Από τον Guy Brown
Ο θάνατος δεν είναι πια αυτό που ήταν. Παλιότερα η ζωή περιγραφόταν ως «άσχημη, βίαιη και σύντομη»· αυτή όμως ήταν μια περιγραφή που θα ταίριαζε γάντι στο πώς πέθαιναν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης ιστορίας.
Η αίσθηση της συντομίας της ζωής συνδεόταν μάλλον με το γεγονός πως ο θάνατος μπορούσε να έρθει ανά πάσα στιγμή. Οι άνθρωποι πέθαιναν όταν ήταν παιδιά ή νέοι, και λίγοι γερνούσαν. Η πιο κοινή αιτία θανάτου ήταν η αρρώστια, η βία, τα ατυχήματα ή η κύηση. Συνήθως ο θάνατος ήταν γρήγορος: οι άνθρωποι ήταν ολοζώντανοι τη μια μέρα κι εντελώς νεκροί την επόμενη. Μεταξύ ζωής και θανάτου μεσολαβούσε μία πολύ λεπτή «γκρίζα ζώνη».
Τον 20ό αιώνα ο μέσος όρος ζωής σε ολόκληρο τον κόσμο διπλασιάστηκε. Στον αναπτυγμένο κόσμο ο θάνατος τείνει να έρχεται αργά και να κρατάει πολύ και αιτία του συνήθως είναι οι εκφυλιστικές ασθένειες που αναπτύσσονται λόγω γήρατος.
Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε πως η ζωή θα μπορούσε να παραταθεί καταλυτικά αν καταφέρναμε να καταπολεμήσουμε ορισμένες ασθένειες. Πολλά όρια μακροβιότητας προτάθηκαν, αλλά όλα διαψεύσθηκαν στην πράξη.
Τα τελευταία εκατό χρόνια το προσδόκιμο επιβίωσης αυξανόταν κατά μέσο όρο κατά 2.2 χρόνια τη δεκαετία (ή πέντε ώρες τη μέρα) και η τάση αυτή δε δείχνει σημάδια επιβράδυνσης, ακόμα και στις χώρες με το μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής.
Διαφορετικές φάσεις
Η αντίληψή μας για το «γήρας» ή την «τρίτη ηλικία» γίνεται όλο και πιο ανεπίκαιρη. Δεν έχει πια νόημα απλά να θεωρούμε «γέρους» όλους όσοι είναι άνω των 60 ετών· έχουμε τους «ηλικιωμένους» (60-80 ετών), τους «υπέργηρους» (80-100) και τους «υπεραιωνόβιους» (πάνω από 100 ετών). Μιλάμε για εντελώς διαφορετικές ηλικιακές περιόδους, που διαφέρουν τόσο όσο διαφέρει η φάση της «ωριμότητας» 20-40 ετών από εκείνη της «μέσης ηλικίας» (40-60).
Οι υπεραιωνόβιοι γίνονται όλο και λιγότερο σπάνιοι: υπάρχουν σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο πάνω από 10,000 άνθρωποι άνω από 100 ετών, και οι κυβερνητικές υπηρεσίες προβλέπουν πως το 2051 θα φθάσουν τους 250,000 και το 2071 τους 500,000. Το μέλλον δεν είναι απλά η γήρανση του πληθυσμού, αλλά η ακραία του γήρανση.
Βαδίζουμε προς μία εντελώς καινούργια μορφή ανθρώπινης ζωής, που ουδέποτε υπήρξε στο παρελθόν, και για την οποία δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα.
Δυστυχώς, καθώς αποτύχαμε να νικήσουμε το γήρας, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης δεν σημαίνει παράταση της ευζωίας. Τα χρόνια που «κερδίσαμε» από την παράταση της ζωής συνήθως είναι χρόνια που τα περνάμε μέσα στην ανημπόρια, την ασθένεια και την άνοια.
Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου (ONS), μεταξύ του 1991 και του 2001 το προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά 2.2 έτη, αλλά η υγιής διαβίωση μόνο κατά 0.6 έτη: το υπόλοιπο 1,6 έτος είναι περίοδος ασθένειας. Κοντολογίς κερδίζουμε ζωή, αλλά είναι ζωή κακής ποιότητας, καμιά φορά στα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου.
Η παράταση της ζωής συνοδεύεται από τη γεωμετρική αύξηση των κρουσμάτων εκφυλιστικών ασθενειών που έρχονται με την ηλικία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν σήμερα σχεδόν 700,000 άτομα που πάσχουν από άνοια, που αναμένεται να αυξηθούν σε 1.75 εκατομμύριο έως το 2051.
Η Κάρολ Μπρέιν (Carol Brayne) κι οι συνεργάτες της στο «ινστιτούτο δημόσιας υγείας» του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ολοκλήρωσαν πρόσφατα μία έρευνά τους για την κατάσταση της υγείας των ατόμων το χρόνο που προηγείται του θανάτου τους.
Βρήκαν πως το 30% των ανθρώπων που πεθαίνουν σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο πάσχουν από άνοια (πράγμα που σημαίνει πως οι πιθανότητες να πληγείτε από άνοια πριν πεθάνετε είναι τουλάχιστο 30%) ενώ το 45% πάσχουν από κάποια μορφή διανοητικής διαταραχής.
Αυτό είναι ήδη αρκετά φοβερό, αλλά τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα: σε όσους πεθαίνουν μετά τα 95 τους χρόνια, το 58% πάσχει από άνοια και το 80% από διανοητική διαταραχή. Προς τα εκεί πάμε όλοι. Και χρειάζεται να αναρωτηθούμε: αξίζει πράγματι να ζει κανείς σε τέτοιες συνθήκες;
Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον αναπτυγμένο κόσμο -και όλο και περισσότερο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο- πεθαίνουν από εκφυλιστικές ασθένειες, καρκίνο ή καρδιοπάθειες. Αιτία αυτών των ασθενειών είναι το γήρας, και ο θάνατος εξαιτίας τους είναι αργόσυρτος και θα γίνεται όλο και πιο αργός, έως ότου το γήρας να κινδυνεύει να ταυτιστεί με την ασθένεια. Σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο ο συνήθης θάνατος έρχεται μετά από 10 έτη χρόνιας ασθένειας -και η περίοδος αυτή, σύμφωνα με την ONS, τείνει να παρατείνεται όλο και περισσότερο.
Λίγοι είναι όσοι πεθαίνουν χωρίς να έχουν πρώτα υποστεί κάποιας μορφής σωματική ή πνευματική αναπηρία, που να κρατά για δεκαετίες. Το γήρας σήμερα συνοδεύεται από απώλεια μνήμης, κοινωνική αποστράτευση, απομόνωση και κατάθλιψη. Ο θάνατος έπαψε να έχει τη μορφή «ψηφιακού» γεγονότος: έγινε «αναλογικός» -και αναμειγνύεται για χρόνια με τη ζωή.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, όπου η δύση του βίου κατάντησε αργός, μακρόσυρτος εφιάλτης; Μέσα στην αγωνία μας να νικήσουμε τις αιτίες του ξαφνικού, αιφνίδιου θανάτου του παρελθόντος, μείναμε εκτεθειμένοι σε πιο αργές αιτίες θανάτου και στην υπερ-γήρανση του οργανισμού μας
Ξοδέψαμε κολοσσιαίους πόρους για να νικήσουμε μεταδοτικές ασθένειες, δυστυχήματα, εγκεφαλικά και καρδιακά (ίσως ο καλύτερος τρόπος να πεθάνει κανείς), πράγμα που αναπόφευκτα μας καταδίκασε να πεθαίνουμε από πολύ πιο παρατεταμένες διαδικασίες, όπως ο καρκίνος ή η άνοια. Ο θάνατος εγκλείστηκε στα νοσοκομεία, το χειρότερο μέρος να τελειώσεις τη ζωή σου.
Η ιατρική θεώρησε αποστολή της να διατηρεί τους ασθενείς εν ζωή πάση θυσία, αντί να τους βοηθά να πεθαίνουν αξιοπρεπώς και ανώδυνα. Πολλές αιτίες θανάτου, που άλλοτε είχαν οξεία και ακαριαία μορφή, μετατράπηκαν σε χρόνιες ασθένειες: τα καρδιακά επεισόδια έγιναν καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά νόσος του Αλτσχάιμερ. Ο διαβήτης, το AIDS, ακόμα και μερικές μορφές καρκίνου, μεταβλήθηκαν σε χρόνιες παθήσεις. Τα οικονομικά συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών συνέβαλαν οπωσδήποτε σε αυτό, καθώς είναι πολύ πιο επικερδές να φτιάχνεις φάρμακα που μετατρέπουν μια θανατηφόρα ασθένεια σε χρόνια πάθηση (ο ασθενής μετατρέπεται σε ισόβιο καταναλωτή φαρμάκων) παρά να φτιάχνεις ένα φάρμακο που θεραπεύει άπαξ δια παντός την ασθένεια (ο καταναλωτής σταματά να αγοράζει το προϊόν).
Εναλλακτικοί δρόμοι
Το να καταστήσουμε το τέλος της ζωής άξιο να το ζει κανείς, θα είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις του 21ου αιώνα. Πρέπει να σταματήσουμε να ερευνούμε μόνο το πώς θα αναβάλουμε περαιτέρω το θάνατο και να αφιερώσουμε πόρους και στη βελτίωση της ευζωίας.
Πρέπει να χαράξουμε εναλλακτικές οδούς στις φαρμακευτικές αγωγές, προς θεραπείες που δεν ενδιαφέρουν τις φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές βιομηχανίες. Τα γηροκομεία θα πρέπει να είναι τόσο διαδεδομένα και καλά χρηματοδοτούμενα όσο τα μαιευτήρια. Οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν πώς θα πεθάνουν.
Αν η κοινωνία ενδιαφερόταν για τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής όσο για τα πρώτα δέκα, τότε ίσως να πετυχαίναμε να μην ζούμε τα τελευταία μας χρόνια σαν ζωντανοί-νεκροί.
Ο Δρ. Guy Brown είναι καθηγητής νευρολογίας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, και ειδικεύεται στις διαδικασίες εκφυλισμού των εγκεφαλικών κυττάρων. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα Guardian στις 14 - 11 - 2007 και μεταφράστηκε από την ομάδα του PPOL.
Tuesday, December 4, 2007
No way to go
Monday, December 3, 2007
Αναγνώριση του MAS in Telematics Science
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί επιστολή των αποφοίτων του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «MAS inTelematics Management». Το πρόγραμμα συνδιοργανώνεται από το Τ.Ε.Ι. Πειραιά και το κρατικό Αυστριακό Πανεπιστήμιο Donau - Universitaet Krems.
Αγαπητοί G700,
Θερμά συγχαρητήρια για το Blog σας το οποίο αντικατοπτρίζει την δεινή πραγματικότητα που ζούμε όλοι. Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα είναι πολλά, προερχόμενα από διάφορες πλευρές.
