Thursday, August 28, 2008

New Tax on the Block

Με το νομοσχέδιο που καταθέτει σήμερα στη Βουλή η Κυβέρνηση καταργείται το αφορολόγητο όριο εισοδήματος των 10.500 ευρώ που ισχύει για ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους και εισοδηματίες και επιβάλλεται αντ' αυτού συντελεστής 10%.

Τεράστιο κομμάτι των νέων σήμερα δουλεύουν είτε συνειδητά ως freelancers, είτε αναγκαστικά γιατί έτσι το θέλει ο εργοδότης ως «ελεύθεροι επαγγελματίες», χωρίς την κάλυψη της εργατικής νομοθεσίας και χωρίς διασφαλισμένα εργασιακά δικαιώματα. Απολύονται ανά πάσα στιγμή, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση, ενώ είναι ταυτόχρονα μοναδικοί υπεύθυνοι για την καταβολή των αυξημένων –λόγω της μη υπαγωγής στο ΙΚΑ- ασφαλιστικών τους εισφορών.

Μαζί με όλα αυτά, προστίθεται τώρα και ο συντελεστής 10%. Αυτό σημαίνει ότι ένας νέος που δουλεύει με μπλοκάκι με αμοιβή 700 ευρώ θα πληρώνει ετήσιο φόρο εισοδήματος 860 ευρώ, παραπάνω δηλ. από αυτό που αμείβεται μηνιαία. Ένας νέος που δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας μερικά χρόνια και έχει φτάσει στα 1.000 ή 1.200 ευρώ θα πληρώνει 1.200 και 1.400 ευρώ αντίστοιχα. Δηλ. έναν μήνα του έτους και παραπάνω θα τον δουλεύει για την εφορία όταν τα εισοδήματα του μόλις (;) του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια.

Με λίγα λόγια, οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι χτυπιούνται ως ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας. Οι νέοι φόροι δεν συνδέονται με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τη στιγμή που όλες οι προηγμένες οικονομίες του πλανήτη γλιστρούν στην ύφεση, η ελληνική οικονομία έχει τριπλάσιο από αυτές ρυθμό ανάπτυξης. Τη στιγμή που οι τράπεζες της Βρετανίας και των ΗΠΑ καταρρέουν, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν απλώς μειωμένα κέρδη.

Οι νέοι φόροι έχουν έναν και μοναδικό σκοπό. Τη συντήρηση ενός πλαδαρού, συντεχνιακού και πελατειακού κράτους (βλέπε φορολογική αμνήστευση δεκάδων συντεχνιακών ομάδων με πιο κραυγαλέα περίπτωση αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος), η οποία γίνεται σίγουρα πιο δύσκολη σε συνθήκες κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας. Τους έχουν ξεφύγει απλώς τα έξοδα και οι κρατικές δαπάνες. Με τα Καθαρά Έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού 2008 (ΤΠ 2008) το 1ο εξάμηνο να είναι αυξημένα μόλις κατά 4,3% σε ετήσια βάση, υπολογίζεται ότι η αύξηση των καθαρών εσόδων του ΤΠ 2008 ως σύνολο μετά δυσκολίας θα ξεπεράσει το 8%, σημαντικά χαμηλότερα από την πρόβλεψη για αύξησή τους κατά 13%. Αντίστοιχα οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν αυξημένες κατά 11,6% κατά το 1ο εξάμηνο του 2008, γεγονός που σημαίνει ότι για το έτος ως σύνολο αναμένεται αύξηση των πρωτογενών δαπανών του ΤΠ κατά 10,5% περίπου, υπερβαίνοντας τον στόχο του ΤΠ 2008 για αύξηση κατά 8,3% (Οικονομικό Δελτίο Alpha Bank 20-8-2008). Σημειωτέον επίσης ότι μέχρι στιγμής εντοπίζεται αύξηση κατά 11,0% των λειτουργικών δαπανών και άλλων κρατικών επιχορηγήσεων.

Μ' αυτά και μ' αυτά, οι δαπάνες του ΤΠ θα φθάσουν τα 49,55 δις ευρώ το 2008 αντί των 28,3 δις ευρώ το 2002. Μέσα σε έξι μόνο χρόνια οι ετήσιες καταναλωτικές δαπάνες του κράτους θα έχουν δηλ. αυξηθεί κατά 21,2 δις ευρώ (ή κατά 75,1%). Από 18% του ΑΕΠ το 2002 στο 20,2% του ΑΕΠ το 2008 (μέση ετήσια αύξηση στην 6ετία: 10,9%)

Αντί λοιπόν να περιορίσουν τη σπατάλη των κρατικοβολεμένων και να βάλουν φρένο στην απομύζηση των δημόσιων πόρων από το παρασιτικό κομματικό κύκλωμα, βλέπουμε να χτυπούν τον πιο αδύναμο κρίκο του συστήματος. Τους νέους ανθρώπους που δουλεύουν στο ελεύθερο επάγγελμα παρότι στην πλειονότητά τους είναι μισθωτοί και οι οποίοι δεν έχουν τον κ. Μπλε, τον κ. Πράσινο ή τον κ. Κόκκινο για να τους εκπροσωπήσει και να φωνάξει στα παράθυρα για τα δίκαια τους.

Είναι ξεκάθαρη η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και μας κάνει να ντρεπόμαστε για λογαριασμό τους. Ντρεπόμαστε, γιατί δεν έχουν το θάρρος να μαζέψουν τους κηφήνες που συντηρούν και επιλέγουν να στριμώξουν τον στριμωγμένο. Ντρεπόμαστε, τέλος, γιατί αποθαρρύνουν τους νέους ανθρώπους –η τριετής εξαίρεση από το μέτρο είναι σταγόνα στον ωκεανό- που θέλουν να είναι δυναμικοί, ανεξάρτητοι, αισιόδοξοι, αυτούς που θέλουν να παλεύουν και να είναι παραγωγικοί και χρήσιμοι. Ντρεπόμαστε, γιατί στην ουσία μας λένε ότι η μοναδική λύση στην Ελλάδα για να συντηρηθείς με αξιοπρέπεια είναι να γίνεις και εσύ κομμάτι αυτού του παρασιτικού συστήματος. Και δείχνουν απλώς το ψεύτικο ενδιαφέρον τους όταν γίνονται χορηγοί σε εκδηλώσεις όπως η παγκόσμια εβδομάδα προώθησης της επιχειρηματικότητας των νέων στα τέλη Νοεμβρίου.

Wednesday, August 27, 2008

Γεννητικότητα: η Γαλλία επικυρώνει την πρωτοκαθεδρία της στη γηράσκουσα Ευρώπη

Tης Anne Chemin*

Natalité : la France consolide ses atouts dans une Europe vieillissante
23-08-2008
© Le Monde

Η Γαλλία είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης της τεκνοποιίας: με δείκτη γεννητικότητας της τάξης των 2 παιδιών ανά γυναίκα για το 2006, γίνεται, μαζί με την Ιρλανδία η χώρα με την καλύτερη γονιμότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Σύμφωνα με το «εθνικό ινστιτούτο στατιστικής και οικονομικών μελετών» (INSEE) το ψυχολογικό όριο των 2 παιδιών/γυναίκα ξεπεράστηκε, για πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια.

Η Γαλλία βέβαια απέχει ακόμα από τους θριαμβευτικούς αριθμούς της μεταπολεμικής έκρηξης των γεννήσεων (μεταξύ 1946 και 1964, ο δείκτης γεννητικότητας ουδέποτε έπεσε κάτω από το 2.6), αλλά ανακάμπτει σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Παρόμοιοι δείκτες γεννητικότητας καθιστούν τη Γαλλία εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα: εκτός από την Ιρλανδία, όλα τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ των 25 εμφανίζουν χαμηλούς δείκτες γεννητικότητας.

Χειρότερη εμφανίζεται η κατάσταση στη νότιο Ευρώπη: το 2006, οι αντίστοιχοι δείκτες γεννητικότητας της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας υπολείπονταν του 1.4 παιδιών ανά γυναίκα. Παρόμοια είναι η κατάσταση στις πρώην χώρες του σοβιετικού μπλοκ: στην Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία ο δείκτης γεννητικότητας δεν ξεπερνά το 1.35.

Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης έχουν πληγεί λιγότερο από την ευρωπαϊκή δημογραφική αναιμία: στη Σουηδία, τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φιλανδία, ο δείκτης γεννητικότητας ξεπερνά το 1.8 παιδιά ανά γυναίκα, αλλά απέχει ακόμα από το 2.1, που είναι το «όριο αναπαραγωγής των γενεών».

Ο γαλλικός δημογραφικός δυναμισμός ξεχωρίζει τη Γαλλία και σε ότι αφορά τη μετανάστευση: στη Γαλλία, η μετανάστευση συμβάλει μόνο κατά 25% στην αύξηση του πληθυσμού, έναντι 80% στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ των 25.

Η πελώρια επιτυχία του «συμφώνου συμβίωσης»

Αν και η Γαλλία μοιάζει να ξαναφτάνει στη γεννητικότητα που είχε στη δεκαετία του 1970, αυτό συμβαίνει σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον: μέσα σε τριάντα χρόνια, η οικογενειακή δομή της χώρας άλλαξε άρδην. Σήμερα πλέον, ο γάμος δεν είναι υποχρεωτικός σταθμός προς την τεκνοποιία: το 2006, ο αριθμός των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου (που ολόκληρη τη δεκαετία του 1970 κυμαινόταν περί το 10%) ξεπέρασε για πρώτη φορά το 50%.

«Αυτό που άλλοτε ήταν ένα γεγονός πέραν των κοινωνικών συμβάσεων, έγινε σήμερα κοινότυπο» έγραφαν ήδη το 1999 οι Φρανσίσκο Μουνιόζ-Περέζ (Francisco Munoz-Perez) και Φρανς Πριού (France Prioux).

Ο νομοθέτης εξάλλου δεν αγνόησε αυτήν τη σιωπηλή κοινωνική επανάσταση: το 1972 εξομοιώθηκε η «φυσική» τεκνοποιία με τη «νόμιμη» και το 2001 εξαφανίστηκαν και οι τελευταίες διακρίσεις μεταξύ «νομίμων» κι «εξωγάμων» τέκνων. Μιμούμενη μάλιστα το Βέλγιο, το Κεμπέκ και τη Γερμανία, το 2005 η Γαλλία εξάλειψε από τη νομική της ορολογία ακόμα και την ύπαρξη των όρων «φυσικό» και «νόμιμο» τέκνο, που είχαν συμπεριληφθεί στο νομικό της σύστημα από την εποχή του «ναπολεόντειου κώδικα», το 1804.

Ενώ όμως ο γάμος παρακμάζει, μία νέα μορφή συμβίωσης αναπτύσσεται ραγδαία: το 2006, συνήφθησαν περισσότερα από 75,000 «σύμφωνα συμβίωσης», που μεταφράζεται σε αύξηση της τάξης του 30%, μέσα σε ένα χρόνο. Από το 1999, οπότε καθιερώθηκε αυτή η διάταξη, που σύμφωνα με τον Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac) «δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες των οικογενειών», περισσότερα από 300,00 ζευγάρια εντάχθηκαν στο καθεστώς του «συμφώνου συμβίωσης».

