Thursday, January 29, 2009

Αλλαγή εποχής

Tου Τίμπορ Ντέσεφι (Tibor Dessewffy)*
A sea change, 15-01-2009

©
Policy Network / Magyar Narancs

Μετάφραση από την ομάδα της Προοδευτικής Πολιτικής PPOL

Οι λόγοι που ο κόσμος έφτασε σε μία κρίση τέτοιας έκτασης μπορεί να είναι πολύ διδακτικοί για το μέλλον. Αυτό που συμβαίνει εμπρός στα μάτια μας, είναι η κατάρρευση του καπιταλισμού των πλήρως απορυθμισμένων αγορών. Το παράδοξο με όσα συμβαίνουν σήμερα -παράδοξο που δεν είναι απαλλαγμένο από ηθική διάσταση- είναι πως οι επενδυτικές τράπεζες που σήμερα έχουν ανάγκη κρατικής στήριξης, αγωνίζονταν επί 30 χρόνια με νύχια και με δόντια για την αποδόμηση του κράτους. Εξίσου ειρωνική είναι η κάπως χιουμοριστική παρατήρηση πως με το πρόγραμμα εθνικοποιήσεών του, ο Τζορτζ Μπους (G.W. Bush), συνεισέφερε στην υπόθεση του σοσιαλισμού όσο κανείς άλλος από την εποχή του... Καρλ Μαρξ (Karl Marx).

Σπάζοντας σταδιακά τις αλυσίδες της ρύθμισής τους, οι χρηματοπιστωτικές αγορές υποτίθεται πως υλοποιούσαν την ιδεολογία της αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι τιμές της αγοράς αντανακλούν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες χωρίς να υπάρχει εναλλακτική λύση σε αυτή την οικονομική προσέγγιση: η πληροφορία φτάνει ισότιμα στους παράγοντες της αγοράς προκαλώντας δίκαιες διακυμάνσεις στις τιμές, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει αθέμιτο κέρδος.

Μολοταύτα σήμερα, ακόμα και οι νεοσυντηρητικοί αναγνωρίζουν πως η Wall Street βιώνει ένα είδος γνωστικής διαταραχής: στην πραγματικότητα το σύστημα ουδέποτε λειτούργησε -και τελικά οι εμπορικές συναλλαγές που βασίζονταν στην (ασύμμετρη και παραπλανητική) πληροφόρηση κατέληξαν να μοιάζουν μάλλον με καζίνο, παρά με μηχανισμό που παρήγαγε δίκαιη κατανομή του πλούτου.

Πρακτικά, όλοι οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης των χρηματοοικονομικών αγορών απέτυχαν παταγωδώς. Οι τραπεζικοί μηχανισμοί αξιολόγησης των κινδύνων απέτυχαν να συγκρατήσουν την κερδοσκοπική μανία, και όσοι καλούνταν να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τα ολοένα και πιο πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα απέτυχαν να σταθεροποιήσουν το επιχειρηματικό έδαφος κάτω από τα πόδια τους (όπως, εδώ που τα λέμε, απέτυχαν και να ελέγξουν στοιχειωδώς τα χρηματιστήρια).

Η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων συνίσταται στη μεγέθυνση των κερδών τους: αυτό διακήρυσσε, με στεντόρεια φωνή, ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Αυτή όμως η φιλοσοφική προσέγγιση δεν μπορεί πλέον να αγνοεί -ή να αδιαφορεί για- το πελώριο κοινωνικό και οικονομικό κόστος που προκαλεί.

Η μεταρρύθμιση που απαιτείται δεν μπορεί να περιοριστεί στο να θέσει όρια στα λάφυρα των μάνατζερ ή στο να συστήνει επιτροπές ελέγχου των κρατικών δαπανών.

Το μεγάλο δίδαγμα της παρούσας κρίσης είναι πως το κοινωνικό κόστος και η διακινδύνευση της ελεύθερης λειτουργίας των αγορών θα πρέπει να συμπεριληφθούν εκ των προτέρων στους θεμελιώδεις υπολογισμούς του νέου οικονομικού συστήματος. Κάτι πρέπει να γίνει με τη μόνιμη τάση των αγορών να μεταθέτουν τις διακινδυνεύσεις και τις ζημίες τους στο κράτος όταν καταρρέουν, ενώ τις εποχές των παχιών αγελάδων να απεχθάνονται να μοιραστούν και να αναδιανείμουν τα παχυλά κέρδη τους.

Μετά το όργιο του ηδονιστικού καταναλωτισμού

Το σημερινό καταρρέον ήθος δεν το συνόψισε καλύτερα ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan) ούτε καν η Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher), αλλά, πράγμα μάλλον παράδοξο, ο Ντεγκ Σιάο Πινγκ (Deng Xiaoping): ο ηγέτης της Κίνας είχε δηλώσει στις αρχές της δεκαετίας του '80 πως «είναι τιμή να είναι κανείς πλούσιος», θέτοντας τις βάσεις για την εντυπωσιακή οικονομική εκτόξευση της χώρας του.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη δύση. Η αξιακή μεταβολή εκεί συνέβη ως διττή διαδικασία, όπου η ανάδυση των μετα-υλιστικών αξιών -για την οποία τόσος λόγος έγινε από τους κοινωνιολόγους- επισκίαζε το γεγονός πως αυτό που κυριαρχούσε, ολοένα και περισσότερο, ήταν ο καταναλωτισμός.

Ο ανθρωπολογικός τύπος που αναδύθηκε από τον τρόπο ζωής που βασιζόταν στον καταναλωτισμό ονομάζεται -ή ονομάστηκε- «μεταβιομηχανικός», στην πραγματικότητα όμως εντασσόταν οργανικά στη λογική του καπιταλισμού-καζίνο. Ο πλουτισμός και η ευημερία διαμόρφωσε σε τόσο καθοριστικό βαθμό τις κοινωνικές αξίες, ώστε ένας από τους βασικούς λόγους των σοσιαλδημοκρατικών επιτυχιών της δεκαετίας του '90 ήταν ακριβώς πως τα κεντροαριστερά κόμματα υπερασπίστηκαν αυτό το νέο ήθος του πλούτου. Όπως είχε πει ο Τόνι Μπλερ (Tony Blair) «πραγματικά, δεν "καίγομαι" κιόλας να δω τον Ντέιβιντ Μπέκαμ (David Beckham) να κερδίζει λιγότερα χρήματα».

Είναι μια καταπληκτική φράση, στην οποία στριμώχνονται δύο ισχυρισμοί: πρώτον, υπονοείται πως τα υπέρογκα κέρδη οφείλονται σε καταπληκτικά επιτεύγματα -ποιος αλήθεια θα ήταν τόσο μίζερος ώστε να φθονεί το μισθό του λατρεμένου μέσου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που μόλις είχε οδηγήσει την ομάδα του στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου; Υπάρχει όμως και μια δεύτερη «στρώση» νοημάτων: συνδέοντας τα πλούτη με την ικανότητα, ο πρωθυπουργός υπονοεί πως αυτού του είδους τα λεφτά είναι καινούργια λεφτά -πράγμα όχι εντελώς λάθος. Πού αλήθεια βρίσκονταν εδώ και είκοσι πέντε μόνο χρόνια οι Ουόρεν Μπάφετ (Warren Buffet), Κάρλος Σλιμ Ελού (Carlos Slim Helú) και Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates) για να κατονομάσουμε τους τρεις πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου σήμερα; Δεν ήταν πουθενά, πράγμα που σημαίνει πως η επιτυχία τους προκύπτει από τη σώρευση καινούργιων χρημάτων -η παραγωγή των οποίων ήταν κοινωνικά αποδεκτή.

Οι ιστοριογράφοι των «νέων Εργατικών» δεν παρέλειψαν να σημειώσουν πως η επιτυχία του Μπλερ τη δεκαετία του '90 προέκυψε και από την υποστήριξη των χρηματιστηριακών κύκλων, του Σίτι και της ελίτ των ΜΜΕ. Αλλά ήταν μια υποστήριξη αντεστραμμένη: στην πραγματικότητα, αυτές οι ελίτ εκτίμησαν πως μπορούσαν να στοιχηθούν δίπλα στους «νέους Εργατικούς» διότι το κόμμα αυτό έτρεφε ειλικρινή εκτίμηση προς το κερδοσκοπικό ήθος της δεκαετίας του '90. Η αλήθεια είναι πως η μοίρα και οι επιδόσεις των «νέων Εργατικών» και άλλων τριτοδρομικών κυβερνήσεων καθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από αυτό το παράδοξο. Αν και με τις πολιτικές τους κατόρθωσαν πράγματι να μειώσουν σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες -π.χ. καταπολέμησαν την παιδική φτώχεια ή υποστήριξαν τις λιγότερο ευνοημένες κοινωνικές ομάδες- τα επιτεύγματά τους αυτά εξαφανίστηκαν σχεδόν από το «πνεύμα των καιρών» όπως το παρουσίαζε η μαζική κουλτούρα, που ανταπάντησε με μια πλημμυρίδα μηνυμάτων που εκθείαζαν τον πλούτο.

Αυτή η λατρεία του πλούτου και της «μεγάλης ζωής» -που συνδυαζόταν μάλιστα με την περιφρόνηση προς την κοπιώδη, γεμάτη «αίμα και δάκρυα» παραδοσιακή εργασία- ταίριαζε «γάντι» με τη δραστηριότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου ­-και δεν πολυανεχόταν αντιρρήσεις. Επιπλέον, η νέα αντίληψη δεν ήταν εντελώς αποκύημα της φαντασίας· στο κάτω-κάτω, όποιος είχε επενδύσει στα αμοιβαία κεφάλαια του Τζορτζ Σόρος (George Soros) κέρδιζε ετήσια, χωρίς να κουνήσει το δακτυλάκι του, σταθερά 30% του κεφαλαίου του, την ίδια στιγμή που στην παλιομοδίτικη «πραγματική οικονομία», ένα κέρδος της τάξης του 7-8% θεωρούνταν αξιοπρεπέστατο.

Κάπως έτσι αναδείχθηκε σε ήρωα των μοντέρνων καιρών ο χρηματιστής, ο ριψοκίνδυνος τύπος που «κάνει δουλειές» στην άλλη άκρη του κόσμου με όπλο μόνο το κινητό του. Από τη στιγμή που όποιος διέθετε την αναγκαία πληροφόρηση, τη γνώση και το πολιτιστικό κεφάλαιο μπορούσε να κερδίζει πελώρια ποσά πατώντας μερικά πλήκτρα, άλλαξε άρδην η κοινωνική εκτίμηση για το νόημα της εργασίας και των επενδύσεων, αλλά και για τις αξίες στις οποίες θεμελιώνονται αυτές.

Προς τα πού πνέει ο νέος ιδεολογικός άνεμος;

Όπως φαίνεται, η εποχή της ασυγκράτητης κερδοσκοπίας τελείωσε, και το τέλος της θα φέρει αλλαγές στην αξιακή συγκρότηση των ηγεμονικών κοινωνικών αντιλήψεων στις κοινωνίες μας. Ασφαλώς δεν πρόκειται να εξαφανιστεί η ανάγκη του ανθρώπου για ευημερία. Μάλλον όμως θα επιστρέψουμε σε μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη, του τύπου «κάλλιο πέντε και στο χέρι...» ή «ας έχουν τα παιδιά μου καλύτερη μοίρα από μένα».

Τη μέρα που ανακοινώθηκε η χρεοκοπία της τράπεζας «Λέμαν μπράδερς» ο Βρετανός οικονομολόγος Ουιλ Χάτον (Will Hutton) χαμογέλασε και είπε: «αυτή είναι η λαμπρότερη ημέρα για τη σοσιαλδημοκρατία!». Ο Χάτον δε το είπε αυτό από χαιρεκακία για τα δεινά των τραπεζιτών. Αυτό που είχε στο νου του ήταν πως πλέον η αριστερή σκέψη διεύρυνε τα περιθώρια κινήσεών της, και μπορούσε ξανά να αναπτύξει τη θεματολογία της αλληλέγγυας κοινωνίας, την ίδια ώρα που συντηρητικοί και φιλελεύθεροι μοιάζουν καταδικασμένοι στην αναδίπλωση και την ιδεολογική προσαρμογή. Το «μυστικό όπλο» της επιτυχίας του «τρίτου δρόμου» εξάλλου ήταν πως αφομοίωσε τον φιλελευθερισμό, που τον είδε ως μία επιτυχημένη οικονομική πρακτική, που κυριαρχούσε στη μαζική κουλτούρα.

Σήμερα από την άλλη, οι αχαλίνωτες αγορές και ο ηδονιστικός καταναλωτισμός, καθώς και η σύνδεσή τους, μοιάζει να βουλιάζουν. Μετά από πολλές δεκαετίες, επιτέλους η προοδευτική σκέψη έχει την ευκαιρία να αναλάβει θαρραλέες πρωτοβουλίες και να επιδείξει αυθεντική προγραμματική εφευρετικότητα, αντί απλά να αντιδρά «έξυπνα» στη συγκυρία.

Από πού όμως θα έπρεπε να ξεκινήσει αυτή η νέα προγραμματική εφευρετικότητα; Πολλοί θεωρούν πως η αντιμετώπιση της κρίσης περνά αυτονόητα από την αναζωογόνηση της παλιάς, καλής κεϊνσιανής οικονομίας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ματαιοπονία. Ο ξέφρενος σημερινός κόσμος δεν πρόκειται να τιθασευτεί με τα παλιά εργαλεία, ούτε με την επιστροφή στο παρελθόν.

Εξίσου αδύνατη θα ήταν μία αντισυστημική αλλαγή, αν και σε ολόκληρο τον κόσμο έχει ξεκινήσει ένα κύμα αναβίωσης της αριστεράς. Την ίδια ώρα που στην Ουγγαρία το κοινό δονείται από τις πολεμικές κραυγές της κυρίαρχης «νεοφιλελεύθερης» κάστας των τελευταίων τριάντα ετών, αλλού είναι ήδη φανερό πως οι προοδευτικές δυνάμεις νιώθουν ισχυρή την πίεση της αριστεράς. Βέβαια, αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, τη στιγμή που κάθε λεπτό που περνάει εξανεμίζονται δισεκατομμύρια δολάρια. Τη στιγμή που καταρρέουν εμβληματικοί τομείς της βιομηχανίας, όπως η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία -κι ενώ η ανεργία εκτοξεύεται απότομα, μοιάζει αρκετά λογικό να προβάλλει η παραδοσιακή, προστατευτική λογική της παλιάς αριστεράς ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση στις υπερβολές του ανεξέλεγκτου και ανήθικου καπιταλισμού.

Είναι μολοταύτα σημαντικό να μπορέσουμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των φαινομένων που απαξιώθηκαν από την κρίση και εκείνων των δυνάμεων που εξακολουθούν να διαμορφώνουν τον κόσμο: οι διαδικασίες της «κοινωνίας της πληροφορίας» θα συνεχιστούν. Και δεν είναι λογικό να προσδοκούμε να ανακτά έδαφος η παραδοσιακή βιομηχανία εις βάρος των υπηρεσιών. Ούτε βέβαια θα δούμε να υλοποιείται έξαφνα η εργατική αυτοδιαχείριση. Και πάνω απ' όλα -εκτός βέβαια αν έχουμε κατακλυσμιαίες εξελίξεις- δεν πρόκειται να αντιστραφεί η τάση της παγκοσμιοποίησης.

Από την άλλη, το κράτος οφείλει να προσαρμοστεί. Υπάρχει ανάγκη για συστηματική ανανέωση στον τομέα των ελέγχων και των ρυθμίσεων, στην αλλαγή της θεσμικής συγκρότησης των κρατών, αλλά και για τεχνολογικές καινοτομίες και νέα χρήση της γνώσης.

*Ο Tibor Dessewffy είναι κοινωνιολόγος και πρόεδρος του «Demos» της Ουγγαρίας

Wednesday, January 28, 2009

Χαράτσι 900 ευρώ στα παιδιά των μεταναστών

Την ώρα που ο Μπαράκ Ομπάμα ηγείται κυριολεκτικά μιας φυλετικής και πολιτισμικής επανάστασης στην Αμερική, συμβολίζοντας μια νέα ενότητα στην κοινωνία, ένα θετικό πρότυπο για λευκούς και αφροαμερικανούς, στην Ελλάδα η ένταξη των μεταναστών παραμένει ένας γόρδιος δεσμός που η πολιτεία αρνείται επίμονα να λύσει προσθέτοντας διαρκώς και νέους κόμπους.

Δεν έφτανε ο έκτακτος κεφαλικός φόρος του 10% που επέβαλε το Υπουργείο Οικονομίας σε ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς με μπλοκάκι της γενιάς των 700 ευρώ για να καλυφτούν οι τρύπες του σπάταλου πελατειακού κράτους, χτες το Υπουργείο Εσωτερικών επέβαλε ακόμα ένα χαράτσι, αυτή τη φορά στα παιδιά των μεταναστών.

Σύμφωνα με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, κ. Παυλόπουλου, η οποία καθορίζει τα δικαιολογητικά για την υπαγωγή των μεταναστών 2ης γενιάς στο καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» (παράγραφος 7, άρθρο 40 του Ν. 3731/ 2008) επιβάλλεται στα παιδιά μεταναστών η πληρωμή ενός ακόμη παραβόλου. Δηλαδή, σύμφωνα με τόσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 92 του Ν. 3386/ 05, σε απλά ελληνικά χαράτσι 900 ευρώ.

Δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι χειρότερο στην προκειμένη περίπτωση: το άδικο, αναίτιο και υπέρογκο παράβολο ή ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύτηκε η επιβολή του (υπουργική απόφαση επί τροπολογίας σε νόμο για τη Δημοτική Αστυνομία). Κάπως έτσι αντιμετωπίζει η κυβέρνηση το μεταναστευτικό ζήτημα. Με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες, μέσα από τροπολογίες σε άσχετους νόμους και υπουργικές αποφάσεις που αποτρέπουν ακόμα και την παραμικρή δημόσια συζήτηση για το μείζον ζήτημα του «ρατσισμού από την κούνια».

Δε φτάνει δηλαδή που δεν παρέχεται στους μετανάστες 2ης γενιάς η ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα, ως όφειλε να συμβεί από τη στιγμή που έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει, εκπαιδευτεί και ενηλικιωθεί στην Ελλάδα, καλούνται επίσης να εξαγοράσουν βασικά ατομικά δικαιώματα, για τα οποία σημειωτέον δεν έχει προηγηθεί καμία δημόσια συζήτηση.

Την ίδια στιγμή εξελίσσεται ένα κωμικοτραγικό πάρτι παροχών κι επιδομάτων σε ειδικές δημοσιοϋπαλληλικές ομάδες που αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Για παράδειγμα με άσχετη τροπολογία σε σχέδιο νόμου για το Ταμείο Εγγυήσεων Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) χορηγείται επίδομα ρουχισμού σε συγκεκριμένες ειδικότητες υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού συνολικής ετήσιας δαπάνης 1,132,000 ευρώ.

Από τη μία δηλαδή η κυβέρνηση επιδεικνύει τη συνήθη ξεχαρβαλωμένη δημοσιονομική απειθαρχία της ικανοποιώντας τα αιτήματα εκλεκτών δημοσιοϋπαλληλικών εκλογικών ομάδων, και από την άλλη δείχνει το πιο σκληρό και ανάλγητο πρόσωπό της στους πολίτες περιορισμένης προστασίας, δηλαδή τους μετανάστες.

Να υπενθυμίσουμε ότι στην Ιταλία ανάλογη προσπάθεια της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι βρήκε σφόδρα αντίθετη ακόμα και την Καθολική Εκκλησία η οποία μετά τη Σύνοδο Καθολικών Επισκόπων Ιταλίας, μέσω του εκπροσώπου της για θέματα μετανάστευσης, Τζαν Ρομάνο Νιεσόττο, τόνισε: «Θεωρούμε απαράδεκτο το φόρο για την άδεια παραμονής. Θα ήταν πιο σωστό να χαρακτηρισθεί ως μέτρο που πλήττει μια κατηγορία, η οποία χαίρει ήδη πολύ περιορισμένης προστασίας». To be continued…

Monday, January 26, 2009

Το πανεπιστήμιο που θέλουμε

Ο δημόσιος διάλογος για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας τις περισσότερες φορές σκιάζεται από ψευδοδιλλήματα, ενοχικά σύνδρομα ή απλώς μπαρούφες σκοπιμότητας. Καλή ώρα ο διάλογος που εγκαινίασε η κυβέρνηση την περασμένη βδομάδα, ανάμεσα σε άλλα ΚΑΙ για το πανεπιστημιακό άσυλο, πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι είχε λύσει με το νόμο Γιαννάκου. Φτάνουμε έτσι, δυστυχώς, στο τραγικό σημείο να υπερασπιζόμαστε με ιεραποστολικό φανατισμό ανεμόμυλους ή τους άδειους τείχους της ανώτατης εκπαίδευσης.

Προφανώς είναι ανακρίβεια ή για την ακρίβεια ψέμα σκοπιμότητας ο ισχυρισμός ότι φταίει το θεσμικό πλαίσιο που κάποιοι τα κάνουν λίμπα μέσα στα ΑΕΙ ή ότι όλοι ίδιοι είναι και τίποτε ουσιαστικό δε γίνεται. Είναι ψέμα ο ισχυρισμός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι στην Ελλάδα είναι τεμπέληδες ή στην καλύτερη περίπτωση πωλούν ακριβά στην ελεύθερη αγορά τον πανεπιστημιακό τους τίτλο. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανέβηκε στην τελευταία αξιολόγηση του «δείκτη της Σαγκάης» καμιά εκατοστή θέσεις, ενώ πολλοί απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων γίνονται δεκτοί για μεταπτυχιακά στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.

Ωστόσο, παρά τις όποιες περιοδικές εκλάμψεις, η υστέρηση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι δομική και αναμφισβήτητη. Τι κάνουμε;

Το πρώτο απλό ερώτημα, με πολλά ερωτηματικά στη ουρά, στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι «ποιο πανεπιστήμιο και για ποιον;». Εάν θέλουμε ένα πανεπιστήμιο το οποίο αφού βολέψει τους κομματικούς παράγοντες είναι σε θέση να βγάζει κουτσά στραβά, ανά δέκα χρόνια, και δυο τρεις αξιόλογους επαγγελματίες και επιστήμονες για το ξεκάρφωμα, τότε δεν χρειαζόμαστε εθνικούς διαλόγους επί εθνικών διαλόγων εδώ και δεκαετίες. Αυτό το έχουμε ήδη κατακτήσει. Μάλιστα είμαστε πρωταθλητές.

Εάν αντιθέτως θέλουμε ένα πανεπιστήμιο που μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς στη διεθνή επιστημονική έρευνα και να παρέχει ταυτόχρονα διδασκαλία που απογειώνει τους χαρισματικούς και κάνει καλούς τους μέτριους, τότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε. Και όσο γρηγορότερα αποδεχτούμε τη μειονεκτικότητά μας, πιθανότερα τόσο πιο γρήγορα θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο της συνειδητοποίησης, και ακολούθως στο στάδιο της δράσης και της σύγκρουσης με ό,τι κρατάει την εξέλιξη πίσω.

Ψευδοδίλλημα πρώτο και βασικότερο. Δημόσια ή ιδιωτικά πανεπιστήμια;

Πίσω από αυτή τη σκιαμαχία κρύβονται οι έμποροι της αδράνειας στο πολιτικό σύστημα, οι γκρίζοι και παραιτημένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι "προοδευτικοί" φοιτητές, ουσιαστικά χαμένοι στην αντίδραση. Διότι καμία σύγχρονη και σοβαρή χώρα, ακριβέστερα ούτε ένα από τα πανεπιστήμια που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «κορυφαία παγκοσμίως» δεν λειτουργεί με τους όρους που λειτουργεί μια εταιρεία. Ανεξάρτητα από το αν πολλά εξ' αυτών έχουν δίδακτρα, συγκρίσιμα με τις αιματηρές ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες των Ελλήνων γονέων.

Επιθυμούμε λοιπόν και προτείνουμε:

ΕΝΙΑΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ στο οποίο θα υπαχθούν όλα τα κρατικά πανεπιστήμια, τα κολέγια που είναι αναγνωρισμένα από χώρες της ΕΕ και τα ιδιωτικά εκείνα εκπαιδευτήρια που θα είναι σε θέση να τηρούν αυστηρές ακαδημαϊκές και υλικοτεχνικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος.

ΕΝΙΑΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ για όλες τις παραπάνω μορφές πανεπιστημιακών ιδρυμάτων τα οποία θα αποκτήσουν τη μορφή «Νομικού Προσώπου Εκπαιδευτικού Δικαίου» μέσα από την τροποποίηση του άρθρου 16.

Με λίγα λόγια, δέσμευση όλων των παραπάνω πανεπιστημιακών ιδρυμάτων -ακόμη και αυτών που σήμερα λόγω της απουσίας ρυθμίσεων λειτουργούν κερδοσκοπικά- στην εξυπηρέτηση του συλλογικού αγαθού της ανώτατης εκπαίδευσης και ταυτόχρονα ανεξαρτητοποίηση των κρατικών πανεπιστημίων από το κράτος με ευέλικτους τρόπους λειτουργίας, αυτοδιοίκηση και ακαδημαϊκή ελευθερία, ελάχιστο αριθμό τμημάτων, ακαδημαϊκά προσόντα καθηγητών, όρους εγκαταστάσεων, αξιοκρατική πρόσβαση, κεφαλαιακή επάρκεια των ιδρυμάτων και χρηματοδότηση.

Μετατροπή των ιδιωτικών κερδοσκοπικών επιχειρήσεων σε κοινωφελή μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που παράγουν υψηλή δημόσια και κοινωνική αξία, και αποκρατικοποίηση των κρατικών. Διότι όσο πέρα από κάθε θεσμική και πολιτική λογική είναι η λειτουργία πανεπιστημίων που κάνουν διανομή κερδών σε μετόχους, άλλο τόσο είναι η λειτουργία των πανεπιστημίων υπό το ίδιο νομικό καθεστώς με το οποίο λειτουργεί η Διεύθυνση Συγκοινωνιών, οι Εφορίες και οι Πολεοδομίες. Λευτεριά από το κράτος και δέσμευση για όλους σε έναν δημόσιο σκοπό.

Το νέο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο Νομικό Πρόσωπο Εκπαιδευτικού Δικαίου πρέπει να
έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Πλήρη αυτοδιοίκηση και ανεξαρτησία

Το πανεπιστήμιο πρέπει να μπορεί να επιλέγει αυτόνομα και να εκτελεί με ταχύτητα φωτός τις αποφάσεις που λαμβάνει γύρω από θέματα προσωπικού, πρόσληψης μελών ΔΕΠ και ίδρυσης ακαδημαϊκών τμημάτων και σχολών. Ταυτόχρονα πρέπει να έχει βαρύνοντα λόγο σχετικά με τον αριθμό των εισακτέων. Το πανεπιστήμιο πρέπει τέλος να απεμπλακεί από το δημόσιο λογιστικό σύστημα και τη γραφειοκρατία των ελέγχων νομιμότητας εν τέλει σκοπιμότητας που διενεργεί το Υπουργείο και να υιοθετήσει τους λογιστικούς κανόνες του ιδιωτικού τομέα ή ακόμα και τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

2. Αυξημένη χρηματοδότηση μέσα από την εισροή εναλλακτικών πόρων & έμφαση στην επιστημονική έρευνα και την ανάπτυξη τεχνολογίας.

Το πρόβλημα δεν είναι το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης γενικώς. Άλλωστε σε ότι αφορά τους αμιγώς κρατικούς πόρους οι οποίοι διοχετεύονται στο δημόσιο πανεπιστήμιο η Ελλάδα κατέχει ήδη την έβδομη θέση στην ΕΕ. Το πρόβλημα έχει τρία σκέλη:

α) την αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης,

β) την εξεύρεση εναλλακτικών πόρων για το πανεπιστήμιο. Πόροι οι οποίοι θα προέλθουν μέσα από τη διαχείριση της περιουσίας των πανεπιστημίων, μέσα από δωρεές και επενδύσεις-συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και τους οργανισμούς του δημοσίου και

γ) την αύξηση της χρηματοδότησης για επιστημονική έρευνα, ανάπτυξη τεχνολογίας και καινοτομία. Σημειωτέον ότι στο σκέλος αυτό είμαστε ουραγοί στην Ευρώπη.

3. Καθιέρωση πραγματικής αξιολόγησης

Πρέπει να καθιερωθεί συγκριτική αξιολόγηση και αποτίμηση του ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου ομοειδών τμημάτων των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Όλα ανεξαιρέτως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης αξιολογούνται από μία Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης στις δομές της οποίας συμμετέχουν και Εξωτερικοί Αξιολογητές. Δημιουργείται λίστα αξιολόγησης ανά ειδικότητα και τμήμα και point system χρηματοδότησης.

Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης πρέπει να δημοσιοποιούνται και υποχρεωτικά να συνδέονται με την πάσης φύσεως κρατική χρηματοδότηση, όχι για λόγους τιμωρίας αλλά με στόχο τη δημιουργία μίας «δημόσιας αγοράς» στην οποία θα πριμοδοτείται η πρωτοβουλία, η καινοτομία και η αποδοτικότητα.

4. Δομημένες Σχέσεις με ΔΕΚΟ, δημόσιους οργανισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις,

Το πανεπιστήμιο πρέπει να αποκτήσει σχέσεις τόσο με το δημόσιο τομέα όσο και την επιχειρηματική κοινότητα. Οι σχέσεις αυτές (π.χ. του Πολυτεχνείου με τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, τη Forthnet κ.α.) συμβάλλουν καίρια στην ανάπτυξη νέων τομέων οικονομικής δραστηριότητας, βελτιώνουν την τεχνολογία και φυσικά αυξάνουν τη συνάφεια των προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με την εξεύρεση θέσεων πρακτικής εξάσκησης για φοιτητές και ερευνητές σε επιχειρήσεις και οργανισμούς ενώ βελτιώνουν άμεσα τις προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας των νέων.

Πρότυπο εδώ είναι τόσο οι εξειδικευμένες βιομηχανικές σχολές διαφόρων κρατών, όσο και τα τεχνολογικά και επιστημονικά πάρκα πανεπιστημίων όπου μπαίνουν και technology start up funds κα.

Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό το στοίχημα της περίφημης «πράσινης οικονομίας» θα κριθεί στο πεδίο της παραγωγής καινοτομίας και τεχνογνωσίας για την ανάπτυξη ελληνικής «πράσινης βιομηχανίας».

5. Αυστηροί όροι φοίτησης.

Παράταση φοίτησης μόνο για όσους εργάζονται έως περίπου μία διετία. Οι υπόλοιποι να έχουν δικαίωμα επανεξέτασης μέχρι ένα μάθημα. Τα μαθήματα να συρρικνωθούν. Να δοθεί έμφαση στη μεθοδολογία της επιστήμης και όχι στο άπλωμα της ύλης.

Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, καλά όλα αυτά για τα ελληνικά κρατικά και μη ιδρύματα. Τα franchise ΚΕΣ, όμως, που έχουν αναγνωριστεί ήδη από πανεπιστήμια τρίτων χωρών, και για τα οποία έγινε τόση φασαρία τους περασμένους μήνες, είναι δυνατό να ενταχθούν κι αυτά σε ένα τέτοιο μοντέλο;

Αρχικά όχι. Εκ των πραγμάτων θα ισχύσει η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων τους. Κοινή συνισταμένη θα είναι το εθνικό σύστημα αξιολόγησης. Μακροπρόθεσμα όμως, ο στόχος θα πρέπει να είναι διαφορετικός. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν πρέπει να παρέχεται από κερδοσκοπικά παραμάγαζα, που μόνο σοβαρά παραρτήματα ξένων ΑΕΙ δεν αποτελούν, αλλά από υπεύθυνα κοινοφελή μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, που ιδρύει το κράτος ή κάποιος ιδιώτης. Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως δεν εξαρτάται απόκλειστικά από την Ελλάδα. Η αμφισβήτηση της κερδοσκοπίας, του κατακερματισμού και των πολλών ταχυτήτων στο πανεπιστημιακό τοπίο της ΕΕ πρέπει να είναι στόχος ευρωπαϊκός και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την προώθηση και ολοκλήρωση μιας ατζένας τύπου Μπολώνιας, όπου θα τεθούν οι βάσεις για το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, το κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ανώτατης Εκπαίδευσης και τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Έρευνας. Κρατάμε μικρό καλάθι, όμως ευελπιστούμε.

Friday, January 23, 2009

Όχι άλλος διάλογος για την παιδεία

Στο χωριό μας, όταν κάποιος επιχειρεί να αποπροσανατολίσει από ένα κρίσιμο πρόβλημα στρέφοντας την προσοχή του κόσμου σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, λέμε τη φράση: «αυτός πετάει τον αετό ψηλά». Το 2007 υποτίθεται πως ολοκληρώθηκε ένας τριετής κύκλος διαλόγου για την παιδεία, κύκλος ο οποίος ξεκίνησε το ‘04 και κατέληξε με μια σημαντική σύμφωνα με την κυβέρνηση μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, ο τρίτος κατά σειρά Υπουργός Παιδείας, κ. Άρης Σπηλιωτόπουλος, προέβη στην έναρξη ενός νέου διαλόγου με την πρώτη σκηνή του δράματος να παίζεται σήμερα Παρασκευή 23 Ιανουαρίου στη Βουλή. Τα προς συζήτηση θέματα; Τα συνηθισμένα και επικοινωνιακώς ύποπτα: το άσυλο, θέμα που όμως υποτίθεται ότι επιλύθηκε κατά την προηγούμενη μεταρρύθμιση όμως δεν εφαρμόζεται, και το αγαπημένο pet project όλων, το εξεταστικό. Που όμως δεν είναι η πηγή του προβλήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πραγματικά, με τόση «ειλικρινή» και εφ’ όλης της ύλης συζήτηση που έχει γίνει σ’ αυτή τη χώρα για την παιδεία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, θα έπρεπε τη στιγμή που μιλάμε το Καποδιστριακό να είναι Κέιμπριτζ, το Πολυτεχνείο ΜΙΤ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο LSE, η Φιλοσοφική Σορβόννη και σε επίπεδο Λυκείου να έχουμε τουλάχιστον ένα Westminster και δυο τρία Seven Oaks που να κάνουν μαζικά I.B. Έτσι για πλάκα δηλαδή. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας είναι ότι το καλύτερο ελληνικό πανεπιστήμιο, το Καποδιστριακό, βρίσκεται στις θέσεις 203 με 300 παγκοσμίως, και τα σχολεία συνεχίζουν πολυδιασπασμένα κτιριακά χωρίς επαρκείς υποδομές, με το άθλιο και απαράδεκτο σύστημα πρωί-απόγευμα να μην υποχωρεί, και το πρόγραμμα σπουδών να παραμένει μπουκωμένο με δεκάδες άχρηστα υποχρεωτικά μαθήματα.

Ας μη μιλήσουμε άλλο λοιπόν. Ας κάνουμε επιτέλους κάτι για τα σχολεία στα οποία κανείς από όσους κόπτονται γι’ αυτά στη Βουλή δε θα έστελνε ούτε μια ώρα το παιδί του. Για τα πανεπιστήμια των παραγόντων και των συστημάτων, όπου μπαίνεις και περιμένεις στωικά να αποφοιτήσεις όταν στο επιτρέψουν οι «συνθήκες». Κάτι σαν πτήση εν μέσω κακοκαιρίας δηλαδή. Δυστυχώς η κυβέρνηση στην παιδεία συνεχίζει ακάθεκτη την κακή μεταπολιτευτική παράδοση του ΠΑΣΟΚ. Λάδι πολύ και τηγανίτα τίποτα. Κι ο αετός ψηλά. Άσε τους άλλους να κουρεύονται. Ας είναι καλά τα ιδιωτικά.

Tuesday, January 20, 2009

Social Security for the Young

Scott Burn’s Interview with Laurence Kotlikoff *
Dallas Morning News, 2 November 2008

Nearly five years ago MIT Press published "The Coming Generational Storm", a book I co-authored with economist Laurence J. Kotlikoff. We shared a deep foreboding about the implicit debt of our government and the burden it put on the young. We thought tough times were coming.

And they have.

But there is a silver lining--- if we are daring enough. Listen to this recent interview with professor Kotlikoff.

Kotlikoff: Our fears have been confirmed. The country has entered a great depression. Fortunately, the depression is mental, not economic. So far the nation has lost its mind, not its wealth.

What do you mean, the nation hasn’t lost its wealth? House prices have fallen by one- fifth. The stock market is down two-fifths since last October!

Kotlikoff: Look around. You’ll see the same equipment, factories, and office buildings we had a year ago. You’ll also see the same people with the same skills available to work with these tools.

But the stock market drop has wiped out the savings of millions of Americans.

Kotlikoff: Yes, and that’s horrible. But the economy’s real wealth hasn’t changed.

If total wealth hasn’t changed and tens of millions are poorer, who’s richer?

Kotlikoff: Current and prospective buyers of houses and stocks can now buy up these assets at deep discounts.

But this isn’t fair-- the sellers are old and the buyers are young.

Kotlikoff: Nothing is fair in love or money. A generational storm was inevitable. Uncle Sam has spent decades transferring ever larger sums from the young to the old via Social Security, Medicare, and Medicaid. He’s also been cutting taxes on wealth holders, who tend to be old, and raising them on workers, who tend to be young. Take dividend and payroll taxes. In 1950, the tax rate on dividends was 84 percent, while the FICA tax rate (employer plus employee) was 3 percent. Today, dividends are taxed at 15 percent, and the FICA rate is 15.3 percent.

So this financial crisis has leveled the generational playing field?

Kotlikoff: Right. The young still face huge tax bills to pay the boomers’ retirement and health-care benefits. But the current financial mess has a silver lining. It will help the young face the coming fiscal mess.

But that’s only if the young can earn and save enough money to buy up these low-priced assets.

Kotlikoff: Precisely. That’s why the irrational pessimism, which has gripped the nation and much of the world, is so scary. It may lead to massive job layoffs. This would prevent our young from benefiting from this market-generated intergenerational transfer.

I see what you mean. But if the old are selling and the young can’t buy, who gains?

Kotlikoff: The Chinese, Saudis, Russians, you name it. Cash is king. Anyone with a paycheck, a liquid bank account or, like China, $1.9 trillion in foreign reserves can purchase America’s homes and businesses at bargain-basement prices.

How can we ensure that our young obtain ownership?

Kotlikoff: No card-carrying economist is allowed to say this, but Uncle Sam should borrow the money that America’s oldsters are too scared to keep in equities. Uncle Sam should invest it in the stock market on behalf of youngsters. If Roosevelt were alive, he’d call this Social Security for the Young.

Should Uncle Sam gamble in stocks?

Kotlikoff: He already owns 80 percent of AIG and some bank stocks. If the market continues to tank, Uncle Sam should effectively buy stock in the top 5,000 U.S.companies. He can do that by purchasing futures contracts on the Wilshire 5000 index and rolling them over through time.

Why future contracts?

Kotlikoff: The contracts confer ownership rights without voting rights. We don’t want Uncle Sam micro-managing major companies.

Isn’t this unprecedented?

Kotlikoff: Only in scale. By the way, Uncle Sam also holds stock, indirectly, via his claim to corporate income tax revenue.

When would you intervene?

Kotlikoff: The S&P 500 is down 42 percent from its peak. If it falls 75 percent, I’d intervene.

Who would oversee this investment?

Kotlikoff: An independent board. The board would buy stocks of all 5,000 of our leading companies with the proportions determined by the companies’ total stock market valuations.

What if the market falls after Uncle Sam invests?

Kotlikoff: The government should invest for the long term. One dollar invested at the bottom in 1932 was worth more than $6, after inflation, 20 years later. Twenty years is when the boomers will be mid-retirement.

That’s pretty gutsy.

Kotlikoff: Sure is. But this would be a buy up--- not a bailout. It would provide what the country and the world needs -- an unequivocal statement of confidence by America’s leaders in the American economy.

*Laurence J. Kotlikoff is Professor of Economics at Boston University, Research Associate at the The National Bureau of Economic Research and President of the Economic Security Planning, Inc.

On the web:
Columns about the Coming Generational Storm:
The Coming Generational Storm (the book)

Sunday, January 18, 2009

Το παιχνίδι της εμπιστοσύνης

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν υπερχρεωμένες οικονομίες σαν την ελληνική σε περιόδους ύφεσης, είναι η δυσκολία να ισορροπήσουν ανάμεσα σε πολιτικές που διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και των διεθνών οργανισμών από τη μία, και σε πολιτικές τόνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας, μέσα από δημόσιες επενδύσεις ή ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, από την άλλη. Εάν η ισορροπία αυτή χαθεί το σίγουρο είναι ότι οι συνέπειες για την οικονομία θα είναι καταστροφικές. Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική ιστορία βρίθει από παραδείγματα κρατών όπου μαζί με την ισορροπία χάθηκε τελικά και η "μπάλα": Μεξικό 1995, Αργεντινή 1995 και 2002, Ρωσία 1998, Βραζιλία 1998, Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Μαλαισία 1997.

Ευτυχώς, στην περίπτωση της Ελλάδας η "μπάλα" δεν αναμένεται να χαθεί τόσο εύκολα, κι αυτό χάρη στη συμμετοχή μας στην ΟΝΕ. Το ευρώ μας προστατεύει από κερδοσκοπικά παιχνίδια με το εθνικό νόμισμα και ακολούθως μια πιθανή κατάρρευση της ισοτιμίας του (ήδη υπολογίζεται ότι 1 ευρώ σήμερα κοστίζει 1.500 δρχ). Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε ως φυσικό επακόλουθο την αύξηση των επιτοκίων ή την εκτόξευση της χρηματικής αξίας του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε δυσθεώρητα ύψη, δημιουργώντας έτσι έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο κρίσης στην πραγματική οικονομία.

Ακόμα κι έτσι όμως, κανένα ευρώ δεν μπορεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο μίας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης με μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ταυτόχρονη δυσκολία ανεύρεσης πόρων στο εξωτερικό. Μια κατάσταση που σίγουρα θα δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κλίμα για την πλειονότητα των καλομαθημένων Ελλήνων που τόσα χρόνια επιδίδονταν στο προσφιλές σπορ του επιχώριου ευδαιμονισμού δια της κατανάλωσης με δανεικά, είτε από τις τράπεζες είτε από τις μελλοντικές γενιές. Μια κατάσταση ωστόσο άδικη για όσους εδώ και χρόνια εργάζονται παραγωγικά και μάχονται υπέρ του αυτονόητου εξευρωπαϊσμού της ελληνικής οικονομίας. Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης στο 0,2% για το 2009, ενώ έφτασε και η πρώτη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας από τη Standard & Poor's. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα, ακόμα κι αν αποτελεί προστατευμένο παιδί της ευρωζώνης, εξαναγκάζεται να παίξει το παιχνίδι της εμπιστοσύνης με άμεσο στόχο να ανακτήσει τη χαμένη της αξιοπιστία στο εξωτερικό.

Ένα παιχνίδι δύσκολο, που απαιτεί δυνατούς παίκτες, αποφασιστικούς με καλά αντανακλαστικά και διάθεση για δύσκολες αποφάσεις και όχι επικοινωνιακό λίφτινγκ και PR. Από τη μία, πρέπει να αποδείξουμε προς πάσα κατεύθυνση ότι έχουμε πρόθεση να αντιμετωπίσουμε το δημόσιο χρέος, να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό, να μεταρρυθμίσουμε το ασφαλιστικό, να κάνουμε διαρθρωτικές αλλαγές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και περιορίζουν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη, πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να δημιουργήσουμε την απαραίτητη ρευστότητα στην οικονομία με αποτελεσματικά μέτρα τύπου Σουηδίας των αρχών του '90 και όχι περιορισμένα εικονικά μέτρα τύπου ΤΕΜΠΜΕ Ελλάδας 2009, σχεδιάζοντας και εφαρμόζοντας ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες και νέες βιομηχανίες αιχμής, όπως ενέργεια – περιβάλλον και ποιοτικά συλλογικά αγαθά.

Μια καλή αρχή προς την κατεύθυνση ανάκτησης της εμπιστοσύνης της εθνικής οικονομίας θα ήταν η δημιουργία μιας κυβέρνησης υπέρβασης a la Obama, με πρόσωπα προοδευτικών αντιλήψεων απ' όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα ικανά να συμβολίσουν το άνοιγμα μιας νέας ιστορικής περιόδου για τη χώρα και να σηματοδοτήσουν, ανάμεσα σε άλλα, το τέλος της μετα-ολυμπιακής συλλογικής κατάθλιψης, που μας έχει προσβάλει όλους από το 2004 και μετά, αλλά και την υπέρβαση του μεταπολιτευτικού status quo.

Κι αν αυτό αποτελεί σενάριο με λίγες πιθανότητες για τα ελληνικά δεδομένα, τότε ας περάσουμε στο κύριο μενού.

The menu of pain. Τι θα λέγατε για δραστικές μειώσεις στους μισθούς Βουλευτών, συμπεριλαμβανομένου και του Πρωθυπουργού, των μελών των ΔΣ των ΔΕΚΟ και των Διοικητών τους που αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με ακύρωση όλων των τροπολογιών που κάτω από το τραπέζι αυξάνουν εν κρυπτώ τα επιδόματα σε ειδικές ομάδες του Δημοσίου (πχ 50% των εσόδων του Εθνικού Τυπογραφείου να δίνονται ως επίδομα στους υπαλλήλους του ΥΠΕΣ σε νομοσχέδιο για τη Δημοτική Αστυνομία), τη στιγμή που απ' όλους τους άλλους εργαζόμενους απαιτείται σφίξιμο στο ζωνάρι; Τι θα λέγατε για περιορισμό του αριθμού των υφυπουργών, που αυξήθηκαν κατά τον τελευταίο ανασχηματισμό, και μειώσεις στον αριθμό των πολιτικών συμβούλων και παρασυμβούλων και των απολαβών τους;

Εμείς λέμε ΝΑΙ. Αυτή η κίνηση φυσικά δεν λύνει το δημοσιονομικό πρόβλημα, όμως στέλνει ένα δυνατό μήνυμα αποφασιστικότητας των "άνω" προς τους έξω. Ότι εννοούμε αυτά που λέμε για την οικονομία κι είμαστε έτοιμοι να δράσουμε αποφασιστικά. Ότι εμφορούμαστε από ένα νέο πατριωτισμό: θέλουμε πάση θυσία να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της χώρας και το σεβασμό στο κύρος της. Να δώσουμε το σήμα της δίκαιης διαχείρισης των δημοσιονομικών και φυσικών της πόρων έναντι των μελλοντικών γενεών. Ένα μήνυμα εμπιστοσύνης. Και μετά αλλαγές ουσίας.

Thursday, January 15, 2009

EU: back to the 48 hour working week? Not so fast.

By G700
Προδημοσίευση από το TAKE BACK YOUR TIME*

On 17 December 2008 the European Parliament voted to scrap national opt-outs to the 1993 Working Time Directive and enforce an EU-wide maximum working week of 48 hours, in open defiance of a group of member states led by the UK.

Working time has been a long-standing issue in the EU. The 1993 Working Time Directive stipulates that workers must not work more than an average of 48 hours a week, calculated over any four-month period. However it allows for broad derogations since social partners are able to agree on 'flexible arrangements' if granted approval by the employer. This means that workers could effectively put in up to 60-65 hours per week. The clause was one of the UK government's main demands, while Spain and other nations, including Greece, lobbied heavily against it, followed by the European Trade Union Confederation (ETUC), national Trade Unions and NGO’s promoting worker’s rights
.

During the nineties, following a number of European Court of Justice Rulings, it was made clear that the 1993 Directive had to be revised. The European Commission presented its proposal for a revised directive in May 2004, but member states only managed to reach a compromise on the issue in June 2008 by strengthening the institutional framework for wide national opt-outs from the agreed EU-wide 48-hour working week. The scene was then set for the European Parliament to take action.

The European Parliament's employment committee rejected the compromise at first reading on 20 October 2008, demanding that opt-outs must lapse three years after the directive's entry into force. This position, which upholds the 48-hour working week and recommends the abolition of all exceptions, was on 17 December upheld by an absolute majority in the European Parliament.

This was a great victory for the European Parliament, hailed by the Trade Unions, NGO’s and netroot activists like our organisation, Generation 700 euros -G700 from Greece, who lobbied in favor of strengthening safeguards of the 48 hour working week within the EU.

Our position to the issue has been that a 60 to 65 hour working week might be a legitimate right for business owners as well as a matter of free choice for CEO’s, the so called “golden boys”, but it cannot be forced down the throat as common working practice for the majority of European workers. And this is exactly what’s happening through the EU-wide institutionalisation of national opt-out clauses.

So, is Europe back to the 48 hour week then?

Is Europe leading the way for the establishment of a new working culture placing emphasis on life domain balance?

Far from it. In response to the EU Parliament’s decision, national governments and the Commission maintained their position that certain opt-outs should be allowed. What did happen in Europe in December is the latest step in a complex negotiation between the European Parliament and the Member States. The issue is expected to be addressed by a conciliation committee in early 2009.

Though Parliament enters negotiations from a point of strength it will face a mounting challenge by the opposing camp, which favours the opt-out on the ground that it increases flexibility in labour markets, particularly in difficult economic times.


However this argument makes no economic sense. In times of slowing growth and recession, when demand is not big enough to make use of all available productive capabilities in the economy, the last economic policy priority, which can give the market a boost, is work for more hours. What Europe really needs in order to deal with the coming global slump is deal with the credit crunch, expand micro-credit for small and medium sized business, cut down on consumption excesses and redirect investments on infrastructure (especially to the South and the East) as well as the environment, make better use of its knowledge worker capital, create a new market ethos. Europe as well as the US is in urgent need of a paradigm shift on many fronts. Working time is most definitely a serious one.


*TAKE BACK YOUR TIME is a major U.S./Canadian initiative to challenge the epidemic of overwork, over-scheduling and time famine that now threatens our health, our families and relationships, our communities and our environment.

The above article was written after an invitation by John De Graaf, Executive Director of Take Back Your Time and author of the book Affluenza: The All Consuming Epidemic.

What are you doing with your time?








Tuesday, January 13, 2009

Δεύτερη γενιά μεταναστών ή δεύτερη κατηγορία πολιτών;

Tης Αφροδίτης Αλ Σάλεχ*
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα «Πολιτών Συμμαχία» ύστερα από άδεια της συγγραφέα

Την 23η Δεκεμβρίου 2008 δημοσιεύτηκε στον ΦΕΚ (αριθμός φύλλου 263), ο Ν. 3731/08 «για την αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας υπουργείου εσωτερικών», με τον οποίο, μεταξύ άλλων, διευθετείται -κατά την άποψη της κυβέρνησης- το επίμαχο ζήτημα των «παιδιών των μεταναστών».

Σύμφωνα με τη μία και μοναδική παράγραφο (7) του άρθρου 40, «τέκνα υπηκόων τρίτων χωρών, τα οποία γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς εξακολουθούν να διαμένουν νόμιμα στη χώρα, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον έχουν διανύσει την πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση, αποκτούν, με απόφαση του γενικού γραμματέα της οικείας περιφέρειας, την ιδιότητα του "επί μακρόν διαμένοντος", κατά παρέκκλιση της διαδικασίας, των προϋποθέσεων και των κριτηρίων των άρθρων 67 και 68 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212Α), όπως, ισχύει, καθώς και του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ 160Α)»

Καταρχάς, είναι κοινός τόπος ότι ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως αυτό της «δεύτερης γενιάς μεταναστών», η οποία καταχρηστικά ονομάζεται έτσι καθώς στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μετανάστες αλλά για τα παιδιά αυτών τα οποία είναι de facto Έλληνες, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται με ad hoc παραγράφους. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική η οποία θα εκπορεύεται από ένα υπουργείο μετανάστευσης, όπως συμβαίνει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες.

Κατά δεύτερον, αναφέρω επεξηγηματικά ότι η ιδιότητα του «επί μακρόν διαμένοντα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πενταετής κάρτα παραμονής που δύναται να λάβει οιοσδήποτε αλλοδαπός μετά από πέντε χρόνια παραμονής του στη χώρα υποδοχής, υπό την προϋπόθεση να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και να έχει ενιαύσιο εισόδημα άνω των 8,500 ευρώ.

Ως εκ τούτου, η εκχώρηση της κάρτα αυτής στα παιδιά των μεταναστών δεν αποτελεί σπουδαίο βήμα.

Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα βήμα προς τα πίσω, καθώς δίδει σκοπίμως την αίσθηση της διευθέτησης του έωλου πλέον ζητήματος των παιδιών των μεταναστών ενώ στην πραγματικότητα μεταθέτει το αίτημα για αλλαγή του κώδικα ιθαγενείας στο πολύ μακρινό μέλλον.

Πάγια απαίτηση όσον ασχολούνται με τα μεταναστευτικά και των ευαισθητοποιημένων Ελλήνων, αλλά και της αξιωματικής και ελάσσονος αντιπολίτευσης, είναι η αλλαγή του κώδικα ιθαγενείας, ώστε να δίδεται η δυνατότητα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας στην ηλικία των 18 ετών στα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή έχουν έρθει σε μικρή ηλικία και έχουν φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία.

* Σημειώνω ότι η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που διατηρεί το αναχρονιστικό δίκαιο αίματος.

* Σημειώνω επίσης ότι η τρίτη και τέταρτη γενεά ελλήνων μεταναστών που διαβιούν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και ενδεχομένως να μην γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, μήτε την ελληνική ιστορία, μηδέ έχουν έρθει ποτέ στην Ελλάδα, έχει το δικαίωμα να λαμβάνει την ελληνική ιθαγένεια.

* Σημειώνω επίσης ότι τα παιδιά αυτά που γεννιούνται στην Ελλάδα ή έρχονται σε μικρή ηλικία έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική και ως πατρίδα τους την Ελλάδα.

* Σημειώνω τέλος ότι Έλλην ανέκαθεν θεωρούνταν αυτός που μετέρχεται της ελληνικής παιδείας.

Πάρα ταύτα, γνωρίζοντας τις ζωές και τις αγωνίες πολλών από τα αποκαλούμενα «παιδιά μεταναστών» -τα οποία δεν είναι καθόλου «παιδιά» και σε πολλές περιπτώσεις έχουν τα δικά τους παιδιά- καθώς βιώνουν καθημερινά το φόβο της απέλασης (προς μια χώρα που ουδέποτε έχουν επισκεφτεί) σε περίπτωση που μείνουν άνεργοι και συνεπώς δεν θα μπορέσουν να ανανεώσουν την κάρτα παραμονής τους, ο συγκεκριμένος νόμος πράγματι θα τους δώσει μία ανάσα.

Ως εκ τούτου, σεβόμενη τις αγωνίες τους και επιφυλασσόμενη για τη συνέχιση των προσπαθειών ώστε να εκχωρηθεί κάποια στιγμή το δικαίωμα στην ιθαγένεια, θα περιοριστώ στο σχολιασμό της συγκεκριμένης παραγράφου του νόμου προσβλέποντας στην τροποποίηση της.

Σύμφωνα με το §41.7 του ν. 3731/08, δίδεται η κάρτα του «επί μακρόν διαμένοντα» στα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Συνεπώς, η κάρτα αυτή δεν αφορά τα παιδιά που έχουν έρθει στην Ελλάδα π.χ. σε ηλικία 2 μηνών! Με άλλα λόγια ενδέχεται να υπάρχουν δύο αδέλφια, το ένα να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και το άλλο να έχει έρθει στην ηλικία των 3 ετών, και το ένα να πάρει την κάρτα, ενώ το άλλο όχι. Προς τι αυτός ο διαχωρισμός;

Κατά δεύτερον, την κάρτα αυτή θα τη λάβουν τα παιδιά οι γονείς των οποίων εξακολουθούν να διαμένουν στην Ελλάδα. Όμως, πολύ συχνά οι γονείς επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους και τα παιδιά (ως ενήλικες πλέον) παραμένουν στη Ελλάδα, διότι αυτή τη χώρα αναγνωρίζουν ως πατρίδα τους. Επίσης, πολύ συχνά η μητέρα ή/και ο πατέρας δεν έχουν νομιμοποιηθεί στη χώρα υποδοχής λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων. Επίσης, υπάρχουν μονογονεϊκές οικογένειες. Σε τελική ανάλυση, είναι αντισυνταγματικό και πέρα κάθε λογικής να καθορίζεται το καθεστώς του ενήλικα από το καθεστώς των γονιών του.

Και για να μην μιλάμε αφηρημένα, ο φίλος μου Νίκος Οντουμπιντάν, 26 ετών, θα στερηθεί την εν λόγω κάρτα και θα συνεχίσει να ζει υπό την απειλή της απέλασης προς μια χώρα που ουδόλως γνωρίζει, επειδή οι γονείς του έχουν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής τους.

Ο δε φίλος μου Μανώλης, 25 ετών, γνωστός ως «Mc Yinca», εξαίρετος τραγουδιστής, επίσης θα βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση και επιπροσθέτως δεν θα μπορεί να ακολουθεί σε περιοδείες το συγκρότημα του όταν θα λήγει η κάρτα παραμονής του καθώς θα είναι αναγκασμένος να περιμένει μέχρι και 2 χρόνια έως ότου λάβει την επόμενη κάρτα παραμονής, ληγμένη φυσικά.

Συνεπώς, ακόμα και αυτή την ύστατη στιγμή, παρακαλώ να αιτηθούμε συλλογικά την τροποποίηση του νόμου έτσι ώστε:

* να συμπεριληφθούν τα παιδιά των μεταναστών που έχουν διανύσει την πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση, ανεξαρτήτως από το εάν έχουν γεννηθεί ή έρθει σε μικρή ηλικία στην Ελλάδα, και

* να αποσυνδεθεί το καθεστώς των (ενήλικων) παιδιών των μεταναστών από το καθεστώς των γονιών τους.

Ενδεικτικό πάντως των αντιλήψεων που επικρατούν στους ιθύνοντες είναι η σχετική παράγραφος (§41.6) στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την πρόταση νόμου, σύμφωνα με την οποία: «με την προτεινόμενη διάταξη λαμβάνεται ειδική μέριμνα για το καθεστώς διαμονής των τέκνων υπηκόων τρίτων χωρών, τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλιστεί η περαιτέρω ακώλυτη διαμονή τους στη χώρα, και να επιτευχθεί, στον πληρέστερο δυνατό βαθμό, η κοινωνική τους ένταξη».

Αποτελεί κοινή γνώση ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι κατ' ουσία Έλληνες -και δεν τίθεται θέμα κοινωνικής ένταξης.

Το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά ενδέχεται να αποκλίνουν φυσιογνωμικά από την κλασσική εικόνα του Έλληνα -δηλαδή να έχουν ασιατικά ή αφρικανικά ή καυκάσια ή άπω ανατολής χαρακτηριστικά- δεν σημαίνει ότι δεν είναι κοινωνικά ενταγμένοι, δεν σημαίνει ότι δεν είναι Έλληνες.

*Η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ είναι ψυχολόγος και πολιτική επιστήμονας. To blog της Αφηρημένες κάποιες Σκέψεις είναι στη σελίδα http://afroditealsalech.blogspot.com/.

Monday, January 12, 2009

Κωνσταντίνα Κούνεβα: Βιτριόλι στη δημοκρατία

Η γκαγκστερική επίθεση δολοφονίας με βιτριόλι εναντίον της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα, έρχεται και προστίθεται σε μία σειρά απανωτών γεγονότων καταπάτησης των θεσμών και των δικαιωμάτων στη χώρα. Η επίθεση σε μία νέα γυναίκα, μητέρα, μετανάστρια και αγωνίστρια των εργατικών δικαιωμάτων είναι χτύπημα στον θεωρούμενο πιο αδύναμο κρίκο του συστήματος. Ο αγώνας της ενάντια στη μαύρη εργασία ενοχλεί ένα σύστημα που έχει εθιστεί στην πλήρη ανομία, στο νόμο της επιβολής του ισχυρού και στη νοοτροπία ‹‹το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό››.

Η Κούνεβα εργάζεται σε μια εταιρεία που έχει αναλάβει τον καθαρισμό των σταθμών του ΗΣΑΠ. Το πιο εξοργιστικό είναι ότι τη στιγμή που μια αγωνίστρια των δικαιωμάτων των εργαζομένων έχει υποστεί βαριές σωματικές βλάβες στα μάτια, το πρόσωπο και σε ζωτικά της όργανα, δεν έχει μεταβληθεί ούτε πόντο η υποκριτική στάση των δημόσιων εταιρειών και της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες αναλώνονται σε επί χάρτου ασκήσεις ευαισθησίας. Μύδροι αποτροπιασμού, προφορικές καταδίκες και εξαγγελίες ελέγχων που δεν έγιναν ποτέ αλλά –ω του θαύματος- από εδώ και μπρος θα πραγματοποιηθούν.

Κατά τα λοιπά, οι εταιρείες του δημοσίου, όπως καλή ώρα ο ΗΣΑΠ, θρέφουν και ενθαρρύνουν το καθεστώς της μαύρης εργασίας εναντίον το οποίου αγωνιζόταν και αγωνίζεται η Κούνεβα.

Το κράτος που έχει ως πρώτο και θεμελιώδες θεσμικό καθήκον την τήρηση και τον έλεγχο της νομιμότητας, παραβιάζει το ίδιο την εργατική νομοθεσία και παρανομεί απασχολώντας χιλιάδες συμβασιούχους με συμβάσεις έργου, παρότι αυτοί εργάζονται με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Είναι το κράτος της rigidanomy που θεσπίζει αυτή την άκαμπτη νομοθεσία της αγοράς εργασίας, θέτοντας τον πήχη πολύ ψηλά για να τον περνάει εύκολα από κάτω. Είναι το κράτος δικαίου, που αν και ποτέ δεν περιμένουμε να είναι εκ των προτέρων δίκαιο, περιμένουμε ως ελάχιστο να τηρεί τους κανόνες που το ίδιο θεσπίζει. Είναι το κοινωνικό κράτος που ρίχνει στην αρένα της μαύρης εργασίας τα τουλάχιστον δύο εκατομμύρια εργαζόμενων εξαρτημένης εργασίας. Είναι αυτό το κράτος και οι εταιρείες του, σε μία από τις οποίες προσφέρει υπηρεσίες η εργοδότρια εταιρεία της Κούνεβα, που καταπατούν τα δικαιώματα των εργαζομένων και κλείνουν το μάτι στον ‹‹τσαμπουκά του ισχυρού››.

Διολισθαίνουμε γοργά και με συνέπεια σε μία κατάσταση γενικής ανομίας και στη βαθιά αμφισβήτηση και την κρίση νομιμοποίησης των θεσμών που οργανώνουν την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.

Τα αντίποινα των εργολάβων της καθαριότητας και το βιτριόλι που πέταξαν στο πρόσωπο μίας γυναίκας που μάχεται, είναι προειδοποίηση καθαρή προς αυτούς που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους και προς αυτούς που θέλουν η κοινωνία να μην αδρανεί και να προχωρά προς τα εμπρός. Είναι απόδειξη της αναιμίας των θεσμών και σφραγίδα της επικράτησης του ισχυρού. Είναι βιτριόλι στη δημοκρατία.

Saturday, January 10, 2009

Το μέλλον αργεί πολύ...

Του Σταύρου Λιβαδά*
Κυριακάτικη Αυγή, 28/12/2008

Οι αριστεροί, στις ανά την ιστορία αναφορές μας, συχνά καταφεύγουμε στον κώδικα των γενιών για τον συνοπτικό χαρακτηρισμό πολιτικοκοινωνικών κινημάτων και την απόδοση των βασικών ιδεολογικών σταθερών της φυσιογνωμίας τους.

Γενιά του ’30, γενιά του ’40, γενιά της Εθνικής Αντίστασης, γενιά του 114, γενιά των Λαμπράκηδων, γενιά του Πολυτεχνείου, γενιά της Μεταπολίτευσης, γενιά των 700 ευρώ...

Μπορεί η κωδική ή συμβολική χρήση του όρου «γενιά», ως μονολεκτικό υποκατάστατο περιγραφών ή ερμηνειών που επιχειρούνται σε διάφορα γεγονότα ή φαινόμενα της αντίστοιχης εποχής, να μην είναι πάντοτε απολύτως επιτυχής ή σαφής. Καμιά φορά, αντίθετα, μπορεί να είναι απλοποιητική των εννοιών ή ισοπεδωτική των πραγμάτων. Ο εκάστοτε χαρακτηρισμός όμως, όταν αποδίδεται, αναφέρεται στο απαύγασμα και τη συνισταμένη μιας συλλογικής συνείδησης, «παραγμένης» όχι εν κενώ, εργαστηριακά ή στο περιθώριο, αλλά ως «ανάκλαση» και συμπύκνωση των προβληματισμών μιας κοινωνίας που επιθυμεί να σκέφτεται συλλογικά για το αύριό της.

Η συγκρότηση μιας «γενιάς» προϋποθέτει τη «συνείδηση» της (όποιας) πρωτοπορίας, ταυτόχρονα με μια κοινωνία που αναδεικνύει ανάλογα αιτήματα και στόχους για την ίδια και τους πολίτες της.

Υπάρχουν τέτοιες αντιστοιχίες στο σημερινό ξέσπασμα, την “εξέγερση", αν θέλετε, των νέων; Δείχνει η κοινωνία μας να βρίσκεται στο διάβα ενός «δρόμου», στο βάθος του οποίου, έστω αχνοφαίνεται, το νέο (και ποιο;) συλλογικό όνειρο;

Μπορεί η συνείδηση της κοινότητας να εδράζεται στον φόβο του ατόμου -του νέου, κατά κύριο λόγο- απέναντι σ’ όσα οι «άλλοι» απεργάζονται γι’ αυτόν;

Μπορεί η οργή και η απόγνωση μπρος στο διαψευσμένο όνειρο που τους έταξαν «οι μεγάλοι» και με το οποίο έδειχναν να βολεύονται και οι ίδιοι ώς χθες, να συνθέσουν (και ποια;) προοπτική για τους νέους;

Μπορεί η ανασφάλεια μπρος στο μέλλον που μοιάζει με έρεβος, να εμπνεύσει (και ποιο;) συλλογικό όραμα μιας ήδη κατακερματισμένης κοινωνίας;

Μπορεί η τυφλή βία και το θέαμα, βασικά συστατικά και παράγωγα ενός συστήματος που έπαψε να πείθει και να εμπνέει, ν' αποτελέσουν ταυτόχρονα τον καθαρτήριο λόγο και τον από μηχανής θεό για την κάθαρση;

Μπορεί μια κοινωνία που δείχνει να ’ναι συνολικά απορροφημένη στη βίωση και την απόλαυση του τώρα και προκλητικά αδιάφορη για το δικό της μετά, να σκεφτεί (πώς και γιατί;) τους επόμενούς της;

Μπορεί μια πολιτική εξουσία, που φροντίζει μόνο για τη δική της αναπαραγωγή, να αποδεχτεί τη χρεοκοπία της, για να υπάρξει πολιτική διέξοδος στην κρίση που περνάμε;

Είδα προ ημερών τη φωτογραφία με τo πολύσημο και θολό μήνυμα του πανό, που ανάρτησε η νεολαία ΣΥΝ από την Ακρόπολη: Η λέξη «Αντίσταση», γραμμένη σε πέντε γλώσσες, για να ταξιδέψει ως τηλεοπτική εικόνα σ όλο τον κόσμο.Τι θα καταλάβαινε ο μη μυημένος στα ενδότερα πολιτικά πράγματα της καθ’ ημάς αριστεράς συμπατριώτης μας, πολύ περισσότερο ο ξένος τηλεθεατής, από αυτό το «μήνυμα»;

Πως καλούμε σε αντίσταση ενάντια σ’ ένα καθεστώς που στερεί βασικές δημοκρατικές ελευθερίες, ενάντια σε μια δικτατορία, ενάντια στο αστυνομικό κράτος; Πως υμνούμε την αντίσταση -τον αγώνα γενικότερα-γενικώς και αορίστως;

Πως καλούμε τους αντίστοιχους νέους όλου του κόσμου σε μια παγκόσμια αντίσταση-εξέγερση, ενάντια σε ποιους, τους μεγάλους;Συγκρίνετε αυτό το θολό «μήνυμα» με τα ξεκάθαρα «μηνύματα» αντίστοιχων πράξεων άλλων «γενιών»: ένα πανό π.χ. με το ίδιο σύνθημα κρεμασμένο στον τοίχο του Πολυτεχνείου την εποχή της δικτατορίας. Ή το αριθμητικό, αλλά πολιτικά μονοσήμαντο «114» της γενιάς των Λαμπράκηδων. Ή, πολύ περισσότερο, συγκρίνετέ το (γιατί ανεξαρτήτως προθέσεων σ’ αυτή τη σύγκριση κατ’ εξοχήν παραπέμπει η σημερινή πράξη) με την ελληνική σημαία να κυματίζει αντί της γερμανικής στον ίδιο χώρο, ένα πρωινό της Κατοχής;

Αυτή η σύγκριση, ανεξαρτήτως αξιολογήσεως, μας δίνει, νομίζω, την απόσταση αυτού του «κινήματος» από τα αντίστοιχα που συγκρότησαν άλλες “γενιές”.

