By John B. Judis and Ruy Teixeira*
Το
μεγάλο όνειρο του
Καρλ Ρόουβ (Karl Rove) ήταν να είναι ο αρχιτέκτονας μίας Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας που θα ηγεμόνευε στην αμερικανική πολιτική για μια γενιά ή και περισσότερο. Καθώς όμως τα σημάδια της βασισμένης στο φόβο πολιτικής του
σβήνουν, είναι οι Δημοκρατικοί που ξεπροβάλουν ως το μελλοντικό πλειοψηφικό κόμμα στη χώρα -κι ίσως για πολύ καιρό.
Πολλοί συντηρητικοί επέμεναν πως οι νίκες των Δημοκρατικών στις
ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006 -και σε
ορισμένες εκλογικές αναμετρήσεις του 2007- δεν ήταν παρά μία «παρένθεση».
Έτσι νομίζουν. Οι πολιτικές, ιδεολογικές, δημογραφικές και οικονομικές τάσεις οδηγούν όλες σε σταθεροποίηση της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στο κογκρέσο, σε έλεγχο των περισσοτέρων πολιτειών από τους προοδευτικούς και -πιθανότατα- στο τέλος των πολλών δεκαετιών ελέγχου της προεδρικής εκλογής από τους Ρεπουμπλικάνους.
Αυτή η αλλαγή στις εκλογικές τάσεις οφείλεται στην απογοήτευση του εκλογικού σώματος από την διακυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Η παλιότερη συντηρητική πλειοψηφία, όπως εκφραζόταν από τους
Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan) και
Νιουτ Γκίνγκριχ (Newt Gingrich), στόχευε στην κατάργηση κάθε νομοθετικού περιορισμού στην επιχειρηματικότητα, στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών και στις περικοπές δημοσίων δαπανών.
Προς τα τέλη της προεδρίας
Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) όμως, είχαν πια διαμορφωθεί πλατιές πλειοψηφίες που ζητούσαν νομοθετική προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών και υπερασπίζονταν την αύξηση κρατικών δαπανών που να πιάνουν τόπο, στην υγεία π.χ. και την παιδεία.
Όπως
ανακάλυψε κι ο ίδιος ο πρόεδρος
Μπους (Bush) το 2005, το κοινό αποδοκίμαζε κάθε
προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης.
Επιπλέον ένα αυξανόμενο μέρος του εκλογικού σώματος άρχισε να κουράζεται από την ταύτιση του «
μεγάλου παλαιού Ρεπουμπλικανικού κόμματος» (GOP) με τους ζηλωτές της
θρησκόληπτης δεξιάς. Ήδη από το 1992, οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι είχαν στρέψει την πλάτη στα μηνύματα της δόλιας και διχαστικής,
ομιλίας περί «πολιτιστικού πολέμου» που εκφώνησε ο
Πατ Μπιουκάναν (Pat Buchanan) στο
εθνικό συνέδριο του GOP.
Οι προσπάθειες της θρησκόληπτης δεξιάς να καταργήσει τη διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης ή τη χρηματοδότηση στην έρευνα στα βλάστοκύτταρα συνάντησαν ισχυρή αντίδραση, ακόμα και σε πολιτείες όπως το Κάνσας, όπου οι Δημοκρατικοί θεωρούνταν «τελειωμένοι».
Παράλληλα με την αλλαγή στη δημόσια εικόνα των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, άλλαζαν και οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες γύρω από τα δύο στρατόπεδα, με τρόπο που να ωφελεί καταλυτικά τους Δημοκρατικούς.
Ακόμα και στις ημέρες της μεγαλύτερης ακμής του συντηρητισμού, οι Δημοκρατικοί υποστηρίζονταν πάντα από τους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους κι ένα τμήμα της «λευκής» εργατικής τάξης (κυρίως μελών των συνδικάτων) που δεν είχαν αλλάξει κόμμα τη δεκαετία του 1980 και δεν είχαν γίνει «
ριγκανικοί Δημοκρατικοί». Αυτές οι δυνάμεις ήταν αρκετές μεν για να σχηματίσουν μία κομματική βάση, όχι όμως για να κερδίσουν το κογκρέσο ή το Λευκό Οίκο.
Τις τελευταίες όμως δύο δεκαετίες δύο νέες πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες προσχώρησαν στο Δημοκρατικό κόμμα, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να σχηματίσει μία ευρεία και μόνιμη εκλογική πλειοψηφία.
Πρώτον, οι γυναίκες, που αποτελούσαν παραδοσιακά ένα από τα μεγάλα εκλογικά όπλα των Ρεπουμπλικάνων -στις
προεδρικές εκλογές του 1960 π.χ. είχαν προτιμήσει το υπαλληλικό σουλούπι του
Ρίτσαρντ Νίξον (Richard M. Nixon) από τον εκθαμβωτικό Δημοκρατικό
Τζον Κένεντι (John F. Kennedy.)
Τη δεκαετία του 1990 όμως, προβληματισμένες από τη θέρμη της προσέγγισης του GOP με τη θρησκόληπτη δεξιά και από την αντίθεση των συντηρητικών σε κάθε κοινωνική δαπάνη, άρχισαν να υπερψηφίζουν τους Δημοκρατικούς (ιδίως οι ανύπανδρες γυναίκες, οι εργαζόμενες, και οι απόφοιτοι κολεγίου).
Στις
κοινοβουλευτικές εκλογές του 2000, το 63% των ανύπανδρων γυναικών ψήφισαν το Δημοκρατικό κόμμα, έναντι 35% που προτίμησε τους Ρεπουμπλικάνους. Το καλύτερο είναι πως οι γυναίκες πάνε να ψηφίσουν περισσότερο από τους άνδρες.
Δεύτερον, μετακινήθηκαν οι επαγγελματίες, οι πιο φανατικοί κάποτε υποστηρικτές των Ρεπουμπλικάνων (το 1960 είχαν δώσει 61% στον Ρίτσαρντ Νίξον, έναντι 38% στον Τζον Κένεντι). Καθώς οι επαγγελματίες (νοσοκόμοι, εκπαιδευτικοί, ηθοποιοί, αλλά και ιατροί, επιστήμονες, μηχανικοί) αντιπροσώπευαν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής δύναμης (από 7% τη δεκαετία του 1950 είναι σήμερα το 17% των εργαζομένων) γίνονται όλο και πιο «μπλε» (Δημοκρατικοί).
Στις τέσσερις προεδρικές εκλογές από το
1988 έως το 2000, οι επαγγελματίες έδωσαν κατά μέσο όρο στους Δημοκρατικούς υποψηφίους 52%, έναντι 40% στους Ρεπουμπλικάνους.
Ο λόγος: παραδοσιακά οι επαγγελματίες ασκούσαν «ελεύθερα» το επάγγελμά τους, λίγο-πολύ ως επιχειρηματίες. Αρχής όμως γενομένης από τη δεκαετία του 1990, πολλοί εξελίχτηκαν σε μισθωτούς, καθώς προσλαμβάνονταν από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και αλέθονταν από την ανεξέλεγκτη ελεύθερη αγορά.
Επιπλέον, ως μέλη των γενιών μετά το 1960, οι νέοι επαγγελματίες είχαν μεγαλώσει γιορτάζοντας την «
ημέρα της Γης» και τα γενέθλια του
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (Martin Luther King) και θαυμάζοντας τον -προ 2000-
Ραλφ Νέιντερ (Ralph Nader).
Αν όμως το εκλογικό σώμα στρέφεται προς τους Δημοκρατικούς, πώς γίνεται και οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να κρατούν το Λευκό Οίκο; Ο λόγος είναι η
11η Σεπτεμβρίου, που αναζωογόνησε την ταυτότητα του GOP της εποχής Ρέιγκαν ως του κόμματος της εθνικής ασφάλειας, ρόλου που είχε πέσει σε αχρηστία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το έθνος είχε πληγεί καίρια, και οι ψηφοφόροι που είχαν επηρεαστεί από τις τρομοκρατικές επιθέσεις υποστήριξαν τον Μπους και τους Ρεπουμπλικάνους στις εκλογές του
2002 και
2004, τις πρώτες μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις πρόσφεραν όμως στους Ρεπουμπλικάνους κι άλλο ένα πολιτικό όφελος: όπως συχνά συμβαίνει σε εποχές κρίσης, οι Αμερικάνοι στράφηκαν σε πιο συντηρητικές αντιλήψεις για τη ζωή και την οικογένεια. Η εναντίωση στις αμβλώσεις π.χ. γνώρισε μία πρόσκαιρη άνθηση μετά τις επιθέσεις του 2001, και όσοι δήλωναν πως «κάτω από τις παρούσες συνθήκες οι αμβλώσεις πρέπει να απαγορευτούν» αυξήθηκαν από 17% το 2002 σε 20% το 2002, σύμφωνα τους ετήσιους μέσους όρους των δημοσκοπήσεων της «
γκάλοπ». Όσο πιο εσωστρεφείς γίνονται οι Αμερικάνοι, τόσο περισσότερο δυσπιστούν απέναντι στην κοινωνική καινοτομία και τον πειραματισμό.