Ο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) αναγνωρίζει ευχαρίστως σήμερα πως η δεξιά έκανε σφάλμα να αντιταχθεί παθιασμένα το 1999 στην καθιέρωση αυτής της νέας μορφής πολιτικής ένωσης. «Πέσαμε εντελώς έξω σε ότι αφορά το "σύμφωνο συμβίωσης"», δήλωνε μετανιωμένος το 2008, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό των ομοφυλόφιλων «τετί».

Η επιτυχία αυτής της μορφής συμβίωσης οφείλεται δίχως άλλο στην ευελιξία της -αρκεί μια γραπτή δήλωση για να ακυρωθεί- αλλά και σε άλλα της πλεονεκτήματα: οι συνυπογράφοντες το «σύμφωνο συμβίωσης» καλύπτονται αμοιβαίως από ασφαλιστήρια υγείας, η μεταβίβαση του μισθωτηρίου ενοικίασης είναι αυτόματη μετά το θάνατο του ενός των συμβαλλομένων και από το 2005 μπορούν να υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση, από το πρώτο κιόλας έτος συμβίωσης.

Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα προσέλκυσαν τους ομοφυλόφιλους, αλλά και τους ετεροφυλόφιλους: από το 1999, το 88% των συμφώνων συμβίωσης αφορούν την συμβίωση ανδρών και γυναικών.

*Η Anne Chemin είναι συντάκτης της «Le Monde». Η μετάφραση του άρθρου της έγινε από την ομάδα του PPOL.



Tuesday, August 26, 2008

Περισσότερες σπατάλες, νέοι φόροι

Tου Πάσχου Μανδραβέλη*
pmandravelis@kathimerini.gr

Η αυγή του 2004 μας βρήκε όλους με χρέη μέχρι τον λαιμό. Δεν μιλάμε για τα δάνεια που πήραν κάποιοι για να χτίσουν σπίτι, να καταναλώσουν ή να πάνε διακοπές. Στο κάτω κάτω της γραφής εκείνοι έκαναν τους λογαριασμούς τους. Πήραν πιθανώς κάποιο ρίσκο και υπολόγισαν ότι η κατανάλωσή τους τότε ήταν προτιμότερη, από τα χρέη που θα έπρεπε να αποπληρώσουν αργότερα. Κάποιων η επιλογή ήταν ανόητη, αλλά όλων ήταν θεμιτή. Μεγάλα παιδιά είναι όσοι τρέχουν στα γκισέ της τράπεζας και κανενός τρίτου (πέραν δηλαδή των ιδίων και της τράπεζας) δεν του πέφτει λόγος αν κάποιος δανείζεται σήμερα για να πληρώσει αύριο.

Το 2004 όμως κάθε Ελληνας (άνδρας, γυναίκα και παιδί, γέρος ή μωρό) χρωστούσε χωρίς να το θέλει 16.700 ευρώ. Τόσο μας αναλογούσε από το δημόσιο χρέος, τότε. Ηταν ένα μεγάλο ποσό, μεγαλύτερο από τα ετήσια εισοδήματα πολλών νοικοκυριών. Αν ήταν ατομικό χρέος, οι νοικοκύρηδες αυτού του τόπου -και είναι πολλοί- θα είχαν χάσει τον ύπνο τους. Αφήστε το γεγονός ότι οι γνωστές δικηγορικές εταιρείες εκφοβισμού των δανειοληπτών θα τους είχαν ταράξει στα τηλέφωνα και τα βρισίδια.

Το 2004 εξελέγη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υποσχόμενη να κόψει 10 δισ. ευρώ από τις σπατάλες του Δημοσίου. Ετησίως. Προσοχή: όχι από παραγωγικές επενδύσεις, από την Παιδεία ή την Υγεία, αλλά από σπατάλες. Αυτό σήμαινε εξοικονόμηση για κάθε Έλληνα 1.000 ευρώ κατ’ έτος. Δηλαδή σήμερα -τέσσερα χρόνια μετά- θα έπρεπε καθ’ ένας από εμάς να χρωστάει 12.700 ευρώ. Μεγάλο ποσό και αυτό, αλλά σίγουρα καλύτερο από τα 16.700 ευρώ που μας φέσωσαν οι σπατάλες του ΠΑΣΟΚ. Μόνο που σήμερα καθένας μας χρωστάει 25.200 ευρώ, που σημαίνει ότι το υποχρεωτικό χρέος σε κάθε πολίτη είναι κατά 8,5 χιλιάρικα μεγαλύτερο. Πολλά περισσότερα χρήματα από όσα βγάζει κατ’ έτος ένα μέλος της διαβόητης «γενιάς των 700 ευρώ». Το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε από τα 167,7 δισ. ευρώ το 2003 σε 251,9 δισ. ευρώ φέτος. Και το χειρότερο: ο χρόνος δεν έχει κλείσει ακόμη.

Βέβαια, πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις δανείζονται παραγωγικά. Κάποιοι παίρνουν ένα σπίτι ή επεκτείνουν την επιχείρηση τους και για να το κάνουν πρέπει να δανειστούν. Υπολογίζουν ότι η επένδυσή τους θα αποδώσει τόσο, ώστε να βγάλουν τα χρωστούμενα και να τους μείνει κάτι. Υπ’ αυτήν τη λογική θα είχε νόημα να φεσωθούμε λίγο παραπάνω, έστω και αν κανείς δεν μας ρωτάει αν επιθυμούμε τέτοια χρέη. Και όμως: το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων το 2003 ήταν 8,5 δισ. ευρώ και το 2007 είναι 8,7 δισ. ευρώ. Κατά μέσο όρο στην τετραετία επενδύσαμε 8,5 δισ. ευρώ ανά έτος: Ίσα βάρκα, ίσα νερά...

Με δεδομένο λοιπόν ότι οι δημόσιες επενδύσεις έμειναν στα ίδια επίπεδα, το επιπλέον δημόσιο χρέος των 85 δισ. μπορεί να θεωρηθεί νέα σπατάλη. Είναι φανερό επομένως γιατί πρέπει να μπουν επιπλέον φόροι. Αν οι σπατάλες - σύμφωνα με όσα έλεγε προεκλογικά η Νέα Δημοκρατία- ήταν το 2004 10 δισ. ευρώ/έτος, η αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 85 δισ. (50% σε τέσσερα χρόνια!) δείχνει ότι οι σπατάλες έφτασαν τα 30 δισ. ευρώ/έτος.

Γι’ αυτό αναμείνατε τον ταχυδρόμο. Η πρώτη λυπητερή έρχεται...

*Ο Πάσχος Μαδραβέλης είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 26 - 8 - 2008.

Monday, August 25, 2008

Οι «baby boomers» φεύγουν, οι «baby losers» έρχονται

Του Γιώργου Κ. Γκοτσίνα*
Ημερησία 26-7-2008

Αριθμούν δεκάδες εκατομμύρια στον δυτικό κόσμο, τον οποίο επί δεκαετίες έκτιζαν επιμελώς προκειμένου κάποια στιγμή να γευθούν τους καρπούς των κόπων τους. Φαίνεται όμως, πως όχι μόνο δεν καταφέρνουν να υλοποιήσουν τον στόχο τους, αλλά κινδυνεύουν να κληροδοτήσουν στις ακόλουθες γενεές ένα πτωχευμένο κοινωνικό σύστημα.

Οι «baby boomers», η γενιά της ευδαιμονίας -όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1946 και 1964- βρίσκεται προ των πυλών της συνταξιοδότησης και κλονίζει συθέμελα τις κοινωνικές δομές. Η γενιά αυτή, τα γηραιότερα μέλη της οποίας έχουν πατήσει για τα καλά τα 60, έχει να επιδείξει πολλά αξιοσημείωτα κοινωνικά επιτεύγματα.

Όμως, όσο περνούν τα χρόνια φαίνεται πως φτάνει σε ένα τέλμα, παρουσιάζοντας έντονα σημάδια παρακμής και παθολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για την τελευταία ιστορικά γενιά με έντονη συλλογική αφύπνιση, η οποία έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο.

Οικονομική και κοινωνική άνοιξη

Όντας η γενιά που μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε την οικονομική και κοινωνική άνοιξη, διαμορφώνοντας τον κόσμο στον οποίο ζούμε, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα αρκετά διαφορετική από αυτή που είχε φανταστεί. «Αλλάζουν τον ορισμό της γήρανσης», επισημαίνει η Λόρα Γουίλσον, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, εξηγώντας πως «θέλουν να συνεχίσουν να μαθαίνουν, να συμμετέχουν σε κοινωνικούς κύκλους με νόημα και να έχουν ουσιαστικούς ρόλους».

Η θεμιτή αυτή συμμετοχή όμως συνοδεύεται από πλήθος «δεινών» τα οποία άθελά τους οι «baby boomers» επιβάλλουν στις νεότερες γενιές. Με τη μακροζωία τους απομυζούν τους πόρους των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, προκαλώντας αγωνία στις νεότερες γενιές για το τι θα απομείνει όταν θα έρθει η σειρά τους να αποχωρήσουν. Επίσης, η γενιά της ευδαιμονίας συνεχίζει να εργάζεται και μετά τα 60 έτη της, με αποτέλεσμα οι νέες θέσεις εργασίας για τους νεότερους να μειώνονται συνεχώς.

Όμως πρόκειται για ένα αδιέξοδο. Όποιο δρόμο κι αν επιλέξουν -είτε να μείνουν στις δουλειές τους είτε να συνταξιοδοτηθούν στα 55- όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η ζημιά για τους σημερινούς νέους είναι μάλλον δεδομένη. Στη μία περίπτωση λιγοστεύουν τα χρήματα στα ταμεία, και στην άλλη λιγοστεύουν οι θέσεις εργασίας.

Αποτέλεσμα είναι η νέα γενιά των baby losers (της γενιάς των χαμένων), ή των «χλιδάνεργων», ή της γενιάς των 700 ευρώ στη χώρα μας, με λίγα λόγια της ηλικιακής ομάδας των νέων μεταξύ 25-35ετών.

Η περίπτωσή τους αποτελεί μια κρίσιμη στροφή για την παγκόσμια κοινωνία, καθώς τα τελευταία βήματά τους στον τομέα της παραγωγικής διαδικασίας και η αποχώρησή τους από την ενεργό δράση θα φέρει τεράστιες ανατροπές στο παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα.

Οι συνέπειες

Είναι όμως ο κόσμος έτοιμος για τη συνταξιοδότηση των «baby boomers»; Παρότι επί δεκαετίες οι αρχές μελετούν και προετοιμάζονται να αντιμετωπίζουν το σοκ της αποχώρησης, η έξοδος βρίσκει την κοινωνία ανέτοιμη.

Οι συνέπειες, κυρίως στις ΗΠΑ, όπου ο πληθυσμός των «baby boomers» ανέρχεται σε περισσότερους από 78 εκατομμύρια (επί συνόλου πληθυσμού περίπου 303 εκατομμυρίων), θα αλλάξουν δραστικά το τοπίο. Έως το 2030 τα άτομα άνω των 65 ετών θα αποτελούν στο 20% του πληθυσμού της χώρας, ήτοι 70%.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα αλλάξουν εντελώς οι ισορροπίες ηλικιωμένων προς τους εργαζόμενους, οδηγώντας το σύστημα συντάξεων σε σχεδόν βέβαιη πτώχευση. Το σύστημα υγείας, οι καταναλωτικές συνήθειες, η κοινωνική πρόνοια αναμένεται να δεχθούν ανάλογα πλήγματα από το τσουνάμι των «baby boomers», όπως προκύπτει από τις αναλογιστικές μελέτες.