Το μέλλον αργεί πολύ.

Thursday, January 8, 2009

Χωριό Ποτέμκιν η νέα κυβέρνηση

Το 1787 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας περιόδευσε στις νότιες επαρχίες της ρωσικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με το θρύλο, κατά τη διάρκεια της περιοδείας της ο επικεφαλής της ρωσικής κυβέρνησης, Grigori Aleksandrovich Potemkin, προπορευόταν πάντα κατά μία μέρα της Αυτοκράτειρας για να μπορεί να συμμορφώνει τις προσόψεις των κτιρίων στα χωριά από όπου περνούσε η Αικατερίνη, έτσι ώστε τα φτωχοχώρια της ρωσικής επαρχίας να φαίνονται ότι έστω στοιχειωδώς ευημερούν. Έκτοτε ο όρος «χωριό Ποτέμκιν» χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φτιασίδωμα μιας κατάστασης η οποία στην πραγματικότητα παραμένει τραγική.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει από χτες και η ανασχηματισμένη ελληνική κυβέρνηση. Το οικονομικό επιτελείο μπορεί να πήρε την άγουσα για τα αποδυτήρια και πολύ σωστά αφού απέτυχε στον τομέα της οικονομίας. Όμως κομβικά στην κυβερνητική αποτυχία πρόσωπα, όπως ο βασικός υπεύθυνος για τη μη επανίδρυση του ελληνικού κράτους και την επέκταση των ταραχών στο κέντρο της Αθήνας Υπουργός των Εσωτερικών, κος Παυλόπουλος, καθώς κι ο πρώην νεοφιλελεύθερος νυν μπουζουκόβιος οπαδός της αδράνειας Υπουργός Παιδείας, κύριος Στυλιανίδης, παρέμειναν στην εξουσία. Ο πρώτος στη θέση που είχε και πριν: υπερυπουργός μεγαλώματος του κράτους και εθνικής ανασφάλειας. Ο δεύτερος αφού «έλυσε» το πρόβλημα της παιδείας μετακινήθηκε στο κρίσιμο υπουργείο Μεταφορών μήπως και τελειώσουμε επιτέλους με το 30ετές δράμα της Ολυμπιακής.

Οι αλλαγές αυτές δείχνουν ότι είτε δεν υπάρχει πάγκος, πράγμα αδιανόητο για έναν τεράστιο και ιστορικό πολιτικοκοινωνικό χώρο όπως είναι η συντηρητική παράταξη, είτε ότι δεν έχει γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα των περιστάσεων.

Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τριπλή κρίση. Κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική, κρίση φερεγγυότητας της οικονομίας στο εξωτερικό λόγω των εκρηκτικών διαστάσεων που έχουν λάβει δημόσιο χρέος και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η διεθνής οικονομική κρίση δυσκολεύει την κατάσταση στο μέγιστο βαθμό. Η εμπιστοσύνη στο ναδίρ. Η συλλογική κατάθλιψη, ο θυμός, η οργή στο ζενίθ.

Όμως τα προβλήματά μας έχουν ονοματεπώνυμο. Το “σύστημα Ελλάδα” που φέρει τον κωδικό Μεταπολίτευση. Με τον παρεοκρατικό καπιταλιστισμό των καρτέλ, των εθνικών προμηθευτών και των κλειστών επαγγελμάτων. Το πλαδαρό, αναποτελεσματικό, μη αποδοτικό και υπερχρεωμένο κράτος. Το ασφαλιστικό που δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του και βαραίνει τις πλάτες των νέων. Το πελατειακό κράτος. Το έλλειμμα σε συλλογικά αγαθά. Το οικολογικό έλλειμμα. Τον κούφιο ριζοσπαστισμό των κομμάτων. Το έλλειμμα παραγωγικής βάσης. Όλα όσα έχουν οδηγήσει σε όξυνση των διαγενεακών ανισοτήτων μεταπολιτευτικά, καθιστώντας τους νέους και τις μελλοντικές γενιές losers, αυτούς στους όποίους έλαχε ο κλήρος της οικονομικής και κοινωνικής στασιμότητας ακόμα και καθόδου.

Άραγε ποια απ’ όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα θα επιλύσει η νέα κυβέρνηση; Μάλλον ελάχιστα. Κούφιος ριζοσπαστισμός λοιπόν. Φτιασίδωμα. Κούφιος ανασχηματισμός. Χωριό Ποτέμκιν.

Monday, January 5, 2009

Νέοι και New Media

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισήγηση εκπροσώπου της G700 στην εκδήλωση του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας (Ε.ΣΥ.Ν) με τίτλο «Η συμμετοχή των νέων και τα Νέα Μέσα του διαδικτύου» στα πλαίσια του Forum Ευρωπαίος Πολίτης, που διεξήχθη το Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008 στο Athens Hilton. Στην εκδήλωση συμμετείχαν ως ομιλητές οι Νίκος Δρανδάκης – nylon.gr & sync.gr, social media consultant, Αχιλλέας Ιωακειμίδης – Dorabak.gr web team, Κώστας Κουκόπουλος – e-rooster.gr & greekliberals.net, Παναγιώτης Βρυώνης – vrypan.net & ΠΑΣΟΚ social media consultant, Ασημάκης Βαλαβάνης – Ινστιτούτο για την Έρευνα και Μελέτη των Επιστημών του Διαδικτύου, Νεκτάριος Συλλιγαρδάκης – προγραμματιστής & nsyll.net. Την εκδήλωαη συντόνισε ο Θοδωρής Καραουλάνης (fileleytheros.wordpress.com), αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας.

Καλησπέρα,

λέγομαι Θανάσης Γκούγκλας και είμαι ιδρυτικό μέλος της διαδικτυακής κίνησης πολιτών η γενιά των 700 ευρώ, της λεγόμενης G700.

H G700, η οποία διαθέτει ένα blog που το επισκέπτονται περίπου 1000 επισκέπτες την ημέρα, μια σελίδα στο facebook με 1300 φίλους, μια νέα σελίδα στο Twitter κι ένα site υπό κατασκευή, ανήκει σ' αυτό που οι αγγλοσάξονες και συγκεκριμένα οι Αμερικανοί έχουν ονομάσει κίνημα των Netroots.

Είναι το κίνημα των ακτιβιστών του διαδικτύου. Αυτών που χρησιμoποιούν το internet και συγκεκριμένα τα νέα μέσα, τα New Media όπως είναι γνωστά, για δράση και επικοινωνία.

Η λέξη Netroots προέρχεται απο τις λέξεις internet + roots και περιγράφει την κοινωνική δράση που είναι ριζωμένη στο διαδίκτυο. Αποτελεί παράφραση της γνωστής πιστεύω σε όλους λέξης grass roots που αναφέρεται στη παραδοσιακή συλλογική δράση μέσα από κινήσεις βάσης στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών.

Όταν λοιπόν αποφασίσαμε να οργανωθούμε σαν ομάδα, πριν από δύο περίπου χρόνια, συμφωνήσαμε ότι η ενεργός συμμετοχή στον τότε υπό διαμόρφωση ακόμα κόσμο των Ελλήνων netroot ακτιβιστών είναι η μόνη επιλογή.

Οπουδήποτε αλλού κι αν πηγαίναμε μας περίμεναν οι φρουροί κάποιας ατζέντας και οι κλειδοκράτορες της σοφίας, μαζί με τις συνήθεις ιδεοληψίες, τις κοκαλωμένες ιεραρχίες και τις σκληρές ηλικιακές επετηρίδες των διαφόρων ομάδων, κομμάτων ή συνδικάτων.

Εμείς αυτό που θέλαμε να κάνουμε ευθύς εξαρχής ήταν χωρίς περικοπές κι εκπτώσεις:
-να εισάγουμε το θέμα της γενιάς των 700 ευρώ στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης
-να δώσουμε φωνή όσο ήταν αυτό δυνατό σε μια ανεκπροσώπητη κατά την άποψή μας κοινωνική πλειοψηφία που ήταν οι νέοι εργαζόμενοι ηλικίας 25 με 35
-να μιλήσουμε για τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών και τη διαγενεακή δικαιοσύνη
-να μπούμε σφήνα ανάμεσα στους παραδοσιακούς θεσμούς εκπροσώπησης τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Ο καλύτερος τρόπος να το πετύχουμε ήταν αρχικά να φτιάξουμε ένα blog.

Ο πλέον αφιλτράριστος, αφού δεν υπάρχουν άνωθεν εντολές από αρχισυντάκτες και επικεφαλής που θα σου πούνε τι να γράψεις ή τι να πεις.

Ο πιο εύκολος και γρήγορος, αφού φτιάχνεται μέσα σε 5 λεπτά

Με μηδενικό κόστος.

Ο πιο μαζικός, αφού ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε επισκεφτεί από οπουδήποτε.

Θεωρώ ότι η συνταγή σε μεγάλο βαθμό πέτυχε.

Ειδικά να αναλογιστεί κανείς ότι πριν από δύο χρόνια κανείς δε μιλούσε για τη γενιά των 700 ευρώ και σήμερα γίνεται ολόκληρη εξέγερση στο όνομα ΚΑΙ της γενιάς των 700 ευρώ. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών βέβαια είναι άλλης τάξεως ζήτημα κι αν θέλετε το συζητάμε στο τέλος των εισηγήσεων, όταν θα ανοίξει η συζήτηση και θα γίνουν ερωτήσεις.

Αυτό που θέλω να πω εδώ είναι ότι η G700 και κατ' επέκταση το πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ δεν θα έβγαινε στην επιφάνεια αν δεν υπήρχαν τα new media.

Θα ήταν απλώς μια σκέψη, μια υποσημείωση σε κάποιο λόγο πολιτικού, ένα καταχωνιασμένο αρθρίδιο γνώμης στις πίσω σελίδες μιας εφημερίδας, μια κομμένη φράση στο κείμενο κάποιου ακαδημαϊκού.

Χωρίς τα new media η γενιά των 700 ευρώ θα περέμενε απλώς η γνώμη κάποιων νέων χαβαλέδων που θα συνέχιζαν να πίνουν καφέ μετά τη δουλειά και να γκρινιάζουν, άντε να κουβεντιάζουν εποικοδομητικά, για ό,τι συμβαίνει γύρω τους.

Χάρη στα New media, όμως, η γενιά των 700 ευρώ αναγνωρίζεται από την κοινωνία και τους παραδοσιακούς πολιτικούς παίκτες ως κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα, και η οργάνωση g700 φτάνει μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να θέσει το αίτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αξία των Νέων Μέσων.

ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΟΥΝ τους φρουρούς της δημόσιας ατζέντας και τους κλειδοκράτορες της σοφίας, και λειτουργούν έτσι ως εργαλεία αυθεντικού και ραγδαίου εκδημοκρατισμού.

Όπως το έθεσε ο Αμερικανός blogger και πρωτοπόρος netroot activist, Markos Mulitsas, στο πρόσφατο βιβλίο του “Taking on the System”:

Η εποχή του φύλακα της πύλης τελείωσε. The era of the gatekeeper is over.

Στη σημερινή ψηφιακή εποχή ο απλός πολίτης μπορεί να ενημερώνεται, να συνδέεται και να δημιουργεί καταστάσεις που μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο δραματικά. Έχοντας απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που του θέτουν οι ελίτ, οι πολίτες είναι σε θέση να οδηγήσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές από κάτω προς τα πάνω αξιοποιώντας εργαλεία που κανείς δε είχε στο νου του πριν από 10 χρόνια.

Η τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε εμείς την ατζέντα και τη ζωή μας. Μέσα από το blogs, το podcasting, τα social networking sites όπως το myspace και το facebook, τα wikis και το Youtube οι άνθρωποι συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και την παραγωγή πολιτισμού.

Αντι να τα χώνουμε στα Μέσα γινόμαστε το Μέσο.

Αντί να βρίζουμε το πολιτικό κατεστημένο, το επηρεάζουμε και σε πολλές περιπτώσεις το καταλαμβάνουμε.

Αντί να βρίζουμε το hollywood για τις άθλιες ταινίες φτιάχνουμε εμείς τις ταινίες που μας αρέσουν.

Αντί να μας περιορίζουν οι δισκογραφικές εταιρείες τις παρακάμπτουμε πλήρως.

Τα λόγια αυτά ανήκουν σ' έναν άνθρωπο, που μαζί με τον έταιρο διάσημο διαδικτυακό ακτιβιστή Jerome Armostrong, προσδιόρισαν το κίνημα των Netroots στις ΗΠΑ και κατ' επέκταση σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Τα παραθέτω όχι μόνο γιατί ο Mulitsas “τα λέει καλά”, αλλά γιατί ο ίδιος, μ' ένα blog κολοσό, το DailyKos που το επισκέπτονται 1 εκ επισκέπτες την ημέρα, κι ένα συνέδριο το Netroots Nation που έχει χτυπήσει την παντοδυναμία του κάποτε κραταιού Democratic Leadership Council στο χώρο των Δημοκρατικών, αποτελεί ζωναντό παράδειγμα πετυχημένου netroot ακτιβισμού, αλλά και χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως μπορεί να μπει κανείς σφήνα σ' ένα αρκετά σκληρό πολιτικό και ακτιβιστικό κατεστημένο σαν αυτό των ΗΠΑ.

Βεβαίως, και μ' αυτό κλείνω, τα new media δεν είναι μια αποκλειστικά ευτυχισμένη ιστορία όπου πάντα υπάρχει happy end χωρίς προβλήματα. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές ατυχείς χρήσεις των νέων μέσων κύριως για λόγους συκοφαντικής δυσφήμισης κάποιου δημόσιου προσώπου ή για συγκεκαλυμένη εμπορική διαφήμιση κάποιου προϊόντος.

Στην Ελλάδα συγκεκριμένα όλοι γνωρίζουμε ότι ανθεί η παραδημοσιογραφία, τα παραπολιτικά και όλη αυτή η αρρωστημένη μικροπολιτική και κίτρινη κατάσταση, αυτή η κιτρινίλα που βλέπουμε ή διαβάζουμε στα παραδοσιακά Μέσα. Το αναφέρω αυτό διότι σήμερα από το βήμα αυτής της ημερίδας δεν αναφέρθηκε σχεδόν κανείς στην κακή πλευρά των νέων μέσων και καλό θα ήταν κατά τη διάρκεια της συζήτησης που θα γίνει στη συνέχεια να ανοίξει και αυτό το θέμα.

Δεν θα σας κουράσω άλλο.

Θα κλείσω λέγοντας ότι η πρόκληση για εμάς στη G700 αλλά και γενικότερα για το ελληνικό κίνημα των netroots είναι μία: να συνδυάσουμε τη διαδικτυακή παρέμβαση με την offline κοινωνική συνεύρεση και διεκδίκηση. Από τα netroots να περάσουμε και στα grassroots. Εμείς αυτό ακριβώς ξεκινήσαμε να κάνουμε πέρυσι με τη δράση τότε υπέρ της μεταμεσονύχτιας λειτουργίας του μετρό και σ' αυτή τη λογική προετοιμάζουμε εδώ και μερικούς μήνες τη μετατροπή της ηλεκτρονικής υπηρεσίας παροχής εργασιακών συμβουλών σε έναν πραγματικό Συνήγορο του Εργαζόμενου.

Ευχαριστώ

Friday, January 2, 2009

Μέρκελ, η κ. Αντίδραση για τις ΗΠΑ

Όλοι παραδεχονται την ανάγκη πανευρωπαϊκού, τονωτικού προγράμματος πλην της καγκελαρίου

Του Paul Krugman*

Ιδού πώς έχει η κατάσταση. Η οικονομία αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Η συνήθης πρακτική αντιμετώπισης της οικονομικής επιβράδυνσης, η μείωση των επιτοκίων, δεν αποδίδει. Τα μεγάλα πακέτα κρατικής βοήθειας φαίνεται να αποτελούν τη μόνη διέξοδο από την οικονομική κατάρρευση.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Οι συντηρητικοί πολιτικοί εμμένουν σε μια ξεπερασμένη ιδεολογία και ίσως ακόμη και να υποθέτουν –λανθασμένα– ότι οι ψηφοφόροι τους είναι σε θέση να ξεπεράσουν από μόνη τους τη κρίση και να βγουν σώοι από τη θύελλα.

Οχι, δεν αναφέρομαι στον Μπομπ Κόρκερ, τον Γερουσιαστή από τη… Nissan… –εννοώ από το Τενεσί– ούτε και στους συναδέλφους και ομοϊδεάτες του Ρεπουμπλικανούς, που αρνήθηκαν την περασμένη εβδομάδα να τείνουν χείρα βοηθείας και να εξαγοράσουν λίγο χρόνο για την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία. (Ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο κυκλοφόρησε ανάμεσα στους Ρεπουμπλικανούς Γερουσιαστές υποστήριζε ότι αρνούμενοι τη χορήγηση δανεισμού στις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες αποτελούσε ευκαιρία για το Κόμμα τους να «καταφέρουν ένα πρώτο πλήγμα κατά του συνδικαλισμού.)

Αναφέρομαι αντιθέτως στη Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, και στο οικονομικό επιτελείο της, που αναδεικνύονται στα μεγαλύτερα εμπόδια για την κατάρτιση ενός, απολύτως απαραίτητου, σχεδίου διάσωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην οικτρή κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς –και λογικά– επικεντρωνόμαστε στα δικά μας προβλήματα.

Όμως η έτερη οικονομική υπερδύναμη του κόσμου –η Ευρωπαϊκή Ενωση διαθέτει ΑΕΠ αντίστοιχο με αυτό των ΗΠΑ– βρίσκεται σε τόσο δεινή θέση όσο και εμείς, στις ΗΠΑ. Τα χειρότερα προβλήματα εντοπίζονται στην περιφέρεια της Ευρώπης, όπου πολλές μικρές οικονομίες διανύουν κρίσεις ανάλογες με εκείνες του παρελθόντος στη Λατινική Αμερική και την Ασία. Η Λεττονία είναι η νέα Αργεντινή. Η Ουκρανία είναι η νέα Ινδονησία. Ωστόσο, τα προβλήματα πλήττουν και τις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η βρετανική, η γαλλική, η ιταλική και η μεγαλύτερη απ’ όλες, η γερμανική.

Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η άσκηση νομισματοπιστωτικής πολιτικής –μείωση των επιτοκίων – για την αντιμετώπιση της κρίσης φτάνει στα όριά της. Ετσι, το μόνο που απομένει, για να αποφευχθεί μια κατάρρευση ανάλογη με τη Μεγάλη Υφεση, είναι η επιθετική χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής, ήτοι η αύξηση των δημοσίων δαπανών ή οι περικοπές φόρων, για να τονωθεί η ζήτηση. Αυτή τη στιγμή, όλοι παραδέχονται την ανάγκη ενός μεγάλου, πανευρωπαϊκού, δημοσιονομικού, τονωτικού προγράμματος. Ολοι, εκτός… μιας.

Η καγκελάριος Μέρκελ έχει γίνει η Κυρία Αντίδραση. Οπως είπε σε πρόσφατη κομματική συνάντηση αναφερόμενη στην πιθανότητα ενός τέτοιου σχεδίου «εμείς δεν θα συμμετέχουμε σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου με έπαθλο δισεκατομμύρια ευρώ…»

Την άποψή της επικροτούν και επαυξάνουν μέλη του οικονομικού επιτελείου της, καθώς η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας φαίνεται να πιστεύει ότι η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε καλή κατάσταση και δεν χρήζει ουσιαστικής βοήθειας. Πόσο λάθος κάνουν… Το σημαντικό όμως δεν είναι τόσο αυτό, όσο ότι με τη στάση τους αποκλείουν τη λήψη μέτρων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο ενός κοινού μετώπου.

Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κυβέρνηση επιδιώξει να λάβει μονομερώς μέτρα θα καταλήξει πιθανότατα υπερχρεωμένη χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει εγχωρίως ικανό αριθμό νέων θέσεων εργασίας.

Ωστόσο, για την ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά το πρόβλημα αυτό δεν θα ελάμβανε τόσο μεγάλες διαστάσεις εάν αντιμετωπιζόταν από κοινού. Τα δύο τρίτα των εισαγωγών του μέσου κράτους-μέλους της Ενωσης προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ετσι, συνολικά η Ηπειρος δεν είναι περισσότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει πως μια συντονισμένη προσπάθεια τόνωσης της οικονομίας, με κάθε χώρα να υπολογίζει και στις προσπάθειες των γειτόνων της, θα στήριζε πολύ περισσότερο το ευρώ, αντί των επιμέρους, ασυντόνιστων προσπαθειών.

Δεν μπορείς όμως να έχεις μία συντονισμένη ευρωπαϊκή προσπάθεια, όταν η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν αρνείται απλώς να συνεργασθεί, αλλά κατηγορεί επίσης τις προσπάθειες των γειτόνων της για την αντιμετώπιση της κρίσης…

Το μεγάλο «Οχι» της Γερμανίας δεν θα διαρκέσει για πολύ. Την περασμένη εβδομάδα, το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, IFO, προειδοποίησε ότι σύντομα η Γερμανία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Εάν και όταν αυτό συμβεί, η κ. Μέρκελ και οι συνεργάτες της θα αναθεωρήσουν τις θέσεις τους.

Ωστόσο, στην Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, το θέμα είναι ο χρόνος. Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι εθνικές οικονομίες βυθίζονται με ταχείς ρυθμούς, ενώ περιμένουμε για κάποιον, οποιονδήποτε να αντιδράσει αποτελεσματικά με τη σωστή πολιτική. Πόσο κακό θα έχει γίνει έως ότου αποτελέσει πραγματικότητα αυτή η αντίδραση;

*Το μεταφρασμένο άρθρο του οικονομολόγου, κατόχου του Νόμπελ οικονομικών για το 2008, Paul Krugman, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή.