Του Πλάτωνος Τήνιου*
Μεταρρύθμιση, 2-6-2010
Το ασφαλιστικό, είναι ίσως το παλιότερο από τα άλυτα ζητήματα στις αποσκευές που μια γενιά αφήνει στην επόμενη. Ισχυρές συντεχνίες, η ΓΣΕΕ, ο ΣΕΒ, οι γιατροί και οι δικηγόροι, αντέδρασαν σφόδρα όταν ο Παναγής Βουρλούμης, συνεργάτης του Βενιζέλου, κατέθεσε νόμο που τους ενσωμάτωνε στο ΙΚΑ.
Αποτέλεσμα: μέσα σε τρία χρόνια, δύο κεντροαριστερές κυβερνήσεις έπεσαν, για να συμβιβαστεί τελικά η Δεξιά και να υλοποιήσει μια ιδέα στην οποία η ίδια δεν πίστευε. Χρόνια μετά, και πάνω από την υπογραφή «Παπαντωνίου» και «Πανάρετος», βρίσκουμε τη διατύπωση: «υπάρχει πλήρης ανισότητα προστασίας, ώστε η συνταγματική αρχή περί ισότητας των πολιτών να έχει τελείως λησμονηθεί».
Και παρακάτω, «υπάρχει ανάγκη συστήματος που να συνδυάζει το αναγκαίο με το εφικτό και απαλλαγμένο από την απαράδεκτη εντύπωση ότι σκοπός του είναι να εξασφαλίζει προνόμια σε βάρος των πολλών, θα χρησιμοποιήσει τα υπάρχοντα μέσα για την αντιμετώπιση της ανάγκης»… «Χρειάζεται μελέτη μη πιεζόμενη από σπουδή και θόρυβο, πρόγραμμα ενέργειας μακράς πνοής. Προ παντός, χρειάζεται εξασφάλιση υπερκομματικού χαρακτήρα».
Παναγής Βουρλούμης, Υπουργός Ε. Βενιζέλου, παππούς του Διοικητή του ΟΤΕ, εισήγαγε τον πρώτο νόμο περί ΙΚΑ το 1929 .
Ευαγγελία Παπαντωνίου, οικονομολόγος, στέλεχος του ΙΚΑ, μετέπειτα Υποδιοικήτρια στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, μητέρα του Γιάννου Παπαντωνίου, υπέγραψε έκθεση το 1958 που κυκλοφόρησε από το Υπουργείο Συντονισμού, που χαρακτήριζε τότε την αναμόρφωση του ασφαλιστικού που περιμένουμε ακόμη, «εξαιρετικά επείγουσα».
Η αλληλεγγύη των γενεών στην Ελλάδα, εφαρμόζεται όταν μέλη των ιδίων οικογενειών μεταφέρουν το πρόβλημα από παππού σε εγγονό και από μητέρα σε γιό, χωρίς να λύνεται τίποτε.
Άρα, απλά πράγματα: Τέσσερα ερωτήματα απαιτούν απάντηση, με λίγα λόγια και χωρίς υπεκφυγές:
1. Τι είναι το ασφαλιστικό;
2. Αν και πώς λύνεται;
3. Πώς δεν λύνεται;
4. Τι πρέπει να κάνουμε;
1. Τι είναι το ασφαλιστικό;
Το ασφαλιστικό που τώρα αντιμετωπίζουμε, αποτελείται από τρία διακριτά τμήματα. Η αναβλητικότητα σε οτιδήποτε «μυρίζει συντάξεις», είχε σαν αποτέλεσμα να συσσωρευτούν και τα τρία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να επιλυθούν όλα μαζί τώρα:
α. Το παρελθόν. Ένα πρόβλημα ισονομίας και ίσης αντιμετώπισης μεταξύ κλάδων και ομάδων στην κοινωνία. Από τότε που νομοθετήθηκε το ΙΚΑ, το 1934, μάταια προσπαθεί η Ελληνική κοινωνία να κατοχυρώσει ίσους και δίκαιους κανόνες.
β. Το μέλλον. Η γήρανση του πληθυσμού και οι μικρές οικογένειες, θέτουν περιορισμούς στο μέλλον, αφού λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να στηρίζουν περισσότερους συνταξιούχους. Αυτό το ασφαλιστικό, επιδεινώνεται γρήγορα μετά το 2015 και γίνεται δραματικό το 2030.
