιστά μια βιαιότερη προσαρμογή του συστήματος σε λίγα χρόνια αναπόφευκτη.

Επομένως, μένουν δύο λύσεις. Η πρώτη (ας την ονομάσουμε «φιλελεύθερη») συνίσταται στην επικράτηση λύσεων που επιδιώκουν την «εξυγίανση» μέσω της απλής μείωσης του κόστους του συστήματος συντάξεων: ιδιωτικοποίηση μέρους του συστήματος και μετεξέλιξή του σε κεφαλαιοποιητικό, σταδιακή μετατροπή του κρατικού συστήματος σε προνοιακού τύπου πυλώνα για τους απόρους. Δεν φαίνεται να συγκεντρώνει μεγάλη συναίνεση προς το παρόν, αλλά δεν βλέπω σε τι άλλο θα στραφεί η κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα εάν όσοι επικαλούνται τον δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος συνεχίσουν να το υποσκάπτουν και να πλήττουν την αξιοπιστία του.

Η δεύτερη λύση συνίσταται ακριβώς στην ανανέωση της εμπιστοσύνης όλων στη δυνατότητα του συστήματος να επιτυγχάνει τον στόχο για τον οποίο επινοήθηκε: κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλεγγύη των γενεών. Ελάχιστη προϋπόθεση για το πρώτο είναι η αποκατάσταση της αρχής της ισονομίας των ασφαλισμένων. Ελάχιστη προϋπόθεση για το δεύτερο είναι η συγκράτηση των ελλειμμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό μα πολιτικό: συνίσταται στη συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας που να ενώνει όσους αδικούνται από το σημερινό σύστημα με εκείνους που παρ' ότι προσωπικά ευνοούνται από αυτό έχουν πειστεί για την ανάγκη μεταρρύθμισης. Τέτοιοι πολίτες υπάρχουν ακόμη ­ και απαιτούν η φωνή τους να μη χαθεί στην οχλαγωγία των ημερών.

* Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι επίκουρος καθηγητής στο οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 19 Μαΐου 2001.

Friday, November 2, 2007

Στοχευμένη φορολόγηση

Από τον Lanny Davis

Το σύνολο σχεδόν των φόρων που καταβάλουν οι Αμερικανοί, είτε πρόκειται για το φόρο εισοδήματός τους είτε για τους εταιρικούς τους φόρους, καταλήγουν στα ταμεία του κράτους, από όπου κατανέμονται στους διαφόρους «κωδικούς» του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Αντ' αυτού, ίσως να ήταν καλύτερα αν η φορολόγηση ακολουθούσε ένα εναλλακτικό υπόδειγμα, εκείνο της «στοχευμένης φορολόγησης» ή του «φόρου για ειδικό σκοπό».

Αντί δηλαδή να σπαταλούμε τα λεφτά των φορολογουμένων για να φτιάχνουμε γέφυρες που δεν οδηγούν πουθενά κι άλλες ψηφοθηρικές δαπάνες, θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε θεσμικά πως οι πόροι των φορολογουμένων θα χρησιμοποιούνται σε σκοπούς προαποφασισμένους και γνωστούς εκ των προτέρων.

Ένας πρακτικός τρόπος για να γίνει αυτό είναι να δημιουργηθούν «κεφάλαια καταπιστεύματος» (trust funds) όπου θα κατατίθενται οι συλλεγμένοι φόροι ανάλογα με το σκοπό τους.

Η πολιτική αυτή θα χρειαστεί να θωρακισθεί νομικά (να προβλέπονται ποινές για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή τις πολιτείες που κάνουν ανάληψη από ένα ταμείο και χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογουμένων για αλλότριους σκοπούς).

Αυτό ίσως να επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον εφόσον το αποφασίσει το κογκρέσο και η βουλή των αντιπροσώπων με ειδική πλειοψηφία 2/3.

Η ιδέα του «στοχευμένου φόρου» δεν είναι νέα. Αυτό που είναι νέο είναι η ιδέα της επέκτασής του ώστε να κυριαρχήσει στους κρατικούς και πολιτειακούς προϋπολογισμούς και τις δημόσιες επενδύσεις.

