Tuesday, July 31, 2007

Πολλές και Καλές Δουλειές; Επιχειρηματικότητα Υψηλών Δυνατοτήτων

Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν ότι το επίπεδο επιχειρηματικότητας μιας χώρας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και την κοινωνική της ευημερία.

Σύμφωνα με Έρευνα του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου για την Επιχειρηματικότητα (GEM 2007) η Ελλάδα εμφανίζει ένα υψηλό ποσοστό Επιχειρηματικότητας Ανάγκης. Δηλαδή, επιχειρηματικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται επειδή ο επιχειρηματίας δεν έχει άλλη δυνατότητα βιοπορισμού.

Ταυτόχρονα, η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα εμφανίζεται εξαιρετικά «ρηχή», με την έννοια ότι είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη σε προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, παρά σε άλλες επιχειρήσεις .

Το πρόβλημα εμφανίζεται ακόμα μεγαλύτερο στον τομέα της Εταιρικής Επιχειρηματικότητας, στον βαθμό δηλαδή καινοτομικότητας των καθιερωμένων επιχειρήσεων και κυρίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Από το σύνολο των επιχειρηματικών εγχειρημάτων που πραγματοποιούνται στη χώρα μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό μπορεί να χαρακτηριστεί ως Υψηλών Δυνατοτήτων, ότι δηλαδή α) συμβάλλει στην επέκταση των αγορών, β) δημιουργεί νέα απασχόληση, και γ) εντείνει τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας.

Αυτή η πραγματικότητα μιας εκτεταμένης Επιχειρηματικότητας Ανάγκης, ρηχής και με χαμηλό επίπεδο καινοτομικότητας, συνιστά μείζον κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Αδυνατώντας να δημιουργήσει πολλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας υποσκάπτει το μέλλον και την προοπτική ευημερίας της νέας γενιάς , και καταδικάζει τους νέους στην κατηγορία της γενιάς του βασικού μισθού, της πολυαπασχόλησης και της υπερεργασίας.

Όπως πολύ σωστά διαπίστωσε ο σύμβουλος επιχειρήσεων και blogger (epixeirein.blogspot.com), Βασίλης Παππάς, σε άρθρο του με τίτλο “Επιχειρηματικότητα vs G700”, η γενιά των 700 ευρώ «έχει προκληθεί λόγω έλλειψης επιχειρηματικής κουλτούρας και νοοτροπίας που διέπει κάθε επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος της Χώρας μας!” Και όχι μόνο!

Για να ξεφύγουμε από μια μόνιμη κατάσταση πολύ-απασχόλησης, υπερεργασίας και χαμηλών αμοιβών, πρωταρχικός στόχος και στρατηγική προτεραιότητα των νέων, αλλά και γενικότερα της εθνικής οικονομικής πολιτικής, πρέπει να είναι η βελτίωση της ποιότητας της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μόνο δίνοντας έμφαση στην ποιοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μπορούμε να οδηγηθούμε από μια Επιχειρηματικότητα Ανάγκης σε μια Επιχειρηματικότητα Υψηλών Δυνατοτήτων ικανής να δημιουργήσει πολλές και καλές θέσεις εργασίας.

Αυτό όμως προϋποθέτει ότι κάνουμε μια σειρά από βασικά βήματα.

1. Λέμε ΝΑΙ στη δημιουργικότητα
Το πρώτο και θεμελιώδες θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι η γενική αρνητική στάση της ελληνικής κοινωνίας προς την επιχειρηματική δραστηριότητα και ιδιαίτερα η συλλογική υποτίμηση της δημιουργικότητας.

Η βαθμιαία μεταστροφή αυτής της στάσης αποτελεί κυρίαρχο στόχο μιας πολιτικής που επιδιώκει να επηρεάσει το πολιτισμικό και κοινωνικό πρότυπο του επιχειρηματία. Η εν λόγω μεταστροφή πρέπει να επιδιωχθεί μέσω παρεμβάσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ότι υπερβαίνουμε τη γενικά αρνητική εκτίμηση για τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος στην προετοιμασία των νέων για το ενδεχόμενο επιχειρηματικής σταδιοδρομίας.

2. Αναλαμβάνουμε ρίσκα - Υπερβαίνουμε το φόβο της αποτυχίας
Ο Βασίλης Θεοχαράκης, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση Economist της Καθημερινής, θέτει ένα καίριο ερώτημα: «Πόσοι από τους νέους μας τολμούν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση και να αφοσιωθούν σε αυτή; Κι αν επιχειρήσουν , έχουν ως στόχο τους την παγκόσμια αγορά; Φοβάμαι πως όχι, η πρώτη μας σκέψη είναι η επιλογή ασφαλών λύσεων που συχνά ενισχύονται ή ακόμη και επιβάλλονται από το οικογενειακό μας περιβάλλον».

Ο φόβος της αποτυχίας μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από μια πολιτική που αντιμετωπίζει το πρόβλημα στην καρδιά του. Αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά και με επιτυχία ζητήματα όπως το κοινωνικό και επιχειρηματικό στίγμα που συνοδεύει μια αποτυχία καθώς και την επαγγελματική ανασφάλεια που χαρακτηρίζει τον επιχειρηματία ο οποίος βρίσκεται στη φάση της υλοποίησης ενός επιχειρηματικού σχεδίου που δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει.

3. Δημιουργούμε πρόσβαση σε εξειδικευμένη χρηματοδότηση
Στην Ελλάδα των μικρών επιχειρηματικών μεγεθών κυριαρχούν οι άτυπες μορφές χρηματοδότησης, με καθοριστικό μάλιστα τον ρόλο της οικογένειας. Αυτό που φαίνεται ότι απουσιάζει απόλυτα από τη χώρα μας είναι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί εξειδικευμένοι στην ενίσχυση μικρών και πολύ μικρών δραστηριοτήτων. Κατά την άποψή μας η εξειδικευμένη χρηματοδότηση είναι προτιμότερο να επιτευχθεί μέσα από την ανάπτυξη περιφερειακών κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών –Regional Venture Capital Funds-, όπως είναι για παράδειγμα το Παγκρήτιο Συμμετοχών.

4. Αναπτύσσουμε Οριζόντιες δράσεις
Σύμφωνα με την έρευνα του GEM , αλλά και τις απόψεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ), η στρατηγική της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας υψηλών δυνατοτήτων, απαιτεί τον σχεδιασμό πολιτικών που θα στοχεύουν στην αναβάθμιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ήδη εκδηλώνονται.

Τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι οριζόντιες ρυθμίσεις με σκοπό την τεχνολογική κυρίως αναβάθμιση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Βοηθώντας την τεχνολογική αναβάθμιση μιας μικρής επιχείρησης δεν επιτυγχάνεται απλώς η βελτίωση της λειτουργίας που ήδη έχει, αλλά της δίνονται εφόδια με τα οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να στραφεί σε επιχειρηματική δραστηριότητα ευκαιρίας, ακόμα και αν η αρχική της λειτουργία είχε ως κίνητρο την ανάγκη. Μάλιστα, βασικός στόχος δεν πρέπει να είναι απλώς η απόκτηση τεχνολογίας (π.χ. η απόκτηση υπολογιστή), αλλά και η εξοικείωση με αυτήν μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης στην χρήση της τεχνολογίας.

5. Επενδύουμε στην Έρευνα και την Τεχνολογία
Η ποιοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο το ζήτημα της επιστημονικής έρευνας και της ανάπτυξης τεχνολογίας. Το πρόβλημα δεν εξαντλείται στο θέμα των ελλειμματικών δαπανών (είμαστε τελευταίοι στην ΕΕ). Πρωτίστως η ποιοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας ξεκινά από το Πανεπιστήμιο. Εκεί είναι που επιτυγχάνεται η εξοικείωση των φοιτητών με την τεχνολογία, συνδέεται η έρευνα με τη διδασκαλία, και επιτυγχάνεται η ενασχόληση ενός μεγάλου αριθμού νέων με τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Με δεδομένη την χαμηλή θέση της χώρας μας σε σχέση με την εταιρική επιχειρηματικότητα, είναι προφανής η ανάγκη εφαρμογής πολιτικών ενθάρρυνσης της ερευνητικής προσπάθειας των επιχειρήσεων. Τέτοιες πολιτικές μπορεί να δίνουν έμφαση είτε στην οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων –π.χ. μέσω ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων για την ενθάρρυνση της δραστηριότητα Έρευνας και Ανάπτυξης-, είτε στην θεσμική προώθηση της συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα (Δομημένες Εταιρικές Σχέσεις ανάμεσα σε ΑΕΙ-ΤΕΙ και δημόσιες-ιδιωτικές επιχειρήσεις).

