Wednesday, April 30, 2008

Από την ελληνική rigidanomy στην ευρωπαϊκή flexicurity

Κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2008 στη Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο, η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, κυρία Αλέκα Παπαρήγα, δήλωσε εμφατικά ότι στις αρχές του 20ου αιώνα το εργατικό κίνημα έδωσε σπουδαίες μάχες και πέτυχε να κατοχυρώσει την οκτάωρη ημερήσια απασχόληση. Είναι συνεπώς απαράδεκτο 100 ολόκληρα χρόνια αργότερα, με τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την διείσδυση της τεχνολογίας σε όλες τις πτυχές της οικονομίας, να δίνουμε ακόμα αγώνες για έναν στοιχειωδώς ανθρώπινο εργασιακό πολιτισμό ζητώντας το αυτονόητο: το οκτάωρο να τηρείται, οι υπερωρίες να πληρώνονται.

Αν και δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, παρόλα αυτά η παρατήρηση που έκανε η κα Παπαρήγα κατά την ομιλία της άγγιξε ευαίσθητες χορδές. Στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα πολλά από τα "παλαιά" δεδομένα της εργασιακής ανασφάλειας βρίσκονται σε πλήρη ισχύ: επαναλαμβανόμενη εργασία χαμηλής ειδίκευσης, εκτεταμένο ωράριο με συστηματική απλήρωτη υπερωριακή εργασία, αδήλωτη εργασία, χαμηλή αμοιβή και δεύτερη δουλειά.

Δυστυχώς, η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της rigidanomy: οι αρτηριοσκληρωτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο εργατικής νομοθεσίας (rigidity) συνυπάρχούν με την εκτεταμένη ανομία (anomy) στην πράξη.

Πράγματι, η ελληνική αγορά εργασίας διέπεται από μια σειρά εργασιακών ρυθμίσεων, ανάλογες των οποίων δύσκολα συναντά κανείς στην Ευρώπη. Μόνο στα χαρτιά όμως. Διότι η τήρησή των κανόνων, όπως βλέπουμε στην πράξη, επαφύεται αποκλειστικά στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Και δεν είναι μονάχα οι ελλιπείς έλεγχοι το πρόβλημα. Είναι κυρίως ότι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, επικουρούμενο φυσικά από την ανεπάρκεια του κράτους να το εφαρμόσει, δημιουργεί κίνητρα και προϋποθέσεις για την καταστρατήγησή του από όλες τις πλευρές. Η κοινωνία συνενοχής σε όλο της το μεγαλείο.

Για ποιο λόγο ένας εργαζόμενος να σεβαστεί τους κανόνες τη στιγμή που μόλις το 60% με 64% του μέσου μικτού μισθού φτάνει στην τσέπη του στο τέλος του μήνα, κι αυτό, για όσους δεν ξεπερνάνε την κλίμακα του αφορολόγητου; Δεν είναι καλύτερα να τα παίρνει όλα μαύρα;

Γιατί κάποιος από τους χιλιάδες μικροεπιχειρηματίες εργοδότες να σεβαστεί τους κανόνες όταν το κόστος εργασίας στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα το μη μισθολογικό, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη; Δεν είναι καλύτερα να τα δίνει, όσα δίνει, μαύρα;

Ειδικά οι εργοδότες, επιχειρώντας πάση θυσία να μην επωμιστούν ολόκληρο το κόστος (μισθολογικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, γραφειοκρατικό) που συνεπάγεται γι' αυτούς ένας μισθωτός, αγνοούν τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και ψάχνουν διαρκώς παραθυράκια για την παράκαμψη τους, ανακαλύπτοντας ξανά και ξανά τον μισθωτό με το μπλοκάκι και τη μαύρη εργασία. Είναι δε τόσο μαζική η αμφισβήτηση των ρυθμίσεων στην πράξη, που το υφιστάμενο πλαίσιο προστασίας της εργασίας είναι απλώς αστείο.

Έτσι λοιπόν, δημιουργείται το παράδοξο της “rigidanomy”. Ενός κυκεώνα ανεφάρμοστων εργασιακών αρτηριοσκληρωτικών ρυθμίσεων, εντός μιας καθημερινής εργασιακής ζούγκλας. Βιώνουμε συνεχώς την άρνηση εφαρμογής των ρυθμίσεων, ενώ το κράτος συναινεί, με την απουσία του, αναγνωρίζοντας κάτω από το τραπέζι ότι αυτές οι ρυθμίσεις είναι απλά παράλογες και ανεφάρμοστες, δημιουργώντας έτσι εκατοντάδες παραθυράκια για την παράκαμψη των ρυθμίσεων που το ίδιο έχει θεσπίσει.

Ακριβώς απέναντι από την ελληνική “rigidanomy” βρίσκεται η ευρωπαϊκή flexicurity. Ένα εργασιακό μοντέλο που συνδυάζει το ελαφρύ θεσμικό πλαίσιο στην εργατική νομοθεσία με την ασφάλεια στην απασχόληση πετυχαίνοντας σπουδαίες επιδόσεις για τον ευρωπαίο εργαζόμενο, χωρίς αυτός να χρειαστεί να περιμένει την κομμουνιστική επανάσταση για να δει άσπρη μέρα.

Προσοχή όμως! Το μοντέλο αυτό, που συνδυάζει την ευελιξία με την ασφάλεια, εφαρμόζεται επιτυχώς στις Σκανδιναβικές χώρες, με πρωτοπόρα τη Δανία. Δηλαδή σε χώρες οι οποίες διαθέτουν ένα διαφανή, λειτουργικό, ισχυρό και αποδοτικό κράτος, με προοδευτική και στοχευμένη φορολογική πολιτική και το πλέον αναβαθμισμένο ασφαλιστικό σύστημα, προσαρμοσμένο στους κινδύνους που εγκυμονούν από τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού τους. Πάνω απ’ όλα όμως, οι σκανδιναβικές κοινωνίες συνιστούν οικονομίες έντασης γνώσης με εργάτες γνώσης και επιχειρηματικότητα υψηλών δυνατοτήτων, καθώς και κοινωνίες καλής πίστης μεταξύ των πολιτών, εμπιστοσύνης και σεβασμού των νόμων. Διαθέτουν δηλαδή υψηλής ποιότητας ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής αγοράς εργασίας. Το πέρασμα από την κατάσταση της rigidanomy στη flexicurity, από την ρυθμισμένη ανομία στην ευέλικτη ασφάλεια, απαιτεί βαθιές τομές σε μία σειρά από άλλα πράγματα συμπληρωματικά στον εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου. Όσο πληρώνουμε τις υψηλότερες εισφορές στην Ευρώπη θα υπάρχει ισχυρό κίνητρο για αδήλωτη ή ημικρυμμένη εργασία. Όσο το πλαδαρό και ανεπαρκές κράτος συνυπάρχει με μια εκτεταμένη μικροεπιχειρηματικότητα ανάγκης θα υπάρχει ακολούθως και απουσία ή απλώς ανεπάρκεια διαφανών, αξιόπιστων και λειτουργικών ελεγκτικών μηχανισμών,με αποτέλεσμα η ανομία να διαιωνίζεται μέσα σε ένα εξωπραγματικό αρτηριοσκληρωτικό ρυθμιστικό περιβάλλον.

Κατά την άποψή μας λοιπόν για να ξεπεράσουμε την κατάσταση ρυθμισμένου χάους και να φτάσουμε σε ένα επίπεδο ευέλικτης ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ , πρέπει να αλλάξουμε πολλά πράγματα: στη φορολογία, το ασφαλιστικό το κράτος, τη νοοτροπία που έχουμε απέναντι στους θεσμούς. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τόσο η στασιμότητα όσο και οι ήπιες = ισχνές αλλαγές, αποτελούν υπεκφυγές που διαιωνίζουν τη “rigidanomy”.

Tuesday, April 29, 2008

Νεολατρεία και μισονεϊσμός

Από τον Αντώνη Λιάκο*

Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από μια αντιφατική συμπεριφορά: από τη μια νεολατρεία, που φάνηκε ιδιαίτερα στην περίπτωση Τσίπρα, στη μιντιακή κατανάλωση και στην πολιτική επένδυση στη νεότητα· από την άλλη μετάθεση των χρεών αυτής της γενιάς στις επόμενες και ανοχή στις περικοπές των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.

Αυτή η αντιφατική συμπεριφορά των μεγαλύτερων απέναντι στους νεότερους δεν είναι βέβαια σημερινή. Δίπλα στον «σύντομο» 20ό αιώνα του Χόμπσμπαουμ υπάρχει και ο «μακρός αιώνας των νέων». Αρχισε κιόλας με τα εθνικά κινήματα στη μεταναπολεόντεια Ευρώπη. Στα καταστατικά οργανώσεων με το χαρακτηριστικό όνομα «Νεαρή Ιταλία», «Νεαρή Ευρώπη» κ.λπ. απαγορευόταν η συμμετοχή στους πάνω των 40 ετών γιατί δεν θεωρούνταν ικανοί για προοδευτική δράση.

Ο κατεξοχήν όμως αιώνας των νέων ήταν ο 20ός. Από την πρώτη του δεκαετία έγινε έκρηξη σειράς οργανώσεων με άξονα τη νεότητα. Οι σοσιαλιστές δημιούργησαν τις σοσιαλιστικές νεολαίες, οι φιλελεύθεροι αστοί τους προσκόπους, οι εκκλησίες τις χριστιανικές νεολαίες, οι εθνικιστές τις δικές τους εθνικές οργανώσεις νέων. Αυτή η έμφαση στη νεανικότητα ως ελπίδα δεν εμπόδισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο να μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο σφαγείο των νέων της Ευρώπης. Ο μεσοπόλεμος είδε το μεσουράνημα των νεολαιών που είχαν σχεδόν στρατιωτικοποιηθεί. Οι κομμουνιστικές νεολαίες παρέλαυναν προς το μέλλον με τους στίχους του Μαγιακόφσκι, ο ύμνος των φασιστών ήταν «νεότητα, νεότητα, άνοιξη της ομορφιάς» και δικός τους ποιητής ο Μαρινέτι, μέλος της ίδιας φουτουριστικής «avant garde».

