Wednesday, July 30, 2008

Το παιχνίδι με τους θεσμούς και η μέθοδος Πούτιν

Η αντικατάσταση του βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Μανώλη από το α' θερινό τμήμα της Βουλής συνιστά ένα ακόμη τρανό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση παίζει με τους θεσμούς. Τώρα πια η κυβερνητική πλειοψηφία, κάθε φορά που θα φοβάται καταψήφιση των ρυθμίσεων που προωθεί, θα αποσύρει όχι τα νομοσχέδια αλλά τους βουλευτές. Πρωτότυπο και προωθημένο.

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η προσπάθεια εξυγίανσης των ζημιογόνων ΔΕΚΟ μέσα από τον περιορισμό των όποιων υπερβολών, απ’ τις δεκάδες που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν. Η αντικατάσταση του βουλευτή της ΝΔ με συνοπτικές διαδικασίες αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου σε μια σειρά από θεσμικά unfair.

Παρακολουθούμε τις τελευταίες δύο εβδομάδες στο μέσο του Καλοκαιριού την προώθηση δύο νομοσχεδίων που δίνουν ένα ενδιαφέρον σήμα για την ποιότητα των θεσμών στη χώρα μας. Με το πρώτο, στο οποίο μπήκε «τσόντα» και η επίμαχη τροπολογία για τις ΔΕΚΟ, αποκεφαλίζεται ο επικεφαλής της Αρχής διερεύνησης μαύρου χρήματος Γ. Ζορμπάς στο μέσο κρίσιμων και ενοχλητικών ερευνών που μπαίνουν έτσι στο ντουλάπι. Με το δεύτερο υπονομεύεται ο θεσμός της αυτοδιοίκησης των μεγάλων δικαστηρίων.

Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι σταθερό, αναπόσπαστο και συνυφασμένο με την σύγχρονη δημοκρατία χαρακτηριστικό είναι ο έλεγχος και η μεταξύ των διαφόρων θεσμών εξουσίας εξισορρόπηση (checks and balances). Ωστόσο, στην Ελλάδα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι πενιχρός διότι υπόκειται στον κανόνα της πλειοψηφίας και ο δικαστικός είναι υπαρκτός αλλά εξασθενημένος από τα χρόνια προβλήματα της απελπιστικά καθυστερημένης έκδοσης των αποφάσεων και της προσπάθειας πολιτικής χειραγώγησης.

Σ’ αυτή την κατάσταση συνεισφέρει και η θεσμική παρουσία της ηγεσίας της δικαιοσύνης, η οποία έχει χαρακτηριστεί από πολλές πλευρές απογοητευτική. Και πώς να μην είναι άλλωστε, αφού τον τελευταίο μόλις χρόνο μάθαμε ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μπορεί να αποφασίζει συμπεριλαμβανομένων τηλεφωνικών ψήφων (υπόθεση των συμβασιούχων) χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας και είδαμε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί εκτός αρμοδιότητας (υπόθεση καμερών) σχετικά με νομικό ζήτημα που εκκρεμούσε ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως του αρμόδιου κατά το Σύνταγμα δικαστηρίου. Ποιον σεβασμό στους κανόνες και τους θεσμούς να εμπνεύσουν στην κοινωνία μετά από αυτά οι ανώτατοι δικαστές;

Ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών λειτούργησε από την αρχή ενοχλητικά απέναντι στην πολιτική εξουσία και δικαίωσε το σκοπό του σε μία χώρα όπου ο πήχης των κανόνων τίθεται ψηλά για να παραβιάζεται εύκολα. Εμβάθυνε το κράτος δικαίου και προώθησε την προστασία των δικαιωμάτων και την έννοια της αξίας του πολίτη απέναντι σε ένα κράτος πλατύ και αυθαίρετο. Ακόμα κι αυτός ο θεσμός, όμως, δέχτηκε και συνεχίζει να δέχεται συνεχή χτυπήματα. Είναι γνωστό ότι επιχειρήθηκε παράκαμψη του ΑΣΕΠ με τη διαδικασία των συνεντεύξεων και ότι η μισή κυβέρνηση (Υπουργείο Παιδείας, Άμυνας, πρώην Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης) τσακώθηκε και πήγε στα δικαστήρια για να λύσει τις διαφορές της με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Χθες δημοσιεύτηκαν στο τύπο στοιχεία για τη δραστική μείωση του προϋπολογισμού των ανεξάρτητων αρχών με το ΑΣΕΠ χαρακτηριστικά να λαμβάνει φέτος 4 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα σε σχέση με πέρυσι.

Η σχέση αντίθεσης και σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων θεσμών εξουσίας είναι δεδομένη και επιθυμητή και οργανώνεται άλλωστε από το ίδιο το Σύνταγμα. Ωστόσο, η σημερινή πολιτική εξουσία υπερβαίνει την αντίθεση αυτή και χτυπάει κατευθείαν τους ίδιους τους θεσμούς. Οι κανόνες τηρούνται μόνο όταν αυτό είναι πολιτικά επωφελές και συμβατό με το ύφος «κατσουφιασμένου νοικοκύρη» του εκπροσώπου του πρωθυπουργού. Όταν συμβαίνει το αντίθετο, η ελαστικότητα της ερμηνείας των κανόνων είναι τέτοια ώστε μπορεί και παραμένει ως πρωθυπουργικός σύμβουλος πρώην βουλευτής, διωκόμενος από τη δικαιοσύνη για πολιτική προστασία σε γκάνγκστερ.

Εφαρμόζεται στα δημόσια πράγματα η «μέθοδος Πούτιν». Χειραγώγηση των θεσμών, αδιαφάνεια, ελάχιστη κριτική και πολιτική αντιπαράθεση ανύπαρκτη. Μάλλον κρίθηκε ως η καλύτερη μέθοδος για την διαιώνιση της σημερινής πολιτικής εξουσίας. Ωστόσο όσο και αν την ξορκίζεις, η δημοκρατία επανέρχεται και σου χτυπάει την πόρτα ενοχλητικά.

Monday, July 28, 2008

Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας υπονομεύει τη συλλογική ευημερία

Μία από τις πιο υπο-εκτιμημένες, ωστόσο εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις των τελευταίων ετών, είναι η συνεχής επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τόσο ως προς τις τιμές (πληθωρισμός) όσο και ως προς τις επιμέρους διαρθρωτικές παραμέτρους που την προσδιορίζουν (ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον).

Την εξέλιξη αυτή δε φαίνεται να τη συμμερίζεται η κυβέρνηση, η οποία στο Επιχειρησιακό Σχέδιο «Επιχειρηματικότητα και Ανταγωνιστικότητα 2007-2013» διατυπώνει την άποψη ότι οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας τα τελευταία δύο χρόνια είναι θετικές.

Η πραγματικότητα δυστυχώς τη διαψεύδει. Χωρίς να υποτιμάμε τις έρευνες διεθνών οργανισμών που δείχνουν την Ελλάδα να κατρακυλάει στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας, από την 37η θέση το 2004 στην 42η το 2008 σύμφωνα με το IMD και από την 35η θέση στην 65η σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ WEF, ο πραγματικός καθρέφτης του προβλήματος είναι η ραγδαία επιδείνωση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Το 2007 το ελληνικό εξωτερικό έλλειμμα έφτασε το μεταπολεμικά ιστορικό υψηλό του 14,1% του ΑΕΠ από 11,1% το 2006, μέγεθος «τελείως ασύνηθες για μία ανεπτυγμένη χώρα εν καιρώ ειρήνης» (βλ. Αναστασάτος: Η Επιδείνωση του Ελληνικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών: Αίτια, Επιπτώσεις και Σενάρια Προσαρμογής, 22-7-2008).

Δυστυχώς όμως, ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιδιώκουν να εντάξουν τον προβληματισμό γύρω από τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε περίοπτη θέση στο δημόσιο λόγο τους. Ορισμένα εξ’ αυτών λόγω ιδεολογικής διαφοροποίησης (ΚΚΕ), τα υπόλοιπα, επειδή η αναγωγή της ανταγωνιστικότητας σε σημαντική οικονομική και κοινωνική αξία δεν συνάδει με τη λογική της εξατομικευμένης ανθρωποκεντρικής προσέγγισης που έχουν υιοθετήσει στον πολιτικό τους λόγο. Έτσι λοιπόν καταλήγουμε σε μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση ψεύδεται, η κομμουνιστική αριστερά απορρίπτει ολοσχερώς την αξία της ανταγωνιστικότητας και οι υπόλοιποι «τα μασάνε» μη θεωρώντας την σημαντικό θέμα για τους πολίτες ή έστω προτεραιότητα για την εθνική οικονομία.

Το θέμα όμως είναι ουσιώδες και εξαιρετικά κρίσιμο. Η ανταγωνιστική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται μεσοπρόθεσμα να μειώσει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης που σήμερα βρίσκεται στο 3%. Η συγκεκριμένη εξέλιξη μας αφορά όλους με πρώτους και κύριους τους νέους, αφού υπονομεύει την προοπτική για οικονομική και κοινωνική άνοδο στο μέλλον μέσω της απασχόλησής σε ποιοτικές θέσεις εργασίας που δημιουργεί η αναπτυξιακή διαδικασία.

Το πρόβλημα πηγάζει από δομικές αδυναμίες της εθνικής οικονομίας και εντοπίζεται στα εξής πεδία.

Πρώτον, στο γεγονός ότι ο ελληνικός πληθωρισμός, από τη στιγμή της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ, διατηρείται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συνήθως άνω της μίας ποσοστιαίας μονάδας. Ο υψηλότερος αυτός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τη μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας από το 2005 και μετά καθώς και τη συνεχιζόμενη ανατίμηση του ευρώ έναντι των ξένων νομισμάτων, καθιστά την Ελλάδα μια εξαιρετικά ακριβή χώρα στο εξωτερικό, οδηγώντας σε μια πραγματική ανατίμηση της αξίας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών της τάξης του 18% με 24% σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Δεύτερο πρόβλημα αποτελεί η πάγια πρακτική των κυβερνήσεων να συμμορφώνονται επιφανειακά στο κοινοτικό οικονομικό κεκτημένο, αντί να προωθούν με μεθοδικότητα ουσιαστικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και αύξηση των ευκαιριών ποιοτικής απασχόλησης για όλους και όχι μόνο τους νέους. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι να απορεί κανείς που σύμφωνα με όλες τις πρόσφατες έρευνες των διεθνών οργανισμών η επίδοση της χώρας μας φθίνει σε όλους τους επιμέρους διαρθρωτικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας, από τα δημοσιονομικά και το θεσμικό περιβάλλον που διέπει την επιχειρηματικότητα μέχρι την εκπαίδευση και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η οικονομία.

Τέλος και ίσως πιο σημαντικά, η Ελληνική οικονομία δεν έχει κερδίσει έως τώρα το στοίχημα της ποιότητας. Παρότι έχει σημειωθεί πρόοδος στο τεχνολογικό περιεχόμενο και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, η Ελλάδα, με ορισμένες εξαιρέσεις, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ισχυρά brand names. Παραμένουμε έτσι μια οικονομία που ανταγωνίζεται με βάση το ελάχιστο κόστος, και η οποία κατευθύνει σταθερά ένα σημαντικό τμήμα των ιδιωτικών επενδύσεων στην οικοδομική δραστηριότητα και την αγορά κατοικίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ενώ κατηγοριοποιούνται στις επενδύσεις, δεν έχουν τις ίδιες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο συνολικό εισόδημα με αυτές που έχουν οι παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται κατά κόρον στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά.

Αποτελεί κατά την άποψή μας κοινή λογική ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας, τον περιορισμό της προ-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κράτους κι ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού προς την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα υψηλών δυνατοτήτων, την αναβάθμιση και την αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την επένδυση στην ποιότητα και την καινοτομία πρέπει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει το τέλος της εύκολης ανάπτυξης που χαρακτήρισε τη μεταπολιτευτική περίοδο με την εκτεταμένη μαύρη οικονομία, τις χαμηλής προστιθέμενης αξίας μικρο-επιχειρήσεις και το αναποτελεσματικό κράτος των προσοδοθήρων και των free riders. Θεωρούμε ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από μία επένδυση στην ποιότητα και σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην οικονομία αποτελεί διέξοδο για τη γενιά των 700 ευρώ. Επιπρόσθετα, έτσι μόνο θα αποκτήσει πρακτική αξία και η όλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα με αφορμή το σκάνδαλο της SIEMENS περί αλλαγής μοντέλου ανάπτυξης και μεταμόρφωσης του εγχώριου πολιτικού σκηνικού. Διαφορετικά ό,τι και να λέμε θα αποτελεί κούφιο ριζοσπαστισμό η υιοθέτηση του οποίου θα συνεχίσει να υπονομεύει την προοπτική μιας μακροχρόνιας βιώσιμης ανάπτυξης.

Sunday, July 27, 2008

Η γενιά χωρίς όνομα

Γιατί άραγε να πρέπει μια γενιά να έχει «κωδικό-όνομα»; Ευτυχώς που κάθε νέα γενιά ζει έτσι ή αλλιώς τη ζωή της και, αδιαφορώντας για εκείνους που τρέχουν να την αναλύσουν, φτιάχνει το μέλλον


Η επόμενη γενιά της περίφημης «Χ», που αυτοπροσδιορίστηκε μέσα από το βιβλίο του Douglas Coupland, αναζητεί το δικό της όνομα όχι τόσο για να αποκτήσει ταυτότητα όσο για να έχουν έναν «κωδικό» οι αναφορές σε αυτήν και να διευκολύνονται όσοι επιμένουν να βάζουν τις ολόφρεσκες ομάδες των νέων ανθρώπων στο μικροσκόπιο.

Αν έφθανε ένα «Υ» στη λογική του επόμενου γράμματος του λατινικού αλφαβήτου θα ήταν για να περιγράψει τους ανθρώπους που γεννήθηκαν μεταξύ 1977 και 2002. Τα μικρά αδελφάκια των διάσημων «Χ», της μουσικής γκραντζ και του Διαδικτύου.

Την κουβέντα θέλησε να ξανανοίξει η εφημερίδα «Washington Post» για να διευκολύνει και να απαλλάξει τους νέους, μεταξύ 16 και 30, από χαρακτηρισμούς όπως η γενιά-μιλένιουμ, οι «τεκνοσέξουαλ», ή η γενιά του i-pod και της εικονικής πραγματικότητας (VR όπως virtual reality). «Τι έρχεται μετά την Generation Χ;» αναρωτιέται η εφημερίδα. Και οι απαντήσεις αφήνονται στα χέρια κάποιων που μπήκαν στη διαδικασία να δώσουν μικρές συνεντεύξεις χωρίς κατ' ανάγκην να συνιστούν κάποιας μορφής αντιπροσωπευτικό δείγμα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες φθάνουν τα 70 εκατομμύρια, στην Ιταλία (με βάση την αναπαραγωγή του ίδιου ρεπορτάζ στις σελίδες της «Repubblica») είναι γύρω στα 5 εκατομμύρια. Καθένας έτοιμος να μιλήσει για τη «δική του» γενιά. Χαλαρά και ήρεμα, χωρίς να πολυσυνειδητοποιεί ότι μπαίνει σε μια διαδικασία, αφού δεν είναι τυχαία η γενιά που «βρίσκεται σε σύνδεση επί 24ωρης βάσης», πρωταγωνίστρια λαμπρή της απέραντης ηλεκτρονικής κοινότητας, φορέας ενός εικονικού-εγώ στο περίφημο Second Life, μια γενιά που βιώνει διαφορετικά την έννοια της συμμετοχής, οργανωμένη σε νέου τύπου νομαδικές «φυλές».

Ξεφεύγουν από τις κατηγοριοποιήσεις γιατί, όπως λένε τα αδέλφια αλλά και οι γονείς τους, καθένας τους φτιάχνει το προσωπικό του σύμπαν από πάθη και ενδιαφέροντα. «Διαφέροντας σαφώς από τους λεγόμενους baby-boomers, γεννήθηκαν σε μια κοινωνία που δεν τους δίνει υποσχέσεις για το μέλλον τους, ζουν την καθημερινότητά τους σε ένα σενάριο σκοτεινό, μεγαλώνουν σε μια κατάσταση κρίσης των αξιών και των προοπτικών που ανοίγονται μπροστά τους και αναπτύσσουν, ή τέλος πάντων προσπαθούν να διατηρήσουν μια συμπεριφορά ρεαλιστική και ταυτόχρονα αισιόδοξη. Είναι έτοιμοι να προσφέρουν μέσα από τον εθελοντισμό και να απασχοληθούν με θέμα περιβαλλοντικά», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Vanni Codeluppi.

Κάποιοι ήθελαν να προσδιορίζονται μέσα από αναφορές στο κίνημα των πανκ ή των χίπις. Άλλοι προέβαλαν την ταυτότητά τους με τις μάρκες των ρούχων τους, όπως η T-generation της δεκαετίας του '80, με τα Converse, τα Adidas κι ένα σωρό άλλες αναγνωρίσιμες επιλογές. Αυτή η γενιά όμως δεν θέλει να έχει αίσθηση της κρίσης, βολεύεται με λίγη θαλπωρή που της προσφέρει η ομαδοποίηση σε όποιο κοινωνικό πακέτο τη χωρέσει, ζει μέσα στην οικογένεια και διαμορφώνει μια κάστα προνομιούχων καταναλωτών. Φυσικά, όπως διευκρινίζει ο Vanni Codeluppi, η αγορά δεν τη χάνει καθόλου από τα μάτια της και αναζητεί σταθερά τρόπους για να την προσεγγίσει.

Όσον αφορά τη μουσική που προτιμά, κάνει διακρίσεις υπέρ της ποπ και βολεύεται άνετα με ό,τι μπορεί να «κατεβάσει» χωρίς χρεώσεις από το Ιντερνετ. Ψάχνει ανεξάρτητες παραγωγές και δεν ντρέπεται να δείξει την προτίμησή της σε όσα της άφησαν κληρονομιά οι αμέσως προηγούμενοι.

Η τηλεοπτική σειρά «Lost generation» την άγγιξε ιδιαίτερα, ίσως γιατί καλύπτει το κενό που αισθάνεται και η ίδια και εκφράζεται μέσα από την ανάγκη της να ξανα-ανακαλύψει τον κόσμο και την ίδια τη ζωή.

Στον κινηματογράφο αφήνεται να γοητευτεί ακόμη από τον «Indiana Jones» αλλά και από παραγωγές, όπως η «Juno». Οι ανεξάρτητες παραγωγές τραβούν κι εδώ το ενδιαφέρον της.

Κι ίσως με λίγα λόγια, στην αναζήτηση μιας ταυτότητας για τη γενιά αυτή, να είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς σε κάθε λογής υποκουλτούρα και να 'χει μια ελαστικότητα ώστε να μην κολλήσει στην προσπάθεια ερμηνείας αντικρουόμενων χαρακτηριστικών, σε μια εποχή με πολυμορφική ταυτότητα!

Μια πασαρέλα με ατελείωτα πήγαιν'-έλα, από γενιές με όνομα ή χωρίς, ανοίγεται μπροστά στα μάτια όποιου επιχειρήσει τουλάχιστον μεταπολεμικά να φτιάξει «κουτάκια» ταξινόμησης των νέων, με ρεύματα ξεκαθαρισμένα ή ανάκατα, με κουλτούρες μπερδεμένες στο κουβάρι που πλέκει, πριν το πολυκαταλάβουμε, το μέλλον μας...*

Friday, July 25, 2008

What Comes Next After Generation X?

As a Demographic, Millennials Don't All See It as the Best Label

By Ian Shapira
Washington Post Staff Writer
Washington Post
Sunday, July 6, 2008

Everyone knows the G.I. generation of World War II and the baby boomers who followed. And everyone knows the late-20th-century demographic labeled with the non-label generation X.

But the next generation, a growing force in presidential politics, the job market and the spread of social networking, is harder to define. Lumped under millennials or generation Y, some in their 20s and early 30s say those titles and others ginned up almost daily in a brand-obsessed pop culture confuse them. They are unsure what most encapsulates their experience.

For Doan Nguyen, 26, a photo editor at the nonprofit Conservation International, figuring out her generation has become a mission, prompted partly by a documentary she is filming. One recent night at her District rowhouse, she mulled over the issue with Marshall Maher, 32, the nonprofit group's spokesman.

Maher, who considers himself between generations, ruminated about the millennials. "They're about second life," he said. Virtual reality. "I don't know if I can, like, relate."

Nguyen looked defeated. "I don't know where I am in this generational timeline," she said.

No doubt it has always been difficult for generations to accept labels and generalizations. But some in the post-X generation say their puzzlement over their collective identity is more pronounced because their formative experiences have been so splintered. Reared on rapid-fire Internet connections and cheap airline tickets and pressured to obtain multiple academic degrees, many of these young adults grew up with an array of options their parents or older siblings did not have.

"People resist labels more among the millennials because there's more subcultures," said Michael Connery, 30, author of the political book "Youth To Power."

"It's a fragmented culture in a way that it's never been. You know how baby boomers ask, 'Where's the protest music?' and lament the lack of youth activities? There is protest music, but it's so broken up into niche audiences that it doesn't gain as much traction."

Nguyen's conversations with her peers illuminate how society's shorthands easily confuse some in this age group. Some say they feel post-generational. Others say an agreed-upon label would confer a sense of historical status.

"Did Tom Brokaw write a book about us?" Maher asked, referring to the former NBC news anchor's bestseller on those who came of age in World War II. "That's my concern. We didn't get a 'Greatest Generation' book."

"Not yet," Nguyen said.

Neil Howe, who coined "millennials" with William Strauss, predicted that the generation's preference for consensus-building and nonstop, digital communication will alter business and political landscapes. Businesses, he said, will accommodate this generation by creating more team projects, and millennials will tend to reject the negative and moralistic politics they witnessed as children.

"Millennials will be the next powerhouse political generation," he said, adding that their use of technology often startles previous generations. "Millennials are turning information technology toward community-building, like you are always plugged into your friends. Frankly, for many boomers, this is an Orwellian nightmare."

Here's how the generational constellation breaks down:

Baby boomers, experts say, were born from 1943 up to 1960 (although the U.S. Census extends the range to 1964) and are characterized as idealists and moralists who fought over war, gender inequality and race. Generation X, born between the early 1960s and the early '80s, is described as economically conservative and disaffected, influenced by Ronald Reagan's presidency (and Michael J. Fox's preppy Alex P. Keaton character in the television sitcom "Family Ties"). Millennials, who experts say were born either in the late 1970s or '80s to the early 2000s, are said to have grown up sheltered and are risk-averse.

Complicating matters, millennials are sometimes known as generation Y. Then there's the Facebook or YouTube generations. Echo boomers is also bandied about. The presidential campaign has spawned the Obama generation, a nod to Sen. Barack Obama's reliance on young Democratic voters. (The Illinois senator, born in 1961, regards himself as a "post-boomer." The presumptive Republican nominee, Sen. John McCain of Arizona, born in 1936, belongs to what social theorists describe as the "silent generation.")

Some recycle Brokaw's terminology, noting the new generation's interest in public service. Last month on "The Daily Show with Jon Stewart," Sen. James Webb (D-Va.) said that armed forces in Iraq and Afghanistan deserve a 21st century G.I. Bill for education. "We keep saying this is the next 'greatest generation,' and we have seen everything they have done since 9/11," Webb said. "We ought to give them the same opportunity."

Another take is coming to television this month: "Generation Kill," an HBO miniseries, based on an Evan Wright book, about Marines at the start of the Iraq war. Still, many young people don't see the war as their defining experience. Some suggest it is the amassing of academic degrees and student loan or credit card debt.

In a three-week period of generational kibitzing, Nguyen interviewed several young people for her sister Thuc's documentary on the presidential election. One night, they met at a friend's Dupont Circle apartment. Seated on futons and surrounded by books and Trader Joe's wine bottles, the interviewer and her subjects wondered, off-camera and after taping, if they belong to generation X or the millennials/generation Y.

"My sister is 32. We believe them to be generation X, but it's not that many years apart," said Giacomo Abrusci, 26, an American Chemical Society project coordinator. "But they managed to get through their education without technology."

Nguyen said that Thuc, 32, says she's in the previous generation but identifies more with the younger one. "My sister thinks she's in gen X, but she's also super into Facebook and MySpace."

Nguyen and her friends sifted through various labels without knowing their origins: generation X (the name of a Douglas Coupland 1990s novel on post-boomer angst), generation Y (an alphabetical sequel) and millennials.

"I don't pay attention to labels," said Kate Gersh, 28, a nonprofit grant writer and former White House intern. "I've never heard of millennials."

"What about generation Y?" asked John Williams, 28, a part-time waiter and international development company recruiter.

"No," Gersh said.

"Yeah, I think you're supposed to spell it W-H-Y," Williams said.

Abrusci thought of something: "I read another definition of us as generation T -- because we wear T-shirts . . . that cost, like, $120."

Nguyen nodded. On her bookshelf at home, she has a book, tagged with pink stickies, titled "Generation T: 108 ways to transform a T-shirt."

Some research suggests that people in their 20s and 30s might be defined by their politics. They are the first generation in at least three that calls itself "liberal," said Michael Hais, who with Morley Winograd wrote "Millennial Makeover: MySpace, YouTube & the Future of American Politics."

A Washington Post-ABC News poll in May found that 59 percent of 18- to 34-year-olds are Democrats or Democrat-leaning independents and that 58 percent would favor Obama over McCain.