γ. Η συγκυρία. Η συνταξιοδότηση φαντάζει ασφαλές αγκυροβόλιο σε συνθήκες κρίσης, ενώ η εξοικονόμηση ασφαλιστικών εισφορών είναι η φτηνότερη πηγή κεφαλαίων. Το ασφαλιστικό σύστημα εκπέμπει το μήνυμα στην κοινωνία ότι τη λύση για το προσωπικό πρόβλημα του καθενός, την έχει το Κράτος, μέσω του ασφαλιστικού συστήματος.
Τα τρία ασφαλιστικά συμπλέκονται, η δε κυβέρνηση επικαλείται το τρίτο για να διευκολύνει την ανάληψη κάποιων μέτρων για τα άλλα δύο. Ποιών μέτρων, όμως;
2. Πώς και γιατί δεν λύνεται το ασφαλιστικό.
Η έλλειψη συζήτησης για το ασφαλιστικό, σημαίνει ότι η «εργαλειοθήκη λύσεων» δεν έχει ανανεωθεί. Στη φαρέτρα των μεταρρυθμίσεων -στην καλύτερη περίπτωση- υπάρχουν μόνο λύσεις αναπαλαίωσης ή αναστύλωσης του παλαιού συστήματος. Δεν υπάρχει παρά ελάχιστος προβληματισμός για το πώς θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του δικού μας αιώνα και όχι αυτού των πατεράδων μας.
Σαν αποτέλεσμα, λύσεις «από μέσα από το σύστημα», αποτελούν μερεμέτια που ίσως διορθώνουν ορισμένα κακώς κείμενα, αλλά δεν αρκούν για να αναστρέψουν τον γρήγορο κατήφορο ανυποληψίας στον οποίο βρίσκεται σήμερα το σύστημα. Αυτές οι «παραμετρικές» λύσεις που κρατούν την παλιά φιλοσοφία και προσπαθούν να την ανανεώσουν, έχουν το «πλεονέκτημα» (;) ότι διατηρούν τις παλαιές, γνωστές δομές. Όμως:
• Αν έπρεπε να λυθεί το πρόβλημα καθ’ ολοκληρία, οι απαιτούμενες αλλαγές θα ήταν τόσο μεγάλες, ώστε το σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει καθόλου. Ως αποτέλεσμα, προκρίνονται συστηματικά οι τμηματικές «μεταρρυθμίσεις με δόσεις», οι οποίες όμως δεν πείθουν γιατί -όσοι ξέρουν- βλέπουν ήδη το αδιέξοδο.
• Οι δομές του παλαιού συστήματος είναι προσαρμοσμένες σε συνθήκες όπου ο εργαζόμενος- οικογενειάρχης δούλευε όλη του την ζωή στην ίδια δουλειά, ενώ η γυναίκα του έμενε στο σπίτι με τα παιδιά ως «επιμελητεία». Το σύστημα δεν προσφέρει βοήθεια στις αλλαγές εργασίας, ούτε στην εργαζόμενη γυναίκα, ενώ προσφέρει επίπλαστη ασφάλεια μόνο έξω από την απασχόληση.
• Οι λύσεις-μερεμέτια με τους ακροβατισμούς, τους συμβιβασμούς, τις μεταβατικές περιόδους και την παντελή έλλειψη πεποίθησης ότι το προτεινόμενο είναι προτιμότερο από το προς εγκατάλειψη, περιπλέκουν το σύστημα και πολλαπλασιάζουν τις αδικίες. Το καθιστούν, τέλος, ακόμη πιο απεχθές στους νέους ασφαλισμένους.
Από το 1990, όταν νομοθετήθηκε η «πρώτη δόση» του νόμου Σουφλιά (Ν.1902/90), αναζητείται η δεύτερη δόση που να εγκαινιάζει το νέο σύστημα. Σύμφωνα με τον Τ. Γιαννίτση (Το ασφαλιστικό ως ορφανό πολιτικής, εκδόσεις Πόλις 2007), η αποτυχημένη απόπειρα του 2001 ήταν η τελευταία ευκαιρία παραμετρικών αλλαγών – δηλαδή διατήρησης της παλαιάς δομής του ασφαλιστικού. Η αποτυχία του 2008, απέδειξε ότι είχε δίκιο. Το 2010;
3. Πώς λύνεται το ασφαλιστικό;
Κατ’ αρχάς, όχι με ασφαλιστικά νομοσχέδια. Τουλάχιστον όχι αποκλειστικά.
Αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα γήρανσης του πληθυσμού, όπως η Γερμανία, η Ελλάδα έχει μια σειρά από κρίσιμα πλεονεκτήματα:
α. Ένα τεράστιο αναξιοποίητο απόθεμα εργασίας, κυρίως γυναικών. Έχουμε έτσι οργανώσει τη ζωή μας, που οι Ελληνίδες απασχολούνται λιγότερο. Αν, ως δια μαγείας, άρχιζαν να εργάζονται όσο οι Δανέζες, αυτό θα ισοδυναμούσε με πρόσθεση 950 χιλιάδων ασφαλισμένων (δηλαδή ίσοι με τα 2/3 του ΙΚΑ, ή όσο περίπου όλοι οι μετανάστες).
Ο τελικός κριτής δεν είναι οι ειδικοί που διαπληκτίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα, ούτε και οι χιλιάδες διαδηλωτές. Είναι ο μέσος ασφαλισμένος που καλείται να δεχτεί ή να απορρίψει τις ρυθμίσεις στην εφαρμογή τους.
β. Μεγάλα περιθώρια ανακατανομής δαπανών. Στο ασφαλιστικό, η σταδιακή περικοπή προνομίων προωθεί την οικονομική αποτελεσματικότητα ταυτόχρονα με την κοινωνική δικαιοσύνη. Η κρατική συνδρομή είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σε έναν υπάλληλο της Τραπέζης της Ελλάδος, ή κάποιας ΔΕΚΟ, από ότι στο ΕΚΑΣ του χαμηλοσυνταξιούχου. Ένα νέο σύστημα, που επιτρέπει την αφαίρεση δημόσιων πόρων από τους πλούσιους για να τους κατευθύνει στους φτωχούς, εξοικονομεί δαπάνες και προωθεί τη δικαιοσύνη.
γ. Ασυμμετρίες του παρελθόντος επιτρέπουν την ανακατανομή εισφορών. Οι εισφορές είναι υψηλές εκεί που πρέπει να είναι χαμηλές (εξαγωγές, παραγωγικοί κλάδοι) και χαμηλές εκεί όπου πρέπει να είναι υψηλές (Δημόσιο, Ελεύθεροι επαγγελματίες). Ταυτόχρονα, επιβάλλουν τεράστιο κόστος συμμόρφωσης στις επιχειρήσεις και στρεβλώνουν τις συναλλαγές.
Τα πλεονεκτήματα αυτά διευκολύνουν την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού, αλλά δεν προσφέρουν τη λύση του.
Το ασφαλιστικό θα λυθεί μόνο αν δουλεύουν όλοι περισσότερο και με μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Συστήματα συντάξεων που αντιμετωπίζουν όλους ως οιονεί δημόσιους υπαλλήλους, κάνουν το αντίθετο από αυτό που χρειάζεται. Απαιτούνται συστήματα συντάξεων, όπως αυτό που υιοθετήθηκε στην Ιταλία, στη Σουηδία, στην Πολωνία και αλλού, που δεν κρύβουν τις πραγματικές κοινωνικές επιλογές από τον εργαζόμενο, αλλά του θέτουν το πραγματικό δίλημμα: Αν θέλει υψηλότερη σύνταξη, πρέπει να δουλέψει περισσότερο.
4. Πώς δεν λύνεται το ασφαλιστικό; Τι πρέπει να κάνουμε;
Στο 2010, το ασφαλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η απραξία δύο δεκαετιών και η δημοσιονομική αποχαύνωση μετά το 2004, είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όπως και το 1990-92: Μπροστά στην αδήριτη ανάγκη να περιοριστούν τα ελλείμματα του Δημοσίου, η μόνη εφικτή λύση (ελλείψει διαρθρωτικών μέτρων) ήταν οι περικοπές συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Το 1990-92, η μείωση ήταν μεγαλύτερη, περί το 25%. Σήμερα, το ίδιο δίλημμα οδηγεί σε μικρότερη μείωση (10-15% ), αν και όχι λιγότερο άδικη.
Άρα, κατά τη στιγμή που οι συντάξεις είναι από τα μεγαλύτερα κονδύλια δαπανών, κάποια άμεσα μέτρα με δημοσιονομικό αντίκρισμα είναι σίγουρα αναπόφευκτα. Με το σκεπτικό αυτό, η Κυβέρνηση προσπαθεί να δικαιολογήσει το σύνολο των προτάσεων του νομοσχεδίου. Αξιοποιεί δηλαδή τη συγκυρία για να «περάσει» το σύνολο των 60+ σελίδων του νομοσχεδίου.