«Αντιμετωπίζουμε μια επικείμενη κρίση καθώς ο αυξανόμενος αριθμός των πιο ηλικιωμένων ασθενών, που ζουν περισσότερο με πιο περίπλοκες απαιτήσεις φροντίδας, ξεπερνά τον ρυθμό ανάπτυξης εκείνων που παρέχουν την ιατρική φροντίδα», αναφέρει ο Τζον Ρόου, καθηγητής Διαχείρισης και Πολιτικής στον χώρο της Υγείας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ. Η Αμερικανική Ιατρική Ένωση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και σπεύδει να προετοιμαστεί, ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι θα προλάβει.

Σύμφωνα με έρευνα της οργάνωσης AARP, η οικονομική κρίση πλήττει 6 στους 10 «baby boomers», οι οποίοι δηλώνουν ότι περιέκοψαν τις δαπάνες για φαγητό και διασκέδαση, ακόμη και για τα φάρμακά τους. Ιδιαίτερα εκείνοι που βρίσκονται μεταξύ ηλικιών 45 έως 54 ετών, ρευστοποιούν πρόωρα τα συνταξιοδοτικά τους κεφάλαια για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, αποδυναμώνοντας το συνταξιοδοτικό σύστημα.

Η σκυτάλη σύντομα περνά στα χέρια των «baby losers», της γενιάς που θα βρεθεί ίσως στην πιο δεινή θέση της μεταπολεμικής ιστορίας, έχοντας να αντιμετωπίσει έναν εξίσου τρομακτικό εχθρό, την επιβίωσή της.

Χρυσωρυχείο για τις εταιρείες η γενιά της ευδαιμονίας

Με αναξιοποίητο χρυσωρυχείο προς άμεση εκμετάλλευση μοιάζει η τεράστια δεξαμενή χρήματος που κατέχουν οι «baby boomers», αφού επί δεκαετίες οι περισσότεροι από αυτούς αποταμιεύουν.

Οι επιχειρήσεις στοχεύουν ξεκάθαρα σε αυτή την καταναλωτική κατηγορία, διαμορφώνοντας μια αγορά αγαθών και υπηρεσιών «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα της. Άλλωστε, όσο τα ταμεία συνταξιοδότησης αντέχουν να χρηματοδοτούν τη γενιά της ευδαιμονίας, τόσο η αγορά θα διευρύνεται και το μάρκετινγκ θα γίνεται πιο αιχμηρό προσπαθώντας να τη δελεάσει.

Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου οι «baby boomers» αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού (περισσότεροι από 70 εκατομμύρια άνθρωποι), η αγορά προσφέρεται για τεράστια κέρδη. Άλλωστε, αυτή η ηλικιακή ομάδα είναι κατά κανόνα εύρωστη και θα συνεχίζει να ξοδεύει για πολλά ακόμη χρόνια. Από τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις εταιρείες ηλεκτρονικών έως τη βιομηχανία οικιακών ειδών και τροφίμων, όλοι αφουγκράζονται προσεκτικά τις ανάγκες των καταναλωτών και διαμορφώνουν τα προϊόντα τους ανάλογα.

Μόδα υπηρεσιών

Οι οικονομικές υπηρεσίες εστιασμένες στις ανάγκες της γενιάς αυτής πληθαίνουν, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τη διαχείριση του κεφαλαίου που οι «baby boomers» ήδη κατέχουν, αλλά και των χρημάτων που θα δαπανήσουν όταν συνταξιοδοτηθούν. Οι ειδικοί οικονομικοί σύμβουλοι είναι μια σχετικά πρόσφατη μόδα υπηρεσιών, η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των παιδιών της ευδαιμονίας καθώς τους λύνει τα χέρια από πλευράς διαχείρισης των κόπων μιας ζωής.

Παράλληλα, η αγορά της ακίνητης περιουσίας αναπτύσσεται σε μια ανάλογη κατεύθυνση. Προσφέρει ήδη ευκαιρίες που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, καθώς ολόκληρα συμπλέγματα κατοικιών ειδικά διαμορφωμένα βάσει των αναγκών αυτών των ανθρώπων έχουν κατασκευαστεί και είναι έτοιμα να τους υποδεχθούν σε ένα ιδιότυπο «γκέτο» συνταξιούχων.

Πάρκα αναψυχής και ταξιδιωτικά πρακτορεία εξειδικευμένα σε υπηρεσίες για άτομα 50 ετών και άνω έχουν κάνει την εμφάνισή τους, ενώ πολλές εταιρείες έχουν προσαρμόσει ακόμη και τα διατροφικά προϊόντα τους στις ιδιαιτερότητες του διαιτολογίου των «baby boomers».

Χαρακτηριστικό αυτής της ιδιότυπης αγοράς υπηρεσιών και αγαθών είναι η προσαρμογή των ωραρίων ορισμένων εστιατορίων που προσφέρουν ειδικά μενού για γεύματα και σε ώρες νωρίτερα απ ό,τι για τους πιο... ξενύχτηδες νεολαίους.

Όλα όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία στο μάρκετινγκ. Κανένας επιχειρηματίας δεν τολμά να αποκαλέσει τους «baby boomers» ως γηραιούς. Οι περισσότεροι αισθάνονται ακόμη νέοι και δεν χάνουν ευκαιρία να αποδείξουν ότι ακόμη μπορούν να ξανακατακτήσουν τον κόσμο.

Σε τροχιά πτώχευσης το σύστημα ασφάλισης

Όταν στις 15 Οκτωβρίου 2007 η Καθλίν Κέισι-Κίρσλινγκ, γεννημένη την 1η Ιανουαρίου 1946, έγινε η πρώτη «baby boomer» που υπέβαλε την αίτησή της για συνταξιοδότηση στις ΗΠΑ, η μεγάλη πρόκληση για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πέρασε από τη θεωρία στην πράξη. Η συνταξιοδότησή της έβαλε τότε για τα καλά το ζήτημα της αποχώρησης της γενιάς αυτής από την παραγωγική διαδικασία στην πολιτική ατζέντα της χώρας.

Κανείς δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει τη σημασία αυτής της δεξαμενής δεκάδων εκατομμυρίων ψηφοφόρων, η οποία θα συνεχίσει για τουλάχιστον δύο με τρεις δεκαετίες να καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό σκηνικό. Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση στην Ευρώπη, όπου το θέμα της γενιάς των «baby boomers» απασχολεί έντονα τις πολιτικές ηγεσίες.

Ο πολιτικός λόγος όσον αφορά αυτή την ηλικιακή ομάδα αλλάζει όλο και περισσότερο, με το θέμα της κοινωνικής ασφάλισης να εστιάζει στην αντοχή των συστημάτων συνταξιοδότησης και την ευημερία.

Η περίπτωση των ΗΠΑ ίσως αποτελεί οδηγό των εξελίξεων, με τις αναλογιστικές μελέτες να προδιαγράφουν δύσκολες εποχές στο μέλλον.

Η αναλογία των εργαζομένων προς τους συνταξιοδοτούμενους από περίπου 1 προς 7 σήμερα θα φτάσει το 2050 περίπου τον 1 προς 4. Με το κύμα συνταξιοδότησης των «baby boomers» να αναμένεται να κορυφωθεί γύρω στο 2017, το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα δοκιμαστεί σύντομα.

Τα ταμεία υπολογίζεται ότι θα στερέψουν κάποια στιγμή μεταξύ 2038 και 2041. Αυτό σημαίνει πως για να αποτραπεί η πτώχευση του συστήματος, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να χρηματοδοτεί με πακέτα 200-300 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως το σύστημα συντάξεων.

Σύμφωνα με τις αρμόδιες ομοσπονδιακές αρχές, μέσα στα επόμενα 75 χρόνια η μαύρη τρύπα που θα ανοίξει στην κοινωνική ασφάλιση και την περίθαλψη θα απορροφήσει περί τα 50 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα τόσο σύντομα, το μέλλον προδιαγράφεται ακόμη πιο δύσκολο για τον υπόλοιπο πλανήτη.

Monday, August 18, 2008

Η απλοϊκή δημοκρατία της Μεταπολίτευσης

Συνεχίζεται ο διάλογος με αφορμή τη διακήρυξη της 24ης Ιουλίου και την αρνητική στάση της G700 ως προς την ίδρυση νέου κόμματος.

"Επιδιώκουμε μια νέα Μεταπολίτευση χωρίς όμως να έχουμε ξεπεράσει την κυρίαρχη μεταπολιτευτική πολιτική κουλτούρα".

Αυτό δυστυχώς καταλαβαίνουμε από τη θεωρία της απλοϊκής δημοκρατίας που ανέπτυξε σε προηγούμενο άρθρο του (Τα όρια των ομάδων πίεσης και η απλή, απλοϊκή αλήθεια της πολιτικής) o Γιάννης Σακιώτης, σύμφωνα με την οποία η σύγκρουση στις δημοκρατίες γίνεται με αποκλειστικά πολιτικά υποκείμενα τα κόμματα, με τους υπόλοιπους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς να υπολείπονται σε πρακτική αξία και ουσιαστική χρησιμότητα. Συνεπώς αν θέλουμε μια νέα μεταπολίτευση, δηλαδή αλλαγή πολιτικού παραδείγματος -κατά Khun-, πρέπει να ιδρυθεί ένα νέο κόμμα που θα τη σηματοδοτήσει και θα την εκπροσωπήσει.

Αυτή η υπερεπένδυση στο κομματικό φαινόμενο και τον πολιτικό βολονταρισμό σε συνδυασμό με την αλλεργία που επιδεικνύει η γενιά των μεσηλίκων στις οργανώσεις πολιτών και την αποκέντρωση των πολιτικών αποφάσεων που αυτή συνεπάγεται, συμπεριλαμβανομένης και της διαρκούς τροφοδότησης της uncivil society (ομάδες που επιδιώκουν σκοπούς εγγενώς παραβατικούς και καταδικαστέους από άποψης δημοκρατίας: ρατσισμός, βία, οργανωμένο έγκλημα, trafficking, παράνομες οικονομικές δραστηριότητες κοκ) ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ βασικά συστατικά στοιχεία της κρίσης αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζει σήμερα την 3η ελληνική δημοκρατία της περιόδου 1974...μέχρι σήμερα.

