Wednesday, December 30, 2009

Μετανάστες 2ης γενιάς: η γενιά των 700 καλωσορίζει τους νέους πολίτες της Ελλάδας

Πριν από μερικές μέρες τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για χορήγηση ιθαγένειας και δικαιώματος ψήφου σε ομογενείς και αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών. Πρόκειται για εξέλιξη ιστορικών διαστάσεων σύμφωνα με την οποία η δεύτερη γενιά μεταναστών ενσωματώνεται σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα, ανατρέπεται μια παράδοση ετών, σύμφωνα με την οποία η ελληνικότητα προσδιορίζεται αποκλειστικά από τους δεσμούς αίματος, όπως αυτοί νοούνται στο πλαίσιο της καθαρότητας του έθνους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το προσχέδιο Νόμου:

Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται στην Ελλάδα και ένας από τους γονείς του κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στη χώρα επί πέντε συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια.

Τέκνο αλλοδαπών που έχει παρακολουθήσει τις τρεις πρώτες τάξεις υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα αποκτά την ελληνική ιθαγένεια με την ενηλικίωσή τουΕπιπρόσθετα, την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον:

α. ούτε αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια με τη γέννησή του, ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια με σχετική δήλωση των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές

β. είναι άγνωστης ιθαγένειας

γ. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα από τη γέννησή του.

Τέλος, ομογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στη χώρα, έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και έχουν εγγραφεί, κατόπιν αιτήσεώς τους, στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους μπορούν ν’ ασκούν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (21ο έτος ηλικίας) στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης.

Δυστυχώς, μπροστά σ’ αυτή την ιστορικών διαστάσεων εξέλιξη πολλοί αντιδρούν. Είναι τρομακτική, ωστόσο φυσιολογική και αναμενόμενη η επέλαση συντηρητικών, ακραίων ακόμα και φασιστοειδών στα σχόλια του opengov. Δεν μας ξαφνιάζει. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν κι εδώ είμαστε να συγκρουστούμε πολιτικά στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης διαβούλευσης.

Αυτό όμως που μας προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι η εκκωφαντική σιωπή του συνόλου της Αριστεράς, των αντιεξουσιαστών και των λοιπών «συνηγόρων του ανθρώπου», οι οποίοι προκειμένου να αντιπαρατεθούν στο ΠΑΣΟΚ, κρύβονται πίσω από ήσσονος σημασίας τεχνικά προβλήματα του νομοθετήματος, τα οποία σημειωτέον θα τα λύσει η διαβούλευση έτσι κι αλλιώς, ή δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις ισχυριζόμενοι ότι δήθεν τα παιδιά των παράνομων μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα δεν παίρνουν ιθαγένεια τη στιγμή που προβλέπεται το ακριβώς αντίθετο. Η ουσία είναι ότι με τον τρόπο τους διαρυγνύουν το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο υπέρ της ένταξης της δεύτερης γενιάς στην ελληνική κοινωνία.

Σε ό,τι μας αφορά, χαιρετίζουμε τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για χορήγηση ιθαγένειας και δικαιώματος ψήφου στα παιδιά της δεύτερης γενιάς, ομογενείς και υπηκόους τρίτων χωρών. Περιμένουμε δε να συνοδευτεί και από ουσιαστικά μέτρα ενσωμάτωσης των παιδιών αυτών σε βασικούς οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς, έτσι ώστε όλοι μαζί οι νέοι να δημιουργήσουμε τη μαγιά για τον ουσιαστικό εξευρωπαϊσμό της χώρας. Μετανάστες δεύτερης γενιάς λοιπόν. Η γενιά των 700 καλωσορίζει τους νέους πολίτες της Ελλάδας.

Tuesday, December 29, 2009

Μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού τώρα! Αύριο, θα είναι αργά...

Του Μάνου Ματσαγγάνη*
Μεταρρύθμιση, 23-12-2009

Και τώρα, μερικές πραγματικά δυσάρεστες ειδήσεις: η δαπάνη για συντάξεις είναι εκτός ελέγχου. Οι ζοφερές προοπτικές του ασφαλιστικού, ήδη από σήμερα, αυξάνουν το κόστος του διεθνούς δανεισμού. Η παρατεταμένη αδυναμία της κοινωνίας και της πολιτικής να αντιμετωπίσει με ωριμότητα το πρόβλημα, απειλεί να αφήσει χωρίς συντάξεις τη γενιά των παιδιών μας. Τόσο απλά.

Κανένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη δεν είναι τόσο χρεωκοπημένο και κυρίως τόσο άδικο, όσο το ελληνικό. Εάν σε κάτι χρωστά τη μακροημέρευσή του, αυτό δεν είναι η κοινωνική νομιμοποίησή του -ρωτήστε τα παιδιά της γενιάς των 700 ευρώ τι συντάξεις προσδοκούν ότι θα πάρουν στο μέλλον:

Είναι ο ακραίος κοινωνικός εγωισμός των ομάδων που σήμερα ωφελούνται από το σύστημα σε βάρος όλων των υπολοίπων.

Είναι η ροπή των μίντια προς την εύκολη καταγγελία και η αποστροφή τους προς τα «δύσκολα» θέματα.

Είναι η -όχι και τόσο κρυφή- ελπίδα των κυβερνήσεων ότι θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους, χωρίς να χρειαστεί να αγγίξουν την καυτή πατάτα του ασφαλιστικού.

Κυρίως το τελευταίο.

Η εμπειρία της κυβέρνησης Σημίτη, είναι διδακτική. Ο τότε πρωθυπουργός ήξερε το πρόβλημα (είχε γράψει γι' αυτό). Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ανέθεσε στον καθηγητή Σπράο να το μελετήσει. Η έκθεση του τελευταίου (Οκτώβριος 1997), περιέγραφε απλώς την κατάσταση -πράγμα που δεν εμπόδισε τον «προοδευτικό» τύπο, τα συνδικάτα, την αντιπολίτευση (με επικεφαλής τον κ. Έβερτ) και το 90% του ΠΑΣΟΚ, να της επιτεθεί με τόση βιαιότητα, που ο Σημίτης έκανε πίσω.

Μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2000, επανήλθε, αναθέτοντας στον Τάσο Γιαννίτση να επεξεργαστεί σχέδιο μεταρρύθμισης. Οι προτάσεις του τελευταίου (Απρίλιος 2001), ανεπαρκώς εξυγιαντικές και εξισωτικές σε σύγκριση με όσα ισχύουν σε χώρες όπου το κοινωνικό κράτος αξίζει το όνομά του, εδώ πολεμήθηκαν ως «ανάλγητες» -με την ίδια μανία, αλλά και με την ίδια ιδιοτέλεια και ανευθυνότητα, από τον ίδιο διακομματικό συνασπισμό που κατασυκοφάντησε την έκθεση Σπράου.

Ο νόμος Ρέππα γράφτηκε από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, γι' αυτό τα προνόμια των τραπεζών και των ΔΕΚΟ παρέμειναν άθικτα και ο θεσμός των «βαρέων και ανθυγιεινών» (που ανθεί, παρότι η χώρα δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία), επεκτάθηκε και στο δημόσιο. Η ειρήνη με τα συνδικάτα δεν έσωσε το ΠΑΣΟΚ από την ήττα στις εκλογές του 2004, επιβεβαίωσε όμως την ηγεμονία των πιο ιδιοτελών και ανεύθυνων απόψεων περί ασφαλιστικού, σε μια δύσπιστη και φοβισμένη κοινή γνώμη. Επιβεβαίωσε επίσης ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στα γραφεία, αλλά μετά από σκληρή μάχη ιδεών με έπαθλο «το μυαλό και την καρδιά» των πολιτών.

Τώρα, η κυβέρνηση δηλώνει ότι «θα ανοίξει το ασφαλιστικό». Ελπίζουμε να το εννοεί. Η μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει τώρα και να είναι ριζική. Η συναίνεση που τώρα απολαμβάνει η κυβέρνηση, δεν θα κρατήσει πάρα πολύ. Εάν δεν περάσει τώρα η πλήρης εξίσωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων (προς τα κάτω, για να έχουν συντάξεις και τα παιδιά μας), αύριο θα είναι αργά. Όσοι σήμερα έχουν εξασφαλίσει προνομιακή μεταχείριση, θα οργανωθούν και θα αντιδράσουν. Και αυτοί δεν είναι μόνο η ΓΣΕΕ (που ελέγχεται από τα συνδικάτα των τραπεζών και των ΔΕΚΟ) και η ΑΔΕΔΥ -παρότι λόγω της ισχύος τους μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα είναι η αιχμή του δόρατος της αντιμεταρρύθμισης.

Είναι επίσης τα «ευγενή» ταμεία των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών, που εισπράττουν απίθανα ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνήθως με τη μορφή «κοινωνικών πόρων».

Είναι οι στρατιωτικοί, που κατά κανόνα συνταξιοδοτούνται σε ηλικία που άλλοι αρχίζουν να δουλεύουν.

Είναι οι δικαστικοί, που απονέμουν οι ίδιοι ιλιγγιώδεις αυξήσεις στις ήδη σκανδαλώδεις «αποζημιώσεις» τους.

Είναι οι βουλευτές, που νομοθετούν το ίδιο σκανδαλώδεις «εξυπηρετήσεις» για τον εαυτό τους.

Είναι οι τράπεζες και οι ΔΕΚΟ, που η προηγούμενη κυβέρνηση θεώρησε καλό να απαλλάξει από το βάρος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων τους, εντάσσοντας τα ταμεία τους (με τους ισχύοντες προνομιακούς όρους συνταξιοδότησης!) στο δύσμοιρο ΙΚΑ.

Ας μην έχει αυταπάτες η νέα κυβέρνηση. Η ασφαλιστική «ατζέντα» δεν συνίσταται στη διευκόλυνση των 140,000 γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, που ελέω ευρωπαϊκού δικαστηρίου, «κινδυνεύουν» να συνταξιοδοτηθούν έως και 17 χρόνια αργότερα απ' ό,τι σήμερα (κάντε μόνοι σας το λογαριασμό για το πότε συνταξιοδοτούνται τώρα). Συνίσταται στη μοναδική ευκαιρία που της παρουσιάζεται να διασώσει το σύστημα συντάξεων από τη βέβαιη χρεωκοπία, αποδίδοντας ταυτόχρονα δικαιοσύνη.

Δίνοντας δηλαδή ελπίδα σε όσους αδικούνται από αυτό σήμερα, ή κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς σύνταξη αύριο. Ο κατάλογος όσων θα βρεθούν απέναντί της εάν το αποτολμήσει, είναι μεγάλος, το ίδιο και η ισχύς τους. Κάτι τέτοια όμως ξεχωρίζουν τις κυβερνήσεις παρακμής από τις κυβερνήσεις πνοής. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, εκείνες που μένουν στην ιστορία, είναι μόνο οι τελευταίες.

*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει Κοινωνική Πολιτική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Friday, December 25, 2009

Την Κοπεγχάγη μη την κλαις. Για τον πραγματικό κόσμο ν' ανησυχείς.

Τι κι αν δεν ορίστηκαν συγκεκριμένοι στόχοι για τη μείωση των ρύπων;

Τι κι αν δεν τηρήθηκε η προθεσμία για την υπογραφή μιας νομικά δεσμευτικής συνθήκης, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί στο Μπαλί το 2000;

Τι κι αν δεν συμφωνήθηκε νέο χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη άλλης συμφωνίας στο εγγύς μέλλον, κατά προτίμηση στις επόμενες διαπραγματεύσεις στο Μεξικό;

Την Κοπεγχάγη μη την κλαις.

Καταρχάς, παρά την άνευρη, νεφελώδη και ασαφή διακήρυξη υπήρξαν ορισμένες εξελίξεις που μόνο αποκαρδιωτικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.

Τα περισσότερα κράτη αποδέχτηκαν ότι η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας πρέπει να διατηρηθεί κάτω από τους 2 βαθμούς κελσίου.

Τα ανεπτυγμένα βιομηχνικά κράτη δεσμεύτηκαν να δημιουργήσουν ταμείο χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων οικονομιών, ύψους 30 δις δολαρίων για τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι το 2012.

Τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη δεσμεύτηκαν να αυξήσουν την ετήσια οικονομική βοήθεια προς τα φτωχότερα σε 100 δις δολάρια ετησίως με στόχο την προσαρμογή των τελευταίων στην πράσινη τεχνολογία.

Προβλέφτηκε επίσης η χρηματοδότηση των κρατών που έχουν δασικό πλούτο, προκειμένου να τον προστατέψουν από τη γεωργία και την υλοτομεία.

Διατηρήθηκε σε ισχύ το πρωτόκολλο του Κιότο που θέτει περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων των πλούσιων κρατών.

Η ΕΕ συνεχίζει να διατηρεί το δικό της αυστηρό πλαίσιο για την αντιμετωπίση της κλιματικής αλλαγής.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι ηγέτες που συμμετείχαν στη Σύνοδο ΔΕΝ έγραψαν ιστορία. Ωστόσο, η Κοπεγχάγη δεν πρέπει να θεωρηθεί καταστροφή, ούτε και τελευταία ευκαιρία για την επίτευξη μιας κανονικής δεσμευτικής συμφωνίας για το περιβάλλον στο εγγύς μέλλον, όπως πολλοί φοβούνται ότι θα συμβεί. Σε πλανητικό επίπεδο, ίσως θα ήταν χρήσιμο να υιοθετούνταν η πρόταση Stern για συγκρότηση ομάδας 20 κρατών, οι αντιπροσωπείες των οποίων θα επεξεργαστούν ένα σχέδιο συνθήκης, αναπτύσσοντας κλίμα συναίνεσης για μελλοντικές συμφωνίες.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό για το οποίο πρέπει πραγματικά να ανησυχούμε είναι ο πραγματικός κόσμος. Ό,τι κι αν αποφασίστηκε ή δεν αποφασίστηκε στην Κοπεγχάγη, τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Στην κλιματική αλλαγή χρειάζονται «πράξεις, όχι λόγια!».

Και οι μέχρι σήμερα πράξεις ανά τον πλανήτη, δείχνουν πως η κατάσταση στον πραγματικό κόσμο δεν είναι καλή. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αναπτυγμένες χώρες, που υποτίθεται πως θα έπρεπε να ηγηθούν με δυναμικό τρόπο της προσπάθειας δραστικής μείωσης των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων. Οι περισσότερες ίσα που έκαναν κάποια πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων του Κιότο, αν και αυτοί ήταν μετριοπαθέστατοι -ειδικά αν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης, οι οποίες μείωσαν τις εκπομπές κατά 9% περίπου το 2008.

Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό το γεγονός ότι πολλές χώρες έκαναν λίγη ή καθόλου πρόοδο, με τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων στην πραγματικότητα να αυξάνονται τα περασμένα χρόνια. Διακρίνονται στην κατηγορία αυτές ευρωπαϊκές χώρες σαν την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, μεγέθη όμως μικρά στην παγκόσμια κατανομή εκπομπών αερίων. Διακρίνονται όμως και μεγάλοι παίκτες, όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και ο Καναδάς. Και φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Φανταστείτε ότι σε Καναδά και ΗΠΑ οι εκπομπές θερμοκηπικών αερίων είναι σήμερα αυξημένες κατά 20-25% σε σχέση με εκείνες του 1990, που η συνθήκη του Κιότο έχει προσδιορίσει ως έτος αναφοράς.

Σημαντική πρόοδο έκανε μόνο μια ολιγάριθμη ομάδα κρατών σαν τη Σουηδία, τη Δανία και τη Γερμανία, που όμως αν εξετάσει κανείς από κοντά τις επιδόσεις τους, θα διαπιστώσει πως αυτές δεν οφείλονται απλά στις πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που υιοθέτησαν. Η Σουηδία και η Δανία αντέδρασαν ρωμαλέα στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του '70 και είχαν ξεκινήσει από τότε την εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Η δε Γερμανία είχε από τότε κάνει προόδους στην αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας. Κι όμως, ακόμα μέχρι σήμερα, οι ΑΠΕ στη Γερμανία μόλις που εξασφαλίζουν το 7% των ενεργειακών της αναγκών. Ακόμα και στις πιο «πετυχημένες» χώρες λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως οι πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής υπολείπονται παρασάγγας των απαιτήσεων.

Τέλος, όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, το έργο που τις αναμένει είναι εξίσου τιτάνιο με εκείνο των αναπτυγμένων κρατών, αν όχι περισσότερο.

Τελικά, η ουσία είναι ότι σύνοδοι σαν αυτοί της Κοπεγχάγης, παρά την επένδυση υψηλών προσδοκιών, πρωτίστως λόγω του τρόπου που λειτουργεί το διεθνές σύστημα, ανεξέλεγκτα και χωρίς δυνατότητα επιβολής των κανόνων από κάποιο κέντρο, έχουν περιορισμένο βεληνεκές. Αυτό που πρέπει άμεσα να γίνει είναι το κάθε κράτος να αναλάβει τις ευθύνες του και να ανακοινώσει τους στόχους που θέτει για το περιβάλλον και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς και τα μέσα μαζί με το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους. Σ' αυτό το σημείο, αν δεν τα καταφέρουμε, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Monday, December 21, 2009

Τα όρια της καινοτομίας. Σκέψεις για τη χρηματοοικονομική κρίση

Του Μανόλη Γαλενιανού*


1. Τα αίτια της κρίσης και τα δάνεια subprime


Τα αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ζούμε τα τελευταία δυο χρόνια πρέπει να αναζητηθούν στις τεράστιες ζημιές που υπέστη ο τραπεζικός τομέας όταν έσκασε η φούσκα της αμερικάνικης αγοράς ακινήτων.

Δεδομένου του μεγέθους της κρίσης, τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά: Τί οδήγησε τις τράπεζες να επενδύσουν τόσο μεγάλα κεφάλαια σε μια αγορά που πολλοί πίστευαν ότι ήταν υπερτιμημένη; Γιατί δόθηκαν με τόση ευκολία στεγαστικά δάνεια τα οποία δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, οδηγώντας μεταξύ άλλων πολλές τράπεζες στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και πολλά στελέχη τους στην ανεργία; Και, βεβαίως, γιατί δεν έκαναν κάτι οι ρυθμιστικές αρχές για να σταματήσουν την στεγαστική φούσκα;

Οι ζημιές των τραπεζών προήλθαν κυρίως από τα λεγόμενα δάνεια subprime. Αυτά είναι δάνεια που δίνονται σε ανθρώπους χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας (π.χ. λόγω χαμηλού μισθού, ασταθούς εργασίας ή μικρής περιουσίας) και εγκυμονούν μεγαλύτερο κίνδυνο μη αποπληρωμής για τις τράπεζες. Ακριβώς λόγω του μεγαλύτερου πιστωτικού κινδύνου αυτή η αγορά ήταν μέχρι πρόσφατα πολύ περιορισμένη και όσοι ανήκαν στην κατηγορία subprime δεν μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά, όμως, η αγορά αυτή αναπτύχθηκε ταχύτατα, φτάνοντας το 10% της αγοράς κατοικίας κατά το 2007, με δάνεια συνολικής αξίας $1,5 τρις δολαρίων. Ο βασικός μοχλός αυτής της εξέλιξης υπήρξε η πρόσφατη χρηματοοικονομική καινοτομία με τη μορφή της «δόμησης».

2. Η διαδικασία της δόμησης

Η δόμηση είναι μια διαδικασία που στοχεύει στον καλύτερο καταμερισμό του πιστωτικού κινδύνου. Ένα δομημένο προϊόν (Collateralized Debt Obligation) περιλαμβάνει ένα πακέτο δανείων το οποίο χωρίζεται σε τμήματα (tranches) που διαφέρουν όσον αφορά το ρίσκο τους και πωλούνται ξεχωριστά σε επενδυτές. Τα «ασφαλή» τμήματα έχουν χαμηλότερο πιστωτικό κίνδυνο από τα δάνεια του πακέτου, ενώ τα υπόλοιπα έχουν υψηλότερο κίνδυνο και, φυσικά, μικρότερη αξία.

Το θετικό αυτής της διαδικασίας είναι ότι δημιουργούνται τμήματα τα οποία έχουν χαμηλό ρίσκο χρησιμοποιώντας σαν βάση ένα πακέτο δανείων ενδεχομένως μεγάλου ρίσκου, παρότι ο συνολικός πιστωτικός κίνδυνος δεν έχει αλλάξει. Αυτά τα ασφαλή τμήματα μπορούν να πουληθούν σε επενδυτές (τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια) οι οποίοι δεν θα επένδυαν στην subprime αγορά άνευ δόμησης και με αυτόν τον τρόπο αυξάνονται τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα για τους subprime δανειολήπτες. Φυσικά, απομένουν και τα τμήματα υψηλού κινδύνου, για τα οποία πρέπει να βρεθούν επενδυτές που να είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά αυτό είναι ένα σχετικά μικρό κομμάτι του συνολικού προϊόντος.

Μέσω της δόμησης, λοιπόν, εξαπλώνονται τα οφέλη της ιδιόκτητης κατοικίας (και αυτοκινήτου, και άλλων καταναλωτικών αγαθών) σε ανθρώπους που μέχρι τότε δεν είχαν καμία πρόσβαση σε αυτά και, φυσικά, ανοίγει μια μεγάλη και μη κορεσμένη αγορά για τις τράπεζες και τους πάσης φύσης επενδυτές.

Επιπλέον, η Αγορά φέρεται να είχε αυτορυθμιστεί επιτυχώς, δημιουργώντας δικλείδες ασφαλείας για να καθησυχάσει και τους πιο καχύποπτους επενδυτές. Για να εξασφαλιστεί η φερεγγυότητα των δομημένων προϊόντων, κάθε τμήμα τους βαθμολογήθηκε από ανεξάρτητες αξιολογήτριες εταιρείες (Moody’s, S&P, Fitch) σχετικά με το ρίσκο του. Για να μετριαστεί το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι επενδυτές, ο κίνδυνος μη αποπληρωμής ασφαλίστηκε από μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες (μέσω Credit Default Swaps). Με αυτόν τον τρόπο βρέθηκαν λύσεις μέσω της αγοράς σε όλα τα προβλήματα εξασφάλισης των επενδυτών και δανειζομένων.

3. Τα προβλήματα της δόμησης

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η τυφλή πίστη στα θαύματα της χρηματο-οικονομικής καινοτομίας οδήγησε αρχικά στην ευφορία της φούσκας και ακολούθως στην κατάθλιψη της επίπονης προσγείωσης στην πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα της υπεραισιοδοξίας ήταν ότι δόθηκαν πολλά στεγαστικά δάνεια τα οποία ήταν αντικειμενικά αδύνατο να αποπληρωθούν και σήμερα πια σχεδόν τα μισά δάνεια subprime έχουν πάψει να εξυπηρετούνται. Λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμόυ κατασχέσεων και εκπλειστηριασμών κατοικιών, οι τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ έχουν πέσει κατά 30% σε σχέση με το 2007, εντείνοντας την κρίση.

Οι λόγοι που οι «λύσεις» της αγοράς αποδείχτηκαν εικονικές είναι πολλοί και περίπλοκοι, αλλά το κοινό τους σημείο εντοπίζεται στην έλλειψη ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών. Η ανεξαρτησία των αξιολογητριών εταιρειών αποδείχτηκε πλασματική καθώς αμείβονταν από τις τράπεζες των οποίων τα προϊόντα βαθμολογούσαν. Αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες δεν είχαν το κίνητρο να ελέγξουν την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών τους επειδή το μεγαλύτερο μέρος του ρίσκου το αντιμετώπιζαν άλλοι επενδυτές λόγω της μεταπώλησης των δανείων. Η ασφάλιση που αγοράστηκε από τους επενδυτές αποδείχτηκε ανεπαρκής καθώς, όταν ο αριθμός των εκπρόθεσμων δανείων άρχισε να αυξάνεται, η πιο σημαντική ασφαλίστρια εταιρεία (AIG) έφτασε στα πρόθυρα της πτώχευσης, την οποία απέφυγε μόνο χάρη στην επέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης. Τέλος, όσον αφορά τις ρυθμιστικές αρχές, υπήρξε μεγάλη πίεση να μην παρέμβουν τόσο για λόγους ιδεολογικούς (η αγορά μπορεί –πρέπει-- να αυτορυθμίζεται) όσο και λαϊκιστικούς (η αγορά κατοικίας πρέπει πάντα να επιδοτείται).

4. Τα διδάγματα της κρίσης

Το σημαντικότερο, ίσως, δίδαγμα της κρίσης είναι ότι ο τραπεζικός τομέας δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί. Αυτή η διαπίστωση ακούγεται πλέον τετριμμένη, αλλά μέχρι πριν δυο-τρία χρόνια πολλοί πολιτικοί και οικονομολόγοι, όπως ο πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Άλαν Γκρήνσπαν, διακήρυσσαν ότι η εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος μπορούσε να διασφαλιστεί από την ίδια την αγορά, χωρίς δηλαδή την παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών. Αυτό έχει πλέον αλλάξει και ήδη στις ΗΠΑ συζητείται ίδρυση καινούριου φορέα προστασίας του καταναλωτή για πιστωτικά θέματα, σε συνδιασμό με πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα, όμως, το οποίο δεν πρέπει να ξεχαστεί, είναι ότι η τραπεζική καινοτομία, υπό επαρκή επίβλεψη, έχει και θετικές πτυχές: η καλύτερη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου διευκολύνει τη σύναψη στεγαστικών δανείων από άτομα που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα είχαν αυτήν την δυνατότητα. Πολλά από τα subprime δάνεια που δόθηκαν την τελευταία δεκαετία αποπληρώνονται κανονικά, αλλά δεν θα είχαν συναφθεί χωρίς τη δόμηση.

Συνεπώς, η όποια νέα ρύθμιση πρέπει να στοχεύει μεν στο να βοηθήσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, χωρίς όμως να αποτρέπει την έλλογη χρήση νέων προϊόντων.

*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της G700. Το παραπάνω δημοσιεύτηκε σε μορφή συνέντευξης στον Γιώργο Τζογόπουλο στην εφημερίδα Απογευματινή της Κυριακής 20-12-2009.

Friday, December 18, 2009

Ευρώπη και Δημόσια Οικονομικά

Του Δημήτρη Σκάλκου*
PPOL, 13-12-2009

Η διάψευση των σεναρίων πλήρους κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας από τον επίτροπο Χοακίν Αλμούνια (Joaquín Almunia) και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ήταν αναμενόμενη. Η πιθανότητα χρεοκοπίας της δημόσιας οικονομίας είναι σχεδόν μηδενική καθώς η στήριξη των ευρωπαίων εταίρων μας πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Τούτο διότι το κόστος της κοινοτικής αλληλεγγύης σε μία σκληρά δοκιμαζόμενη οικονομία είναι ελάχιστο σε σχέση με το πολιτικό κόστος της χρεοκοπίας μίας οικονομίας της ευρωζώνης αλλά και το οικονομικό κόστος να συμπαρασυρθούν κι άλλες αδύναμες οικονομίες, με προφανείς συνέπειες). Σύμφωνα μάλιστα με μελέτες ευρωπαϊκών ερευνητικών ινστιτούτων, είναι πιθανό το σενάριο της εξαγοράς μέρους του χρέους κάτι που επιτρέπεται κάτω από ειδικές συνθήκες (άρθρο 100§2 συνθήκης της ΕΕ).

Ωστόσο, η αυτονόητη στήριξη της ΕΕ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως κάλεσμα εφησυχασμού και αναβολής των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας. Τουναντίον, η οικονομική κρίση λειτούργησε ως καθρέφτης που αποκάλυψε τις ενδογενείς αδυναμίες του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου αλλά και τις ανισορροπίες στην ευρωζώνη και επιβάλει θαρραλέες πολιτικές επιλογές.

Η συμμετοχή στην ευρωζώνη αναμφισβήτητα προφύλαξε την ελληνική οικονομία από τα κύματα της χρηματοπιστωτικής αστάθειας που απειλούσαν να τη βυθίσουν στη παγκόσμια οικονομική δίνη, κρατώντας το κόστος εξωτερικού δανεισμού σε διαχειρήσιμα επίπεδα. Ταυτόχρονα όμως, στέρησε ένα πολύτιμο εργαλείο προσαρμογής στις εξωτερικές οικονομικές μεταβολές και ανέδειξε το καίριο ζήτημα της (μη-) ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα, το υψηλό δημόσιο χρέος (προβλέπεται σε 135% του ΑΕΠ το 2011) σε συνδυασμό με τη μηδενική οικονομική ανάπτυξη απομακρύνουν τις επενδύσεις, δυσχεραίνουν τον δανεισμό και απειλούν να εγκλωβίσουν την ελληνική οικονομία ανάμεσα σε υψηλά επιτόκια/ χαμηλή ανταγωνιστικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιλογές μας αρθρώνονται χρονικά σε τρία επίπεδα:

'Αμεσα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πρέπει να προωθήσει σειρά μέτρων που:


  • θα περιορίσουν το έλλειμμα, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο δημοσιονομικού εκτροχιασμού,
  • θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία της δημοσιονομικής μας πολιτικής και
  • θα επιτρέψουν τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο των θεσμών και των οργάνων της ΕΕ.
Το, διόλου ευχάριστο, καθεστώς της «επιτήρησης» είναι σαφώς προτιμότερο από την εμπλοκή του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) που αρέσκεται σε αμφίβολης αποτελεσματικότητας προτάσεις μονεταριστικής ορθοδοξίας, που αδιαφορούν για τις ιδιαίτερες συνθήκες των εθνικών οικονομιών.

Μεσοπρόθεσμα, η κυβέρνηση καλείται να απαντήσει πειστικά στο ερώτημα του πώς ξοδεύεις σε συνθήκες κατάρρευσης των δημόσιων οικονομικών. Η απάντηση βρίσκεται στο πρόταγμα της «προοδευτικής εγκράτειας» που διακρίνει ανάμεσα σε παραγωγικές και μη-παραγωγικές δαπάνες. Οι πρώτες λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ζήτησης, εισφέροντας στην αύξηση του ΑΕΠ, ενώ οι δεύτερες προσθέτουν μόνο στον πληθωρισμό. Πρέπει να αναζητηθεί το κατάλληλο μείγμα περιορισμού των δαπανών και μείωσης των φόρων και φορολογικής ελάφρυνσης των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης, και της αύξησης των δημόσιων δαπανών στις υποδομές, την εκπαίδευση και την απασχόληση.

Τα παραπάνω πρέπει να συμπληρωθούν με:


  • δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, καθώς και
  • βιώσιμο ασφαλιστικό, που να συνδυάζει το παραδοσιακό αναδιανεμητικό σύστημα, με σύγχρονες κεφαλαιοποιητικές μορφές κοινωνικής προστασίας.
Μακροπρόθεσμα τέλος, σημαίνει πως η οικονομική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών πρέπει να συμπληρωθεί με μορφές «δημοσιονομικού φεντεραλισμού» (fiscal federalism), όπου μία κεντρική αρχή/μηχανισμός θα μεταφέρει χρηματικούς πόρους σε δοκιμαζόμενες οικονομίες της ευρωζώνης. Και βέβαια να αντιμετωπιστεί ο δομικός μερκαντιλισμός της Γερμανίας, τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα και μικρή εσωτερική ζήτηση της οποίας συνιστούν πρόβλημα για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη.

Είναι προφανές πως η παρούσα συγκυρία αποτελεί μία πρόκληση που ξεπερνά τους τεχνοκρατικούς χειρισμούς του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρεται σε δύσκολες επιλογές και υψηλού κόστους αποφάσεις, προϋποθέτει συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες και επιβάλει συναινέσεις για δίκαιο επιμερισμό των οικονομικών βαρών. Εν ολίγοις, πρόκειται για το μεγάλο στοίχημα των επόμενων χρόνων.


Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, διευθυντής του «κέντρου φιλελεύθερων μελετών» (ΚΕΦΙΜ). Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο PPOL στις 13 Δεκεμβρίου 2009

Monday, December 14, 2009

Σημαίες κατεβασμένες

Πρέπει να υφίσταται το πανεπιστημιακό άσυλο σε μία Δημοκρατία; Ο νόμος, επιβάλλεται ενιαία και χωρίς εξαιρέσεις; Η Αστυνομία έχει πρόσβαση παντού ή όχι; Και αν όχι, εκεί που δεν μπορεί να παρέμβει, ποιος επιβάλλει το νόμο;

Πριν τα προβοκατόρικα ερωτήματα, προηγούνται δύο άλλα. Ένα θεσμικό και ένα πολιτικό. Ο νόμος εφαρμόζεται μόνο όταν απονέμει δικαιώματα στους "πολλούς"; Και δεύτερον, ο νόμος, δηλαδή το Σύνταγμα είναι μία πολιτική εφεύρεση που ευνοεί τους λίγους ή τους πολλούς;

Αρχίζοντας από το πολιτικό ερώτημα, γιατί δίχως πολιτική οι θεσμοί ξεθωριάζουν, φθείρονται, αποδυναμώνονται και γελοιοποιούνται, το Σϋνταγμα εξ ορισμού δεν ευνοεί ούτε τους λίγους ούτε τους πολλούς. Προστατεύει τους πάντες απέναντι στην αυθαιρεσία οποιουδήποτε τυχόν βρεθεί με δύναμη επιβολής.

Δεν προστατεύει εξ ορισμού τους δυνατούς, ούτε τους αδύναμους. Διότι σε μία δημοκρατική κοινωνία, δυνατοί και αδύναμοι μπορεί και να εναλλάσσονται. Εξ αποτελέσματος, προστατεύει τους περισσότερο αδύναμους της συγκυρίας από την αυθαιρεσία. Δεν τους εγγυάται τη ζωή στον παράδεισο. Τους εγγυάται ότι μπορούν να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο σκέψης τους και την αξιοπρέπεια τους. Με μία λέξη τις επιλογές τους.

Καταλήγοντας στο θεσμικό ερώτημα, σε ένα κράτος δικαίου, ο νόμος εφαρμόζεται ενιαία. Και όταν είναι δίκαιος και όταν είναι άδικος. Ειδάλλως, περισσότερο και από άδικος, είναι αυθαίρετος.

Όταν είναι άδικος, χτυπιέται με τα μέσα που απονέμει η Δημοκρατία. Εάν ξεστρατίσουμε από τη νομιμότητα για να πολεμήσουμε το άδικο, ανοίγουμε την κερκόπορτα για την αυθαιρεσία. Για την επιβολή του δικαίου του κατά τη συγκυρία πιο δυνατού.

Η Δημοκρατία δεν εγγυάται την επικράτηση του δικαίου. Θεσμοθετεί, όμως, μία διαδικασία για να το επινοούμε κάθε φορά. Μία διαδικασία η οποία είναι οργανωμένη και ακριβώς επειδή είναι οργανωμένη περιορίζει τους δυνατούς και αφήνει χώρο θεσμικό και πολιτικό να ακουστούν περισσότερες φωνές.

Η ελληνική σημαία που κυματίζει στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών αυτό ακριβώς συμβολίζει. Τους αγώνες που κατέληξαν στη Δημοκρατία σε αυτόν τον τόπο και την ελευθερία των πολιτών να διεκδικούν και να παλεύουν για ό,τι θεωρούν δίκαιο. Τη νομιμότητα.

Τα παιδιά που την κατέβασαν, εκνευρίζονται από αυτή. Γιατί η ελευθερία είναι τόσο επιθυμητή όσο ύπουλη. Δεν είναι εύκολη στο να κατασκευάζει βολικούς εχθρούς. Σε πετάει σε έναν ωκεανό δυνατοτήτων από τον οποίο πρέπει να βγεις με τις δικές σου επιλογές και με αυτές στο τέλος να κριθείς. Αυτό που τελικά τους εκνευρίζει στην υπόθεση ελευθερία, είναι η επιλογή. Αυτό που διαβρώνει το ήθος τους, είναι ότι δεν εκπαιδεύτηκαν να επιλέγουν και να ευθύνονται. Και η ελευθερία που επιζητούν είναι απλώς αέρας κοπανιστός. Είναι η ελευθερία χωρίς επιλογές, δηλαδή ασουλούπωτη ελευθεριότητα, δηλαδή ζωή χωρίς ευθύνες.

Αυτό είναι τελικά και το κεντρικό ερώτημα στην υπόθεση του πανεπιστημιακού ασύλου. Δεν συζητάμε για το ποιος θα επιβάλει το νόμο. Οι πανεπιστημιακοί φύλακες, η αστυνομία ή τα σκυλιά του Άδη. Συζητούμε για το αν θα εφαρμόζεται μέσα στα πανεπιστήμια ο ίδιος ο νόμος. Διότι κάποιοι θεωρούν ότι η νομιμότητα περιορίζει την ελευθερία. Για μία ακόμη φορά η μεταπολίτευση νταντεύει τους νέους. Δεν τους θεωρεί πολίτες, αλλά παιδιά. Δεν τους θεωρεί σοβαρούς για να αναλάβουν ευθύνες, αλλά τους θέλει κομπάρσους και γελωτοποιούς στο δικό της σκηνικό. Τα γερόντια της μεταπολίτευσης αισθάνονται νέοι αντιμετωπίζοντας τους νέους ως παιδιά.

Ξεχνούν όμως ότι εκείνοι που έχυσαν το αίμα τους για ελευθερία, πολέμησαν πρώτα για τη νομιμότητα. Πολέμησαν για να έχουν οι ίδιοι την ευθύνη των επιλογών τους. Και η ζωή, ούτε η προσωπική μας ιστορία, ούτε η ιστορία πάνε προς τα μπρος δίχως επιλογές.