6. Προετοιμάζουμε τους φοιτητές για επιχειρηματική σταδιοδρομία
Οι παραπάνω σκέψεις μας οδηγούν αναπόφευκτα στο πολυσυζητημένο θέμα της σύνδεσης της εκπαίδευσης –και μάλιστα της τριτοβάθμιας- με την παραγωγή. Όπως πολύ εύστοχα εντοπίζει το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας το ζητούμενο εδώ δεν είναι απλώς, ούτε κυρίως, η εναρμόνιση των ειδικοτήτων που προσφέρουν τα ΑΕΙ με τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για την επιχειρηματικότητα είναι η προετοιμασία των φοιτητών και για το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν επιχειρηματική σταδιοδρομία, πράγμα που συνεπάγεται τόσο τη μετάδοση ενός συνόλου γνώσεων γύρω από θέματα διοίκησης, όσο και μια προετοιμασία «αντίληψης ευκαιριών» στον αντίστοιχο τομέα γνώσης κάθε φοιτητή.

7. Βελτιώνουμε το γενικό πλαισίο της επιχειρηματικότητας
Τέλος, όσον αφορά στο γενικό πλαίσιο της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που εντοπίζονται σε τομείς που σχετίζονται με τον ρόλο της δημόσιας διοίκησης, όπως η ποιότητα του προσωπικού της, η γραφειοκρατία, η πολυνομία και η διαφάνεια των συναλλαγών. Ό,τι και να λέμε, ό,τι και να ισχυριζόμαστε ότι θέλουμε να πετύχουμε, χωρίς σύγχρονη, αποτελεσματική και αποδοτική δημόσια διοίκηση το μέλλον της ελληνικής επιχειρηματικότητας θα παραμείνει αβέβαιο.

Saturday, July 28, 2007

What Gen Y Really Wants

By Penelope Trunk

With 85 million baby boomers and 50 million Gen Xers, there is already a yawning generation gap among American workers--particularly in their ideas of work-life balance. For baby boomers, it's the juggling act between job and family. For Gen X, it means moving in and out of the workforce to accommodate kids and outside interests. Now along come the 76 million members of Generation Y. For these new 20-something workers, the line between work and home doesn't really exist. They just want to spend their time in meaningful and useful ways, no matter where they are.

The first challenge for the companies that want to hire the best young workers is getting them in the door. They are in high demand--the baby boomers are retiring, and many Gen X workers are opting out of long hours--and they have high expectations for personal growth, even in entry-level jobs. More than half of Generation Y's new graduates move back to their parents' homes after collecting their degrees, and that cushion of support gives them the time to pick the job they really want. Taking time off to travel used to be a résumé red flag; today it's a learning experience. And entrepreneurship now functions as a safety net for this generation. They grew up on the Internet, and they know how to launch a viable online business. Facebook, for example, began in a college dorm room.

With all these options, Generation Y is forcing companies to think more creatively about work-life balance. The employers who do are winning in the war for young talent. The consulting firm Deloitte was alarmed by the high turnover of its youngest employees, so it asked one of its consultants, Stan Smith, to find out more about what attracts them to and keeps them at a job.

His research reveals that job hopping is not an end in itself but something young workers do when they see no other choice.

"People would rather stay at one company and grow, but they don't think they can do that," he says. "Two-thirds of the people who left Deloitte left to do something they could have done with us, but we made it difficult for them to transition." So Smith, who is now in charge of recruiting and retaining Generation Y as national director of next-generation initiatives, created programs at Deloitte that focus on helping people figure out their next career move. Smith is betting that in many cases, the best place for a restless young person is simply another spot in Deloitte. This saves the company the $150,000 cost of losing an employee--not to mention the stress for employees of changing jobs.

Old assumptions about what employees value in the workplace don't always apply with Gen Y. Friendship is such a strong motivator for them that Gen Y workers will choose a job just to be with their friends. Boston-based Gentle Giant Moving once hired an entire athletic team. "It looked like a great work environment because of the people," says rower Niles Kuronen, 26. "It was huge to be able to work with friends." It feels normal for Gen Y employees to check in by BlackBerry all weekend as long as they have flexibility during the week. Sun Microsystem's telecommuting program, for example, has kicked into high gear in response to Generation Y's demands. Today more than half of Sun's employees work remotely.

Generation Y's search for meaning makes support for volunteering among the benefits it values most. More than half of workers in their 20s prefer employment at companies that provide volunteer opportunities, according to a recent Deloitte survey. The software company Salesforce.com gives 1% of profits to its foundation, which pays for employees to volunteer 1% of their work time. Salesforce.com staff will do 50,000 hours of community service this year. "This program has dramatically increased our ability to recruit and retain high-quality employees," says CEO Marc Benioff. It's what attracted Eliot Moore, 26. "When I heard about the Salesforce.com Foundation, it was plus after plus for me," he says. "It's a way to take the skills I learned in the corporate arena and give back to the community without leaving the company."

Understanding Generation Y is important not just for employers. Older workers--that is, anyone over 30--need to know how to adapt to the values and demands of their newest colleagues. Before too long, they'll be the bosses.

Το άρθρο της Penepole Trunk δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Time στις 5 Ιουλίου 2007.

Thursday, July 26, 2007

Μένουν με τον μπαμπά και τη μαμά και έχουν μισθό... χαρτζιλίκι

Από τον Ηλία Μαρούτση,

Η σιωπηρή πλειονότητα των νέων Ελλήνων, της υπερ- εργασίας και της υπο-αμοιβής. Της υπερχρέωσης και της ανασφάλειας». Αυτή είναι η «γενιά 700», δηλαδή η γενιά που αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα. Που έμαθε να ζει με το φάσμα της ανεργίας, που ακόμα συντηρείται από την οικογένεια και που κάνει δύο δουλειές για να ξεπληρώσει το «όνειρο» που νόμισε ότι μπορούσε να αγοράσει με δανεικά.

Πλέον η «γενιά 700» αρχίζει να αποκτά συνείδηση της κατάστασής και προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της. Πριν από λίγο καιρό κάποιοι νέοι πήραν την πρωτοβουλία και δημιούργησαν ένα ομώνυμο blog στο Internet, για να μοιραστούν μαζί με άλλους τους προβληματισμούς τους και να ενώσουν τις φωνές τους. Κάποιοι ξαφνιάστηκαν και κάποιοι πίστεψαν ότι είναι ένα ακόμα πυροτέχνημα και τίποτα παραπάνω.

Η γενιά αυτή όμως υπάρχει. Η έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων «Μarc» σε νέους ηλικίας 18 - 30 ετών, αποτυπώνει ανάγλυφα τη σκληρή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, που βιώνει η νέα γενιά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που δημοσιεύει σήμερα το «Εθνος της Κυριακής», το 56% των νέων ηλικίας 18 έως 30 ετών που εργάζονται αμείβονται με λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα.

Η μάχη είναι άνιση για τις γυναίκες, καθώς το ποσοστό όσων ο μισθός δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ φτάνει το 65,2%. Ανάλογα με την ηλικία, σε κάπως καλύτερη κατάσταση φαίνεται να βρίσκονται όσοι πλησιάζουν τα 30. Στις ηλικίες 28 με 30 το ποσοστό όσων αμείβονται με 700
ευρώ είναι 44,5%, ενώ στις ηλικίες 22 με 24, 86,8%.

Και αυτό μπορεί να είναι το καλό σενάριο, αφού όπως προκύπτει από την έρευνα της «Μarc» ένας στους δύο νέους είναι άνεργος. Ειδικότερα το 50,3% δήλωσαν ότι εργάζονται και το 49,7% ότι δεν εργάζονται. Χωρίς δουλειά είναι το 79,5% των νέων μεταξύ 18 και 21 ετών, το 62,6% των νέων μεταξύ 22 και 24 ετών, το 31,5% μεταξύ 25 και 27 ετών και το 25,5% των νέων ηλικίας από 28 έως 30.

Το ποσοστό αυτό θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό αφού ένας στους τέσσερις νέους περιμένει να αρχίσει τη ζωή του μετά τα 30.

Μέχρι την ηλικία αυτή μόνο το 29,5% των νέων έχουν καταφέρει να είναι πλήρως ανεξάρτητοι από την οικογένειά τους, ενώ το 31,4% συντηρούνται αποκλειστικά από τους γονείς τους. Στις ηλικίες που θεωρητικά οι νέοι θα μπορούσαν να στηριχθούν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις, έχοντας τελειώσει σε μεγάλο βαθμό από τις υποχρεώσεις τους για σπουδές, δηλαδή από τα 25 έως τα 30, παρατηρείται ότι το 67% των νέων ηλικίας 25 έως 27 και το 36,3% ηλικίας 28 έως 30 ετών δέχονται ακόμα κάποιας μορφής οικονομική ενίσχυση από τους γονείς τους.

Η ταυτότητα της έρευνας

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την MARC Α.Ε. για λογαριασμό του «Έθνους της Κυριακής».

Χρόνος διεξαγωγής: η συλλογή των στοιχείων έγινε από τις 03/07 έως τις 11/07/07. Περιοχή: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Πάτρα, Λάρισα. Πληθυσμός: Νέοι, 18 - 30 ετών. Μέγεθος Δείγματος: 800 νοικοκυριά.Τεχνική συλλογής πληροφοριών: Συνεντεύξεις βάσει ηλεκτρικού ερωτηματολογίου, με ειδικό λογισμικό που έχει αναπτύξει η MARC Α.Ε. Μέθοδος δειγματοληψίας: Πολυσταδιακή τυχαία δειγματοληψία με χρήση quota ως προς τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, το φύλο και την ηλικία.

Το άρθρο του Ηλία Μαρούτση δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής 22-7 στο πλαίσιο παρουσίασης έρευνας για τη γενιά των 700 ευρώ στην Ελλάδα. Συμπληρωματικά μπορείτε να διαβάσετε τα άρθρα των Κλάρα Γενιτσαριώτη και Φοίβου Καρζή "Η οικογένεια τους σώζει από τη φτώχεια" και "Πανεπιστήμιο ή Ταμιευτήριο" αντίστοιχα.

Tuesday, July 24, 2007

Ημέρα Δημοκρατίας: λιγότεροι παράγοντες περισσότεροι απλοί πολίτες

Πριν από 33 χρόνια, στις 24 Ιουλίου 1974, η γενιά του 114 μαζί με τη γενιά του Πολυτεχνείου, οι δύο σημαντικότερες μεταπολεμικές γενιές, απεκατέστησαν τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης σταθεροποίησαν τη λειτουργία του πολιτεύματος, δημιούργησαν νέους δημοκρατικούς θεσμούς, πέτυχαν την εθνική συμφιλίωση και κατάφεραν να εντάξουν την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, η δημοκρατία μας χρειάζεται ανανέωση, εμβάθυνση και νέα διεύρυνση. Το μεταπολιτευτικό πρότυπο αντιπροσώπευσης βαδίζει ασθμαίνοντας. Η πρόκληση δεν είναι τόσο θεσμική, όσο κυρίως πολιτική. Σήμερα επιβάλλεται να αποκτήσει φωνή η μεγάλη ανεκπροσώπητη και σιωπηλή πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, και να παραμεριστούν οι μικρές ευνοημένες μειοψηφίες τα συμφέροντα των οποίων υπερεκπροσωπούνται.

Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, κου Κάρολου Παπούλια, για λιγότερους παράγοντες και περισσότερους απλούς πολίτες, στη σημερινή δεξίωση για τον εορτασμό της 33ης επετείου από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, συμβολίζει την ανάγκη για ουσιαστική ανανέωση της δημοκρατίας και συνιστά άνοιγμα προς την κοινωνία των πολιτών.

Υπό το πρίσμα της παραπάνω λογικής στη σημερινή εκδήλωση θα παρευρεθούν και bloggers. Ανάμεσά τους και ένας εκπρόσωπος της G700. Η πρόσκληση της εναλλακτικής κίνησης του διαδικτύου «γενιά των 700 ευρώ» στο Προεδρικό Μέγαρο μας τιμά. Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστούμε.

Friday, July 20, 2007

Γιατί οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν παιδιά

Από την Katinka Barysch

Οι Ευρωπαίοι ζούνε περισσότερο, δουλεύουν λιγότερο και κάνουν λιγότερα παιδιά. Αν συνεχίσουν έτσι, σύντομα δεν θα είναι εις θέση να καταβάλουν τις συντάξεις στους ολοένα αυξανόμενους συνταξιούχους τους. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί χρειάζεται να κάνουν περισσότερα από το να ξύνουν απελπισμένοι τα (γκρίζα) κεφάλια τους. Χρειάζεται να δουν τι είναι δυνατό να γίνει για να επιβραδυνθούν -ίσως και να αντιστραφούν- οι σημερινές τάσεις.

Αυτό ακριβώς έκαναν όσοι συμμετείχαν στην «οικονομική σύνοδο του Μονάχου» στην οποία συμμετείχαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους ειδήμονες στο θέμα αυτό. Ο μέσος δείκτης γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι 1.5, πολύ κάτω από το 2.1 που είναι το ελάχιστο προκειμένου να μείνει σταθερός ο πληθυσμός.

Στη Γερμανία και την Ιταλία βρίσκεται κοντύτερα στο 1, πράγμα που σημαίνει πως κάθε γενιά είναι κατά 60% μικρότερη από την προηγούμενη. Ακόμα πιο ανησυχητικό -και λιγότερο γνωστό- είναι το γεγονός πως τα δημογραφικά μεγέθη (η αύξηση αλλά και η μείωση του πληθυσμού) εξελίσσονται με γεωμετρική πρόοδο. Στη Γερμανία ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται το 1960, πολύ πριν την Ιταλία, την Ισπανία κι άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Τη δεκαετία του 1990 η Γερμανία δε διέθετε πλέον αρκετές μητέρες στην αναπαραγωγική ηλικία των 20-30 ετών.

Μια χώρα που παρουσιάζει για πολύ καιρό χαμηλούς δείκτες γεννητικότητας καταλήγει παγιδευμένη σε «δημογραφική φάκα».

Ένας άλλος παράγοντας που σπάνια λαμβάνεται υπόψη είναι η σχέση της δημογραφίας με την οικονομική γεωγραφία. Τις περιοχές σε δημογραφική παρακμή τείνουν να τις εγκαταλείπουν οι νεότεροι και πιο καταρτισμένοι κάτοικοί τους -και οι γυναίκες μετακινούνται ευκολότερα από τους άνδρες.

Τα ανατολικογερμανικά κρατίδια εικονογραφούν με τρομακτικό τρόπο το γεγονός αυτό: ο αριθμός των νέων κατέρρευσε, αφήνοντας σε μερικές περιοχές μόνο τους ηλικιωμένους. Μεταξύ του 10% του πληθυσμού που εγκατέλειψε τα ανατολικά κρατίδια, οι γυναίκες είναι κατά πολύ πολυπληθέστερες των ανδρών. Σε μερικές πόλεις σήμερα αντιστοιχούν 16 άνδρες για 10 γυναίκες. Το γεγονός μάλιστα πως οι περισσότεροι ανάμεσά στους εναπομείναντες άνδρες είναι ανειδίκευτοι και άνεργοι δεν ευνοεί την επιστροφή των γυναικών.