Μια κρίση αντιπροσώπευσης η οποία δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, αλλά ξεκινώντας με ανανεωτικές ζυμώσεις που θα δημιουργήσουν συνεκτικά ρεύματα ιδεών και συμμαχίες συμφερόντων, ικανά να επηρεάσουν την κατεύθυνση της κεντρικής πολιτικής σκηνής (βλ. για πάράδειγμα τι έγινε με τους Νέους Δημοκρατικούς και το Democratic Leadership Council, τι έπαθε το SDP της Αγγλίας και πως δημιουργήθηκε το New Labour, πως οι νεο-συντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι οικοδόμησαν μια πλατειά συμμαχία συντηρητικών ιδεών και συμφερόντων στη βάση του Contract with America του Newt Gingrich από το 1994 και μετά) και ΝΑ οδηγήσουν σε αλλαγή νοοτροπίας και αντίληψης σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα συμπεριλαμβανομένου και του βάθους και του εύρους του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Υπ' αυτό το πρίσμα πραγματικά αναρωτιόμαστε τι σημασία και ποιο ρόλο θα έχει ένα νέο κόμμα, όταν ελλείψει ισχυρής κοινωνίας των πολιτών είναι βέβαιο ότι πολύ γρήγορα θα καταστεί αιχμάλωτο των οργανωμένων κορπορατιστικών συμφερόντων, συνδικαλιστικών και εργοδοτικών, διαιωνίζοντας έτσι παρά επιλύοντας την κρίση αντιπροσώπευσης;

Τι σημασία και ποιο ρόλο θα έχει ένα κόμμα που κηρύττει την αναδιανομή πλούτου από τη μεγαλύτερη στη νεότερη γενιά, όταν δεν έχει σχηματιστεί ακόμα μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία που να απαιτεί αλλαγή μοντέλου ασφάλισης (σε μικτό λέμε εμείς), δραστική περικοπή του δημόσιου χρέους, διαγενεακό οικολογικό συμβόλαιο;

Οι λειτουργιστές έλεγαν πάντα ότι form follows function. Εδώ λοιπόν, η επίμαχη λειτουργία δεν έχει συλληφθεί ως προς το ακριβές περιεχόμενό της, όμως το όχημα φαίνεται ότι έχει ήδη βρεθεί.

Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό. Το ζητούμενο, όπως άλλωστε όλοι συμφωνούμε, είναι η Λευτεριά απ' τη Μεταπολίτευση. Αυτό όμως απαιτεί να ηγεμονεύσει ως αντίληψη για τη δημοκρατία ο αντ-αγωνιστικός πλουραλισμός και όχι μια άλλη εκδοχή της απλοϊκής δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης, και να κυριαρχίσει ως πολιτική κουλτούρα ο εκσυγχρονισμός των νοοτροπιών και των αντιλήψεων καταδυόμενος στα βαθύτερα στρώματα της συλλογικής συνείδησης, στηριζόμενος πάνω σε μια στέρεη στο χρόνο κοινωνική συμμαχία.

Τα όρια των ομάδων πίεσης και η απλή, απλοϊκή αλήθεια της πολιτικής

Συνεχίζεται ο διάλογος με αφορμή τη διακήρυξη της 24ης Ιουλίου και την αρνητική στάση της G700 ως προς την ίδρυση νέου κόμματος.

Του Γιάννη Σακιώτη*

Μετά την παρουσίαση της Διακήρυξης της 24ης Ιουλίου 2008, η συζήτηση που άνοιξε έχει να κάνει με το εάν είναι αναγκαίο ένα νέο κόμμα. Παρά το ότι οι συγγραφείς της διακήρυξης (Μελετόπουλος, Ράπτης και ο υπογράφων) και οι συνδιαμορφωτές του τελικού κειμένου –οι υπόλοιποι 67 της αρχικής διακήρυξης- μιλήσαμε για συνολική αναγέννηση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα και την ίδρυση νέων κομμάτων, οι πολίτες που συμφώνησαν με το κείμενο και το υπέγραψαν στη συνέχεια (βλ. σχετικούς καταλόγους στο http://metapolitefsi2008.blogspot.com/), συζητούν την ίδρυση (ενός) νέου –προσοχή! ολότελα νέου- κόμματος.

Τι σημαίνει αυτό;

Πολύ απλά, ότι το συλλογικό αίσθημα των πληροφορημένων και ευαισθητοποιημένων πολιτών εκπέμπει σε μήκος κύματος εθνικής πανστρατιάς με στόχο τη δημιουργία πολυσυλλεκτικού κόμματος ευρέως φάσματος, με πυρήνα ιδεολογικής αναφοράς την προοδευτική πολιτική, όπως αυτή θα μπορούσε να προσδιορισθεί σήμερα μέσα από την ανάδειξη ενός πολιτικού υποκειμένου κεντρώας αρχικής τοποθέτησης.

Στο πλαίσιο του διαλόγου, ο οποίος, δεδομένης της μεγάλης απήχησης, νομίζω ότι σύντομα θα πρέπει να γίνει πολύ συγκεκριμένος, φίλοι της g700 που υπέγραψαν το κείμενο, φαίνεται ότι έπαθαν κάποια εμπλοκή και ενώ την μία ημέρα υποστήριξαν την ανάγκη ίδρυσης νέων κομμάτων, την επομένη είπαν ότι η ίδρυση νέου κόμματος είναι μια κοινοτοπία της μεταπολίτευσης και ότι αρκεί η δουλειά με τα υπάρχοντα κόμματα από ομάδες πίεσης, για να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία… Στην κουβέντα έμπλεξαν και τον Γκράμσι, με αναφορές περί ηγεμονίας των ιδεών.

Ο Νίκος Ράπτης ήδη απάντησε στις αιτιάσεις αυτές, θέλω όμως να προσθέσω και εγώ κάποιες σκέψεις.

Ας δούμε ορισμένα δεδομένα της G700.

Κατ’ αρχάς, είναι μια γενιά που εργάζεται χωρίς να γνωρίζει πότε και με τι όρους θα συνταξιοδοτηθεί. Για να μπορέσει να αλλάξει προς το δικαιότερο την προοπτική συνταξιοδότησής της, μέσα από τη λογική της άσκησης πιέσεων, θα πρέπει να περιμένει να αλλάξει ο συσχετισμός των μεγεθών/δυνλαμεων. Σήμερα, οι μεσήλικες και οι υπερήλικες είναι η μεγάλη πλειοψηφία.

Η G700 δεν γεννάει (λόγω οικονομικής δυσπραγίας), οι μεσήλικες γεννούν λίγο και τώρα τελευταία και οι μετανάστες το έχουν παρατήσει το σπορ... Επομένως, σε 20 χρόνια που η G700 θα είναι μεσήλικες και με δεδομένη την αύξηση του μέσου προσδόκιμου ζωής, οι τότε υπερήλικες που θα επίσης θα περισσεύουν, θα λένε στην G700 με την ψήφο τους "φίλοι μου δουλέψτε λίγο ακόμη, όχι πολύ, μέχρι τα 76, γιατί διαφορετικά δεν θα έχουν εισφορές τα ταμεία για να πληρώσουν συντάξεις...".

Η G700 θα συνεχίσει να πιέζει...Όμως, η πολιτική απόφαση που θα παράγει κοινωνική δικαιοσύνη, ουσιαστική προστασία περιβάλλοντος, άνοδο της συλλογικής ποιότητας ζωής, σε μια τελείως σαπισμένη πολιτική κοινωνία δεν γίνεται με αιτήματα ομάδων πίεσης (δείτε πόσο πιέσθηκε ο Καραμανλής από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις για τον απαράδεκτο Σουφλιά…), προϋποθέτει πολιτική σύγκρουση και τοποθέτηση του εκλογικού σώματος επί διλημμάτων, οικονομικών και ηθικών. Σύγκρουση εξαιρετικά σφοδρή μάλιστα, σε μια κοινωνία κακομαθημένη σε προνόμια συντεχνιών και καστών τα οποία πληρώνει –αδιαμαρτύρητα μέχρι τώρα- το κοινωνικό σύνολο.

Η σύγκρουση στις δημοκρατίες γίνεται με πολιτικά υποκείμενα, δηλαδή κόμματα. Οι κομουνιστές την κάνουν με επανάσταση μπολσεβίκων και οι φασίστες με πραξικοπήματα. Άλλη μέθοδος δεν υπάρχει.

Ποιος ανέδειξε τέτοια διλήμματα μετά τον Σημίτη, ο οποίο έθεσε το δίλημμα της ΟΝΕ (αυτό του βγήκε) και το δίλημμα του εκσυγχρονισμού (αυτό πήγε άπατο); Ποιο δίλημμα για παράδειγμα αναδείχθηκε πέρυσι με τις φωτιές;

Ποιος είπε στους ψηφοφόρους ότι οι πυρκαγιές του 2007 θέτουν το δίλημμα ερημοποίηση/λειψυδρία vs δάσος/επανίδρυση της γεωργίας; Κανείς. Διότι κανείς δεν ήθελε και δεν μπορούσε να το συλλάβει και να το αναδείξει. Έτσι, ο λαός ξαναψήφισε μαζικά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τους ηθικούς δηλαδή αυτουργούς της επερχόμενης ερημοποίησης.Κάποιοι διερωτώνται για το μήπως ο ευρύτερος χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δώσει απαντήσεις. Η ζωή έχει δείξει ότι οι άνθρωποι του χώρου αυτού είναι ιδεοληπτικοί. Συνεπώς ελάχιστα ή καθόλου διαλεκτικοί. Η ζωή όμως απαιτεί απαντήσεις. Λυπάμαι, αλλά παρά την άνοδο των ποσοστών, δεν τις έχει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.

Από το 2005 και μετά, η αριστερά στην Ελλάδα έχει χρεωκοπήσει σε έναν απεριόριστο λαϊκισμό, ημετεροποιήση και (νεο)σταλινισμό. Δεν υπάρχει κανένα αξιόλογο διακύβευμα για να δοθεί μάχη για την αριστερά του Τσίπρα και των άλλων παιδιών. Επίσης, η αριστερά αυτή, είναι αδύνατον να αντιληφθεί τα διακυβεύματα τα εποχής: δημόσιο vs ιδιωτικό, περιβάλλον vs καταναλωτισμός χωρίς όρια, κοινωνία που μεγαλώνει παιδιά vs ναρκισιστική κοινωνία που αυταρέσκεται σε έναν άκρατο ηδονισμό, διαγενεακή ισότητα vs ό,τι αρπάξει ο ... μας.

Εάν δεν αλλάξει το πολιτικό παράδειγμα -κατά Kuhn- τότε, λυπάμαι, Ελλάδα δεν θα υπάρχει τον 22ο αιώνα. Αυτό σημαίνει νέα κόμματα, των πολιτών και όχι των πολιτικών που με τα χρόνια έχουν καταστεί κάστα.

Χωρίς τους πολίτες να διεκδικούν την εξουσία, η κοινή μας μοίρα θα είναι η υποτέλεια. Όπως σήμερα. Που είμαστε υπήκοοι των πολιτικών και όχι πολίτες. Δυστυχώς.

Ο Γιάννης Σακιώτης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και στέλεχος του οικολογικού κινήματος

Thursday, August 14, 2008

Ίδρυση νέου κόμματος. Mία ακόμη μεταπολιτευτική κοινοτοπία

Η ίδρυση νέου κόμματος, τη στιγμή μάλιστα που η σημασία των κομμάτων ως αποκλειστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών στο γενικό πολιτικό σύστημα φθίνει και με δεδομένη την παταγώδη αποτυχία προηγούμενων εγχειρημάτων (ΕΣΚ, ΔΗΑΝΑ, ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΙ, ΤΑΥΡΟΙ), συνιστά μία ακόμη αδιέξοδη κοινοτοπία που χαρακτηρίζει τη μεταπολιτευτική πολιτική κουλτούρα της υψηλής δυσπιστίας προς την κοινωνία των πολιτών, μια εμμονή που έχει καταλάβει ακόμα και ανθρώπους οι οποίοι κατά τ’ άλλα μας έχουν συνηθίσει να διατυπώνουν προωθημένες, ανανεωτικές, μεταρρυθμιστικές, εκσυγχρονιστικές, προοδευτικές προτάσεις.

