By John Myles,
Almost two decades ago, political scientist Hugh Heclo (1988) pointed out that the great debate over intergenerational “class war” and equity in the U.S. had largely passed Europe by. The difference, he speculated, has to do with Europeans’ greater inclination towards “life course” thinking when tackling issues about inequality: childhood and old age are simply different moments in the lives of the same people.
Americans, he argued, are more inclined to consider the elderly and children as more or less static, distinct social groups that, in turn, divide into yet other groups based on race, disability status, and so forth. For Americans, thinking about childhood and old age as raising a distributional problem over a single life course seems distinctly foreign.
Whether Heclo captured the true mindset of Americans and Europeans correctly is not important. What matters is the way we approach the issue of redesigning Canada’s social architecture – that is, from a life course perspective. But what exactly does that mean? To illustrate, consider an example well-known to all of us.
Looking back to the 1950s and 1960s, most old people in most industrial democracies were poor. Moving ahead to the present day, comparatively few old people are poor. Why is that? Back then of course, people didn’t have the Canada Pension Plan (CPP), the Guaranteed IncomeSupplement (GIS), occupational pensions, or all the other good stuff we have today. But that’sonly part of the answer.
The elderly cohorts of the 1950s were poor because they had poor lives. Born at the close of the 19th Century, their youth was marred by World War I and their working years straddled the Great Depression and World War II. They were poor not only because public retirement plans were ungenerous, and private plans underdeveloped, but also because they were “unlucky” generations.
By comparison, today’s retirees are relatively affluent mainly because they had good lives. They are the children of high industrialism. Their early careers straddled the booming post-war decades. They generally enjoyed job security and rising real wages over most of their lives, and as a result, accumulated substantial savings and resources, not just CPP benefits. Compared to their parents, today’s retirees, the se children of high industrialism, had “good lives.”
The objective of redesigning our social architecture is to ensure that today’s children and theyoung adults now entering the labour market also have good lives – as children, as young adults, during middle age, and in their retirement years.
So let’s think about the potential life courses of today’s post-industrial cohorts and their children. That’s not so hard. The cohorts who will reach age 65 in the year 2040 are already with us. In fact, they will turn 30 in 2005. How will their Postponed Adulthood: Dealing with the New Economic Inequality lives differ from those of their industrial-age predecessors, today’s retirees who entered the booming labour markets of the 50s and 60s when the foundations of the contemporary welfare state were put in place? What new risks do they face?
This paper is part of the Canadian Council on Social Development’s New Social Architectureseries. The project is designed to highlight and examine key social challenges facing Canadatoday and set out a number of strategic options for change.
Το πλήρες κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας εδώ. Ο John Myles είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τορόντο στο Καναδά.
Sixaritiria pedia.
ReplyDeleteAx pote tha paroume tin Poli naxoume Tourkales doules kai meis na kathoooooooooooooooomaste.
Νομίζω ότι ό,τι έχει να κάνει με την κοινωνική μηχανική, είναι θεμιτό να μπορέσουμε να βρούμε τρόπους ώστε τα παιδιά μέσα από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων, να μπορέσουν να ανακαλύψουν τομείς με τους οποίους σχετίζονται καλύτερα, δηλαδή με άλλα λόγια να αγαπούν ουσιαστικά το επάγγελμα με το οποίο μελλοντικά θα ασχοληθούνε, να λάβουν σφαιρική και ουσιαστική γνώση του.
ReplyDeleteΑυτό προϋποθέτει και μια αποσύνδεση από την έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας, χωρίς από την άλλη να σημαίνει πως οι τομείς αυτοί να είναι ντε και καλά οικονομικά ασύμφοροι. Κάνοντας ένα επάγγελμα στο μέλλον που πραγματικά αγαπούν το σίγουρο είναι πως θα γίνουν πιο παραγωγικοί, θα καινοτομήσουν περισσότερο, ενώ δεν θα έχουν σχεδόν κανένα λόγο να ψάξουν να βρουν την αφορμή για μια πρόωρη συνταξιοδότηση. Στην ουσία ο μόνος περιοριστικός παράγοντας θα είναι το επίπεδο της σωματικής και ψυχικής τους υγείας.
Σήμερα ο κύριος παράγοντας που ρυθμίζει την επαγγελματική κατεύθυνση είναι η ίδια η αγορά εργασίας. Οι άνθρωποι επιλέγουν κατά κύριο λόγο επαγγέλματα με βάση τις πιθανότητες επαγγελματικής επιτυχίας και καταξίωσης που τους παρέχει η αγορά εργασίας, χωρίς από την άλλη να σταθμίζονται πολλοί άλλοι σημαντικοί παράγοντες. Παράγεται εξειδικευμένο μαζικό εργατικό δυναμικό με βιομηχανικές μεθόδους, για μεταβιομηχανικές κοινωνίες και οικονομίες. Είναι σημαντικό η εκπαίδευση να γίνει πιο εξατομικευμένη, ευέλικτη και προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε ανθρώπου. Ένα σημείο που οι (μειωμένοι) αριθμοί μας από εχθροί γίνονται σύμμαχοί μας.
Η μεγάλη επένδυση χρόνου και χρημάτων που απαιτείται πλέον για την κατάρτιση και την εξειδίκευση των ανθρώπων, πρέπει να μας ωθήσει να αναζητήσουμε -και γιατί όχι, να πειραματιστούμε και με πιο αποδοτικές μορφές εκπαίδευσης. Η δια βίου εκπαίδευση δεν επιβάλλεται, αποτελεί καθαρά μια προσωπική επιλογή. Η συνταξιοδότηση σε μεγαλύτερη ηλικία και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε συνεχώς και εσαεί να το επιβάλλουμε σαν μια «τιμωρία», θα πρέπει να το καταστήσουμε μια επιλογή.
Αλλά όλα αυτά θα πάψουν να είναι επιβαλλόμενα και άρα άκρως επώδυνα μόνο εάν καταφέρουμε να συνθέσουμε κοινωνίες με διαφορετικά πρότυπα. Κοινωνίες όπου τα μέλη τους δεν θα αναλώνονται στο κυνήγι της επιτυχίας (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…), αλλά κοινωνίες που πρωτίστως θα σέβονται και θα αγαπούν.
Άλλωστε ο λαός μας λέει πως αν αγαπάς αυτό που κάνεις είναι βέβαιο πως θα πετύχεις!!!
Edw karavia xanontai, varkoules armenizoun!
ReplyDelete@ καλή καλό
ReplyDeleteστο βαθμό που το σχόλιο σου αποτελεί μια διατύπωση με στόχο το χαβαλέ και το γέλιο όλα ok.
Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι είναι παντελώς απαράδεκτο.
Οι μετα-βιομηχανικές οικονομίες είναι βασισμένες στη γνώση (knowledge based economies). Αυτή η βάση προϋποθέτει περισσότερο χρόνο για σπουδές και απόκτηση τίτλων, άρα καθυστερημένη ενηλικίωση (postponed adulthood). Η καθυστερημένη ενηλικίωση έχει με τη σειρά της σοβαρές συνέπειες στην ισορροπία (equilibrium) της χαμηλής γεννητικότητας σε όλες τις μετα-βιομηχανικές οικονομίες. Παράλληλα με την καθυστερημένη ενηλικίωση αυτές οι οικονομίες βιώνουν καθημερινά όλο και περισσότερο την ανάγκη χρηματοδότησης των καταναλωτικών συνηθειών ενός γερασμένου πληθυσμού εις βάρος ενός συνολικού πληθυσμού που βιώνει καθημερινά τη συνταξιοδότηση της γενιάς των baby boomers, χωρίς να υπάρχει ταυτόχρονη ανανέωση.
ReplyDeleteΑπό το σύνολο των προτάσεων κρατάμε το μέτρο της αύξησης και θεσμικής θωράκισης ενός υψηλότερου ελάχιστου μισθολογικού ορίου, την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην υψηλής τεχνογνωσίας παραγωγή, ως παραμέτρους επίτευξης υψηλότερου ορίου, την επένδυση σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης διαφορετικής αγοράς εργασίας για τις μελλοντικές γενιές.
Κρατάμε επίσης την παρατήρηση ότι η σημερινή γενιά που θα συνταξιοδοτηθεί στις επόμενες 3-4 δεκαετίες δε θα μπορέσει να ξεπεράσει το χαμηλό ελάχιστο μισθολογικό όριο. Για να βρεθεί λύση σε αυτό, πρέπει να προωθήσουμε μεθόδους και συστήματα επιδότησης των χαμηλά αμειβομένων, όπως το Working Tax Credit & Child Tax Credit στο UK.
Η Ελλάδα θέλει ακόμα πολύ δουλειά για να χαρακτηριστεί ως οικονομία της γνώσης.
Για να ανέβει και θεσμικά αλλά και «οικονομικά» το ελάχιστο όριο αμοιβής της εργασίας πρέπει να επενδύσουμε στη γνώση και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτό επιβάλει τη ριζική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και της φιλοσοφίας των πολιτών γύρω από την εκπαίδευση. Η Ευρώπη δίνει καλές κατευθύνσεις ως προς αυτό. Η δια βίου εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση καλούνται σαν έννοιες να προωθήσουν την οικονομία της γνώσης, αλλά και να δημιουργήσουν διεξόδους από την τάση της καθυστερημένης ενηλικίωσης.
Παράλληλα πρέπει να πειστεί ο επιχειρηματικός κύκλος της χώρας μας ότι χωρίς επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο η αύξηση της παραγωγικότητας δε θα έρθει ποτέ. Η φιλοσοφία του μικρομάγαζου πρέπει να αλλάξει ριζικά. Η αλλαγή νοοτροπίας πρέπει να συνοδευτεί από την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων χρηματοοικονομικών, χρηματοδοτικών και άλλων υποστηρικτικών εργαλείων που απευθύνονται στο μοντέρνο καπιταλιστικό σύστημα και όχι στο βιομηχανικό και αναχρονιστικό μοντέλο.