Παρόμοια είναι η κατάσταση σε ορισμένες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και του νότου.

Η γήρανση της Ευρώπης δεν θα είναι ομοιόμορφη.

Περιοχές που γνωρίζουν δημογραφική άνθηση θα γειτνιάζουν με άλλες, που θα κατοικούνται μόνο από ογδοντάχρονους -και αγριεμένους νεαρούς άνδρες.

Κανείς ακόμα δεν εξετάζει στα σοβαρά την μικρο-διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος.

Όλα όμως τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα αναγκαστούν πολύ σύντομα να αντιμετωπίσουν την αύξηση (σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τον διπλασιασμό) του δείκτη των συνταξιούχων ανά εργαζόμενο.

Οι εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα είναι γνωστές: ή αυξάνουμε τους μετανάστες ή αυξάνουμε τις γεννήσεις. Κι οι δύο όμως λύσεις έχουν τα όριά τους, πράγμα που οδηγεί τον Βλάντιμιρ Σπίντλα (Vladimir Špidla) τον Τσέχο σοσιαλδημοκράτη επίτροπο της ΕΕ για τις κοινωνικές υποθέσεις να επαναλαμβάνει πως όλοι οι μεγάλοι τομείς πολιτικής -η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση, η φορολογία, η αγορά εργασίας, οι υποδομές- θα πρέπει να αποκτήσουν και μία δημογραφική διάσταση.

Η υπογεννητικότητα είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα -ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνει κατά 200,000 ημερησίως, ή κατά μία Ελβετία κάθε έξι εβδομάδες.

Μερικές μάλιστα από τις περιοχές όπου αυξάνεται ταχύτερα ο πληθυσμός -όπως η βόρειος Αφρική και η Μέση Ανατολή- γειτνιάζουν με την Ευρώπη. Τα παιδιά και οι έφηβοι αντιπροσωπεύουν πάνω από τους μισούς κατοίκους του Ιράκ και της Σομαλίας. Πολλοί ανάμεσά τους ονειρεύονται να μεταναστεύσουν για να βρουν ομαλότερες συνθήκες ζωής και καλύτερη εργασία.

Η μετανάστευση όμως μόνο να ανακουφίσει μπορεί το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης. Σε καμία περίπτωση δεν είναι εις θέση να το επιλύσει.

Όπως λέει ο Χανς-Βέρνερ Σιν (Hans-Werner Sinn), επικεφαλής του ινστιτούτου IFO, που οργάνωσε το συνέδριο του Μονάχου, ακόμα κι αν οι μετανάστες έμεναν για πάντα νέοι τα κράτη-μέλη της ΕΕ των 15, θα χρειάζονταν 200 εκατομμύρια μετανάστες μόνο και μόνο για να διατηρήσουν σταθερή τη σχέση συνταξιούχων ανά εργαζόμενο έως το 2035.

Αν οι κυβερνήσεις αρκούνταν στη μετανάστευση για να λυθεί το πρόβλημα, το όριο συνταξιοδότησης θα έπρεπε να φθάσει στα. 77 χρόνια.

Αντί αυτού οι κυβερνήσεις συνήθως υιοθετούν μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνουν σταδιακή άνοδο της ηλικίας συνταξιοδότησης, περικοπές στις συντάξεις και πρόσθεση αυτοχρηματοδοτούμενων συνταξιοδοτικών «πυλώνων».

Ενδιαφέρουσες από την άποψη αυτή είναι οι μεταρρυθμίσεις στη Σουηδία, την Πολωνία και την Λετονία.

Εκεί καθιερώθηκαν συστήματα σταδιακής (pay as you go) καταβολής συνταξιοδοτικών εισφορών, που κατατίθενται σε έναν ατομικό λογαριασμό. Καθώς το ύψος της σύνταξης του κάθε εργαζόμενου εξαρτάται από τις εισφορές του, το σύστημα δίνει κίνητρο στους εργαζόμενους να συνταξιοδοτηθούν όσο το δυνατό αργότερα.

Στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι μεταρρυθμίσεις ήταν υπερβολικά δειλές, γεγονός που ίσως να σχετίζεται με το αυξανόμενο πολιτικό βάρος των ηλικιωμένων Ευρωπαίων, που όχι μόνο αυξάνουν συνέχεια, αλλά είναι κατά πολύ πιο δραστήριοι πολιτικά.

Στις τελευταίες αμερικανικές προεδρικές εκλογές π.χ. ψήφισε το 70% όσων ήταν πάνω από 65 ετών, αλλά μόλις το 1/3 όσων ανήκαν στην ηλικιακή κατηγορία 18-24.

Τα ασφαλιστικά συστήματα θα έπρεπε να μεταρρυθμιστούν τώρα, πριν βγει στη σύνταξη η γενιά του μπέιμπι-μπουμ. Πολιτικά όμως, αυτό μοιάζει μάλλον απίθανο.

Εντωμεταξύ οι πολιτικές στήριξης της οικογένειας γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Η ομόφωνη ετυμηγορία των οικονομολόγων που συγκεντρώθηκαν στο Μόναχο πάντως, ήταν πως η αύξηση της γεννητικότητας δεν θα σώσει βραχυπρόθεσμα τα ασφαλιστικά συστήματα στην Ευρώπη. Ακόμα κι αν διπλασιάζονταν άμεσα οι γεννήσεις, θα χρειάζονταν 30 χρόνια για να γίνει αισθητό το γεγονός αυτό στη σχέση συνταξιούχων ανά εργαζόμενο.

Μακροπρόθεσμα όμως, η Ευρώπη θα χρειαστεί περισσότερα μωρά για να αντισταθμίσει τις οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης και της μείωσης του ενεργού της πληθυσμού.

Μπορούν -ή δικαιούνται- να παρέμβουν στον τομέα αυτό οι κυβερνήσεις;

Οι οικονομολόγοι υπολόγισαν πως η ανατροφή του κάθε παιδιού κοστίζει μεταξύ 150 και 300 χιλιάδων ευρώ, ενώ κάθε νέος εργαζόμενος συνεισφέρει 140 χιλιάδες ευρώ στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας του. Το κόστος της ανατροφής όμως το καταβάλουν σχεδόν αποκλειστικά οι γονείς, ενώ από τις εισφορές του κάθε παιδιού επωφελούνται εξίσου όλοι οι σφαλισμένοι, είτε έχουν παιδιά είτε όχι.

Μερικοί οικονομολόγοι συμπεραίνουν πως όσοι έχουν παιδιά θα έπρεπε να πληρώνουν λιγότερους φόρους και να παίρνουν μεγαλύτερες συντάξεις. 'Αλλοι θεωρούν πως η ανάπτυξη κρατικών υποδομών για τη φροντίδα και την εκπαίδευση των παιδιών είναι καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ όσων έχουν παιδιά.

Το γεγονός πως η Γαλλία προσφέρει ολοήμερη βρεφονηπιακή φροντίδα σε όλα τα παιδιά ίσως να έχει παίξει ρόλο στον εντυπωσιακό δείκτη γονιμότητας που παρουσιάζει. Ίσως όμως κι όχι: στη Γερμανία, τα ανατολικά κρατίδια έχουν περισσότερους βρεφονηπιακούς σταθμούς -αλλά λιγότερα παιδιά- σε σχέση με τη δύση.

Οι βιαστικές λύσεις δεν αρκούν: η Γαλλία εφαρμόζει πολιτικές στήριξης της οικογένειας από το 1870. Στη Σκανδιναβία, η μέριμνα για τις γυναίκες και τα παιδιά αγκαλιάζει όλες τις πλευρές της ζωής. Ο Βρετανός συντηρητικός Ντέιβιντ Ουίλετς (David Willetts), ο «σκιώδης» υπουργός εκπαίδευσης, μιλάει για «κρατικό φεμινισμό» στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η επίδραση της θρησκείας επίσης δεν συνδέεται με τους δείκτες γονιμότητας. Σε πιο παραδοσιακές χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία -αλλά και η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, το Ιράν- οι δείκτες γονιμότητας είναι χαμηλοί. Αντίθετα αυξάνουν όπου οι γυναίκες μπορούν να συνδυάζουν καλύτερα τα οικογενειακά και τα επαγγελματικά τους καθήκοντα.

