Friday, January 11, 2008

Το «ασφαλιστικό» σε μία πολυκατοικία

Η άλλη όψη του νομίσματος – Τα προβλήματα εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές και οι αβέβαιες προοπτικές

Από την Καθημερινή

Η πολυκατοικία είναι τετραώροφη, από αυτές τις βιαστικές της δεκαετίας του ’70. Βρίσκεται σε μια περιοχή του δήμου της Αθήνας, μεσοαστική πριν από μια δεκαετία, αλλά τελευταία όλο και «μικραίνουν» τα εισοδήματα των ανθρώπων της.

Τα μικρά και μεσαία μαγαζιά, που ήταν η ζωντάνια της αγοράς της, κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Στο ισόγειο μένει η κυρία Μαρία. Ζει μόνη της, χήρα, 67 χρόνων με μικρή σύνταξη του ΙΚΑ. Το διαμέρισμα είναι περίπου 55 τ. μ αλλά ευτυχώς ιδιόκτητο.

Στον πρώτο όροφο μένει η κόρη της κυρίας Μαρίας, η Ευγενία με τον άντρα της Μανώλη και την 28χρονη κόρη της την Εύα. Η Ευγενία είναι 46 ετών, ο Μανώλης κοντά στα 55, ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων με ένα μικρό μαγαζί κάπου στις παρόδους της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Εργάζεται και η Ευγενία αλλά αυτό δεν φαίνεται πουθενά. Κάνει μανικιούρ - πεντικιούρ σε σπίτια και «κρατάει» και ένα αγοράκι του οποίου οι γονείς εργάζονται. Υπολογίζει ότι το μηνιαίο της εισόδημα είναι περίπου 650 ευρώ το μήνα. Μαύρα. Ο Μανώλης προσθέτει στον μηνιαίο προϋπολογισμό τους άλλα 800 ευρώ. Ευτυχώς το δυαράκι των 55 τ. μ είναι δικό τους. Στο σαλόνι, στον καναπέ - κρεβάτι, «μένει» η Εύα, η οποία ανήκει στο λεγόμενο πρεκουριάτο (από το προλεταριάτο και το κουριάτο=επισφαλείς) ή αλλιώς στη γενιά των «700 ευρώ».

Η Εύα εργάζεται από τα 18 της και μόνο τα τελευταία τρία χρόνια έχει εργασθεί σε τρεις διαφορετικές εταιρείες. Ο μισθός «έπαιζε» πάντα εδώ και μία δεκαετία από τα 550 ευρώ μέχρι τα 720 ευρώ. Δεν συζητάμε για υπερωρίες, για άδεια ή για άλλα «εξτρά». Στην τελευταία της δουλειά σε μια μεσαία ασφαλιστική εταιρεία το ωράριό της είναι 12μμ – 8μμ. Δηλαδή φεύγει στις 10.30 από το σπίτι της και επιστρέφει πάντα μετά τις 10.30 το βράδυ.

Παραμένει εγκλωβισμένη (και) σε ένα ωράριο που δεν της αφήνει πολλά περιθώρια για άλλα πράγματα διότι την τρόμαξε το προηγούμενο διάστημα της 18μηνης ανεργίας πριν βρει την τωρινή της θέση. Ούτε μπορεί με τα 700 ευρώ να νοικιάσει δικό της σπίτι.

Στον δεύτερο όροφο ζει ένα ζευγάρι 35άρηδων. Αυτός, ο Νώντας, εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία διανομής πίτσας (εδώ και 8 χρόνια) και η Καίτη (αδελφή της Ευγενίας, κόρη της Μαρίας και θεία της Εύας) εργάζεται στο εμπορικό τμήμα εταιρείας. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει εργασθεί σε τρεις εταιρείες. Οι δύο πρώτες έκλεισαν και η Καίτη έχασε εκτός από αποζημίωση και την αυτοπεποίθησή της. Η Καίτη εργάζεται μέχρι το απόγευμα και ο Νώντας από το απόγευμα ώς τις 2 τα ξημερώματα. Ευτυχώς, το δυαράκι τους είναι «προίκα» της Καίτης.

Στον τελευταίο όροφο ζουν οι «τυχεροί». Ενα ζευγάρι εκπαιδευτικών, χωρίς παιδιά. Είναι οι μόνοι στην πολυκατοικία που ασχολούνται ενεργά με το «ασφαλιστικό». Το κουβεντιάζουν, το παρακολουθούν, συζητάνε. Αλλωστε θα πάρουν σύνταξη σε τρία χρόνια, θα νοικιάσουν και το σπίτι και θα ζήσουν στο σπίτι στο χωριό.

Δεν είναι όλες οι πολυκατοικίες ανάλογης σύνθεσης με την πολυκατοικία της κυρίας Μαρίας και των άλλων. Ωστόσο, η Ευγενία, ο Μανώλης, η Εύα, η Καίτη και ο Νώντας αντιπροσωπεύουν ένα πολυπληθές και δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Και το πιο ευάλωτο.

Κι όμως, η συζήτηση για το «ασφαλιστικό» δεν τους αφορά.

Όχι επειδή δεν ενδιαφέρονται για σύνταξη αλλά επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται -από αυτούς που μετέχουν στη συζήτηση- για αυτούς. Ιδίως, σήμερα, στην κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία. Πάντως αυτό πιστεύουν. Τις προάλλες απέλυσαν τέσσερα παιδιά των 594 ευρώ από μεγάλη πιτσαρία. Βγήκαν, στην απόγνωσή τους, στην Κηφισίας και την έκλεισαν για ένα λεπτό! Ολα συμβολικά για αυτή τη γενιά. Πήγαν και στη ΓΣΕΕ, αλλά τι να τους πουν;

«Την ώρα που τα συνδικάτα, λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης (πανεπιστημιακός, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας) δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για τη διατήρηση της μονιμότητας και του «κεκτημένου δικαιώματος» όσων εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα απ’ όλους τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων αντιμετωπίζει μάλλον διαφορετικά προβλήματα: Απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλότερες αμοιβές, αβέβαιες προοπτικές».

Αλλωστε, εργαζόμενοι σαν τους φίλους μας της πολυκατοικίας δεν έχουν άλλες επιλογές. Ούτε καν από τραπεζικά προϊόντα, αφού στην Ελλάδα τα περισσότερα είναι του τύπου life (μαζί και με περίθαλψη) και κυρίως, όπως λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης εξακολουθούν και είναι πιο ακριβά από τα αντίστοιχα των ταμείων -όπου σαφώς το ύψος των εισφορών είναι χαμηλότερο από το ύψος των συντάξεων.