Another night, at Nguyen's rowhouse, many were split on whether the Sept. 11, 2001, terrorist attacks marked them. "Things like 9/11 or the Iraq war . . . we were too old to be shaped by that," said consultant Leah Bannon, 24. (She added later that the disputed 2000 election was more influential.)

"I think it's where you were when it happened," said Colleen Vollberg, 27, a nonprofit program coordinator, recalling Sept. 11. "I saw people jumping out of one of the towers."

Talk turned to whether Obama would be their emblem. But Nguyen said she doubted young people are more politically active. "You've heard of 'Rock the Vote' for years, and it's like, we're still not voting," she said.

Actually, votes cast by 18- to 29-year-olds rose 25 percent in the 2004 election, compared with 2000, and participation by young voters in this year's primaries rose in nearly all states where comparable data were available, according to the Center for Information & Research on Civic Learning and Engagement at the University of Maryland.

For her last interview, Nguyen met Will Bower, 35, a Thomson Reuters researcher, at a coffeehouse near Dupont Circle.

Bower felt old. "I am 35, and it sounded like you were wanting younger for the interview," he said.

"I think we're interviewing people from ages 18 to 35," Nguyen said.

"Generation . . . Atari," Bower interjected. "Well, yeah, X can be broken down to Atari and Nintendo. So, I'm still generation Atari."

"I wasn't allowed to play video games," Nguyen said. "I did play Nintendo because I would sneak to my neighbor's house because I liked 'Super Mario.' "

Nguyen smiled. Finally, she figured it out. She belongs to generation Nintendo.

Staff polling analyst Jennifer Agiesta contributed to this report.

Thursday, July 24, 2008

Μίζον ελληνικό λεξικό ΙΙ

Του Φιλολόγου

© ppol, 22-07-2008

Ένωση Ελληνικών Τραπεζμιζών (η): τα μέλη τους ελέγχονται αυστηρά από την Κεντρική Τραπεμίζα της χώρας, ειδικά για τα ψιλά γράμματα των δανειακών συμβάσεων και γενικά για όσα δεν είναι bold, δηλ. έντονα μαύρα.

Εθνικό Νόμιζμα (το): μέτρο συναλλαγών ειδικά στις δημόσιες προμήθειες, εκφραζόμενο σε ποσοστό -επί των πωλήσεων ή επί του τζίρου. Όχημα εκδυτικισμού-εκχρηματισμού, υποκατέστησε τις «συναλλαγές σε είδος» της παραδοσιακής κλειστής και αυτάρκους οικονομίζας, ανοίγοντας τα φτερά της στο «fast growth». Στοιχεία εντούτοις της παραδοσιακής ανταλλαγής σε είδος επιβιώνουν ακόμη, με έμφαση στις οικιακές συσκευές, όπως λεμονοστίφτες και αλατιέρες για νεόνυμφους, στεγνωτήρια για μετά το πλύσιμο, καθώς και τηλεφωνικά κέντρα, αλλά τα τελευταία αυστηρά εκτός προεκλογικής περιόδου (ο σχετικός δρακόντειος νόμος εφαρμόζεται δίχως έλεος).

Επιτροπή Ανταγωμιζμού (η): Κέρβερος-προστάτης της ομαλής λειτουργίας του καπιταλμιζμού (βλ. λ), ελέγχει αυστηρά τις εταιρείες που συνεννοούνται μεταξύ τους για το ύψος της προσφερόμενης μίζας σε δημόσιους διαγωνισμούς (σπάει τα λεγόμενα «καρτέλ της μίζας»). Στις έρευνές της εφαρμόζει εσχάτως σύγχρονη αποτελεσματική (εξ εσπερίας ορμώμενη) μεθοδολογία, σύμφωνα με την οποία η συνεργαζόμενη εταιρεία, εφόσον δώσει επαρκή μίζα σε στελέχη της επιτροπής, μπαίνει σε ειδικό καθεστώς επιείκειας και νομικής προστασίας.

Ίδρυμα Μίζονος Ελληνισμού (το): ασχολείται κυρίως με τη δόξα της ελληνικής διασποράς (των χρημάτων). Συγκεκριμένα, αναδεικνύει το έργο της ελληνικής διασποράς στο «Μιζούρι» (βλ. λ.). Επίτιμος πρόεδρός του ο Πρόδρομος ή «Μάκης-το-πιο-γρήγορο-πιστόλι», άτομο με μεγάλη κοινωνικότητα, με πολλές συμπάθειες και ακόμη πιο πολλούς λογαριασμούς. Πρόσφατα ιδρύθηκε παράρτημα του Ιδρύματος στο Μπακού.

INTRACONOM (η): (εθνική) συμπρομηθεύτρια της Miesens (βλ. λ).Σύμφωνα με τα λαγωνικά των ελληνικών MMZE (βλ.λ) που έχουν ξαμοληθεί στο κατόπι της και στα μυστικά κιτάπια της, μπας και βγάλουν κάνα λαβράκι-σκάνδαλο, ΔΕΝ ΕΔΙΝΕ ΔΕΚΑΡΑ ΤΣΑΚΙΣΤΗ ΣΕ ΜΙΖΕΣ. Προφανώς το υστέρημά της ξεζούμιζε ο, αχόρταγος για τίτλους και ακριβές μεταγραφές, Ντούσκο.

Καπιταλμιζμός (ο): ελληνική εκδοχή του διεθνώς γνωστού και κυρίαρχου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Σύμφωνα πάντως με ενδελεχή και λεπτολόγα μαρξιστική-λενισνιστική ανάλυση και σχετική απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, δεν διαφέρει σε τίποτε από το πρωτότυπο.

Μείον 3% (μίζα, η): χρωματικό φαινόμενο, κατά την οποία λίγο γκρίζο (αποκαλούμενο «φόρος» για καθαρά νομοτεχνικούς λόγους) αφαιρούμενο από το συνολικό μαύρο (κατράμι) αποδίδει, διά νόμου, λευκό!

Μιζαίος χώρος (ο): σύμφωνα με την Πολιτική Επιστήμη, πρόκειται για τμήμα του εκλογικού σώματος χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και κομματικές ταυτίσεις, φαινόμενο που διευρύνεται στους μεταμοντέρνους καιρούς μας. Η ψήφος του είναι κυμαινόμενη ακολουθώντας κυνικά αυτόν που εκάστοτε πλειοδοτεί στη μίζα. Προτιμά τα ζητήματα της λεγόμενης «καθημερινότητας».

Μιζαίωνας (ο): σκοτεινή ιστορική περίοδος μεταξύ δύο περιόδων πολιτισμιζικής ακμής. Στην Ιταλία ονομάστηκε «καθαρά χέρια» και σύμφωνα με έγκριτους Έλληνες πολιτικούς αναλυτές είχε πολύ κακές συνέπειες, που ακόμη πληρώνει η χώρα και χτυπάει το κεφάλι της. Στην Ελλάδα ευτυχώς διήρκησε τρεις μήνες σκάρτους (λέγεται και «βρώμικο 89») και χάρη στην ταχεία θεσμική θωράκιση της ημι-περιόδου Μιζολώτα (με την ευγενική χορηγία των Μίζενς & Ιντρακονόμ και την επικοινωνιακή χορηγία των ΜΜΖΕ (βλ. λ), περάσαμε ακαριαίως σε νέα περίοδο ακμής.

Μιζαλόγγου χορός (του):οι χορευτές είναι πιασμένοι σφιχτά χέρι με χέρι και προτιμούν να πέσουν στο γκρεμό όλοι μαζί παρά να χάσουν την ελευθερία τους. Αν όμως δεν πέσει ο πρώτος, τότε δεν πέφτει κανείς... και ο χορός συνεχίζεται αενάως σε πανηγυρικό κι ελευθεριάζον κλίμα.

Μιζάπινγκ (το): συνήθεια να αλλάζεις συχνά (κομματικό) κανάλι μίζας, ιδίως σε κάθε εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία (που ως γνωστόν αποτελεί και το «οξυγόνο» στης δημοκρατίας). Κάθε γνήσιος μίζνεσμαν (βλ. λ) το εφαρμόζει ανυπερθέτως.

Μιζιάρικο (το): χαρακτηρισμός για στέλεχος πολιτικής νεολαίας ή/και φοιτητικής παράταξης με πολλά πολιτσμιζικά ενδιαφέροντα: πρυτανικές εκλογές, φοιτητική στέγαση και σίτιση, επιλογή μεταπτυχιακών φοιτητών, επιτυχία στις εξετάσεις, κοινοτικά προγράμματα και γενικά οτιδήποτε προσοδοφόρο. «Ντιλετάντης» φοιτητής, δεν καίγεται να πάρει γρήγορα πτυχίο όπως οι άλλοι, δείχνοντας προτίμηση στο «σχολείο της ζωής» («δια βίου μάθηση»). Εξάλλου, αν θέλει να εμπλουτίσει το βιογραφικό του με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ, προκειμένου π.χ. να καταλάβει ένα δημόσιο αξίωμα τα αγοράζει στη μαύρη. Έχει εξασφαλισμένο πολιτικό μέλλον, διότι η βουλή κάθε τόσο χρειάζεται ηλικιακή ανανέωση. Ως κοινοβουλευτικός δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη επικράτησης της αξιοκρατίας, «απ' άκρου σ' άκρο» ή έστω «πλέριας». Ξένες γλώσσες: μόνο για γλείψιμο, ακόμη και κατουρημένων ποδιών. Στρατιωτικές υποχρεώσεις: προαιρετικές.

Μιζιμπάμπουε (η): χώρα ασαφούς γεωγραφικού προσδιορισμού, που ξεχωρίζει για δύο κυρίως πράγματα: το ένα είναι ο πληθωρισμός της (ελαφρώς ανώτερος αυτού της ευρωζώνης, ήτοι 2,200,000%) και το άλλο η διαφθορά της. Τη δεύτερη εντούτοις αμφισβητούν όλοι οι σοβαροί εγχώριοι αναλυτές και τούτο για (πάλι) δυο κυρίως λόγους: (1) διότι, όπως επισημαίνουν, άλλο πράγμα είναι η διαφθορά και άλλο η, εξορισμού υποκειμενική «πρόσληψή» της, η οποία και μόνο μετριέται από πουριτανικούς (διάβαζε: υποκριτικά ηθικολογικούς) οργανισμούς, όπως «Διεθνής Διαφάνεια» κ.ά. και (2) διότι κάθε χώρα που γνωρίζει, όπως καλή ώρα η Μιζιμπάμπουε, ταχεία και μακράς περιόδου ανάπτυξη, γνωρίζει και τα σχετικά, εξ ορισμού δευτερεύουσας σημασίας, «side effects» της τελευταίας, ήτοι «ουδέν καλόν αμιγές κακού», «όπερ έδει δείξαι». Επιπλέον, οι εγχώριοι ιστορικοί υπενθυμίζουν τη μεγάλη σχετική πολιτιστική παράδοση της χώρας, αλλά και πως το φαινόμενο είναι «συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση», όπως προσθέτουν οι εγχώριοι «ανθρωπολόγοι υπηρεσίας». Τέλος, οι ψύχραιμοι εγχώριοι παρατηρητές καλούν σε εγρήγορση ώστε, όπως λέγουν χαρακτηριστικά, να μην απορροφηθεί το πολιτικό από την ηθική και να υπάρξει ρεαλιστική στροφή σε θέματα αποτελεσματικότητας και βελτίωσης της καθημερινότητας του πολίτη, για τα οποία χρειάζεται σύσσωμος ο λαός να σταθεί πίσω από τον πρόεδρο Μιζουκάμπε (έστω, εάν χρειασθεί, επικρίνοντάς τον!).

Μίζκονος (η): νησί του Αιγαίου με πολεοδομικές και συμβολαιογραφικές ιδιαιτερότητες. Χαρακτηριστικά, ο τοπικός υποθηκοφύλαξ αρνείται να μεταγράψει συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου αν δεν βεβαιωθεί ότι ο αγοραστής είναι μιζεδοπωλείο ή έστω ανεξάρτητος μιζίτης (βλ. λ) ή το λιγότερο μίζνεσμαν (βλ. λ), ενώ η τοπική πολεοδομία δεν εκδίδει άδεια σε ακίνητο χωρίς πολλαπλές πολεοδομικές παραβάσεις, τουλάχιστον καταπάτηση αιγιαλού, και χωρίς χαρτί από το δασαρχείο ότι το οικόπεδο είναι καταπατημένη δημόσια δασική έκταση. Κάπως πιο χαλαρή, ίσως λόγω του παραδοσιακού ορθόδοξου πνεύματος ανοχής, είναι η επιτόπια ναοδομία...

Μίζνεσμαν (ο) (μίζνεσγούμαν, η): ελληνική εκδοχή του «winner» επιχειρηματία-εργολάβου δημοσίων έργων. Ιδεολογικά είναι σταθερά προσηλωμένος στην (πάση θυσία) μείωση του κράτους. Είναι, επομένως, από τους, ελάχιστους πλέον, επαγγελματίες που οι πράξεις τους είναι συνεπείς με την ιδεολογία τους.