Το γαλλικό τριανταπεντάωρο δίνει περισσότερο ελεύθερο χρόνο στους γονείς. Οι ευέλικτες αγορές εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ διευκολύνουν τις γυναίκες να επιστρέψουν στη δουλειά τους μετά από το διάλειμμα της άδειας μητρότητας.

Στο σημείο αυτό η Γερμανία είναι σχεδόν παράδειγμα προς αποφυγή: οι σπουδές κρατάνε πάρα πολύ, συχνά πάνω από 20 χρόνια, πράγμα που αναγκάζει τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν για πρώτη φορά μετά τα 30 τους χρόνια. Σήμερα μάλιστα οι γυναίκες τείνουν να έχουν ψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τους άνδρες. Δυσκολεύονται όμως να βρουν σύντροφο, αφού πολλοί υψηλά αμειβόμενοι άνδρες προτιμούν γυναίκες που να ασχολούνται με τα οικιακά.

Πάνω από το 40% των Γερμανίδων θεωρεί πως η απόκτηση παιδιού θα σημάνει το τέλος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας. Δεν έχουν εντελώς λάθος: τα σχολεία κλείνουν το μεσημέρι και η ιδιωτική εκπαίδευση και φροντίδα είναι ακριβή. Οι θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης είναι σπάνιες και συχνά είναι κακοπληρωμένες και ανασφάλιστες.

Στη Γερμανία είναι σχεδόν αδύνατο να συνδυάσει κανείς την επαγγελματική σταδιοδρομία με την ανατροφή των παιδιών του. Όπως παραδέχεται η Ρεγκίνε Στάσελαους (Regine Stachelhaus), διευθύντρια της «χιούλετ πάκαρντ» στη Γερμανία, αν κατάφερε να πετύχει επαγγελματικά και οικογενειακά, το οφείλει στον μουσικό άνδρα της, που μπορούσε να μένει πολλές ώρες στο σπίτι.

Δεν είναι τυχαίο πως η κυρία Στάσελαους ήταν η μόνη γυναίκα εισηγητής στο διήμερο συνέδριο. Μέτρησα λιγότερες από 10 γυναίκες στους 150 συμμετέχοντες. Κι όμως θα 'λεγα πως οι γυναίκες θα είχαν πολλά να πουν για το πώς είναι να έχεις παιδιά, να συνδυάζεις δουλειά και οικογένεια και να φροντίζεις τους ηλικιωμένους.

Το άρθρο Why Europeans don' t have babies αναρτήθηκε στο «βρετανικό Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση» Centre for European Reform. Η συγγραφέας Katinka Barysch είναι επικεφαλής οικονομικών και διευθυντής του CER. Η μετάφραση του άρθρου έγινε από το team του PPOL.

Wednesday, July 18, 2007

Εάν το μέλλον είχε φωνή

Σήμερα, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, το δικαίωμα των μελλοντικών γενεών να ζήσουν σε έναν οικολογικά εξισορροπημένο και βιολογικά ποικίλο πλανήτη τίθεται υπό αμφισβήτηση. Με τα λόγια αυτά το γερμανικό Ίδρυμα για τα Δικαιώματα των Μελλοντικών Γενεών (FRFG) τοποθετεί το ζήτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης στο επίκεντρο της συζήτησης που διεξάγεται στη Γερμανία για την προστασία του περιβάλλοντος.

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι ασυνήθιστες κλιματικές αλλαγές, η άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών, ο περιορισμός της βιοποικιλότητας, η ανεξέλεγκτη υλοτομία και η επακόλουθη καταστροφή των μεγάλων δασών, είναι μονάχα μερικά από τα κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Όμως όλα ανεξαιρέτως συνιστούν την αρνητική συνέπεια των ατομικών και δημόσιων επιλογών των μελών που συγκροτούν τις σημερινές γενιές και ειδικά τη γενιά του baby boom.

Στην Ελλάδα το περιβαλλοντικό ζήτημα μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη διαθέτει την οξύτητα και την επιτακτικότητα με την οποία αυτό εμφανίζεται στα βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη, ωστόσο στη ζυγαριά του εθνικού οικολογικού ελλείμματος βαραίνουν μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα: η χαοτική πολεοδομική νομοθεσία, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ηχορύπανση, οι ανεξέλεγκτες χωματερές, η εξάρτηση από το λιγνίτη στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, η ελλειμματική διαχείριση των υδάτινων πόρων, η απουσία κτηματολογίου και δασικών χαρτών.

Στην Ελλάδα το οικολογικό έλλειμμα αποτελεί την αρνητική συνέπεια των ατομικών και συλλογικών επιλογών των μελών της γενιάς του πολυτεχνείου και του 114. Των γενιών που κυβέρνησαν τη χώρα στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά και αυτών που κυβερνούν σήμερα στις αρχές του 21ου αιώνα. Των γενιών που κέρδισαν τη δημοκρατία και διεύρυναν την ευημερία, όμως έχασαν σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα συμπεριλαμβανομένου και του περιβάλλοντος. Αλήθεια, ας αναρωτηθούμε για μια στιγμή πόσα δάση κάηκαν, πόσα ρέματα μπαζώθηκαν, πόσες ακτές περιφράχτηκαν και πόσα αυθαίρετα χτίστηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ελλάδα;

Το φαινόμενο αυτό συνεχίζεται και σήμερα. Σε τέτοιο βαθμό και τόσο ξεδιάντροπα που ζητήματα όπως η νομιμοποίηση αυθαίρετων οικισμών ή η άρνηση να δημιουργηθούν νέοι ΧΥΤΑ συνιστούν πάγια δημόσια πολιτική θέση των τοπικών κοινωνιών και κατ' επέκταση των περισσότερων πολιτικών συνδυασμών που δραστηριοποιούνται στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης σε αρκετές περιοχές της χώρας.

Εάν πριν από τριάντα χρόνια η γενιά μας ήταν σε θέση να αποφασίσει για το μέλλον της θέλουμε να πιστεύουμε ότι στο ζήτημα της περιβαλλοντικής προστασίας θα είχε πράξει διαφορετικά. Σε κάθε περίπτωση, και για να μη λέμε μεγάλα λόγια, είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι εάν οι μελλοντικές γενιές επέλεγαν εκ των προτέρων για το πώς θα είναι η χώρα στην οποία θα ζήσουν, σίγουρα θα διάλεγαν την αειφορία από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από το πετρέλαιο, την εξοικονόμηση ενέργειας από τη σπατάλη ενεργειακών πόρων, το δασολόγιο και το κτηματολόγιο από την έλλειψη ενός τόσο θεμελιώδη χωροταξικού σχεδιασμού, την ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου και την ουσιαστική εφαρμογή του από την επιφανειακή συμμόρφωση στους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Επειδή όμως το μέλλον δεν διαθέτει φωνή, η ευθύνη για την οικολογική κληρονομιά που θα αφήσουμε επαφίεται σε όλους εμάς, νέους και παλιούς, που σε πενήντα χρόνια από τώρα θα κληθούμε να πληρώσουμε τις συνέπειες των επιλογών που κάνουμε σήμερα.

Γι’ αυτό λοιπόν είναι περισσότερο από σοφό να συνάψουμε μια οικολογική διαγενεακή συμφωνία, ένα περιβαλλοντικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, όπου θα δεσμευτούμε για την επίτευξη συγκεκριμένων μετρήσιμων στόχων. Μέχρι το 2020, όπως άλλωστε συμφωνήθηκε στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής τον Μάρτιο του 2007, πρέπει:

  • να έχουμε μειώσει κατά 30% τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου
  • να παράγουμε το 20% της ενέργειας που χρειαζόμαστε από ανανεώσιμες πηγές
  • να έχουμε αντικαταστήσει τη βενζίνη και το ντίζελ σε ποσοστό 10% από πιστοποιημένα οικολογικά βιοκαύσιμα
  • να είμαστε σε θέση να λειτουργούμε εξοικονομώντας το 20% της απαιτούμενης ενέργειας
  • να ανακυκλώνουμε το 80% του βάρους των απορριμμάτων συσκευασίας (πάνω από 55% μέχρι το τέλος του 2008 σύμφωνα με την οδηγία 2004/12/ΕΚ).