«Χέρια ψηλά» απέναντι στους άφωνους του ασφαλιστικού

Σε μεγάλη τράπεζα (πολύ μεγάλη) είναι γνωστό ότι νοικιάζουν εργαζόμενους με χαμηλότερες αμοιβές. Σε άλλη τα πράγματα είναι ακόμη πιο οργανωμένα: Η επιθεώρηση εργασίας κάνει επισκέψεις μόνο απογεύματα. Τέλος, σε τρίτη τράπεζα οι έγγαμες αντιμετωπίζονται ως ανεπιθύμητες εφόσον δεν έχουν ακόμη παιδιά. Ούτε καν γι’ αυτούς τους ανθρώπους σε έναν χώρο με μεγάλη συνδικαλιστική παράδοση υπάρχει πρόνοια, έστω ένας σύλλογος. Κάτι.

Τα χειρότερα ακολουθούν. Στις όλο και πιο άγριες συνθήκες στην αγορά εργασίας όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι αντιπροσωπεύονται στους «κοινωνικούς εταίρους». Η έρευνα του Μάνου Ματσαγγάνη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην έγκυρη British Journal of industrial Relations είναι και απάντηση στους «αποκλεισμένους και άφωνους του ασφαλιστικού».

Δεν είναι μόνο ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα (ο λόγος των εργαζόμενων προς τους ενταγμένους σε συνδικάτο) στην Ελλάδα φθίνει συνεχώς (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, με εξαίρεση τη Σουηδία). «Ο συνδικαλισμός στη χώρα μας, λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης, αναπτύχθηκε κυρίως στη σχετική ασφάλεια της δημόσιας απασχόλησης: όχι μόνο στο Δημόσιο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά και στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και των τραπεζών (μέχρι πρόσφατα επίσης κρατικών).

Οι δύο τελευταίοι κλάδοι απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 15%. Γενικά, η οργανωτική διείσδυση των συνδικάτων είναι χαμηλότερη στα πιο δυναμικά τμήματα της απασχόλησης. Η ισχνή παρουσία τους στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αναφέρθηκε. Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.

Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι μικρότερη κατά 5 φορές από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Η συνέπεια όλων αυτών είναι φανερή: η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Ελληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος)».

Ενα ακόμη παράδειγμα: Ενώ τα 2.000.000 (για την ακρίβεια το 15,6% από αυτούς είναι συνδικαλισμένο) των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα εκλέγουν το 75% των εκπροσώπων στα συνέδρια της ΓΣΕΕ στη συνέχεια εκπροσωπούνται από 16 (στα 45) μέλη της διοικούσας, έξι (στα 15) της Γραμματείας και μόλις 2 (στους 8) του προεδρείου.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 22 - 12 -2007 .

Thursday, January 10, 2008

Αίσθηση Αδιεξόδου

Από το Στράτο Φαναρά

Εδώ και καιρό συσσωρεύονται αρνητικά σημάδια για το πολιτικό σύστημα. Η κάμψη του δικομματισμού που κατεγράφη στις βουλευτικές εκλογές δεν είναι παρά μια πρώτη επίπτωση της κρίσης νομιμοποίησης στην οποία έχει εισέλθει το μεταπολιτευτικό μοντέλο ιδιαίτερα από τη μετα-ολυμπιακή περίοδο και μετά.

Η βασική αιτία της κρίσης αφορά στη διάχυτη αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Ο ειδικός του ρόλος βαίνει διαρκώς μειούμενος προς όφελος των δυνάμεων της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της αγοράς.

Η πολυπλοκότητα των προβλημάτων και η ανυπαρξία ενός στρατηγικού σχεδίου προόδου το οποίο να διαθέτει κοινωνική υποστήριξη μετατρέπουν την καθημερινότητα της διακυβέρνησης σε μια ατέρμονη αλυσίδα μικρών ή μεγαλύτερων κρίσεων.

Η αίσθηση του αδιεξόδου ενισχύεται από την παρατεταμένη αδυναμία της μείζονος αντιπολίτευσης να εμφανισθεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Τίποτα δεν μας κάνει να αισθανόμαστε ότι μέσα στο 2008 θα ανατραπούν τα αίτια που παράγουν την κρίση.

Εξάλλου την ίδια ανυπαρξία στρατηγικού σχεδίου για πολιτική διεύθυνση μπορεί να διαπιστώσει κανείς και εκτός συνόρων, για παράδειγμα στη διεύθυνση του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στασιμότητα αλληλοτροφοδοτείται και από την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για το σύνολο του δυτικού κόσμου. Δεν υπάρχει για παράδειγμα ένας στόχος τύπου ΟΝΕ. Οι συντηρητικές δυνάμεις που κυριαρχούν σήμερα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική στασιμότητα οδηγεί στην αμφισβήτηση του ηγεμονικού ρόλου του δυτικού κόσμου.

Οι Ολυμπιακοί του Πεκίνου θα επιβεβαιώσουν ότι η φύση απεχθάνεται τα κενά και ίσως επηρεάσουν ακόμα και την προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ. Ο κόσμος χρειάζεται μια νέα, σύγχρονη ατζέντα.

O Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος στις 5 - 1 - 2008.

Wednesday, January 9, 2008

Η γενιά των «baby boomers» μεγάλωσε...

By Francesco Guerrera and Jonathan Birchall *

Η Τζούντι δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα περνούσε τα χρόνια της σύνταξης ανησυχώντας για ένα ψυγείο που σκουριάζει και το σαράκι στα έπιπλά της. Κι όμως, από τότε που μία καταιγίδα χτύπησε το σπίτι της στο Γκλένβιου, ένα προάστιο του Σικάγου, η 62χρονη πρώην δασκάλα, είδε τη ζωή της να δυσκολεύει σημαντικά.

Παρ όλα αυτά, η Τζούντι παραμένει αποφασισμένη να δρέψει τους καρπούς των κόπων της. "Δεν θέλω να εγκαταλείψω τον τρόπο ζωής μου. Εργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια και νιώθω ότι τον έχω κερδίσει και τον δικαιούμαι. Τι νόημα έχει να βγαίνει κάποιος στη σύνταξη αν δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένα θέαμα, να πάει ένα ταξίδι ή να δειπνήσει με φίλους;", αναρωτιέται.

Η αποφασιστικότητα της Τζούντι εκφράζει το πνεύμα μιας γενιάς που δεν μοιάζει με καμία άλλη στην αμερικανική ιστορία. Τα 77 εκατ. παιδιά της γενιάς του "baby boom", τα οποία γεννήθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1964 όταν η αισιοδοξία που καλλιέργησαν η νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη προκάλεσαν κύμα γεννήσεων στις ΗΠΑ, αποτελούν τη μεγαλύτερη και πιο ευκατάστατη δημογραφική ομάδα στη χώρα πάνω από μισόν αιώνα τώρα.

Τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς έβγαιναν στη σύνταξη, η μακρόχρονη κυριαρχία τους στην αμερικανική κοινωνία και οικονομία αναμενόταν ευρέως να σβήσει. Ομως, αντίθετα από άλλες γενιές, τα παιδιά του "baby boom" δεν φαίνονται διατεθειμένα να "κάνουν στην άκρη" για χάρη των νεότερων. Αντιθέτως, όπως κατέδειξε μια νέα έρευνα της εταιρείας συμβούλων McKinsey, η συγκεκριμένη γενιά θα ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στην οικονομία της Αμερικής τα επόμενα χρόνια.