Μιζωνιανά (τα): περιοχή της Κρήτης που σταδιακά και ανεπαισθήτως εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Λόγω ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, έχει κηρυχθεί «προστατευόμενη» από εγχώριους πολιτικούς.

ΜΜΖΕ (τα) (διαβάζεται: μιμιζέ): αρκτικόλεξο για την ελεύθερη ραδιοτηλεόραση, που διακρίνεται, εκτός από την ελευθερία, και για τον έντονο πατριωτιμιζμό της, αλλά και για τον αντιρατσισμιζμό της. Χαρακτηριστικά, σταθερό σύνθημα των αγώνων της είναι το «ελευθερία στα μαύρα 2% του τζίρου ή θάνατος», κάτι που την οδήγησε να επιζήσει χάρη στη σχετική νομοθετική κατοχύρωση-κατάκτηση για τα δικαιώματα των μαύρων.

Υπουργείο Κονομιζικών και Κονομίζας (το): με αταλάντευτο στόχο τη μείωση του χρέους και των ελλειμμάτων, αρέσκεται να εκδίδει σύνθετα προϊόντα, από αυτά που οδήγησαν και την κονομίζα των ΗΠΑ στη γνωστή υγιούς βάσεως άνθηση, τα οποία κατά εξόχως ειλικρινή δήλωση του αρμόδιου πρώην γενικού του (και εκδότη τους) ήταν «φιατάκια που τα πούλαγε για πόρσε» σε αδαείς (επιλεγμένους) διαχειριστές ταμείων ασφαλισμένων

Wednesday, July 23, 2008

Four ways to know you're an asshole at work

By Dorie Morgan

@brazencareerist.com

One of the men in my office is a real asshole. He seems to think he’s an authority on everything, even though he complains constantly that he doesn’t know how things work. I’m fairly certain he’s not doing any of the work he’s being paid to complete himself (I keep catching other people’s interns completing his work), but he will always tell you why you are doing your job incorrectly. He’s demeaning to women and treads very closely to the sexual harassment line. Wait a minute, he’s demeaning to everyone. I just have no respect for him.

At first, I tried to chalk it up to the fact that he’s a baby boomer and I’m a millennial and we just don’t see eye to eye and it must be a communication problem and so on. But then I hit me: He really is just an asshole.

And the rest of the Boomers in the office think he’s an asshole too. And since I really respect and trust those coworkers, I’m okay with writing the guy off all together.

The worst part of it: he doesn’t seem to know that he’s an asshole. Like many other aspects of his work life, he just has no clue. But he can’t be the only one in that boat.

In case you were curious if your co-workers think you’re an asshole, here are a few clues.

You enter conversations that don’t pertain to you. If I’m discussing a situation in a department meeting, and you walk by the room and enter uninvited to tell me your opinion, there’s something wrong. People will ask for your opinion if they think you have some insights or ideas that could help the situation. And if no one asks, you can find a better venue to share your ideas than bursting into a meeting.

You frequently find yourself eating alone. If you are taking lunch at noon and no one else is in the break room with you, there is a problem. Especially if noon used to be the peak lunch hour. Let’s face it: your lunch break is valuable time because it is your time. And when your coworkers start showing that you aren’t wanted during their time, its time to make a change in your behavior.

You tell your coworkers all about youbut you rarely ask your coworkers about them. I work at a small company with a family atmosphere. As a result, I hear a lot about my coworkers personal lives, which is great. It helps me to work more efficiently with my coworkers because I have a greater understanding of where people are coming from. For example, the girl next to me ran a 5k last night and she didn’t do as well as she would have liked. But after telling me about the 5k experience, she asked me about how my night class went last night. Relationships are give and take – no one wants to just hear about how great you are, they want you to ask as well. People will start to avoid you if they think you are only interested in yourself.

You bully the interns. Interns are not here to be treated like a second class citizen. Interns are here to learn, to gain work experience and hopefully, make some money. And really, when you treat my intern with a lack of respect, I lose even more respect for you. Why? I don’t want to be around you if you make yourself feel good by treating others poorly and certainly do not want my team to be around you either. And let’s not even get into the fact that I would not want you anywhere near my clients.

Is there anyway to bounce back from this behavior? I’m still not sure. Part of me thinks it just isn’t possible.

Tuesday, July 22, 2008

Η γενιά των babylosers

Άνεργοι ή με επισφαλείς θέσεις εργασίας, στηρίζονται στους γονείς τους και κάνουν εκπτώσεις στα όνειρά τους

Της Μαρίας Σπηλιοπούλου*

Η γενιά των 700 ευρώ στην Ελλάδα, γενιά των 1.000 ευρώ για την Ισπανία και την Ιταλία, γενιά iPod στη Βρετανία, είναι η γενιά των «χαμένων» κατά την επιστήμη της Κοινωνιολογίας.

Babylosers είναι ο όρος που κατέθεσε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Λουί Σοβέλ για να περιγράψει τα παιδιά των περίφημων babyboomers, που στα 30 τους, εγκλωβισμένα στην οικογενειακή εστία, στην ανεργία και σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, με πτυχία στην κορνίζα και μετρημένα ευρώ στην τσέπη, συνειδητοποιούν πως θα έχουν ένα χειρότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό των γονιών τους.


Από τη μεταπολεμική έκρηξη γεννήσεων (baby boom) της δεκαετίας του ‘50 σε ΗΠΑ και Ευρώπη και το μετέπειτα οικονομικό boom, την ανάπτυξη που συνοδεύτηκε με ένα καλύτερο επίπεδο ζωής για τη μεσαία τάξη των babyboomers, φτάσαμε στη γενιά των babylosers (χαμένων νέων), των παιδιών τους.

Όνειρα που ξεθωριάζουν

Ευρωπαίοι που γεννήθηκαν από το 1968 και μετά (στις ΗΠΑ το φαινόμενο δεν έχει λάβει ακόμη τέτοιες διαστάσεις ώστε να περιλαμβάνονται και Αμερικανοί στην κατηγορία), με σπουδές ανώτερες από εκείνες της μαμάς και του μπαμπά κατά κανόνα, βλέπουν το όνειρό τους για συνέχεια της dolce vita που γεύτηκαν μέχρι σήμερα να σβήνει.

Με ένα μισθό-χαρτζιλίκι σε μια περίοδο διεθνούς παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, χωρίς προοπτικές βελτίωσης, τι όνειρα να κάνουν;

Δεν μπορούν να αγοράσουν σπίτι, ούτε καν να νοικιάσουν, αγωνιούν σε επισφαλείς θέσεις εργασίας που δεν ανταποκρίνονται στις γνώσεις τους, κάνουν εκπτώσεις στα ταξίδια, στη διασκέδαση και τα όνειρα για τη δημιουργία της δικής τους οικογένειας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν δυο, ήτανε τρεις, γίνανε χίλιοι δεκατρείς κι έπειτα δεκάδες εκατομμύρια στη δυτική και νότια «γηραιά ήπειρο».
Κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, οικονομολόγοι, media και απλοί πολίτες βρίσκονται σήμερα να αναλύουν το φαινόμενο που θα έχει και σοβαρές δημογραφικές συνέπειες, όπως προβλέπουν, σε μια ήπειρο ήδη γηρασμένη.

Ο εμπνευστής του όρου babyloser, Λουί Σοβέλ, ετών 41, ανήκει οριακά και ουσιαστικά σε αυτήν τη γενιά των «χαμένων».

Ανατρέχει στις έρευνες και τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι η αγοραστική τους δύναμη έχει μειωθεί κατά 25% κατά μέσο όρο συγκριτικά με αυτή των γονιών τους, όταν ήταν στην ηλικία τους και ξεκινούσαν τη δική τους ζωή μακριά από την πατρική εστία.

Οι αριθμοί δεν μπορούν να αποδώσουν ωστόσο την πικρία, την απογοήτευση, την οργή, την παραίτηση που βίωσε και ο ίδιος. Εντοπίζει τη βασική αιτία της δυσάρεστης έκπληξης που περίμενε τους 30ρηδες- 40ρηδες του σήμερα, όπως δήλωνε πρόσφατα στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» και όπως συγκλίνουν πολλοί αναλυτές, στο γεγονός ότι η μεσαία τάξη που έζησε την ευημερία μετά την οικονομική ανάπτυξη των περασμένων δεκαετιών, βρέθηκε εντέλει χωρίς δίχτυ προστασίας μπροστά στην οικονομική ύφεση που εξαπλώνεται διεθνώς.

Ενδεικτικά στη Γαλλία το 1973 μόνο ένα 6% των αποφοίτων πανεπιστημίων ήταν εκτός αγοράς εργασίας.

Σήμερα το ποσοστό ανεργίας στην κατηγορία των νέων με πτυχία έχει εκτοξευτεί στο 30%, ενώ ο μέσος όρος για τους ανέργους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και εκπαιδευτικού επιπέδου, ανά τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., είναι υποπολλαπλάσιος. Πολλοί από όσους επένδυσαν λοιπόν στη γνώση, καταλήγουν να ιδρώνουν για μια θέση με μισθό ανειδίκευτου εργάτη.

Στη Βρετανία οι babylosers είναι η γενιά iPod. Μεταφρασμένο ως αρκτικόλεξο από το αγαπημένο γκάτζετ τους, είναι η «ανασφαλής, πιεσμένη, πνιγμένη στους φόρους και τα χρέη» γενιά (insecure, Pressured Overtaxed, Debtridden).

Οι ετικέτες αλλάζουν, όμως τα προβλήματα είναι τα ίδια στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Μαδρίτη ή στην Αθήνα, όπως υπογραμμίζει η ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» σε πρόσφατο σχετικό αφιέρωμα στους babylosers.

Στην Ευρώπη σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., 16 εκατομμύρια πολίτες ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.

Τη δεκαετία του ’60 ήταν κατά κανόνα οι ηλικιωμένοι. Σήμερα είναι οι νέοι που φυτοζωούν και αγωνίζονται να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Πολιτικοί αναλυτές, όπως η συγγραφέας και αρθρογράφος Αριάν Σεμίν, βλέπουν στον εκρηκτικό συνδυασμό της απογοήτευσης και της οργής τους με την πολιτική, που έχει οδηγήσει σε αυτή την πικρή πραγματικότητα, και των άνευ προηγουμένου επί δεκαετίες μαζικών διαδηλώσεών τους στους δρόμους ανά τη «γηραιά ήπειρο» τους τελευταίους μήνες, με κοινό αίτημα ένα καλύτερο παρόν και μέλλον, την «πρώτη ύλη» για μεγάλες αλλαγές και στην πολιτική σκηνή τις επόμενες δεκαετίες.

*Η Μαρία Σπηλιοπούλου είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο της δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος την Κυριακή 20-7-2008.

Monday, July 21, 2008

A Generation Under Stress? Pressure To Grow Up Too Fast Takes Toll on Girls’ Mental Health

By the Mental Health Foundation

New Girlguiding UK and Mental Health Foundation research shows pressures of premature sexualization, materialism and boredom are taking a toll on the mental health and emotional wellbeing of girls and young women.

The report, A Generation Under Stress has been published today in partnership with the Mental Health Foundation.

The research was run among girls in guiding between ten and fourteen, through focus groups conducted by Opinion Leader and an online quantitative survey.

Girls of all ages explained that pressure to grow up before they felt ready was among the greatest influences on their mental wellbeing. Feeling compelled to wear clothes that make them look older, sexual advances from boys, and magazines and websites directly targeting young girls with messages they should lose weight, wear make-up and even consider plastic surgery were identified as particularly damaging. Two-fifths admitted to feeling worse about themselves after looking at pictures of models, popstars or actresses.

One participant explained: “When I was eleven I read a teenage magazine for the first time and that is when it kind of clicked, ‘I should be like this.’”

Another said of a young girl shown in the research material: “You can see that the way she is dressing she thinks she’s older than what she is. She’s destroying who she is.”

Many girls had direct experience of friends and people they know suffering mental health problems. Two-fifths know someone who has self-harmed, a third have a friend who has suffered from an eating disorder and almost two in five know someone who has experienced panic attacks. Indeed many girls felt strongly that self-harm was within the spectrum of typical teenage behaviour – provided it only occurred infrequently – and was not necessarily symptomatic of a mental health problem.

As one girl explained: “I think cutting your arm the first time you do it is ok – it might just be stress. When it happens more than two times I think you’re starting to get … mental health issues.”

Another linked self-harm with being part of a particular social group: “One of my best mates, she was an emo, and me and Charlie stopped her because she kept cutting her wrist . . . She was doing it to fit in with the emos.”

Increased pressure to have money for the latest gadgets and clothes and was also identified as putting girls under particular pressure. Polling showed that such commercialism had caused over one-in-five girls to feel anger and sadness and a quarter to feel worried or bad about themselves. Girls felt that this growing check-list of “ideals” for young girls was giving bullies ever-more excuses to single them out – leading to stress, unhappiness and anxiety.

