Saturday, May 31, 2008
Οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης χρειάζονται συμπαράσταση
Globalisation's losers need support
© Financial Times
Η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά προβληματισμό για τον τρόπο διακυβέρνησης, το εύρος των κρατικών παρεμβάσεων, τη διαχείριση των κινδύνων. Τίποτα ωστόσο δεν είναι περισσότερο σημαντικό από το να εξετάζουμε ποιοι είναι «νικητές» και οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης -είτε απόλυτα, είτε σχετικά- στις αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες.
Η βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση επεκτείνεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Από την άποψη της ταχύτητας της επέκτασής της και της εμβέλειάς της, το φαινόμενο είναι πρωτοφανές στην ιστορία. Κατέστη δε δυνατό λόγω της προσβασιμότητάς της και της δυνατότητας ενσωμάτωσης που διαθέτει η παγκόσμια οικονομία.
Έτσι λοιπόν, το διακύβευμα είναι σημαντικό.
Συχνά όμως η οικονομική μεγέθυνση επιτείνει τις εισοδηματικές ανισότητες. Χρειάζονται ως εκ τούτου πολιτικές καταπράυνσης των αρνητικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στους «χαμένους» των εξελίξεων.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, στην Κίνα, το φτωχότερο 10% του πληθυσμού είδε το εισόδημά του να αυξάνει κατά 42%. Το εισόδημα του μεσαίου 80% αυξήθηκε κατά 115% και του πλουσιότερου 10% κατά 168%. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Οι πάντες ευνοήθηκαν από την ανάπτυξη, αλλά όχι ισότιμα.
Παρόμοια είναι η κατάσταση σε άλλες ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία.
Η κατανομή του εισοδήματος στις ΗΠΑ είναι διαφορετική, αλλά σχετίζεται με τις ίδιες εξελίξεις. Τη τελευταία εικοσαετία, η παραγωγικότητα και τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν και στις ΗΠΑ, αλλά οι «μεσαίοι» κέρδισαν λιγότερα από τους φτωχότερους, πόσο μάλλον από τους πλουσιότερους. Τα μεσαία εισοδήματα αυξάνονταν ετησίως κατά 0.4%, ενώ τα ανώτερα κατά 1.25%· εδώ οι αριθμοί είναι μικροί, αλλά σε διάστημα μιας ή δύο δεκαετιών γίνονται σημαντικοί.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ και των υπολοίπων αναπτυγμένων κρατών, οι εξελίξεις δεν καθορίστηκαν αποκλειστικά από την παγκοσμιοποίηση. Υπήρξε μεν μια σταδιακή αλλαγή στο βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας, που επιτάθηκε λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά υπήρξαν και άλλοι παράγοντες: ένας είναι οι φορολογικές πολιτικές· άλλος η τεχνολογική ανάπτυξη -ορισμένες πλευρές των τεχνολογιών πληροφόρησης κι επικοινωνίας (ΤΠΕ) έπληξαν ορισμένες θέσεις εργασίας. Πρόκειται για ένα εσωτερικό φαινόμενο, που λίγη σχέση έχει με την παγκοσμιοποίηση ή τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων, εντούτοις όμως ζημίωσε, και συνεχίζει να ζημιώνει, κάποιους μισθωτούς.
Ένα άλλο, πιο πρόσφατο φαινόμενο, αφορά τις υπηρεσίες. Εκεί η απασχόληση σταδιακά αποσυνδέεται από τη γεωγραφική γειτνίαση, ενώ η μείωση του κόστους των συναλλαγών επιταχύνει την παγκοσμιοποίηση κι επηρεάζει τα εισοδήματα.
Η παγκοσμιοποίηση είναι συνολικά θετική, αλλά έχει νικητές και χαμένους. Στις αναπτυσσόμενες και τις αναπτυγμένες χώρες πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να ληφθούν προστατευτικά μέτρα.
Οι φωνές αυτές χρειάζεται να ελεγχθούν. Το κόστος της απεμπλοκής από την παγκοσμιοποίηση θα είναι υπέρογκο, καθώς θα μειώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, ιδιαίτερα των πιο φτωχών κρατών. Είναι πολύ πιο σώφρον να εκμεταλλευόμαστε τα αγαθά της παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα εφαρμόζουμε εσωτερικές πολιτικές που μειώνουν κατά το δυνατό τις επιπτώσεις της στο επίπεδο της αναδιανομής, που είναι ένας τομέας που απασχολεί όλες τις παγκοσμιοποιούμενες χώρες.
Η Ινδία π.χ. είναι ένας εν δυνάμει οικονομικός γίγας. Τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα ενσωματώθηκε πολύ περισσότερο στην παγκόσμια οικονομία κι άρχισε να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά σε πολλούς τομείς· αρχικά στις υπηρεσίες, σταδιακά και σε άλλους. Κι όμως, ενώ πολλοί Ινδοί θεωρούν τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και της παγκοσμιοποίησης αμετάκλητη, υπάρχουν κι αντιστάσεις.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο σε κάθε υγιή δημοκρατία, στο εσωτερικό της Ινδίας αναπτύσσονται επικριτικές εσωτερικές φωνές, που δίνουν έμφαση στην αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, και που θα μπορούσαν εν δυνάμει να επιβάλουν μία οπισθοχώρηση προς την προηγούμενη προβληματική κατάσταση, του παρεμβατικού δημοσίου τομέα και της έλλειψης ανταγωνισμού.
Όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, οι αντιπαραθέσεις για την παγκοσμιοποίηση τείνουν (καμιά φορά σκόπιμα, λόγω πολιτικής υστεροβουλίας) να αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση από τις εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις.
Η Ινδία διαθέτει ήδη έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα υπηρεσιών, που εξυπηρετεί ολόκληρο τον κόσμο. Έχει όμως ακόμα να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, όπως η αύξηση και ο εξορθολογισμός των κρατικών της παροχών, η βελτίωση της εκπαίδευσης, οι αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ειδικά για νέες υποδομές. Αν τα έκανε αυτά, η Ινδία θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να συμμετάσχει στο επόμενο κύμα εκβιομηχάνισης και να αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού της που απασχολείται σε τομείς αιχμής.
Ο λόγος που οι πάντες, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, αισιοδοξούν για το μέλλον της Ινδίας, είναι δίχως άλλο πως η χώρα χαρακτηρίζεται από μία εξαιρετικά αποτελεσματική δημοκρατία και διαθέτει ηγέτες που έχουν συνείδηση των ωφελημάτων από την περαιτέρω ένταξη της χώρας τους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Προκειμένου να σταθεροποιηθεί όμως η εθνική αυτή πορεία υπέρ των μεταρρυθμίσεων, τα οφέλη της ανάπτυξης θα πρέπει να γίνουν πιο απτά, σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πάνω-κάτω παρόμοια προβλήματα. Η παγκοσμιοποίηση ευνόησε την παραγωγικότητα και οδήγησε σε εισοδηματικά οφέλη, λόγω της πτώσης των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Τα στοιχεία όμως δείχνουν πως τα οφέλη αυτά διανεμήθηκαν άνισα. Η σχετική μείωση του εισοδήματος της αμερικανικής μεσαίας τάξης αποτελεί πρόβλημα.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε μια αποτελεσματική, ευέλικτη και καινοτόμα οικονομία, θα συνεχίσουμε να έχουμε φαινόμενα αναδιαρθρώσεων και «δημιουργικής καταστροφής».
Αυτού του είδους ο δυναμισμός όμως, χρειάζεται να στηρίζεται σε δύο πυλώνες: από τη μια προγράμματα που βοηθούν τους ανθρώπους να αλλάζουν επάγγελμα, από την άλλη ισχυρό κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας κι εξασφαλισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία.
Η πρόσβαση σε αυτές τις βασικές υπηρεσίες δεν μπορεί να εξαρτάται από τα σκαμπανεβάσματα της οικονομικής δραστηριότητας -ή από ατομικές συγκυρίες.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε μία ανοικτή οικονομία, θα χρειαστεί να αποκτήσουμε περισσότερη κοινωνική προστασία από όση είχαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Πρόκειται περί ενός κοινωνικού συμβολαίου. Επαφίεται στην πολιτική να σχεδιασθεί αυτή η κοινωνική προστασία ούτως ώστε να έχει όσο το δυνατό ολιγότερες παρενέργειες στην ευελιξία και την αποτελεσματικότητα της οικονομίας -που είναι το θεμέλιο της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία συνιστούν καλά παραδείγματα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.
Χρειάζεται να συνεχίσουμε στη πορεία των γρήγορων οικονομικών αλλαγών, που προκύπτουν από την τεχνολογική ανάπτυξη και τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας, εξισορροπώντας την όμως με πολιτικές που αναδιανέμουν την οικονομική ανάπτυξη και τα οφέλη της.
*Ο Danny Leipziger είναι αντιπρόεδρος της «παγκοσμίου τράπεζας» και της επιτροπής «μεγέθυνση και ανάπτυξη». Ο Michael Spence είναι βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος. και πρόεδρος της επιτροπής «μεγέθυνση και ανάπτυξη». Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.
Friday, May 30, 2008
Οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο λαίμαργοι
The Rich Get Hungrier
© The New York Times
Θα υποχωρήσει συν τω χρόνω η διατροφική κρίση που απειλεί τη ζωή εκατομμυρίων, ή μήπως θα χειροτερέψει; H απάντηση ίσως να είναι: και τα δύο.
Η πρόσφατη αύξηση των τιμών των τροφίμων είναι συγκυριακή και οφείλεται σε φαινόμενα σαν την ξηρασία στην Αυστραλία, την Ουκρανία και αλλού. Αν και η ανάγκη για μεγάλης έκτασης ανθρωπιστικές επιχειρήσεις είναι επείγουσα, η τρέχουσα διατροφική κρίση εντέλει θα ξεπερασθεί.
Η κρίση αυτή όμως μας προειδοποιεί για ένα σημαντικό πρόβλημα, που αν δεν αναγνωρίσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις και δεν προσπαθήσουμε στα σοβαρά να το αντιμετωπίσουμε, αναμένεται να επιδεινωθεί οδυνηρά στο μέλλον.
Πρόκειται για την ιστορία δύο κόσμων.
Στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας, μία χώρα με πολυάριθμους φτωχούς ξαφνικά γνωρίζει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, από την οποία όμως επωφελούνται μόνο οι μισοί της κάτοικοι. Οι προνομιούχοι ξοδεύουν ένα σωρό χρήματα σε τρόφιμα, πράγμα που -εφόσον δεν αυξηθεί αντίστοιχα η προσφορά- οδηγεί τις τιμές σε άνοδο.
Οι υπόλοιποι φτωχοί τώρα αντιμετωπίζουν ψηλότερες τιμές στα τρόφιμα, χωρίς όμως να διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα και σταδιακά αρχίζουν να λιμοκτονούν.
Τέτοιες τραγωδίες συνέβησαν πολλάκις στον κόσμο.
Παράδειγμα είναι ο λιμός της Βεγγάλης του 1943, τις τελευταίες μέρες της βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες. Οι τιμές τετραπλασιάστηκαν λόγω της υπερπροσφοράς χρήματος που επέφερε ο πόλεμος κατά της Ιαπωνίας. Οι φτωχοί σαρώθηκαν, αλλά και οι φτωχοί της υπαίθρου αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια έχοντας σταθερά πάνω-κάτω εισοδήματα.
Οι λανθασμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις επιδείνωσαν την κατάσταση. Αποφασισμένοι να αποφύγουν κάθε αναταραχή στις πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Βρετανοί αγόρασαν τρόφιμα από την ύπαιθρο και τα πώλησαν στις πόλεις, σε πολύ χαμηλές τιμές. Η κίνησή τους όμως αυτή εκτόξευσε ακόμα περισσότερο τις τιμές των τροφίμων στην ύπαιθρο. Οι μικροκαλλιεργητές άρχισαν να λιμοκτονούν μαζικά.
Τελικά ο λιμός άφησε πίσω του δύο με τρία εκατομμύρια νεκρούς από πείνα.
Πολλή συζήτηση γίνεται και δικαίως για το διχασμό μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων» στην παγκόσμια οικονομία. Οι φτωχοί όμως του πλανήτη είναι κι αυτοί διαιρεμένοι, ανάμεσα σε όσους ζουν σε χώρες με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τους υπολοίπους. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ, τείνουν να εκτινάσσουν προς τα πάνω τη ζήτηση για τρόφιμα. Αυτό φυσικά από μόνο του είναι υπέροχο. Αν οι χώρες αυτές κατάφερναν να μειώσουν τις ανισότητες στην κατανομή αυτού του πλούτου, ακόμα κι οι φτωχότεροι θα έτρωγαν καλύτερα.
Αλλά παρατηρούμε πως η ανάπτυξη πιέζει τις παγκόσμιες αγορές τροφίμων, καμιά φορά μέσω της αύξησης των εισαγωγών, αλλά κι επίσης μέσω περιορισμών -ακόμα κι απαγορεύσεων- των εξαγωγών, προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές στο εσωτερικό των χωρών, όπως πρόσφατα έκαναν οι Ινδία, Κίνα, Βιετνάμ, Αργεντινή.
Αυτοί που πλήττονται ιδιαιτέρως είναι οι φτωχότεροι, που εντοπίζονται κυρίως στην Αφρική.
Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, όπου η τεχνολογία παίζει σημαντικό ρόλο. Ορισμένα αγροτικά προϊόντα, όπως ο αραβόσιτος ή η σόγια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή του καυσίμου της αιθανόλης. Αποτέλεσμα: τα στομάχια των πεινασμένων αναγκάζονται να ανταγωνιστούν τις δεξαμενές καυσίμων.
Οι λανθασμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις έπαιξαν κι εδώ το ρόλο τους. Το 2005, το αμερικανικό κογκρέσο θεσμοθέτησε τη επέκταση της χρήσης της αιθανόλης. Ο νόμος συνδυάσθηκε με την καθιέρωση σχετικών επιδοτήσεων, πράγμα που πολλαπλασίασε την παραγωγή αραβοσίτου στις ΗΠΑ, αλλά και την εκτροπή της παραγωγής αγροτικών προϊόντων προς το τομέα της ενέργειας. Αυτός κι αν είναι επίφοβος ανταγωνιστής για τα πεινασμένα στομάχια.
Η αιθανόλη ελάχιστα αποτελέσματα έχει στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Μία δραστική αλλαγή στην προσέγγιση των βιοκαυσίμων θα ήταν απαραίτητη, αν η αμερικανική πολιτική επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Η χρήση αιθανόλης θα έπρεπε να αποθαρρύνεται αντί να επιδοτείται και να προωθείται.
Η παγκόσμια διατροφική κρίση δεν προέκυψε από κάποια πτωτική τάση στην παραγωγή τροφίμων, ούτε καν στη διαθέσιμη «ποσότητα τροφής ανά άτομο» (παρά όσα αναπόδεικτα λέγονται). Προκύπτει από την ξαφνική αύξηση της ζήτησης. Ένα τέτοιο πρόβλημα στη ζήτηση μπορεί να αντιμετωπισθεί με αύξηση της παραγωγής, που για να προκύψει χρειάζεται με τη σειρά της περισσότερη διεθνή συνεργασία.
Αν και ο υπερπληθυσμός ελάχιστα επηρεάζει τη συνολική ζήτηση για τρόφιμα, συμβάλει αρκετά στην κλιματική αλλαγή, που με τη σειρά της πλήττει τις αγροτικές καλλιέργειες. Ευτυχώς που η αύξηση του πληθυσμού δείχνει σημεία επιβράδυνσης, ενώ υπάρχουν άφθονα στοιχεία πως η ενδυνάμωση των γυναικών (συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης της σχολικής φοίτησης των κοριτσιών) μπορεί να την επιβραδύνει ακόμα περισσότερο.
Το πολυπλοκότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι να βρούμε τις πολιτικές εκείνες που θα αντιμετώπιζαν την εξαιρετικά ασύμμετρη κατανομή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πολλές χώρες με αργούς ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζονται επειγόντως βαθιές μεταρρυθμίσεις· εξίσου επείγουσα όμως είναι η ανάγκη για παγκόσμια οικονομική βοήθεια και συμπαράσταση στις χώρες αυτές.
Πρώτο μας έργο: να κατανοήσουμε τα δεδομένα του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.
Ο Amartya Sen είναι καθηγητής οικονομικών και φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ οικονομίας του 1998. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.
Thursday, May 29, 2008
Πρώτοι στα γράμματα, πρώτοι στους αγώνες;
Σήμερα λοιπόν, που το πανεπιστήμιο έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όριά του, με τους υπάρχοντες θεσμούς να αποτελούν ιερές αγελάδες που κανείς δεν τολμάει να αγγίξει, με ορισμένες μειοψηφίες φοιτητών να ελέγχουν ασφυκτικά, να καίνε και να σπάνε κατά το δοκούν τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, με ομάδες καθηγητών να λειτουργούν προστατευμένες από εξωτερική ακαδημαϊκή και διοικητική αξιολόγηση, με τυπολάτρες γραφειοκράτες να συνθλίβουν την αυτονομία και αυτοτέλεια του πανεπιστημίου, σήμερα η προοδευτική δημοκρατική παράταξη και η Αριστερά έπρεπε να ήταν οι πρώτες που θα ενδιαφέρονταν για την αντιστροφή των σημερινών παρακμιακών τάσεων: να προστάτευαν το πανεπιστήμιο από τους τραμπούκους και τους παράγοντες κάθε κομματικού χώρου, να επέτρεπαν χωρίς πολλές φανφάρες να εφαρμοστεί μιας ήσσονος σημασίας και εμβέλειας αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (νόμος Γιαννάκου), και να μην έπεφτε τόσο εύκολα θύμα της επικοινωνιακής προσπάθειας της Κυβέρνησης να αλλάξει την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου από την οικονομία που καίει στα πανεπιστήμια που τα καίνε.
Wednesday, May 28, 2008
They don't live for work...they work to live
By Anushka Asthana*
The Observer, Sunday May 25 2008
Anushka Asthana reports
Settling down on the shiny black sofa in the front room of their student house in Jesmond, Newcastle, Ailsa McNeil and her flatmates discuss what they would do once they had left university.
'The idea of moving into the financial world of London and working long hours inside a massive company does not appeal to me,' said McNeil, placing a textbook down on the cream carpet, among scattered magazines, scarves and revision notes. The 20-year-old had a final-year exam for her economics degree the next day.
People in their late teens and early twenties, she argued, were far keener to have a 'good life with a standard amount of money' than 'slog' their guts out like their parents. 'I saw my mum and dad work really hard, but my work ethic is different,' said McNeil. 'I want to do well but I want to have great fun in life. Money and work are not the be all and end all. If you put all your effort into your job you lose sense of what you are living for.'
McNeil is not alone. New research has found that a similar attitude to work is burgeoning among the group of people known as Generation Y - usually defined as those between the ages of 11 and 25. A study of more than 2,500 people born after the early Eighties found that they were rebelling against their parents' values and were determined not to lead lives that revolved so heavily around the world of work.
Instead, they were ready to resign if their jobs were not fulfilling and fun, with decent holidays and the opportunity to take long stretches off for charity work or travel. Salary and status were not high on the priority list, according to the study by Talentsmoothie, a firm that consults companies in banking, professional services and the law on the changing workforce.
Here is a group that has never known, or even witnessed, hardship, recession or mass unemployment and does not fear redundancy or repossession, according to researchers. The result is a generation that believes it can have it all and is not embarrassed to ask for it; a generation that will constitute the majority of the workforce within a decade.
That is why major companies, embroiled in the battle to attract the very best graduates, are doing whatever they can to lure them in. 'The previous generation saw work as a primary part of life,' said Madalyn Brooks, HR director at Procter and Gamble. 'When they left education, work was a dominant part of what they did and they were not looking for time out. Now we are seeing the growth of a different profile of candidate. They have grown up in relatively affluent families. They want to be sure that they can strike a balance between work and their personal life, and so the opportunity to take time off, to travel, to work for a company with a strong social responsibility record, these are all concerns that we increasingly hear when recruiting talent.'Procter and Gamble has already adapted its recruitment efforts and what it offers to meet the needs of Generation Y. Instead of just stressing higher salaries, this international company is highlighting the opportunity for flexible hours, the chance to work from home, the offer of up to a year of 'family leave' to look after children or elderly parents, and the promise of regular three-month sabbaticals. Similar packages are being offered by companies across Britain.
In his open-plan office in the centre of Aberdeen, Simon Chinn, 25, a senior consultant at a recruitment agency, rushed between meetings last week. He admitted that one thing that attracted him to the firm, Thorpe Molloy Recruitment, was the fact that it was flexible when employees asked for time off. In two cases colleagues travelled for a year before returning to the same job.
Chinn argued that it also played an important role for the candidates he was helping to recruit. 'There is an oil service company in Aberdeen that has a very attractive benefits package,' he gave as an example. 'There is a good pension, gym membership in the office, opportunities for travel and sabbaticals. People can take time out and come back to the job. That does attract the best talent.'
The fact that young people changed jobs more frequently, argued Chinn, meant they were less willing to put up with long hours or poor holidays. Officials in the US have estimated that a typical member of Generation Y will have 10 jobs by the age of 38. 'People think, why stay in a job you do not enjoy?' he said.
In Newcastle, McNeil and her flatmates reached a similar conclusion. 'If a company offers more flexibility, it is a sign that it has the type of culture you would want to join,' said the undergraduate, who has signed up to the Milkround, a graduate recruitment network.
The fact that she now receives more than 20 emails a day from employers makes her feel more confident about her future options: 'It is as if people expect to get a job. I also think that, unlike our parents, we feel like we have financial back-up if things go wrong. But I guess that could change if we enter a recession.'
It is the lack of a significant downturn in the economy over the past decade and a half that is driving the new attitude, say experts. Generation Y: what they want from work, the research from Talentsmoothie, concluded: 'They have only ever known economic prosperity. They have many choices: gap years and extensive travel are the norm. They can join a company, or set up their own. They have seen their parents in stressful jobs, working long hours, and realise that hard work for big companies apparently does not bring prosperity and happiness, or make the world a better place. They want their lives to be different - and this shows. If they are dissatisfied, they resign.'
The study found that 85 per cent of Generation Y wanted to spend 30 per cent to 70 per cent of their time working from home. More than half wanted a flexible working arrangement.
The top priority when choosing a job was 'doing work that I love'. 'Earning lots of money' was far behind, in seventh place. When it came to walking away from an employer, a lack of motivation was the top reason followed by a work-life balance leaning too far towards the job. 'The Boomer generation [who are over 45] created the culture of long working hours and Xers [aged between 28 and 45] reluctantly accepted it,' the report said. 'But not Generation Y. While they are not work-shy, they don't live to work. They will get the job done on time ... but on their own terms.'
The confidence, it said, came from a feeling of security: 'Unlike Xers and Boomers, they are not remotely daunted by the spectre of unemployment.'
Simon Walker, a founding director of Talentsmoothie, said this generation considered work something to do, not somewhere to go. 'As long as they achieve what they need to they are not worried about being seen to do it at their desks,' he said, explaining why things were different for the older generation. 'I am 40 and when I was 10, 12, 14, there was the winter of discontent, Thatcherism and miner strikes. Three million were unemployed, so subconsciously employment was seen as precious and there was no such thing as a secure job. For the next generation, there was full employment, unprecedented economic growth. Their attitude is: "If I can't get one job, I will get another one." They are not preconditioned, like many of us, to be cautious of authority.'
In fact, the research found that younger workers were far more willing to challenge managers and were undeterred by traditional hierarchy. Walker said he was trying to help 'Boomer' and 'Xer' managers to understand the new attitude and not get frustrated by it. Much of what the workers were demanding, he said, such as work-life balance, personal development, exciting jobs and motivating managers, would be welcomed by older workers as well. But the clash of values was causing friction in offices.
In one case, outlined in the study, a chief executive of a large insurance firm emailed thousands of employees to inform them about a major decision. Sitting at his desk in the middle of the huge office, James, 24, who had recently joined the firm, told his older colleagues he disagreed with what had been done. He quickly decided to share his feelings with the head of the company and sent his thoughts directly to him in an email.
Within minutes, a reply popped up on James's screen: 'I have been running this company for 10 years; I think I know what I am doing.' Still undeterred, he hit back: 'I realise this is an uncomfortable conversation but I am not the only one that disagrees with you.' Luckily he was able to convince the boss that he was not simply being rude.
The overconfidence of Generation Y is proving a challenge for employers. This summer the Association of Graduate Recruiters will host a conference, at which delegates will debate how far firms need to go towards accommodating the desires of younger workers and how seriously they should take the concept of Generation Y.
Carl Gilleard, chief executive of the AGR, recently described young workers as 'opinionated' and more demanding of employers. He said: 'One colleague who recently faced a barrage of questions about what her firm will give one young man, was forced into reacting with the question, "And what are you going to give us?" '
While warning that those who did not make an effort to respond to the needs of this group would end up 'dead in the water', Gilleard added: 'Just how far do employers lean over backwards before they end up being horizontal?' Others felt that companies should not 'overreact' to the new values and attitudes, warning that things could soon change again.
Helen Bostock, global head of campus recruiting for the investment bank Credit Suisse and a board member of the AGR, said: 'A few years ago I recall the dotcom bubble when everyone was trying to reinvent themselves with an entrepreneurial culture. Now it is generational theory. What happens is that employers get sucked into the whole thing, then the pendulum swings one way or another. One thing that is consistent is that there is always something we are tackling. If it is not work-life balance, it is diversity, inclusion or something else.
'In reality large graduate recruiters take much longer to change and there is a danger that employers will overreact and reinvent themselves as something they are not.' Bostock gave the example of the 'dress-down' craze, when thousands of firms encouraged their employees to come to work in more casual attire each Friday. 'That does not happen now, people have largely returned to the world of suits,' she said.
Given her global role, Bostock argued that Generation Y differed from country to country and warned that the time for UK graduates to be complacent about job opportunities would soon come to an end.
'There are highly talented individuals from China and India heading our way,' she said. 'They are hungry, focused on work and focused on academic success. Just look at the number of high-achieving Asian women studying maths and science compared with home-grown students. This generation is facing different challenges.'
Walker said he planned to look at how attitudes differed across the world. He argued that 'generational attitudes' were partly dictated by age but also circumstances. In China, Generation Y was made up of only-children, as a result of the one-child policy, who grew up through difficult economic times. They would have very different values to their British counterparts, he said.
In Britain, meanwhile, there would be people of all ages who shared typical Generation Y attitudes, he argued, but they would be far more common within the age group. One of those attitudes, according to research by Walker and others, is an overwhelming desire to be fulfilled in their jobs.
A study in 2004 carried out by Common Purpose, an organisation that offers training for leaders and managers, found that those who were not getting satisfaction at work were hitting a 'quarter-life crisis'. Searching for Something concluded that employers had to accommodate young workers' wider ambitions or risk losing them by the age of 30.
'We see young people that are searching for some sort of meaning in life and if you can't align their values with the organisation they might leave,' said Julia Middleton, the group's chief executive. 'I think life is cyclical - and there is a return to people searching for meaning and searching for values.'
Middleton agreed that economic prosperity had fuelled the values of Generation Y. 'If you haven't had money or faced the serious threat of not having money, you take money much more seriously,' she argued. 'We have a generation that has not felt the threat for some time.'
Now, for the first time in many years that threat is returning. While it may come as an uncomfortable shock for those self-assured members of Generation Y, it could also create a whole new work ethic among the toddlers and babies that constitute Generation Z; born after 2002 they still have a long way to go before they are thrown into a whole new world of work.
*Ολόκληρο το άρθρο μαζί με τα σχόλια αναγνωστών μπορείτε να το βρείτε στην ηλεκτρονική σελίδα του Guardian-Observer.
Tuesday, May 27, 2008
Άτιμη κενωνία...
...ή πως τα παραδοσιακά ΜΜΕ αντιμετωπίζουν τη γενιά των 700 ευρώ...
Από τη σύντομη εμπειρία που αποκτήσαμε με τα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μέχρι σήμερα, αντιληφθήκαμε ότι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες και ταυτόχρονα προκλήσεις, είναι να πείσουμε το εκάστοτε Μέσο που παρουσιάζει τη γενιά των 700 ευρώ, ότι ΔΕΝ είμαστε θύματα της κοινωνίας.
Είμαστε αξιοπρεπείς και αισιόδοξοι άνθρωποι με όνειρα. Δεν είμαστε κακομοίρηδες ούτε μας αρέσει να γκρινιάζουμε αναμασώντας στερεότυπες αντιλήψεις περί πτυχίων, αφραγκίας και λοιπών τετρημένων κλισέ. Αυτά εδώ και ενάμιση χρόνο λειτουργίας του blog τα έχουμε εξαντλήσει, τα έχουμε εμπεδώσει και πλέον αρκεί κανείς να ανατρέξει σε μία από τις πολλές στατιστικές έρευνες που είναι διαθέσιμες από εδώ κι από εκεί για να δει μια περιγραφή του φαινομένου.
Αντιθέτως, ο καθένας από εμάς διαθέτει προσωπική άποψη για το πώς η γενιά μας μπορεί να προχωρήσει και να πετύχει θαύματα, θέτοντας τις δικές της άμεσες κοινωνικές προτεραιότητες. Ως εκ τούτου μας ενδιαφέρει να εκφράζουμε την άποψή μας και όχι να αναλωνόμαστε και να περιγράφουμε αν το σπίτι στο οποίο κατοικούμε είναι διαμέρισμα 50 τετραγωνικών στον 1ο όροφο ή 60 τετραγωνικών στον 2ο, ή αν αντί για επώνυμα αγοράζουμε private label δημητριακά για πρωινό επειδή δε βγαίνουμε οικονομικά.
Άλλοτε λοιπόν τα καταφέρνουμε, συνήθως όταν αυτός ο οποίος παρουσιάζει το θέμα είναι γάτος και σου δίνει χώρο να ελιχθείς (βλ. πρόσφατες εκπομπές), άλλοτε πάλι όχι, συνήθως όταν κυριαρχεί η επιταγή της Διεύθυνσης για «κλάμα και αίμα» οπότε ό,τι και να πεις προσαρμόζεται αναλόγως.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ειδικά σε γνωστούς και μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς που αρέσκονται να λαϊκίζουν, δεν είναι εύκολο να περάσεις ως κυρίαρχο ένα θετικό και αισιόδοξο μήνυμα. Πόσο μάλλον που εκ των προτέρων έχει αποφασιστεί να χρησιμοποιηθεί η φάτσα σου για λόγους προώθησης της απαιτούμενης μιζέριας την οποία θα αξιοποιήσει κάποιος πολιτικός της διπλανής στήλης για να πει τα δικά του. «Μα, θέλουμε να πούμε την άποψή μας για το ασφαλιστικό και το δημόσιο χρέος...τους εργάτες της γνώσης;; Εεε, ξέρετε δεν μπορεί να γίνει το ρεπορτάζ, χωρίς προσωπικές εμπειρίες και βιώματα…Εσείς θα κλάψετε κι ο αναλυτής με τον πολιτικό θα δώσουν τη λύση.»
Η αναζήτηση θυμάτων της κοινωνίας και η θυματοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων δεν αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα μόνο της δημοσιογραφίας, αλλά του τρόπου με τον οποίο η κρατούσα πολιτικομιντιακή τάξη αντιλαμβάνεται το δημόσιο διάλογο με τις λεγόμενες "ευπαθείς" κοινωνικές ομάδες. Με μπόλικο πατερναλισμό δηλαδή, χτύπημα στην πλάτη και κουκούλωμα των πιο αιχμηρών και γι αυτό επώδυνων προεκτάσεων κάθε προβλήματος.
Άψογα! Fuckin awesome. Ένας αναλυτής που δεν είχε ποτέ την οξυδέρκεια να εντοπίσει το θέμα της γενιάς των 700 ευρώ in the first place κι ένας πολιτικός συνήθως της γενιάς του πολυτεχνείου που το δημιούργησε θα μας μιλήσουν επ’αυτού, κι εμείς απλώς θα κάνουμε το προς εξέταση αντικείμενο- θύμα στη βιτρίνα μιας μεγάλης σε κυκλοφορία εφημερίδας. Χαμένοι από όποια πλευρά κι αν το δεις. No more.
Saturday, May 24, 2008
Καρτέλ στο ράφι, πληγή στην τσέπη
Σε πρόσφατη έρευνα που έκανε το Ελληνικό Κέντρο Καταναλωτών υπολογίστηκε ότι το μηνιαίο κόστος ζωής του εργαζόμενου που δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικογένεια κυμαίνεται από 840 έως 1.170 ευρώ. Με λίγα λόγια ένας νέος που κερδίζει περίπου 700 ευρώ το μήνα παρουσιάζει έλλειμμα που μπορεί να φτάσει και τα 470 ευρώ.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι τόσο το ύψος του μισθού, όσο το τι μπορεί κανείς να αγοράσει μ’ αυτά τα χρήματα. Ποια είναι δηλαδή η πραγματική αγοραστική του δύναμη, και όχι πόσα είναι τα μηδενικά που αναγράφονται στη βεβαίωση αποδοχών ή το χαρτονόμισμα. Κι εδώ εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα. Η αγοραστική δύναμη ενός g700 ροκανίζεται διαρκώς από την ακρίβεια που διαρκώς αυξάνεται κυρίως σε προϊόντα πρώτης ανάγκης.
Η δυσμενής αυτή πραγματικότητα εντοπίστηκε για μία ακόμη φορά, πολύ πρόσφατα, σε έρευνα – σύγκριση τιμών, που διεξήγαγε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτή (ΚΕΠΚΑ), σε 86 ομοειδή προϊόντα καθημερινής χρήσης ανάμεσα στα ράφια του ίδιου σουπερμάρκετ στο Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη.
Η σύγκριση έδειξε ότι η Ελλάδα κατέχει τα σκήπτρα της ακρίβειας, με τους Έλληνες καταναλωτές να αγοράζουν 32,57% ακριβότερα σε σχέση με τους Γερμανούς, ακόμα και προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Τι συμβαίνει;
Τα σουπερμάρκετ, σε όλη την Ευρώπη, διεκδικούν και παίρνουν κάθε φορά από τους παραγωγούς εκπτώσεις με σκοπό την προνομιακή μεταχείριση των προϊόντων τους στο ράφι. Έχει υπολογιστεί ότι τα υπερκαταστήματα διεκδικούν από τους προμηθευτές: εκπτώσεις ανάλογα με το ύψος της αγοράς, μέχρι 50%, δωρεάν εμπορεύματα 0,5% έως 1% του τζίρου του παραγωγού με αντάλλαγμα την είσοδο στα διαφημιστικά τους φυλλάδια, αέρα για την είσοδο στα ράφια 10,000 ευρώ με 150,000 ευρώ για κάθε κωδικό, ενοίκιο ραφιού, διευκολύνσεις αποπληρωμής με τη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών 90-200 ημερών.
Από την πλευρά τους οι παραγωγοί, είτε υποχρεώνονται να προβούν σε «διευκολύνσεις» στην τιμή χονδρικής. Είτε σπεύδουν οι ίδιοι, οικειοθελώς, να πληρώσουν για την προνομιακή μεταχείριση των προϊόντων τους στο ράφι.
Υπολογίζεται ότι, στην Ελλάδα, όλες αυτές τις εκπτώσεις ανέρχονται στο 30% της καθαρής χονδρικής τιμής ενός προϊόντος. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ένας παραγωγός, για να είναι σε θέση να βγάλει κέρδος, αυξάνει συνήθως κατά 50% τη χονδρική τιμή και κάνει έκπτωση επί της αυξημένης τιμής.
Στο ύψος των απαιτούμενων εκπτώσεων, κρύβεται μία από τις μεγάλες και ουσιώδεις διαφορές σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η τιμολογιακή πρακτική χονδρικής είναι περίπου η ίδια για όλους, μικρούς και μεγάλους, και οι εκπτώσεις ανάλογα με τις πωλήσεις δεν ξεπερνούν το 3% έως 8% των αγορών. Αντιθέτως, στη δική μας πραγματικότητα η τιμολογιακή πολιτική διαφέρει ανάλογα με τη διαπραγματευτική δύναμη που έχει ο καθένας, και οι εκπτώσεις φτάνουν το 25% με 30% .
Έτσι όμως έχουμε δύο σημαντικότατες παρενέργειες: μία για τον καταναλωτή και μία για την ομαλή λειτουργία της αγοράς:
- το κόστος της ήδη αυξημένης τιμής χονδρικής (25%-30%), με σκοπό την μετέπειτα μεγάλη έκπτωση (50%), μετακυλύεται στον καταναλωτή, και άρα αυξάνονται τρομακτικά οι τιμές. Εξού και οι μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα σε τιμές στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
- οι μεγάλοι προμηθευτές έχουν τη δυνατότητα για μεγάλες εκπτώσεις με αποτέλεσμα να αποκτούν δεσπόζουσα θέση στην αγορά (και εν συνεχεία να την καταχρώνται κιόλας, όπως έδειξε το καρτέλ του γάλακτος) βάζοντας φραγή εισόδου στους υπόλοιπους, όπως έδειξε η πρόσφατη καταγγελία των παργωγών ριζιού του συνεταιρισμού Χαλάστρα στη Χαλκιδική.
Είναι προφανές, από τα λίγα που ξέρουμε για το δίκαιο του ανταγωνισμού, ότι αυτού του τύπου η προνομιακή μεταχείριση στο ράφι συνιστά κάθετη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετική οικονομική βαθμίδα (σουπερμάρκετ και προμηθευτές), και νοθεύουν τον ανταγωνισμό ή τον παρακωλύουν πλήρως θέτοντας εμπόδια εισόδου στην αγορά σε άλλες επιχειρήσεις.
Συνεπώς, κατά την άποψή μας, το ιδιότυπο αυτό καρτέλ του ραφιού που πλήττει την τσέπη μας, πρέπει να καταγγελθεί τεκμηριωμένα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ), με πρωτοβουλία του Υπουργείου Ανάπτυξης ή ακόμα και των καταναλωτικών οργανώσεων που γνωρίζουν το θέμα, και ακολούθως αυτή να το ελέγξει κατά προτεραιότητα, όπως συνέβη με το γάλα. Το ερώτημα βέβαια είναι, γιατί εφόσον οι πάντες γνωρίζουν το πρόβλημα, δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες και ισχυρή δράση για την επίλυσή του;
Thursday, May 22, 2008
Ρ.Χ.Σ.: Επιβιώνοντας στην Ελλάδα με 700 ευρώ
Από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα
Ελλάδα. Η χώρα του ήλιου, της θάλασσας, του κρασιού και της καλής παρέας. Η χώρα που καλεί τους νέους από όλο τον κόσμο να ζήσουν το μύθο τους σε αυτήν. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα για τους κατοίκους μιας χώρας όπου ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων, ιδίως νέων, αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ το μήνα, την ίδια στιγμή που οι τιμές βασικών αγαθών είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη; Πόσο οι Έλληνες απολαμβάνουν τη ζωή και τα αγαθά της πατρίδας τους, όταν εργάζονται περισσότερο από κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό;
Το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα κατέγραψε για ένα μήνα τη ζωή πέντε ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν ενάντια στην ακρίβεια και τους χαμηλότατους κατώτατους μισθούς.
Ο Κώστας είναι 29 ετών, απόφοιτος του Πολυτεχνείου, με μεταπτυχιακό δίπλωμα. Προσπάθησε να βρει δουλειά, όμως οι μισθοί που του προτάθηκαν από τεχνικές εταιρείες δεν ξεπερνούσαν τα 700 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που τα τρέχοντα έξοδά του είναι σχεδόν διπλάσια. Έτσι αναγκάζεται να κάνει τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Η καθημερινή ζωή του Οδύσσεια ξεκινάει το πρωί από το σπίτι του στην Λούτσα. Αφού διασχίσει όλη την Αττική καταλήγει το απόγευμα στο Φάληρο, όπου εργάζεται σαν σερβιτόρος.
Η Τζίνα είναι 32 ετών, πτυχιούχος ιταλικής γλωσσολογίας και μιλά 4 ξένες γλώσσες. Αν και είχε μια καλή δουλειά στην Ιταλία, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα το 2004, μέσα στην ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα τελευταία 2 χρόνια εργάζεται ως γραμματέας με μισθό 770 ευρώ, με τα οποία πρέπει να ζήσει η ίδια και η 5χρονη κόρη της.
Η Αφροδίτη είναι 27 ετών, απόφοιτος του τμήματος δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο. Ζει μόνη της στην Αθήνα προσπαθώντας να τελειώσει το διδακτορικό που ξεκίνησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα με τις σπουδές της, εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, για να τα βγάλει πέρα στην ακριβή Αθήνα. Όμως τα χρήματά της συχνά τελειώνουν πριν τα μέσα του μήνα...
Ο Ιορδάνης, είναι 31 ετών, με σπουδές στο μάρκετινγκ. Έκανε εφτά μήνες να βρει δουλειά και τελικά προσελήφθη ως πωλητής σε εταιρία πληροφορικής, με μισθό... 680 ευρώ. Δεν άντεξε να μένει με τους γονείς του και να συντηρείται από αυτούς και αποφάσισε να μεταναστεύσει. Ο πρώτος του μισθός στην Ολλανδία ήταν 1700 ευρώ. Ο φακός της εκπομπής τον παρακολουθεί να πληρώνει 1,5 ευρώ για τον καφέ του, στην κεντρική πλατεία του Άμστερνταμ.
Το ντοκιμαντέρ «Επιβιώνοντας στην Ελλάδα με 700 Ευρώ» θα προβληθεί την Πέμπτη 22 Μαΐου, στις 22:00, στο πλαίσιο μιας Θεματικής Βραδιάς, για την ακρίβεια και για τη γενιά των 700.
Στο πλαίσιο της εκπομπής θα προβληθεί βίντεο με έναν ακόμη νέο που παρακολούθησε η ομάδα του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Ο Δημήτρης, 28 ετών, στράφηκε στην ομάδα του γνωστού, πλέον, blog g700.blogspot.com για να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του και τις κινήσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσει για να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Με τη συμβολή των μελών του G700 - με τους οποίους ο Δημήτρης συζητά για τα προβλήματα της «γενιάς των 700» - η υπόθεση μεταφέρθηκε τους τελευταίους μήνες στις αίθουσες των δικαστηρίων...