Μέχρι το 2015, η γενιά της Τζούντι θα έχει καθαρή "αξία" γύρω στα 26 τρισ. δολάρια (περίπου 17,67 τρισ. ευρώ) - ποσό που αντιστοιχεί στο ετήσιο ΑΕΠ των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης μαζί. Θα ελέγχουν μεγαλύτερο μερίδιο πλούτου, εισοδήματος και κατανάλωσης από οποιαδήποτε άλλη γενιά στην Αμερική. Θα είναι η πρώτη φορά που στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη που θα κάνουν "κουμάντο" καταναλωτές άνω των 50 ετών.

Δεδομένου ότι η γενιά αυτή θα ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για είδη όπως τα τρόφιμα, τα καλλυντικά, τα έπιπλα, τα ρούχα και τα ηλεκτρονικά, οι αμερικανικές εταιρείες θα έπρεπε να αναζητούν νέους τρόπους για να προσελκύσουν αυτούς τους ισχυρούς καταναλωτές. Ομως, πέραν των φαρμακευτικών και των εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που παραδοσιακά απευθύνονται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ελάχιστες μεγάλες εταιρείες φαίνεται να έχουν αναγνωρίσει την τεράστια ευκαιρία που αντιπροσωπεύει για αυτές αυτή η γενιά. Και τούτο, διότι οι περισσότερες εταιρείες εστιάζουν στους εφήβους και στους νέους.

Τα δύο ερωτήματα που θα έπρεπε να απασχολούν αυτή τη στιγμή τις εταιρείες, από την Wal-Mart και την Apple μέχρι την Procter & Gamble και την Gap, καθώς και για τις διαφημιστικές, είναι το "γιατί" και το "πώς". Γιατί δεν μπόρεσαν μέχρι τώρα να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες μιας γενιάς που, όπως λέει ένας εκπρόσωπός της, είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη δημογραφική ομάδα στην Αμερική, πλην εκείνων των "ανδρών", των "γυναικών" και των "λευκών"; Και πώς μπορούν να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους και το μάρκετινγκ στις ανάγκες της;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική ενόψει της επαπειλούμενης ύφεσης: καθώς οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει να "σφίγγουν το ζωνάρι τους", οι εταιρείες που θα καταφέρουν να κερδίσουν τους πιο εύπορους, τους πιο πρόθυμους να ξοδέψουν καταναλωτές θα ξεπεράσουν τον ανταγωνισμό.

Η σημερινή αδιαφορία των αμερικανικών εταιρειών για τα παιδιά του "baby boom" απορρέει κατά κάποιον τρόπο από το γεγονός ότι στο παρελθόν υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή: για τρεις δεκαετίες τουλάχιστον υπήρξαν η πιο "ποθητή" ομάδα καταναλωτών.

"Ενας από τους άγραφους κανόνες του μάρκετινγκ είναι παραδοσιακά η στόχευση στους νεότερους ανθρώπους επειδή είναι ανοικτοί στις αλλαγές και πρόθυμοι να ξοδέψουν", επισημαίνει ο Ντέιβιντ Κορτ της ΜcΚinsey.

Ομως, όσο η γενιά του "baby boom" μεγάλωνε, το ενδιαφέρον των εταιρειών άρχισε να σβήνει. Ειδικοί σε θέματα μάρκετινγκ υποστηρίζουν ότι η συνεχής εστίαση μεγάλων εταιρειών όπως η P&G και η Gap στους νέους παραβλέπει ένα απλό στατιστικό στοιχείο: Η ηλικιακή ομάδα των 18 - 49 ετών θα αυξηθεί μόνο κατά 1 εκατ. άτομα τα επόμενα δέκα χρόνια, συγκριτικά με τους 22,5 εκατ. Αμερικανούς που ετοιμάζονται να δρασκελίσουν το όριο των 50 ετών.

Ομως το μέγεθος δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τη μακρόχρονη κυριαρχία της εν λόγω γενιάς: υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι, αντίθετα με προγενέστερες γενιές, η γενιά του "baby boom" δεν είναι "κολλημένη" στις συνήθειές της και δεν θεωρεί τον εαυτό της οπισθοδρομικό.

Στην πραγματικότητα, οι έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα αυτής της γενιάς είναι πιο πρόθυμα να αγοράσουν προϊόντα όπως τα στερεοφωνικά, οι υπολογιστές και τα κινητά και να αλλάξουν "μάρκες" από τους εκπροσώπους της λεγόμενης "generation Χ" - εκείνους που γεννήθηκαν την περίοδο 1965 - 1980. Δεν είναι σύμπτωση που το 25% περίπου των iPhone της Apple, ενός ιδιαίτερα "προχωρημένου" προϊόντος, αγοράστηκαν από άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών.

Οι παρατηρητές αυτής της γενιάς υποστηρίζουν ότι ο κυρίαρχος ρόλος που είχε τα τελευταία πενήντα χρόνια δημιούργησε στους εκπροσώπους της την αίσθηση ότι έχουν δικαίωμα σε ένα καλό επίπεδο ζωής μετά τη συνταξιοδότησή τους. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά του "baby boom" είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν με αρνητισμό οποιαδήποτε εταιρεία τους αντιμετωπίζει ως "γέρους" ή ως οικονομικά ασθενέστερους. Ομως, όπως ακριβώς και η Τζούντι, οι εκατομμύρια συνομήλικοί της που αναζητούν την ευτυχία μετά τη σύνταξη και βάζουν πλώρη για τα εμπορικά κέντρα, μπορεί να διαπιστώσουν ότι οι αμερικανικές εταιρείες είναι εντυπωσιακά απροετοίμαστες για αυτή την ευκαιρία που τους ανοίγεται - μια ευκαιρία ύψους 26 τρισ. δολαρίων.

Η πρόκληση για τις εταιρείες και τις διαφημιστικέςΓια τις εταιρείες και τις διαφημιστικές που τόσα χρόνια εστίαζαν σε ένα πολύ νεότερο καταναλωτικό κοινό θα είναι δύσκολο να αλλάξουν πολιτική.

Και τούτο οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι οι εκατομμύρια εκπρόσωποι της γενιάς του «baby boom» αποτελούν μια πολύ διαφοροποιημένη ομάδα, με ποικίλες επιθυμίες και προτιμήσεις που είναι δύσκολο να καλύψει κανείς.

«Είναι μια ομάδα σχετικά άγνωστη για πολλές εταιρείες, που δεν χωρά στα υπάρχοντα μοντέλα», υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Μπλουμ, πρώην διευθύνων σύμβουλος του διαφημιστικού κολοσσού Publicis στις ΗΠΑ.