Girls also felt that negative feelings and behaviour that can get you into trouble – particularly aggression, anti-social behaviour and self-harm – were often prompted by boredom and having nothing to do. As one girl admitted: “If I get bored then I start becoming really aggressive.”

Other key influences on girls’ mental health emerged as bullying, family troubles, exam stress and anxiety about not living up to expectations. Three-quarters reported anxiety about testing and school work.

Facing these different pressures, many girls described struggling to manage a complex spectrum of feelings. A sixth of those surveyed often feel angry while half admit they find anger hard to manage. Around a quarter often worry (28%) and feel like no-one understands them (25%) while around half find both emotions hard to handle.

As one girl described: “I can get angry at almost anything. Sometimes I can get sad or low and not really know why.”

When asked what might help girls their age cope with difficult emotions, girls felt that stable and supportive families and friendship groups were vital to becoming resilient to mental health problems. Having someone to talk to who would not judge you – whether that be a mother, teacher, or other supportive adult – was seen to be critically important.

The research also emphasised the importance of having a safe non-pressured environment where girls are kind to each other and have the opportunity to try out new things they might be good at.

Chief Guide Liz Burnley said:

“Young girls today face a new generation of pressures that leave too many suffering stress, anxiety and unhappiness. All of us who care about young women have part to play in helping them find a way through these conflicting demands to build the confidence they need to be themselves. That is why Girlguiding UK continues to provide a safe space for girls – where no-one is trying to sell them anything or pressurize them to be someone they are not – and where they can form the friendships that we know are so important to their happiness.”

Dr Andrew McCulloch, Chief Executive of the Mental Health Foundation continued:

“Girls and young women are being forced to grow up at an unnatural pace in a society that we, as adults, have created and it’s damaging their emotional well being. We have a responsibility to put this right – we must tackle head on the difficulties that the younger generation are facing.”

A Generation Under Stress? is the third report in Girlguiding UK’s new Girls shout out! research series.


Read A Generation Under Stress


For further information, interviews, hard copies of the report, or more details on the recommendations from the youth panel please contact:

  • Champollion on 0207 149 3703/4 and 07766 017 985
  • Girlguiding UK Press Office on 0207 592 173
  • Mental Health Foundation press office on 020 7803 1130/28/26.

Thursday, July 17, 2008

Η αμήχανη αναγνώριση των κολεγίων

...Ξανανοίγει το διάλογο για το τοπίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα...

Κατατέθηκε χτες στη Βουλή, μέσα στο κατακαλόκαιρο, το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που ρυθμίζει ζητήματα λειτουργίας των Κολεγίων στη χώρα μας.

Το νομοσχέδιο είναι ακόμη μία απόδειξη της απερίγραπτης αμηχανίας και ατολμίας της κυβέρνησης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, τι ακριβώς ρυθμίζει το νομοσχέδιο;

Τα εξής εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα για τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Τι τίτλο επιτρέπεται να έχουν στην ταμπέλα τους τα Κολέγια και βεβαίως το γεγονός ότι είναι παράνομο στο εξής να έχουν κοινή είσοδο με φροντιστήρια. Ε, τώρα πια που τα Κολέγια δεν θα έχουν την ίδια πόρτα με τα φροντιστήρια αγγλικών θα αρχίσουν να έρχονται οι απόφοιτοι της Οξφόρδης και του LSE στην Ελλάδα για μεταπτυχιακά.

Το νομοσχέδιο δυστυχώς αρχίζει και τελειώνει στο εξής ένα. Στο ότι υπάγει τα Κολέγια στην εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Σε αυτόν ακριβώς τον τραυματισμένο συμβολισμό αντιδρούν με λύσσα όσοι αντιδρούν θεωρώντας προφανώς ότι τα Κολέγια όχι απλώς δεν εντάσσονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά ούτε καν στην εκπαίδευση.

Το νομοσχέδιο είναι μία ιδιόμορφη αφορμή με την οποία ξανανοίγει ο διάλογος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πέρα, ωστόσο, από τις καλές ή κακές, μεταρρυθμιστικές ή αγωνιστικές απόψεις, υπάρχουν συγκεκριμένες νομικές δεσμεύσεις.

Η Οδηγία 2005/36 υποχρεώνει τη χώρα να αναγνωρίσει επαγγελματικά δικαιώματα ανάλογα με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων στους αποφοίτους των Κολεγίων εκείνων, τα οποία συνεργάζονται με πανεπιστήμια χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να θέσει προϋποθέσεις ουσιαστικές/ακαδημαϊκές ως προς τη λειτουργία τους. Δηλαδή, ποιος διδάσκει, τι διδάσκει και ποιον διδάσκει. Αυτά ελέγχονται μόνο από τα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια.

Όμως, αυστηρές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είχαν τεθεί για τα υπόλοιπα Κολέγια που δεν υπάγονται στην Οδηγία και είναι πραγματικά περίεργο, γιατί κάτι τέτοιο δεν επιχειρήθηκε.

Τρεις είναι οι λύσεις ως προς την Οδηγία. Ή την εφαρμόζουμε, ή περιμένουμε να καταδικαστούμε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κατόπιν να την εφαρμόσουμε ή αποχωρούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα υπόλοιπα λέγονται για να λέγονται, όπως οι νομικές ανοησίες για υπεροχή του Συντάγματος και του άρθρου 16 έναντι της Οδηγίας.

Με λίγα λόγια ή θα προσαρμοστούμε ή θα βουλιάξουμε. Ή θα δούμε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Οδηγία σαν αφορμή για να αλλάξουμε προς το καλύτερο το πεδίο της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα ή θα συμβιβαστούμε με χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση από δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα κρύβοντας για μια ακόμη φορά τα προβλήματα κάτω από το χαλί.

Η ίδια η αμηχανία και η φοβία του νομοσχεδίου τουλάχιστον καταφέρνει και ανοίγει ξανά το διάλογο για την δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Ένα αγαθό που όσο περισσότερο κρατικοποιείται, άλλο τόσο χάνει το δημόσιο χαρακτήρα του.

ΔΗΜΟΣΙΟ πανεπιστήμιο είναι το αυτοδιοίκητο πανεπιστήμιο που αξιολογείται από το κράτος, χρηματοδοτείται από το κράτος αλλά που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΡΑΤΟΣ.

Η κυβέρνηση χωρίς διάθεση, τόλμη και σχέδιο και μάλλον εν αγνοία της ξανανοίγει το διάλογο.

Tuesday, July 15, 2008

Η γενιά των 700 θέλει μικτό σύστημα ασφάλισης

Διαβάσαμε προχτές στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία την άποψη του επιστημονικού συμβούλου του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, κυρίου Σάββα Ρομπόλη, σύμφωνα με την οποία η γενιά των 700 ευρώ δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα 199 ευρώ που απαιτούνται κατά μέσο όρο κάθε μήνα για την αγορά μιας ιδιωτικής σύνταξης αξίας 1000 ευρώ το μήνα μετά τα 65.

Φυσικά και δεν τα διαθέτει. Από τη στιγμή που ένας νέος εργαζόμενος για να πάρει 700 ευρώ στο χέρι καθαρά απαιτείται να καταβάλει μαζί με τον εργοδότη του περίπου 400 ευρώ μηνιαίως στο κρατικό ταμείο, πώς άραγε να μείνουν λεφτά για συμπληρωματική αποταμίευση άλλου τύπου;

Μάλιστα, δε φτάνει που τα ποσά των εισφορών είναι τόσο μεγάλα, ακόμη χειρότερα, μέσα από το υπάρχον σύστημα συντάξεων, το «βισμαρκικό» όπως θα έλεγε κι ο κύριος Ρομπόλης, ΔΕΝ φτάνουν καν να εκπληρώσουν στο ακέραιο τις υποσχέσεις που έχει αναλάβει η πολιτεία έναντι των ασφαλισμένων στο μέλλον(!!!). Ως αποτέλεσμα παρατηρούμε χρόνο με το χρόνο ότι παρά τις υψηλές εισφορές οι όροι ασφάλισης για τους νέους αναθεωρούνται προς το χειρότερο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ασφαλισμένοι πολλών ταχυτήτων και να υποτάσσεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η μία γενιά στην άλλη με τη δικαιολογία ότι πρέπει «να συμμαζευτεί» το σύστημα.

Η λύση, όμως, δεν μπορεί να αφορά μόνο τον εξορθολογισμό του συστήματος. Εδώ και χρόνια βρίσκονται σε λειτουργία δύο θεμελιώδεις δυνάμεις οι οποίες ακόμα κι αν το σύστημα δούλευε ρολόι θα δημιουργούσαν πρόβλημα. Πρώτον, η καθυστερημένη είσοδος των νέων στην εργασία, μετά τα 25, και δεύτερον η γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα, είναι δυνάμεις που έχουν ως άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των εξαρτημένων ατόμων (συνταξιούχων) και να μειώνεται παράλληλα ο αριθμός των εργαζομένων που εισφέρουν στο σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την εξαίρεση ορισμένων, ομολογουμένως μετρημένων στα δάχτυλα περιπτώσεων, στα περισσότερα ταμεία έχουμε ξεφύγει εδώ και καιρό από την αναλογία 4/1 (τέσσερις δουλεύουν, ένας παίρνει σύνταξη), που είναι το φυσιολογικό, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ελλείμματα.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που αποτελεί τον αρχαιότερο και ταυτόχρονα έναν από τους μεγαλύτερους ασφαλιστικούς οργανισμούς των Βαλκανίων, η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (Νοέμβριος 2007), το 2006 ήταν 2,53 προς 1, με αποτέλεσμα για το συγκεκριμένο έτος να προκύπτει έλλειμμα γύρω στο 0,74% του ΑΕΠ ή αλλιώς 1,393 δις ευρώ. Φυσικά, τέτοια ελλείμματα οφείλουν να καλύπτονται από τη θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση η οποία έχει οριστεί στο 1% του ΑΕΠ. Όμως το εύλογο ερώτημα είναι μέχρι πότε;

Ceteris paribus, υπολογίζεται ότι το έλλειμμα το 2020 θα ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ, αγγίζοντας το 1,4% το 2025, για να εκτοξευτεί στο 6% το 2045, έτος κατά το οποίο κάποια από τα μέλη της γενιάς των 700 ευρώ θα πάρουν σύνταξη, και στο 7,24% του ΑΕΠ το 2055, έτος κατά οποίο ευελπιστούμε να έχουμε συνταξιοδοτηθεί όλοι.

Σημειωτέον ότι τα παραπάνω ισχύουν μόνο για το ΙΚΑ. Γιατί, αν λάβουμε υπόψη το αναλογιστικό έλλειμμα ολόκληρου του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) είναι βέβαιο ότι θα τρομάξουμε όταν συνειδητοποιήσουμε ότι, μόνο για τον κλάδο κύριας σύνταξης, εκτιμάται αναλογιστικό έλλειμμα της τάξης των 337 δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 153% του ελληνικού ΑΕΠ.

Η λύση φυσικά σε όλα αυτά δεν είναι ο ασφαλιστικός νόμος της κυρίας Πετραλιά. Είναι προφανές, ακόμα και στον πιο αδαή περί τα συνταξιοδοτικά, ότι οι πρόσφατες αλλαγές δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές προκλήσεις. Η κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι μείωσε τις συντάξεις και αύξησε τα όρια ηλικίας για τις μητέρες με ανήλικα τέκνα με στόχο να περικόψει δαπάνες, τελικά εκτιμάται ότι σώζει μόλις 11 δις ευρώ σε βάθος πενηντακονταετίας, κι αυτό μόνο στο κύριο σύστημα συντάξεων. Δηλαδή ψίχουλα.

Ούτε όμως κι οι απόψεις της ΓΣΕΕ περί δήθεν καλύτερης διαχείρισης και αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης αποτελούν λύση στο πρόβλημα. Όταν το μέλλον του ασφαλιστικού μας συστήματος είναι η συσσώρευση ελλειμμάτων και η επακόλουθη αδυναμία εκπλήρωσης των ανειλημμένων υποχρεώσεών του προς τους ασφαλισμένους στο μέλλον, λόγω της όξυνσης του δημογραφικού και μεταβολών στη φύση της εργασίας, τότε κατά την άποψή μας η όποια λύση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα νέο σύστημα ασφάλισης.

Ένα σύστημα που θα είναι κατά το ήμισυ τουλάχιστον προστατευμένο από τις δημογραφικές εξελίξεις και το οποίο ταυτόχρονα θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει με τον πιο αποδοτικό τρόπο τα χρήματα των εργαζομένων. Με λίγα λόγια ένα σύστημα που θα βασίζεται περισσότερο στην προσωπική αποταμίευση καθώς και την αποδοτική και ασφαλή επένδυση των εισφορών και το οποίο μόνο ως προς το σκέλος της βασικής σύνταξης θα λειτουργεί στη λογική της αναδιανομής πόρων από τη μία γενιά στην άλλη.

Αυτό είναι το μικτό σύστημα ασφάλισης με τρεις πυλώνες.

1. Τον αναδιανεμητικό πυλώνα βασικής σύνταξης ή πυλώνα αλληλεγγύης των γενεών με προκαθορισμένες τελικές παροχές βάσει ενιαίων και σταθερών κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, ΕΝΑ ταμείο-«εθνικό κορβανά» για όλους τους Έλληνες με κρατική διοίκηση, απαγόρευση επενδύσεων σε σύνθετα προϊόντα καθώς και απαγόρευση χρησιμοποίησης των εισφορών των ασφαλισμένων για άλλους λόγους πλην της πληρωμής συντάξεων.

2. Τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα ή πυλώνα προσωπικής αποταμίευσης, χωρίς προμήθειες, με προκαθορισμένες υποχρεωτικές εισφορές εργαζόμενου και εργοδότη, αλλά όχι προκαθορισμένες παροχές, εποπτευόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος και με εγγυημένο το αρχικό κεφάλαιο. Εδώ ο κάθε ασφαλισμένος είναι κυρίαρχος και διαχειριστής των χρημάτων του. Έχει ατομική μερίδα ασφάλισης στην οποία έχει πρόσβαση ανά πάσα στιγμή ακόμα και από το διαδίκτυο. Επιλέγει από μία γκάμα βασικών και απλών επενδυτικών προϊόντων ανάλογα με την αντοχή του στο ρίσκο, ενώ σημειωτέον τα σύνθετα και δομημένα απαγορεύονται και εδώ δια νόμου.

3. Τον ιδιωτικό πυλώνα, προαιρετικά για όποιον το επιθυμεί με κίνητρο κάποιου τύπου φοροαπαλλαγή.

Είναι βέβαιο ότι ο κύριος Ρομπόλης, όπως και πολλοί άλλοι από τη χρυσή γενιά των μεσηλίκων και του Πολυτεχνείου, δεν θα συμφωνήσουν με τις παραπάνω απόψεις. Θα ισχυριστούν ότι εγκαταλείπουμε το βισμαρκικό μοντέλο συντάξεων. Η αλήθεια είναι ότι αυτό κάνουμε. Διότι πολύ απλά σε ένα μικτό σύστημα ασφάλισης, όπως το παραπάνω, τα 400 ευρώ που καταβάλλονται σήμερα στα υπάρχοντα ταμεία ασφάλισης από έναν εργαζόμενο της γενιάς των 700 ευρώ και τον εργοδότη του είναι βέβαιο ότι θα απέδιδαν εις πολλαπλούν. Ακόμα καλύτερα, σ’ ένα μικτό σύστημα δεν θα απαιτούνταν τόσα πολλά χρήματα για πληρωμές ασφαλίστρων κάθε μήνα. Μια τέτοια λύση μπορεί να λειτουργήσει προς το συμφέρον της νέας γενιάς. Γι’ αυτό ας τη δοκιμάσουμε, ή τουλάχιστον ας τη συζητήσουμε χωρίς εμμονές. Διαφορετικά, απ’ ό,τι φαίνεται μέχρι στιγμής, η άλλη οδός είναι η ασφαλιστική εξέγερση δια της μη καταβολής των εισφορών, όπως ήδη συμβαίνει στη χώρα μας.

Monday, July 14, 2008

2.000 οι κενές θέσεις σε τεχνικά επαγγέλματα στο Νομό Μαγνησίας

Από τον Φώτη Σπανό

Η Θεσσαλία
Κυριακή, 13 Ιούλιος 2008

Στις 2.000 και πλέον ανέρχονται οι κενές θέσεις εργασίας στο χώρο των τεχνικών ειδικοτήτων στη Μαγνησία. Υπάρχει η ζήτηση από τις τοπικές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες, αλλά λείπει η προσφορά από τους νέους να διεισδύσουν σε χώρους εργασίας που είναι κοπιαστικοί σωματικά, ωστόσο εξασφαλίζουν την οικονομική σταθερότητα.

Μονταδόροι, φρεζαδόροι, τορναδόροι, οξυγονοσυγκολλητές, ηλεκτρολόγοι, αλουμινοκατασκευαστές, ξυλουργοί είναι μόνο μερικά από τα τεχνικά επαγγέλματα που υπόσχονται ευοίωνο εργασιακό μέλλον με καλό μισθό.

Ωστόσο οι νέοι τα απορρίπτουν στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στο Πανεπιστήμιο, όπου η εύρεση εργασίας για ένα πτυχιούχο είναι πολύ δύσκολη. Λόγω της κατάστασης με την έλλειψη εργατικών χεριών τοπικές βιοτεχνίες και επιχειρήσεις στο μέταλλο, στο ξύλο και αλλού θα κινδυνεύσουν να κλείσουν σε λίγα χρόνια, όχι λόγω έλλειψης παραγωγής, αλλά μη εύρεσης εξειδικευμένων χειρωνακτών.

Η Ομοσπονδία Επαγγελματικών Βιοτεχνών Εμπόρων Μαγνησίας ζητεί να επιτρέπεται η εργασία σε 16χρονους και 17χρονους στις βιοτεχνίες, ώστε από μικροί να μάθουν τη δουλειά και, μόλις ενηλικιωθούν, να έχουν εξελιχθεί σε έτοιμους τεχνίτες.

Πλαναδόροι, εναερίτες, τορναδόροι, φρεζαδόροι είναι μερικές τεχνικές ειδικότητες που οι σημερινοί υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων, ίσως να μην τις έχουν ακούσει ποτέ τους. Και μπορεί βέβαια ως επαγγέλματα να είναι πολύ λιγότερο δημοφιλή και γνωστά από αυτά του δικηγόρου, του καθηγητή, του γεωπόνου, ωστόσο διαθέτουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Δεν αντιμετωπίζουν ανεργία και κορεσμό.

Είναι λυπηρό, την ώρα που οι έρευνες κάνουν λόγο για στρατιές ανέργων αποφοίτων Τμημάτων ΑΕΙ-ΤΕΙ, άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι να ζητούν νέους για εργασία και να μην τους βρίσκουν. Πού έχει διολισθήσει άραγε ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων; Η Μαγνησία, ένας Νομός που έχει μεγάλη παράδοση στις βιοτεχνίες και βιομηχανίες μετάλλου, αντιμετωπίζει πρόβλημα έλλειψης προσωπικού σε τεχνικές ειδικότητες που σχετίζονται άμεσα με το συγκεκριμένο χώρο.

«Υπάρχουν πάνω από 2.000 κενές θέσεις εργασίας στο χώρο των τεχνικών ειδικοτήτων, λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος από νέους να έρθουν και να εργαστούν» τονίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Μαγνησίας κ. Ευστάθιος Πλαστάρας.

«Μπορούμε να αναφέρουμε μια σειρά από τεχνικές ειδικότητες στις οποίες απουσιάζουν οι νέοι άνθρωποι. Στο χώρο του μετάλλου θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να βρούμε τορναδόρους, φρεζαδόρους, πλαναδόρους, χύτες, ηλεκτροσυγκολλητές, οξυγονοσυγκολλητές, εναερίτες, μοδελάδες, σιδηροκατασκευαστές, αλουμινοκατασκευαστές και πολλούς άλλους.

Στον τομέα των συνεργείων αυτοκινήτων και εκεί έχουμε ελλείψεις, καθώς δεν υπάρχουν στην αγορά πολλοί ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, λαμαρινάδες. Και στη συνέχεια μπορούμε να δούμε κενές θέσεις στους υδραυλικούς, τους ξυλουργούς, τους αρτοποιούς, τους ζαχαροπλάστες. Σήμερα οι νέοι προσπαθούν να πετύχουν στα Πανεπιστήμιο για να βγουν στην ανεργία ή στην ημιαπασχόληση στη συνέχεια, αλλά λησμονούν πως στις τεχνικές ειδικότητες υπάρχει μεγάλο έλλειμμα προσφοράς εργατικών χεριών παρά την υψηλή ζήτηση. Οι κενές θέσεις εργασίας στις τεχνικές ειδικότητες ανέρχονται τουλάχιστον στις 2.000 και παραπάνω».

Εργασία σε 16χρονους

Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «βασική αιτία για την έλλειψη νέων σε αυτά τα επαγγέλματα είναι η ελληνική νομοθεσία που απαγορεύει στους 16χρονους και 17χρονους να εργαστούν.

Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που δεν μπορεί να εργαστεί σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων ή μια βιοτεχνία ένας έφηβος. Γιατί έτσι θα μπορούσε να μάθει από μικρός τη δουλειά, να γίνει καλός τεχνίτης και μόλις συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, να είναι κανονικός επαγγελματίας. Αυτό δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα να μας έρχονται απόφοιτοι των ΕΠΑΛ, των ΙΕΚ και άλλων σχολών για να εργαστούν, αλλά να μην μπορούν, αφού δεν έχουν κάνει καμία πρακτική, παρά μόνο θεωρία.

Η πρότασή μας είναι ξεκάθαρη: Να αποφοιτούν από το Γυμνάσιο και στη συνέχεια, όσοι μαθητές δεν είναι καλοί στα γράμματα, να πηγαίνουν σε μια Τεχνική σχολή, όπου για τέσσερις ημέρες θα κάνουν πρακτική άσκηση στους χώρους εργασίας και τη μία ημέρα θεωρία στη Σχολή. Σε εμάς θα μάθουν τη δουλειά και θα αποκτήσουν εμπειρία, ενώ θα έχουν και το χαρτζιλίκι τους. Και όταν τελειώσουν τη Σχολή, θα εργαστούν κανονικά λαμβάνοντας μισθό 1.500 και πλέον ευρώ. Γιατί τέτοιου μεγέθους είναι οι μισθοί που λαμβάνουν οι τεχνίτες στο χώρο του μετάλλου».

Το πρόβλημα της μη στροφής των νέων στα τεχνικά επαγγέλματα είναι πανελλαδικό φαινόμενο. Ενδεικτικό είναι πως πριν μερικά χρόνια στον Πειραιά λειτουργούσαν 327 μηχανουργεία και τώρα λειτουργούν 125 περίπου.

«Αυτό δεν συνέβη, επειδή μειώθηκε ο όγκος δουλειάς τους, αλλά γιατί πολλοί παλιοί τεχνίτες συνταξιοδοτήθηκαν και δεν υπήρξαν νέοι για να τους αντικαταστήσουν» τονίζει ο κ. Πλαστάρας.

Η έλλειψη εργατικών χεριών στην Ελλάδα οδηγεί τους βιοτέχνες να εισάγουν εργατικά χέρια από το εξωτερικό.

«Πριν δύο χρόνια είχε γίνει εισαγωγή 160 περίπου εργατών από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης για να εργαστούν ως τεχνίτες. Εκεί φτάσαμε για να βρούμε ειδικευμένους τεχνίτες» σημειώνει ο κ. Πλαστάρας.

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις του διευθυντή του ΟΑΕΔ κ. Ιντζεπογάζογλου που τόνισε ότι «οι κύριες τεχνικές ειδικότητες που ζητούνται, είναι αυτές των τορναδόρων, μονταδόρων, φρεζαδόρων, ηλεκτροσυγκολλητών, υδραυλικών, ξυλουργών. Έρχονται και καταχωρούνται αγγελίες από τους ενδιαφερόμενους εργοδότες ότι ζητούν τεχνίτες αυτών αλλά και άλλων τεχνικών ειδικοτήτων, αλλά αποτέλεσμα δεν βγαίνει, καθώς λείπει η προσφορά. Οι περισσότεροι θέλουν να γίνουν υπάλληλοι γραφείου, όταν υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας και σε άλλους τομείς».

Ξυλουργοί

Στο χώρο του Ξύλου και του Επίπλου λειτουργούν αυτή τη στιγμή στη Μαγνησία γύρω στις 280 επιχειρήσεις και βιοτεχνίες. Συνολικά απασχολούν γύρω στα 1.000 εργαζόμενους, όμως το πρόβλημά τους είναι ότι δεν μπορούν να βρουν νέους για να έρθουν και να εργαστούν.

Ο πρόεδρος του Συλλόγου Επιπλοξυλουργών Μαγνησίας κ. Γιάννης Μολόχας επισημαίνει ότι «οι τοπικές επιχειρήσεις ξύλου και επίπλου έχουν κενές θέσεις εργασίας γύρω στις 200. Δυστυχώς δεν έρχονται οι νέοι να εργαστούν στο έπιπλο και το ξύλο και επιχειρήσεις που κάνουν μια πολύ καλή πορεία από την άποψη της παραγωγής έργου, κινδυνεύουν να κλείσουν, γιατί θα συνταξιοδοτηθούν οι σημερινοί επιπλοποιοί και δεν θα υπάρξουν νεότεροι να τους αντικαταστήσουν. Υπάρχει σίγουρη επαγγελματική εξασφάλιση στον κλάδο μας αλλά κανείς νέος δεν το αξιοποιεί».