Ήδη επί προεδρίας Αιζενχάουερ (Eisenhower) είχαμε το «ταμείο εθνικής οδοποιίας» (FHT), στο οποίο κατατίθενται δισεκατομμύρια δολάρια από τη φορολόγηση καυσίμων, και που επί πολλές δεκαετίες χρηματοδοτούσε αποκλειστικά την κατασκευή διαπολιτειακών εθνικών οδών.

Μόνο τα τελευταία χρόνια, και παρά τις μεγάλες αντιδράσεις του λόμπι των κατασκευαστών οδών, ένα μέρος των εισπράξεων του FHT χρηματοδότησε την ανάπτυξη μέσων μαζικής μεταφοράς.

Οι δημοσκοπήσεις συνηγορούν καταλυτικά υπέρ της «στοχευμένης φορολόγησης».

Όταν το κοινό ερωτάται γενικά αν υποστηρίζει την αύξηση της φορολόγησης ώστε να χρηματοδοτηθούν οι κυβερνητικές πολιτικές, απαντά συνήθως κατά πλειοψηφία πως όχι.

Αν όμως το ίδιο δείγμα ερωτηθεί αν θα υποστήριζε τη φορολόγησή του ώστε να χρηματοδοτηθεί ένας συγκεκριμένος σκοπός, όπως π.χ. η οικοδόμηση σχολείων ή η αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών, οι συσχετισμοί μεταξύ του «ναι» και του «όχι» ανατρέπονται δραματικά.

Η πλειοψηφία δέχεται να φορολογηθεί εφόσον γνωρίζει πού πάνε τα λεφτά της.

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Δημοκρατικός κυβερνήτης του Μέριλαντ Μάρτιν Ο' Μάλεϊ (Martin O’Malley) εισηγήθηκε ένα πρόγραμμα φοροαπαλλαγών, μείωσης δαπανών, αλλά και αύξησης φόρων, με σκοπό να μηδενίσει το έλλειμμα του 1.7 δις δολαρίων (1.2 δις ευρώ) που κληρονόμησε από τον Ρεπουμπλικάνο προκάτοχό του Ρόμπερτ Έρλικ (Robert Ehrlich).

Ένα από τα ζωτικά στοιχεία του προγράμματός του, είναι πως περιλαμβάνει έναν «στοχευμένο φόρο»: αυξάνει τη φορολογία των επιχειρήσεων κατά 1% για να χρησιμοποιήσει τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα σε επιδοτήσεις των ανώτατων σπουδών, ώστε να κρατηθούν χαμηλά τα δίδακτρα, σε μέσα μαζικής μεταφοράς και σε βελτίωση των υποδομών.

Επιπροσθέτως, ο κυβερνήτης Ο' Μάλεϊ αυξάνει κι άλλους φόρους, όπως την άδεια κυκλοφορίας των ΙΧ αυτοκινήτων (αύξηση κατά 1%) αλλά και αποφασίζει πως θα αξιοποιήσει τον πολιτειακό φόρο στη βενζίνη για να χρηματοδοτήσει επείγουσες ανάγκες στη μαζική μεταφορά.

Μένει να δούμε αν τα νομοθετικά σώματα του Μέριλαντ θα επιβάλουν την ασφαλιστική δικλείδα της «ειδικής πλειοψηφίας» προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές παρεκβάσεις των πόρων αυτών προς δαπάνες άσχετες με την εκπαίδευση ή τις μαζικές μεταφορές.

Πάντως από τη στιγμή που ο αμερικανικός λαός πειστεί πως ο νόμος εξασφαλίζει πως δε θα υπεξαιρεθούν τα χρήματά του, η λαϊκή υποστήριξη προς αυτό το νέο τρόπο φορολογίας θα αυξηθεί αποφασιστικά.

Έτσι θα ήταν δυνατό να προχωρήσουμε σε πιο προοδευτική φορολογία και σε μεγαλύτερη φορολόγηση των πλουσιότερων φορολογουμένων.