Το πρόβλημα που θέλουμε να σας εκθέσουμε, αφορά την μη αναγνώριση σπουδών εκείνων των νέων που καλοπροαίρετα συμμετείχαν σε σύμπραξη Ελληνικού Δημόσιου Τριτοβάθμιου Ιδρύματος με κρατικό Πανεπιστήμιο της Αυστρίας, και κατέληξαν να δώσουν 10.000,00 ευρώ για πτυχίο που δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν καθώς η Ελληνική Πολιτεία δεν το αναγνωρίζει!
Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στους αποφοίτους του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «MAS inTelematics Management» το οποίο συνδιοργανώθηκε από το Τ.Ε.Ι. Πειραιά και το κρατικό ΑυστριακόΠανεπιστήμιο Donau-Universitaet Krems.
Το Donau-Universitaet Krems, είναι Πανεπιστήμιο της Αυστρίας το οποίο αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και προσφέρει αποκλειστικά μεταπτυχιακές σπουδές υψηλού επιπέδου. Πρόκειται γιαένα κέντρο αριστείας που δίνει έμφαση στην καινοτομία και στο οποίο σπουδάζουν σχεδόν 3.700φοιτητές από 53 χώρες του κόσμου.
Ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., αδυνατεί να αναγνωρίσει το Αυστριακό Πανεπιστήμιο Donau-Universitaet Krems καθώς σύμφωνα με το Ν. 3328/2005, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση ενός ιδρύματος της αλλοδαπής ως ομοταγούς είναι η απονομή βασικών τίτλων σπουδών, μεταπτυχιακών και διδακτορικώνδιπλωμάτων.
Η αδυναμία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μη αναγνώριση των πτυχίων των αποφοίτων οι οποίοι εύλογα είχαν εξ’αρχής πιστέψει ότι παρακολουθώντας σπουδές που συνδιοργανώνονταν από Ελληνικό ΔημόσιοΤριτοβάθμιο Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι. Πειραιά), υπήρχαν όλα τα εχέγγυα ώστε να είναι εξασφαλισμένη η αναγνώρισή τους από την Ελληνική Πολιτεία.
Παρόμοιο πρόβλημα υπήρχε με τους Έλληνες αποφοίτους του Ιδρύματος «Κολλέγιο της Ευρώπης» το οποίο έχει μόνο τέσσερα τμήματα, εδρεύει σε δύο χώρες (Βέλγιο και Πολωνία) και παρέχει μόνο μεταπτυχιακές σπουδές σε Ευρωπαϊκά θέματα.
Στο Ά.14 του Ν. 3577 που ψηφίστηκε στις 29.5.2007, προβλέπεται η αναγνώριση των πτυχίων του «Κολλεγίου της Ευρώπης» παρά το γεγονός πως και αυτό παρέχει αποκλειστικά σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου, γεγονός που αποδέχθηκε ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., ενώ για τους αποφοίτους της σύμπραξης Τ.Ε.Ι. Πειραιά και του Donau-Universitaet Krems, δεν έχει γίνει ακόμη κάτι ανάλογο.
Κατατέθηκε σχετική ερώτηση για το θέμα αυτό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από τον βουλευτή κ. ΜιχάληΧρυσοχοϊδη, στην ιστοσελίδα του οποίου περιγράφεται το σημαντικό αυτό πρόβλημα που ταλαιπωρεί για χρόνια τους αποφοίτους, οι οποίοι έως σήμερα, έχουν την αίσθηση ότι τόσο ο κόπος όσο και το κόστος των σπουδών τους δεν βρήκαν αντίκρυσμα, παρά το γεγονός ότι επέλεξαν Ελληνικό Δημόσιο Τριτοβάθμιο Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι. Πειραιά) ακριβώς για να μην έχουν αυτό το πρόβλημα.
Για την Επιτροπή Αποφοίτων για την αναγνώριση του "MAS in Telematics Management"
Με εκτίμηση
Γιώργος Μαργέλης
Αγαπητοί G700,
Θερμά συγχαρητήρια για το Blog σας το οποίο αντικατοπτρίζει την δεινή πραγματικότητα που ζούμε όλοι. Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα είναι πολλά, προερχόμενα από διάφορες πλευρές.
Το πρόβλημα που θέλουμε να σας εκθέσουμε, αφορά την μη αναγνώριση σπουδών εκείνων των νέων που καλοπροαίρετα συμμετείχαν σε σύμπραξη Ελληνικού Δημόσιου Τριτοβάθμιου Ιδρύματος με κρατικό Πανεπιστήμιο της Αυστρίας, και κατέληξαν να δώσουν 10.000,00 ευρώ για πτυχίο που δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν καθώς η Ελληνική Πολιτεία δεν το αναγνωρίζει!
Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στους αποφοίτους του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «MAS inTelematics Management» το οποίο συνδιοργανώθηκε από το Τ.Ε.Ι. Πειραιά και το κρατικό ΑυστριακόΠανεπιστήμιο Donau-Universitaet Krems.
Το Donau-Universitaet Krems, είναι Πανεπιστήμιο της Αυστρίας το οποίο αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και προσφέρει αποκλειστικά μεταπτυχιακές σπουδές υψηλού επιπέδου. Πρόκειται γιαένα κέντρο αριστείας που δίνει έμφαση στην καινοτομία και στο οποίο σπουδάζουν σχεδόν 3.700φοιτητές από 53 χώρες του κόσμου.
Ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., αδυνατεί να αναγνωρίσει το Αυστριακό Πανεπιστήμιο Donau-Universitaet Krems καθώς σύμφωνα με το Ν. 3328/2005, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση ενός ιδρύματος της αλλοδαπής ως ομοταγούς είναι η απονομή βασικών τίτλων σπουδών, μεταπτυχιακών και διδακτορικώνδιπλωμάτων.
Η αδυναμία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μη αναγνώριση των πτυχίων των αποφοίτων οι οποίοι εύλογα είχαν εξ’αρχής πιστέψει ότι παρακολουθώντας σπουδές που συνδιοργανώνονταν από Ελληνικό ΔημόσιοΤριτοβάθμιο Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι. Πειραιά), υπήρχαν όλα τα εχέγγυα ώστε να είναι εξασφαλισμένη η αναγνώρισή τους από την Ελληνική Πολιτεία.
Παρόμοιο πρόβλημα υπήρχε με τους Έλληνες αποφοίτους του Ιδρύματος «Κολλέγιο της Ευρώπης» το οποίο έχει μόνο τέσσερα τμήματα, εδρεύει σε δύο χώρες (Βέλγιο και Πολωνία) και παρέχει μόνο μεταπτυχιακές σπουδές σε Ευρωπαϊκά θέματα.
Στο Ά.14 του Ν. 3577 που ψηφίστηκε στις 29.5.2007, προβλέπεται η αναγνώριση των πτυχίων του «Κολλεγίου της Ευρώπης» παρά το γεγονός πως και αυτό παρέχει αποκλειστικά σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου, γεγονός που αποδέχθηκε ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., ενώ για τους αποφοίτους της σύμπραξης Τ.Ε.Ι. Πειραιά και του Donau-Universitaet Krems, δεν έχει γίνει ακόμη κάτι ανάλογο.
Κατατέθηκε σχετική ερώτηση για το θέμα αυτό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από τον βουλευτή κ. ΜιχάληΧρυσοχοϊδη, στην ιστοσελίδα του οποίου περιγράφεται το σημαντικό αυτό πρόβλημα που ταλαιπωρεί για χρόνια τους αποφοίτους, οι οποίοι έως σήμερα, έχουν την αίσθηση ότι τόσο ο κόπος όσο και το κόστος των σπουδών τους δεν βρήκαν αντίκρυσμα, παρά το γεγονός ότι επέλεξαν Ελληνικό Δημόσιο Τριτοβάθμιο Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι. Πειραιά) ακριβώς για να μην έχουν αυτό το πρόβλημα.
Για την Επιτροπή Αποφοίτων για την αναγνώριση του "MAS in Telematics Management"
Με εκτίμηση
Γιώργος Μαργέλης
Saturday, December 1, 2007
Η γενιά που θέλει, δεν μπορεί να πετάξει
Η Καθημερινή 1-12-2007
Κόστος και γραφειοκρατία για μια απλή επιχείρηση
O εφιάλτης της ανεργίας και το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον της «γενιάς των 700 ευρώ» οδηγεί ολοένα και περισσότερους Ελληνες να γίνουν επιχειρηματίες ή να επιλέξουν την αυτοαπασχόληση.
Η «γενιά των 700 ευρώ» ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά δεν είναι εύκολο, αφού από τον εφιάλτη της ανεργίας περνούν στο εχθρικό για την επιχειρηματικότητα κράτος. Το κόστος ίδρυσης μιας επιχείρησης είναι μεγαλύτερο από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τη γραφειοκρατία, που καθυστερεί την ίδρυση, για παράδειγμα, μιας αποθήκης εμπορευμάτων πάνω από 240 ημέρες, αλλά και με τη διαφθορά.
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει υπολογίσει ότι μια μέση επιχείρηση δίνει το 0,23% του τζίρου της σε... «φακελάκια». Παρ' όλα αυτά, κάθε χρόνο ιδρύονται 4.000 νέες επιχειρήσεις και περίπου ένας στους 10νέους σκέφτεται να ξεκινήσει τη δική του δουλειά. Αλλά από αυτούς που επιλέγουν την επιχειρηματικότητα, περίπου το 20% το κάνει λόγω ανάγκης και όχι επειδή διέκρινε επιχειρηματικές ευκαιρίες.
H «γενιά των 700 ευρώ» γίνονται επιχειρηματίες, λόγω... ανεργίας
Από τον Λεωνίδα Στεργίου Lstergiou@kathimerini.gr
Ενας στους πέντε επιλέγει από ανάγκη να ανοίξουν τη δική τους δουλειά – Οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες – Αντιμέτωποι με γραφειοκρατία και διαφθορά που στοιχίζει 330 εκατομμύρια ευρώ
Μήπως ήρθε η ώρα να κάνω τη δική μου δουλειά; Την ερώτηση αυτή προσπαθούν να απαντήσουν χιλιάδες νέοι, πιεζόμενοι από την ανεργία και από τα προβλήματα της λεγόμενης «γενιάς των 700 ευρώ».
Ετσι, περίπου 4.000 Ελληνες τον χρόνο δημιουργούν τη δική τους επιχείρηση. Από αυτές, οι 1.000 θα κλείσουν και η πλειονότητά τους θα είναι μικρομεσαίες, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΒΕΑ. Η «γενιά των 700 ευρώ» ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά δεν μπορεί αφού βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σκληρό γραφειοκρατικό σύστημα και γενικά με ένα περιβάλλον που απωθεί την επιχειρηματικότητα.
Για παράδειγμα, ο νέος που αποφασίζει να γίνει επιχειρηματίας θα πρέπει να περιμένει 90 ημέρες για να συνδεθεί με τη ΔΕΗ και πάνω από 240 ημέρες για να ιδρύσει μία αποθήκη! Την ίδια στιγμή το μέσο ελάχιστο κόστος ίδρυσης μιας επιχείρησης είναι υψηλότερο από το κατά κεφαλήν εισόδημα, όταν στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες είναι περίπου στο ένα τρίτο.
Και όταν ξεκινήσει η επιχείρηση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με φαινόμενα διαφθοράς, αφού όπως έχει υπολογίσει η Παγκόσμια Τράπεζα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δαπανούν το 0,23% του τζίρου τους σε... «δωράκια». Παρ' όλα αυτά, ο εφιάλτης της ανεργίας οδηγεί ολοένα στη λύση της αυτοαπασχόλησης ή στη δημιουργία επιχείρησης.
Στη χώρα μας καταγράφεται μία σημαντική αύξηση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, όπως αναφέρει η έρευνα του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου για την Επιχειρηματικότητα (GEM) και του ΙΟΒΕ, ενώ το 7,9% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών δηλώνει ότι βρίσκεται στη φάση εκκίνησης ενός νέου εγχειρήματος, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοαπασχόλησης.
Και το πιο εντυπωσιακό: το ποσοστό των Ελλήνων που γίνονται επιχειρηματίες από ανάγκη ανέβηκε το 2006 στο 20,7%, όταν ένα χρόνο πριν ήταν 14,2%. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις παγκοσμίως και την τρίτη χαμηλότερη στην Ευρώπη. Ομως, το επιχειρείν δεν πρέπει να αποτελεί λύση ανάγκης.
Το επιχειρείν αποτελεί επιλογή που έχει να κάνει κυρίως με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου. Ενας καλός επιχειρηματίας δύσκολα θα μπορούσε να ήταν καλός υπάλληλος και το αντίστροφο. Για τον υπάλληλο κάθε τι καινούργιο ή διαφορετικό αποτελεί μία ακόμα δουλειά. Για το στέλεχος μία ακόμη πρόκληση, για να αναδειχθεί. Για τον επιχειρηματία είναι ευκαιρία.
Βιομηχανία career planing
Εχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές που βοηθούν κάποιους να εντοπίσουν το πόσο καλοί επιχειρηματίες θα γίνουν ή αν ήρθε η ώρα να αλλάξουν δουλειά κ.λπ. Στο εξωτερικό ιδιαίτερα έχει αναπτυχθεί ολόκληρη βιομηχανία σχετικά με το career planing. Υπάρχουν ειδικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να εκπαιδεύσουν στελέχη και επιχειρηματίες. Αντίστοιχες υπηρεσίες προσφέρονται και στην Ελλάδα.
Για παράδειγμα, το τμήμα διασύνδεσης του ΤΕΙ Κρήτης έχει δημιουργήσει ένα oline κουίζ με 20 ερωτήσεις που βαθμολογείται η επιχειρηματική ικανότητα του υποψηφίου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι δημιουργικοί υπάλληλοι νιώθουν ότι πνίγονται στο εργασιακό τους περιβάλλον και ότι θα πρέπει να γίνουν επιχειρηματίες.
Αυτό δεν είναι πάντα αλήθεια. Μπορεί απλά να κάνουν μία δουλειά που δεν τους αρέσει, ή να μην έχουν τις ικανότητες ή να μη βρίσκονται στο σωστό επαγγελματικό περιβάλλον. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια των σπουδών και τη διαπαιδαγώγηση στο σπίτι, πραγματοποιείται στρέβλωση των πραγματικών συνθηκών στην αγορά εργασίας, αλλά και των ικανοτήτων του παιδιού.
Ενας καλός μαθητής δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει γιατρός ή δικηγόρος. Να γίνει μόνον εφόσον του αρέσει. Και όταν γίνει δεν σημαίνει ότι η αγορά εργασίας πρέπει απαραίτητα να του ανοίξει τις πόρτες, διότι σπούδασε και κατέχει και δύο διδακτορικά. Η αγορά εργασίας ανοίγει τις πόρτες μόνο σε αυτούς που χρειάζεται. Οταν αποφασίσει κάποιος να γίνει επιχειρηματίας, ξεκινά μια σειρά διαδικασιών μέχρι να δει την εταιρεία του να λειτουργεί.
Ολα ξεκινούν από μία ιδέα. Δεν υπάρχει επιχείρηση «βλέποντας και κάνοντας». Πρώτα από όλα πρέπει να αποφασίσει ο υποψήφιος επιχειρηματίας τι του αρέσει. Δηλαδή σε ποιον κλάδο θα δραστηριοποιηθεί. Δεύτερον, τι ακριβώς θα κάνει. Τρίτον, πως θα το κάνει. Και τέταρτον και κυριότερον: Γιατί να το κάνει; Στη συνέχεια όλες αυτές οι σκέψεις πρέπει να πάρουν μία πιο οργανωμένη και τυπική μορφή. Δηλαδή να εκπονηθούν έρευνες αγοράς, μελέτες σκοπιμότητας, μελέτες βιοσημότητας και επιχειρηματικό σχέδιο (business plan).
Ολα εξαρτώνται από το πως περιγράφεται η ζήτηση για το αγαθό ή την υπηρεσία που θα προσφέρει η επιχείρηση στη συγκεκριμένη αγορά με τον συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. μέσω Ιντερνετ ή μέσω καταστήματος κ.λπ).
Καταγράφονται επίσης το χρονοδιάγραμμα, ο τρόπος χρηματοδότησης, η προβλεπόμενη κερδοφορία κ.λπ. Καθορίζεται το οργανόγραμμα, η στελέχωση κ.ά. Συνήθως αυτά απαιτούν τη συνδρομή ειδικών εταιρειών ή τη συνεργασία ενός δικηγόρου που θα βοηθήσει και στη σύνταξη του καταστατικού και μιας τράπεζας. Γενικά είναι καλό να υπάρχει συνεργασία με τράπεζα, φορείς υλοποίησης επιδοτούμενων προγραμμάτων, με ειδικούς επαγγελματίες, όπως λογιστές, φοροτεχνικούς, νομικούς, γεωπόνους (αν είναι αγροτική επιχείρηση κ.λπ.).
ΣXETIKA ΘEMATA ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ 1-12-2007
Ποιες επιδοτήσεις προγραμμάτων «τρέχουν» αυτή την περίοδο
Προϋπόθεση τα ατσαλένια νεύρα
Κόστος και γραφειοκρατία για μια απλή επιχείρηση
O εφιάλτης της ανεργίας και το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον της «γενιάς των 700 ευρώ» οδηγεί ολοένα και περισσότερους Ελληνες να γίνουν επιχειρηματίες ή να επιλέξουν την αυτοαπασχόληση.
Η «γενιά των 700 ευρώ» ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά δεν είναι εύκολο, αφού από τον εφιάλτη της ανεργίας περνούν στο εχθρικό για την επιχειρηματικότητα κράτος. Το κόστος ίδρυσης μιας επιχείρησης είναι μεγαλύτερο από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τη γραφειοκρατία, που καθυστερεί την ίδρυση, για παράδειγμα, μιας αποθήκης εμπορευμάτων πάνω από 240 ημέρες, αλλά και με τη διαφθορά.
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει υπολογίσει ότι μια μέση επιχείρηση δίνει το 0,23% του τζίρου της σε... «φακελάκια». Παρ' όλα αυτά, κάθε χρόνο ιδρύονται 4.000 νέες επιχειρήσεις και περίπου ένας στους 10νέους σκέφτεται να ξεκινήσει τη δική του δουλειά. Αλλά από αυτούς που επιλέγουν την επιχειρηματικότητα, περίπου το 20% το κάνει λόγω ανάγκης και όχι επειδή διέκρινε επιχειρηματικές ευκαιρίες.
H «γενιά των 700 ευρώ» γίνονται επιχειρηματίες, λόγω... ανεργίας
Από τον Λεωνίδα Στεργίου Lstergiou@kathimerini.gr
Ενας στους πέντε επιλέγει από ανάγκη να ανοίξουν τη δική τους δουλειά – Οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες – Αντιμέτωποι με γραφειοκρατία και διαφθορά που στοιχίζει 330 εκατομμύρια ευρώ
Μήπως ήρθε η ώρα να κάνω τη δική μου δουλειά; Την ερώτηση αυτή προσπαθούν να απαντήσουν χιλιάδες νέοι, πιεζόμενοι από την ανεργία και από τα προβλήματα της λεγόμενης «γενιάς των 700 ευρώ».
Ετσι, περίπου 4.000 Ελληνες τον χρόνο δημιουργούν τη δική τους επιχείρηση. Από αυτές, οι 1.000 θα κλείσουν και η πλειονότητά τους θα είναι μικρομεσαίες, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΒΕΑ. Η «γενιά των 700 ευρώ» ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά δεν μπορεί αφού βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σκληρό γραφειοκρατικό σύστημα και γενικά με ένα περιβάλλον που απωθεί την επιχειρηματικότητα.
Για παράδειγμα, ο νέος που αποφασίζει να γίνει επιχειρηματίας θα πρέπει να περιμένει 90 ημέρες για να συνδεθεί με τη ΔΕΗ και πάνω από 240 ημέρες για να ιδρύσει μία αποθήκη! Την ίδια στιγμή το μέσο ελάχιστο κόστος ίδρυσης μιας επιχείρησης είναι υψηλότερο από το κατά κεφαλήν εισόδημα, όταν στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες είναι περίπου στο ένα τρίτο.
Και όταν ξεκινήσει η επιχείρηση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με φαινόμενα διαφθοράς, αφού όπως έχει υπολογίσει η Παγκόσμια Τράπεζα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δαπανούν το 0,23% του τζίρου τους σε... «δωράκια». Παρ' όλα αυτά, ο εφιάλτης της ανεργίας οδηγεί ολοένα στη λύση της αυτοαπασχόλησης ή στη δημιουργία επιχείρησης.
Στη χώρα μας καταγράφεται μία σημαντική αύξηση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, όπως αναφέρει η έρευνα του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου για την Επιχειρηματικότητα (GEM) και του ΙΟΒΕ, ενώ το 7,9% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών δηλώνει ότι βρίσκεται στη φάση εκκίνησης ενός νέου εγχειρήματος, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοαπασχόλησης.
Και το πιο εντυπωσιακό: το ποσοστό των Ελλήνων που γίνονται επιχειρηματίες από ανάγκη ανέβηκε το 2006 στο 20,7%, όταν ένα χρόνο πριν ήταν 14,2%. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις παγκοσμίως και την τρίτη χαμηλότερη στην Ευρώπη. Ομως, το επιχειρείν δεν πρέπει να αποτελεί λύση ανάγκης.
Το επιχειρείν αποτελεί επιλογή που έχει να κάνει κυρίως με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου. Ενας καλός επιχειρηματίας δύσκολα θα μπορούσε να ήταν καλός υπάλληλος και το αντίστροφο. Για τον υπάλληλο κάθε τι καινούργιο ή διαφορετικό αποτελεί μία ακόμα δουλειά. Για το στέλεχος μία ακόμη πρόκληση, για να αναδειχθεί. Για τον επιχειρηματία είναι ευκαιρία.