«Οι εταιρείες θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα εντελώς νέο λεξιλόγιο για να απευθυνθούν στους ανθρώπους αυτούς», προσθέτει. Αυτά που θα μείνουν εκτός του νέου λεξιλογίου θα είναι τόσο σημαντικά όσο και εκείνα που θα συμπεριλάβει. Από την εμπειρία των λίγων εκείνων εταιρειών που επέλεξαν να απευθυνθούν στη συγκεκριμένη γενιά φαίνεται ότι οι άνθρωποι αυτοί μισούν να τους αντιμετωπίζουν ως «μεγάλους».

Το εγχείρημα της Gap, επί παραδείγματι, να προσελκύσει τις γυναίκες αυτής της γενιάς δημιουργώντας ειδικά καταστήματα απέτυχε, εν μέρει επειδή πολλές γυναίκες δεν θέλησαν να ψωνίσουν από καταστήματα που απευθύνονται ανοιχτά σε ηλικίες άνω των 35.

Αντιθέτως, η Oxo International, η οποία κατασκευάζει τα εργαλεία κουζίνας Good Grip -ένα προϊόν με μεγάλη απήχηση στους γηραιότερους, λιγότερο επιδέξιους χρήστες- κατάφερε να έχει ετήσια κέρδη 200 εκατ. δολαρίων αποφεύγοντας οποιαδήποτε άμεση αναφορά σε ηλικίες, αποσύροντας ακόμη και τις συστάσεις των σχετικών οργανώσεων υγείας. «Το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι άνθρωποι αυτοί είναι μια εταιρεία που να τους λέει ότι χρειάζονται εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τη μειωμένη τους επιδεξιότητα», επισημαίνει ο Αλεξ Λι, πρόεδρος της Oxo. «Δεν θέλουν πράγματα για ηλικιωμένους, θέλουν σύγχρονα πράγματα», προσθέτει.

Αυτή η επιθυμία της γενιάς του «baby boom» να παραμείνει «μέσα στα πράγματα» θα αναγκάσει τις εταιρείες να χρησιμοποιήσουν διαφορετικές ιδέες προώθησης προϊόντων από εκείνες που συνήθως χρησιμοποιούνται για τις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες.

«Οι άνθρωποι που βγαίνουν σήμερα στη σύνταξη έχουν περάσει 10 χρόνια στον χώρο εργασίας τους βιώνοντας τις αλλαγές που έφερε η ψηφιακή εποχή», λέει ο Τζον ΜακΝαμάρα, διευθύνων σύμβουλος της Halogen Response Media, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν πολύ τους υπολογιστές και τα ψηφιακά μέσα. «Το ψηφιακό μάρκετινγκ θα είναι πολύ σημαντικό για αυτόν τον τομέα», προσθέτει.

*Το άρθρο των Francesco Guerrera και Jonathan Birchall δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα Financial Times. Η μετάφρασή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ημερησία στις 29-12-2007.

Tuesday, January 8, 2008

Ετοιμαστείτε για μία εποχή κυριαρχίας των Δημοκρατικών!

By John B. Judis and Ruy Teixeira*

Το μεγάλο όνειρο του Καρλ Ρόουβ (Karl Rove) ήταν να είναι ο αρχιτέκτονας μίας Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας που θα ηγεμόνευε στην αμερικανική πολιτική για μια γενιά ή και περισσότερο. Καθώς όμως τα σημάδια της βασισμένης στο φόβο πολιτικής του σβήνουν, είναι οι Δημοκρατικοί που ξεπροβάλουν ως το μελλοντικό πλειοψηφικό κόμμα στη χώρα -κι ίσως για πολύ καιρό.

Πολλοί συντηρητικοί επέμεναν πως οι νίκες των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006 -και σε ορισμένες εκλογικές αναμετρήσεις του 2007- δεν ήταν παρά μία «παρένθεση».

Έτσι νομίζουν. Οι πολιτικές, ιδεολογικές, δημογραφικές και οικονομικές τάσεις οδηγούν όλες σε σταθεροποίηση της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στο κογκρέσο, σε έλεγχο των περισσοτέρων πολιτειών από τους προοδευτικούς και -πιθανότατα- στο τέλος των πολλών δεκαετιών ελέγχου της προεδρικής εκλογής από τους Ρεπουμπλικάνους.

Αυτή η αλλαγή στις εκλογικές τάσεις οφείλεται στην απογοήτευση του εκλογικού σώματος από την διακυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Η παλιότερη συντηρητική πλειοψηφία, όπως εκφραζόταν από τους Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan) και Νιουτ Γκίνγκριχ (Newt Gingrich), στόχευε στην κατάργηση κάθε νομοθετικού περιορισμού στην επιχειρηματικότητα, στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών και στις περικοπές δημοσίων δαπανών.

Προς τα τέλη της προεδρίας Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) όμως, είχαν πια διαμορφωθεί πλατιές πλειοψηφίες που ζητούσαν νομοθετική προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών και υπερασπίζονταν την αύξηση κρατικών δαπανών που να πιάνουν τόπο, στην υγεία π.χ. και την παιδεία.

Όπως ανακάλυψε κι ο ίδιος ο πρόεδρος Μπους (Bush) το 2005, το κοινό αποδοκίμαζε κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης.

Επιπλέον ένα αυξανόμενο μέρος του εκλογικού σώματος άρχισε να κουράζεται από την ταύτιση του «μεγάλου παλαιού Ρεπουμπλικανικού κόμματος» (GOP) με τους ζηλωτές της θρησκόληπτης δεξιάς. Ήδη από το 1992, οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι είχαν στρέψει την πλάτη στα μηνύματα της δόλιας και διχαστικής, ομιλίας περί «πολιτιστικού πολέμου» που εκφώνησε ο Πατ Μπιουκάναν (Pat Buchanan) στο εθνικό συνέδριο του GOP.

Οι προσπάθειες της θρησκόληπτης δεξιάς να καταργήσει τη διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης ή τη χρηματοδότηση στην έρευνα στα βλάστοκύτταρα συνάντησαν ισχυρή αντίδραση, ακόμα και σε πολιτείες όπως το Κάνσας, όπου οι Δημοκρατικοί θεωρούνταν «τελειωμένοι».

Παράλληλα με την αλλαγή στη δημόσια εικόνα των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, άλλαζαν και οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες γύρω από τα δύο στρατόπεδα, με τρόπο που να ωφελεί καταλυτικά τους Δημοκρατικούς.

Ακόμα και στις ημέρες της μεγαλύτερης ακμής του συντηρητισμού, οι Δημοκρατικοί υποστηρίζονταν πάντα από τους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους κι ένα τμήμα της «λευκής» εργατικής τάξης (κυρίως μελών των συνδικάτων) που δεν είχαν αλλάξει κόμμα τη δεκαετία του 1980 και δεν είχαν γίνει «ριγκανικοί Δημοκρατικοί». Αυτές οι δυνάμεις ήταν αρκετές μεν για να σχηματίσουν μία κομματική βάση, όχι όμως για να κερδίσουν το κογκρέσο ή το Λευκό Οίκο.