Τεχνίτες μετάλλου

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του συνδικάτου εργαζομένων Μετάλλου Μαγνησίας «Μήτσος Παπαρρήγας» κ. Γιώργος Ρούσσας τόνισε: «Υπάρχει έλλειψη ειδικευμένων τεχνιτών στο χώρο του μετάλλου. Οι βιομηχανίες μετάλλου τα τελευταία δύο με τρία χρόνια έχουν επανακάμψει δυναμικά και κάνουν συνεχείς επενδύσεις. Χρειάζονται λοιπόν ειδικευμένο προσωπικό, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν τέτοιου είδους τεχνίτες.

Πλέον δεν αποφοιτούν από τις Σχολές του ΟΑΕΔ μονταδόροι, τορναδόροι, ηλεκτροσυγκολλητές, για να ριχθούν στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα υπάρχουν στη Μαγνησία 500 μονταδόροι, κάποιοι εκ των οποίων πολύ έμπειροι, αλλά χρειαζόμαστε και άλλους. Μάλιστα υπάρχει ιδιαίτερη ζήτηση από τους εργοδότες για τους μονταδόρους σχεδίου. Αυτοί δεν έχουν πρόβλημα εργασίας, αφού μπορεί να φύγουν από τη μία επιχείρηση, και αμέσως να βρουν αλλού εργασία. Οι εργοδότες τους προσλαμβάνουν με κλειστά τα μάτια. Συνολικά στις βιομηχανίες μετάλλου οι εργαζόμενοι ανέρχονται στη Μαγνησία στους 2.500. όμως υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας που μπορούν να καλυφθούν, ενώ και οι μισθοί είναι καλοί».

Τεχνίτες συνεργείων Ι.Χ.

«Χρειαζόμαστε τόσο τεχνίτες, όσο και τεχνικούς» τόνισε με νόημα ο πρόεδρος του σωματείου ιδιοκτητών συνεργείων αυτοκινήτων και μοτό Μαγνησίας κ. Ευαγγέλου.

Ο ίδιος επισήμανε πως «στον κλάδο των συνεργείων αυτοκινήτου και μοτό εργάζονται γύρω στα 800-900 άτομα. Όμως λόγω αυξημένων αναγκών χρειαζόμαστε ακόμη 150 τεχνίτες και τεχνικούς. Κάθε φανοποιός έχει ανάγκη από ένα τεχνίτη, ενώ υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας και σε ηλεκτρολόγους, μηχανικούς. Ο κλάδος μας περιλαμβάνει πάνω από δέκα ειδικότητες εργαζομένων και υπάρχει μεγάλο έδαφος για εύρεση εργασίας με καλό μισθό. Αλλά οι νέοι, αν και αγαπούν την τεχνική δουλειά, γιατί υπάρχει το στοιχείο της έρευνας, εντούτοις πηγαίνουν να σπουδάσουν δικηγόροι και γιατροί για να αντιμετωπίσουνε μετά τα γνωστά προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης. Ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση έχουν και οι γονείς».

Οι δυσεύρετες ειδικότητες

Οι δέκα πλέον δυσεύρετες ειδικότητες για την Ελλάδα το 2008, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η εταιρεία Manpower με τη συμμετοχή 762 εργοδοτών, είναι οι εξής:

1) Γραμματείς όλων των βαθμίδων και προσωπικό υποστήριξης γραφείου,

2) Εξειδικευμένοι χειρώνακτες (κυρίως ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί και υδραυλικοί). Να σημειωθεί ότι η ειδικότητα των εξειδικευμένων χειρωνακτών αναφέρεται σε μια ευρεία γκάμα θέσεων εργασίας που απαιτούν από τους εργαζόμενους να διαθέτουν εξειδικευμένες δεξιότητες, οι οποίες αποκτώνται με τη θητεία τους ως μαθητευόμενοι τεχνίτες για κάποιο χρονικό διάστημα. Παραδείγματα θέσεων «εξειδικευμένων χειρωνακτών» αποτελούν οι ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί, επιπλοποιοί, κτίστες, υδραυλικοί και συγκολλητές.

3) Τεχνικοί (περιλαμβάνει κυρίως τις εργασίες της παραγωγής/ λειτουργίας, εφαρμοσμένης μηχανικής και συντήρησης)

4) Στελέχη επιχειρήσεων

5) Εργάτες

6) Στελέχη εξυπηρέτησης πελατών και προσωπικό υποστήριξης πελατών

7) Πτυχιούχοι μηχανικοί

8) Λογιστές και χρηματοοικονομικοί υπάλληλοι,

9) Στελέχη management (ανώτερο και ανώτατο επίπεδο)

10) Προσωπικό εστιατορίων και ξενοδοχείων.

Οι εξειδικευμένοι χειρώνακτες είναι στις πλέον δέκα δυσεύρετες ειδικότητες στις 27 από τις 32 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα.

Friday, July 11, 2008

Yes, they could

By Tobias Dürr*
Policy Network

What makes German social democracy appear so unattractive these days? Is it the all-too obvious lack of decisive political leadership? Or is the constant indecisiveness at the top of the Social Democratic party an expression of a much deeper malaise undermining the movement’s “fundamentals”? Both interpretations are true, with one process negatively affecting the other – and vice versa. To be sure, there are still options open for the SPD. But with poll numbers in steady decline and confidence dropping ever further, the increasingly urgent question is whether the party will be able to change its ways while it still can.

It is highly unlikely anyway that a political party founded way back in the 19th century should still be successful 150 years later. It is useful, therefore, to consider the sheer scale of the historical events and processes the party has had to overcome since its beginnings. These challenges include rapid industrialisation and the first globalisation; the first world war, subsequent civil violence, inflation and depression; Nazi repression and totalitarian dictatorship, the second world war and unprecedented genocide; the partition of Germany and the cold war as well as, in Eastern Germany, a second totalitarian dictatorship; the West German Wirtschaftswunder and increasing Europeanisation; internal cultural liberalisation, mass immigration and the arrival of the knowledge-based economy; the advent of the ecological question and new social movements.

All this seemed to come to a close two decades ago with the collapse of dictatorial state socialism and German unification. The west had finally won, or so it seemed. Accordingly, there was much talk about the “end of history” (Francis Fukuyama) at the time. This reassuring diagnosis resonated quite well with the German Social Democrats’ collective frame of mind – but as we know things turned out very differently. Since the early 1990s the world has witnessed a dynamic “return of history” (Robert Kagan).

International and global circumstances have kept changing at a dramatic pace. The early 21st century is marked by the – both welcome and unwelcome – effects of the second globalisation: “the rise of the rest” (Fareed Zakaria) from India and China to Russia, Central Europe, the Caucasus and Latin America; a global “democratic recession” (Larry Diamond) characterised by the aggressive return of authoritarian systems and nationalistic behaviour patterns. In addition, global crises concerning climate, energy and food are looming. As one of the world’s leading exporting nations, Germany has profited greatly from many of these recent global developments. At the same time, it is evident that the Federal Republic’s long-established economic and social model urgently requires determined and continuous renewal. Lacking this, the changes, challenges and dangers that indisputably lie ahead will sooner rather than later make the established German ways of doing things obsolete.

In these circumstances, as the renowned German historian Jürgen Kocka has recently insisted, to remain relevant the Social Democratic discourse needs “Verzeitlichung”, ie to be infused with a much greater awareness of the factor of time. The distribution and redistribution of wealth and goods already produced should not be at the forefront of Social Democratic thought and politics today, but rather the active creation of new life-chances, new wealth and new social cohesion in the constantly changing environment of the 21st century. At the level of their official programmatic utterances the German Social Democrats do not object to this notion; the principle of the “preventative welfare state” last year even found its way into the party’s new platform, the “Hamburger Programm”.

But parties are always communities of shared experience and shared memories, too. The SPD, allegedly more keen on programmes and concepts than any other German party, in truth is a deeply worn-out, tired community of a backward-looking kind. Most of all the German Social Democrats suffer from a deep psycho-demographic malaise. A large majority of its members and officials joined the party decades ago, very often as young idealists during the heyday of the Willy Brandt chancellorship. These closely-knit circles of members and functionaries within the party simply do not want any determined departures from the old ways of thinking and doing things.

Therefore, when Oskar Lafontaine’s party of the populist left today keeps describing the 1970s as a utopia-like Social Democratic dreamland lost, it skilfully and maliciously addresses the nostalgic yearning rampant among the Social Democratic membership. Making matters worse, Kurt Beck, the SPD’s current leader, perfectly represents the traditionalists’ defensive and status quo ante-oriented mentalities. The fact that Beck relies on these groups’ support further increases the party’s propensity for stagnation, self-pity and navel-gazing.

As a consequence, the German Social Democrats seriously risk gambling away the considerable assets and chances they undoubtedly still possess. Their ageing core membership and functionaries may not approve of a progressive Social Democratic narrative combining life-chances for all and a dynamic economy, high quality education and upward mobility as well as the goal of ecological sustainability. The remarkable paradox, however, is that young voters, obviously not driven to the polls by any kind of dreamy nostalgia, have recently been virtually forcing themselves on the Social Democrats.

Three regional elections were held in Germany earlier this year. In all three, the SPD scored remarkable (and remarkably little discussed) successes among young voters under 25 years of age. In the Hesse regional election, the Social Democrats gained an additional 15 percentage points in this age group as a whole, and 20 points among young women under 25 years. In Hamburg, the SPD gained 9 points in the under-25 age group, while it scored 7 additional points among young women from Lower Saxony. In Hesse and Hamburg the positive trend continued in the next, older age bracket as well, increasing by 15 percentage points among women between 25 and 34 years, and by 6 points in Hamburg. Among students, apprentices and trainees the SPD gained 12 points in Hesse and 17 points in Hamburg. Here, a full 50% of all voters currently receiving any kind of training or education voted Social Democratic.

What these numbers strongly suggest is that among the younger groups of German society there is a growing demand for a modern and dynamic interpretation of social democracy for the 21st century. Active, future-directed policies and politics for life-chances, better education and upward mobility for all are clearly seen as an attractive proposition by more and more people. What is missing is a Social Democratic supply meeting these demands.

Certainly, under the leadership of Kurt Beck the SPD has not made any serious attempts to prove that it cares for the young and agile, the upwardly mobile and energetic, those keen on education and optimistic about the future. Instead, Social Democrats have spent much more time and effort addressing elderly people – and elderly males in particular – with all their vested interests and fears of losing what they have got. Social Democratic politics and policies have to be about these groups, too – but they certainly should not be about them alone. The SPD would be a more successful party if it were perceived above all as a dynamic party of progress and equal life-chances, emancipation and renewal.

The voting patterns of younger Germans prove that the zeitgeist in the country is progressive. Whether the “real existing” SPD will be able to profit from this public sentiment, however, depends on the political astuteness and creativity of the Social Democratic leadership. It is, after all, the sharp-minded politician’s task to monitor and politicise changes within society. Parties never simply “hit upon” pre-existing majorities within society – they create and generate them politically. This is what Gerhard Schröder did in 1998 when he successfully proclaimed the ascendancy of the “Neue Mitte” (the “new centre”) within society; this is what Barack Obama is trying to do in the United States right now when he claims to be building a new cross-cleavage majority for “change”.

The German Social Democrats will only survive, let alone be able to assemble majorities of voters, if and when they regain support beyond the small remaining hard core of their traditional voters and functionaries. The more the SPD behaves as a defensive party of traditionalists, the more it will corroborate the claims the populist old-left Lafontaine party is making. Instead of nostalgia and closed ranks, what the German Social Democrats need to display is a renewed capacity for curiosity, sociability and connectivity. In short, what the SPD needs is a desire for progress and not for stagnation.

If the party sullenly continues to search for its future among the relics of the 20th century, instead of mustering the necessary passion and conviction to build a new Social Democratic majority for our own time, soon there will be no one left to follow its banner any more. “Yes, we can” – it has been a long time since anyone has heard anything reminiscent of Barack Obama’s confident battle cry from German Social Democrats. That, above all, is why this once proud old party is so unnecessarily miserable these days. The SPD could do much better.

*Tobias Dürr is editor-in-chief of Berliner Republik magazine and chairman of the Berlin-based thinktank Das Progressive Zentrum.

Thursday, July 10, 2008

Standing Up for Workers’ Rights in Japan

By MARTIN FACKLER

Copyright New York Times

June 11 2008

TOKYO — Japan’s salarymen, famous for their work ethic and their corporate loyalty, fueled this nation’s industrial rise. But more recently, they have borne the brunt of its economic decline, enduring lower wages, job insecurity and long hours of unpaid overtime.

Now, a few are fighting back, like Hiroshi Takano.

For years, Mr. Takano regularly worked into the wee hours as a store manager at the McDonald’s Company Japan. With his health deteriorating and the company, a Japanese business that operates many local restaurants here, refusing to pay overtime, Mr. Takano sued three years ago, and won.