Υπό τη ηγεσία του Ρόουβ οι Ρεπουμπλικάνοι αξιοποίησαν αυτά τα αισθήματα φόβου το 2002 και το 2004, χρησιμοποιώντας τα ως ανάχωμα στην προέλαση της Δημοκρατικής πλειοψηφίας.
Μετά τη νίκη του Μπους το 2004 όμως, τα μάγια της 11ης Σεπτεμβρίου άρχισαν να λύνονται. Το
χάος του Ιράκ υπονόμευσε τη φήμη των Ρεπουμπλικάνων ως ικανών και αποφασιστικών υπέρμαχων της εθνικής ασφάλειας. Χωρίς νέες επιθέσεις της «
αλ-κάιντα» στο εσωτερικό της χώρας, οι Αμερικάνοι συνέχισαν την αργή αλλά σταθερή τους πορεία προς μία λιγότερο παραδοσιακή, πιο ελευθεριάζουσα κοινωνία, μια κοινωνία όπου η πλειοψηφία των νοικοκυριών έχει επικεφαλής ανύπανδρους άνδρες και γυναίκες. Η αύρα της 11ης Σεπτεμβρίου χανόταν, κι επανεμφανίστηκαν οι «βαθιές τάσεις» που είχαν πρωτοεμφανιστεί τη δεκαετία του 1990.
Το 2006, μία νέα Δημοκρατική συμμαχία -αποτελούμενη από γυναίκες, επαγγελματίες, μειονότητες, με την ενίσχυση των απογοητευμένων «ριγκανικών Δημοκρατικών»- ανακατέλαβαν το κογκρέσο. Το 2008 προορίζονται να πάνε ακόμα καλύτερα: απλά κοιτάξτε τους εκλογικούς χάρτες.
Η παλαιά συντηρητική Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία βασίστηκε στους λευκούς ψηφοφόρους της «
ζώνης της ηλιοφάνειας» και τους «ριγκανικούς Δημοκρατικούς» του βορρά. Η συμμαχία είχε αρχίσει να καταρρέει ήδη από το 1992: στις προεδρικές εκλογές εκείνου του έτους, η
Δύση (συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνια), ένα μεγάλο μέρος των
μεσοδυτικών πολιτειών και των
Μέσων Ατλαντικών πολιτειών (συμπεριλαμβανομένων της Πενσιλβάνια και του Νιου Τζέρσεϊ)
είχαν αυτομολήσει στο Δημοκρατικό κόμμα.
Αρχής γενομένης της θριαμβευτικής εκλογής του Μπιλ Κλίντον, πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, το Ιλινόι και το Νιου Τζέρσεϊ γίνονται όλο και πιο «μπλε». Εντωμεταξύ οι Δημοκρατικοί σταθεροποίησαν την κατάληψη των βορειοανατολικών πολιτειών και άρχισαν να έχουν
επιτυχίες στις πολιτείες των Βραχωδών Ορέων, ακόμα και μερικές μεθοριακές
πολιτείες του νότου. Η Βιρτζίνια, που ήταν άλλοτε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων, έχει ήδη εκλέξει δύο Δημοκρατικούς κυβερνήτες στη σειρά και φαίνεται αποφασισμένη να εκλέξει δύο Δημοκρατικούς στις δύο έδρες της γερουσίας που της αντιστοιχούν.
Στις βορειοδυτικά, όπου ο Ρόουβ ονειρευόταν να κατακτήσει την ψήφο των Αμερικανο-μεξικανών, οι Δημοκρατικοί αντεπιτέθηκαν αποτελεσματικά, υποβοηθούμενοι από αντι-μεταναστευτικές ακρότητες των Ρεπουμπλικάνων, θυμωμένους ελευθεριακούς μπουχτισμένους από την θρησκόληπτη δεξιά και μετριοπαθείς μεταγραφές από πολιτείες όπως η Καλιφόρνια. Στην Αριζόνα του
Μπάρι Γκολντγουότερ (Barry Goldwater), ο Δημοκρατικός κυβερνήτης διανύει τη δεύτερη θητεία του και οι Δημοκρατικοί ελέγχουν το 50% των εδρών του πολιτειακού κογκρέσου.
Ή δείτε το Κολοράντο. Το 2000 ο Μπους κέρδισε την πολιτεία με 9 μονάδες διαφορά και το 2002 ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής
Ουέιν 'Αλαρντ (Wayne Allard) επανεξελέγη με άνεση. Αλλά το 2004 ο Μπους κέρδισε στην πολιτεία με 5 μονάδες μόνο διαφορά, ενώ οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τον έλεγχο αμφότερων των πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων, και ο Δημοκρατικός
Κεν Σαλαζάρ (Ken Salazar) εξελέγη ανέλπιστα στη γερουσία. Το 2006 οι Δημοκρατικοί διεύρυναν τον έλεγχό τους στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα κι εξέλεξαν πανηγυρικά τον
Μπιλ Ρίτερ (Bill Ritter Jr) στη θέση του κυβερνήτη. Του χρόνου έχουν σοβαρές ελπίδες να εκλέξουν έναν ακόμα γερουσιαστή.