Ιδού ορισμένα «ταμεία καταπιστεύματος» στα οποία θα μπορούσαν να κατατίθενται ορισμένοι «στοχευμένοι φόροι» και που αντανακλούν τις προτεραιότητες της πλειοψηφίας των Αμερικανών.

  • Ένα ταμείο εκπαίδευσης, που θα χρηματοδοτεί το κτίσιμο νέων σχολείων, την αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών, την επέκταση του προγράμματος «έγκαιρο ξεκίνημα», που προσφέρει ενισχυτική διδασκαλία στους μη-προνομιούχους και τους φτωχούς, και την έκπτωση των διδάκτρων από τη φορολόγηση της μεσαίας τάξης.

  • Ένα ταμείο υγείας που θα εγγυηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλισης και παροχής υγείας για όλους τους Αμερικανούς, ιδίως όσους βρίσκονται χαμηλότερα στην κοινωνική κλίμακα. Θα μπορούσε επίσης να γίνει χρήση φορολογικών εργαλείων για επιδότηση ιδιωτικών παροχέων υπηρεσιών υγείας που θα μειώνουν τα εξέταστρά και τα νοσήλιά τους.

  • Ένα ταμείο μαζικής μεταφοράς και περιβάλλοντος που θα χρηματοδοτούσε τα μέσα μαζικών μεταφορών και τις περιβαλλοντικές υποδομές. Οι πόροι του θα μπορούσαν να συντηρήσουν τις παρακμάζουσες γέφυρες και τις εθνικές μας οδούς, να επεκτείνουν εναλλακτικά μέσα μαζικών μεταφορών και να επιδοτούν επενδύσεις και τεχνολογικές καινοτομίες για καθαρότερο αέρα και νερό.

  • Ένα ταμείο ενεργειακής ανεξαρτησίας που θα χρηματοδοτεί την ανεξαρτησία από το ξένο πετρέλαιο κι εναλλακτικές πηγές καθαρής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των «συνθετικών καυσίμων» -που μετατρέπουν το κάρβουνο σε βενζίνη, ντίζελ, καύσιμα για αεροσκάφη και άλλα πετρελαϊκά προϊόντα, και που όπως υποστηρίζει ο κυβερνήτης της Μοντάνα Μπράιαν Σβάιτσερ (Brian Schweitzer) έχουν γίνει συμφέροντα με τις σημερινές τιμές του πετρελαίου, αλλά και περιβαλλοντικά καθαρή πυρηνική ενέργεια, ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, ηλιακή, αιολική και υδροηλεκτρική ενέργεια. Όπως έγραψε ο Τομ Φρίντμαν (Tom Friedman) χωρίς ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών από το ξένο πετρέλαιο, δεν μπορούμε να μιλάμε να αποκατάσταση της, κλονισμένης τα τελευταία χρόνια, πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας μας.

Υπάρχουν φυσικά και άλλες προτεραιότητες για δημόσιες επενδύσεις, με πόρους που θα προέρχονταν από «στοχευμένους φόρους»:

  • η αναδόμηση της κοινωνικής ασφάλισης,

  • ένα γενναιόδωρο «σχέδιο Μάρσαλ» για τους εργαζόμενους που οι θέσεις εργασίας τους απειλούνται από τη μετακίνηση των επιχειρήσεων στο εξωτερικό και τον αθέμιτο ανταγωνισμό από ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, και

  • η καθιέρωση της «πολιτικής θητείας» στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι απόφοιτοι λυκείου θα πρέπει να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο ορισμένες υπηρεσίες για ένα ή δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή τους.

Από τη στιγμή που αποδεχτούμε την αρχή της στοχευμένης φορολόγησης, θα είναι πολιτικά πιο εφικτό να περάσουμε φορολογικές αυξήσεις για να χρηματοδοτήσουμε προγράμματα όπως τα παραπάνω, αλλά και για να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενες μελλοντικές προκλήσεις.

Ο Lanny Davis είναι στέλεχος εταιρείας παροχής δικαστικών υπηρεσιών και στέλεχος του Δημοκρατικού κόμματος . Η ιδέα του περί Targeted Tax δημοσιεύτηκε στο Ideas Primary. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από την ομάδα του PPOL όπου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά.