Friday, December 31, 2010

2011: χρονιά επανίδρυσης της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το 2010 ήταν αναμφίβολα η χρονιά διάσωσης της Ελλάδας από την πτώχευση και της τραγικές συνέπειές της. Ήταν μια χρονιά που η διεθνής κοινότητα με τους θεσμούς της, μια χούφτα αποφασισμένων πολιτικών στην Κυβέρνηση αλλά και εκτός, και προπάντων, ο Ελληνικός λαός με τις θυσίες και την ωριμότητά του, βοήθησαν τη χώρα μας να μη μετατραπεί στο πρώτο μεγάλο θύμα μιας αρπαχτικής αγοράς, που σε συνδυασμό με τα χρονίζοντα, άλυτα εσωτερικά μας προβλήματα θα μας οδηγούσε για πολλά χρόνια εκτός διεθνούς συστήματος.

Το 2010 ήταν όμως και μια χρονιά αφύπνισης των υγιών αντανακλαστικών της Ελληνικής κοινωνίας, η οποία άρχισε να αποκτά φωνή και να επιδιώκει, ειρηνικά και μακράν των καταστροφικών διαμαρτυριών, να διαμορφώσει το μέλλον της. Οι Έλληνες είναι εξοργισμένοι και αγανακτισμένοι, όμως απαιτούν πλέον να πιάσουν τόπο οι θυσίες τους. Απαιτούν την επανίδρυση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το 2011 θα ξεκινήσει με κολασμένο τρόπο. Το πρώτο τρίμηνο η ύφεση θα σπάσει όλα τα ρεκόρ, οδηγώντας την αγορά σε βαθύ ψύχος και την απασχόληση στα τάρταρα. Η επανίδρυση της Ελληνικής Δημοκρατίας θα φαντάζει με κακόγουστο αστείο. Για ανάπτυξη ούτε λέξη. Καθημερινά θα διατυπώνονται ερωτήματα και αμφιβολίες για το πόσο θα αντέξουμε τον στροβιλισμό βρισκόμενοι πλέον στο μάτι του κυκλώνα. Οι ραντιέριδες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας θα δώσουν την τελευταία μάχη οπισθοφυλακής, επιχειρώντας να διατηρήσουν ζωντανό ό,τι μπορούν απ' την παλιά Ελλάδα.

Η Ελληνική κοινωνία, όμως, επειδή ακριβώς θέλει να πιάσουν τόπο οι θυσίες της, θα απαιτήσει και λογικά θα επιβάλλει το 2011 να είναι το έτος των μεγάλων δομικών αλλαγών. Δομικών αλλαγών που θα θεμελιώνονται πάνω στις αξίες της παραγωγικής οικονομίας και όχι της προσοδοθηρίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι της αδικίας, της ελεύθερης οικονομίας και όχι του κρατισμού ή του κορπορατισμού, του κράτους δικαίου και όχι του πελατειακού κράτους, των βουλευόμενων και συναινούντων πολιτών και όχι του αμέτοχου και απαθούς όχλου, της προτεραιότητας των ποιοτικών δημόσιων αγαθών και της δίκαιης πρόσβασης όλων σ' αυτά. Είναι η χρονιά που οι πολίτες θα αναμένουν τα πρώτα δείγματα αλλαγής. Στο πίσω μέρος του μυαλού τους φαντάζονται το τέλος του 2011 να τους βρει με το ξεκίνημα μιας ήπιας ανάκαμψης. Να δουν φως στο τούνελ.

Όλα αυτά, όμως, θα απαιτήσουν μεγάλες θεσμικές αλλαγές από ένα πολιτικό σύστημα που στην πλειονότητά του επιχειρεί ακόμα να διασωθεί, δίνοντας κι αυτό ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής μαζί με τους ραντιέριδες που τόσα χρόνια προστάτευε. Αλλαγές στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση η οποία μπορεί να μειώνεται σε ποσότητα, όμως δεν βελτιώνεται σε ποιότητα, την πολιτειακή δομή που έχει αποσυντονιστεί με το κόψε ράψε των Υπουργείων και δεν μπορεί ακόμα να χωνέψει τον Καλλικράτη, τη Δικαιοσύνη που ακόμα χαίρει απόλυτης ασυλίας ώντας το πιο αναποτελεσματικό και ρυπαρό τμήμα της ελληνικής πολιτείας, την Υγεία που νοσεί διαχρονικά, την Ασφάλιση και την Πρόνοια όπου μένει να δούμε τι τόπο θα πιάσουν οι μέχρι σήμερα αλλαγές, το Περιβάλλον όπου μέχρι στιγμής παρακολουθούμε άφωνοι να διεξάγεται το σίριαλ της πράσινης αντι-ανάπτυξης. Αλλαγές που ελλείψει σοβαρού και μεγάλου σε αριθμό πολιτικού προσωπικού, μια χούφτα άνθρωποι της κεντρικής πολιτικής σκηνής θα κληθούν και πάλι να φέρουν σε πέρας. Μαζί με την κοινωνία που στηρίζει. Για να τελειώνουμε με την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, την παρηκμασμένη 4η ελληνική Δημοκρατία.

Γνωρίζουμε ότι απαιτείται ένα να επιτελέσουμε σαν χώρα ένα μεγάλο ηράκλειο άθλο. Εμείς, η G700 θα είμαστε παρόντες και μάχιμοι, με τους αγώνες μας και τις ιδέες μας, και φιλοδοξούμε να είμαστε συνιδρυτές της νέας σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας.

Χρονια πολλά και καλή χρονιά σε όλους.

Tuesday, December 28, 2010

Υπάρχει λύση για τα προβλήματα της ευρωζώνης

Του Τζόρτζ Σόρος*

Οι αρχιτέκτονες της ευρωζώνης γνώριζαν τις ατέλειές της όταν τη σχεδίαζαν. Η ευρωζώνη θα είχε ενιαία κεντρική τράπεζα άλλα όχι ενιαίο Υπουργείο Οικονομικών. Αυτό ήταν επιβεβλημένο από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία μιας νομισματικής και όχι πολιτικής ένωσης.

Οι ευρωπαϊκές αρχές, ωστόσο, ήταν πεπεισμένες ότι, όταν και εάν η ευρωζώνη αντιμετωπίσει κάποια κρίση, θα μπορούσαν να την ξεπεράσουν. Εξάλλου, αυτή ήταν η βάση πάνω στην οποία δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση βήμα προς βήμα, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι θα χρειαστούν περαιτέρω βήματα.

Εκ των υστέρων, συνειδητοποιεί κανείς και άλλες ανεπάρκειες της ευρωζώνης, τις οποίες οι αρχιτέκτονές της αγνοούσαν. Η ζώνη του ευρώ υποτίθεται ότι θα έφερνε οικονομική σύγκλιση αλλά, αντ' αυτού, δημιούργησε αποκλίσεις, καθώς οι αρχιτέκτονές της δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ενδέχεται να προκύψουν ανισορροπίες όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.

Μετά την κυκλοφορία του ευρώ, οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν να αναχρηματοδοτήσουν τις θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα μέσω της διευκόλυνσης δανεισμού με ενέχυρο κρατικούς τίτλους που παρείχε η ΕΚΤ (discount window), με τις εποπτικές αρχές να θεωρούν τα κρατικά ομόλογα ως τίτλους μηδενικού κινδύνου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ψαλίδα των επιτοκίων να κλείσει ανάμεσα σε διάφορες χώρες, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του κλάδου ακινήτων στις πιο αδύναμες οικονομίες μειώνοντας, ταυτόχρονα, την ανταγωνιστικότητά τους.

Την ίδια ώρα, η Γερμανία έπρεπε να σφίξει το λουρί προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της επανένωσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αυτές οι αποκλίσεις. Εν τω μεταξύ, οι τράπεζες συνέχιζαν να συσσωρεύουν κρατικούς τίτλους από τις πιο αδύναμες χώρες προκειμένου να επωφεληθούν από τις ελάχιστες διαφορές των επιτοκίων που ίσχυαν τότε.

Οι επιπτώσεις από την έλλειψη ενιαίου Υπουργείου Οικονομικών έγιναν για πρώτη φορά αισθητές κατά την πτώχευση της Lehman Brothers το 2008, όταν οι κυβερνήσεις, για να αποτρέψουν την κατάρρευση των χρηματοοικονομικών αγορών, έπρεπε να εγγυηθούν ότι δεν θα άφηναν να καταρρεύσει κανένα άλλο συστημικά σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Τότε, η Αγκελα Μέρκελ είχε απορρίψει την παροχή εγγύησης σε εμβέλεια Ευρώπης, επιμένοντας ότι κάθε χώρα πρέπει να παρέχει εγγυήσεις για τις δικές της τράπεζες. Παραδόξως, η ψαλίδα των επιτοκίων άνοιξε για πρώτη φορά το 2010, όταν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι οι προκάτοχοί της δήλωναν στοιχεία που υποεκτιμούσαν σημαντικά το πραγματικό δημοσιονομικό έλλειμμα.

Αυτή ήταν η αρχή της κρίσης στην ευρωζώνη. Η έλλειψη ενιαίου Υπουργείου Οικονομικών βρίσκεται σε διαδικασία αντιμετώπισης, πρώτα με την παροχή πακέτου διάσωσης στην Ελλάδα, έπειτα με τη σύσταση προσωρινού ταμείου έκτακτης χρηματοδότησης και, εν τέλει, με τη δημιουργία ενός μόνιμου θεσμού.

Δυστυχώς, είναι εξίσου βέβαιο ότι τα νέα μέτρα έχουν και αυτά ελλείψεις. Εκτός από την απουσία Υπουργείου Οικονομικών, η ευρωζώνη παρουσιάζει και άλλα μειονεκτήματα, τα οποία οι αρχές δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως, το οποίο περιπλέκει εξαιρετικά τα πράγματα. Οι αρχές δεν αντιμετωπίζουν μόνο την τρέχουσα κρίση, αλλά επίσης μια τραπεζική κρίση και μια κρίση της μακροοικονομικής θεωρίας.

Οι αρχές διαπράττουν τουλάχιστον δύο λάθη. Το πρώτο είναι ότι οι ομολογιούχοι των αφερέγγυων τραπεζών προστατεύονται εις βάρος των φορολογούμενων υπό το φόβο μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης. Αυτό είναι πολιτικά μη αποδεκτό. Η ιρλανδική κυβέρνηση που θα εκλεγεί την ερχόμενη άνοιξη είναι αναγκασμένη να ακυρώσει τις τρέχουσες συμφωνίες. Οι τράπεζες το γνωρίζουν αυτό και γι' αυτό η διάσωση της Ιρλανδίας δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις αγορές.

Το δεύτερο είναι ότι τα υψηλά επιτόκια που συνοδεύουν τα πακέτα διάσωσης καθιστούν αδύνατη τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς των αδύναμων χωρών σε σύγκριση με τις ισχυρότερες. Οι αποκλίσεις θα εξακολουθούν να διευρύνονται και οι πιο αδύναμες χώρες θα εξασθενίζουν ακόμη περισσότερο. Είναι πιθανό να αναπτυχθεί αμοιβαία δυσαρέσκεια μεταξύ πιστωτών και χρεωστών και υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η ζώνη του ευρώ να καταστρέψει την πολιτική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ.

Ωστόσο, και τα δύο λάθη μπορούν να διορθωθούν. Όσον αφορά στο πρώτο, πρέπει να χρησιμοποιηθούν έκτακτα κεφάλαια για αναδιάρθρωση των τραπεζικών συστημάτων και τη χορήγηση δανείων στα κράτη μέλη. Ο πρώτος είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος αξιοποίησης των κεφαλαίων από τον δεύτερο. Η σωστή αναδιάρθρωση των κεφαλαίων στον τραπεζικό κλάδο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ελλειμμάτων των κρατών, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την ταχύτερη επιστροφή τους στις κεφαλαιαγορές.

Η διοχέτευση κεφαλαίων στις τράπεζες είναι καλύτερα να γίνει τώρα παρά αργότερα και είναι καλύτερα να γίνει σε εμβέλεια Ευρώπης παρά κάθε χώρα να ενεργήσει από μόνη της. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργείτο ένα ευρωπαϊκό θεσμικό καθεστώς. Η εποπτεία των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο παραβιάζει σε μικρότερο βαθμό την εθνική κυριαρχία από τον έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρώπης. Και ο έλεγχος των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι λιγότερο ευάλωτος σε πολιτικές καταχρήσεις από τον εθνικό έλεγχο.
Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο πρόβλημα, τα επιτόκια των πακέτων διάσωσης πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα που μπορεί να δανειστεί η ίδια η ΕΕ από τις αγορές. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να δημιουργηθεί μια ενεργή αγορά ευρωομολόγων.

Μπορεί οι δύο αυτές διαθρωτικές αλλαγές να μην είναι αρκετές για βγάλουν τις χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα από τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται. Ισως χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, όπως το «ψαλίδισμα» της αξίας των τίτλων για τους κατόχους κρατικών ομολόγων. Το κόστος ενός τέτοιου μέτρου θα μπορούσε να απορροφηθεί από τις τράπεζες, εάν έχει προηγηθεί μια ορθή αναδιάρθρωση κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να διορθωθούν τα δύο οφθαλμοφανή λάθη που καταδικάζουν το μέλλον της ΕΕ.

*Ο Τζορτζ Σόρος είναι προέδρος της Soros Fund Management

Saturday, December 25, 2010

Στοχεύστε δαπάνες προς τους ανέργους

Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης μιλάει στον Αλέξανδρο Μορντούντακ*
Συνέντευξη στην Εφημερίδα Δημοκρατία

Το φετινό βραβείο Νόμπελ για την οικονομία απονεμήθηκε στον Ελληνοκύπριο καθηγητή του LSE Χριστόφορο Α. Πισσαρίδη (ΧΑΠ), από κοινού με τους Πίτερ Ντάιαμοντ (Peter Α. Diamond) και Ντέιλ Μόρτενσεν (Dale Τ. Μortensen), «για την ανάλυσή τους των αγορών εργασίας που εμφανίζουν τριβές στη θεωρία αναζήτησης», όπως ανακοίνωσε η σουηδική ακαδημία. Φαντάζομαι ότι όποιος φτάνει σε τέτοιο δυσθεώρητο επίπεδο αναγνώρισης ηρεμεί. Η φυσική ευγένεια του Χριστόφορου Α Πισσαρίδη, όμως, είναι εμφανώς πολύ προγενέστερη της βράβευσής του. Χαμογελαστός και χαμηλόφωνος, με τη λεπτότητα των εκφράσεών του να φανερώνει τη σιγουριά των λόγων του, δέχτηκε να μιλήσουμε παρ' όλες τις πιέσεις στο πρόγραμμά του, καθώς η συνάντηση και η συζήτησή μας πραγματοποιήθηκαν ελάχιστες ημέρες μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο από τη Στοκχόλμη, όπου βρέθηκε για την απονομή.

Η συζήτησή μας δεν μπορούσε παρά να ξεκινήσει με αναφορά στις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Όμως ο νομπελίστας καθηγητής διαφύλαξε την απόστασή του από την πολιτική, ίσως γιατί αυτή του εξασφαλίζει περιθώρια ειλικρινούς και αποδοτικής έρευνας. Σε ερώτηση για το ποιος φταίει μας απάντησε ότι «είναι δύσκολο να πει κανείς. Αυτό που θα έλεγα είναι ότι ο κυριότερος λόγος που βρεθήκαμε σε αυτήν την κατάσταση είναι ότι υπήρξε μια ανεξέλεγκτη επέκταση του δημόσιου τομέα».



ΑΜ: Εντοπίζετε λάθη στους πρόσφατους ή σύγχρονους χειρισμούς;

XΑΠ: Ας αφήσουμε το πώς και ποιος ήταν περισσότερο υπεύθυνος και ας μιλήσουμε για το τι πρέπει να γίνει τώρα. Τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα είναι που επείγουν. Πρέπει να ζητηθεί, όπως ζητήθηκε, βοήθεια από τους τρεις διεθνείς οργανισμούς. Όσο το δυνατόν πρέπει η κυβέρνηση να κρατηθεί με μεγάλη αυστηρότητα στο πρόγραμμα που ξεκίνησε. Να μείνει σταθερή στις θέσεις της, στο πώς θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα, το οποίο βασικά της έχουν επιβάλει, αφότου το ζήτησε.

Πιο μακροπρόθεσμα, για να αποφευχθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον, πρέπει να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στη χώρα. Να περιοριστεί το μέγεθος του δημόσιου τομέα, να επισπευσθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να αλλάξει ο τρόπος διορισμού δημοσίων υπαλλήλων. Να γίνει πιο ανοιχτός και να στηρίζεται περισσότερο στις ιδιότητες αυτού που διορίζεται, παρά στο ποιον ξέρει. Επιπλέον, να σταματήσει η δωροδοκία, το «φακελάκι». Σε μια μοντέρνα οικονομία δεν επιτρέπεται να γίνονται πληρωμές με αυτόν τον τρόπο. Οι πληρωμές πρέπει να γίνονται μέσα στα δεδομένα του ελληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Να μαθαίνονται όλα, για σκοπούς φορολογίας, όπως γίνεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

ΑΜ: Βραβευθήκατε για την έρευνά σας σε τομείς που σχετίζονται με την ανεργία. Πέρα από την ακαδημαϊκή, υπάρχει επιπλέον πολιτική διάσταση στην αναyνώριση του έργου σας; Προσφέρει κάτι το Νόμπελ στη θέση της ανεργίας στον δημόσιο διάλογο;

ΧΑΠ: Η βράβευση αναγνώρισε ότι η θεωρία μας μπορεί να εφαρμοστεί κάπως εύκολα, όπως έχει εφαρμοστεί από διάφορες χώρες, σε μια οικονομική πολιτική που έχει βοηθήσει το πρόβλημα της ανεργίας. Σε μια κατάσταση όπως η σημερινή μπορεί να βοηθήσει πολύ περισσότερο από ό,τι αν δεν υπήρχε κρίση. Είναι μια οικονομική θεωρία της κρίσης, ας την πούμε, όπως ήταν και η κεϊνσιανή -και είναι κάπως εύκολη η εφαρμογή τους.

ΑΜ: Ποιες χώρες συμβουλεύετε και ποιες εφάρμοσαν το μοντέλο σας στην πολιτική τους;

ΧΑΠ: Προσωπικά δε συμβουλεύω καμία χώρα τώρα, οι χώρες όμως που έχουν εφαρμόσει τις θεωρίες μας περισσότερο είναι οι σκανδιναβικές χώρες. Ο «οργανισμός οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) έχει κάνει πολλές συστάσεις για εφαρμογή ιδεών που έχουν ξεκινήσει από τις εργασίες μας. Έχουν εφαρμοστεί και στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, μέσω ΟΟΣΑ και ΕΕ. Στις Βρυξέλλες τώρα εφαρμόζουν κι εκεί μια πολιτική που έχει βγει από τις εργασίες μας.

ΑΜ: Τι σχέση έχετε με την ελληνική κυβέρνηση;

ΧΑΠ: Μου έχει μιλήσει ο κ. πρωθυπουργός και ξέρω προσωπικά τον υπουργό οικονομικών, γιατί ήταν φοιτητής εδώ, στο LSE. Εγώ έχω πει ότι θα είμαι πάντα πρόθυμος να βοηθήσω εκεί όπου μπορώ, αλλά δεν είχαμε άλλη επαφή μετά την αρχική επαφή, που είχε γίνει δύο μέρες μετά την ανακοίνωση του βραβείου.

ΑΜ: Ορισμένες αγορές μπορεί να παρουσιάζουν θετικές πορείες αλλά, ταυτοχρόνως, αυξημένα επίπεδα ανεργίας, λόγω μακροοικονομικών ή δομικών αδυναμιών. Αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδας;

ΧΑΠ: Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, κυρίως μετά την κρίση, υπάρχει μια πολύ αρνητική πορεία της οικονομίας. Αυτό που γίνεται τώρα είναι η αναπόφευκτη δημοσιονομική συρρίκνωση. Αφού ολοκληρωθεί, θα υπάρχουν μακροοικονομικά προβλήματα, που οπωσδήποτε θα προκαλέσουν ανεργία, τουλάχιστον για δυο τρία χρόνια, αν όχι περισσότερο. Βεβαίως, οι αγορές εργασίας έχουν κι αυτές ορισμένα προβλήματα, τα οποία κάνουν το φαινόμενο της ανεργίας ακόμη χειρότερο από ό,τι θα ήταν σε μια άλλη οικονομία, με καλύτερα οργανωμένες αγορές εργασίας. Στην Ελλάδα, επειδή n αγορά εργασίας δεν βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, το πρόβλημα της ανεργίας γίνεται ακόμη χειρότερο, ως προς το ύψος των επιπέδων και ως προς τη διάρκεια.

ΑΜ: Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ (Joseph Stiglitz) έλεγε ότι n ανεργία επηρεάζει τον άνεργο πολλά χρόνια, παρατείνοντας τη διάρκειά της, επειδή τον καθιστά άχρηστο. Εσείς προσθέτετε ότι έπειτα από κάποια ορισμένη περίοδο ανεργίας, o άνεργος χάνει και το ενδιαφέρον του για αναζήτηση νέας θέσης. Είναι τόσο καταδικασμένος κάποιος που μένει χωρίς δουλειά;

ΧΑΠ: Είναι, κυρίως αν μείνει χωρίς δουλειά για περισσότερο από έναν χρόνο. Επηρεάζεται πολύ όλη του n ζωή, η ύπαρξή του. Αρχίζει και δεν έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, δεν πιστεύει ότι θα πετύχει κάτι περισσότερο στην αγορά εργασίας και, φυσικά, επηρεάζεται και οικονομικώς. Και όταν βρει δουλειά, μετά συνήθως δεν τον βλέπουμε να εργάζεται πολύ σκληρά ή τουλάχιστον τόσο αποτελεσματικά όσο πριν. Ο μισθός του είναι χαμηλότερος, δεν προάγεται τόσο εύκολα, φοβάται μήπως του ξανασυμβεί αυτό το κακό, η ανεργία. Εδώ, όμως, είναι που μπορεί μια σωστή κυβερνητική πολιτική να βοηθήσει, για να μην πέσει σε αυτό το επίπεδο o άνεργος.

ΑΜ: Τι ευκαιρίες πρέπει να εκμεταλλευτεί ή να δημιουργήσει το κράτος σχετικώς με την ανεργία;

ΧΑΠ: Το κυριότερο είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα προκαλέσουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και αυτό μπορεί να το κάνει με διάφορα μέτρα. Για παράδειγμα, με χαμηλότερη φορολογία στα χαμηλά εισοδήματα και με βοήθεια στις εταιρείες που προσλαμβάνουν ανέργους χωρίς πολλά προσόντα. Επίσης αλλάζοντας ή βγάζοντας διάφορους περιορισμούς που υπάρχουν τώρα στην πρόσληψη εργατών και στην απόλυσή τους.

Αλλά και με απευθείας βοήθεια στους ανέργους. Με το να συναντά το κράτος τους ανέργους πολύ συχνά, μέσω των γραφείων εξευρέσεως εργασίας. Ερευνώντας γιατί παραμένουν άνεργοι, βοηθώντας τους να βρουν εργασία και, αν είναι δυνατό, δίνοντάς τους απευθείας κάποια εμπειρία δουλειάς. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, που έχει δοκιμαστεί στη Σουηδία και έχει πετύχει. Όταν μια γυναίκα ή ένα άνδρας μένει στο σπίτι με άδεια μητρότητας (ή πατρότητας αντιστοίχως) τότε μπορεί η κυβέρνηση να βάλει στη θέση τους έναν άνεργο και να του πληρώνει μισθό αντί για επίδομα ανεργίας.

ΑΜ: Πότε γίνεται n ανεργία κάτι μεγαλύτερο από ενδιάμεσο στάδιο;

ΧΑΠ: H ανεργία, τουλάχιστον στην οικονομική θεωρία, είναι πάντα κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, εκτός αν αυτός που γίνεται άνεργος είναι μεγάλος στην ηλικία, οπότε φεύγει τελείως από την αγορά εργασίας. Το πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε με την πολιτική είναι πώς να περιορίσουμε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο. Αν, δηλαδή, ένας άνεργος κάνει τέσσερα χρόνια να βρει μια νέα θέση εργασίας, αυτό δεν θα το πει κανείς ενδιάμεσο στάδιο. Εκεί μπορεί να βοηθήσει n κυβέρνηση. Δεν επιτρέπεται κανείς να μένει άνεργος για περισσότερο από έναν χρόνο. Μια μοντέρνα οικονομία θα πρέπει να βρίσκει κάποιον τρόπο, με τη βοήθεια κάποιας σωστής οικονομικής πολιτικής, για να του εξασφαλίσει θέση.

ΑΜ: Αναφέρετε ότι τα υψηλά επιδόματα ανεργίας μπορούν να λειτουργούν ως κίνητρο για την παράταση της ανεργίας. Τι εναλλακτικές μορφές υποστήριξης προτείνετε;

ΧΑΠ: H καλύτερη αντιμετώπιση είναι να δοθούν υψηλά επιδόματα ανεργίας, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Στους έξι μήνες, αν είναι άνεργος ακόμη o εργαζόμενος, να φροντίσει το γραφείο ευρέσεως εργασίας να καταλάβει γιατί. Αν είναι εξαιτίας του ότι δεν έχει ψάξει πολύ εντατικά για θέση εργασίας, να τον βοηθήσει να τη βρει και ταυτοχρόνως να μειώνει το επίδομα που του δίνεται.

Συνήθως o φόβος ότι o άνεργος θα χάσει το επίδομα ανεργίας έπειτα από έξι ή εννιά μήνες, είναι αρκετός για να αντισταθμίσει το αντικίνητρο του υψηλού επιδόματος. Αν είναι υψηλό το επίπεδο επιδόματος και ταυτοχρόνως υπάρχει n απειλή να το χάσει, τότε όντως είναι κίνητρο για να ψάξει πιο εντατικά στην αρχή, πριν χάσει την ικανότητα να εφαρμόσει καλώς τα προσόντα του στη θέση που θα πάρει.

ΑΜ: Τι περιθώρια ευρύτερης κοινωνικής πρόνοιας έχει ένα κράτος χωρίς πολλά χρήματα και ποιες πρέπει να είναι οι κοινωνικές προτεραιότητές μιας χώρας σε κρίση;

ΧΑΠ: Πάντα υπάρχει ένας αριθμός χρημάτων που μπορεί n κυβέρνηση να ξοδέψει. Ορισμένα προγράμματα στην αγορά εργασίας, όπως το πρόγραμμα βοήθειας στον άνεργο έπειτα από έξι μήνες, δώδεκα μήνες, δεν στοιχίζουν πολύ. Στοιχίζουν πολύ λιγότερο από ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα, όπου απλώς αυξάνει τα έξοδά της n κυβέρνηση για να βοηθήσει γενικά τη μακροοικονομία. Αντ' αυτού θα πρότεινα τη στόχευση των δαπανών προς τον άνεργο.

ΑΜ: Ποια είναι n άποψή σας για τα σενάρια πτώχευσης και εξόδου από το ευρώ, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για άλλες χώρες;

ΧΑΠ: Δεν πιστεύω ότι θα γίνει αυτό, γιατί οι χώρες στο ευρώ, n Γερμανία, n Γαλλία, ολόκληρη n ΕΕ και οι τράπεζες δεν θα το επιτρέψουν, γιατί δεν τους συμφέρει τους ίδιους, ό,τι και να λένε, όσο κι αν απειλούν. Θα τους κάνει μεγάλο κακό αν πτωχεύσει μια χώρα του ευρώ και βγει από το κοινό νόμισμα. Οπότε νομίζω ότι δεν έχουν επιλογή, ούτε και θέλουν να δουν το ευρώ να καταστραφεί.

ΑΜ: Έχετε αναφερθεί στην ανάγκη για αύξηση της ελληνικής παραγωγικότητας, συνδέοντάς τη με την ανάγκη να δοθεί έμφαση στην ανώτατη παιδεία. Πώς αξιολογείτε το επίπεδο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα;

ΧΑΠ: Το επίπεδο της παιδείας στην Ελλάδα ίσως να είναι από τα χειρότερα, τα πιο επαίσχυντα χαρακτηριστικά της οικονομίας σε σχέση, με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δυστυχώς, βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, αν και υπάρχουν οι εξαιρέσεις -μόλις έχω δει πως έχει βραβευτεί το νέο πρόγραμμα MBA στο «οικονομικό πανεπιστήμιο». Αυτό είναι αξιόλογο και αξιοθαύμαστο. Παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στην ανώτατη παιδεία, υπάρχουν προγράμματα που βραβεύονται διεθνώς. Αλλά, γενικώς, n παιδεία και στο γυμνάσιο και στο πρώτο πτυχίο πανεπιστημίου είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκριτικώς με άλλες χώρες. Τα Ελληνόπουλα, στους διάφορους διαγωνισμούς που γίνονται διεθνώς, αποδίδουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και πρέπει να γίνουν αλλαγές.

Το περιβάλλον πρέπει να γίνει πιο απαιτητικό, να οργανωθούν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σε πιο καλή βάση. Κυρίως, αν μπορεί να γίνει αυτό ποτέ στην Ελλάδα και την Κύπρο, να βγει η πολιτική εξουσία, να μην προσπαθούν τα πολιτικά κόμματα να επηρεάσουν τα παιδιά στα σχολεία.

Βλέπω εκλογές για συνδέσμους φοιτητών και είναι σαν εκλογές για πρόεδρο της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργό. Βλέπεις τους φοιτητές να είναι χωρισμένοι με τα κόμματα, να ψηφίζουν μόνο με τις οδηγίες που τους δίνουν. Ένα κόμμα δεν μπορεί να ξέρει ποια είναι η πιο καλή παιδεία, πρέπει να την αφήσουν στους εκπαιδευτικούς, όχι στους ιθύνοντες των πολιτικών κομμάτων για να τραβήξουν πιο πολλά παιδιά στο κόμμα τους. Αυτά πρέπει να αλλάξουν, είναι βασικά κριτήρια μιας καλής παιδείας.

ΑΜ: O ελληνισμός φαίνεται να ζημιώνεται από το φαινόμενο του «brain drain», μέρος του οποίου θα μπορούσε να λεχθεί ότι είστε κι εσείς. Πώς μπορεί n Ελλάδα να γίνει ελκυστική ως χώρος φιλοξενίας της επιτυχίας;

ΧΑΠ: Με αυτές τις αλλαγές για τις οποίες μιλάμε τώρα και με μια αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Εγώ, όταν πήγαινα για φοιτητής, τίποτε άλλο δεν μου άρεσε εκτός από το διάβασμα. Δεν ήθελα να πολιτευθώ, δεν ήθελα να ανακατεύομαι σε φοιτητικά πολιτικά ζητήματα. Κοίταξα ποια χώρα μπορεί να μου το προσφέρει αυτό και, δυστυχώς, δεν ήταν n Ελλάδα...

*Ο Χριστόφορος Α. Πισσαρίδης είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο LSE και νομπελίστας οικονομίας του 2010

Tuesday, December 21, 2010

Συνδικαλιστικός σουρεαλισμός: η εργατική εκπροσώπηση ψάχνει μέλλον

Το κατακερματισμένο εργατικό κίνημα: κάθε πεντάδα και διεκδίκηση

Στην Αθήνα την προηγούμενη χρονιά έγιναν πάνω από 700 πορείες, αποκλεισμοί δρόμων κτλ. από εργαζόμενους διαφόρων κλάδων οι οποίοι διεκδικούσαν διάφορα πράγματα, γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος. Ο μέσος όρος των συμμετεχόντων σε αυτές τις πορείες ήταν 500 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξαν πολύ λίγες μεγάλες κινητοποιήσεις (που ανέβασαν τον μέσο όρο) αλλά, η πόλη πνίγηκε από πολλές πολύ μικρές (μικρότερες των 100 ατόμων) διαμαρτυρίες για τις διεκδικήσεις των οποίων η κοινωνία περισσότερο ταλαιπωρήθηκε παρά ενημερώθηκε. Είναι παράξενο σε μια χώρα που ο συνδικαλισμός διεκπεραιώνεται από γιγάντιους οργανισμούς, οι κινητοποιήσεις να έχουν τέτοιο εκφυλισμό. Προφανώς το μοντέλο δεν απηχεί τις κοινωνικές ανάγκες, δανείζοντας τους όμως τα απαρχαιωμένα και αυτοκαταστροφικά του όπλα

Κάθε μικρή ομάδα εργαζομένων αποφασίζει εκτός λογικών πλαισίων με βάση το μεταπολιτευτικό μοντέλο διεκδίκησης να «τρίξει τα δόντια» ώστε τα αιτήματά της να γίνουν αποδεκτά. Αυτοί οι τρόποι δράσης αποτελούν περισσότερο ψυχολογικές εκτονώσεις στενοχωρημένων ή θυμωμένων ατόμων παρά ουσιαστικές και αποτελεσματικές ως προς τα άμεσα συμφέροντα των ίδιων των θιγόμενων εργαζομένων ενέργειες.

Μαζικός συνδικαλισμός: Είμαστε όλοι προλετάριοι;

Η αλληλεγγύη των εργαζομένων σε μια μεταβιομηχανική οικονομία δεν είναι τόσο προφανής όσο πιο παλιά, τότε που οι φτωχοί βιομηχανικοί εργάτες ήταν η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού και οι βασικοί εργοδότες ήταν «οι πλούσιοι».

Στην ελληνική οικονομία οι συνθήκες ήταν και παραμένουν εντελώς διαφορετικές. Οι εργαζόμενοι και μισθωτοί ανήκουν σε πολλές μικρές ομάδες με δυσανάλογη δυναμική και διαφορετική διαπραγματευτική ισχύ. Από τους ολικής απασχόλησης αλλά, μερικής αμοιβής νέους που δουλεύουν με μπλοκάκι μέχρι τους υψηλόμισθους και μόνιμους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ η ψαλίδα δεν έχει απλώς ανοίξει, έχει ξεχαρβαλωθεί. Από την άλλη, οι εργοδότες των συντριπτικά περισσοτέρων εργαζομένων απέχουν παρασάγγας από τον κλασικό καπιταλιστή με το ημίψηλο και είναι συνήθως μικρομαγαζάτορες σε θνησιγενείς επιχειρήσεις και, χωρίς αυτό να τους καθιστά λιγότερο βάναυσους παρότι, ομολογουμένως, έχουν πιο κοντινή επαφή με τους εργαζόμενους και τα προβλήματά τους.

Το ιδεολόγημα του ταξικού συνδικαλισμού όπου «το δίκιο του εργάτη» γενικεύεται και εκπροσωπεί όλους μα όλους τους μισθωτούς εργαζόμενους, έχει απαρχαιωθεί. Δεν είναι πλέον δυνατόν μια κοπέλα που δουλεύει πωλήτρια σε πολυκατάστημα με καθαρές αποδοχές 650€ να πειστεί ότι έχει τα ίδια συμφέροντα με μια καθαρίστρια του ΟΣΕ η οποία δουλεύει τις μισές ώρες και παίρνει τα τριπλάσια χρήματα.

Τα κεντρικά συνδικαλιστικά όργανα προωθούν κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα των πιο προνομιούχων εργαζομένων – οι οποίοι αποτελούν και το κύριο εκλογικό σώμα των συνδικαλιστικών ηγεσιών – και δεν ασχολούνται επαρκώς με τα προβλήματα των κατώτερων εργατικών ομάδων, οι οποίες αφ’ ενός δεν έχουν μόνιμη σχέση με την εργασία και δεν μπορούν να συνδικαλιστούν με το τρέχον πρότυπο (που φτιάχτηκε σε εποχές εργασιακής μονιμότητας), αφ’ ετέρου είναι και οι πιο ευάλωτες στις εργοδοτικές πιέσεις κάθε κλίμακας και στη μέγιστη πίεση – για την οποία οι προνομιούχες ομάδες πχ. των ΔΕΚΟ είναι εντελώς ανυποψίαστες – της ανεργίας.

Παράλληλα, το ελληνικό κράτος, μέσα από ειδικές προσοδοθηρίες, μετέτρεψε τον κεντρικό συνδικαλισμό σε αργομισθία, επιδοτώντας με φανερά και αφανή ποσά έναν μηχανισμό που αύξανε και πλήθαινε διασωληνωμένος στην κρατική χρηματοδοτική δεξαμενή και όχι στις οικειοθελείς συνδρομές των μελών του.

Η τεχνητή ενότητα του ελληνικού εργατικού κινήματος: ποιος κερδίζει;

Οι ηγεσίες αυτές, ωστόσο, είναι και οι πρώτες που προσπαθούν να πείσουν ότι η γενική ενότητα των εργαζομένων είναι αναγκαία. Είναι προφανές ότι η λαϊκή αποδοχή διαφόρων μορφών πίεσης που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι και που είναι πολλές φορές ακραίες (στέρηση κοινωνικών αγαθών όπως ηλεκτρικό ρεύμα, συγκοινωνίες κτλ.) είναι καλύτερα υποστηριζόμενες όταν γίνονται για «το κοινό καλό των εργαζομένων». Πρόκειται ασφαλώς, για έναν από τους πιο μεγάλους μεταπολιτευτικούς μύθους. Οι φτωχότεροι εργαζόμενοι του «πραγματικού» ιδιωτικού τομέα δεν αύξησαν τις αποδοχές τους με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο το κατάφεραν οι εργαζόμενοι των ισχυρών συνδικαλιστικών ομάδων που διέθεταν και τα παραπάνω εργαλεία. Αυτό ασφαλώς είναι θεμιτό και συμβαίνει σε όλον τον κόσμο, ωστόσο υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες απονομιμοποίησης του «εργατικού κινήματος» στα μάτια των φτωχότερων εργαζομένων.

Δεύτερη αιτία της απονομιμοποίησης αυτής ήταν οι καριέρες που έχτισαν οι διάφοροι νομικά προφυλαγμένοι συνδικαλιστές στις πλάτες των πιο ανυπεράσπιστων εργαζομένων. Ο «συνδικαλιστής» της μικρής κλαδικής ή του τοπικού σωματείου δεν ήταν παρά ένας χαμηλόβαθμος κομματικός υπάλληλος που έχοντας εξασφαλίσει νομικά την ασφάλεια από την απόλυση, συνήθως έπαιρνε και ένα επιπλέον ρολάκι στην μικρής κλίμακας πολιτική πχ. στην τοπική αυτοδιοίκηση. Οι πλέον επιδέξιοι αναρριχούνταν στη συνδικαλιστική ιεραρχία και μεταπηδούσαν στην πολιτική σκηνή αφού είχαν συγκεντρώσει αρκετούς κομματικούς πόντους. Και, βέβαια, οι σημαντικότεροι εργατοπατέρες ανταμείφθηκαν με υπουργικές καρέκλες και, πολλές φορές, έκαναν ωραία δώρα στους κλάδους που τους ανέδειξαν.

Ο μέσος Έλληνας στέκεται πλέον πολύ καχύποπτα απέναντι στις συνδικαλιστικές ηγεσίες οι οποίες καταφανέστατα εδώ και δυο δεκαετίες ενδιαφέρονται για την προσωπική τους πολιτική αναβάθμιση περισσότερο από τα συμφέροντα των αδύναμων εργαζομένων. Οι υπουργοποιημένοι εργατοπατέρες συνέβαλαν στην απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος όσο κανένας άλλος.

Ένας νέος συνδικαλισμός: η μικρή κλίμακα ως ενίσχυση του εργαζόμενου

Τώρα, λοιπόν, τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει; Να εγκαταλείψουμε την οργάνωση και να κινηθούμε με τη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»;

Προφανώς ο συνδικαλισμός είναι μοναδικό όπλο των εργαζομένων σε μια συρρικνούμενη αγορά εργασίας. Οι εργοδοσίες και οι εργαζόμενοι μπορούν, προφανώς, να έχουν κοινά οφέλη αλλά, φυσικά, και ένα μεγάλο πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων. Σε μια περίοδο αυξημένης ανεργίας και με έναν οικονομικό σχεδιασμό που την ενισχύει δομικά (σε όλη την Ευρώπη), οι εργοδοσίες έχουν και θα έχουν το πάνω χέρι άρα οι εργαζόμενοι θα πρέπει να συνασπίζονται για να πετυχαίνουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

Πώς όμως; Ας είμαστε ρεαλιστές. Εργοδότες κι εργαζόμενοι έχουν πιο κοινά συμφέροντα όσο το μέγεθος της επιχείρησης μικραίνει ενώ αντίθετα, οι εργαζόμενοι διαφορετικού τύπου επιχειρήσεων έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Η ΓΣΕΕ έχει την ευθύνη να αναγνωρίσει τις διαφορές αυτές και να προχωρήσει στην αναγκαία αναδιοργάνωσή της πέρα από τη συνήθη κλαδική εκπροσώπηση. Η ΓΣΕΕ είναι αφ’ ενός ο αρχαιότερος συνδικαλιστικός οργανισμός αλλά το δεινοσαυρικό πυραμιδοειδές μοντέλο διοίκησής της έχει πλέον ξεπεραστεί.

Όταν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ είναι (κατά το επίσημο βιογραφικό του) Διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης δημιουργείται μια σύγχυση ως προς το τι εκπροσωπεί. Στο δημόσιο διάλογο η ΓΣΕΕ δεν εκπροσωπεί πλέον παρά μια μικρή μερίδα των Ελλήνων εργαζόμενων οι οποίοι έχουν ως έμμεσο εμμέσως εργοδότη το ελληνικό δημόσιο. Η ΓΣΕΕ κατ’ αρχάς, πρέπει να διαχωρίσει τους εργαζόμενους που αμείβονται από το δημόσιο τομέα (ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, τράπεζες κτλ.) από τους εργαζόμενους του καθαρά ιδιωτικού.

Χρειάζεται, επίσης, να αφήσει την παλιά λογική των εθνικών διαπραγματεύσεων και να επινοήσει μια νέα συνδικαλιστική δυναμική που θα εκμεταλλευτεί την πραγματική δομή της ελληνικής οικονομίας, που θα ενισχύσει τα αδύναμα αυτή τη στιγμή επιχειρησιακά σωματεία, να επιδιώξει την άρση των νομικών εμποδίων για τη σύσταση σωματείου ανεξάρτητα από τον αριθμό εργαζομένων μιας επιχείρησης, να προτείνει τρόπους ώστε να μπορούν να συνασπιστούν οικειοθελώς εργαζόμενοι διαφορετικών πολύ μικρών επιχειρήσεων, να συμπεριλάβει το πλήθος των περιστασιακά εργαζόμενων και των ανέργων

Το κόστος για τη συνδικαλιστική ηγεσία είναι, ασφαλώς μεγάλο από τη στιγμή που θα αποκεντρώσει τα δικαιώματα της. Ο Γιάννης Παναγόπουλος ή ο επόμενος πρόεδρος της ΓΣΕΕ ίσως δεν πάρει βουλευτική έδρα ή υπουργείο.

Μέσα σε ένα νέο πλαίσιο κοινωνικών ισορροπιών, το οποίο πρέπει πλέον να δημιουργηθεί με πρωτοβουλία του εθνικού συνδικαλιστικού οργάνου, η δική μας γενιά, κατ’ εξοχήν ανεκπροσώπητη στους κοινωνικούς διαλόγους, όπως διαμορφώθηκαν από τη «γενιά του Πολυτεχνείου», θα μπορέσει να εκφραστεί και συλλογικά.

Saturday, December 18, 2010

Η ευρωπαϊκή κρίση και η αμερικανική οικονομία

Του Μανόλη Γαλενιανού*

Τους τελευταίους μήνες η ευρωπαϊκή κρίση έχει απασχολήσει αρκετά το κοινό στις ΗΠΑ: έχουν γραφτεί πολλά άρθρα στον αμερικανικό τύπο, ο Ομπάμα έχει κάνει αναφορές στην κρίση σε ομιλίες του και το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης φαίνεται να παρακολουθεί τις εξελίξεις από κοντά.

Εκ πρώτης όψεως αυτό μοιάζει παράδοξο γιατί οι ΗΠΑ έχουν σχετικά περιορισμένες οικονομικές συναλλαγές με τις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) λόγω του μικρού τους μεγέθους. Το 2008 οι συνολικές εξαγωγές των ΗΠΑ προς τις τέσσερις αυτές χώρες έφτασαν μόλις το 1.4% του συνόλου των αμερικανικών εξαγωγών.

Η πηγή της ανησυχίας είναι ότι οι βορειοευρωπαϊκές τράπεζες έχουν κάνει μεγάλα ανοίγματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια καθώς έχουν δανείσει συνολικά δύο τρισεκατομμύρια ευρώ στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα των τεσσάρων χωρών. Έτσι, στην περίπτωση γενικευμένης αδυναμίας πληρωμών από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα προκληθούν μεγάλες ζημιές στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο έχει στενούς δεσμούς με το αντίστοιχο αμερικάνικο.

Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με το ποιες χώρες θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα σημαίνει ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού για μια χώρα μεταδίδεται πολύ γρήγορα και στις υπόλοιπες. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει τον περασμένο Μάιο όταν η κρίση είχε σαν επίκεντρο αρχικά την Ελλάδα και μετά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια και ξανά το Νοέμβριο όταν πέρασε από την Ιρλανδία στις Ιβηρικές χώρες.

Συνεπώς η στάση πληρωμών σε μια από αυτες τις χώρες μπορεί να σπρώξει και τις υπόλοιπες χώρες στη χρεωκοπία, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες της Γερμανίας και της Γαλλίας τα οποία θα μεταφέρουν την κρίση στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.

Να θυμήσουμε ότι κάτι παρόμοιο συνέβη πριν δύο χρόνια προς την αντίθετη κατεύθυνση: η κρίση στην αμερικάνικη αγορά κατοικίας οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers η οποία, εν μέσω γενικευμένου πανικού, μετέφερε την κρίση στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.

Προσπάθειες επίλυσης της κρίσης

Τα συμφέροντα των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών συμπίπτουν στο ότι όλοι θέλουν να περιορίσουν την κρίση και να αποφύγουν τη στάση πληρωμών των χωρών υπό πίεση. Το «εργαλείο» για την αποφυγή της χρεωκοπίας είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το οποίο προσφέρει ενδιάμεση χρηματοδότηση με «αντάλλαγμα» τις αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις που θα επαναφέρουν τις χώρες αυτές σε βιώσιμη δημοσιονομική τροχιά. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν την εμπλοκή του ΔΝΤ, αλλά επέλεξαν να το χρησιμοποιήσουν κυρίως λόγω της μεγάλης του εμπειρίας στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους κρίσεων.

Καθώς το πρόβλημα είναι κυρίως ευρωπαϊκό, οι ΗΠΑ βρίσκονται στο παρασκήνιο αν και έχουν μια μικρή συμμετοχή στη χρηματοδότηση του πακέτου στήριξης. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει τη δεκαετία του 90 με τις κρίσεις στη Λατινική Αμερική (Μεξικό, Αργεντινή) οπότε οι ευρωπαϊκές χώρες συμμετείχαν στα πακέτα του ΔΝΤ χωρίς όμως να έχουν μεγάλη ανάμιξη στη λήψη αποφάσεων. Γενικά, όσον αφορά την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη διαφορά απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας (και ΕΕ).

Γερμανική λιτότητα και αμερικανική απλοχεριά

Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ και η Γερμανία ετοιμάζονται να ακολουθήσουν πολύ διαφορετικές οικονομικές πολιτικές. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν μια επεκτατική πολιτική τόσο στο δημοσιονομικό τομέα (μείωση φόρων, αύξηση δημόσιων δαπανών) όσο και στο νομισματικό τομέα (quantitative easing) με κύριο στόχο τη στήριξη της οικονομίας. Αντιθέτως η Γερμανία ετοιμάζεται να αρχίσει τις περικοπές των δημόσιων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας με στόχο τη μείωση του ελλείμματός της.

Αυτή η διαφορά, όμως, δεν είναι τόσο απόρροια διαφορετικής οικονομικής φιλοσοφίας όσο του ότι η οικονομική κρίση συνεχίζεται στις ΗΠΑ ενώ έχει κοπάσει στη Γερμανία.

Η ανεργία στις ΗΠΑ είναι κοντά στο 10% του εργατικού δυναμικού, από 4.5% το 2007, ενώ η αγορά κατοικίας δεν έχει ακόμα συνέλθει από το σκάσιμο της φούσκας με τις τιμές των ακινήτων να παραμένουν 35% χαμηλότερες σε σχέση με το 2007. Για αυτούς τους λόγους, η προτεραιότητα για τις ΗΠΑ είναι η στήριξη της ανάπτυξης ενώ η μείωση του ελλείμματος έχει μετατεθεί στις ελληνικές καλένδες.

Αντιθέτως, η γερμανική οικονομία έχει ανακάμψει δυναμικά, παρά το ότι πλήγηκε από την κατακόρυφη πτώση του εμπορίουτο 2008-09. Η ανεργία έχει πέσει κάτω από το 7% του εργατικού δυναμικού και είναι χαμηλότερη απ’ ότι ήταν πριν δυο χρόνια ενώ η παραγωγή έχει ανακτήσει το επίπεδο που είχε πριν την κρίση. Ενώ λοιπόν το 2009 και 2010 η γερμανική κυβέρνηση εισήγαγε πακέτα στήριξης της οικονομίας αντίστοιχου μεγέθους με τα αμερικάνικα (3.5% του ΑΕΠ στη Γερμανία έναντι 3.8% στις ΗΠΑ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ), από το 2011 η ανακοινωθείσα προτεραιότητα της Γερμανίας είναι να μειώσει το έλλειμμά της.

*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομικών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της G700. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο TVXS.

Tuesday, December 14, 2010

Ο εργασιακός μεσαίωνας ήταν πάντα εδώ


Ώρες ώρες, είναι για να θαυμάζει κανείς τον δημόσιο λόγο αυτού του τόπου. Αυτές τις φωνές που ξεπετάγονται ξαφνικά και διαρρηγνύοντας ιμάτια, φωνάζουν για το φοβερό κακό και τις αδικίες που τους βρήκε «ξαφνικά». Σε αυτό το «ξαφνικά» θέλω να εστιάσω, σε συνδυασμό με το κλισέ των τελευταίων ημερών περί «επιστροφής στον εργασιακό μεσαίωνα».

Όταν μιλάμε για επιστροφή στον οποιουδήποτε είδους μεσαίωνα, προφανώς υπονοούμε ότι κάποια στιγμή είχαμε ξεπεράσει το στάδιο του μεσαίωνα, είχαμε επηρεαστεί με τα χίλια από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, είχαμε δημιουργήσει μία υποτυπώδη αστική Δημοκρατία με ισχυρή αστική τάξη και ισχυρά θεσμικά και νομοθετικά όργανα που λειτουργούσαν υπέρ των εργασιακών δικαιωμάτων αυτής της τάξης. Με το συμπάθιο δηλαδή, αλλά όποιος έχει τέτοια γνώμη, μάλλον βρίσκεται σε κάποια διάσταση αρκετούς αιώνες πριν τον πραγματικό μεσαίωνα.

Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι κάποιοι άνθρωποι είτε είχαν μαύρα μεσάνυχτα για το εργασιακό καθεστώς στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια, είτε σκοπίμως επέλεγαν να έχουν μαύρα μεσάνυχτα αφού η δική τους θέση προφανώς ήταν καλά αμειβόμενη, είχε προοπτικές ανάπτυξης, αξιολογούνταν δίκαια από κάποιο δίκαιο σύστημα αξιολόγησης και δεν υπέκυπτε σε κανενός είδους «αφεντικίστικους» εκβιασμούς. Δυστυχώς, τα νέα για όλους αυτούς είναι ότι τέτοιου είδους θέσεις σπάνιζαν ούτως ή άλλως, ενώ τα φοβερά «διαφωτισμένα» δικαιώματα τύπου κλαδικών και συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα στόλιζαν το γραφείο του λογιστηρίου καθαρά για λόγους ξεκαρφώματος σε περίπτωση εφόδου της επιθεώρησης εργασίας. Προφανώς όμως, για να έχει κανείς τόσο μαύρα μεσάνυχτα ή δουλεύει στο Δημόσιο ή είναι κατ’ επάγγελμα αρχισυνδικαλιστής που δεν έχει καμία επαφή με το οποιοδήποτε εργασιακό περιβάλλον.

Όποιος φωνάζει σήμερα για επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα και άλλα τέτοια τσιτάτα, προφανώς παραβλέπει ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα διαγεννεακής δικαιοσύνης για το οποίο φωνάζουν καθημερινά οι νέοι της γενιάς των 700 ευρώ. Παραβλέπει το γεγονός ότι επί της ουσίας η εργατική νομοθεσία εφαρμοζόταν μόνο σε περιπτώσεις που κάποιοι «γενναίοι» εργαζόμενοι τολμούσαν να κάνουν καταγγελίες στην επιθεώρηση εργασίας, εάν και εφόσον δούλευαν με σύμβαση εργασίας και όχι με δελτία παροχής υπηρεσιών. Παραβλέπει το γεγονός ότι στις οικογενειοκρατικές και «μιζαδόρες» επιχειρήσεις, κανένας νέος εργαζόμενος δεν αξιολογούνταν για τις ικανότητές του αλλά για το πόσο νέος ήταν σε σχέση με τους «παλαίουρες». «Ο στρατός είναι το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής» δεν λέει το ρητό ακόμα και σήμερα;

Κυρίως όμως, παραβλέπει το γεγονός ότι ο εργασιακός μεσαίωνας βρίσκεται ούτως ή άλλως μέσα στη συντριπτική πλειοψηφία των συνειδήσεων των επιχειρηματιών αυτής της χώρας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες εφαρμόζονται πιο σύγχρονες θεωρίες διοίκησης αλλά και οι στοιχειώδεις αρχές διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, οι περισσότερες επιχειρήσεις λειτουργούν με τη νοοτροπία «μαγαζιού»: Έχω τον υποδεέστερο υπάλληλο και όσο περικόβω από το κόστος της μισθοδοσίας, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους μπορώ να έχω για ολόκληρη την εταιρία. Χωρίς περιθώρια εξέλιξης, συνεχούς επιμόρφωσης, διασύνδεσης αμοιβής με την παραγωγικότητα και ουσιαστικής μισθολογικής ή ιεραρχικής προαγωγής.

Ο εργασιακός μεσαίωνας λοιπόν υπήρχε στην Ελλάδα χρόνια τώρα. Απλά για αυτόν φώναζαν μόνο κάποιες «μειονότητες» νεαρότερης ηλικίας που κατηγορήθηκαν και ως δειλοί, επειδή αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για πιο αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Μετά από ορισμένες ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλισαν ορισμένα εργασιακά δικαιώματα και κεκτημένα, η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού αλλά και ολόκληρη η κοινωνία βολεύτηκαν στις δάφνες τους ξεχνώντας ότι τα θεμέλια που στήριζαν ολόκληρη την παραγωγή ήταν σαθρά, για τον απλούστατο λόγο ότι η σαπίλα δεν άγγιζε το δικό τους πορτοφόλι. Τώρα όμως που καταρρέει το οικοδόμημα, μιλάνε για επιστροφή σε μεσαίωνες. Άλλο ένα λαμπρό παράδειγμα έλλειψης συλλογικής συνείδησης που σκάει στα μούτρα της ελληνικής κοινωνίας. Και έχει ακόμα πολλά «σκασίματα» το εγγύς μέλλον…

*Αναδημοσιεύουμε με άδεια του συγγραφέα.

Saturday, December 11, 2010

Εργάτες γνώσης επιχειρήστε!

Η G700 γεννήθηκε με στόχο να αναδείξει ένα σοβαρό πρόβλημα που παρουσιάστηκε στη δύση των ετών της αφθονίας. Όπως και σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, παρά τις διαφορές, είχε δημιουργηθεί μια σοβαρή μάζα νέων υψηλής κατάρτισης χωρίς επαγγελματικούς ορίζοντες, καταδικασμένη να πληρώσει τα σπασμένα της γενιάς των baby boomers γονιών της. Οι Έλληνες ειδικά, μεγαλωμένοι στην νεοελληνική νοοτροπία του «μορφώσου και διορίσου» επιδοθήκαμε σε ένα κυνήγι πτυχίων που αντιστοιχούσαν σε «επαγγελματικά δικαιώματα» και κάποιοι από μας, παράλληλα, «αγωνιστήκαμε» για να μην αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα κι όσοι άλλοι είχαν ίδιες σπουδές αλλά τις έκαναν αλλού.

Πολύς ιδρώτας χάθηκε λοιπόν για να φτάσουμε στο σήμερα, με έναν δημόσιο τομέα στα πρόθυρα του εμφράγματος, με επίσημη πλέον την αδυναμία να προσλαμβάνει όσους από εμάς πειστήκαμε να σπουδάσουμε κι απαιτήσαμε να διοριστούμε. Ασφαλώς, το ελληνικό δημόσιο δεν μπόρεσε ποτέ να δημιουργήσει υπεραξίες πάνω στους υψηλής μόρφωσης υπαλλήλους του.

Αφ’ ενός η παλαιολιθική ιεραρχία βάσει αρχαιότητας που τοποθετεί καταρτισμένους νέους υπαλλήλους υπό τις εντολές ημιμαθών μεσαίων στελεχών διορισμένων τις χρυσές δεκαετίες και αφ’ ετέρου το γεγονός ότι για να «απορροφηθούν» οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απλώς επινοήθηκε η ανάγκη τέτοιων σε εργασίες χαμηλής ειδίκευσης (πχ. δημοτικές αστυνομίες) οδήγησαν στη δημιουργία ενός απαξιωτικού αλλά ασφαλούς εργασιακού μονόδρομου για την πλειοψηφία των Ελλήνων εργατών γνώσης και στη, συνήθως, μοιραία απειδίκευσή τους.

Από την άλλη, ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας ποτέ δεν παρήγαγε αρκετές θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Οι εργάτες γνώσεις που απορροφήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα κατάληξαν (πλην εξαιρέσεων) ως «παιδιά για όλες τις δουλειές» σε θέσεις χαμηλών αποδοχών σε μικρής κλίμακας και χαμηλής φιλοδοξίας επιχειρήσεις. Στις καλές περιπτώσεις απλά περιμένουν να κληρονομήσουν το πατρικό μαγαζί και τη δυνατότητα λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων.

Η παραγωγή θέσεων εργασίας για knowledge workers στην Ελλάδα υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, πλασματική. Και τώρα; Η κρίση χτυπά μαζικά τις θέσεις εργασίας. Ο ιδιωτικός τομέας θα μπει σε ένα κύκλο ξεκαθαρίσματος μέσα στο επόμενο έτος και η ανεργία θα ξεπεράσει το 15%. Είναι προφανές ότι από την ανεργία θα πληγούν και οι εργάτες γνώσης και οι ανειδίκευτοι – ο κρυμμένος άλλος πόλος της γενιάς των 700 ευρώ. Το σύστημα παιδείας μας παρήγαγε αυτά τα δύο άκρα που μόνο η συνολική ευμάρεια κρατούσε κάπως απασχολούμενα ως πρόπερσι.

Οι πολιτικοί και συντεχνιακοί φορείς μιλούν για τη στήριξη της απασχόλησης και προτείνουν μέτρα και πολιτικές που απέτυχαν παλιότερα και, μάλλον, θα αποτύχουν και τώρα. Κανένας, όμως, δεν έχει σκεφτεί πως το ποντάρισμα των πεπερασμένων πόρων μας δεν πρέπει να γίνει στο τραπέζι των αντιμαχόμενων μερών του παλαιού μοντέλου που μας έφερε εδώ. Το σύστημα έχει μόνο δύο πιθανές λύσεις και οι δύο περνάνε από τη γενιά μας: ή τη μαζική μετανάστευση ή την γέννηση μιας νέας επιχειρηματικότητας.

Οι εργάτες γνώσεις έχουν τα απαραίτητα γνωστικά εργαλεία και τις υποδομές για να τα βελτιώσουν και να παράγουν ιδέες, εφευρέσεις, νέα προϊόντα και, τελικά, εθνικό πλούτο. Μπορούν να στραφούν τόσο στην εξωτερική αγορά, όσο και προς τα μέσα δίνοντας προϊόντα πιο ανταγωνιστικά (ποιοτικότερα ή φτηνότερα) από τα εισαγόμενα. Δεν είναι ευχολόγιο. Ήδη στην κρίση αντιστέκεται ένας μεγάλος αριθμός νεανικών και καινοτόμων επιχειρήσεων που διαθέτουν μεγάλα πελατολόγια κυρίως στο εξωτερικό. Ο δρόμος είναι εκεί αλλά είναι γεμάτος από εμπόδια.

Το βασικό εμπόδιο είναι η τεράστια γραφειοκρατία και ο προστατευτισμός και θα το επαναλαμβάνουμε μέχρι βαρεμάρας. Οι νέες επιχειρήσεις έχουν εξ’ αιτίας αυτού τεράστια κόστη εισόδου στην αγορά με αποτέλεσμα πχ. οι εταιρείες software να έχουν έδρες σε ξένες χώρες πιο φιλικές στην επιχειρηματικότητα (Ην Βασίλειο, Ολλανδία κτλ.). Κι αν τα πράγματα είναι δύσκολα για τις επιχειρήσεις υπηρεσιών, φανταστείτε πόσο τραγικά είναι τα πράγματα για τη μεταποίηση η οποία περνάει και μέσα από τις Συμπληγάδες της αδειοδότησης. Σε έναν κλάδο που πλήττεται έντονα και είτε οδηγείται σε μαρασμό είτε σε μετανάστευση σε κοντινές χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους (με τους Έλληνες νέους εργαζόμενους να λιμνάζουν άνεργοι αλλά, «προστατευόμενοι»!) η δημιουργία νέων επιχειρήσεων, πόσο μάλλον καινοτόμων από νέους εργάτες γνώσεις μοιάζει επιστημονική φαντασία.

Η G700 συμμετέχει σε φόρουμ δημοσίου διαλόγου (YoungInnovGR) προσπαθώντας να προωθήσει την ιδέα της διευκόλυνσης της νέας επιχειρηματικότητας και να επηρεάσει τόσο το δημόσιο λόγο όσο και τις πολιτικές αποφάσεις. Η ανάπτυξη και η παραγωγή θέσεων εργασίας είναι το άγιο δισκοπότηρο της παρούσας παγκόσμιας κρίσης. Η Ελλάδα, όντας αδικαιολόγητα ο ευρωπαϊκός ουραγός ως προς το επιχειρηματικό περιβάλλον, έχει τεράστια περιθώρια βελτίωσης του σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές χώρες.

Πολλοί λένε ότι αυτή η κρίση θα λάβει τέλος σε δέκα ή σε δεκαπέντε χρόνια από σήμερα. Ο κλήρος έπεσε σε μας, λοιπόν. Η προηγούμενη γενιά και οι ηγεσίες που επέλεξε μας φόρτωσαν με την αποπληρωμή ενός μεγάλου δημόσιου χρέους κι ενός ακόμα μεγαλύτερου: να μετατραπεί η Ελλάδα από χώρα πελάτης δανεικών σε μια χώρα με πραγματική παραγωγή. Αυτού του είδους η ανάπτυξη, η απαλλαγμένη από τον εναγκαλισμό με το κράτος που τόσο θέλησε η χρεωκοπημένη γενιά των baby boomers, θα είναι το πεδίο δημιουργίας της δικής μας γενιάς. Θα το κάνουμε αρκεί να βγάλουν από τη μέση τα εμπόδια που δημιούργησαν τον «καιρό της αφθονίας» τους!

Monday, December 6, 2010

Το τέλος της κρίσης θα μας βρει νικητές

Στις 31 Δεκεμβρίου 2008, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, σε άρθρο μας που φιλοξενήθηκε σε επετειακό αφιέρωμα της εφημερίδας Πρώτο Θέμα για το νέο έτος, είχαμε με μαθηματική ακρίβεια περιγράψει και προβλέψει την επερχόμενη οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Κρίση η οποία οφείλεται πρωτίστως στις τεράστιες γενεακές ανισορροπίες και τις κοινωνικές αδικίες που αντανακλώνται διαχρονικά στο έλλειμμα και το δυσβάσταχτο χρέος που επισώρευσε στις πλάτες μας η γενιά της Μεταπολίτευσης. Οι babyboomers δημιούργησαν την Ελλάδα της φούσκας και επιχείρησαν να στείλουν τη λυπητερή στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, τους baby losers, αφού όμως πρώτα τα ευνούχισαν εκμαυλίζοντάς τα με μια άνετη νεανική καταναλωτική ζωή, και αφού τους επέτρεψαν να παπαγαλίζουν μονάχα πεθαμένα συνθήματα από τα νιάτα του μπαμπά και της μαμάς.

Σήμερα, με αφορμή την πάροδο δύο ετών από τα γεγονότα του Δεκέμβρη που κατέστρεψαν την Αθήνα, και με την οικονομική κρίση σε πλήρη εξέλιξη, τολμάμε να κάνουμε ακόμα μία πρόβλεψη. Το τέλος της κρίσης θα μας βρει νικητές. Η κρίση είναι το δικό μας πραγματικό Πολυτεχνείο, το δικό μας 114. Είναι ο καταλύτης των μελλοντικών εξελίξεων. Η κρίση κυοφορεί μια νέα πραγματικότητα. Λειτουργεί εξυγιαντικά. Βοηθά στο να εξισορροπηθεί το γενεακό και κοινωνικό παιχνίδι στην Ελλάδα. Να γραφτεί η ληξιαρχική πράξη θανάτου του συστήματος που φέρει τον κωδικό" Μεταπολίτευση. Να ξεφουσκώσει η Ελλάδα της φούσκας. Να αναδειχτεί η δημιουργική Ελλάδα.

Προφανώς, και η κρίση πονάει. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά κι αυτό είναι πασιφανώς άδικο. Η γενιά των 700 ευρώ περιπαικτικά πλέον ορίζεται ως η γενιά των 592 ευρώ. Εύλογα. Όμως χωρίς νόημα. Είναι ανοησία και στερείται μάλιστα και φαντασίας και φιλοδοξίας το να μιλάμε για γενιά των 592 ευρώ, τη στιγμή που το μεγάλο πλέον στοίχημα για όλους εμάς τους νέους είναι να κερδίσουμε την ύστατη μάχη εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και του κράτους. Το στοίχημα της γενιάς μας είναι να καταγραφούμε στη συλλογική συνείδηση και την ιστορική μνήμη ως η γενιά της χιλιετίας. Ως αυτοί που κέρδισαν τον πόλεμο της οικονομίας με πρωτοπορία τους εργάτες γνώσης και τους καινοτόμους νέους επιχειρηματίες. Δεν υπάρχει για εμάς άλλος δρόμος από το να αφοσιωθούμε στις προοπτικές της χώρας και να ταυτίσουμε το μέλλον μας με το μέλλον της χώρας. Ο δρόμος του ηθοποιού σ' ένα προσκηνοθετημένο σόου μιζέριας δεν μας αρμόζει. Θα αναλάβουμε γι' αυτό δράση και θα συμμετέχουμε και εμείς στην προετοιμασία για την είσοδο της Ελλάδας σε ένα βιώσιμο ενάρετο κύκλο.

Τα πράγματα είναι δύσκολα. Το πολιτικο-κομματικό σύστημα, με ορισμένες λίγες εξαιρέσεις προσώπων που τραβάνε μπροστά, αντιστέκεται κι επιχειρεί τη διάσωσή του δίνοντας ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής, αντί να αναλάβει να ηγηθεί της προσπάθειας για μια νέα Ελλάδα. Όμως, ακόμα και μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό εξελίξεων που εκτινάσσει στα ύψη την ανεργία και περιορίζει τις ευκαιρίες για επιχειρηματικότητα, αισθανόμαστε για πρώτη φορά τουλάχιστον ότι ελλείψει πόρων και υπό την ασφυκτική -ευτυχώς- παρουσία της διεθνούς κοινότητας το πελατειακό μοντέλο που μας έπνιγε πνέι τα λοίσθια. Διαισθανόμαστε ότι μέσα από τη νέα γενιά που εδώ και χρόνια βράζει κάτι νέο σε νοοτροπία γεννιέται σιγά σιγά.

Οι εργάτες γνώσης, δεν θα φύγουμε από ανάγκη στο εξωτερικό, ως λέγεται ότι μπορεί να συμβεί από τους συνήθεις καταστροφολόγους. Σαν πολίτες του κόσμου έχουμε την υποχρέωση να ζήσουμε ένα μέρος της ζωής μας σε άλλες χώρες ή με τη βούλησή μας να αρπάξουμε εκεί έξω κάποια ευκαιρία. Κάποιοι από εμάς το έχουν ήδη επιχειρήσει. Αλλά η "έδρα" για την πλειονότητα των νέων εργατών γνώσης ήταν και θα είναι η Ελλάδα. Με αφορμή τις δυσκολίες ίσως για πρώτη φορά καταφέρουμε να απογαλακτιστούμε από γονείς και κράτος και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με πίστη ότι κάθε προσπάθειά μας από εδώ και πέρα θα δικαιώνεται και δεν θα στραγγαλίζεται απο τους ταγούς του παρασιτισμού.

Κατανοούμε ότι οι απόψεις μας είναι αιρετικές και ασύμβατες με την απόπειρα που κάνουν οι αναχρονιστές να μας υποχρεώσουν να ορκιστούμε στο " μελαγχολώ άρα υπάρχω". Μοναδικό μας αντικαταθλιπτικό ο αγώνας για αξίωση της εργασίας μας. Ευελπιστούμε για πρώτη φορά και τολμάμε να προβλέψουμε ότι το τέλος της κρίσης θα μας βρει νικητές.

Wednesday, December 1, 2010

Δημοσιοϋπαλληλικός φετιχισμός: ένα νεοελληνικό παράδοξο

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ

Οι μεγάλες τομές που καλείται να κάνει η χώρα μας για να μπορέσει να βγει όσο το δυνατόν λιγότερο πληγωμένη από την παγκόσμια οικονομική κρίση στην οποία μπήκε κυρίως για δικούς της ιδιαίτερους λόγους συναντούν μια αναμενόμενη αντίσταση.

Μεγάλες ομάδες συμφερόντων (εκδοτικών, επιχειρηματικών, κομματικών, συνδικαλιστικών) αντιπαρατίθενται σε κάθε απόπειρα αλλαγής που μπορεί να διακόψει την προσοδοθηρία που τους κράτησε ζωντανούς και αυξανόμενα πλούσιους την τελευταία 35ετία.