Βιομηχανία career planing
Εχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές που βοηθούν κάποιους να εντοπίσουν το πόσο καλοί επιχειρηματίες θα γίνουν ή αν ήρθε η ώρα να αλλάξουν δουλειά κ.λπ. Στο εξωτερικό ιδιαίτερα έχει αναπτυχθεί ολόκληρη βιομηχανία σχετικά με το career planing. Υπάρχουν ειδικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να εκπαιδεύσουν στελέχη και επιχειρηματίες. Αντίστοιχες υπηρεσίες προσφέρονται και στην Ελλάδα.
Για παράδειγμα, το τμήμα διασύνδεσης του ΤΕΙ Κρήτης έχει δημιουργήσει ένα oline κουίζ με 20 ερωτήσεις που βαθμολογείται η επιχειρηματική ικανότητα του υποψηφίου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι δημιουργικοί υπάλληλοι νιώθουν ότι πνίγονται στο εργασιακό τους περιβάλλον και ότι θα πρέπει να γίνουν επιχειρηματίες.
Αυτό δεν είναι πάντα αλήθεια. Μπορεί απλά να κάνουν μία δουλειά που δεν τους αρέσει, ή να μην έχουν τις ικανότητες ή να μη βρίσκονται στο σωστό επαγγελματικό περιβάλλον. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια των σπουδών και τη διαπαιδαγώγηση στο σπίτι, πραγματοποιείται στρέβλωση των πραγματικών συνθηκών στην αγορά εργασίας, αλλά και των ικανοτήτων του παιδιού.
Ενας καλός μαθητής δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει γιατρός ή δικηγόρος. Να γίνει μόνον εφόσον του αρέσει. Και όταν γίνει δεν σημαίνει ότι η αγορά εργασίας πρέπει απαραίτητα να του ανοίξει τις πόρτες, διότι σπούδασε και κατέχει και δύο διδακτορικά. Η αγορά εργασίας ανοίγει τις πόρτες μόνο σε αυτούς που χρειάζεται. Οταν αποφασίσει κάποιος να γίνει επιχειρηματίας, ξεκινά μια σειρά διαδικασιών μέχρι να δει την εταιρεία του να λειτουργεί.
Ολα ξεκινούν από μία ιδέα. Δεν υπάρχει επιχείρηση «βλέποντας και κάνοντας». Πρώτα από όλα πρέπει να αποφασίσει ο υποψήφιος επιχειρηματίας τι του αρέσει. Δηλαδή σε ποιον κλάδο θα δραστηριοποιηθεί. Δεύτερον, τι ακριβώς θα κάνει. Τρίτον, πως θα το κάνει. Και τέταρτον και κυριότερον: Γιατί να το κάνει; Στη συνέχεια όλες αυτές οι σκέψεις πρέπει να πάρουν μία πιο οργανωμένη και τυπική μορφή. Δηλαδή να εκπονηθούν έρευνες αγοράς, μελέτες σκοπιμότητας, μελέτες βιοσημότητας και επιχειρηματικό σχέδιο (business plan).
Ολα εξαρτώνται από το πως περιγράφεται η ζήτηση για το αγαθό ή την υπηρεσία που θα προσφέρει η επιχείρηση στη συγκεκριμένη αγορά με τον συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. μέσω Ιντερνετ ή μέσω καταστήματος κ.λπ).
Καταγράφονται επίσης το χρονοδιάγραμμα, ο τρόπος χρηματοδότησης, η προβλεπόμενη κερδοφορία κ.λπ. Καθορίζεται το οργανόγραμμα, η στελέχωση κ.ά. Συνήθως αυτά απαιτούν τη συνδρομή ειδικών εταιρειών ή τη συνεργασία ενός δικηγόρου που θα βοηθήσει και στη σύνταξη του καταστατικού και μιας τράπεζας. Γενικά είναι καλό να υπάρχει συνεργασία με τράπεζα, φορείς υλοποίησης επιδοτούμενων προγραμμάτων, με ειδικούς επαγγελματίες, όπως λογιστές, φοροτεχνικούς, νομικούς, γεωπόνους (αν είναι αγροτική επιχείρηση κ.λπ.).
ΣXETIKA ΘEMATA ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ 1-12-2007
Ποιες επιδοτήσεις προγραμμάτων «τρέχουν» αυτή την περίοδο
Προϋπόθεση τα ατσαλένια νεύρα
Thursday, November 29, 2007
Οι νέοι στο περιθώριο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης
Από τον Δημήτρη Σκάλκο
Οι μεταρρυθμίσεις έχουν πρόσημο.
Καμία οικονομική μεταρρύθμιση δεν είναι αυτόχρημα θετική για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων που αφορά.
Τούτο ισχύει και στη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, για την οποία πολύς λόγος γίνεται και αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους των αλλαγών.
Αν και ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο στο οποίο προτίθεται να κινηθεί, γεγονός που καθιστά κάθε συζήτηση άκαιρη, και παρά το γεγονός πως διατηρούμε επιφυλάξεις για τη βούληση της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό μας σύστημα -καθώς ο μεταρρυθμιστικός της οίστρος είθισται να εξαντλείται μπροστά στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων- τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν πως οι μεγάλοι «χαμένοι» μίας ενδεχόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης θα είναι οι νεοασφαλιζόμενοι και οι νέοι που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος γνώστης της θεωρίας της δημόσιας επιλογής ώστε να αντιληφθεί πως οι μετέχοντες σε μια διαδικασία λήψης απόφασης, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, κινούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων και λιγότερο στη βάση της εξυπηρέτησης του κοινού καλού.
Στο συντεχνιακό μοντέλο κοινωνικού κράτους που ακολουθεί με ευλάβεια η Ελλάδα, το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Αρκεί να μελετήσει κάποιος την ανισοκατανομή ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών που απολαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων που διαθέτουν αυξημένη πολιτική επιρροή.
Στη περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το κύριο αν όχι αποκλειστικό βάρος της εκπροσώπησης των εργαζομένων έχει αφεθεί (ή ανατεθεί;) στα εργατικά συνδικάτα που αναμενόμενα προωθούν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Η αφασική απουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η εκκωφαντική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων (άκουσε κανείς για κεφαλαιοποιητικό σύστημα;) η παραδοσιακή εξάρτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης από τα συνδικάτα, αναπαράγουν αυτό το περιβάλλον.
Το γεγονός πως, για μια σειρά από λόγους, οι νέοι υποεκπροσωπούνται στα διάφορα σωματεία εργαζομένων, τους αφήνει έκθετους χωρίς εκπροσώπηση στις όποιες διαπραγματεύσεις τελικά πραγματοποιηθούν για το ασφαλιστικό.
Διόλου τυχαία λοιπόν, η διεξαγόμενη συζήτηση επικεντρώνεται στα σχετικά κόστη και τις οριακές διαφοροποιήσεις για τις μετέχουσες στη διαπραγμάτευση κοινωνικές ομάδες (ο μη διάλογος και η πολιτική πίεση είναι διαπραγμάτευση) και παραγνωρίζει υποκριτικά και παραπλανητικά το βάρος που θα σηκώσουν οι νεότεροι και οι μελλοντικοί ασφαλισμένοι που θα κληθούν να επωμιστούν τη χρηματοδότηση του επιπέδου διαβίωσης των προηγούμενων γενεών.
Μία δίκαιη ασφαλιστική μεταρρύθμιση προϋποθέτει ένα συμβόλαιο μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
Απαιτείται μια δια-γενεακή συμφωνία που θα εκφράσει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, κατανέμοντας ισότιμα το αναπόφευκτο κόστος της αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος (που προκύπτει από τη πληθυσμιακή γήρανση και το αυξανόμενο κόστος των δαπανών υγείας και φροντίδας των ηλικιωμένων) και την υποχρέωση μίας προοδευτικής κοινωνίας να εξασφαλίζει επαρκείς συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης στα μέλη της.
Η κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, οφείλει να παρουσιάσει τις προτάσεις της ανά ηλικιακή κατηγορία, ώστε να γνωρίζουν οι παλαιότερες και οι νεότερες γενιές το ακριβές κόστος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και να στηρίξουν τις επώδυνες αλλαγές εκφράζοντας έτσι τη δια-γενεακή τους αλληλεγγύη.
Και στις συναρτήσεις τους ας συνυπολογίσουν τη μεταβλητή της ανασφάλιστης εργασίας, τη δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ-27 (υπολογίζεται στο 20% του ΑΕΠ), «χαρά» της εισφοροδιαφυγής και «λύση» για τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και χαμηλές αμοιβές.
Σήμερα, η οικογένεια αποτελεί τον μοναδικό θεσμό (και πάντως μη κρατικό) που προσφέρει ένα δίχτυ προστασίας στους νέους- κάτι που μάλλον θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια καθώς η οικονομία μας εισέρχεται σε μια περίοδο χαμηλών εισοδηματικών προσδοκιών.
Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί προκλητικά (και) για τους νέους πολίτες.
Η αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων (24.6% στις ηλικίες κάτω των 25 ετών, δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) δεν αποτελεί-ως όφειλε- πρώτη προτεραιότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων και απουσιάζουν αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος αργεί δραματικά, οι νέοι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα θύματα της ανεπαρκούς εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.
Οι νέοι βρίσκονται ανεπίτρεπτα στο περιθώριο της οικονομικής -και κατά συνέπεια της κοινωνικής- ζωής του τόπου.
Η νεότητα είναι η κατεξοχήν περίοδος επιλογών ζωής.
Είναι απαράδεκτο να περιορίζονται οι επιλογές της και να υποθηκεύεται το μέλλον της ερήμην των εκπροσώπων της.
Ήρθε ο καιρός αυτή η κατάσταση να αλλάξει.
Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, γενικός γραμματέας της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική PPOL
Οι μεταρρυθμίσεις έχουν πρόσημο.
Καμία οικονομική μεταρρύθμιση δεν είναι αυτόχρημα θετική για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων που αφορά.
Τούτο ισχύει και στη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, για την οποία πολύς λόγος γίνεται και αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους των αλλαγών.
Αν και ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο στο οποίο προτίθεται να κινηθεί, γεγονός που καθιστά κάθε συζήτηση άκαιρη, και παρά το γεγονός πως διατηρούμε επιφυλάξεις για τη βούληση της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό μας σύστημα -καθώς ο μεταρρυθμιστικός της οίστρος είθισται να εξαντλείται μπροστά στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων- τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν πως οι μεγάλοι «χαμένοι» μίας ενδεχόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης θα είναι οι νεοασφαλιζόμενοι και οι νέοι που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος γνώστης της θεωρίας της δημόσιας επιλογής ώστε να αντιληφθεί πως οι μετέχοντες σε μια διαδικασία λήψης απόφασης, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, κινούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων και λιγότερο στη βάση της εξυπηρέτησης του κοινού καλού.