Πρέπει κατά την άποψή μας να συνειδητοποιήσουμε ότι τα κόμματα μπορεί μεν να είναι οι βασικοί αρμοί που συνδέουν την κοινωνία με τους κρατικούς θεσμούς, δεν είναι όμως οι μόνοι. Υπάρχει παράλληλα ένα πλήθος οργανώσεων, ομάδων πίεσης και άλλων συλλογικοτήτων που αντιπροσωπεύουν ή συνδέουν την κοινωνία των πολιτών με τους θεσμούς. Η διαφορά, όπως συμπυκνωμένα τη διατυπώνει ο Γ.Βούλγαρης στο νέο του βιβλίο «Από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση», είναι ότι τα κόμματα στοχεύουν στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, ενώ οι υπόλοιποι στον επηρεασμό της μέσα από την άσκηση πίεσης στην πολιτική, στα κέντρα αποφάσεων και διαμόρφωσης των πολιτικών.

Σήμερα αυτή η δεύτερη διάσταση είναι κρίσιμη. Δεδομένης της διπλής κρίσης αντιπροσώπευσης (κόμματα-συνδικάτα) υπάρχει ελεύθερο έδαφος για την ενίσχυση άλλων μορφών συμμετοχής και νέων μορφών κινητοποίησης ειδικά για τα μορφωμένα μεσαία στρώματα και τις νέες ηλικίες που δεν επιθυμούν να μπουν στο καλούπι της κομματικής ή συνδικαλιστικής γραμμής.

Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να διευρυνθεί η αντιπροσώπευση πέρα από τα στενά όρια του κοινοβουλευτισμού και του εργατικού κινήματος, και μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πετύχουμε μια πιο αυθεντική εκπροσώπηση των πολιτών, αλλά και καλύτερα κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα για όλους.

Συνεπώς, επιμένουμε στην άποψή μας. Το μεταπολιτευτικό και κοινότοπο είναι να δημιουργήσει κάποιος ένα νέο κόμμα. Το υπερβατικό της μεταπολιτευτικής πολιτικής κουλτούρας είναι να οργανώσει και να ενισχύσει την κοινωνία των πολιτών, το πεδίο όπου σύμφωνα με τον Α.Gramsci οι υποτελείς τάξεις, στις μέρες μας η ανεκπροσώπητη και αγνοημένη κοινωνική πλειοψηφία, οι νέοι, οι γυναίκες, τα μεσαία στρώματα και οι αποκλεισμένοι, αγωνίζονται να διαμορφώσουν τη δική τους εναλλακτική ηγεμονία, που είναι απαραίτητη για να αλλάξει ο (νέο)ταξικός και διαγενεακά άδικος χαρακτήρας της πολιτικής και του κράτους.

Wednesday, August 13, 2008

Ας μιλήσουμε λοιπόν για την κακή λέξη που αρχίζει από 'κ...'

Του Νίκου Ράπτη*

©ppol


Διάλογος με το άρθρο: «Για τη "διακήρυξη της 24ης Ιουλίου" της G700


Το κείμενο της G700 με τίτλο "Υπογραφή υπέρ της αναζήτησης διεξόδου" θέτει ένα ενδιαφέρον ζήτημα, που αν και δεν ευρίσκεται στον πυρήνα της «διακήρυξης της 24ης Ιουλίου» εν τούτοις φαίνεται πως απασχολεί πολλούς από τους συνυπογράφοντες: αυτό της δημιουργίας ενός νέου κόμματος.


Πρώτο ερώτημα: μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα ηγεμονία χωρίς πολιτική εξουσία;


Οι G700 απορρίπτουν αυτό το ενδεχόμενο a priori, σχεδόν «από θέση αρχής». Το ερώτημα στο οποίο απαντούν -και στο οποίο αργά ή γρήγορα θα κληθούμε όλοι να απαντήσουμε- είναι το εξής: μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα ηγεμονία χωρίς την πολιτική εξουσία;


Οι G700 απαντούν θετικά: μας λένε πως είναι δυνατό κάποια κινήματα πολιτών να επιβάλλουν την ιδεολογική τους ηγεμονία στα κόμματα της μεταπολίτευσης που έχουν «τη δική τους αξιόλογη ιστορία και βαθιές ρίζες σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας» (sic).


Θα το πω απερίφραστα: η άποψη αυτή, δε συνιστά διαφορετική στρατηγική για να δοθεί η μάχη για «λευτεριά από τη μεταπολίτευση» (σύμφωνα με το έξοχο σύνθημα των ίδιων των G700). Αποτελεί απλά βολικό πρόσχημα για να μη δοθεί καν αυτή η μάχη.


Στην Ελλάδα τουλάχιστο, το ζήτημα της ηγεμονίας κρίνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι αλήθεια πως παραδοσιακές πηγές εξουσίας (συνδικάτα, τύπος-ΜΜΕ, τοπική αυτοδιοίκηση) αλλά και νέα κινήματα (μπλόγκερς, ΜΚΟ) βαραίνουν επίσης περισσότερο ή λιγότερο, στη διαμόρφωση της ηγεμονίας. Σε σχέση όμως με την ισχύ της κεντρικής πολιτικής σκηνής και της εκτελεστικής-νομοθετικής εξουσίας, όλα τα υπόλοιπα είναι αμελητέα.


Δεν είναι τυχαίο πως δεν υπάρχει ελληνική αντιστοιχία του όρου «netroots» που περιχαρείς μας προτείνουν οι G700 ως εναλλακτική δήθεν λύση στην προοπτική ενός νέου κόμματος.


Δεύτερο ερώτημα: παλιά ή νέα κόμματα;


Οπότε πάμε στο δεύτερο ερώτημα: «παλιά κόμματα ή νέο κόμμα»; Είναι απόλυτα θεμιτό για κάποιον να επιμένει (πως ΠΑΣΟΚ-ΝΔ μπορούν έξαφνα να μεταβληθούν από μηχανισμοί δικτύωσης με στόχο την κατάκτηση και την νομή της εξουσίας και/ή τη λαφυραγώγηση του πλούτου της πατρίδας, σε εθελοντικές ομάδες ανθρώπων που θέτουν το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό. Πως από ηχεία κενών συνθημάτων θα μεταβληθούν σε «συλλογικούς διανοούμενους» που θα ιεραρχούν, θα αναλύουν, θα κοστολογούν και θα ιεραρχούν τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Πως αντί να συγκροτούνται στη βάση των πελατειακών σχέσεων θα δονούνται από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και προγραμματικές διαφωνίες.


Μπορεί κανείς, κοντολογίς, να στοιχηματίζει, όπως ο βάτραχος του μύθου, πως ο σκορπιός μπορεί αίφνης να συμπεριφερθεί σαν άκακο-και ορθολογικό ζωύφιο...


Είναι θεωρώ προφανές πως αυτά αποτελούν αστειότητες. Η επιλογή «παλιά κόμματα» έχει νόημα μόνο για όσους βρίσκονται στον προθάλαμο της ατομικής τους συμμετοχής στο μεγάλο κούρσεμα της χώρας, ως μέλη κάποιας από τις κομματικές σπείρες στο κεντρικό, αυτοδιοικητικό, συνδικαλιστικό κ.ο.κ. επίπεδο.


Το διακύβευμα όμως που θέτει η «διακήρυξη της 24ης Ιουλίου» είναι πολύ ευρύτερο: σήμερα, αναφέρεται σωστά εκεί «υπονομεύονται οι ίδιες οι προϋποθέσεις της συλλογικής μας επιβίωσης (ως δημοκρατικού-αναπτυγμένου κράτους) και απαιτούνται άμεσες και ριζικές λύσεις».


Το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι εκείνο της προσωπικής μας ανέλιξης, της επιλογής του σωστού «αλόγου» που θα κληθεί να κουβαλήσει τις όποιες φιλοδοξίες και τις όποιες ματαιοδοξίες μας. Το ζήτημα είναι αν θα κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στα παιδιά και τα εγγόνια μας, αν θα τιμήσουμε των αγώνες των πατεράδων και των παππούδων μας. Και δεν υπάρχουν καν τα χρονικά περιθώρια για μια «μακρά πορεία στους κομματικούς θεσμούς», για όποιον θα έτρεφε αφελώς μεν, ανυστερόβουλα δε, παρόμοιες αυταπάτες.


Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προειδοποιήσω τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων (όσων γεννήθηκαν μεταξύ του 1970 και του 1980):


(α) το γεγονός πως δεν έζησαν καμία ανατροπή στη ζωή τους, δε σημαίνει πως οι ανατροπές είναι αδύνατες: η χούντα έμοιαζε ακλόνητη κάποια στιγμή, ιδίως μετά τον τυχοδιωκτισμό του «πολυτεχνείου» και μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο· τα σενάρια περί «κατάρρευσης του κομμουνισμού», ακουγόταν σαν πομφόλυγες αλαφροΐσκιωτων αντιφρονούντων επί δεκαετίες...


(β) η μοίρα που τους επιφυλάσσει το μεταπολιτευτικό σύστημα είναι το πολύ αυτό των «συμβούλων» του, των «λογογράφων» του, του κάπως ανεβασμένου δηλαδή «υπηρετικού προσωπικού». Οι «ελέφαντες» της μεταπολίτευσης δεν έχουν καμία διάθεση να παραδώσουν τα ηνία -στην πολιτική τουλάχιστο, όπου ακόμα τα δίκτυα των προσωπικών τους γνωριμιών είναι φτιαγμένα από ατσάλι (από «αίμα και σπέρμα»). Οι εκλεκτοί που θα παίξουν το ρόλο του «ανανεωτικού μαϊντανού» θα πρέπει πρώτα να έχουν κολοβωθεί από κάθε «νεωτερική» συμπεριφορά. Ρόλος τους το πολύ-πολύ (δες Τσίπρας) να γίνουν η βιτρίνα που θα κρύβει τις μεταπολιτευτικές παλιατζούρες που η άρχουσα πολιτική τάξη είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να πουλάει μέχρι τελικής (συλλογικής, φευ!) πτώσεως...


Τα παραπάνω τα τονίζω διότι ακριβώς η «νέα μεταπολίτευση» ή θα είναι το εγχείρημα των τριαντάρηδων ή δε θα υπάρξει. Με άλλα λόγια το πώς θα κινηθεί η «γενιά των 700 ευρώ» (οι άνθρωποι, όχι το μπλογκ), είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της πατρίδας. Και είναι δυσοίωνο πόσο καλά αυτή η γενιά έχει εκπαιδευτεί από τους «μπαμπάδες» της να μιλάει όπως εκείνοι, να σκέφτεται με τις ίδιες κατηγορίες, να διαβάζει τα ίδια βιβλία, να ακούει τα ίδια τραγούδια, να θαυμάζει τους ίδιους ήρωες κ.ο.κ


Τρίτο ερώτημα: κόμμα ή κομματάκι;


Είναι λογικό πολλοί να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο ενός νέου κόμματος με βάση το φόβο πως αυτό το κόμμα θα έχει μηδενική απήχηση στην κοινωνία. Τα «ιστορικά» επιχειρήματα που αναφέρονται κυρίως προς ενίσχυση αυτής της άποψης (γιατί δεν μπορεί να πετύχει ένα νέο κόμμα) έχουν σχετική μόνο αξία.