Απέναντι σε αυτήν την μπλε πλημμυρίδα, ο «
βαθύς νότος» και μερικές αραιοκατοικημένες αγροτικές ή ορεινές πολιτείες παραμένουν αμετάκλητα Ρεπουμπλικανικές. Αλλά το GOP δεν μπορεί πλέον να θεωρεί καμία πολιτεία ως δεδομένη. Στο Ρεπουμπλικανικό προπύργιο του Κάνσας, ο κυβερνήτης, ο αναπληρωτής κυβερνήτης, και ο γενικός εισαγγελέας είναι Δημοκρατικοί.
Ένα από τα κλειδιά αυτής της πολιτικής στροφής είναι η ανάπτυξη των μεταβιομηχανικών αστικών κέντρων, περιοχών που συνδυάζουν τα καλά της πόλης και του προαστίου και που λειτουργούν ως κέντρα καινοτόμων ιδεών και υπηρεσιών και που προσελκύουν ακριβώς τους επαγγελματίες και τις μειονότητες, τις κοινωνικές δηλαδή ομάδες που στρέφονται πιο αποφασιστικά προς το Δημοκρατικό κόμμα. Στις περιοχές αυτές συγκαταλέγονται το μείζον Λος 'Αντζελες (όπου ο τομέας της ψυχαγωγίας απασχολεί πια περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι η αεροπλοΐα), αλλά και το Σιάτλ, το Σικάγο, τη Βοστόνη, ακόμα και το Όστιν, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μπους.
Πείτε της «ιδεοπόλεις» και βάψτε τες από τώρα μπλε. Η υπεροχή της Δημοκρατικής ψήφου στα μεταβιομηχανικά προάστια της Βιρτζίνια είναι π.χ. ο βασικός λόγος της ανάκαμψης των Δημοκρατικών στην «
παλαιά επικράτεια».
Η αλήθεια είναι πως η άνοδος του Δημοκρατικού κόμματος δεν μεταφράζεται σε απογραφικά στοιχεία. Στις περισσότερες πολιτείες, ο πληθυσμός των εκλογέων που αυξάνει ταχύτερα είναι εκείνος των «ανεξαρτήτων». Πολλοί όμως ανάμεσά στους «ανεξάρτητους» αυτούς έχουν τις ίδιες κεντρώες-κεντροαριστερές απόψεις με τους Δημοκρατικούς -ίσως με περισσότερη έμφαση στη χρηστή διακυβέρνηση και την «σφιχτή» διαχείριση. Η αριστερόστροφη κλίση των «ανεξαρτήτων» εντάθηκε από την αποτυχία του πολέμου στο Ιράκ και τα
Ρεπουμπλικανικά σκάνδαλα. Το 2006 οι «ανεξάρτητοι» υπερψήφισαν σε εθνικό επίπεδο το Δημοκρατικό κόμμα κατά 57%, έναντι 39% για το GOP.
Οι τάσεις αυτές φαίνεται να δίνουν στο Δημοκρατικό κόμμα αποφασιστικό πλεονέκτημα για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως και περισσότερο. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως θα ξαναδούμε πελώριες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες του τύπου της εποχής του «
νιου ντιλ», ούτε πως οι προεδρικές εκλογές είναι «τελειωμένες». Οι πρόεδροι επιλέγονται και με βάση τον (υποτιθέμενο) χαρακτήρα τους και τις ηγετικές τους ικανότητες, όχι αποκλειστικά για το πρόγραμμά τους ή το κόμμα τους.
Είναι ως εκ τούτου απολύτως πιθανό να έχουμε το 2009 Δημοκρατικό κογκρέσο και Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο. Είναι όμως ακόμα πιο πιθανό οι Ρεπουμπλικάνοι, που πέρασαν μία ευτυχισμένη περίοδο μετά την εκλογή Μπους κι ονειρεύονταν να κυριαρχήσουν για πάντα στην αμερικανική πολιτική, να έχουν μπροστά τους μία εποχή ισχνών αγελάδων.
*Ο John B. Judis είναι αρχισυντάκτης στο περιοδικό «New Republic». Ο Ruy Teixeira είναι Δημοκρατικός πολιτικός αναλυτής. Το άρθρο τους με τίτλο Get Ready for a Democratic Era δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Washington Post στις 23 - 12 - 2007. Η μετάφραση ανήκει στην ομάδα του PPOL.