Στο συντεχνιακό μοντέλο κοινωνικού κράτους που ακολουθεί με ευλάβεια η Ελλάδα, το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Αρκεί να μελετήσει κάποιος την ανισοκατανομή ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών που απολαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων που διαθέτουν αυξημένη πολιτική επιρροή.
Στη περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το κύριο αν όχι αποκλειστικό βάρος της εκπροσώπησης των εργαζομένων έχει αφεθεί (ή ανατεθεί;) στα εργατικά συνδικάτα που αναμενόμενα προωθούν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Η αφασική απουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η εκκωφαντική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων (άκουσε κανείς για κεφαλαιοποιητικό σύστημα;) η παραδοσιακή εξάρτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης από τα συνδικάτα, αναπαράγουν αυτό το περιβάλλον.
Το γεγονός πως, για μια σειρά από λόγους, οι νέοι υποεκπροσωπούνται στα διάφορα σωματεία εργαζομένων, τους αφήνει έκθετους χωρίς εκπροσώπηση στις όποιες διαπραγματεύσεις τελικά πραγματοποιηθούν για το ασφαλιστικό.
Διόλου τυχαία λοιπόν, η διεξαγόμενη συζήτηση επικεντρώνεται στα σχετικά κόστη και τις οριακές διαφοροποιήσεις για τις μετέχουσες στη διαπραγμάτευση κοινωνικές ομάδες (ο μη διάλογος και η πολιτική πίεση είναι διαπραγμάτευση) και παραγνωρίζει υποκριτικά και παραπλανητικά το βάρος που θα σηκώσουν οι νεότεροι και οι μελλοντικοί ασφαλισμένοι που θα κληθούν να επωμιστούν τη χρηματοδότηση του επιπέδου διαβίωσης των προηγούμενων γενεών.
Μία δίκαιη ασφαλιστική μεταρρύθμιση προϋποθέτει ένα συμβόλαιο μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
Απαιτείται μια δια-γενεακή συμφωνία που θα εκφράσει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, κατανέμοντας ισότιμα το αναπόφευκτο κόστος της αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος (που προκύπτει από τη πληθυσμιακή γήρανση και το αυξανόμενο κόστος των δαπανών υγείας και φροντίδας των ηλικιωμένων) και την υποχρέωση μίας προοδευτικής κοινωνίας να εξασφαλίζει επαρκείς συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης στα μέλη της.
Η κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, οφείλει να παρουσιάσει τις προτάσεις της ανά ηλικιακή κατηγορία, ώστε να γνωρίζουν οι παλαιότερες και οι νεότερες γενιές το ακριβές κόστος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και να στηρίξουν τις επώδυνες αλλαγές εκφράζοντας έτσι τη δια-γενεακή τους αλληλεγγύη.
Και στις συναρτήσεις τους ας συνυπολογίσουν τη μεταβλητή της ανασφάλιστης εργασίας, τη δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ-27 (υπολογίζεται στο 20% του ΑΕΠ), «χαρά» της εισφοροδιαφυγής και «λύση» για τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και χαμηλές αμοιβές.
Σήμερα, η οικογένεια αποτελεί τον μοναδικό θεσμό (και πάντως μη κρατικό) που προσφέρει ένα δίχτυ προστασίας στους νέους- κάτι που μάλλον θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια καθώς η οικονομία μας εισέρχεται σε μια περίοδο χαμηλών εισοδηματικών προσδοκιών.
Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί προκλητικά (και) για τους νέους πολίτες.
Η αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων (24.6% στις ηλικίες κάτω των 25 ετών, δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) δεν αποτελεί-ως όφειλε- πρώτη προτεραιότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων και απουσιάζουν αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος αργεί δραματικά, οι νέοι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα θύματα της ανεπαρκούς εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.
Οι νέοι βρίσκονται ανεπίτρεπτα στο περιθώριο της οικονομικής -και κατά συνέπεια της κοινωνικής- ζωής του τόπου.
Η νεότητα είναι η κατεξοχήν περίοδος επιλογών ζωής.
Είναι απαράδεκτο να περιορίζονται οι επιλογές της και να υποθηκεύεται το μέλλον της ερήμην των εκπροσώπων της.
Ήρθε ο καιρός αυτή η κατάσταση να αλλάξει.
Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, γενικός γραμματέας της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική PPOL
Wednesday, November 28, 2007
Λάθη τότε, εγκλήματα τώρα
Επιμέλεια: ΧΡ. ΜΕΓΑΣ
Τον κίνδυνο παραπλάνησης των ασφαλισμένων και της «σαλαμοποίησης» του Ασφαλιστικού από τη Ν.Δ. επισημαίνει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Εργασίας του ΠΑΣΟΚ Τάσος Γιαννίτσης.
**Στο νέο του βιβλίο: «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μία διέξοδος» (εκδόσεις «Πόλις»), ο άνθρωπος που χειρίστηκε την κρίση του 2001 αναγνωρίζει τώρα ότι (τότε) έκανε λάθος.
**Αλλά «έκανε λάθος» γιατί πήρε στα σοβαρά τους συντρόφους του (στο ΠΑΣΟΚ), από τους οποίους, «εκτός του πρωθυπουργού, σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το θέμα στα σοβαρά», όπως γράφει χωρίς περιστροφές.
**Γράφει για το εσωκομματικό πρόβλημα ότι από το 2000 «οι επιθέσεις στον Κ. Σημίτη ήταν αγαπημένο σπορ μιας σειράς στελεχών του ΠΑΣΟΚ».
**Τα βέλη του πρώην υπουργού στρέφονται και κατά της ΠΑΣΚΕ, λέγοντας ότι «στηρίχθηκαν από τα συνδικαλιστικά στελέχη της Ν.Δ.», κάνοντας λόγο για «άτυπο διαπαραταξιακό μέτωπο».
**Ως προς το έργο του Δ. Ρέππα και τον ν. 3029/2002, αναφέρει ότι «η ρύθμιση (σημ. χρηματοδότηση με το 1% του ΑΕΠ) μετέθεσε το έλλειμμα από το ΙΚΑ στον κρατικό προϋπολογισμό».
**Ακολουθούν αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του καθηγητή Τ. Γιαννίτση:
«Ενας λογικός χρόνος που μπορεί να αφορά η όποια αλλαγή (σ.σ. στο Ασφαλιστικό) είναι το διάστημα έως το 2030, δηλαδή περίπου 25 χρόνια. Δεν σημαίνει ότι είναι εφικτό σήμερα να προδικάσουμε όλες τις εξελίξεις σε ορίζοντα 20-25 ετών.
Σε μια περίοδο ισχυρών αβεβαιοτήτων, μια ευελιξία στην αντιμετώπιση και ορισμένες προσαρμογές είναι σκόπιμες. Η ύπαρξη, όμως, ενός σχετικά σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου δημιουργεί όρους διαφάνειας, βεβαιότητας, πρόβλεψης και σχεδιασμού από την πλευρά των ασφαλισμένων.
Ενα μεγάλο ζήτημα είναι το σύστημα ασφάλισης που θα ισχύσει. Θα μείνουμε στο διανεμητικό σύστημα; Θα υπάρξει συνδυασμός διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συστήματος; Με ποιες ρυθμίσεις και πώς θα απαντηθούν τα προβλήματα μετάβασης από το ένα στο άλλο; Τι συνεπάγονται τα παραπάνω;
1 Οι παλαιότερες γενεές θα συνεισφέρουν, με προσαρμογές του σημερινού συστήματος, ώστε να περιοριστούν οι ανισορροπίες. Οι νεότερες γενεές θα πληρώσουν παραπάνω, αλλά αυτό το παραπάνω θα αρχίσει να συγκεντρώνεται στη δική τους ασφαλιστική κάλυψη. Και το Κράτος θα καλύψει ένα τμήμα του χρηματοδοτικού κενού από το διανεμητικό σε ένα μικτό σύστημα με κοινωνική κάλυψη των ασθενέστερων.
2 Τι διασφαλίζει ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων δεν θα εξοικονομηθεί από περικοπές κρατικών δαπανών σε άλλα πεδία κοινωνικής ή αναπτυξιακής πολιτικής και δεν θα καταλήξουμε έτσι με στρεβλές και αντιστρόφως προοδευτικές επιβαρύνσεις;
Τίποτα! Αυτό, έτσι κι αλλιώς, δεν διασφαλίζεται ούτε σήμερα. Μόνο οι πολιτικές ισορροπίες και πιέσεις που θα ασκούνται συνεχώς προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
3 Τι πλεονεκτήματα προκύπτουν; Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση με τα σημερινά δεδομένα σημαίνει έναν πιο οργανωμένο τρόπο μετάβασης σε ένα νεότερο ρυθμιστικό σύστημα και μια οργανωμένη κατανομή των βαρών που συνεπάγεται η νέα πραγματικότητα.
Σημαίνει επίσης διαμόρφωση όρων μιας πιο ισχυρής ανάπτυξης. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε τα βάρη αυτά δεν είναι αναγκαστικά «βάρη», ούτε συνεπάγονται αναγκαστικά περιοριστικές επιδράσεις στα εισοδήματα. Οπως αναφέρθηκε, ο συνδυασμός ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και αποτελεσματικών αναπτυξιακών πολιτικών είναι το εργαλείο μιας μετάβασης σε μια καλύτερη πραγματικότητα και ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν συγκρούσεις γενεών και μια de facto απορρύθμιση.
4 Τελικά, το συνολικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποκινηθεί πρόσθετη ανάπτυξη μέσα από αναπτυξιακές και διαρθρωτικές πολιτικές.
Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, από μόνη της, δεν οδηγεί αυτόματα σε ισχυρότερη ανάπτυξη. Μια μεταρρύθμιση που δεν συνδυάζεται με κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές θα δώσει διαφορετικά αποτελέσματα από ένα πιο αποτελεσματικό μίγμα πολιτικών. Χωρίς μια μεταρρύθμιση, όμως, οι δυνατότητες ανάπτυξης περιορίζονται.
Το μεικτό σύστημα
5 Η υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος με την παραπάνω μορφή έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί το κοινωνικό στοιχείο, μόνο που ως προς ένα μεγάλο τμήμα του το κάνει διακριτό. Παρόλο που όλη η λογική του ασφαλιστικού συστήματος στηρίζεται στη βασική (πολιτική) απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, μια διάκριση μεταξύ τού το δικαιούται ο ασφαλισμένος λόγω εισφορών άλλων ασφαλισμένων ή δικών του και του τι αποτελεί κοινωνική στήριξη δημιουργεί στο σημερινό θόλο τοπίο μια αίσθηση μεγαλύτερης αξιοπιστίας και δικαιοσύνης.