Ας δούμε καλύτερα τι χρειάζεται για να πετύχει ένα νέο κόμμα:


1. Χρειάζεται πολιτικό λόγο ύπαρξης: θα πρέπει να διαθέτει πρωτότυπο προγραμματικό στίγμα και επιπλέον οι προτάσεις του να εκφράζουν τα συμφέροντα υπαρκτών κοινωνικών ομάδων, αλλά και το εθνικό, συλλογικό συμφέρον.


2. Χρειάζεται πολιτικό-στελεχιακό προσωπικό που θα αποπνέει τη σοβαρότητα και θα διαθέτει τις πνευματικές ικανότητες (στάσεις) που απαιτεί το πολιτικό εγχείρημα που φιλοδοξεί να αναλάβει.


3. Χρειάζονται χρήματα, ικανά να επιτρέψουν στο κόμμα αυτό να λειτουργήσει με κάποια σοβαρότητα αλλά και να «αγοράσει» το απαιτούμενο κύρος που θα το καταστήσει σοβαρό παίκτη στο πολιτικό παίγνιο. Και αυτό «αγοράζεται» με αφίσες, διαφημιστικά μηνύματα, εκδηλώσεις, επαφές κ.λπ. που κοστίζουν -και μάλιστα πολύ. Συν που το νέο αυτό πολιτικό υποκείμενο θα κληθεί να συνάψει με τους χρηματοδότες του σχέσεις διαφάνειας και τιμίων εξηγήσεων. Το νέο δηλαδή πολιτικό υποκείμενο δεν είναι απλά αναγκασμένο να βρει χρηματοδότες, αλλά και να τους πείσει να το χρηματοδοτήσουν δημοσίως, χωρίς τη χρήση «παρένθετων» και χωρίς να λαμβάνουν ως αντάλλαγμα την υποστήριξή στα «ειδικά συμφέροντά» τους.


4. Χρειάζεται δημοσιότητα, στη ραδιοτηλεόραση, τα παραδοσιακά έντυπο μέσα, τον επαρχιακό τύπο, την «μπλογκόσφαιρα»


Κανείς δεν έχει τη διάθεση να προχωρήσει στην ίδρυση ενός ακόμα «κομματιδίου» της τάξης του 0-1% (ούτε καν του 1-5%). Στόχος μας είναι μια πολιτική δύναμη που θα έχει όσο το δυνατό βαρύνοντα λόγο στη διακυβέρνηση της χώρας για να στρέψει το πηδάλιο της χώρας και να ενισχύσει τους «ξεχασμένους» της μεταπολίτευσης (τα παιδιά, τις γυναίκες, τη νέα ελληνική οικογένεια· το περιβάλλον· το δημόσιο χώρο). Στόχος είναι ένα κόμμα που θα εκφράσει «τη μεσαία τάξη και όλους όσοι μοχθούν να ενταχθούν σε αυτήν». Στόχος είναι να πάρουν το «πάνω χέρι» όλοι όσοι «νοιάζονται να υπάρχει Ελλάδα και ελληνισμός και πέραν του 21ου αιώνα»


Υπάρχουν σήμερα αυτές οι προϋποθέσεις; Όχι μεν, αλλά, σε όλα τα παραπάνω σημεία βρισκόμαστε σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση από ότι χθες.


Είναι προφανές πως ζούμε στον αστερισμό της «απαισιοδοξίας της γνώσης». Ας μη βιαστούμε όμως (ιδίως, ας μην βιαστούν οι «G700») να ξεχάσουμε και την «αισιοδοξία της βούλησης».


Σήμερα, όπως αναφέρει και ο έμπειρος διπλωμάτης (και εκ των συνυπογραφόντων τη διακήρυξη) Δημήτριος Σ. Αθανασόπουλος, «όποιος δεν πιστεύει στο όνειρο, δεν είναι ρεαλιστής».


*Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός και ιδρυτικό μέλος του PPOL. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο PPOl στις 9 - 8 - 2008.

Sunday, August 10, 2008

China super-power show

Υπερθέαμα επικών προδιαγραφών, τεχνολογική αρτιότητα, συγχρονισμός χιλιάδων καλλιτεχνών, εθελοντών και στρατιωτών, πυροτεχνήματα. Μπορεί να δημιούργησαν τη ζητούμενη τηλεοπτική εικόνα όμως εμάς δεν μας ενθουσίασαν.

Αντιθέτως, βρήκαμε το σόου υπέρ του δέοντος σοβινιστικό και μιλιταριστικό. Με την μπάντα του ναυτικού να παίζει μουσική στο ξεκίνημα, το στρατιωτικό άγημα να παραλαμβάνει τη σημαία σε άψογο βήμα χήνας στη συνέχεια, και την οργανωμένη μάζα να βγάζει τακτικά πολεμικές κραυγές που θύμιζαν κάτι από τα "Άβε Καίσαρ" των μονομάχων μπροστά σε Ρωμαίο αυτοκράτορα.

Καμία σχέση δηλαδή με την ειρηνική φράση του Κινέζου φιλοσόφου Κομφούκιου ότι "όλοι αυτοί που βρίσκονται πέρα από τις τέσσερις θάλασσες είναι αδέλφια μου", μήνυμα το οποίο απεστάλει κατά την τελετή έναρξης εν μέρει και με σκοπό να καταλαγιάσει το διεθνή θόρυβο γύρω από την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Θιβέτ και άλλου.

Δεν ξαφνιαστήκαμε. Μπορεί για τους απλούς Κινέζους πολίτες οι Ολυμπιακοί Αγώνες να είναι μια καλή ευκαιρία να δείξουν ότι η νέα Κίνα είναι πολύ διαφορετική από την παλιά, για τους αξιωματούχους όμως και την κεντρική κυβέρνηση αποτελούν μια σπουδαία ευκαιρία για προβολή κι επίδειξη ισχύος. China super-power show.

Friday, August 8, 2008

Με πρώτο αίτημα να συντριβούν συντεχνίες και συντεχνίτες

Του Aντώνη Kαρκαγιάννη*

Είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς τα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός Μεταφορών, ο κ. Κ. Χατζηδάκης και περιγράφουν ανάγλυφα τον βαρέως ασθενούντα ΟΣΕ. Δεν τα αμφισβήτησαν ούτε οι συνδικαλιστές ούτε η συνδικαλιζόμενη αντιπολίτευση ούτε η συνδικαλογενής «συμπολίτευση». Επίσης, δεν αφισβητήθηκαν πειστικά ούτε τα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομίας ο κ. Γ. Αλογοσκούφης και αναφέρονται στο ιδιαίτερο καθεστώς μισθοδοσίας των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ.

Ενώ λοιπόν δεν αμφισβητούμε τα στοιχεία και τους αριθμούς, ας μας επιτρέψουν οι κ. υπουργοί να διατυπώσουμε μερικές απορίες και αντιρρήσεις.

Πρώτα για τις ΔΕΚΟ γενικά. Δεν μπορούν να μιλούν και να διαπιστώνουν ως αμέτοχοι και ουδέτεροι τρίτοι. Δεν είναι άτομα, είναι υπουργοί και αναγκαστικά κουβαλούν στους ώμους ολόκληρο το παρελθόν.

Είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι οι ΔΕΚΟ και οι δημόσιοι Οργανισμοί είχαν ενταχθεί στο πελατειακό κράτος και αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του. Εννούμε στον πελατειακό τρόπο άσκησης της πολιτικής και τελικά της διακυβέρνησης. Με δύο βασικά αποτελέσματα: την υπερφόρτωση με κομματικούς μισθωτούς και την εύκολη ικανοποίηση των αιτημάτων τους, ώσπου σιγά σιγά διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα και συμπαγή συμφέροντα συντεχνίας με κατ’ ανάγκην συντεχνιακή συνδικαλιστική κάλυψη.

Στο πεδίο αυτό διέπρεψε το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είναι αμέτοχη και η Ν.Δ., άλλοτε ως κυβέρνηση και άλλοτε ως αντιπολίτευση. Δεν είναι αμέτοχα και τα κόμματα της Αριστεράς. Αντιθέτως, με τη γνωστή «εργατίτιδα» που τα διέπει διαμορφώνουν το ιδεολογικό πλαίσιο των συντεχνιών και του συντεχνιακού συνδικαλισμού. Οι υπουργοί και η αντιπολίτευση δεν μπορούν να μιλούν σαν αμέτοχοι τρίτοι. Ο λόγος τους δεν είναι πειστικός. Ο λόγος τους δεν είναι πειστικός, είναι ψεύτικος, ξύλινος. Για να γίνει πειστικός χρειάζεται αυτοκριτική και ειλικρίνεια.

Παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ΔΕΚΟ έφτασαν στη σημερινή τραγελαφική κατάσταση (οι περισσότερες είναι άχρηστες, αλλά... και αναγκαίες!) με στενά κομματικές διοικήσεις. Κριτήριο δεν είναι τα προσόντα τους και οι διοικητικές ικανότητες, αλλά η αφοσίωση στο κόμμα και στην ηγεσία του. Δεν θα αναφερθώ στο πόσοι πλούτισαν γιατί λέγεται, αλλά δεν το ξέρω. Τα τεράστια όμως ελλείμματα που σήμερα οι υπουργοί μας τα παρουσιάζουν ως ακαταμάχητο επιχείρημα (είναι πράγματι καταλυτικό γιατί τα πληρώνουμε εμείς οι φορολογούμενοι) και ως θανάσιμο σύμπτωμα βαρύτατης ασθένειας (πράγματι είναι), αυτά, λοιπόν, τα ελλείμματα δημιουργήθηκαν και διογκώθηκαν με πειθήνιες κομματικές διοικήσεις. Κανένας δεν φέρει ευθύνη ούτε αυτές ούτε εκείνοι που τις επέλεξαν; Και αν ακόμη τους συγχωρήσουμε γι’ αυτές τις ευθύνες, τι άλλο έχουν να μας προτείνουν;

Μέσα από αυτόν τον κυκεώνα (και τη σύγχυση) συντεχνιακών συμφερόντων και κομματισμού, όπου δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε αν υπάρχει γενικός σκοπός και γενικό συμφέρον, ανέκυψε το φαινόμενο Γιάννης Μανώλης. Η κυβερνητική παράταξη προσπαθεί να τον κρύψει ως φαινόμενο και με μάλλον αναξιοπρεπείς μεθόδους να του αφαιρέσει τον λόγο και την ψήφο, σε συμπαγνία μαζί του, καθώς λέγεται. Βλέπετε, δεν είναι μόνο εκείνοι που τόσο αδέξια θέλουν να του αφαιρέσουν τον λόγο και την ψήφο, αλλά και αυτός που τόσο πρόθυμα και επιδέξια θέλει να τα θυσιάσει. Τέλεια πολιτική δουλοπαροικία...

Δεν φταίει, βέβαια, ο Γιάννης Μανώλης. Είναι απολύτως ειλικρινής, όταν δηλώνει ότι σε ολόκληρη τη ζωή του υπηρετεί τα (συντεχνιακά) συμφέροντα. Το ίδιο κάνει και τώρα. Αλλο είναι το ερώτημα: τι σχέση έχει η Ν.Δ. με τα συντεχνιακά συμφέροντα, ώστε να διατηρεί στους κόλπους της τον εκπρόσωπό τους; Και για να διευρύνουμε το ερώτημα. Ποιοι είναι οι λόγοι που αναγκάζουν τη Ν.Δ. να διατηρεί τη ΔΑΚΕ του κ. Πουπάκη ως κομματικό συνδικαλιστικό (συντεχνιακό) παράρτημα;

Το ερώτημα απευθύνεται σε όλα τα κόμματα. Η Ν.Δ. είναι ιδεολογικά πιο έτοιμη να αφήσει ελεύθερο και κομματικά απροστάτευτο το συνδικαλιστικό κίνημα. Τα συνδικάτα εξελίχθηκαν σε καταπιεστικές συντεχνίες (αμφιβόλου αντιπροσώπευσης) σε στενή διαπλοκή με τα κόμματα και την πολιτική. Δεν είναι συνδικάτα, είναι ιδιαίτεροι και δυναμικοί κομματικοί μηχανισμοί. Δεν ξέρω οι άλλοι, αλλά προσωπικά τέτοιες πρωτοβουλίες θα περίμενα από τον Κ. Καραμανλή. Αυτές είναι που αλλάζουν το λεγόμενο πολιτικό σκηνικό.

Ο ΟΣΕ απασχολεί περίπου περίπου 7.000 μισθωτούς με μέσο όρο δαπάνης κατά μισθωτό 54.180 το 2007, με τρομακτικό έλλειμμα μεταξύ δαπανών και εσόδων και τεράστια συσσωρευμένα χρέη για τα οποία πληρώνει δυσβάστακτους τόκους. Πριν καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα μερικές παρατηρήσεις για τα αναφερθέντα νούμερα.
Ο αριθμός των εργαζομένων (7.000) είναι υπερβολικός, υπάρχει πλεονάζων προσωπικό, αποτέλεσμα της ένταξης του ΟΣΕ, όπως και των άλλων ΔΕΚΟ, στο πελατειακό σύστημα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Όμως προσέξτε. Ενώ παρουσιάζεται πλεόνασμα προσωπικού, την ίδια στιγμή υπάρχουν και σημαντικές ελλείψεις, κλασικό σύμπτωμα μιας προβληματικής επιχείρησης.

Το προσωπικό με μέσο όρο ηλικίας τα 52 χρόνια (!) έχει ανάγκη ριζικής ανανέωσης με εργαζόμενους νεότερης ηλικίας και με πληρέστερη εκπαίδευση, ειδικά για τους σιδηροδρόμους. Ο υπουργός κ. Χατζηδάκης σκέφτεται να εφαρμόσει τη μέθοδο της σταδιακής εθελουσίας εξόδου 3.000 εργαζομένων και την αντικατάστασή τους με νεότερο στην ηλικία και νεωτερικότερο σε ποιότητα προσωπικό. Για να επιτύχει η ανανέωση πρέπει πρώτα να συντριβεί η συντεχνία ως χώρος ιδιαίτερων συμφερόντων και η εκπροσώπησή της από συντεχνιακούς συνδικαλιστές.

'Οσον αφορά τον μέσο όρο των αποδοχών συμπεριλαμβάνονται οι εργοδοτικές εισφορές, τα δώρα, τα επιδόματα και οι υπερωρίες. Τα 54.180 ευρώ ανά εργαζόμενο είναι κόστος υπερδιπλάσιο από το μέσο κόστος που ισχύει στον ιδιωτικό τομέα. Η τεράστια αυτή διαφορά προέκυψε από το γεγονός ότι επί σειράν ετών οι αυξήσεις στον ΟΣΕ ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από τις αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα. (Αυτές οι διαφορές κρύβουν και άλλα νοσηρά φαινόμενα, αλλά ας τα αφήσουμε για άλλη φορά).

Αυτόν τον «ιδιαίτερο τρόπο» μισθολογικών αυξήσεων στις ΔΕΚΟ θέλει να καταργήσει η ψηφισθείσα τροπολογία του κ. Γ. Αλογοσκούφη και πολύ καλά κάνει. Και να το συζητήσουμε όσο θέλετε και από την κοινωνική άποψη, την ταξική και από την οικονομική. Αυτό που είναι δύσκολο να συζητήσουμε είναι εκείνο που άκουσα από την αντιπολίτευση και το επαναλαμβάνουν κάθε μέρα οι τηλεοράσεις, με πρώτη την κρατική: γιατί να μην επιχειρηθεί μια εξίσωση των αποδοχών προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Στο σημείο αυτό φοβάμαι ότι δεν υπάρχει κοινή γλώσσα για να συνεννοηθούμε.

Αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε θα μας έλεγε ότι με αυτά τα νούμερα ο ΟΣΕ δεν σώζεται με τίποτα. Και όμως, πρέπει να σωθεί...

Για να είμαστε δίκαιοι το πλεονάζον προσωπικό και το κόστος εργασίας δεν είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι για την κατάσταση του ΟΣΕ. Αφέθηκε σε κατάσταση πολύχρονης καθυστέρησης με μικρό και κακό δίκτυο. Ποτέ δεν είχε προτεραιότητα στους σχεδιασμούς των κυβερνήσεων. Προτεραιότητα είχαν οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα και πολλοί φοβούνται ότι η προτίμηση αυτή θα αποδειχθεί μοιραία. Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης (με μέση ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 40-50 χιλ.) οι υπηρεσίες που προσφέρει ο ΟΣΕ είναι από κακές έως κάκιστες. Είναι φυσικό ότι λίγες γραμμές παρουσιάζουν συμφέρουσα πληρότητα. Ισως εδώ να βρίσκεται το μυστικό για τη σωτηρία του ΟΣΕ. Να ξεκινήσει σχεδόν από μηδενική βάση ο εκσυγχρονισμός του, με μακροχρόνιες και κατάλληλες επενδύσεις...

*Το άρθρο του Αντώνη Καρκαγιάννη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 3-8-2008.

Wednesday, August 6, 2008

MAS Telematics Science: Μια αναγνώριση που εκκρεμεί ακόμα

Αγαπητά μέλη της κίνησης G700

Σε συνέχεια της δημοσίευσης από εσάς του προβλήματος που εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε οι απόφοιτοι της σύμπραξης τουΤΕΙ Πειραιά με το Αυστριακό Πανεπιστήμιο «Donau, University of Krems» και ενόψει της αναγνώρισης των σπουδών ιδιωτικώνΚΕΣ και Κολεγίων, θα θέλαμε να σας παρακαλέσουμε όπως με την σύμφωνη γνώμη σας δημοσιεύσετε τα ακόλουθα:

Συμμετείχαμε ως φοιτητές σε ένα από τα πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα σύμπραξης του ΤΕΙ Πειραιά με ξένα Πανεπιστήμια,θεωρώντας λανθασμένα ότι σπουδάζοντας σε Ελληνικό Δημόσιο Ίδρυμα δεν επρόκειτο να υπάρξει πρόβλημα αναγνώρισης τωνσπουδών μας.

Φαίνεται όμως ότι δεν είμαστε οι μόνοι σε αυτή τη θέση καθώς σχετική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη αναφέρει τοπρόβλημα αναγνώρισης που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι και άλλης σύμπραξης του ΤΕΙ Πειραιά.

Το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που εμείς παρακολουθήσαμε (“MAS in Telematics Management”) διεκόπη το 2004 εξαιτίας τουγεγονότος ότι το Αυστριακό Πανεπιστήμιο απονέμει μόνο μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και το ΔΙΚΑΤΣΑ (όπως και ο ΔΟΑΤΑΠστη συνέχεια) δήλωσε αδυναμία αναγνώρισής του, βάσει του ισχύοντος νόμου.

Από τότε, το ΤΕΙ Πειραιά σταμάτησε τις όποιες προσπάθειες αναγνώρισης έκανε, αφήνοντας μας μετέωρους να παρακαλούμε τουςΒουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων για να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να αναγνωριστούν επιτέλους οι σπουδέςμας σε αυτή την σύμπραξη Ελληνικού Δημόσιου Ιδρύματος στο οποίο καταβάλαμε ένα διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα.

Σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απευθυνθήκαμε με δική μας πρωτοβουλία και ενέργειες, η απάντηση που λάβαμε τονΜάρτιο 2008 αναφέρει πως είναι στην δικαιοδοσία κάθε χώρας η αναγνώριση των πτυχίων και συνεπώς το πρόβλημά μας θαπρέπει να λυθεί αποκλειστικά από την Ελληνική Πολιτεία που επικαλείται ως κώλυμα στην περίπτωσή μας το γεγονός ότι τοΑυστριακό Πανεπιστήμιο απονέμει μόνο μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, την στιγμή όμως που η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεωντης Βουλής αναγνώρισε το «Κολέγιο της Ευρώπης» το 2007, ίδρυμα που απονέμει επίσης μόνο μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών.

Δεν νομίζουμε ότι παράλογα ζητούμε να εφαρμοστεί και σε εμάς που σπουδάσαμε σε σύμπραξη Ελληνικού Δημόσιου Ιδρύματος ηλύση που δόθηκε στο «Κολέγιο της Ευρώπης».

Αν το Υπουργείο Παιδείας εξακολουθεί να δηλώνει αδυναμία αναγνώρισης των τίτλων σπουδών της σύμπραξης που παρακολουθήσαμε, θα πρέπει να μας αναφέρει ποιά μέτρα έλαβε ως Εποπτεύουσα Αρχή κατά του Ελληνικού Δημόσιου Ιδρύματος που την διοργάνωσε διότι είναι πολύ πιθανό οι φοιτητές και μόνο να έχουν υποστεί συνέπειες (εξαιτίας της αδυναμίας αναγνώρισης) και ουδείς άλλος.

Να τι λέει η εφημερίδα Καθημερινή σχετικά με το θέμα σε άρθρο της 2 Αυγούστου 2008 το οποίο αφορά άμεσα την περίπτωσή μας:

"...Η ίδια πολιτεία όμως δεν αναγνωρίζει πτυχία μεγάλων ξένων πανεπιστημίων,αν δημιουργήσουν παραρτήματα στην Ελλάδα ή συνεργαστούν με εγχώριους εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Ασχέτως ποια πανεπιστήμια είναι αυτά. Μπορεί,δηλαδή, ο ΔΟΑΤΑΠ να αναγνωρίζει ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα τηςαλλοδαπής, αλλά αν το τελευταίο αποφασίσει να δίνει πτυχία με διαφορετικόαπό τον παραδοσιακό τρόπο, τότε μαύρο φίδι που τους έφαγε (τουςπτυχιούχους). Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτεία δεν αξιολογεί μόνο ταιδρύματα του εξωτερικού, αξιολογεί και τις εκπαιδευτικές τους μεθόδου. Ετσι,για να έχει ένα παιδί στο πτυχίο μοίρα, πρέπει να ξενιτευτεί. Να πάει έστωμέχρι το στο Τσιταγκόνγκ του Μπαγκλαντές (σ.σ.: κι αυτό δεν είναιφανταστικό. Από το University of Chittagong ο ΔΟΑΤΑΠ αναγνωρίζει τα πτυχίαΧημείας και Βοτανολογίας).