Το περίεργο όμως δεν είναι αυτό. Κάθε άτομο ή ομάδα, ακόμα κι αν απομυζά τον κοινωνικό πλούτο, έχει το δικαίωμα να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της. Το περίεργο ξεκινά όταν οι πιο εξοντωμένες ομάδες της κοινωνίας συμπαρίστανται στις πιο βολεμένες. Οι όποιες πολιτικές ή κοινωνικές δυνάμεις επιθυμούν να εκσυγχρονίσουν την ελληνική οικονομία συναντούν τεράστιες αντιστάσεις, όχι μόνο από τους «βολεμένους» του τρέχοντος συστήματος που αναφέρονται παραπάνω αλλά κι από τους κατεξοχήν αδικημένους του (γενιά των 700€, άνεργοι, φοιτητές, χαμηλοσυνταξιούχοι). Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε μία από τις διαστάσεις του φαινομένου αυτού.

ΤΟ «ΔΙΚΙΟ» ΤΟΥ «ΕΡΓΑΤΗ»

Το ανδρεϊκό ΠαΣοΚ υπήρξε γεννήτορας μιας αξιοθαύμαστης πολιτικής ευρεσιτεχνίας την οποία όλοι οι διάδοχοί του (εκτός του Μητσοτάκη) ζήλεψαν: κατόρθωσε να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Βέβαια, σήμερα που πληρώνουμε τη χόρταση με κάπως υψηλό επιτόκιο, μας έρχεται κάπως άβολο. Βασίζοντας την «ανάπτυξη» σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, σε δανεικά («από το μέλλον» κατά τον ιδρυτή) και σε χαριστικά (ΜΟΠ, πακέτα Ντελόρ, Σαντέρ κτλ) μοίρασε πλούτο σε κοινωνικές ομάδες οι οποίες είχαν αποκλειστεί από το μοίρασμα ως τη μεταπολίτευση.

Οι ομάδες αυτές, εντελώς συντηρητικές πολιτικά και κοινωνικά, εξαγοράστηκαν από το ΠαΣοΚ μέσα από ένα σύστημα προσόδων και προνομίων και μέσα από μια χαραμάδα ασυδοσίας που τους επέτρεπε να συμμετάσχουν στην παραδοσιακή κλεπτοκρατική κατανομή του κοινωνικού πλούτου μπαίνοντας, όμως, την ίδια στιγμή στο κοινωνικοπολιτικό προσκήνιο. Ονομάστηκαν αφηρημένα «μη προνομιούχοι».

ΚΑΘΕ ΣΠΙΤΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ

Βασιζόμενο το ΠαΣοΚ στην παλαιά δομή της ελληνικής οικογένειας άσκησε την κοινωνική του πολιτική ενισχύοντας τα μικρομεσαία εισοδήματα με τρόπο τέτοιο ώστε μέσα από την παραδοσιακή οικογενειακή αλληλεγγύη να μοιραστεί το εισόδημα σε όλους. Με το διορισμό ενός άντρα στο Δημόσιο ή σε κάποια ΔΕΚΟ, μια οικογένεια αποκτούσε ξαφνικά τη δυνατότητα δανειοδότησης με ευνοϊκούς όρους, ένα μόνιμο και σταθερά αυξανόμενο εισόδημα στο σπίτι, ασφάλιση για όλα τα μέλη της οικογένειας, πρόσβαση σε έναν μηχανισμό λήψης αποφάσεων (χαμηλή δημόσια διοίκηση) που θα διευκόλυνε την απόκτηση αγαθών (άδειες κατοικίας, ειδικές συντάξεις, διορισμός συγγενών ή απογόνων). Ο δημόσιος υπάλληλος θα έπαιρνε ένα δάνειο στο όνομά του για κάποιον συγγενή ή φίλο, πιθανώς να εργαζόταν τις ελεύθερες ώρες του στο κατάστημα που είχε στο όνομα της γυναίκας ή ενός αδερφού του.

Η χαμηλή διοίκηση, αντιλαμβανόμενη εξ ιδίας πείρας πως η ανακατανομή του πλούτου συνέβαινε ενδοοικογενειακά μέσα σε πλαίσια παρατυπίας (αν όχι παρανομίας) αλληθώριζε μονίμως, συντηρώντας έναν μηχανισμό ανταπόδοσης «χάρης» μεταξύ υπαλλήλων, διοικητικών και πολιτικών προϊσταμένων. Μέσα σε αυτό το σύστημα αλληλοεξυπηρέτησης, ο ένας γονέας κατάφερνε να διορίσει και τον άλλον μόλις κατόρθωνε να μπει στην «υπηρεσία». Στις ΔΕΚΟ με την αυγή των 80s όλοι σχεδόν οι υπάρχοντες υπάλληλοι κατάφεραν να διορίσουν κι από ένα παιδί, ανίψι ή παιδί φίλου.

Έτσι, σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια κατάφερε να αυξάνει το βιοτικό της επίπεδο βασιζόμενη σε έναν ή περισσότερους μισθούς του στενού ή ευρύτερου δημοσίου τομέα. Το μόνιμο εισόδημα του πατέρα, της μητέρας ή και των δύο επέτρεπε έναν μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό, την ανάπτυξη του επιπέδου υλικής διαβίωσης (σπίτια, αυτοκίνητα), την απόκτηση άυλων αγαθών (υπηρεσίες παιδείας, υγείας).

ΠΑΛΛΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ «ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΤΕΡΑ» ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ

Αυτός ο μηχανισμός, τον οποίο υιοθέτησε απόλυτα το συντριπτικό μέρος της ελληνικής Δεξιάς (άλλωστε υπήρχε πρόσφορο ιστορικά έδαφος), ενέτεινε την εξάρτηση ενός πολύ μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού, άμεσα και ενδοοικογενειακά από τους μισθούς του δημοσίου τομέα. Η νοοτροπία αυτή είναι απολύτως γνώριμη και οικεία στην επόμενη γενιά: ο διορισμός στο δημόσιο ενός από τα δύο μέλη ενός ζευγαριού είναι η απαραίτητη συνθήκη ώστε το ζευγάρι να αποκτήσει παιδιά.

Το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του 80 εξαγόρασε εκλογική πελατεία διορίζοντας τον κόσμο στο δημόσιο. Κάθε άνθρωπος πίσω του είχε μια οικογένεια. Το ίδιο έπραξε και η ΝΔ όταν ήρθε η σειρά της να κυβερνήσει πολύ αργότερα. Έτσι το κόστος της κοινωνικής συνοχής δεν πληρώθηκε μέσα από προγράμματα ένταξης βασιζόμενα στο άτομο ως μονάδα της κοινωνίας αλλά, στην οικογένεια. Αυτή η συντηρητική αντιμετώπιση δικαιολογεί το μεγάλο έλλειμμα κοινωνικών πολιτικών που χαρακτηρίζει τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Δεν υπάρχουν πολιτικές απασχόλησης των νέων, δεν υπάρχουν πολιτικές προστασίας των αδύναμων κοινωνικά ομάδων (γέροι, παιδιά), δεν έχουν ακουστεί ποτέ πράγματα που είναι κανόνας σε δυτικές (ακόμα και νεοφιλελεύθερες κοινωνίες) όπως η κοινωνική κατοικία.

Το ελληνικό μοντέλο κοινωνικού εξισωτισμού απαιτεί έναν ενδιάμεσο υπεραμειβόμενο Pater familia ως διαχειριστή του κοινωνικού πλούτου σε επίπεδο οικογένειας. Δυστυχώς, η παρούσα κρίση ενεργοποιεί το αντανακλαστικό της διατήρησης του μοντέλου αυτού, ενός μοντέλου που για να διατηρηθεί απαιτεί πολύ περισσότερες δημόσιες δαπάνες από όσες απαιτούν οι ατομικά στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές.

ΑΛΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο εξορθολογισμός του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και των εποπτευόμενων φορέων μέσα από τη μείωση μισθών, θέσεων εργασίας ή διαφόρων "κατακτήσεων¨ που δεν ανταποκρίνονται σε παραγωγή δημόσιας και κοινωνικής αξίας για τους πολίτες είναι ένα κοινωνικό ταμπού. Στη δεδομένη στιγμή, είναι και απόφαση επιβίωσης για τις ομάδες των κοινωνικά και οικονομικά ασθενών ομάδων οι οποίες επιβιώνουν παρασιτώντας στους προσοδούχους και τους προνομιούχους του καταρρέοντος μοντέλου. Αυτή τη στιγμή περισσότερο από ποτέ οι νέοι αντιμετωπίζουν τη βεβαιότητα της ανεργίας και ζητούν τη γονική οικονομική συνδρομή. Ο τραπεζικός δανεισμός είναι πάλι επιτρεπτός μόνο στους μόνιμα αμειβόμενους ΔΥ οι οποίοι εμφανίζονται ακόμα και ως εγγυητές συγγενικών επιχειρηματικών δανείων. Το άλμα προς τα πίσω είναι κάθε μέρα και πιο πιθανό και είναι πολύ δύσκολο να πειστεί η νέα γενιά Ελλήνων πως υπάρχει διαφορετικός δρόμος προς την ευημερία από το συνδυασμό κρατικής και γονικής ελεημοσύνης.

Σε μια τέτοια συγκυρία είναι δύσκολο να πει κανείς αν η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της και από όποιο κομματικό χώρο κι αν προέρχεται– μονίμως «αντιστασιακή» – θα βρει την πολιτική δύναμη να προκαλέσει μια τόσο θεμελιώδη αλλαγή στο στρεβλό αυτό οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο που η ίδια βρήκε και εξέθρεψε περισσότερο. Οι όποιες δυνάμεις τις αλλαγής είναι μάλλον εγκλωβισμένες κι εκείνες στο βυθιζόμενο καράβι και η δημοφιλία των επιφανειακών «αντιμνημονιακών» πολιτικών προτάσεων τις αναγκάζει στην αφάνεια.

Ζούμε σε μυστήριους καιρούς, πολύπλοκα δεμένοι με το πολυκέφαλο τέρας του νεοελληνικού κρατισμού. Θα το νικήσουμε ή θα μας φάει;