Τις τελευταίες όμως δύο δεκαετίες δύο νέες πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες προσχώρησαν στο Δημοκρατικό κόμμα, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να σχηματίσει μία ευρεία και μόνιμη εκλογική πλειοψηφία.

Πρώτον, οι γυναίκες, που αποτελούσαν παραδοσιακά ένα από τα μεγάλα εκλογικά όπλα των Ρεπουμπλικάνων -στις προεδρικές εκλογές του 1960 π.χ. είχαν προτιμήσει το υπαλληλικό σουλούπι του Ρίτσαρντ Νίξον (Richard M. Nixon) από τον εκθαμβωτικό Δημοκρατικό Τζον Κένεντι (John F. Kennedy.)

Τη δεκαετία του 1990 όμως, προβληματισμένες από τη θέρμη της προσέγγισης του GOP με τη θρησκόληπτη δεξιά και από την αντίθεση των συντηρητικών σε κάθε κοινωνική δαπάνη, άρχισαν να υπερψηφίζουν τους Δημοκρατικούς (ιδίως οι ανύπανδρες γυναίκες, οι εργαζόμενες, και οι απόφοιτοι κολεγίου).

Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2000, το 63% των ανύπανδρων γυναικών ψήφισαν το Δημοκρατικό κόμμα, έναντι 35% που προτίμησε τους Ρεπουμπλικάνους. Το καλύτερο είναι πως οι γυναίκες πάνε να ψηφίσουν περισσότερο από τους άνδρες.

Δεύτερον, μετακινήθηκαν οι επαγγελματίες, οι πιο φανατικοί κάποτε υποστηρικτές των Ρεπουμπλικάνων (το 1960 είχαν δώσει 61% στον Ρίτσαρντ Νίξον, έναντι 38% στον Τζον Κένεντι). Καθώς οι επαγγελματίες (νοσοκόμοι, εκπαιδευτικοί, ηθοποιοί, αλλά και ιατροί, επιστήμονες, μηχανικοί) αντιπροσώπευαν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής δύναμης (από 7% τη δεκαετία του 1950 είναι σήμερα το 17% των εργαζομένων) γίνονται όλο και πιο «μπλε» (Δημοκρατικοί).

Στις τέσσερις προεδρικές εκλογές από το 1988 έως το 2000, οι επαγγελματίες έδωσαν κατά μέσο όρο στους Δημοκρατικούς υποψηφίους 52%, έναντι 40% στους Ρεπουμπλικάνους.

Ο λόγος: παραδοσιακά οι επαγγελματίες ασκούσαν «ελεύθερα» το επάγγελμά τους, λίγο-πολύ ως επιχειρηματίες. Αρχής όμως γενομένης από τη δεκαετία του 1990, πολλοί εξελίχτηκαν σε μισθωτούς, καθώς προσλαμβάνονταν από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και αλέθονταν από την ανεξέλεγκτη ελεύθερη αγορά.

Επιπλέον, ως μέλη των γενιών μετά το 1960, οι νέοι επαγγελματίες είχαν μεγαλώσει γιορτάζοντας την «ημέρα της Γης» και τα γενέθλια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (Martin Luther King) και θαυμάζοντας τον -προ 2000- Ραλφ Νέιντερ (Ralph Nader).

Αν όμως το εκλογικό σώμα στρέφεται προς τους Δημοκρατικούς, πώς γίνεται και οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να κρατούν το Λευκό Οίκο; Ο λόγος είναι η 11η Σεπτεμβρίου, που αναζωογόνησε την ταυτότητα του GOP της εποχής Ρέιγκαν ως του κόμματος της εθνικής ασφάλειας, ρόλου που είχε πέσει σε αχρηστία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το έθνος είχε πληγεί καίρια, και οι ψηφοφόροι που είχαν επηρεαστεί από τις τρομοκρατικές επιθέσεις υποστήριξαν τον Μπους και τους Ρεπουμπλικάνους στις εκλογές του 2002 και 2004, τις πρώτες μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις πρόσφεραν όμως στους Ρεπουμπλικάνους κι άλλο ένα πολιτικό όφελος: όπως συχνά συμβαίνει σε εποχές κρίσης, οι Αμερικάνοι στράφηκαν σε πιο συντηρητικές αντιλήψεις για τη ζωή και την οικογένεια. Η εναντίωση στις αμβλώσεις π.χ. γνώρισε μία πρόσκαιρη άνθηση μετά τις επιθέσεις του 2001, και όσοι δήλωναν πως «κάτω από τις παρούσες συνθήκες οι αμβλώσεις πρέπει να απαγορευτούν» αυξήθηκαν από 17% το 2002 σε 20% το 2002, σύμφωνα τους ετήσιους μέσους όρους των δημοσκοπήσεων της «γκάλοπ». Όσο πιο εσωστρεφείς γίνονται οι Αμερικάνοι, τόσο περισσότερο δυσπιστούν απέναντι στην κοινωνική καινοτομία και τον πειραματισμό.

Υπό τη ηγεσία του Ρόουβ οι Ρεπουμπλικάνοι αξιοποίησαν αυτά τα αισθήματα φόβου το 2002 και το 2004, χρησιμοποιώντας τα ως ανάχωμα στην προέλαση της Δημοκρατικής πλειοψηφίας.

Μετά τη νίκη του Μπους το 2004 όμως, τα μάγια της 11ης Σεπτεμβρίου άρχισαν να λύνονται. Το χάος του Ιράκ υπονόμευσε τη φήμη των Ρεπουμπλικάνων ως ικανών και αποφασιστικών υπέρμαχων της εθνικής ασφάλειας. Χωρίς νέες επιθέσεις της «αλ-κάιντα» στο εσωτερικό της χώρας, οι Αμερικάνοι συνέχισαν την αργή αλλά σταθερή τους πορεία προς μία λιγότερο παραδοσιακή, πιο ελευθεριάζουσα κοινωνία, μια κοινωνία όπου η πλειοψηφία των νοικοκυριών έχει επικεφαλής ανύπανδρους άνδρες και γυναίκες. Η αύρα της 11ης Σεπτεμβρίου χανόταν, κι επανεμφανίστηκαν οι «βαθιές τάσεις» που είχαν πρωτοεμφανιστεί τη δεκαετία του 1990.

Το 2006, μία νέα Δημοκρατική συμμαχία -αποτελούμενη από γυναίκες, επαγγελματίες, μειονότητες, με την ενίσχυση των απογοητευμένων «ριγκανικών Δημοκρατικών»- ανακατέλαβαν το κογκρέσο. Το 2008 προορίζονται να πάνε ακόμα καλύτερα: απλά κοιτάξτε τους εκλογικούς χάρτες.

Η παλαιά συντηρητική Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία βασίστηκε στους λευκούς ψηφοφόρους της «ζώνης της ηλιοφάνειας» και τους «ριγκανικούς Δημοκρατικούς» του βορρά. Η συμμαχία είχε αρχίσει να καταρρέει ήδη από το 1992: στις προεδρικές εκλογές εκείνου του έτους, η Δύση (συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνια), ένα μεγάλο μέρος των μεσοδυτικών πολιτειών και των Μέσων Ατλαντικών πολιτειών (συμπεριλαμβανομένων της Πενσιλβάνια και του Νιου Τζέρσεϊ) είχαν αυτομολήσει στο Δημοκρατικό κόμμα.