6 Ετσι, η μερική εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος μετατρέπει εν μέρει τον φορολογικό χαρακτήρα των εισφορών, όπου ο ασφαλισμένος καταβάλλει έναν ειδικό φόρο για τις συντάξεις τρίτων, σε προσωπική αποταμίευση και επένδυση.
Ο ασφαλισμένος γνωρίζει τι επένδυσε και τι θα λάβει. Το κίνητρο για εισφοροδιαφυγή περιορίζεται, γιατί τώρα ο ασφαλισμένος γνωρίζει πως ό,τι αποταμιεύει θα είναι δικό του. Επιπλέον, θα ευνοηθεί από τα κίνητρα για αποταμίευση, ενώ εισφοροδιαφεύγοντας θα χάσει τα ποσά αυτά.
7 Το μικτό σύστημα προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτικών ευκαιριών στα κεφάλαια των ασφαλισμένων.
Οι αγορές κεφαλαίων και οι μορφές τοποθετήσεων των διαθέσιμων του διανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δεν είναι ίδιες, ούτε οι κίνδυνοι και οι αποδόσεις τους. Η διαφοροποίηση από την επενδυτική παρουσία σε περισσότερες αγορές προσφέρει αυξημένες ευκαιρίες, με τον όρο που αναφέρθηκε για αυστηρή ρύθμιση μιας σειράς ζητημάτων.
8 Η ενσωμάτωση ορισμένων μηχανισμών αυτόματης προσαρμογής των παροχών του ασφαλιστικού συστήματος έχει το πλεονέκτημα ότι δεν προϋποθέτει τις βίαιες αναπροσαρμογές που συνεπάγεται ένα σύστημα με άκαμπτους κανόνες. Προϋποθέτει όμως μια συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων και τη δυνατότητα παρέμβασης μέσω του κρατικού μηχανισμού κοινωνικής στήριξης σε περίπτωση εμφάνισης ανισορροπιών.
9 Η τελευταία επισήμανση που είναι χρήσιμο να γίνει αφορά τη σκοπιμότητα, την ένταση και τα χαρακτηριστικά μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς το αναγκαστικό αποτέλεσμα εξελίξεων που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Είναι και το αναγκαστικό αποτέλεσμα ενός άδικου συστήματος που έχει διαμορφωθεί με πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις.
Αν η πραγματικότητα λειτουργούσε σύμφωνα με τη λογική του συστήματος (περιορισμός εισφοροδιαφυγής, ισότητα μεταχείρισης μεταξύ Ταμείων και φύλων, κατάργηση προνομιακών καταστάσεων κ.λπ.), η μορφή μιας μεταρρύθμισης για το μέλλον θα ήταν διαφορετική.
10 Ομως, όλα τα στρώματα που απολαμβάνουν σήμερα τα προνόμια του συστήματος αυτού αντιδρούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιβάλλουν και αλλαγές που αναπαράγουν στο μέλλον, κάτω από δυσμενέστερες συνθήκες, τις σημερινές ανισορροπίες. Τέτοια προβλήματα δεν λύνονται με ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Είναι ζητήματα πολιτικών ισορροπιών δύναμης και εξουσίας σε πόρους και αποφάσεις που ξεπερνούν το ασφαλιστικό».
Ο Χρήστος Μέγας είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 25 - 11 - 2007 .
Τον κίνδυνο παραπλάνησης των ασφαλισμένων και της «σαλαμοποίησης» του Ασφαλιστικού από τη Ν.Δ. επισημαίνει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Εργασίας του ΠΑΣΟΚ Τάσος Γιαννίτσης.
**Στο νέο του βιβλίο: «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μία διέξοδος» (εκδόσεις «Πόλις»), ο άνθρωπος που χειρίστηκε την κρίση του 2001 αναγνωρίζει τώρα ότι (τότε) έκανε λάθος.
**Αλλά «έκανε λάθος» γιατί πήρε στα σοβαρά τους συντρόφους του (στο ΠΑΣΟΚ), από τους οποίους, «εκτός του πρωθυπουργού, σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το θέμα στα σοβαρά», όπως γράφει χωρίς περιστροφές.
**Γράφει για το εσωκομματικό πρόβλημα ότι από το 2000 «οι επιθέσεις στον Κ. Σημίτη ήταν αγαπημένο σπορ μιας σειράς στελεχών του ΠΑΣΟΚ».
**Τα βέλη του πρώην υπουργού στρέφονται και κατά της ΠΑΣΚΕ, λέγοντας ότι «στηρίχθηκαν από τα συνδικαλιστικά στελέχη της Ν.Δ.», κάνοντας λόγο για «άτυπο διαπαραταξιακό μέτωπο».
**Ως προς το έργο του Δ. Ρέππα και τον ν. 3029/2002, αναφέρει ότι «η ρύθμιση (σημ. χρηματοδότηση με το 1% του ΑΕΠ) μετέθεσε το έλλειμμα από το ΙΚΑ στον κρατικό προϋπολογισμό».
**Ακολουθούν αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του καθηγητή Τ. Γιαννίτση:
«Ενας λογικός χρόνος που μπορεί να αφορά η όποια αλλαγή (σ.σ. στο Ασφαλιστικό) είναι το διάστημα έως το 2030, δηλαδή περίπου 25 χρόνια. Δεν σημαίνει ότι είναι εφικτό σήμερα να προδικάσουμε όλες τις εξελίξεις σε ορίζοντα 20-25 ετών.
Σε μια περίοδο ισχυρών αβεβαιοτήτων, μια ευελιξία στην αντιμετώπιση και ορισμένες προσαρμογές είναι σκόπιμες. Η ύπαρξη, όμως, ενός σχετικά σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου δημιουργεί όρους διαφάνειας, βεβαιότητας, πρόβλεψης και σχεδιασμού από την πλευρά των ασφαλισμένων.
Ενα μεγάλο ζήτημα είναι το σύστημα ασφάλισης που θα ισχύσει. Θα μείνουμε στο διανεμητικό σύστημα; Θα υπάρξει συνδυασμός διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συστήματος; Με ποιες ρυθμίσεις και πώς θα απαντηθούν τα προβλήματα μετάβασης από το ένα στο άλλο; Τι συνεπάγονται τα παραπάνω;
1 Οι παλαιότερες γενεές θα συνεισφέρουν, με προσαρμογές του σημερινού συστήματος, ώστε να περιοριστούν οι ανισορροπίες. Οι νεότερες γενεές θα πληρώσουν παραπάνω, αλλά αυτό το παραπάνω θα αρχίσει να συγκεντρώνεται στη δική τους ασφαλιστική κάλυψη. Και το Κράτος θα καλύψει ένα τμήμα του χρηματοδοτικού κενού από το διανεμητικό σε ένα μικτό σύστημα με κοινωνική κάλυψη των ασθενέστερων.
2 Τι διασφαλίζει ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων δεν θα εξοικονομηθεί από περικοπές κρατικών δαπανών σε άλλα πεδία κοινωνικής ή αναπτυξιακής πολιτικής και δεν θα καταλήξουμε έτσι με στρεβλές και αντιστρόφως προοδευτικές επιβαρύνσεις;
Τίποτα! Αυτό, έτσι κι αλλιώς, δεν διασφαλίζεται ούτε σήμερα. Μόνο οι πολιτικές ισορροπίες και πιέσεις που θα ασκούνται συνεχώς προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
3 Τι πλεονεκτήματα προκύπτουν; Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση με τα σημερινά δεδομένα σημαίνει έναν πιο οργανωμένο τρόπο μετάβασης σε ένα νεότερο ρυθμιστικό σύστημα και μια οργανωμένη κατανομή των βαρών που συνεπάγεται η νέα πραγματικότητα.
Σημαίνει επίσης διαμόρφωση όρων μιας πιο ισχυρής ανάπτυξης. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε τα βάρη αυτά δεν είναι αναγκαστικά «βάρη», ούτε συνεπάγονται αναγκαστικά περιοριστικές επιδράσεις στα εισοδήματα. Οπως αναφέρθηκε, ο συνδυασμός ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και αποτελεσματικών αναπτυξιακών πολιτικών είναι το εργαλείο μιας μετάβασης σε μια καλύτερη πραγματικότητα και ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν συγκρούσεις γενεών και μια de facto απορρύθμιση.
4 Τελικά, το συνολικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποκινηθεί πρόσθετη ανάπτυξη μέσα από αναπτυξιακές και διαρθρωτικές πολιτικές.
Μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, από μόνη της, δεν οδηγεί αυτόματα σε ισχυρότερη ανάπτυξη. Μια μεταρρύθμιση που δεν συνδυάζεται με κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές θα δώσει διαφορετικά αποτελέσματα από ένα πιο αποτελεσματικό μίγμα πολιτικών. Χωρίς μια μεταρρύθμιση, όμως, οι δυνατότητες ανάπτυξης περιορίζονται.
Το μεικτό σύστημα
5 Η υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος με την παραπάνω μορφή έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί το κοινωνικό στοιχείο, μόνο που ως προς ένα μεγάλο τμήμα του το κάνει διακριτό. Παρόλο που όλη η λογική του ασφαλιστικού συστήματος στηρίζεται στη βασική (πολιτική) απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, μια διάκριση μεταξύ τού το δικαιούται ο ασφαλισμένος λόγω εισφορών άλλων ασφαλισμένων ή δικών του και του τι αποτελεί κοινωνική στήριξη δημιουργεί στο σημερινό θόλο τοπίο μια αίσθηση μεγαλύτερης αξιοπιστίας και δικαιοσύνης.
6 Ετσι, η μερική εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος μετατρέπει εν μέρει τον φορολογικό χαρακτήρα των εισφορών, όπου ο ασφαλισμένος καταβάλλει έναν ειδικό φόρο για τις συντάξεις τρίτων, σε προσωπική αποταμίευση και επένδυση.
Ο ασφαλισμένος γνωρίζει τι επένδυσε και τι θα λάβει. Το κίνητρο για εισφοροδιαφυγή περιορίζεται, γιατί τώρα ο ασφαλισμένος γνωρίζει πως ό,τι αποταμιεύει θα είναι δικό του. Επιπλέον, θα ευνοηθεί από τα κίνητρα για αποταμίευση, ενώ εισφοροδιαφεύγοντας θα χάσει τα ποσά αυτά.
7 Το μικτό σύστημα προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτικών ευκαιριών στα κεφάλαια των ασφαλισμένων.
Οι αγορές κεφαλαίων και οι μορφές τοποθετήσεων των διαθέσιμων του διανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δεν είναι ίδιες, ούτε οι κίνδυνοι και οι αποδόσεις τους. Η διαφοροποίηση από την επενδυτική παρουσία σε περισσότερες αγορές προσφέρει αυξημένες ευκαιρίες, με τον όρο που αναφέρθηκε για αυστηρή ρύθμιση μιας σειράς ζητημάτων.