Ταυτόχρονα πρέπει να δεσμευτούμε ότι μέσα στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2010:

  • θα προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια του δημοσίου
  • θα ενσωματώσουμε πλήρως όλες τις κοινοτικές οδηγίες και τους διεθνείς κανόνες στο εσωτερικό δίκαιο: Συνθήκη του Κιότο, οδηγία 2002/88ΕΚ και 2004/26/ΕΚ σχετικά με τον περιορισμό της εκπομπής αερίων και σωματιδίων ρύπων, οδηγία 2006/60/ΕΚ για τους υδάτινους πόρους, οδηγία 2005/35/ΕΚ για τη ρύπανση της θάλασσας από πλοία.
  • θα ολοκληρώσουμε και θα καταθέσουμε χάρτες θορύβου όχι μόνο για αστικές περιοχές άνω των 250 χιλιάδων κατοίκων όπως επιτάσσει η ΕΕ, αλλά και μικρότερων.
  • θα ενισχύσουμε τον κανονισμό REACH για τη χημική βιομηχανία
  • θα ολοκληρώσουμε επιτέλους τον χωροταξικό σχεδιασμό.

Απαιτείται λοιπόν μια οικολογική διαγενεακή συμφωνία καθώς και η πραγμάτωση συγκεκριμένων επιμέρους στόχων στο πλαίσιο αυτής. Αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά τότε είναι επόμενο ότι τη συμπεριφορά μας σήμερα θα την πληρώσουν οι επόμενοι αύριο.


Monday, July 16, 2007

FRFG: New Ecological Generational Contract

For the first time in history, the right of future generations to live on an ecologically intact, biologically varied planet is in danger. The greenhouse effect, for instance, is a byproduct of non-sustainable political environmental action that serves only the current generation.

Our current form of energy production is based on the exploitation of fossil fuels, which on one hand allows for uniquely high standard of living, but on the other forces enormous externalities upon the middle- to long-term future generations. Scientific research has determined that present energy policies of the generation now in power lead to the accumulation of carbon dioxide in the atmosphere, which aggravates the natural greenhouse effect and raises temperatures worldwide. We are already experiencing some of these disastrous consequences, for example the creation of refugees, flooding and conflicts.

In addition, intergenerational justice has been a leading argument to protect our natural resources and the Earth’s foundations for life from the beginning of the environmental movement. This is reason enough for the FRFG to work extensively on ecological intergenerational justice. Already in its first youth congress (1997), it supported a new “ecological generational contract” to specify our relationship to nature within a new framework.

Διαβάστε ολόκληρη την άποψη του Γερμανικού Ιδρύματος για τα Δικαιώματα των Μελλοντικών Γενεών (Foundation for the Rights of Future Generations, FRFG) σχετικά με το ζήτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Friday, July 13, 2007

Καπιταλισμός με περιορισμούς

Από τον Γιώργο Παγουλάτο

Θα ξεκινήσω με ένα κουίζ. Από ποια βρετανική εφημερίδα προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα; «Ενας κόσμος στον οποίο μια παγκόσμια πλουτοκρατική τάξη πληρώνει χαμηλούς ή ανύπαρκτους φόρους, επωφελούμενη ωστόσο από τη σταθερότητα που εξασφαλίζει η φορολόγηση του “λαουτζίκου” (the little people), ένας τέτοιος κόσμος λοιπόν δεν είναι διατηρήσιμος».

Είναι ο Socialist Worker; Η Morning Star (όργανο του βρετανικού κομμουνιστικού κόμματος); Ή έστω η κεντροαριστερή Guardian; Καμία από τις παραπάνω. Πρόκειται για το κύριο άρθρο των Financial Times της 25/6. Οταν η σοβαρότερη οικονομική εφημερίδα του αγγλόφωνου καπιταλισμού χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα, ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση.

Ολες οι σοβαρές μετρήσεις διεθνώς λένε περίπου την ίδια ιστορία: από το ’80-90 κι έπειτα, με κορύφωση την τελευταία δεκαετία, μεγαλώνει διαρκώς η απόσταση που χωρίζει το πλουσιότερο 10% (ακόμα περισσότερο: το πλουσιότερο 1%) των δυτικών κοινωνιών από τα μεσαία στρώματα και από την υπόλοιπη κοινωνία. Η δε θέση των φτωχότερων στρωμάτων με πραγματικούς όρους παραμένει στάσιμη, αν δεν επιδεινώνεται. Η τάση αφορά κυρίως τις αγγλοσαξονικές χώρες, αλλά εμφανίζεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Το δίλημμα μεταξύ παραγωγής πλούτου και αναδιανομής του είναι πανάρχαιο. Ο σοσιαλισμός νόμιζε ότι το επέλυσε υπέρ της ισότητας, μέχρι που κατέρρευσε από τη φτώχεια. Υπάρχουν τρία κρίσιμα ερωτήματα.

Πρώτον, η συσσώρευση πλούτου και ανισότητας βελτιώνει αντίστοιχα τη συλλογική ευημερία και τη θέση των οικονομικά αδυνάτων; Αν όχι, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε την προτεραιότητα μιας ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης, που οι καρποί της καταλήγουν μόνο στο πλουσιότερο 5%-10% της εισοδηματικής κλίμακας. Το σιωπηρό «κοινωνικό συμβόλαιο» της παγκοσμιοποίησης είναι ότι οι κερδισμένοι χρησιμοποιούν μεγάλο μέρος των ωφελειών τους για να αποζημιώνουν τους χαμένους, τόσο μεταξύ χωρών (Βορράς - Νότος) όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Αυτό πράγματι συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες, όπου ο πλούτος που δημιουργούν οι ελεύθερες αγορές αναδιανέμεται στην κοινωνία μέσω υψηλής φορολόγησης και κοινωνικού κράτους. Αλλιώς οι δημοκρατίες, όπως λέει ο Stiglitz, μετατρέπονται σε πλούσιες χώρες φτωχών ανθρώπων.

Ερώτημα δεύτερο: η συσσώρευση πλούτου από την απεριόριστη κινητικότητα κεφαλαίου οδηγεί σε αυξημένες παραγωγικές δυνατότητες; Τα εισερχόμενα κεφάλαια παράγουν πραγματικές επενδύσεις, εισάγουν νέα τεχνολογία, δημιουργούν θέσεις εργασίας; Η απάντηση στα παραπάνω, όταν μιλάει κανείς για ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (private equity funds) και αντισταθμιστικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου (hedge funds), δεν είναι αυτονόητα θετική, και συχνότατα είναι αρνητική. Σε πολλές περιπτώσεις τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια στην Ευρώπη μετέτρεψαν θέσεις εργασίας σε θέσεις ανεργίας, απογύμνωσαν ανθηρές επιχειρήσεις από πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία, μετακύλισαν στο φορολογικό σύστημα το κόστος εξυπηρέτησης του υπερδανεισμού τους. Βρετανός μέτοχος ενός private equity fund διερωτάτο στους Financial Times πώς είναι δυνατόν να φορολογείται χαμηλότερα από την καθαρίστριά του! Ετσι όμως ο «νέος καπιταλισμός» της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας υποσκάπτει τον «παλιό» δημιουργικό καπιταλισμό των παραγωγικών επενδύσεων, της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.