Αυτοί οι παραλογισμοί είναι προϊόν ενός συστήματος που δεν μπορεί και δενθέλει να αξιολογήσει τη γνώση. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα φροντίζειμόνο να βρίσκονται όλοι οι πτυχιούχοι -εσωτερικού κι εξωτερικού- στην ίδιαγραμμή εκκίνησης, όταν αρχίζουν τον κοπιώδη δρόμο για την κατάληψη μιαςθέσης στο Δημόσιο. Επόμενο είναι να οδηγούμαστε σε όλο και μικρότερο κοινόπαρονομαστή...
"

Εμείς απλά θα προσθέσουμε ότι σύμφωνα με το site του ΔΟΑΤΑΠ αναγνωρίζονται και Αφρικανικά Πανεπιστήμια όπως τα UGANDA - KAMPALA - MAKERERE UNIVERSITY και ZIMBABWE -HARARE - UNIVERSITY OF ZIMBABWE & UNIVERSITY OF RHODESIA - SALISBURY επειδή προφανώς καλύπτουν όλο το φάσμα των επιστημονικών απαιτήσεων του ΔΟΑΤΑΠ σε αντίθεση με το Αυστριακό Πανεπιστήμιο "Donau, University of Krems" στο οποίο σπουδάζουν σχεδόν 3.700 φοιτητές από 53 χώρες του κόσμου, διαθέτει τομεγαλύτερο Campus της Αυστρίας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης και χρηματοδοτήθηκε για τον σκοπό αυτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα ανώτατα πολιτικά στελέχη που όπως λένε ενημερώνονται από την ιστοσελίδα της G700 και συμπαρίστανται στα προβλήματα των νέων και της ελληνικής οικογένειας, θα προβούν σε ενέργειες για τα όσα αναφέραμε ή θα προτιμήσουν την αδιαφορία και απραξία που ούτως ή άλλως κατά κόρον εφαρμόζεται;

Με εκτίμηση

Επιτροπή αποφοίτων για την αναγνώριση του «MAS in Telematics Management»

Monday, August 4, 2008

Υπογραφή υπέρ της αναζήτησης διεξόδου

Στις 25 Ιουλίου 2008 υπογράψαμε τη Διακήρυξη της Ομάδας Πρωτοβουλίας για τη Ριζική Αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Υπογράψαμε διότι, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες, αναζητάμε διέξοδο από την παρατεταμένη περίοδο μεταολυμπιακής κατάθλιψης στην οποία έχουμε υποπέσει ως χώρα, πρωτίστως λόγω της αδυναμίας του πολιτικού μας συστήματος (κόμματα, αυτοδιοίκηση, συνδικάτα) να υπερβεί το μεταπολιτευτικό status quo, και να ανοίξει μια νέα σελίδα δημιουργίας για την ελληνική οικονομία και κοινωνία στις αρχές του 21ου αιώνα.

Η υπογραφή μας αποτελεί πράξη έμπρακτης στήριξης των ανανεωτικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία των πολιτών καθώς επίσης και επιλογή ενεργής συμμετοχής στον προβληματισμό που αναπτύσσεται όλο και πιο έντονα τώρα τελευταία σχετικά με το μέλλον του πολιτικού μας συστήματος. Σε καμία περίπτωση όμως δε συνιστά συγκατάθεση στη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα.

Κατά την άποψή μας οι συνθήκες σήμερα δεν επιβάλλουν τη δημιουργία νέων κομμάτων ως πρώτη προτεραιότητα. Κόμματα έχουμε και μάλιστα πολλά, το καθένα με τη δική του αξιόλογη ιστορία και βαθιές ρίζες σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό που δεν υπάρχει ή έστω δεν είναι ακόμα διακριτό, παρά την εκτεταμένη κοινωνική δυσαρέσκεια και την έντονη κριτική που ασκείται απ’ όλους, είναι μια αποφασισμένη ευρεία κοινωνική πλειοψηφία οργανωμένη στην κοινωνία των πολιτών, όπως συνέβη για παράδειγμα στις ΗΠΑ με το κίνημα των netroots και τις προοδευτικές κινήσεις πολιτών, που να πιέζει με επιμονή για την υπέρβαση του μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού διατυπώνοντας συγκεκριμένες προοδευτικές προτάσεις και ιδέες. Να απαιτεί για παράδειγμα αλλαγή μοντέλου ασφάλισης κι όχι ρεκτιφιέ και μπάλωμα του προηγούμενου. Να επιδιώκει μια ευρεία αναδιανομή ευκαιριών και πόρων υπέρ των νέων και των γυναικών. Να θέλει δικαιοσύνη, όχι να κυνήγα χάρες. Να απαιτεί μια επανάσταση στην ενέργεια, όχι απλά να ζητάει φτηνότερο ρεύμα. Να μην εννοεί την προστασία του περιβάλλοντος ως κάτι της μόδας που αφορά μόνο τους άλλους, αλλά ως κορυφαίο ζήτημα αλληλεγγύης των γενεών. Να απαιτεί υγιή ανταγωνισμό, να μην ευνοεί επί τη πρώτη ευκαιρία τον παρεοκρατικό και ολιγοπωλιακό καπιταλισμό. Να διεκδικεί συλλογικά αγαθά, όχι να προστατεύει τα υποκαταστήματα της κεντρικής γραφειοκρατίας και τις συντεχνίες τους. Να έχει ανεπτυγμένη δημοκρατική συνείδηση, αλλά να μην εθελοτυφλεί μπροστά στα προβλήματα κρυπτόμενη πίσω απ’ την επίκληση της δημοκρατίας. Να θεωρεί την ατομική πρωτοβουλία, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα των νέων απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γενιά ων 700 ευρώ, και το σύγχρονο κοινωνικό κράτος που έχει ως στόχο την ένταξη των νέων και των αποκλεισμένων σε βασικούς οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς και ειδικά την αγορά εργασίας, ως βασικό εργαλείο προστασίας τους.

Όλα αυτά δεν είναι αυτονόητα, ίσως μάλιστα ν’ ακούγονται και «μπανάλ», σε μια κοινωνία όπως η ελληνική όπου η πλειοψηφία έχει μάθει να τέρπεται παράγοντας λήρους και να χορταίνει καταναλώνοντας ανεμώλια έπη.

Η σύγχρονη πραγματικότητα απαιτεί πάνω απ’ όλα μια βαθιά αλλαγή αντίληψης για την πολιτική και τις πολιτικές που πρέπει να προωθηθούν μεσοπρόθεσμα, εάν κι εφόσον θέλουμε να έχουμε ως χώρα και ως κοινωνία ένα ευοίωνο μέλλον στην πλανητική εποχή και όχι απλά να σερνόμαστε πίσω από τις εξελίξεις.

Αλλαγή αντίληψης εδώ σημαίνει δύο πράγματα. Ότι πρώτον, πολιτική δεν κάνουν μόνο τα κόμματα κάνει και η κοινωνία των πολιτών, η οποία είναι σε θέση να λειτουργήσει ως καταλύτης των εξελίξεων πιέζοντας και τους πολιτικούς φορείς προς μία κατεύθυνση αλλαγών. Δεύτερον, σημαίνει συναντίληψη σε επίπεδο ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας ότι αυτό που απαιτείται σήμερα δεν είναι απλά μια νέα μεταπολίτευση, αλλά Λευτεριά απ’ τη μεταπολίτευση, δηλαδή οριστική απαλλαγή απ’ τις παθογένειες, τις επετηρίδες και τα «χούγια» της προηγούμενης ιστορικής περιόδου, και άνοιγμα ενός νέου κύκλου δημοκρατίας και ανάπτυξης. Υπ’ αυτή τη λογική οι δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και όσες δυνάμεις στα κόμματα, τα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις συμμερίζονται αυτόν τον προβληματισμό κι επιθυμούν τη ριζική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού έχουν ακόμα πολύ δουλειά να κάνουν.

Friday, August 1, 2008

Youth to Power: How Today's Young Voters Are building Tomorrow's Progressive Majority

By Michael Connery

Youth to Power: How Today's Young Voters Are Building Tomorrow's Progressive Majority examines how today's young people are combining technology with a vigorous social spirit to revive progressive politics. In addition to recounting the history of youth politics since its emergence in the 1972 election, as well as showing where the movement still lags behind its more organized conservative counterpart, the book features interviews with many of the major figures in the youth political movement, and identifies strategies that the Democratic Party can use to capitalize on its new advantages with young voters. Youth to Power is a must-read for anyone who wants to understand the political and cultural future of America.

Excerpts from the book

from Chapter 4: The [dot]org Boom

It is probably difficult for a young person getting involved in politics today to imagine that just five years ago, a growing progressive youth movement did not exist. Time travel back to 2003,and youth involvement in progressive politics typically meant lick-ing stamps and phone-banking for a campaign, working twelve hour days canvassing street corners for an operation like the Fund for Public Interest Research, or, if you were lucky enough to have wealthy and generous parents, taking on an unpaid internship in Washington D.C. Today, while there are still economic and geo-graphic barriers to taking full advantage of the new infrastructure,if someone is motivated enough, it is easy to find multiple opportunities in progressive youth politics.

For those who are less traditionally inclined and not looking to join a “political” group,there are organizations like Head Count that specialize in cultural outreach, and social clubs like Drinking Liberally. And for those who are looking to hop on the career track, opportunities in progressive politics are no longer limited to joining the blue blazer crowd jockeying for insider jobs in Washington.

This change in the culture of progressive youth politics is the result of a dramatic five-year shift in how young voters relate to both the Democratic Party and the progressive movement as a whole. This shift did not come out of nowhere, but is the end result of the work of thousands of activists, insiders and regular people—so-called “social entrepreneurs”—who have reshaped what it means to participate in progressive politics. Tired of the Democrats lying down before the Republicans on issue after issue,and seeing no real leadership among traditional political youth groups, these individuals worked to build their own progressive countermovement, in the process creating what is know as the “[dot] Org Boom,” an explosion of organizations founded by and for young people.

This boom can be broken down into three distinct stages. The initial phase began in 2003 and lasted through the 2004 election and was characterized by outsiders crashing the political gates (a parallel movement to what was happening at the time in the blogosphere), an embrace of peer-to-peer outreach tactics, and a desire to make political engagement culturally relevant to a new generation of voters.

The second phase, lasting from 2005 to 2006, was a mini-bust followed by a regrouping. During this phase, many organizations that had helped launch the initial movement faded away,either due to the disappointing conclusion to the 2004 election or the withdrawal of funds by donors looking to reassess their investments. This second phase was also marked by the increasing professionalization of the movement through the influx of DC insiders and organizations and a divvying up of the movement into various “sectors” that mirrored progressive funding analyses of the conservative movement.

Today, deep into the 2008 campaign cycle, we are entering the third phase of the [dot] Org Boom. What will emerge as the defining characteristics of this stage are still largely undefined, though it is likely to be marked by increasing localization and the adoption of new technologies. These trends can already be seen in the growth of state-based youth organizations, the formation of Students for Barack Obama, which rose to prominence through its use of FaceBook to grow a student army for Senator Obama’s presidential campaign, and in the changing giving patterns of major donors, who will have an outsized influence on how this third phase unfolds.

Read more excerpts

Michael Connery has written a spirited and savvy guide to the "Millennial" generation that is reshaping progressive youth politics. If you want to understand the ideas, action, spirit and people building the progressive majority of our future— read this book!

- Katrina vanden Heuvel, Editor & Publisher, The Nation