8 Η ενσωμάτωση ορισμένων μηχανισμών αυτόματης προσαρμογής των παροχών του ασφαλιστικού συστήματος έχει το πλεονέκτημα ότι δεν προϋποθέτει τις βίαιες αναπροσαρμογές που συνεπάγεται ένα σύστημα με άκαμπτους κανόνες. Προϋποθέτει όμως μια συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων και τη δυνατότητα παρέμβασης μέσω του κρατικού μηχανισμού κοινωνικής στήριξης σε περίπτωση εμφάνισης ανισορροπιών.
9 Η τελευταία επισήμανση που είναι χρήσιμο να γίνει αφορά τη σκοπιμότητα, την ένταση και τα χαρακτηριστικά μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς το αναγκαστικό αποτέλεσμα εξελίξεων που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Είναι και το αναγκαστικό αποτέλεσμα ενός άδικου συστήματος που έχει διαμορφωθεί με πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις.
Αν η πραγματικότητα λειτουργούσε σύμφωνα με τη λογική του συστήματος (περιορισμός εισφοροδιαφυγής, ισότητα μεταχείρισης μεταξύ Ταμείων και φύλων, κατάργηση προνομιακών καταστάσεων κ.λπ.), η μορφή μιας μεταρρύθμισης για το μέλλον θα ήταν διαφορετική.
10 Ομως, όλα τα στρώματα που απολαμβάνουν σήμερα τα προνόμια του συστήματος αυτού αντιδρούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιβάλλουν και αλλαγές που αναπαράγουν στο μέλλον, κάτω από δυσμενέστερες συνθήκες, τις σημερινές ανισορροπίες. Τέτοια προβλήματα δεν λύνονται με ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Είναι ζητήματα πολιτικών ισορροπιών δύναμης και εξουσίας σε πόρους και αποφάσεις που ξεπερνούν το ασφαλιστικό».
Ο Χρήστος Μέγας είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 25 - 11 - 2007 .
Tuesday, November 27, 2007
Saving the day
Από τον Economist
BRITAIN'S state-pension system is known to be tight-fisted. Just how stingy it is emerges from a report this week from the OECD: the promise made to today's young workers is the least generous in the developed world.
Monika Queisser and Edward Whitehouse, the report's authors, estimate what those who are young today will get from the state and compulsory private-pension schemes when they hang up their boots in 2050 or thereabouts. Average earners in Britain can expect a pension worth just 31% of what they are earning before they retire, compared with 41% in America, 68% in Italy and 96% in Greece. The average across all 30 OECD countries is 59% (see chart).

This is an inter-generational game where neither a low nor a top score is cause to celebrate. Greece's pension promise is too good to be true, since it would impose an unbearable burden on future taxpayers. Britain's may look affordable but it is politically unsustainable, since it would consign future pensioners to an unacceptably low standard of living if they were to rely upon the state.
The report underlines why reforms now going through Britain's Parliament are essential. The age when people become eligible to receive state pensions will rise from 65 in the early 2020s to 68 by the mid-2040s. And the basic state pension will be re-linked in 2012 to earnings, which increase faster than prices. The OECD's calculations assume the second reform is already in place, but not the first.
Another change is also vital if young workers are to look forward to a decent retirement, for many of the corporate final-salary pension schemes, which did much to make up for the inadequacies of the state system, are now closed to new members. The government wants to introduce, also in 2012, a new system of personal retirement-saving accounts.
The idea is to enrol in these new accounts most employees who are not already members of a pension plan in which the employer contributes at least 3% of a worker's pay. Around 10m people, mainly low-to-moderate earners, are likely to fall into this category. Although they will be enrolled automatically, they are free to leave the scheme if they choose. Employers will contribute 3% of a worker's eligible earnings (now £5,000-£35,000) and employees 4%. Tax relief will add another 1%, making a total contribution rate of 8%. The government put its proposals out for consultation in December and is due to respond to comments next week.
The OECD's calculations suggest that the new accounts could do the trick. With a total contribution rate of 7% on all pay, an average earner's pension would rise from 31% of pre-retirement pay to the OECD mean of 59%. But this encouraging finding assumes that workers contribute throughout their 45-year careers. If they started ten years later—at 30 rather than 20—they would need to save nearly 10% of their pay. The government's own forecasts, which take likely interruptions into account by assuming continuous saving from age 30, suggest that the new accounts will give median earners a pension worth around 45% of their pay before retirement.
Britain, with New Zealand, is breaking new ground in introducing a retirement-saving plan using the device of automatic enrolment. The reform dodges the thorn of compulsion by nudging people towards the desired course of action. The OECD research suggests that there will have to be a lot of successful nudging, however, if young workers are to have a hope of securing a reasonable pension.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist στις 7 Ιουνίου 2007.
BRITAIN'S state-pension system is known to be tight-fisted. Just how stingy it is emerges from a report this week from the OECD: the promise made to today's young workers is the least generous in the developed world.
Monika Queisser and Edward Whitehouse, the report's authors, estimate what those who are young today will get from the state and compulsory private-pension schemes when they hang up their boots in 2050 or thereabouts. Average earners in Britain can expect a pension worth just 31% of what they are earning before they retire, compared with 41% in America, 68% in Italy and 96% in Greece. The average across all 30 OECD countries is 59% (see chart).

This is an inter-generational game where neither a low nor a top score is cause to celebrate. Greece's pension promise is too good to be true, since it would impose an unbearable burden on future taxpayers. Britain's may look affordable but it is politically unsustainable, since it would consign future pensioners to an unacceptably low standard of living if they were to rely upon the state.
The report underlines why reforms now going through Britain's Parliament are essential. The age when people become eligible to receive state pensions will rise from 65 in the early 2020s to 68 by the mid-2040s. And the basic state pension will be re-linked in 2012 to earnings, which increase faster than prices. The OECD's calculations assume the second reform is already in place, but not the first.
Another change is also vital if young workers are to look forward to a decent retirement, for many of the corporate final-salary pension schemes, which did much to make up for the inadequacies of the state system, are now closed to new members. The government wants to introduce, also in 2012, a new system of personal retirement-saving accounts.
The idea is to enrol in these new accounts most employees who are not already members of a pension plan in which the employer contributes at least 3% of a worker's pay. Around 10m people, mainly low-to-moderate earners, are likely to fall into this category. Although they will be enrolled automatically, they are free to leave the scheme if they choose. Employers will contribute 3% of a worker's eligible earnings (now £5,000-£35,000) and employees 4%. Tax relief will add another 1%, making a total contribution rate of 8%. The government put its proposals out for consultation in December and is due to respond to comments next week.
The OECD's calculations suggest that the new accounts could do the trick. With a total contribution rate of 7% on all pay, an average earner's pension would rise from 31% of pre-retirement pay to the OECD mean of 59%. But this encouraging finding assumes that workers contribute throughout their 45-year careers. If they started ten years later—at 30 rather than 20—they would need to save nearly 10% of their pay. The government's own forecasts, which take likely interruptions into account by assuming continuous saving from age 30, suggest that the new accounts will give median earners a pension worth around 45% of their pay before retirement.
Britain, with New Zealand, is breaking new ground in introducing a retirement-saving plan using the device of automatic enrolment. The reform dodges the thorn of compulsion by nudging people towards the desired course of action. The OECD research suggests that there will have to be a lot of successful nudging, however, if young workers are to have a hope of securing a reasonable pension.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist στις 7 Ιουνίου 2007.
Sunday, November 25, 2007
Κύριε Υπουργέ, Καλά Χριστούγεννα
Από τον Γιάννη Σεμιτέκολο,
Η ιδέα για ένα αφιέρωμα στη γενιά των 700 ευρώ μας ήρθε, όταν στο mail του περιοδικού έφτασε το βιογραφικό της Έρρικας, η οποία στα προσωπικά στοιχεία του C.V. της δήλωνε υπερήφανα "μέλος της γενιάς των 700 ευρώ". Ακολούθησε μια σύσκεψη ωρών στο γραφείο, με τέτοια ένταση και πάθος, που δεν σου κρύβω πως είχα πολλούς μήνες να δω. Ιδέες έπεσαν πολλές. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα εξάλλου θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο.
Μια από αυτές ανήκε στον Ηλία: "Θέλω τη γνώμη του κ. Αλογοσκούφη, πειράζει;" Οι απορίες του ηλία έπεσαν στο χαρτί, έγιναν mail και στάλθηκαν στον υπουργό. Κι εκείνος, προς τιμήν του και παρά το γεγονός πως βρισκόταν στο εξωτερικό, βρήκε το χρόνο και τη διάθεση να του απαντήσει. Τον ευχαριστώ δημοσίως για την τιμή που μας έκανε.
Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο υπουργός είπε τη μισή αλήθεια. Ναι, έχει δίκιο όταν λέει πως όταν είσαι πιτσιρίκος και ξεκίνας τη δουλειά, όσα πτυχία κι αν έχεις, όσες γλώσσες κι αν μιλάς, ξεκινάς από χαμηλά και με λίγα λεφτά. Αυτό εξάλλου είναι και το πιο δημοφιλές είδος management στις ΗΠΑ, όπου στις μεγάλες εταιρείες πρέπει υποχρεωτικά να ξεκινήσεις από paper boy, να μάθεις όλη τη δουλειά από την αρχή της, ούτως ώστε "όταν έρθει η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα" και αναρριχηθείς στην κορυφή, να έχεις πλήρη έλεγχο και γνώση τόσο των αναγκών , όσο και των στόχων της εταιρείας.
Ο υπουργός, όμως, δε δικαιούται να "πανηγυρίζει" πως ο κατώτερος μισθός στην Ελλάδα είναι ο έβδομος υψηλότερος ανάμεσα στα 20 από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί αυτή η πραγματικότητα επί της ουσίας ισχύει από τη στιγμή που μέλη της Ε.Ε. έγιναν κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Και βεβαίως, υπουργέ μου, τα πάντα είναι μέτρο σύγκρισης. Διότι, αν ο σημερινός Έλληνας επτακοσάρης συγκριθεί με τον αντίστοιχο στο Αφγανιστάν, όχι απλώς πρέπει να πανηγυρίζει, αλλά θα 'πρεπε ήδη να πηγαίνει στη δουλειά του με Ferrari και τέσσερις-πέντε body-guards. Αν όμως συγκριθεί μ' αυτόν της Αγγλίας, της Σουηδίας ή της Αμερικής, μάλλον πρέπει να δέσει μια πέτρα στο λαιμό και να φουντάρει από την Ακρόπολη.
Κατά τη γνώμη μου, υπουργέ μου, το ουσιαστικό πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ δεν είναι τα χρήματα. Λίγο το τάπερ της μαμάς, λίγο η συμπληρωματική εργασία, λίγο η υπομονή, λίγο η οικονομία, αυτή η γενιά τα φέρνει βόλτα. Οι σημερινοί 25άρηδες, χωρίς να το καταλάβουν, έχουν γίνει σαν τις κατσαρίδες, καταφέρνουν κι επιβιώνουν και στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Το πρόβλημα, υπουργέ μου, είναι το όραμα. Το όραμα για το αύριο, που πλέον δεν υπάρχει. Οι στόχοι για το μέλλον, που πλέον μπαίνουν δύσκολα, γιατί προέχει η επιβίωση, το σήμερα. Διάβαζα τις προάλλες πως η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών δεκαοκτάρηδων οραματίζονται, λέει, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Σταυροκοπήθηκα. Όταν εγώ ήμουν δεκαοκτάρης, στα τέλη του '80, έτσι και δήλωνες πως ήθελες να γίνεις "δημόσιος", σε πλακώνανε στις φάπες, έπεφτε σύρμα στην παρέα και οι γκόμενες σ'έδειχναν με το δάχτυλο -"κοιτάξτε έναν μαλάκα, ο πατέρας του έχει τα κονέ και θα τον βάλει στη ΔΕΗ".
Σήμερα; Όσα φάμε, όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο κώλος μας. Ποιο αύριο, ποιο μέλλον. Οι τράπεζες να είναι καλά, να μας κόψουν κάνα δάνειο, δυο-τρεις πιστωτικές, πέντε-έξι άτοκες κι έχει ο θεός. Έτσι σκέφτεται η πλειοψηφία των πιτσιρικάδων σήμερα, υπουργέ μου. Όσο για τη μειοψηφία, μην το ψάχνεις, έχει πέσει -χρόνια τώρα- σε χοντρή κατάθλιψη.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, υπουργέ μου, σκοπός της πολιτικής σας δεν θα έπρεπε να είναι μόνο "η δημιουργία μιας δυναμικής οικονομίας που θα μπορεί να υποστηρίξει ακόμη υψηλότερους μισθούς". Ίσως πρώτα θα έπρεπε να φροντίσετε την αλλαγή ψυχολογίας του λαού σας. Που πάει στα σχολεία και δε μαθαίνει γράμματα. Που θέλει να κάνει οικογένεια, αλλά δεν ξέρει πως θα τα βγάλει πέρα. Που φοβάται να αρρωστήσει, γιατί δεν έχει λεφτά να πληρώσει τους γιατρούς. Που του ζητάτε να δουλεύει μέχρι να ψοφήσει και μετά να του στέλνετε τη σύνταξη -Παραδείσου και Αγίου Πέτρου γωνία. Που πλέον νιώθει εθνικά υπερήφανος μόνο όταν κατακτά την πρώτη θέση στη Γιουροβίζιον. Που δεν ξέρει πλέον για ποιους, γιατί και για ποιο λόγο να προσπαθήσει περισσότερο.
Υπουργέ μου εγώ είμαι από τους τυχερούς. Ξέρεις γιατί; Γιατί δουλεύω με τη μειοψηφία της γενιάς των 700 ευρώ. Δουλεύω με πιτσιρικάδες που βράζει το αίμα τους, που πιάνουν την πέτρα και τη στύβουν. Που κάθε μέρα μου μαθαίνουν καινούρια πράγματα. Που ακόμη πιστεύουν πως μπορούν ν' αλλάξουν τον κόσμο -η αγωνία μου ξέρεις είναι να μην κάνω καμιά χοντράδα και τους χαλάσω το όνειρο. Κι ελπίζω το περιοδικό μου να συνεχίσει να πηγαίνει καλά, για να τους δώσω και κανά φράγκο παραπάνω. Για τους πολλούς αγχώνομαι. Ελπίζω κι εύχομαι κάποια στιγμή να αγχωθείς κι εσύ.
Κύριε Υπουργέ, καλά Χριστούγεννα
Ο Γίάννης Σεμιτέκολο είναι εκδότης και διευθυντής του περιοδικού MAX. Το παραπάνω άρθρο αποτελεί το editorial του τεύχους Δεκεμβρίου 2007.
Η ιδέα για ένα αφιέρωμα στη γενιά των 700 ευρώ μας ήρθε, όταν στο mail του περιοδικού έφτασε το βιογραφικό της Έρρικας, η οποία στα προσωπικά στοιχεία του C.V. της δήλωνε υπερήφανα "μέλος της γενιάς των 700 ευρώ". Ακολούθησε μια σύσκεψη ωρών στο γραφείο, με τέτοια ένταση και πάθος, που δεν σου κρύβω πως είχα πολλούς μήνες να δω. Ιδέες έπεσαν πολλές. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα εξάλλου θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο.
Μια από αυτές ανήκε στον Ηλία: "Θέλω τη γνώμη του κ. Αλογοσκούφη, πειράζει;" Οι απορίες του ηλία έπεσαν στο χαρτί, έγιναν mail και στάλθηκαν στον υπουργό. Κι εκείνος, προς τιμήν του και παρά το γεγονός πως βρισκόταν στο εξωτερικό, βρήκε το χρόνο και τη διάθεση να του απαντήσει. Τον ευχαριστώ δημοσίως για την τιμή που μας έκανε.
Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο υπουργός είπε τη μισή αλήθεια. Ναι, έχει δίκιο όταν λέει πως όταν είσαι πιτσιρίκος και ξεκίνας τη δουλειά, όσα πτυχία κι αν έχεις, όσες γλώσσες κι αν μιλάς, ξεκινάς από χαμηλά και με λίγα λεφτά. Αυτό εξάλλου είναι και το πιο δημοφιλές είδος management στις ΗΠΑ, όπου στις μεγάλες εταιρείες πρέπει υποχρεωτικά να ξεκινήσεις από paper boy, να μάθεις όλη τη δουλειά από την αρχή της, ούτως ώστε "όταν έρθει η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα" και αναρριχηθείς στην κορυφή, να έχεις πλήρη έλεγχο και γνώση τόσο των αναγκών , όσο και των στόχων της εταιρείας.
Ο υπουργός, όμως, δε δικαιούται να "πανηγυρίζει" πως ο κατώτερος μισθός στην Ελλάδα είναι ο έβδομος υψηλότερος ανάμεσα στα 20 από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί αυτή η πραγματικότητα επί της ουσίας ισχύει από τη στιγμή που μέλη της Ε.Ε. έγιναν κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Και βεβαίως, υπουργέ μου, τα πάντα είναι μέτρο σύγκρισης. Διότι, αν ο σημερινός Έλληνας επτακοσάρης συγκριθεί με τον αντίστοιχο στο Αφγανιστάν, όχι απλώς πρέπει να πανηγυρίζει, αλλά θα 'πρεπε ήδη να πηγαίνει στη δουλειά του με Ferrari και τέσσερις-πέντε body-guards. Αν όμως συγκριθεί μ' αυτόν της Αγγλίας, της Σουηδίας ή της Αμερικής, μάλλον πρέπει να δέσει μια πέτρα στο λαιμό και να φουντάρει από την Ακρόπολη.
Κατά τη γνώμη μου, υπουργέ μου, το ουσιαστικό πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ δεν είναι τα χρήματα. Λίγο το τάπερ της μαμάς, λίγο η συμπληρωματική εργασία, λίγο η υπομονή, λίγο η οικονομία, αυτή η γενιά τα φέρνει βόλτα. Οι σημερινοί 25άρηδες, χωρίς να το καταλάβουν, έχουν γίνει σαν τις κατσαρίδες, καταφέρνουν κι επιβιώνουν και στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Το πρόβλημα, υπουργέ μου, είναι το όραμα. Το όραμα για το αύριο, που πλέον δεν υπάρχει. Οι στόχοι για το μέλλον, που πλέον μπαίνουν δύσκολα, γιατί προέχει η επιβίωση, το σήμερα. Διάβαζα τις προάλλες πως η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών δεκαοκτάρηδων οραματίζονται, λέει, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Σταυροκοπήθηκα. Όταν εγώ ήμουν δεκαοκτάρης, στα τέλη του '80, έτσι και δήλωνες πως ήθελες να γίνεις "δημόσιος", σε πλακώνανε στις φάπες, έπεφτε σύρμα στην παρέα και οι γκόμενες σ'έδειχναν με το δάχτυλο -"κοιτάξτε έναν μαλάκα, ο πατέρας του έχει τα κονέ και θα τον βάλει στη ΔΕΗ".
Σήμερα; Όσα φάμε, όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο κώλος μας. Ποιο αύριο, ποιο μέλλον. Οι τράπεζες να είναι καλά, να μας κόψουν κάνα δάνειο, δυο-τρεις πιστωτικές, πέντε-έξι άτοκες κι έχει ο θεός. Έτσι σκέφτεται η πλειοψηφία των πιτσιρικάδων σήμερα, υπουργέ μου. Όσο για τη μειοψηφία, μην το ψάχνεις, έχει πέσει -χρόνια τώρα- σε χοντρή κατάθλιψη.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, υπουργέ μου, σκοπός της πολιτικής σας δεν θα έπρεπε να είναι μόνο "η δημιουργία μιας δυναμικής οικονομίας που θα μπορεί να υποστηρίξει ακόμη υψηλότερους μισθούς". Ίσως πρώτα θα έπρεπε να φροντίσετε την αλλαγή ψυχολογίας του λαού σας. Που πάει στα σχολεία και δε μαθαίνει γράμματα. Που θέλει να κάνει οικογένεια, αλλά δεν ξέρει πως θα τα βγάλει πέρα. Που φοβάται να αρρωστήσει, γιατί δεν έχει λεφτά να πληρώσει τους γιατρούς. Που του ζητάτε να δουλεύει μέχρι να ψοφήσει και μετά να του στέλνετε τη σύνταξη -Παραδείσου και Αγίου Πέτρου γωνία. Που πλέον νιώθει εθνικά υπερήφανος μόνο όταν κατακτά την πρώτη θέση στη Γιουροβίζιον. Που δεν ξέρει πλέον για ποιους, γιατί και για ποιο λόγο να προσπαθήσει περισσότερο.
Υπουργέ μου εγώ είμαι από τους τυχερούς. Ξέρεις γιατί; Γιατί δουλεύω με τη μειοψηφία της γενιάς των 700 ευρώ. Δουλεύω με πιτσιρικάδες που βράζει το αίμα τους, που πιάνουν την πέτρα και τη στύβουν. Που κάθε μέρα μου μαθαίνουν καινούρια πράγματα. Που ακόμη πιστεύουν πως μπορούν ν' αλλάξουν τον κόσμο -η αγωνία μου ξέρεις είναι να μην κάνω καμιά χοντράδα και τους χαλάσω το όνειρο. Κι ελπίζω το περιοδικό μου να συνεχίσει να πηγαίνει καλά, για να τους δώσω και κανά φράγκο παραπάνω. Για τους πολλούς αγχώνομαι. Ελπίζω κι εύχομαι κάποια στιγμή να αγχωθείς κι εσύ.
Κύριε Υπουργέ, καλά Χριστούγεννα
Ο Γίάννης Σεμιτέκολο είναι εκδότης και διευθυντής του περιοδικού MAX. Το παραπάνω άρθρο αποτελεί το editorial του τεύχους Δεκεμβρίου 2007.
Subscribe to:
Posts (Atom)