Είναι όμως έτσι;
• Αν η κομμωτική αποχαρακτηριστεί από Βαρύ Επάγγελμα, ένας νέος 20χρονος κομμωτής που αρχίζει την εργασία μετά τον Ιούλιο του 2011, θα είναι ο πρώτος που θα υποστεί την οδυνηρή περικοπή. Θα το καταλάβει το 2038…
• Οι εργαζόμενοι που άρχισαν να εργάζονται πριν από το 1992, δεν θα δουν να αλλάζει σχεδόν τίποτε στα όρια ηλικίας τους, αλλά ούτε και στο ύψος της σύνταξης.
• Αντίθετα, η προσαρμογή αρχίζει να φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού μόνο μετά το 2030. Την πληρώνουν δηλαδή οι 30ρηδες και κάτω.
• Αναζητείται ακόμη η λογική, βάσει της οποίας, οι αμειβόμενοι με €4000 τον μήνα, χαίρουν διπλάσιας γενναιοδωρίας από αυτούς που εισπράττουν κάτω των €1000. (Ποσοστό αναπλήρωσης, δηλαδή ύψος σύνταξης σε σχέση με αποδοχές, 70% αντί 30%).
Το νομοσχέδιο δεν συνοδεύεται από κανενός είδους υπολογισμό ή ποσοτική επεξεργασία. (Αντίθετα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι δεν πρέπει να υιοθετηθεί, αν δεν προηγηθεί μελέτη.) Άρα, το πιο πιθανό είναι η δημοσιονομική επίπτωση των περικοπών συντάξεων να εξαντληθεί γύρω στο 2015, όταν θα αρχίζει η ανάκαμψη. Όμως τότε, θα έχουμε και τη δημογραφική επιδείνωση. Η επάνοδος, λοιπόν, των ασφαλιστικών ελλειμμάτων, θα συμπέσει με την ανάκαμψη – και πιθανόν να τη ναρκοθετήσει.
Ο τελικός κριτής του ασφαλιστικού, δεν είναι οι ειδικοί που διαπληκτίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα, ούτε και οι δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που με βεβαιότητα κατακλύζουν τους δρόμους και τις πλατείες της χώρας. Για το Ν.2084/92 και οι δύο κατηγορίες ήταν απολύτως απορριπτικές. Όμως, εκείνος ο νόμος, στέριωσε και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς. Ο τελικός κριτής των νόμων, είναι ο μέσος ασφαλισμένος, ο οποίος καλείται να δεχτεί ή να απορρίψει τις ρυθμίσεις στην εφαρμογή τους.
Πώς θα σκεφτεί, λοιπόν, ο μέσος ασφαλισμένος;
Για εκείνον, η ασφάλισή του -το δικαίωμα στην σύνταξη- είναι μαζί με το σπίτι του, το μεγαλύτερο περιουσιακό του στοιχείο. Αν η ασφάλισή του ήταν ένα τεσσάρι σπίτι καθόλα νόμιμο, η Κυβέρνηση έρχεται και του λέει ότι για το γενικό καλό, θα του γκρεμίσει ένα από τα τέσσερα δωμάτια. Και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα.
Θα συναινέσει στην κατεδάφιση; Μάλλον όχι.
Εκτός και αν η Κυβέρνηση φέρει γνωματεύσεις έγκυρων μηχανικών ότι, για να μην γκρεμίσει όλο το σπίτι, απαιτείται να αφαιρεθεί ένα δωμάτιο. Θα δεχτεί, αν η Κυβέρνηση τον πείσει ότι η επιλογή που αντιμετωπίζει είναι η εξής: Από τη μια πλευρά ένα πολυτελές και ευρύχωρο ερείπιο, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταρρεύσει, απειλώντας τον ίδιο και τους γείτονές του. Από την άλλη πλευρά, ένα μικρότερο σπίτι, αλλά με γερά θεμέλια, που μπορεί να αντέξει σε σεισμούς και σε πλημμύρες. (Και πιθανώς στο μέλλον να αντέξει ίσως και κάποιο «πανωσήκωμα»).
Τότε ο ασφαλισμένος θα συναινέσει στις αλλαγές, ακόμη και αν δεν το παραδεχτεί αμέσως.
Τι να κάνουμε; Να πειστούμε για να πείσουμε.
*Ο Πλάτων Τήνιος είναι Οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Πάνεπιστήμιο Πειραιά. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Μεταρρύθμιση.