Υπάρχει ένα τρίτο βαθύτερο ερώτημα, που βρίσκεται στο στόμα οποιουδήποτε έχει επίγνωση της ιστορικότητας του καπιταλισμού: τι σημαίνει για τη δημοκρατία η δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης «πλουτοκρατικής τάξης»; Ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί στο κενό: είναι εμπεδωμένος σε εθνικές δημοκρατικές κοινωνίες με ιστορικούς θεσμούς και πλουραλισμό αξιών. Οι δημοκρατίες στηρίζονται στη συναίνεση ή έστω τη σιωπηρή αποδοχή της πλειονότητας. Οταν το σύστημα αρχίζει να λειτουργεί εμφανώς για λογαριασμό των λίγων σε βάρος των πολλών, τότε είτε η δημοκρατία κλονίζεται είτε ο καπιταλισμός μεταρρυθμίζεται.

Στις δεκαετίες ‘70 και ‘80, οι φονταμενταλιστές της αγοράς είχαν τις συνθήκες με το μέρος τους. Τα επιχειρήματά τους κέρδιζαν τη μάχη των ιδεών. Στις αποτυχίες του κράτους, το στασιμοπληθωρισμό, την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα προέταξαν επιτυχώς τη νομισματική σταθερότητα, την αποδοτικότητα των αγορών, τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού και του ελεύθερου εμπορίου. Το φιλελεύθερο τρίπτυχο έβγαλε πράγματι τις δυτικές οικονομίες από την κρίση, βάζοντάς τις σε τροχιά μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης. Ομως ορισμένες πτυχές του (νεο)φιλελεύθερου οικονομικού πακέτου (με κεντρική την πλήρη χρηματοοικονομική απελευθέρωση) αποδεικνύονται τώρα προβληματικές.

Η κριτική αυτή θεώρηση δεν συνιστά σε καμία περίπτωση επιστροφή στην οικονομική εσωστρέφεια και τον προστατευτισμό, ούτε άρση της ενιαίας αγοράς που στηρίζει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ούτε την αναβίωση αποτυχημένων συνταγών «σοσιαλισμού σε μια χώρα» ή αναδιανομής με δανεικά. Δεν υποδεικνύει πάγωμα της μεταρρύθμισης υπερχρεωμένων συνταξιοδοτικών συστημάτων, ούτε τη διατήρηση εργασιακών ρυθμίσεων που αγνοούν τις ανάγκες ευελιξίας και στραγγαλίζουν την επιχειρηματικότητα. Είναι σαφής η γραμμή που χωρίζει τις σύγχρονες προοδευτικές ευρωπαϊκές λύσεις από τους κρατικίστικους λαϊκισμούς ή την επιτήδεια απραξία.

Υποδεικνύει όμως έναν ενεργό και ευφυή ρόλο του κράτους σε εθνικό επίπεδο. Ισχυρότερο ρυθμιστικό και –επιτέλους– αναδιανεμητικό ρόλο της Ε.Ε. σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και κυρίως, πρωτοβουλίες προοδευτικής διακυβέρνησης της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης σε υπερεθνικό επίπεδο. Η αποδοτική λειτουργία των αγορών δεν είναι αυτοσκοπός, ιδίως όταν οδηγεί σε συλλογικά δυσμενείς διανεμητικές συνέπειες. Για να θυμηθούμε τον James Tobin, δεν θα έβλαπτε ξανά, αντί γράσου, λίγη άμμος στις ρόδες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας.

Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 1 - 7 - 2007 στην Καθημερινή της Κυριακής.

Wednesday, July 11, 2007

The Trap

Are young Americans more interested in selling out than changing the world? Daniel Brook's new book argues that 20-somethings are forced to choose between living by their ideals or making a living.

By Astra Taylor

Before I begin, I should confess to being one of those people prone to bemoaning the state of the world and wondering what's wrong with my generation. At more than one antiwar event, geriatric radicals have far outnumbered young ones, which has left me feeling demoralized and forlorn. Dedicated young activists exist, but they're a minority; my cohort's general quiescence on Iraq and nonchalance about climate change -- not to mention a zillion other issues -- don't reassure me about the future. (And don't tell me the kids are all off organizing online. The median age of the average progressive blog reader -- the backbone of the netroots -- is my mother's age.)

We're accustomed to thinking of young people and students as the barometer of social change, so explaining this youthful inertia has become something of a national pastime, one that's made it all the way to the opinion pages of the New York Times, the Washington Post, and the International Herald Tribune. Theories abound. Many point out that the war in Iraq is being fought by an all-volunteer army (which has even inspired some frustrated progressives to call for a reinstitution of the draft to invigorate campus activism). Others claim my peers' cynicism stems from a lack of contemporary examples of successful collective action. But more often than not, the problem is conceived as cultural. Members of the emerging generation -- post-Watergate, post-Monica Lewinsky, weaned on irony and satire -- expect the government to deceive them and are hardly surprised, let alone outraged, when their expectations are met. Insulated from the suffering of the offline world by the virtual universe of Facebook, MySpace, and YouTube, some speculate that kids today are just too narcissistic, materialistic or distracted to care.

Daniel Brook, author of "The Trap: Selling Out to Stay Afloat in Winner-Take-All America," would bristle at these descriptions of his age group. Instead, he provides ample evidence to back up another popular theory. Young people aren't particularly self-absorbed or apathetic -- they're overworked and indebted. Today's 20- and 30-somethings are so busy struggling to make ends meet, they simply don't have time to take to the streets.

For anyone who read Tamara Draut's "Strapped" or Anya Kamenetz's "Generation Debt," two excellent descriptions of the perilous economic realities assailing young people today, Brook's primary point will be familiar: Compared with our parents at the same age, we're working longer hours for less money, reduced job security, slashed benefits and fewer social services. Over the last four decades, as the income gap has exploded, opportunities for social mobility have declined -- dramatically. But Brook, more than the other authors, is concerned with the social implications of this transformation. Given these unpalatable truths, what's a youthful idealist to do?

Διαβάστε ολόκληρη τη βιβλιοκριτική της Astra Taylor στο βιβλίο του Daniel Brook, "The Trap: Selling Out to Stay Afloat in Winner-Take-All America".

Tuesday, July 10, 2007

The Geology of Mankind: The Anthropocene

By Paul J. Crutzen

For the past three centuries, the effects of humans on the global environment have escalated. Because of these anthropogenic emissions of carbon dioxide, global climate may depart significantly from natural behaviour for many millennia to come.

It seems appropriate to assign the term ‘Anthropocene’ to the present, in many ways human-dominated, geological epoch, supplementing the Holocene — the warm period of the past 10–12 millennia. The Anthropocene could be said to have started in the latter part of the eighteenth century, when analyses of air trapped in polar ice showed the beginning of growing global concentrations of carbon dioxide and methane. This date also happens to coincide with James Watt’s design of the steam engine in 1784.

Mankind’s growing influence on the environment was recognized as long ago as 1873, when the Italian geologist Antonio Stoppani spoke about a “new telluric force which in power and universality may be compared to the greater forces of earth,” referring to the “anthropozoic era”.

And in 1926, V. I. Vernadsky acknowledged the increasing impact of mankind: “The direction in which the processes of evolution must proceed, namely towards increasing consciousness and thought, and forms having greater and greater influence on their surroundings.” Teilhard de Chardin and Vernadsky used the term ‘noösphere’ — the ‘world of thought’ — to mark the growing role of human brain-power in shaping its own future and environment.

The rapid expansion of mankind in numbers and per capita exploitation of Earth’s resources has continued apace. During the past three centuries, the human population has increased tenfold to more than 6 billion and is expected to reach 10 billion in this century. The methane-producing cattle population has risen to 1.4 billion. About 30–50% of the planet’s land surfaceis exploited by humans. Tropical rainforests disappear at a fast pace, releasing carbon dioxide and strongly increasing species extinction. Dam building and river diversion have become commonplace. More than half of all accessible fresh water is used by mankind. Fisheries remove more than 25% of the primary production in upwelling ocean regions and 35% in the temperate continental shelf. Energy use has grown 16-fold during the twentieth century, causing 160 million tonnes of atmospheric sulphur dioxide emissions per year, more than twice the sum of its natural emissions. More nitrogen fertilizer is applied in agriculture than is fixed naturally in all terrestrial ecosystems; nitric oxide production by the burning of fossil fuel and biomass also overrides natural emissions. Fossil-fuel burning and agriculture have caused substantial increases in the concentrations of ‘greenhouse’ gases — carbon dioxide by 30% and methane by more than 100% — reaching their highest levels over the past 400 millennia, with more to follow.

