"Εντάξει, αγορίνα μου, θα σου φέρω εγώ. Πότε θέλεις εσύ άλλο;"
"Τώρα θέλω για τους τελικούς".
"Πότε θέλεις αγόρι μου;"
"Μέσα Μαΐου"
"Ε καλά ρε παιδάκι μου, έχεις τρελαθεί; Θα σου έχω ετοιμάσει να πούμε, εντάξει. Θα σου έχω φτιάξει αγόρι μου".
Ο σπαρταριστός διάλογος του διεθνή σέντερ του Ολυμπιακού, Γιάννη Μπουρούση, ο οποίος φέρεται να παραγγέλνει ντόπα, από τον παράγοντα του ποδοσφαίρου και νονού της νύχτας Μάκη Ψωμιάδη, αποτελεί απλώς ένα μικρό ανέκδοτο μέσα στη μνημιώδη ιλλαροτραγωδία που παίζεται αυτές τις μέρες με τίτλο η "παράγκα του ελληνικού ποδοσφαίρου". Βρώμα, ντόπα, στημένα παιχνίδια, εκβιασμοί και στο φως πλέον ένα οργανωμένο εγκληματικό δίκτυο με ηγέτες κάποιους μεγαλοπαράγοντες του ποδοσφαίρου και πλοκάμια μέχρι τις φυλακές του Κορυδαλλού και πιθανώς έως την αντιεισαγγελεία του Αρείου Πάγου.
Μπροστά στα όχι και τόσο έκπληκτα μάτια των Ελλήνων πολιτών, όμως, δεν αποκαλύπτεται απλά και με τον πιο θεαματικό και ξεκαρδιστικό τρόπο η σαπίλα που έκρυβε μέσα του το ελληνικό ποδόσφαιρο όλα αυτά τα χρόνια. Αποκαλύπτεται η άλλη πλευρά της ελληνικής φούσκας. Ο κραταιός υπόκοσμος με τις αρρωστημένες πρακτικές, η λαμογιά, η απατεωνιά, το συνεχές κυνήγι της χλιδής, η λογική του ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το σταριλίκι χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο, η εκτεταμένη φοροκλοπή. Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 550 εκατομμύρια ευρώ φέρεται να βρέθηκαν σε λογαριασμό μεγαλοπαράγοντα που βρίσκεται στη δικογραφία για τα στημένα παιχνίδια. Όσο ακριβώς θα κόψει φέτος η κυβέρνηση από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για να πετύχει τους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ψάχνει κανείς για ένοχους που μας οδήγησαν στην κρίση για να τους τιμωρήσει; Νάτοι, πολλοί απ' αυτούς. Παρελαύνουν σήμερα με χειροπέδες μπροστά μας!
Το φάρμακο για την Ελλάδα πραγματικά τελείωσε. Μαζί και το πάρτι. Κάθε μέρα που περνάει η ντοπαρισμένη ανάπτυξη ξεφουσκώνει όλο και περισσότερο, δημιουργώντας έντονο πονοκέφαλο στους εθισμένους οπαδούς της. "Κύριε Μάκη... το φάρμακο τελείωσε". "Δεν μπορώ να κοιμηθώ, κύριε Μάκη". Η απεξάρτηση θα είναι οδυνηρή. Την αντέχουμε;