In January, a Tokyo court ordered McDonald’s Japan to pay him $75,000 in back overtime wages. Last month, the company announced it would pay more overtime to store managers.

Slowly and reluctantly, Japan’s salarymen are learning to stand up for their rights, and in the process rewriting the social contract that had once bound workers to companies with near feudal bonds of loyalty. While this renegotiation is still under way, a new generation of Japanese like Mr. Takano is seeking to limit the demands of employers with more American-style legal protections. These changing attitudes reflect a broader shift as Japan, Asia’s first high-growth success story, struggles to mature into a postindustrial economy.

“Japanese are being forced to think more about their self-interest, which is something they are not used to doing,” said Yoichi Shimada, a law professor at Waseda University in Tokyo. “People are slowly realizing there are legal avenues to defend themselves if they feel wronged.”

According to Japan’s Supreme Court, the number of lawsuits filed against employers rose 45 percent from 1997 to 2005, to 2,303 cases. In 2006, that number increased 21 percent, to 2,777 cases if lawsuits heard by a newly created labor arbitration court are included.

Adding to the alienation between employee and company has been a growing sense of resentment that workers have not benefited from the nation’s economic rebound in the last half decade.

While corporate profits have soared, wages have remained stagnant, feeding a perception that companies have failed to share the good times with employees. This has led some to seek a bigger piece of the pie, say legal and labor experts.

There is also a feeling that as companies have cut costs to remain competitive with the cheaper China and South Korea, they passed too much of the burden onto employees. In particular, many of the recent lawsuits involve a practice known as “service overtime,” in which workers were silently pressured into logging long hours of unpaid overtime as a display of loyalty, say labor experts.

“Japanese companies have used the silence of their loyal employees as a weapon in international competition,” said Kiyotsugu Shitara, head of the Tokyo Managers’ Union, a small white-collar union that helped with Mr. Takano’s lawsuit against McDonald’s. “Employees are tired of being used like that.”

Mr. Shitara and other labor experts said the recent rise in lawsuits was also the latest step in a longer-term move toward a more American-style workplace — also apparent in the recent rise in midcareer job hopping, once a rarity here.

Still, many employees involved in the lawsuits describe themselves as reluctant revolutionaries, dragged into a new, more legalistic era to which they have no choice but to adapt.

Some, like Mr. Takano, blame the indifferent attitudes of companies for forcing them to fight back when they would just as soon return to the old, cozy relationship between employer and employee.

“I didn’t want to do this,” said Mr. Takano, 46, who still manages a McDonald’s store in a Tokyo suburb. “The company was treating me too coldly, so I had to start protecting my own rights.”

Another reluctant plaintiff was Hiroko Uchino, who filed a lawsuit against the government after her husband, Kenichi, 30, a quality control officer at Toyota, died at his office six years ago. Ms. Uchino wanted a government labor agency to legally recognize that he had died from overwork, something so common that there is a Japanese word for it, karoshi.

She took legal action after the company said her husband’s death was not because of overwork, and that he had only worked about 38 hours of overtime in January 2002, the month before he died. She said the company ignored her when she tried to submit gas station receipts and other evidence to show he had worked much longer hours: 155 hours that January, by Mr. Uchino’s calculation. She said the company said he stayed after work voluntarily, and was not entitled to overtime pay.

Despite her outrage, Ms. Uchino could not bring herself to legally challenge the auto giant, which dominates the central city of Nagoya, where she lives, and had employed not only her husband but his father and grandfather before him. She sued the labor agency instead to receive more of his overtime pay.

Ms. Uchino’s case won wide sympathy, including a meeting with the labor minister, who gave her words of support. In March, a court in Nagoya ruled her husband’s death had been work-related, and that he had worked 93 hours of overtime in his final month, entitling his widow to additional overtime pay. Toyota had no comment on the case.

“His father would never have turned to the courts, no matter what,” said Ms. Uchino, 38. “But Toyota never would have treated him this way, either. These days, all the company talks about is reducing expenses.”

She added, “If my husband had known how the company would react, he never would have shown all this fruitless loyalty.”

Mr. Takano, the McDonald’s manager, said he had been working from 6 a.m. to 1 a.m. managing two stores before his lawsuit, in some cases seven days a week. McDonald’s Japan said that as a white-collar manager he was not entitled to overtime pay. After a doctor warned him he was at risk of a stroke, Mr. Takano said he had wavered on whether to file a lawsuit — he liked McDonald’s and wanted to keep his job. Now, he hoped the case would improve working conditions for all managers.

The company had no comment on the case.

After the court victory, four other former McDonald’s store managers filed a similar suit demanding pay for overtime pay. Legal experts say more could come throughout the fast-food industry.

“I want Japan to become a society where employees can sue their own company,” Mr. Takano said. “That’s why I’m doing this.”

Wednesday, July 9, 2008

Υπόθεση Siemens: μεγάλη μπουκιά φάε, μικρή κουβέντα πες

Περατώθηκε πριν λίγες ημέρες η προανάκριση σχετικά με την υπόθεση Siemens με την άσκηση δίωξης κατά παντός υπευθύνου για αδικήματα που σχετίζονται με ενεργητική και παθητική δωροδοκία.

Πέρα από τις φήμες και τους ψιθύρους, στην υπόθεση Siemens τρία είναι τα δεδομένα μέχρι στιγμής.

α) Ο Θόδωρος Tσουκάτος έχει ομολογήσει ότι εισέπραξε 1 εκ. μάρκα από τη Siemens,

β) ο Mιχάλης Λιάπης ακολούθησε το πρόγραμμα μίας εκδρομής που σχεδίασε μία εταιρεία, η οποία υπέγραψε συμβόλαιο με δημόσια επιχείρηση που επόπτευε ο ίδιος και η οποία χορηγούσε επί σειρά ετών το ελληνικό πολιτικό σύστημα με ποσοστό του τζίρου της και

γ) ο ειδικός ανακριτής που χειρίζεται την υπόθεση κατά κοινή ομολογία εργάζεται μονάχος σαν τον τιμωρημένο χωρίς τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων και χωρίς καν γραμματειακή υποστήριξη προσπαθώντας να αναλύσει σύνθετες χρηματοπιστωτικές έννοιες διερευνώντας τις διαδρομές του μαύρου χρήματος μέσα σε στοίβες αμετάφραστων εγγράφων.

Ως προς το πρώτο δεδομένο, η Δικαιοσύνη δεν άσκησε καν δίωξη με βάση το ομολογημένο αδίκημα που διέπραξε ο κύριος Tσουκάτος.

Ως προς το δεύτερο δεδομένο, η Δικαιοσύνη δεν μπήκε καν στον κόπο να διατάξει προκαταρκτική εξέταση έστω για τον φόβο των Ιουδαίων.

Ως προς το τρίτο δεδομένο, η Δικαιοσύνη δεν διευκολύνει στοιχειωδώς καν τους λειτουργούς της.

Τρεις συμπτώσεις είναι αρκετές για να είναι συμπτώσεις; Είναι σίγουρα αρκετές για να διευκολύνουν έστω και ακούσια όλους τους εμπλεκόμενους. Το πολιτικό σύστημα, τη Siemens και τα επίμαχα πρόσωπα. Mεγάλη μπουκιά φάε, μικρή κουβέντα πες.

Monday, July 7, 2008

Η συγκράτηση του πληθωρισμού κι ο επερχόμενος στασιμοπληθωρισμός

Πραγματικά, μερικές φορές αισθανόμαστε ότι αλλού ζούμε εμείς και σ’ άλλη χώρα ζει η κυβέρνησή μας. Κοκορεύεται, διαβάσαμε σήμερα, η ηγεσία του ΥΠΑΝ, γιατί συγκρατήθηκε ο πληθωρισμός στο 4,9%, έναντι προβλέψεων για 5,2%. Τι να πει κανείς; Αναμφίβολα η επιτυχία των 41 μέτρων ενάντια στην ακρίβεια υπήρξε τεράστια! Ο Υπουργός το είπε ξεκάθαρα: «εξ όσων γνωρίζω, οι τιμές στο ράφι των σούπερ μάρκετ έχουν καταγράψει μείωση». Το υπονόησε κι ο γενικός γραμματέας της ΕΣΥΕ, κύριος Κοντοπυράκης, ισχυριζόμενος ότι η συγκράτηση του γενικού δείκτη τιμών οφείλεται στη μείωση των τιμών των οπωροκηπευτικών και τη συγκράτηση ή ακόμα και μείωση των προϊόντων ραφιού στα σούπερμαρκετ. Ας βγούμε λοιπόν όλοι έξω στους δρόμους να πανηγυρίσουμε...Επιτέλους, λίγη σεμνότητα από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δε βλάπτει.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα καλπάζει και η ανάπτυξη σταδιακά επιβραδύνεται. Αυτό μας λένε κατ’ επανάληψη οι διάφορες μακροοικονομικές έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένων και των επίσημων στοιχείων που δημοσιεύει ανά τακτά διαστήματα η ΕΣΥΕ. Σύμφωνα λοιπόν με το οικονομικό δελτίο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε σήμερα (7-7-2008), ο Γενικός Δείκτης Τιμών για το μήνα Ιούνιο διατηρήθηκε για δεύτερο συνεχή μήνα στο υψηλότερο ποσοστό δεκαετίας, 4,9%, με το μέσο πληθωρισμό εξαμήνου να κινείται στο 4,48% και τον δομικό πληθωρισμό, πλην ενέργειας και εποχιακών διακυμάνσεων, στο 4%.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα πάλι με στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα οποία παραθέτει το ΙΟΒΕ σε πρόσφατη Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2008 έπεσε μία ολόκληρη μονάδα, στο 3,6%, έναντι 4,4% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2007. Υπολογίζεται μάλιστα από όλους ανεξαιρέτως τους Διεθνείς Οργανισμούς ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2008 θα κυμανθεί κάτω του 3,5%, μειωμένος κατά μισή ποσοστιαία μονάδα περίπου από την ήδη προς τα κάτω αναθεωρημένη πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομίας.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, έχουμε βάσιμους λόγους να ανησυχούμε. Δεν είναι μόνο ότι οδεύουμε ολοταχώς προς μία φάση σταδιακής επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε συνδυασμό με περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού. Ο κίνδυνος για μια παρατεταμένη περίοδο ισχνών αγελάδων ακόμα και το ενδεχόμενο στασιμοπληθωρισμού είναι αυξημένος, για δύο λόγους.

Πρώτον, οι επιπτώσεις της ανόδου της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και των τροφίμων στη χώρα μας πολλαπλασιάζονται λόγω των στρεβλώσεων των επιμέρους αγορών προϊόντων και υπηρεσιών (ολιγοπώλια, καρτέλ, κλειστές αγορές και επαγγέλματα κοκ), στρεβλώσεις οι οποίες επιτρέπουν σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους και επιχειρηματίες να κερδοσκοπούν, μετακυλύοντας ακόμα και την όποια μελλοντική προσδοκία περί αύξησης του πληθωρισμού στην τελική τιμή των προϊόντων. Ως αποτέλεσμα η άνοδος των τιμών σε τρόφιμα και καύσιμα διεθνώς ενσωματώνεται πολύ γρήγορα στις τιμές των υπόλοιπων προϊόντων, οδηγώντας σε μεγάλες σωρευτικές αυξήσεις.

Δεύτερον, ο ρυθμός αύξησης της τελικής κατανάλωσης και συγκεκριμένα της ιδιωτικής, παρουσιάζει σημαντική επιβράδυνση έχοντας φτάσει στο 2,3%, το χαμηλότερο ρυθμό που έχει σημειωθεί μετά το 2000. Επηρεάζει έτσι άμεσα και αρνητικά το ρυθμό μεγένθυσης της ελληνικής οικονομίας. Στο βαθμό δε που η συγκεκριμένη εξέλιξη συνεχιστεί, ενδέχεται να σηματοδοτήσει το τέλος μιας περιόδου ανάπτυξης που βασίστηκε στην ιδιωτική πρωτίστως κατανάλωση και η οποία τα τελευταία χρόνια τροφοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο από την επέκταση της καταναλωτικής πίστης (ΙΟΒΕ).

Αυτή η τελευταία εξέλιξη δεν είναι απαραίτητα κακή. Αποτελεί μια ευκαιρία για αλλαγή μοντέλου ανάπτυξης και αναζήτηση πιο παραγωγικών πηγών που θα τροφοδοτήσουν την αναπτυξιακή διαδικασία στο μέλλον. Αρκεί η οικονομική ηγεσία να έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επί της ουσίας με όλα αυτά τα ζητήματα και να μην κοκορεύεται απλώς για τη «συγκράτηση» του πληθωρισμού, συνδέοντάς την με αμφίβολης αποτελεσματικότητας συγκυριακά και βραχυπρόθεσμα μέτρα. Διαρθρωτικά μέτρα μόνιμου χαρακτήρα απαιτούνται, διαφορετικά πολύ σύντομα θα δούμε τον στασιμοπληθωρισμό να μας πλησιάζει επικίνδυνα.