Αρχής γενομένης της θριαμβευτικής εκλογής του Μπιλ Κλίντον, πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, το Ιλινόι και το Νιου Τζέρσεϊ γίνονται όλο και πιο «μπλε». Εντωμεταξύ οι Δημοκρατικοί σταθεροποίησαν την κατάληψη των βορειοανατολικών πολιτειών και άρχισαν να έχουν επιτυχίες στις πολιτείες των Βραχωδών Ορέων, ακόμα και μερικές μεθοριακές πολιτείες του νότου. Η Βιρτζίνια, που ήταν άλλοτε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων, έχει ήδη εκλέξει δύο Δημοκρατικούς κυβερνήτες στη σειρά και φαίνεται αποφασισμένη να εκλέξει δύο Δημοκρατικούς στις δύο έδρες της γερουσίας που της αντιστοιχούν.

Στις βορειοδυτικά, όπου ο Ρόουβ ονειρευόταν να κατακτήσει την ψήφο των Αμερικανο-μεξικανών, οι Δημοκρατικοί αντεπιτέθηκαν αποτελεσματικά, υποβοηθούμενοι από αντι-μεταναστευτικές ακρότητες των Ρεπουμπλικάνων, θυμωμένους ελευθεριακούς μπουχτισμένους από την θρησκόληπτη δεξιά και μετριοπαθείς μεταγραφές από πολιτείες όπως η Καλιφόρνια. Στην Αριζόνα του Μπάρι Γκολντγουότερ (Barry Goldwater), ο Δημοκρατικός κυβερνήτης διανύει τη δεύτερη θητεία του και οι Δημοκρατικοί ελέγχουν το 50% των εδρών του πολιτειακού κογκρέσου.

Ή δείτε το Κολοράντο. Το 2000 ο Μπους κέρδισε την πολιτεία με 9 μονάδες διαφορά και το 2002 ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Ουέιν 'Αλαρντ (Wayne Allard) επανεξελέγη με άνεση. Αλλά το 2004 ο Μπους κέρδισε στην πολιτεία με 5 μονάδες μόνο διαφορά, ενώ οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τον έλεγχο αμφότερων των πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων, και ο Δημοκρατικός Κεν Σαλαζάρ (Ken Salazar) εξελέγη ανέλπιστα στη γερουσία. Το 2006 οι Δημοκρατικοί διεύρυναν τον έλεγχό τους στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα κι εξέλεξαν πανηγυρικά τον Μπιλ Ρίτερ (Bill Ritter Jr) στη θέση του κυβερνήτη. Του χρόνου έχουν σοβαρές ελπίδες να εκλέξουν έναν ακόμα γερουσιαστή.

Απέναντι σε αυτήν την μπλε πλημμυρίδα, ο «βαθύς νότος» και μερικές αραιοκατοικημένες αγροτικές ή ορεινές πολιτείες παραμένουν αμετάκλητα Ρεπουμπλικανικές. Αλλά το GOP δεν μπορεί πλέον να θεωρεί καμία πολιτεία ως δεδομένη. Στο Ρεπουμπλικανικό προπύργιο του Κάνσας, ο κυβερνήτης, ο αναπληρωτής κυβερνήτης, και ο γενικός εισαγγελέας είναι Δημοκρατικοί.

Ένα από τα κλειδιά αυτής της πολιτικής στροφής είναι η ανάπτυξη των μεταβιομηχανικών αστικών κέντρων, περιοχών που συνδυάζουν τα καλά της πόλης και του προαστίου και που λειτουργούν ως κέντρα καινοτόμων ιδεών και υπηρεσιών και που προσελκύουν ακριβώς τους επαγγελματίες και τις μειονότητες, τις κοινωνικές δηλαδή ομάδες που στρέφονται πιο αποφασιστικά προς το Δημοκρατικό κόμμα. Στις περιοχές αυτές συγκαταλέγονται το μείζον Λος 'Αντζελες (όπου ο τομέας της ψυχαγωγίας απασχολεί πια περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι η αεροπλοΐα), αλλά και το Σιάτλ, το Σικάγο, τη Βοστόνη, ακόμα και το Όστιν, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μπους.

Πείτε της «ιδεοπόλεις» και βάψτε τες από τώρα μπλε. Η υπεροχή της Δημοκρατικής ψήφου στα μεταβιομηχανικά προάστια της Βιρτζίνια είναι π.χ. ο βασικός λόγος της ανάκαμψης των Δημοκρατικών στην «παλαιά επικράτεια».

Η αλήθεια είναι πως η άνοδος του Δημοκρατικού κόμματος δεν μεταφράζεται σε απογραφικά στοιχεία. Στις περισσότερες πολιτείες, ο πληθυσμός των εκλογέων που αυξάνει ταχύτερα είναι εκείνος των «ανεξαρτήτων». Πολλοί όμως ανάμεσά στους «ανεξάρτητους» αυτούς έχουν τις ίδιες κεντρώες-κεντροαριστερές απόψεις με τους Δημοκρατικούς -ίσως με περισσότερη έμφαση στη χρηστή διακυβέρνηση και την «σφιχτή» διαχείριση. Η αριστερόστροφη κλίση των «ανεξαρτήτων» εντάθηκε από την αποτυχία του πολέμου στο Ιράκ και τα Ρεπουμπλικανικά σκάνδαλα. Το 2006 οι «ανεξάρτητοι» υπερψήφισαν σε εθνικό επίπεδο το Δημοκρατικό κόμμα κατά 57%, έναντι 39% για το GOP.

Οι τάσεις αυτές φαίνεται να δίνουν στο Δημοκρατικό κόμμα αποφασιστικό πλεονέκτημα για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως και περισσότερο. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως θα ξαναδούμε πελώριες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες του τύπου της εποχής του «νιου ντιλ», ούτε πως οι προεδρικές εκλογές είναι «τελειωμένες». Οι πρόεδροι επιλέγονται και με βάση τον (υποτιθέμενο) χαρακτήρα τους και τις ηγετικές τους ικανότητες, όχι αποκλειστικά για το πρόγραμμά τους ή το κόμμα τους.

Είναι ως εκ τούτου απολύτως πιθανό να έχουμε το 2009 Δημοκρατικό κογκρέσο και Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο. Είναι όμως ακόμα πιο πιθανό οι Ρεπουμπλικάνοι, που πέρασαν μία ευτυχισμένη περίοδο μετά την εκλογή Μπους κι ονειρεύονταν να κυριαρχήσουν για πάντα στην αμερικανική πολιτική, να έχουν μπροστά τους μία εποχή ισχνών αγελάδων.

John B. Judis είναι αρχισυντάκτης στο περιοδικό «New Republic». Ο Ruy Teixeira είναι Δημοκρατικός πολιτικός αναλυτής. Το άρθρο τους με τίτλο Get Ready for a Democratic Era δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Washington Post στις 23 - 12 - 2007. Η μετάφραση ανήκει στην ομάδα του PPOL.

Monday, January 7, 2008

Η Ελλάδα του Φόβου

Από τον Τάκη Μίχα

Εντυπωσιακά στοιχεία για την Ελλάδα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, περιέχει μια πλανητική έρευνα την οποία έκανε η γνωστή αμερικανική εφημερίδα «Wall Street Journal» ως μέρος ενός γενικότερου ρεπορτάζ με τίτλο «Η εποχή του φόβου». Η αμερικανική εφημερίδα παραχώρησε τα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα στην «Ε», τα οποία βλέπουν για πρώτη φορά σήμερα το φως της δημοσιότητας.

Συνοπτικά η εικόνα που προκύπτει είναι ότι η Ελλάδα είναι μια από τις πιο απαισιόδοξες και φοβισμένες για το μέλλον χώρες στον κόσμο. Η Ελλάδα είναι η χώρα στον κόσμο στην οποία επικρατεί η μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια, όπου υπάρχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που πιστεύουν ότι η κατάσταση στο παγκόσμιο σύστημα χειροτερεύει και όπου επικρατεί ο μεγαλύτερος φόβος για τις κλιματικές αλλαγές που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη.

Επίσης η Ελλάδα διαφοροποιείται ουσιαστικά από τις άλλες χώρες του πλανήτη σχετικά με το θέμα της τρομοκρατίας: Στην Ελλάδα βρίσκει κανείς τα χαμηλότερα ποσοστά ανθρώπων που πιστεύουν ότι η τρομοκρατία συνιστά μια σοβαρή απειλή.

Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι η πολυδιαφημισμένη «θρηκευτικότητα» των Ελλήνων είναι μάλλον μύθος: Μπορεί ο Ρωμιός να γεμίζει της εκκλησίες την Ανάσταση, όμως στα σοβαρά θέματα τα ποσοστά των Ελλήνων που στρέφονται προς την επιστήμη αντί για τη θρησκεία είναι αρκετά υψηλά -και οπωσδήποτε υψηλότερα σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Ρωσία. Επίσης ελάχιστοι Ελληνες πιστεύουν ότι τη λύση στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος μπορεί να τη δώσει η θρησκεία.

Η πολιτικοποίηση στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα μεταξύ των πολιτικοποιημένων υπερέχουν οι σοσιαλιστές κυρίως στις μεγάλες ηλικίες, ενώ μεταξύ των νέων το ποσοστό μειώνεται σημαντικά. Στο ερώτημα τι φοβούνται περισσότερο στην προσωπική τους ζωή, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θέτουν σε πρώτη μοίρα το θάνατο ή μια σοβαρή ασθένεια.

Όμως η Ελλάδα είναι η χώρα όπου υπάρχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που δηλώνουν ως δεύτερο μεγάλο φόβο την απώλεια της εργασίας ή τη ζημιά στις επενδύσεις τους (24%). Πρόκειται για ένα ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (10%).

Είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό των ανθρώπων που αισθάνονται οικονομικά ανασφαλείς είναι πολύ μεγαλύτερο σε μια χώρα όπως την Ελλάδα σε σύγκριση με το κέντρο του «άγριου καπηταλισμού», τις ΗΠΑ (10%), παρά το γεγονός ότι στην πρώτη οι απολύσεις είναι πολύ δυσκολότερες από ό,τι στη δεύτερη.

Στην ερώτηση ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος για την παγκόσμια κοινωνία σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση παγκοσμίως όσον αφορά το ποσοστό των ανθρώπων που φοβούνται για την υπερθέρμανση του πλανήτη και την καταστροφή του περιβάλλοντος (34%). Στη δεύτερη θέση όσον αφορά τα ποσοστά των ανθρώπων που εκφράζουν τον ίδιο φόβο βρίσκεται η Τουρκία (27%).

Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση παγκοσμίως όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων που θεωρούν την τρομοκρατία ως απειλή· μόλις το 4%. Αυτό διαφοροποιεί ουσιαστικά την Ελλάδα από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπου η τρομοκρατία είναι ο μεγαλύτερος φόβος (17%).

Τα υψηλότερα ποσοστά των ανθρώπων που θεωρούν την τρομοκρατία το μεγαλύτερο πρόβλημα τα βρίσκει κανείς στην Ινδία (32%) και στη Ρωσία (22%). Παραδόξως στην Αμερική, που ηγείται του «πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας», μόλις το 14% του πληθυσμού τη θεωρεί ως το σοβαρότερο πρόβλημα.

Ιδιαίτερα απαισιόδοξοι σε σχέση με τους κατοίκους των άλλων χωρών εμφανίζονται οι Ελληνες όσον αφορά τις προοπτικές της παγκόσμιας κοινωνίας. Ετσι η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό των ανθρώπων (74%) που πιστεύουν ότι τα πράγματα πάνε συνεχώς χειρότερα. Στη δεύτερη θέση απαισιοδοξίας είναι η Τουρκία (72%) και στην τρίτη οι ΗΠΑ (62%).

Μόνο το 20% των Ευρωπαίων και το 22% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η παγκόσμια κοινωνία βελτιώνεται. Η χώρα όπου επικρατεί η μεγαλύτερη αισιοδοξία είναι η Ινδία, όπου το 51% δηλώνουν ότι η κατάσταση βελτιώνεται.

Σχολιάζοντας τη γενικότερη απαισιόδοξη άποψη που επικρατεί παγκοσμίως, ο αναλυτής της GFK στις Βρυξέλλες Μαρκ Χόφμαν την αποδίδει σε μεγάλο ποσοστό στα ΜΜΕ: «Υπάρχει μια συνεχής ροή αρνητικών ειδήσεων και σχολίων και αυτό επηρεάζει τις απόψεις του κόσμου».

Αντίθετα με τις διαδομένα στερεότυπα περι «βαθιάς θρησκευτικότητας», περισσότεροι είναι οι Ελληνες που εναποθέτουν τις ελπίδες για το μέλλον στην επιστήμη παρά στη θρησκεία (23% έναντι 15%). Αντίστροφη παρουσιάζεται η εικόνα σε χώρες όπως η Πολωνία (6% επιστήμη έναντι 28% θρησκεία), οι ΗΠΑ (14% έναντι 31%) και η Ρωσία (2% έναντι 12%).Ακόμη και στην Τουρκία η επιστήμη έχει μια ελαφρά υπεροχή έναντι της θρησκείας (21% έναντι 20%).

Εκεί όμως που η επιστήμη κυριολεκτικά εκμηδενίζει τη θρησκεία είναι στη Σουηδία: Το 31% θεωρούν ότι η ελπίδα για τον κόσμο βρίσκεται στην επιστήμη και μόλις το 3% στη θρησκεία.Τα ποσοστά των ατόμων στην Ελλάδα που προτιμούν την επιστήμη παρά τη θρησκεία είναι υψηλότερα στις νέες ηλικίες. Μεταξύ των ατόμων 30-49 ετών η αναλογία είναι 26%-15%, ενώ στις άνω των 50 ετών ηλικίες η αναλογία είναι η ίδια: 19%.

Απαντώντας στο ερώτημα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους κανείς βοηθά στη βελτίωση του κόσμου, στην Ελλάδα βρίσκει κανείς το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων (39%) που δηλώνουν ότι συνεισφέρουν στη βελτίωση του κόσμου καταβάλλοντας προσπάθειες για τη συντήρηση και την καθαριότητα του περιβάλλοντος. Το ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό στις ηλικίες 30-49 (46%) και μειώνεται σημαντικά μετά τα 50 (29%).Στην ιδια ερώτηση το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων στην Ευρώπη απαντούν ότι συνεισφέρουν στη βελτίωση του κόσμου ζώντας ως ηθικά άτομα.

Θρησκεία

Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό ενισχύουν την άποψη ότι όταν οι Ελληνες σοβαρεύονται ξεχνάνε τη θρησκεία: Η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανθρώπων στο κόσμο (4%) που πιστεύουν ότι μπορείς να βοηθήσεις τον κόσμο συμμετέχοντας στην εκκλησία ή ασπαζόμενος μια θρησκεία. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από χώρες όπως η Ρουμανία (11%) ή οι ΗΠΑ (20%).

Εξαιρετικά χαμηλά σε όλες τις χώρες είναι τα ποσοστά των ατόμων που δηλώνουν ότι δραστηριοποιούνται πολιτικά για να βελτιώσουν τον κόσμο -είτε υποστηρίζοντας το σοσιαλισμό και την αναδιανομή του εισοδήματος είτε υποστηρίζοντας τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά.

Μεταξύ των πολιτικοποιημένων κυριαρχούν παγκοσμίως οι υποστηρικτές της αναδιανομής -με την Ελλάδα και την Ινδία να προηγούνται 10% και 7% αντίστοιχα. Σε χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ρωσία και η Ινδία, τα ποσοστά είτε είναι μοιρασμένα είτε επικρατούν οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς.

Πάντως είναι ενδιαφέρον ότι στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που πιστεύουν ότι η σοσιαλιστική πολιτική δράση θα βοηθήσει τον κόσμο βρίσκεται στις άνω των 50 ετών ηλικίες (15%). Αντίθετα στις ηλικίες 30-49 ετών η πίστη στην αναδιανομή και το σοσιαλισμό μειώνεται δραματικά (8%).

Η παρουσίαση της έρευνας της Wall street Journal από τον Τάκη Μίχα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, στις 4 - 1 - 2008.

Saturday, January 5, 2008

Grow up? Not so fast

By Lev Grossman

Michele, Ellen, Nathan, Corinne, Marcus and Jennie are friends. All of them live in Chicago. They go out three nights a week, sometimes more. Each of them has had several jobs since college; Ellen is on her 17th, counting internships, since 1996. They don't own homes. They change apartments frequently. None of them are married, none have children. All of them are from 24 to 28 years old.

Thirty years ago, people like Michele, Ellen, Nathan, Corinne, Marcus and Jennie didn't exist, statistically speaking. Back then, the median age for an American woman to get married was 21. She had her first child at 22. Now it all takes longer. It's 25 for the wedding and 25 for baby. It appears to take young people longer to graduate from college, settle into careers and buy their first homes. What are they waiting for? Who are these permanent adolescents, these twentysomething Peter Pans? And why can't they grow up?

Everybody knows a few of them--full-grown men and women who still live with their parents, who dress and talk and party as they did in their teens, hopping from job to job and date to date, having fun but seemingly going nowhere. Ten years ago, we might have called them Generation X, or slackers, but those labels don't quite fit anymore. This isn't just a trend, a temporary fad or a generational hiccup. This is a much larger phenomenon, of a different kind and a different order.

Social scientists are starting to realize that a permanent shift has taken place in the way we live our lives. In the past, people moved from childhood to adolescence and from adolescence to adulthood, but today there is a new, intermediate phase along the way. The years from 18 until 25 and even beyond have become a distinct and separate life stage, a strange, transitional never-never land between adolescence and adulthood in which people stall for a few extra years, putting off the iron cage of adult responsibility that constantly threatens to crash down on them. They're betwixt and between. You could call them twixters.

Where did the twixters come from? And what's taking them so long to get where they're going?
Some of the sociologists, psychologists and demographers who study this new life stage see it as a good thing.

The twixters aren't lazy, the argument goes, they're reaping the fruit of decades of American affluence and social liberation. This new period is a chance for young people to savor the pleasures of irresponsibility, search their souls and choose their life paths.

But more historically and economically minded scholars see it differently. They are worried that twixters aren't growing up because they can't. Those researchers fear that whatever cultural machinery used to turn kids into grownups has broken down, that society no longer provides young people with the moral backbone and the financial wherewithal to take their rightful places in the adult world. Could growing up be harder than it used to be?

The sociologists, psychologists, economists and others who study this age group have many names for this new phase of life--"youthhood," "adultescence"--and they call people in their 20s "kidults" and "boomerang kids," none of which have quite stuck. Terri Apter, a psychologist at the University of Cambridge in England and the author of The Myth of Maturity, calls them "thresholders."

Ολόκληρο το άρθρο του Lev Grossman , όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Time , στις 16 - 1 - 2005, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Friday, January 4, 2008

Intergenerational Justice Award

Από το Foundation for the Rights of Future Generations (Germany)

The FRFG announced the fourth Intergenerational Justice Award 07/08 will deal with the issues surrounding the "boomerang generation", and in particular the "internship generaration" (generation P-Praktikanten) , with the prize money standing at € 10,000.

The award is designed to appeal to young scholars in the first instance, addressing two problems which both concern the relationship between different generations on the labour market.

On the one hand it deals with the difficult situation faced by graduates, who have to work as interns under increasingly worse conditions because of the lack of graduate jobs; on the other hand, it examines the unequal treatement of younger and older employees in the workplace, especially regarding the 'seniority principle'.

The main topic is focused around three subtopics. Candidates should attempt question 1, either 2a, 2b or 2c and question 3.

1. Define “Intergenerational Justice” and “Just Wages” and address the relationship between the two.

2.
a) Analyse legal and collective labour agreements regarding intergenerational justice in Germany
b) Describe how the world of work is changing in general, and what effects this has on different generations,
c) Compare situations facing the younger generation entering the world of work in Germany and at least one other country.

3.Which solutions could be found on a social, corporate and individual level?

The prize(s) will be awarded at an awards ceremony during a congress in June/July 2008.
The entry deadline for 2007/2008 is March 15, 2008.
For more information, please email The Foundation for the Rights of Future Generations at kontakt@srzg.de

More information is also available on the German website