So far, these effects have largely been caused by only 25% of the world population. The consequences are, among others, acid precipitation, photochemical ‘smog’ and climate warming. Hence, according to the latest estimates by the Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC), the Earth will warm by 1.4–5.8 °C during this century. Many toxic substances are released into the environment, even some that are not toxic at all but nevertheless have severely damaging effects, for example the chlorofluorocarbons that caused the Antarctic ‘ozone hole’ (and which are now regulated). Things could have become much worse: the ozone-destroying properties of the halogens have been studied since the mid-1970s. If it had turned out that chlorine behaved chemically like bromine, the ozone hole would by then have been a global, yearround phenomenon, not just an event of the Antarctic spring. More by luck than by wisdom, this catastrophic situation did not develop.

Unless there is a global catastrophe — a meteorite impact, a world war or a pandemic —mankind will remain a major environmental force for many millennia. A daunting task lies ahead for scientists and engineers to guide society towards environmentally sustainable management during the era of the Anthropocene. This will require appropriate human behaviour at all scales, and may well involve internationally accepted, large-scale geo-engineering projects, for instance to ‘optimize’ climate. At this stage, however, we are still largely treading on terra incognita.

Το ανωτέρω άρθρο του νομπελίστα Ολλανδού καθηγητή, Paul J. Crutzen , δημοσιεύτηκε το 2002 στο περιοδικό Nature, και αποτελεί επανάληψη της αρχικής πρότασης-θέσης που διατύπωσε σε συνεργασία με τον καθηγητή Eugene F. Stoermer στα πλαίσια του International Geosphere-Biosphere Programme το 2000.

Monday, July 9, 2007

Αναθεωρήστε τη στάση σας για το περιβάλλον

Φωτό που τράβηξε η G700 κατά τη χθεσινή συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα για την πυρκαγιά στην Πάρνηθα. Η διαδήλωση ήταν νεανική και πολυπληθής. Το ερώτημα όλων είναι τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα για την καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα για το επίμαχο ζήτημα της δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης, ζήτημα στο οποίο τα τελευταία χρόνια έχουμε πιάσει και πάλι πάτο;

Sunday, July 8, 2007

Το κίνημα των Ελλήνων bloggers

Αν μέχρι σήμερα ο Ελληνας blogger ήταν ένας τύπος που πληκτρολογούσε σκέψεις κρυμμένος πίσω από την οθόνη του, τα πράγματα φαίνεται πως αλλάζουν.

ΣΗΜΕΡΑ στις 7 μ.μ. οι bloggers της Αθήνας θα συγκεντρωθούν στο σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος και θα διαμαρτυρηθούν για την καταστροφή της Πάρνηθας.

Ομως, αν η πυρκαγιά που κατέκαψε τον Εθνικό Δρυμό είναι η αιτία για τη σημερινή διαδήλωση, για τη μαζική κινητοποίηση των bloggers αποτελεί απλώς την αφορμή. Οπως αφορμή απετέλεσαν και τα κείμενα της Αμαλίας Καλυβίνου όταν προ μερικών μηνών επέτρεψαν σε κάθε μοναχικό «κομπιουτερά» να ονειρευτεί πως με το πληκτρολόγιό του μπορεί να αλλάξει κάτι, όχι μόνο στο διαδίκτυο που εκτείνεται από τη μία άκρη των οπτικών ινών ώς την άλλη, αλλά στον πραγματικό κόσμο.

Διαβάστε το αφιέρωμα της Καθημερινής για τους Έλληνες bloggers , με τίτλο Το κίνημα των Ελλήνων bloggers: αναπτύσσεται και δυναμώνει και αφορμή την αυθόρμητη ηλεκτρονική κινητοποίηση των social media για την προστασία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με τη σημερινή συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 7μ.μ. μπροστά στη Βουλή.

Friday, July 6, 2007

Δράσε ΤΩΡΑ για το περιβάλλον!

Tην Κυριακή 8/7 διοργανώνεται συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή με σύνθημα: «ΑΠΑΙΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΜΜΕΝΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ. ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕ ΔΡΑΣΗ ΤΩΡΑ. ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙΣ ΑΠΡΑΓΟΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΟΡΑ.». Είναι η πρώτη φορά που μια διαμαρτυρία τέτοιου μεγέθους προέρχεται αυθόρμητα από το Διαδίκτυο και τα blogs, δηλαδή τα Social Media.

H G700 στηρίζει την ανεξάρτητη και αυθόρμητη αυτή πρωτοβουλία για μια μαζική συγκέντρωση, την Κυριακή 8/7/07 στις 19.00 έξω από τη Βουλή. Ας είμαστε λοιπόν όλοι εκεί για να απαιτήσουμε δράση για το περιβάλλον ΤΩΡΑ!

Thursday, July 5, 2007

Με το χέρι στην καρδιά...

Από τον Χρήστο Μιχαηλίδη,

Ο Μπλερ άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόταν και λειτουργούσε το Εργατικό Κόμμα στην Αγγλία. Το έβγαλε από «τη στενάχωρη αριστεροσύνη του» και το έπεισε ότι όχι μόνο δεν είναι ντροπή να γίνει και ο αριστερός μάνατζερ, αλλά μόνο εάν γίνει μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς την κατεύθυνση που πιστεύει εκείνος σωστή...

Μιας και πιάσαμε τη συζήτηση περί ηγετών και ηγεσίας προτείνουμε για διάβασμα το άρθρο "Με το χέρι στην καρδιά..." του αρθογράφου της αθηναϊκής free press , Lifo, Χρήστου Μιχαηλίδη, σχετικά με τον πρώην Βρετανό πρωθυπουργό Τόνυ Μπλερ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 67 της Lifo στη μόνιμη στήλη Παρατηρητής.

Wednesday, July 4, 2007

Να διαβάζετε G700 κύριε Καραμανλή

Διακόπτουμε προσωρινά τον προβληματισμό των τελευταίων ημερών σχετικά με το τοπίο της εργασίας στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα και τις λύσεις που κρίνουμε ότι πρέπει να προωθηθούν, για να παρουσιάσουμε ένα μικρό απόσπασμα -αναφορά στο blog της Γενιάς των 700 ευρώ- από την ομιλία του Γιώργου Α. Παπανδρέου στην προ Ημερησίας Διατάξεως Συζήτηση που έγινε στη Βουλή (2-7-2007) με θέμα την οικονομία της οικογένειας.

Το απόσπασμα είναι το ακόλουθο:

"Θα σας πρότεινα, κ. Καραμανλή να μπείτε στο διαδίκτυο και να δείτε την ιστοσελίδα που λέγεται «γενιά των 700 ευρώ». Όπως λένε οι ίδιοι, είναι η σιωπηλή πλειοψηφία των νέων Ελλήνων, μεταξύ 25 και 35 ετών. Δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο, είναι υπερχρεωμένοι και ζουν με ανασφάλεια για το μέλλον τους. Αυτοί δεν έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς."

Η αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γιώργου Παπανδρέου, στο blog της G700 μας τιμά. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος της γενιάς των 700 ευρώ στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων. Κατ' αυτόν τον τρόπο ένα κρίσιμο κοινωνικό θέμα εισέρχεται στο ανώτερο επίπεδο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου και αναγνωρίζεται ως πρόβλημα και πρόκληση ταυτόχρονα.

Ευχόμαστε όλα τα κόμματα να εντάξουν το ζήτημα της γενιάς των 700 ευρώ στον προβληματισμό τους και να επιδείξουν ειλικρινή διάθεση για πραγματικές ανατροπές και αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, οικονομία και πολιτεία. Σε κάθε περίπτωση η G700 συνεχίζει τη δράση της ως ανεξάρτητη εναλλακτική κίνηση της κοινωνίας των πολιτών.