Το φαινόμενο όμως των «νεολαιών» δεν ήταν καθόλου έκφραση της αυτονομίας των νέων. Η αυτονομία τους γινόταν όργανο χειραγώγησης και ελεγχόμενης διαμόρφωσης. Μόνο όταν οι νέοι ξέφευγαν από την κατηγοριοποίηση που τους είχαν εντάξει, μπορούσαν να εκφραστούν ανεξέλεγκτα. Αυτά τα ανεξέλεγκτα νεανικά κινήματα πήραν πολλές μορφές και κορυφώθηκαν με τα «long sixties» που περιλαμβάνουν τις κοινότητες αντικουλτούρας και το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμερική, τον Μάη του '68 στο Παρίσι και τη δεκαετία του '70 στη Γερμανία και στην Ιταλία, τα αντιδικτατορικά κινήματα σε Ισπανία και Ελλάδα. Τα «παιδιά του Μαρξ και της κόκα κόλα», κατά τον Γκοντάρ, ήταν η άνθηση της νεανικής κουλτούρας και διαμαρτυρίας ακριβώς τη στιγμή που αρνούνταν να είναι μέλη της ετερο-προσδιορισμένης έννοιας της νεολαίας, και των οργανωμένων νεολαιών βέβαια.

Η υποκειμενοποίηση των νέων εκείνης της εποχής δημιουργήθηκε ακριβώς πάνω στη βάση απόρριψης της κατηγοριοποίησής τους ως ξεχωριστής οντότητας. Πόσο άντεξε αυτή η καινούργια κουλτούρα; Από τα χρόνια του '70 κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες, και εκείνο που κατά τη γνώμη μου είναι το πιο εντυπωσιακό είναι πως δεν μπορούμε πια να μιλάμε για νέους κοιτάζοντας μόνο την Ευρώπη και την Αμερική. Στις πολυάνθρωπες κοινωνίες του πρώην τρίτου κόσμου το νεανικό στοιχείο ξεχειλίζει προσδίδοντάς τους μια δυναμική νεανικότητα. Μπορούμε να αποδώσουμε τα δημογραφικά δεδομένα και τις κοινωνικές πραγματικότητες που βρίσκονται πίσω από τα θυμωμένα ισλαμικά κινήματα, ή τους απελπισμένους πρόσφυγες και μετανάστες που θαλασσοπνίγονται στη νεανικότητα;

Η εννοιολογική κατηγορία της νεολαίας και της νεανικότητας στην ιστοριογραφία και στις κοινωνικές επιστήμες καθιερώθηκε μετά το 1968 ως ανταπόκριση στην πρόκληση να κατανοηθούν τα γεγονότα αυτά και το συνολικό φαινόμενο της νεανικής κουλτούρας διαμαρτυρίας.

Μια βασική θέση αυτών των μελετών είναι ότι η νεολαία δεν συνιστά από μόνη της μια ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία, αλλά είναι μια «κατασκευή» των δυτικών κοινωνιών της μετά τη βιομηχανική επανάσταση της εποχής. Προφανώς ήταν ένα φαινόμενο που ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Η νεανική κουλτούρα και το στυλ διαχύθηκε πλέον σε όλες τις ηλικίες.

Αλλά ταυτόχρονα καινούργιες τάσεις διαφοροποίησης αναδύονται. Η γενιά των 700 ευρώ, ή οι φυλές και οι συμμορίες των εφήβων, τα κοινωνικά κινήματα, οι ροκ κουλτούρες και η αυτονομία αποτελούν μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η σύγχρονη νεανικότητα. Αλλά δεν προσδιορίζεται πλέον ούτε ως νεανικότητα, ούτε ως χάσμα γενεών.

*Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΟΠΕΚ. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 30-3-2008.

Monday, April 28, 2008

Μεταμοντέρνο... Πάσχα

Από τον Γιάννη Σχίζα

Σε ένα συνοικιακό σουπερμάρκετ εντοπίζω κάποιο προϊόν που προσφέρεται μαζί με ποσότητα πράσινης βαφής για πασχαλιάτικα αυγά. Τα ψητοπωλεία, σουβλατζίδικα και μεζεδοπωλεία του αθηναϊκού κέντρου, δείχνουν την «μεγάλη βδομάδα» σημεία ακμής, κάνοντας φανερή την ύφεση της πατροπαράδοτης νηστείας.

Οι παραδοσιακές σούβλες και τα υπόλοιπα υλικά για τους ευκαιριακούς «αυτο-ψήστες» του Πάσχα πωλούνται ευρέως, όμως παράλληλα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό δρουν οι επαγγελματίες «σουβλιστές» που παράγουν «ετοιματζίδικα» ψητά από αυτόματες συσκευές -μη τηλεχειριζόμενες προς το παρόν, αλλά στο μέλλον ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται...

Και κοντά στους ετερο-σουβλιστές οι ετερο-δημότες διαφόρων χωριών και κωμοπόλεων αναζητούν περισσότερο μια αίσθηση διαφορετικότητας και φυγής από το τετριμμένο αστικό σκηνικό, παρά μια συνάντηση με το Παπαδιαμάντειο πνεύμα της παλιάς επαρχίας.

Όσον αφορά τα ταξιδιωτικά γραφεία, αυτά κι αν οργανώνουν φυγές από το πνεύμα και τις συνήθειες των ημερών -έτσι που ξαποστέλνουν παρέες και ομάδες στα πέρατα του κόσμου...

Η απόσταση από το παλιό Πάσχα είναι πλέον μεγάλη. Από τα αποκλειστικώς κόκκινα αυγά, από τη σκληρή νηστεία που όσοι την παραβίαζαν κατακεραυνώνονταν, από το αυτοσχέδιο χειροκίνητο ψήσιμο και το κανονικό «μαστούρωμα» (!) με τις υπέροχες οσμές του οβελία, από τον οικείο χώρο μέσα στον οποίο διαδραματιζόταν η μεγάλη πασχαλινή συνάντηση, από όλα αυτά έως το σήμερα, υπάρχει μεγάλη διαφορά.

Το έθιμο προσλαμβάνει νέα χαρακτηριστικά, αλλάζει «δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία», αποδυναμώνεται μάλλον προς όφελος άλλων εορταστικών δρώμενων.

Παρ' όλα αυτά η μετεξέλιξη του ελληνικού Πάσχα αφήνει άθικτα ορισμένα από τα δομικά του στοιχεία. Με ριζοσπαστικούς όρους (!), θα έλεγα ότι το Πάσχα είναι ημέρα του «suvla pride» (κατά πως λέμε «gay pride»), εννοώντας την αποθέωση του ψησίματος και της επακόλουθης ευωχίας!

Αυτό πάντως δεν παύει να έχει κάποιους ανθρώπους καταναγκαστικά ή εθελοντικά αντίθετους.

Οι πρώτοι είναι οι υποχρεωτικοί χορτοφάγοι, νεόφτωχοι ή παλαιόφτωχοι της εποχής μας, ενώ στους δεύτερους περιλαμβάνεται ο Paul McCartney των «μπιτλς». Αυτός ο τρομερός καλλιτέχνης που ομόρφυνε τη ζωή μας όσο ελάχιστοι, εθελοντής χορτοφάγος πλέον, αξιοποίησε μια πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για να διασαλπίσει ότι η παραγωγή βοδινού κρέατος συνεπάγεται έκλυση αερίων του θερμοκηπίου σε βαθμό αντίστοιχο με αυτό των χερσαίων μεταφορών. Σε συνέντευξη που έδωσε στη ζωοφιλική οργάνωση «άνθρωποι για την ηθική μεταχείριση των ζώων» (PETA), ο Μακ Κάρτνεϊ δήλωσε ότι η χορτοφαγία αποτελεί ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο ζωής και μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του θερμοκηπίου. Ταυτόχρονα δεν παρέλειψε να κακίσει τις μεγάλες περιβαλλοντικές κινήσεις, που δεν υιοθετούν και δεν προτείνουν ευρύτερα την χορτοφαγία...

Η υπόθεση της παραγωγής ζωοτροφών μέσω της καλλιέργειας φυτικών προϊόντων και η σπατάλη που γίνεται στη διαδικασία του μετασχηματισμού των φυτών σε ζωϊκή μάζα, είναι σημεία που έτυχαν συστηματικής ανάλυσης και προβολής από το οικολογικό κίνημα σε προηγούμενες δεκαετίες.

Η υπόθεση αποδυναμώθηκε και πέρασε για ένα διάστημα στο περιθώριο, λόγω της κυριαρχίας των αγοραίων ιδεολογημάτων και της σχετικής ύφεσης των διατροφικών προβλημάτων.

Όμως σήμερα οι νεο-πεινασμένοι του κόσμου, με ή χωρίς τη βοήθεια των διαφόρων Μακ Κάρτνεϊ, επαναφέρουν το θέμα στη δημόσια συζήτηση. Κι αυτό με τη σειρά του μπορεί να εκμαιεύει μια συνηγορία υπέρ της χορτοφαγίας.

Να επιστρέψουμε λοιπόν στο παλιό καθεστώς της κρεοφαγίας μια φορά τη βδομάδα ή και πιο αραιά; Γιατί όχι; Αυτό αποδεδειγμένα θα έκανε εμάς πιο υγιείς, τον τρίτο κόσμο λιγότερο πεινασμένο αλλά και τον οβελία του Πάσχα πιο ελκυστικό! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να απαλλάξει τους ζωόφιλους κάθε κατηγορίας από τις ενοχές ενώπιον των «Ηρωδιάδων», που ξετυλίγονται τέτοιες ημέρες. Είναι κι αυτό μέσα στο πνεύμα του μεταμοντέρνου Πάσχα: μικρά και μεγάλα παιδιά θα προτιμούσαν να σουβλίζουν σόγια παρά να αισθάνονται ηθικοί αυτουργοί του μακελέματος κάποιων πανέμορφων μικρών ζώων, που δίνουν την «πρώτη ύλη» για τρυφερά παραμύθια...

Ο Γιάννης Σχίζας είναι διευθυντής του περιοδικού «οικοτοπία». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 27 - 4 - 2008 στο ηλεκτρονικό πολιτικό περιοδικό PPOL.

Thursday, April 24, 2008

Καταστροφική λογιστική στο περιβάλλον

Στην ομιλία του στην 1η Επιτροπή Παρακολούθησης του ΕΠΠΕΡΑΑ, αλλά και σ’ εκείνη στη Βουλή πριν από δύο βδομάδες με αφορμή την πρόταση Δυσπιστίας που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ κατά της Κυβέρνησης, ο κ. Σουφλιάς ισχυρίστηκε ότι «αδικούμε τους εαυτούς μας, όταν παίζουμε παιχνίδια επικοινωνίας στην πλάτη του περιβάλλοντος και σε βάρος της ίδιας της πατρίδας μας».

Ανέφερε δε χαρακτηριστικά ένα παράδειγμα: «στις 23 Ιανουαρίου, στην International Herald Tribune(IHT) δημοσιεύτηκε κατάταξη εκατόν τριάντα τριών χωρών με κριτήριο ένα πρόσφατο δείκτη περιβαλλοντικής επιδόσεως, τον οποίο έχουν αναπτύξει τα γνωστά αμερικάνικα πανεπιστήμια Yale και Columbia. Σε μία κλίμακα από 1 έως 100, η χώρα μας βαθμολογείται στο 80,2, καλύτερη από τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο και σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τη Γαλλία και την Ιαπωνία».

Καταρχάς, η Ελλάδα ουδέποτε αναφέρθηκε από την δημοσιογράφο Felicity Barringer στο άρθρο της στην IHT. Ακόμη χειρότερα, στη σχετική λίστα παγκόσμιας κατάξης περιβαλλοντικών επιδόσεων την οποία συνέταξαν τα πανεπιστήμια Yale και Columbia, η Ελλάδα εμφανίζεται με χειρότερες επιδόσεις από τις χώρες που αναφέρει ο κύριος Υπουργός στις ομιλίες του, ξεπερνώντας μόνο την Κύπρο. Για την ακρίβεια η χώρα μας βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο με πριν από δύο χρόνια (σε ανάλογο pilot study), όταν με 80,2 βαθμούς φιγουράριζε στην δέκατη ένατη θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Δυστυχώς, ακόμα κι αν θελήσουμε να δεχτούμε καλόπιστα ότι η δις λανθασμένη ανάγνωση της IHT και κυρίως των στοιχείων της λίστας κατάξης, πρόκειται περί λάθους, το οποίο πιθανώς διέπραξαν εκ παραδρομής κι από υπερβάλλοντα ζήλο οι τεχνοκράτες και συνεργάτες του υπουργείου, η πραγματικότητα μας διαψεύει. Είναι προφανές ότι πρόκειται απλώς για μια ανεύθυνη και ανεπιτυχή προσπάθεια εξωραϊσμού των περιβαλλοντικών επιδόσεων της Ελλάδας.

Αυτή όμως τη "δημιουργική λογιστική" γύρω από τα στοιχεία και τις μετρήσεις για τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίουπου δεν μπορούμε με τίποτα να τη χωνέψουμε. Το ΥΠΕΧΩΔΕ έχοντας βολευτεί με τις μετρήσεις που έκανε η ομάδα του Αστεροσκοπείου Αθηνών ως τον Απρίλιο του 2007, δεν φρόντισε έκτοτε να αναπτύξει ένα σύστημα για τη μέτρηση και την παρακολούθηση των εκπομπών αερίων με αποτέλεσμα εδώ και επτά μήνες η Ελλάδα να μη διαθέτει αξιόπιστο σύστημα καταγραφής.

Λογικό ήταν λοιπόν η αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ, που διενήργησε τον σχετικό έλεγχο, να απορρίψει πανηγυρικά την έκθεση του υπουργείου στις 7 και 14 Απριλίου (βλ. Ελευθεροτυπία) και εν συνεχεία να ανοίξει το δρόμο για την αποπομπή της χώρας μας από τους ευέλικτους μηχανισμούς του πρωτοκόλλου του Κιότο. Αυτή η δημιουργική λογιστική, όμως, δεν είναι μόνο πολιτικά απαράδεκτη και ντροπιαστική για την Ελλάδα, καθιστώντας μας τη μοναδική χώρα που κατονομάζεται διεθνώς για ανεπάρκεια καταγραφής των εκπομπών αερίων. Είναι πρωτίστως καταστροφική για το περιβάλλον. Καταστροφική Λογιστική.

Tuesday, April 22, 2008

G700 vs Χλιδάνεργοι

Όταν ανάβει η κουβέντα για τη γενιά των 700 ευρώ, πολλοί είναι αυτοί που τη συγχέουν με τους χλιδάνεργους. Το μπέρδεμα γίνεται από τους πάντες: νέους και μεγαλύτερους σε ηλικία, αναλυτές και δημοσιογράφους, πολιτικούς. Ως αποτέλεσμα πολλές φορές παρουσιάζεται μια λανθασμένη και άδικη εικόνα: ότι ο νέος της γενιάς των 700, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας κακομαθημένος «βολεψάκιας», που το μόνο που κάνει είναι να γκρινιάζει για την κατάστασή του χωρίς να αναλαμβάνει ποτέ τις ευθύνες του.

Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Ο νέος της γενιάς των 700 ευρώ, αυτός στον οποίο τουλάχιστον εμείς απευθυνόμαστε, είναι εκείνος που έχει αποφασίσει να δουλέψει στη ζωή του, να αναλάβει πρωτοβουλίες καθώς και τις ευθύνες που του αναλογούν, να δημιουργήσει. Δυστυχώς από την πρώτη στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη εργασιακή πραγματικότητα: απλήρωτη υπερεργασία, αμοιβές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην παραγωγικότητά του, μη αναγνώριση του κόπου του, βαρετή επαναλαμβανόμενη δουλειά χωρίς νόημα.

Κυρίως, ασφυκτιά επειδή βλέπει να μην υπάρχει μακροπρόθεσμη προοπτική σ’ αυτό που κάνει. Και συνεπώς αναρωτιέται: «Ωραία, καλά δουλεύω σκληρά και με λιγότερα χρήματα για αρχή, όμως μετά τι θα γίνει; Τι προοπτική έχω στο μέλλον;» Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο ακόμα κι αυτός που παίρνει 1000 ευρώ στο 10ωρο, και οικονομικά στέκεται κάπως καλύτερα από τους συνομήλικούς του, αισθάνεται παρόλα αυτά εγκλωβισμένος. Αντί να αισθάνεται ελεύθερος ελπίζοντας για το μέλλον νιώθει να πνίγεται από την έλλειψη επαρκών ευκαιριών και προοπτικής στο ξεκίνημα της ζωής του.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η στήριξη από την οικογένεια για την πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων είναι σχεδόν δεδομένη, όμως δεν αποτελεί ζητούμενο. Ο νέος της γενιάς των 700 επιδιώκει να είναι αυτόνομος. Δεν το βάζει κάτω, δεν παραιτείται και δεν είναι ηττοπαθής. Διεκδικεί. Την οικονομική του ανεξαρτησία, τα νόμιμα δικαιώματά του, την ανταμοιβή του κόπου του. Θέλει μέσα από την εργασία του καθώς και τη συλλογική δράση σε κόμματα, συνδικάτα και ομάδες της κοινωνίας των πολιτών να αλλάξει τα πράγματα ριζικά προς το καλύτερο. Είναι ένας φιλόδοξος και αισιόδοξος άνθρωπος και δε μασάει να τα χώσει χοντρά σε όποιον τολμήσει να του πουλήσει παραμύθι. Αυτό βέβαια ξαφνιάζει εκείνους που θεωρούν ότι οι νέοι το μόνο που κάνουν είναι να κοιμούνται, με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν τη σκληρή νεανική γλώσσα ως απολίτικη γκρίνια.

Στην αντίπερα ακριβώς όχθη βρίσκονται οι χλιδάνεργοι. Είναι η άλλη όψη της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Οι «αντίπαλοι» της γενιάς των 700 ευρώ. Το πρότυπο των χαβαλέδων μαμάκηδων που δε ρισκάρουν. Αυτοί οι οποίοι απεργούν από τις «σκατοδουλειές».

Είναι οι νέοι που βλέπουν το ζόρι και την κάνουν μ’ ελαφρά πηδηματάκια. Πού να δουλέψεις με 700, 800 και 1000 ευρώ, να πληρώνεις νοίκι, και να βγαίνεις και έξω τα βράδια διατηρώντας ένα glamorous life style; Ξέρεις πόσο κοστίζουν τα ποτά, τα δεκαπέντε διαφορετικά ζευγάρια γόβες, τα clubs και οι 10 ώρες το μήνα κουβέντα στο κινητό με τους φίλους; Άστο καλύτερα… Δε γίνεται με την καμία. Πρέπει να αποδεχτείς να ρίξεις τις απαιτήσεις σου σε τρομακτικά χαμηλό επίπεδο. It’s so un-cool. Ή όπως έλεγε κι ο Μεγάλος Lebowski, στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία των αδελφών Κοέν, αν το κάνεις αυτό : «you are so un-dude». Άμα ρε φίλε δεν παίζει δουλειά με οκτάωρο και τουλάχιστον 1200 ευρώ το μήνα καθαρά, καλύτερα να μένεις σπίτι με γονείς και οικογενειακό σχέδιο Marshall”. Αιώνιος φοιτητής. Τι να λέμε τώρα…

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η ρίζα του κακού και για τις δύο κοινωνικές ομάδες βρίσκεται στο γεγονός ότι στην ελληνική αγορά εργασίας δεν υπάρχουν πολλές και καλές δουλειές. Τα 1200 ευρώ στο οκτάωρο είναι για την πλειοψηφία των νέων, αλλά και πολλών μεγαλύτερων, όνειρο θερινής νυκτός. Και πώς να μην είναι από τη στιγμή που το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης με το δημοσιοϋπαλληλικό κράτος και την επιχειρηματικότητα ανάγκης πλέον δεν αποδίδει. Χτύπησε ταβάνι, η μεταπολιτευτική φουσκοθαλασσιά ξεφούσκωσε.

Το «σύστημα» λοιπόν θέλει αλλαγή. Αυτό είναι αυτονόητο. Το θέμα όμως είναι, τι κάνει ο καθένας από εμάς για να το αλλάξει και ακολούθως να βελτιώσει τη ζωή του. Προσωπικά και συλλογικά. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται κι η θεμελιώδης και ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους νέους της γενιάς των 700 ευρώ και τους χλιδάνεργους: οι πρώτοι επιδιώκουν την αλλαγή μέσα από την ανάληψη ατομικών πρωτοβουλιών και τη συλλογική δράση, οι άλλοι απλώς βολεύονται παρασιτώντας.

Monday, April 21, 2008

Flexicurity ή μεταρρύθμιση φορολογικού-ασφαλιστικού;

Κάναμε μια πρώτη ανάγνωση του πορίσματος της Επιτροπής Κουκιάδη για τη Σύζευξη Ευελιξίας και Ασφάλειας στην ελληνική αγορά εργασίας και το ερώτημα που στριφογυρίζει στο μυαλό μας είναι εάν πράγματι έχουμε ανάγκη τη flexicurity ή μήπως αυτό το οποίο χρειαζόμαστε αρχικά είναι μια συγυρισμένη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και του φορολογικού μας συστήματος;

Εξηγούμαστε. Μια σοβαρή ατζέντα μεταρρύθμισης της ελληνικής αγοράς εργασίας θα πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της θέσης της εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Κατά προτεραιότητα οι όποιες αλλαγές οφείλουν να περιλαμβάνουν μέτρα αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας, της απλήρωτης υπερεργασίας και της «εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης» (φαινόμενα τα οποία έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις στη χώρα μας), παρέχοντας ισχυρά κίνητρα σε εργαζόμενους και εργοδότες να τηρούν στο ακέραιο την εργατική νομοθεσία και να μη συναινούν στην καταστρατήγησή της.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι τα περισσότερα μέτρα τα οποία προτείνει η Επιτροπή, όπως χαρακτηριστικά είναι : α) η θεσμοθέτηση νέων μορφών απασχόλησης και συγκεκριμένα της κατηγορίας του οικονομικά εξαρτημένου αυτοαπασχολούμενου έτσι ώστε να επεκταθούν τα βασικά δικαιώματα που έχει ο μισθωτός (14 μισθοί, άδειες κοκ) στον μισθωτό με το μπλοκάκι, β) η δημιουργία μιας κοινής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που θα διασταυρώνει πληροφορίες μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών (ΟΑΕΔ, Ασφαλιστικά Ταμεία, ΔΟΥ, Επιθεώρηση Εργασίας), και γ) η θεσμοθέτηση ενός συστήματος τετράμηνης ή ετήσιας διευθέτησης του ωραρίου εργασίας, δ) ταμείο ανεργίας για αυτοπασχολούμενους, ε) χαλάρωση των κανόνων απόλυσης, ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ σε μια λογική Ευέλικτης Ασφάλειας, επιχειρώντας να θωρακίσουν θεσμικά το σύγχρονο εργασιακό τοπίο και να αντιμετωπίσουν βασικές προκλήσεις και προβλήματα.

Όμως, αξιολογώντας το πόρισμα με περισσότερη προσοχή, βλέπουμε ότι οι πιο σημαντικές παρεμβάσεις που κατατίθενται αφορούν στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας μέσα από τη μείωση της επιβάρυνσης της εργασίας από εισφορές και φόρους.

Συγκεκριμένα προτείνεται:

α) η αύξηση του αφορολόγητου ορίου στα 15000 ευρώ, η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και η μείωση των φορολογικών συντελεστών,

β) η μείωση των εισφορών, ο υπολογισμός του πλήρους ασφαλιστικού βίου και του συνολικού ασφαλιστικού βίου για την απονομή της σύνταξης καθώς και η ενίσχυση της αποδοτικότητας της διαδοχικής ασφάλισης

δ) η χορήγηση κουπονιών αμοιβής και ασφάλισης για οικιακές υπηρεσίες, ως μέτρο καταπολέμησης των φαινομένων τύπου «βίλα Μαγγίνα».

Είναι προφανές ότι η εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων προϋποθέτει νέες αλλαγές στο φορολογικό μας σύστημα, το οποίο ο κ. Αλογοσκούφης πρόσφατα «μεταρρύθμισε» επί το δυσμενέστερο για τους μικρομεσαίους μισθωτούς( από 15% ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε σε 29% για τα μικρομεσαία εισοδήματα), και απαιτεί ριζικές αλλαγές στο ασφαλιστικό, όπου διαθέτουμε τις υψηλότερες εισφορές στην Ευρώπη.

Είναι γεγονός ότι η εργασία στην Ελλάδα υπερφορολογείται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας με κυριότερη όλων τη δημιουργία ισχυρών αντικινήτρων στη νόμιμη απασχόληση. Η θλιβερή αυτή πρωτιά που έχουμε στην Ευρώπη πρέπει να τελειώσει. Κι αυτό, καλώς ή κακώς, απαιτεί να ξανανοίξουμε δύο μεγάλα και εξαιρετικά συγκρουσιακά θέματα: το ασφαλιστικό και τη φορολογία. Σε αντίθετη περίπτωση, η μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων μέσα από μέτρα ευέλικτης ασφάλειας, και συγκεκριμένα ελάφρυνσης της εργατικής νομοθεσίας, θα έχει περιορισμένη χρησιμότητα για όλους.

Friday, April 18, 2008

Ελληνική Flexicurity

Από τον Χρήστο Α. Ιωάννου*
csaa_ioa@otenet.gr
(Έπειτα από επιστολή του συγγραφέα)

Υπάρχει λόγος σοβαρής ενασχόλησης με καλοσχεδιασμένες και μέσω εκτενούς δημοσίου διαλόγου μεταρρυθμίσεις στις ελληνικές αγορές εργασίας από τη σκοπιά της flexicurity; Ή είναι, απλώς, μία ακόμη «μόδα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία «κάτι πρέπει να λέει», και για την οποία η ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες, «κάτι πρέπει να λέει (και να δείχνει) ότι κάνει;» Τη δε flexicurity, σε ένα παιχνίδι ρόλων, να την υποστηρίζουν οι («κακοί») «νεοφιλελεύθεροι» και να την καταγγέλλουν οι («καλοί») «προοδευτικοί»;

Συνήθης κριτική της flexicurity είναι ότι πρόκειται για «νεοφιλελεύθερο μοντέλο». Όμως δεν υπάρχει «μοντέλο». Στην πλούσια ευρωπαϊκή συζήτηση έχει πλέον συμφωνηθεί, ως κοινός τόπος, ότι υπάρχουν θεμελιώδεις «αρχές». Και εθνικές εμπειρίες, π.χ. της Δανίας και της Ολλανδίας, που χρησιμοποιούνται ως «παραδείγματα», λόγω υψηλών ποσοστών απασχόλησης, χαμηλής ανεργίας κ.λπ. Όμως αν προσεχθεί η ουσία τους υπάρχουν και μεταξύ τους μεγάλες διαφορές σε θεσμικές ρυθμίσεις, νομοθεσία, κ.λπ.

Άλλη συνήθης κριτική είναι ότι «αυτά είναι για τη Δανία, εδώ είναι Ελλάδα». Σύμφωνοι, να μείνουμε Ελλάδα. Αλλά, όπως κατέληγε προ 100 ετών ένα ιστορικό υπόμνημα της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα, «Εν Δανία η Δουλοπαροικία κατηργήθη από του 1788 έτους και στήλη ελευθερίας υπενθυμίζει το γεγονός τούτο. Διατί να μη στηθή και εν Ελλάδι;» Διατί λοιπόν να μην έχουμε αγορές εργασίας που λειτουργούν καλύτερα για τους νέους, τις γυναίκες, τους μεγαλύτερης ηλικίας, για όλους;

Συγκρινόμενες στην Ένωση των «27», οι ελληνικές αγορές εργασίας, παρά τις ετήσιες οριακές βελτιώσεις, βρίσκονται συστηματικά με δυσμενέστερες επιδόσεις, συντροφιά με χώρες της Διεύρυνσης του 2004 και του 2007. Πάντα στους αντίποδες επιδόσεων της δανικής flexicurity. Π.χ. για την εργασία των νέων. Με ποσοστά ανεργίας από τα υψηλότερα στην Ένωση (25% έναντι 7% της Δανίας), τη δυσκολότερη μετάβαση από εκπαίδευση σε απασχόληση, υψηλότερη μακροχρόνια ανεργία νέων, και ακόμη υψηλότερη των νέων γυναικών, το υψηλότερο ποσοστό «ετεροαπασχόλησης» των νέων που μπαίνουν όχι εύκολα στην αγορά εργασίας.

Μια σύγχρονη διακήρυξη της «γενιάς των 700 ευρώ», και όσων δύσκολα καταφέρνουν να έχουν έστω και αυτά, θα απαιτούσε ανάλογες με τις «Εν Δανία» επιδόσεις κανονικής και αποτελεσματικής ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας.

Γι' αυτό η Ευέλικτη Ασφάλεια, ως η αναγκαία ελληνική εκδοχή της flexicurity, είναι ευκαιρία για την εγχώρια απασχόληση. Εάν φυσικά προσεγγίσουμε τα ουσιώδη ζητήματα στις ελληνικές αγορές εργασίας, που έχουν υποδεέστερες των αναγκών και των δυνατοτήτων επιδόσεις. Τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις (βλ. Ευέλικτη ασφάλεια στις αγορές εργασίας, ΗτΣ 5/1/2008, και προγενέστερα, και εκτενέστερες αναλύσεις σε Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 15/12/2007).

Ο Χρήστος Ιωάννου είναι οικονομολόγος διαμεσολαβητής του ΟΜΕΔ και μέλος της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 14 - 3 - 2008.

Thursday, April 17, 2008

It's the economy stupid!

Από τον Πασχάλη Αγανίδη*

Ο ευρηματικός αφορισμός που υπήρξε το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον(Bill Clinton) κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου το 1992, υποδεικνύει την κεντρική θέση των οικονομικών επιδόσεων στη διαμόρφωση των πολιτικών-εκλογικών συσχετισμών.

Έκτοτε, ελάχιστα έχει αμφισβητηθεί η συγκεκριμένη διατύπωση: πέρα από την έκτακτη πολιτική συγκυρία που προκύπτει από αιφνίδια γεγονότα και μπορεί να ανατρέψει δεδομένους συσχετισμούς, η οικονομία συνιστά μείζονα παράγοντα επικαθορισμού του πολιτικού-εκλογικού παιχνιδιού.

Στην εσωτερική πολιτική κονίστρα, οι αρνητικές οικονομικές προσδοκίες για το μεσομακροπρόθεσμο διάστημα θα διαμορφώσουν, πιθανώς, νέα δεδομένα. Η δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία, όπως προκύπτει από την χρηματοοικονομική αστάθεια και την εκρηκτική αύξηση της τιμής του πετρελαίου, δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην εγχώρια οικονομία και διαψεύδει την μέχρι πρότινος διαδομένη εντύπωση -προερχόμενη κυρίως από τον κυβερνητικό εφησυχασμ;o- περί τον σχετικά απρόσβλητο από τη διεθνή κρίση χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας (αντίληψη εδραιωμένη στην πεποίθηση για σταθερά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης).

Ωστόσο η οικονομική ανισορροπία που προκαλεί η αρνητική μεταβολή των μακροοικονομικών μεγεθών θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την γενική (μακροοικονομική) διαχείριση.

Το κρίσιμο στοιχείο στη διαμόρφωση των οικονομικών επιδόσεων είναι η σημαντική επιδείνωση μεγεθών που δεν είχαν προβληματίσει ιδιαίτερα τους σχεδιαστές πολιτικής τη μετά ΟΝΕ εποχή.

Έτσι, στο δημοσιονομικό έλλειμμα και στις διαρκώς φθίνουσες επιδόσεις των εξωτερικών ισοζυγίων, το διογκούμενο δημόσιο χρέος και την υψηλή και επίμονη ανεργία, προστίθενται η ανεξέλεγκτη αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών (πληθωρισμός πάνω από 4.5%) και οι εκτιμήσεις για σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης.

Επί της ουσίας, πλήττονται οι μέχρι πρότινος βασικοί πυλώνες της εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης: υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης και σταθερότητα τιμών.

'Αλλωστε, κρίσιμη σημασία για τις εκτιμήσεις περί τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ έχει η σημαντική μείωση -μετά από αρκετά χρόνια- των ρυθμών αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αποτελεί το σημαντικότερο υποστήριγμα της εγχώριας οικονομικής μεγέθυνσης.

Έτσι, στη μείωση των κινήτρων για επενδύσεις που διαμορφώνει η δυσμενής οικονομική συγκυρία, προστίθεται και η αναδίπλωση των οικογενειακών προϋπολογισμών εξαιτίας της διολίσθησης των εισοδημάτων (μείωση αγοραστικής δύναμης) και της συνεπαγόμενης μείωσης στην πιστωτική επέκταση.

Στις παρούσες συνθήκες, θεωρείται ιδιαιτέρως δύσκολη η συνέχιση της χρηματοδότησης των δαπανών των νοικοκυριών μέσω καταναλωτικών δανείων και καρτών.

Επιπρόσθετα, η σημαντική αύξηση των επιτοκίων αναστέλλει προς το παρόν τον προγραμματισμό για αγορά κατοικιών. Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία της «εθνικής στατιστικής υπηρεσίας» (ΕΣΥΕ) για τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς, προκύπτει ότι ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν μόλις 2.9% το τέταρτο τρίμηνο του 2007, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερος συγκριτικά με τα αντίστοιχα στοιχεία μετά το 2000.

Στα παραπάνω, πρέπει να επισημανθούν και τα όρια της δημόσιας δαπάνης, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αυξάνεται διαρκώς λόγω των διογκούμενων ελλειμμάτων και της βαθμιαίας μείωσης της κοινοτικής χρηματοδότησης.

Σ' αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνονται συνθήκες διασάλευσης της κοινωνικής συνοχής.

Η οικονομική στενότητα δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην κυβέρνηση από τα εργατικά συνδικάτα για έντονες μισθολογικές αυξήσεις.

Η πρόθεση της κυβέρνησης για αυξήσεις στους μισθούς κάτω από τα όρια του πληθωρισμού, προκειμένου να μην τροφοδοτήσει τον φαύλο κύκλο της οικονομίας (πληθωρισμός, μείωση ανταγωνιστικότητας, ελλείμματα κ.τ.λ), διανοίγει προοπτικές για την κλιμάκωση των κοινωνικών συγκρούσεων μετά τις έντονες αντιδράσεις στην προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.

Συμπερασματικά, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, η δημόσια πολιτική αντιπαράθεση θα μεταφερθεί εκ των πραγμάτων από το μικροοικονομικό επίπεδο (μεταρρυθμίσεις) στη μακροοικονομική διαχείριση.

Η πολιτική σύγκρουση θα επικεντρωθεί στην «σκληρή πολιτική», δηλαδή στην αμιγώς οικονομική πολιτική.

Πιθανότατα, οι συσχετισμοί δυνάμεων θα μεταβληθούν αρνητικά για την κυβέρνηση, η οποία μετά τη φθορά των σκανδάλων και των ανεπαρκών μεταρρυθμίσεων που προωθεί, βρίσκεται αντιμέτωπη με την αναπόφευκτη φθορά που παράγουν οι δυσμενείς οικονομικές επιδόσεις.

Αναμφίβολα, οι νέοι συσχετισμοί δυνάμεων θα προσδιοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τη πολιτική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή από τη δυνατότητά του να αποδεσμευθεί από τη μονομερή έμφαση σε μεταϋλιστικές αξίες (δίκαιη κοινωνία, ισότητα, πράσινη οικονομία) και να προτείνει μία εναλλακτική οικονομική διαχείριση για αποτελεσματική διέξοδο από την κρίση.

Οπωσδήποτε, πάντως, το πολιτικό παιχνίδι επικεντρώνεται στο πεδίο της σκληρής πολιτικής. Ιt's the economy stupid!

*O Πασχάλης Αγανίδης είναι πολιτικός οικονομολόγος- διεθνολόγος και blogger. Το άρθρο του αναρτήθηκε στο blog του, e-homosapiens, και αναδημοσιεύτηκε στο ppol τις 19-3-2008. Το άρθρο αναδημοσιεύεται έπειτα από την άδεια του συγγραφέα.

Tuesday, April 15, 2008

Μεταρρυθμίσεις και «κούφιες ρητορείες»

Πριν από ένα μήνα συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της Ελλάδας από τη Νέα Δημοκρατία. Μπορούμε πλέον να πούμε με σιγουριά ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν μέχρι σήμερα συνιστούν «κούφιες ρητορείες», όπως πολύ εύσχημα τις χαρακτήρισε ο πρώην Υπουργός της κυβέρνησης κύριος Τατούλης.

Προσοχή εδώ! Οι αλλαγές δεν είναι ανύπαρκτες, ούτε ασήμαντες. Είναι απλώς πολύ κατώτερες των περιστάσεων και των προκλήσεων που θέτει στην Ελλάδα η κοινωνική πραγματικότητα της γενιάς των 700 ευρώ, η πλανητική εποχή, η κοινωνία της γνώσης, η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη και η διεύρυνση της ΕΕ προς την ανατολική Ευρώπη.

Το 2004 η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών για να εξοστρακίσει το «σύστημα ΠΑΣΟΚ», όπως το αποκαλούσε, από την εξουσία, να επανιδρύσει το κράτος, να πατάξει τη διαφθορά, να «εξορθολογίσει» τα δημόσια οικονομικά και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μία ακόμα ισχυρότερη ανθρωποκεντρική ανάπτυξη με ρυθμούς κοντά στο 5%.

Δυστυχώς, την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής της (2004-2007) η ΝΔ αναλώθηκε σε κινήσεις τακτικής που μοναδικό στόχο είχαν την κατοχύρωση της ηγεμονικής-υπερκυρίαρχης θέσης της στο πολιτικό σκηνικό. Πράγματι, σε ακριβή αναλογία με ό,τι κατάφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και το 1985, η συντηρητική παράταξη πέτυχε να θέσει το «σύστημα ΠΑΣΟΚ» στα «χρονοντούλαπα της ιστορίας», ρίχνοντας τους Έλληνες σοσιαλδημοκράτες σε μια πρωτοφανή ιστορική κρίση.

Στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, όμως, εκτός από την ενοποίηση των επικουρικών ασφαλιστικών ταμείων των τραπεζών και συγκεκριμένα της Εμπορικής Τράπεζας, δεν εντοπίζεται καμία ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, η οποία συνεισφέρει ουσιαστικά στη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και των θεσμών.

Ο πρόσφατος ασφαλιστικός νόμος αποτελεί μεν σημαντική αλλαγή, αλλά εμμένοντας στις παραμετρικού τύπου παρεμβάσεις (όρια ηλικίας, ποσοστά αναπλήρωσης, ενοποιήσεις ταμείων) και όχι στη μετάβαση σε κάποιου τύπου μικτό σύστημα ασφάλισης, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση μεταρρύθμιση που να καθιστά το σύστημα συντάξεων μακροπρόθεσμα βιώσιμο και δίκαιο για τους σημερινούς νέους και τις μελλοντικές γενιές. Τουλάχιστον, όχι περισσότερο απ’ όσο θα ήταν εάν είχε εφαρμοστεί ο νόμος Ρέππα από την πρώτη στιγμή.

Στην ίδια λογική:

Η απογραφή των δημόσιων οικονομικών δεν οδήγησε σε περιορισμό του πλαδαρού και σπάταλου κράτους, όπως άλλωστε θα ήταν λογικό κι επόμενο έπειτα από μια τέτοια κίνηση, ούτε σε μία σοβαρή αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Ως αποτέλεσμα το εξωτερικό χρέος μόνο (δημόσιο χρέος, οφειλές τραπεζών, επιχειρήσεων και ιδιωτών σε ξένους επενδυτές) έχει φτάσει σήμερα στα 290 δις ευρώ (127% του ΑΕΠ).

Η επανίδρυση του κράτους καρκινοβατεί από τη στιγμή που θάφτηκε ο νόμος για Διοίκηση με Στόχους και η εφαρμογή της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας στο δημόσιο τομέα εκκρεμεί, με τη μόνη ουσιαστική αλλαγή που έχει να επιδείξει η κυβέρνηση να είναι ο νέος Υπαλληλικός Κώδικας.

Στο μέτωπο της αντιμετώπισης της διαφθοράς, τόσο της χαμηλής όσο και της υψηλής, υπάρχει στασιμότητα, με περιστατικά όπως οι κουμπάροι και τα ομόλογα να γελοιοποιούν την όποια προσπάθεια μπορεί ενδεχομένως να γίνεται και τους πάσης φύσεως «νταβατζήβες», εξέχοντα μέλη του ελληνικού παρεοκρατικού καπιταλισμού, να κυριαρχούν.

Στην Υγεία τα «πιράνχας», γιατροί και φαρμακευτικές εταιρείες, συνεχίζουν το πάρτυ σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων. Ταυτόχρονα, τα ράντζα έχουν επιστρέψει, έπειτα από μια περίοδο συγκάλυψης του προβλήματος, η πρωτοβάθμια βαθμίδα υγείας υφίσταται μόνο στα χαρτιά, παρουσιάζεται ελλειμματική κάλυψη πληθυσμιακών ομάδων με ειδικά προβλήματα και παθήσεις και το σύστημα υγείας εξακολουθεί να δίνει έμφαση σε νοσοκομειακές δομές χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον, αν και βελτιώθηκε οριακά, δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάπτυξη μιας επιχειρηματικότητας υψηλών δυνατοτήτων, δεδομένου ότι επιμένει η αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία, τα χρηματοδοτικά εργαλεία για business start ups είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μεγάλων επιχειρήσεων, και τα Κέντρα Υποδοχής Επενδυτών που δημιουργήθηκαν δεν παρέχουν όλες τις απαιτούμενες λειτουργίες που οφείλει να έχει μια υπηρεσία μίας στάσης (one stop shop) ανάλογης με τα ΚΕΠ.

Τέλος, περνώντας σ’ αυτά που μας ενδιαφέρουν άμεσα, η νέα γενιά συνεχίζει να βλέπει την ανεργία των νέων σε τρομακτικά υψηλά επίπεδα, περίπου 20%, με τις θέσεις οι οποίες δημιουργούνται να αφορούν πρωτίστως σε δουλειές μέσω προγραμμάτων stage, συμβάσεων μερικής απασχόλησης και συμβάσεων έργου στο δημόσιο. Δεν δημιουργούνται δηλαδή καλύτερες θέσεις εργασίας και περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες για τους εργάτες γνώσης (knowledge workers), γεγονός το οποίο θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση της ευημερίας και ενίσχυση της ανεξαρτησίας των νέων της γενιάς των 700 ευρώ. Ακόμη χειρότερα δεν αναβαθμίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων συλλογικών αγαθών, και δεν φαίνεται να σταματάει με τίποτα η αποικιοποίηση του δημόσιου χώρου από εγωιστικά συμφέροντα.

Εμείς δεν ξέρουμε ούτε και μας ενδιαφέρει κατά πόσο ο κύριος Τατούλης θα υποστήριζε όσα καταγγέλλει σήμερα αν κατείχε μια κυβερνητική θέση ή αν θα τα έκανε γαργάρα. Το μικροπολιτικό παιχνίδι της γάτας-Κυβέρνησης με τον ποντικό-βουλευτή μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Το σίγουρο όμως είναι ότι δυστυχώς επί 4 χρόνια μεταρρυθμίσεις ακούμε και μεταρρυθμίσεις δε βλέπουμε. Και σ’ αυτό ο Τατούλης έχει χτυπήσει διάνα.

Monday, April 14, 2008

Τα χρόνια της «χειρότερης νιότης»: Η ηλικία των τριάντα-κάτι στη σημερινή Ιταλία

Από τον Alessandro Di Lecce*

Μιλάνο- Αν το να είσαι νέος στις μέρες μας παρουσιάζεται από τον Ιταλό σκηνοθέτη Virzi με αιθέριο τρόπο και με μια διάθεση ειρωνίας στην ταινία του «Η ζωή σου εμπρός σου» (“Tutta la vita davanti”), όπου το «δράμα» των πρωταγωνιστών εξευγενίζεται από την καλλιτεχνική δημιουργία, τότε η πραγματικότητα που πλαισιώνει τις σημερινές ανησυχίες των Ιταλών νέων – λίγες μέρες πριν τις εκλογές – δεν περιέχει ούτε ίχνος ειρωνίας.

Ο καθηγητής Alessandro Rosina του Δημογραφικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Cattolica στο Μιλάνο παρουσίασε σε μια ομιλία του προς την πανεπιστημιακή κοινότητα, με θέμα «Το πορτραίτο των Ιταλών νέων κάτω από την ηλικία των 35», τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διεξήγαγε ο ίδιος. Απεικονίζει το αμείλικτο τοπίο που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια νεολαίοι, οι οποίοι ναι μεν σπούδασαν με την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη, αλλά τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με προσωρινές και επισφαλείς δουλειές. Είναι οι λεγόμενοι «bamboccioni» (μικρομέγαλοι), όπως τους αποκάλεσε ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών.

Στην έρευνα παρουσιάζεται μια σειρά αρνητικών ενδείξεων, που τοποθετούν την κατάσταση της ιταλικής νεολαίας σχεδόν στο τέλος κάθε αντίστοιχου δείκτη κατάταξης και αξιολόγησης συγκριτικά με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με τον Rosina, "...οι νέοι της Ιταλίας έχουν τη μικρότερη πολιτική επιρροή σε όλη την Ευρώπη, το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και τις χειρότερες δουλειές, αφού οι μισθοί τους συγκαταλέγονται στους χαμηλότερους. Η χώρα μας έχει το πιο άδικο ασφαλιστικό σύστημα συνταξιοδότησης και το υψηλότερο δημόσιο χρέος, που κληρονομήθηκε από τις προηγούμενες γενιές".

Συγκριτικά λοιπόν με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες , οι νέοι της Ιταλίας είναι οι περισσότερο περιθωριοποιημένοι καθώς λόγω της φθίνουσας δημογραφικής τους εξέλιξης διαθέτουν τη μικρότερη επιρροή στην κοινωνία και την οικονομία και την πολιτική.

Οι λόγοι είναι εν μέρει τυχαίοι, αλλά κυρίως πολιτικοί. Πρώτ’ απ’ όλα, από δημογραφικής σκοπιάς, ο αριθμός των νέων ολοένα και φθίνει, μειώνοντας έτσι και τον αριθμό των νέων ψηφοφόρων. «Στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 τα άτομα που ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα των 15 με 24 ήταν διπλάσια σε σχέση με εκείνα που ανήκαν στην αντίστοιχη ομάδα των 65 με 74. Σήμερα, οι δύο αυτές ηλικιακές ομάδες είναι σχεδόν αριθμητικά ισοδύναμες».

Σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες, οι νέοι κάτω των 25 ετών αποτελούν ποσοστό υψηλότερο από το 30% του πληθυσμού. Η Ιταλία είναι η μοναδική χώρα που είδε το αντίστοιχο ποσοστό να πέφτει στο 25%. Επιπλέον, το μορφωτικό επίπεδο, υψηλότερο στις μέρες μας από ό,τι στο παρελθόν, δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα εύρεσης εργασίας, εφόσον η αξιοκρατία απουσιάζει. «Είμαστε η μοναδική, γεωγραφικά μεγάλη Ευρωπαϊκή χώρα, όπου στην ηλικιακή ομάδα των 15 με 25 μόλις ένας στους τέσσερις εργάζεται».

Υπάρχει, ωστόσο, και το βάρος και οι αδικίες του συστήματος συντάξεων. Όσοι ξεκίνησαν να εργάζονται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, «θα συνταξιοδοτηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία και θα λάβουν μειωμένη σύνταξη κατά περίπου 20-30%».

Οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν τα τελευταία 10 χρόνια δεν έθιξαν στο παραμικρό τα οικονομικά προνόμια των μεγαλύτερων γενεών με αποτέλεσμα να «επιβαρύνονται» σχεδόν εξολοκλήρου οι νέοι με τα χρέη που δημιούργησαν οι Ιταλοί μεσήλικες.

Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι είμαστε η Ευρωπαϊκή χώρα που διαθέτει τους λιγότερους δημόσιους πόρους για τους νέους της, τότε είναι λογικό που η οικογένεια εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό σημείο αναφοράς και κοινωνικής στήριξης.

Οι διαθέσιμοι πόροι οι οποίοι θα μπορούσαν να διοχευτούν προς τους νέους δεν είναι λίγοι. Δυστυχώς, όμως, απορροφούνται από το δημόσιο χρέος, που από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα (όταν βρισκόταν γύρω στο 60%) δε σταμάτησε να αυξάνεται. Τα τελευταία χρόνια παρέμεινε σταθερό, γύρω στο 104% του ΑΕΠ, ποσοστό που ισοδυναμεί με περίπου 1600 δισεκατομμύρια ευρώ, και ετήσιους τόκους ύψους 65 δισεκατομμυρίων ευρώ (4.5% του ΑΕΠ). Αυτό είναι «περίπου το ποσοστό που τα άλλα κράτη καταθέτουν για τη στήριξη της νέας γενιάς – δηλαδή το μέλλον τους», αναφέρει ο Rosina.

Δυστυχώς, όσοι ενηλικιώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κληρονόμησαν ένα τεράστιο χρέος που δε δημιούργησαν οι ίδιοι, ενώ παράλληλα δεν έχουν αποκομίσει τα οφέλη που τους αναλογούν.

Τώρα, λοιπόν, βρίσκονται αντιμέτωποι με το χρέος αυτό. Η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι νέοι είναι εξαιρετικά άδικη γι’ αυτούς, εφόσον το τεράστιο χρέος δε δημιουργήθηκε για να ενισχύσει τις δικές τους δυνατότητες, ούτε για να βοηθήσει στην ανάπτυξη της χώρας, αλλά κυρίως για να προστατέψει τον τρόπο ζωής και την κοινωνική θέση των σημερινών μεσηλίκων, οι οποίοι μεταβίβασαν τις οικονομικές συνέπειες των επιλογών τους στους απογόνους τους.

Οι baby-boomers «υπέπεσαν στο χρέος με μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι δημιούργησαν πλούτο». Και είναι προς αυτή τη γενιά, που περίπου 12 εκατομμύρια νεολαίοι μεταξύ των 18 και 34 ετών, οι γνωστοί και «μικρομέγαλοι» (‘bamboccioni’), θα πρέπει να στραφούν και να επενδύσουν το μέλλον τους στις εκλογές της 12ης Απριλίου.

*O Alessandro Di Lecce είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Corriere della Serra στις 4 Απριλίου 2008.Η μετάφραση έγινε από την ομάδα της G700.

Sunday, April 13, 2008

Ο πατριωτισμός της κοινής μας μοίρας

Ομόφωνα, συμπεριλαμβανομένων των ψήφων του Έλληνα και του Κύπριου δικαστή, καταδικάστηκε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την παραβίαση του δικαιώματος Ελλήνων πολιτών, που ανήκουν στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, να αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι συστήνοντας σωματεία για την προώθηση της ταυτότητάς τους.

Ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει την έγκριση σύστασης σωματείου που είχε στην ονομασία τον προσδιορισμό «τουρκικός» επικαλούμενος λόγους κινδύνου της δημόσιας τάξης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάννης κάνει λόγο για μουσουλμανική και όχι για τουρκική μειονότητα.

Το δικαστήριο (ΕΔΔΑ) αποφάσισε μετά την κατάθεση δύο προσφυγών (Εμίν και λοιποί και Τουρκική Ένωση Ξάνθης και λοιποί κατά Ελληνικής Δημοκρατίας), ενώ όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος η ψήφος του Έλληνα δικαστή «έσωσε την τιμή της χώρας μας».

Τα ΜΜΕ υποδέχθηκαν την απόφαση άλλα με σκεπτικισμό (Bήμα), άλλα συντασσόμενα με το πνεύμα της απόφασης (ΤΑ ΝΕΑ, Καθημερινή) και άλλα με την υποψία ότι δεν είναι τυχαία για την τροπή των εθνικών θεμάτων (Ριζοσπάστης). Ήδη μάλιστα άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα σκάγια από την πλευρά του «πατριωτικού μετώπου. Παρατηρήθηκαν MMΕ και πολιτικοί σχεδόν από όλο το κομματικό φάσμα, οι οποίοι θεωρούν τη συγκεκριμένη απόφαση επέμβαση στις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με την Tουρκία υπέρ της δεύτερης.

Ωστόσο, η απόφαση δεν αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας. Δεν αφορά καν τον χαρακτηρισμό της μειονότητας ως τουρκικής ή μουσουλμανικής. Kαταδικάζει την Ελλάδα διότι εμφανίζεται να στερεί από Έλληνες πολίτες το θεμελιώδες δικαίωμα να προσδιορίζουν εκείνοι την ταυτότητά τους και να καλλιεργούν τις ιδέες που εκείνοι επιθυμούν, όσο απεχθείς ή δυσάρεστες μπορεί να είναι στους υπόλοιπους.

Tο όριο σύμφωνα με την απόφαση του δικαιώματος του αυτοκαθορισμού και της καλλιέργειας δεσμών μεταξύ ατόμων που θεωρούν ότι έχουν την ίδια ταυτότητα μέσω της σύστασης σωματείων είναι το ίδιο το Σύνταγμα. H ελληνική πολιτεία ακριβώς αυτό αρνείται. Tο δικαίωμα ο κάθε πολίτης της να διαμορφώνει ο ίδιος την ταυτότητά του. ΄

Oχι απλά το αρνείται αλλά φτάνει στο σημείο να το θεωρεί κατά τρόπο παρανοϊκό απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Tο δικαστήριο αντιτείνει ότι εφόσον με συγκεκριμένες πράξεις απειληθεί η νομιμότητα, με πράξεις όμως και όχι με την έκφραση γνώμης ή την έκφραση αυτοκαθορισμού, τότε η ελληνική πολιτεία μπορεί να προβεί σε τέτοια κατασταλτικά μέτρα.

Kαι πράγματι η έκφραση γνώμης ή η έκφραση αυτοκαθορισμού όσο ακραία, απεχθής, περιθωριακή ή προκλητική κι αν είναι, παραμένει ωστόσο νόμιμη. Ειδάλλως νόμιμο θα ήταν μονάχα αυτό που αποδέχονται οι περισσότεροι, η έκφραση του political correct. Kαι θα ήταν όχι μόνο αντιδημοκρατικό αλλά και νυσταλέο.

Kαλώς ή κακώς έχουμε επιλέξει να ζούμε σε κράτος δικαίου. Kαι το κράτος δικαίου δεν υπάρχει σε δόσεις, λίγο, λιγότερο ή όσο μας βολεύει. Δεν τελεί υπό τον όρο της αμοιβαιότητας με τριτοκοσμικά καθεστώτα. ΄H υπάρχει ή δεν υπάρχει. Kαι αυτή ακριβώς είναι η `ύπουλη΄ δύναμη της δημοκρατίας, να ενθαρρύνει την απόκλιση, να τη συναιρεί και να τη χωνεύει.

Είναι ο πατριωτισμός της κοινής μοίρας και όχι ο πατριωτισμός της επιβεβλημένης ιδέας. Aντίθετα στην Ελλάδα της χαμηλής αυτοπεποίθησης η διαφορετικότητα αντιμετωπίζεται σαν πατριωτικά θανάσιμη απειλή.

H προσέγγιση αυτή δεν παραγνωρίζει ότι πίσω από τη μειονότητα κρύβονται παιχνίδια του τουρκικού εθνικισμού.

Aναγνωρίζει όμως ότι το ελληνικό κράτος διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία ώστε να αντιμετωπίσει την επιθετική αυτή πολιτική. Aς φροντίσει καταρχάς τα παιδιά της μειονότητας να ολοκληρώνουν την υποχρεωτική 9ετή φοίτηση στα σχολεία και να μην καταλήγουν χωρίς εκπαίδευση, χωρίς εισοδήματα και χωρίς κοινωνικές ευκαιρίες στην αγκαλιά του Προξενείου. Oι ολοκληρωτισμοί στα πολιτικά προβλήματα απαντούν με αυταρχισμό. Oι δημοκρατίες με ευκαιρίες.

Saturday, April 12, 2008

Στο εγγύς μέλλον, η ανθρωπότητα απειλείται με λιμό

Από τον Φρεντερίκ Λεμέτρ*

Εδώ κι ένα χρόνο, το Ιανουάριο του 2007, όταν οι Μεξικάνοι κατέβηκαν στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην αύξηση της τιμής της τορτίγια, πολλοί χαμογέλασαν. Η εικοσιτετράωρη παύση της αγοράς ζυμαρικών που κήρυξαν οι τιαλικές καταναλωτικές οργανωσεις για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση της τιμής τους, θεωρήθηκε επίσης μία ακόμα χαριτωμένη φολκλορική είδηση.

Κάναμε λάθος και τις δυο φορές. Τα κινήματα αυτά αντανακλούν μία σοβαρή κρίση: εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο συναντούν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να εξασφαλίσουν τον επιούσιο. Ο λόγος είναι απλός: η τιμή του κρέατος και των δημητριακών έχουν γίνει απλησίαστες για τους φτωχότερους· όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και στις πόλεις, πράγμα που συμβαίνει για πρώτη φορά.

Το Μεξικό και η Ιταλία δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις. Οι πεινασμένοι προκαλούν όλο και περισσότερες ταραχές. Το Μαρόκο, το Ουζμπεκιστάν, η Υεμένη, η Γουινέα, η Μαυριτανία, η Σενεγάλη μεταβλήθηκαν με τη σειρά τους σε θέατρο βίαιων διαδηλώσεων για την αύξηση των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης.

«Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απασχολεί τις κυβερνήσεις πολύ περισσότερο από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου» εμπιστευόταν τον Ιανουάριο στο Νταβός ο επικεφαλής μεγάλου διεθνούς οργανισμού.

'Αλλη εκδήλωση της αυξανόμενης ανησυχίας: ενώ ο «Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου» (WTO) προσπαθεί να «κλείσει» τις επόμενες εβδομάδες μία συμφωνία που να απελευθερώνει το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων, όλο και περισσότερες χώρες προσπαθούν να μειώσουν τις εξαγωγές δημητριακών τους, εφαρμόζοντας όρια στις εξαγώγιμες ποσότητες ή αυξάνοντας τους δασμούς σε απαγορευτικά επίπεδα. Η Αργεντινή, η Ουκρανία, η Ρωσία, η Κίνα (που εξάγει αραβόσιτο) εφάρμοσαν πρόσφατα παρόμοιες περιοριστικές πολιτικές.

Στόχος τους: να κρατήσουν τα τρόφιμα στις χώρες τους, αποτρέποντας εξεγέρσεις και ταραχές.

Η αύξηση των τιμών των τροφίμων κατά το 2007 είναι πράγματι εντυπωσιακή. Σε διάστημα ενός έτους, ο «Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας» του ΟΗΕ (FAO), υπολόγισε πως οι αυξήσεις έφτασαν το 36%. «Δεν έχουμε ακόμα σπάσει το παγκόσμιο ιστορικό ρεκόρ ακρίβειας, αλλά σπανίως είδαμε στο παρελθόν παρόμοιες ανατιμήσεις», παρατηρεί η Αμπντολρέζα Αμπασιάν (Abdοlreza Abbassian), οικονομολόγος στο FAO.

Οι ανατιμήσεις αυτές οφείλονται σε πολλούς παράγοντες: άνοδο της ζήτησης, στασιμότητα της προσφοράς και αύξηση του κόστους των ατμοπλοϊκών μεταφορών.

'Ανοδος της ζήτησης

Η άνοδος της ζήτησης είναι καλό νέο. Καθώς αναπτύσσονται οικονομικά, οι Βραζιλιάνοι, οι Κινέζοι και οι Ινδοί αλλάζουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Μέσα σε λιγότερο από μια γενιά, η μέση κατανάλωση κρέατος στην Κίνα πέρασε ετησίως από τα 20 στα 50 κιλά, γεγονός που έχει άμεση επίπτωση στη ζήτηση των κτηνοτροφών. Με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης των αναπτυσσομένων κρατών, όλα δείχνουν πως αυτό το φαινόμενο θα συνεχιστεί.

Η αύξηση του πληθυσμού επιτείνει τη αύξηση της ζήτησης. Κάθε χρόνο θα χρειάζεται να ταΐζουμε 28.5 εκατομμύρια επιπλέον στόματα, καθώς ο πληθυσμός του πλανήτη αναμένεται να φθάσει στα 9 δις στα μισά του αιώνα, από 6.5 δις σήμερα.

Στασιμότητα της προσφοράς

Από την άλλη η προσφορά φαίνεται να έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο της. Λόγω των κλιματικών αναστατώσεων, τα τελευταία χρόνια οι σοδιές ήταν από μέτριες έως κακές σε πολλά μέρη του κόσμου (ακόμα και σε «σιτοβολώνες της υδρογείου», όπως την Ουκρανία ή την Αυστραλία).

Τα τελευταία τριάντα χρόνια, ποτέ δεν είχαμε λιγότερα αποθέματα τροφίμων. Η Ευρώπη, που άλλοτε βούλιαζε από την υπερπαραγωγή, αναμένεται φέτος να εισαγάγει την ποσότητα-ρεκόρ των 15 εκατομμυρίων τόνων δημητριακών.

Αύξηση της τιμής των μεταφορικών

Η εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί από την μεριά της δύο αρνητικές επιπτώσεις: αυξάνει τις τιμές των μεταφορών, που στα δημητριακά επιβαρύνουν την τιμή τους κατά το 30-35%.

Το χειρότερο: καθιστά όλο και πιο ελκυστικά τα βιοκαύσιμα. Ζάχαρη, αραβόσιτος, μανιόκα, ελαιουργικά προϊόντα κ.λπ παύουν σιγά-σιγά να καλλιεργούνται για τη διατροφική τους αξία. «Σε ορισμένα κράτη της Αφρικής, η τιμή του φονικέλαιου εξαρτάται πλήρως από την τιμή του... πετρελαίου.

Οι Αφρικανοί που θέλουν να το ψωνίσουν για διατροφικούς λόγους δεν είναι πια εις θέση να το αγοράσουν», διαπιστώνει η Ζοζέτ Σίραν(Josette Sheeran), γενική διευθυντής του «Παγκόσμιου Προγράμματος Σίτισης» (WFP), που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «το WFP σιτίζει 90 εκατομμύρια ανθρώπους, από τα 860 που υποφέρουν από την πείνα. Η άνοδος της τιμής των δημητριακών μας έθεσε ενώπιον ενός φοβερού διλήμματος: ή θα έπρεπε να αποφασίσουμε να σιτίζουμε 40% λιγότερους ανθρώπους, ή να μειώσουμε τις μερίδες μας κατά 40%», συνεχίζει.

Στην Αϊτή σήμερα, οι φτωχότεροι έφτασαν να «τρώνε» πίτες από... πηλό.

Η χρεοκοπία των ασκουμένων πολιτικών

Δημογραφική πίεση, οικονομική ανάπτυξη, υπερθέρμανση του πλανήτη... Στις τρεις αυτές αιτίες της έλλειψης τροφίμων, που πολλοί γνωρίζουν, προστίθεται μία τέταρτη, εξίσου κεφαλαιώδους σημασίας: οι ασκούμενες έως σήμερα πολιτικές.

Στην έκθεσή της για την παγκόσμια ανάπτυξη, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2007, η «Παγκόσμια Τράπεζα» αναγνωρίζει, χωρίς περιστροφές, πως εδώ και είκοσι χρόνια οι πολιτικοί και οι διεθνείς οργανισμού απλά παραμέλησαν τη γεωργία. Αν και το 75% των φτωχών του κόσμου ζουν σε αγροτικές περιοχές, μόνο το 4% της οικονομικής βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες αφορά την ανάπτυξη της γεωργίας.

Στους αντίποδες όλων όσων πρέσβευε έως σήμερα το «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΔΝΤ) και η ίδια, η «παγκόσμια τράπεζα» αναγνωρίζει πως η ανάπτυξη της γεωργίας -και άρα η καταπολέμηση της φτώχειας- εξαρτώνται από την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων για την ανάπτυξη υποδομών άρδευσης, οδοποιίας, ενέργειας, μεταφορών κ.ο.κ.

Πόσο μάλλον που όλοι οι ειδήμονες συμφωνούν πως η κλιματική αλλαγή απειλεί άμεσα τη γεωργία. «Στην Αφρική, οι εκτάσεις που πλήττονται από ανομβρία μπορεί να αυξηθούν κατά 600-900 εκατομμύρια στρέμματα (...) έως το 2060 (...). Οι άνθρωποι που υποσιτίζονται ίσως αυξηθούν κατά 600 εκατομμύρια έως το 2080», πρόβλεπε το 2007 ο ΟΗΕ.

Επιπλέον, κάθε σχετική μελέτη είναι πιο απαισιόδοξη από την προηγούμενη. Την 1η Φεβρουαρίου, το περιοδικό «Science» δημοσίευσε τις σχετικές προβλέψεις του πανεπιστημίου του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια , σύμφωνα με τις οποίες οι σοδιές αραβοσίτου της νοτίου Αφρικής (το βασικό αγροτικό προϊόν της περιοχής) θα μπορούσαν να μειωθούν έως και κατά 30% έως το 2030. Στην Ινδονησία και τη νοτιοανατολική Ασία, οι σοδιές μπορεί να μειωθούν έως και κατά 10%. «Είναι ανησυχητικό. Κανείς δεν είχε προβλέψει πως κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε τόσο γρήγορα», αναγνωρίζει o FAO.

Πράγμα που σημαίνει πως θα χρειαστεί να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή. Ορισμένοι προκρίνουν την αύξηση των αγροτικών γαιών, αλλά η κλιματική αλλαγή και η διαρκώς αυξανόμενη αστικοποίηση μάλλον πιέζουν προς τη μείωση των διαθέσιμων εδαφών.

Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι επίσης δυνατή. Αλλά η εντατική γεωργία καταναλώνει άφθονο νερό, ένα αγαθό που σπανίζει και γίνεται όλο και πιο πολύτιμο. Μένει η ανάπτυξη των γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών που όμως, όπως γνωρίζουμε, αμφισβητείται έντονα.

Την αυγή του 21ου αιώνα, η ανάπτυξη της γεωργίας αναδεικνύεται και πάλι σε ένα από τα σημαντικά προβλήματα της ανθρωπότητας.


Ο Frédéric Lemaître είναι συντάκτης της «Le Monde». ο άρθρο Une crise alimentaire majeure se profile του δημοσιεύτηκε στις 05-03-2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του ppol.

Friday, April 11, 2008

Επιστρέφει ο πληθωρισμός

Πριν από τρεις μέρες η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι ο γενικός δείκτης τιμών για το μήνα Μάρτιο έκλεισε στο 4,4% με τον πληθωρισμό του πρώτου τριμήνου του ‘08 (Ιανουάριος, Φεβρουάριος Μάρτιος) να διαμορφώνεται στο 4,23%. Επίπεδο εξαιρετικά υψηλό για μια οικονομία της ευρωζώνης.

Τα αρνητικά μαντάτα στο μέτωπο της σταθερότητας των τιμών δεν αποτελούν είδηση, πρέπει όμως να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα. Όλα δείχνουν ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού σταδιακά επιστρέφει, και μάλιστα σε συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση σε συνδυασμό με την εκρηκτική άνοδο της τιμής της ενέργειας και τον καλπάζοντα διεθνή «αγροπληθωρισμό» που κυριολεκτικά έχει εκτοξεύσει τις τιμές των τροφίμων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ανεξέλεγκτο εισαγόμενο πληθωριστικό σπιράλ με όλες τις αρνητικές παρενέργειες στο εργατικό εισόδημα και την έτσι κι αλλιώς χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Υπό το πρίσμα των διεθνών αρνητικών εξελίξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο γενικός δείκτης τιμών για ολόκληρο το 2008 θα κλείσει στο 3,5% αυξημένος κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από 3% το 2007.

Η κυβέρνηση από τη μεριά της ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε επαγρύπνηση για τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Αν βέβαια επιδείξει την ίδια εγρήγορση μ’ αυτή που επέδειξε στη μάχη εναντίον της «ακρίβειας», τότε πρέπει πραγματικά να ανησυχούμε.

Δυστυχώς, η αδυναμία των οικονομικών υπουργείων να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό οφείλεται πρωτίστως στην έλλειψη βούλησης ή ικανότητας να αντιμετωπίσουν διαχρονικές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας: τις μη ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (ιδιωτικά καρτέλ κι ολιγοπώλια, δημόσια μονοπώλια), τα συνεχώς αυξανόμενα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και την ασύδοτη τιμολογιακή πολιτική, τους πληθωριστικούς μισθούς στον ευρύτερο δημόσιο και παραδημόσιο τομέα, το καθεστώς κατώτατων αμοιβών σε μια σειρά από «κλειστά» επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα η σύνδεση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων με τα εισοδήματα συμβολαιογράφων, δικηγόρων και υποθηκοφυλάκων, το δανεικό χρήμα που με τόση ευκολία μοιράζουν οι τράπεζες με επιθετικό τρόπο στον οποιονδήποτε.

Σήμερα λοιπόν που οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις είναι αρνητικές , η Ελλάδα είναι περισσότερο εκτεθειμένη. Δίπλα στη διόγκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την περιορισμένη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, επιστρέφει σταδιακά κι ο πληθωρισμός.

Όχι στο ρατσισμό από την κούνια

Από την καμπάνια "Όχι στο Ρατσισμό από την Κούνια"

Η Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την καμπάνια «Όχι στον Ρατσισμό από την Κούνια», που αποτελείται από 40 κοινωνικές οργανώσεις, μεταναστευτικές κοινότητες και στηρίζεται από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, έχει ξεκινήσει μια καμπάνια εδώ και αρκετούς μήνες για τη συλλογή υπογραφών για να δίνεται πιστοποιητικό γέννησης στα παιδιά των μεταναστών/τριών που γεννιούνται στην Ελλάδα, ενώ ζητάει παράλληλα την αλλαγή της νομοθεσίας που δεν επιτρέπει στα παιδιά των πολιτών τρίτων χωρών που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στην Ελλάδα να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια.

Πρόκειται για περίπου 200.000 παιδιά, νέες και νέους που, όπως καταλαβαίνετε, ενώ δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα εκτός από την Ελλάδα αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Τα παιδιά που είναι συμμαθητές των δικών μας παιδιών όταν ενηλικιωθούν «βαφτίζονται» μετανάστες προερχόμενοι από τη χώρα προέλευσης των γονιών τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είτε θα εργαστούν πολύ γρήγορα και θα έχουν ένσημα είτε θα απελαθούν ή θα ζήσουν στο γνωστό καθεστώς της «ημιπαρανομίας» στο οποίο δυστυχώς ζουν πολλοί μετανάστες στη χώρα μας.

Η καμπάνια «Όχι στο Ρατσισμό από την Κούνια», που διεκδικεί «ΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», καλεί το υπουργείο εσωτερικών να ικανοποιήσει τα αιτήματα μας .

Ζητά συγκεκριμένα:

Την άμεση ρύθμιση του καθεστώτος των παιδιών και των νέων που ζουν στη χώρα μας. Χορήγηση άδειας παραμονής και εργασίας αόριστης διάρκειας σε όλα τα παιδιά και νέους που γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν στην Ελλάδα ή φοίτησαν στην ελληνική εκπαίδευση.

Την τροποποίηση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων για την εγγραφή των παιδιών των μεταναστών στα δημοτολόγια των Δήμων όπου γεννιούνται

Την τροποποίηση του Κώδικα Ιθαγένειας έτσι ώστε να είναι δυνατή η κτήση της ιθαγένειας με τη γέννηση και με πολιτογράφηση των παιδιών που συμπληρώνουν 3 χρόνια στην ελληνική εκπαίδευση χωρίς την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (όπως οι ομογενείς)

Την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα

Την παροχή, τουλάχιστον, άδειας αόριστης διάρκειας στους μαθητές που φοιτούν στην ελληνική εκπαίδευση

Την προώθηση μέτρων για την ένταξη των μεταναστών και τη στήριξη των μεταναστών δεύτερης γενιάς, μέσα από ενεργητικές πολιτικές που θα αποτρέπουν φαινόμενα αποκλεισμού και ρατσισμού .

Wednesday, April 9, 2008

Το μήνυμα που στέλνει η αποχή στις φοιτητικές παρατάξεις

Ολοκληρώνονται σήμερα οι φοιτητικές εκλογές στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ της χώρας με τις αρνητικές παραδόσεις των τελευταίων ετών να τηρούνται στο ακέραιο: μικροεπεισόδια με κουκουλοφόρους εξωπανεπιστημιακούς αλλά και μεταξύ των μελών των διαφορετικών φοιτητικών παρατάξεων, έκδοση ξεχωριστών εκλογικών αποτελεσμάτων, προώθηση κομματικών γραμμών αντί για έμφαση στην αντιμετώπιση των άμεσων πρακτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι να απορεί κανείς που ΚΑΙ φέτος θα συνεχιστεί μία ακόμη λυπηρή παράδοση των τελευταίων ετών. Η ΑΠΟΧΗ, η οποία συνήθως είναι γιγάντια στις γενικές συνελεύσεις, στις εκλογές αναμένεται να είναι συντριπτική.

Αν όμως τα μικροεπεισόδια και οι σκληρές αντιπαραθέσεις μπορούν να υποβαθμιστούν ως γραφικότητες ή ακόμα και να δικαιολογηθούν στη λογική του «νέοι είναι, βράζει το αίμα τους», η αποχή πρέπει να απασχολήσει στα σοβαρά τις παρατάξεις.

Οι τελευταίες είναι καιρός να αντιληφθούν ότι σε όλα τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ της χώρας υπάρχει μια σιωπηλή πλειοψηφία που αισθάνεται ότι αγνοείται, αν δεν προσβάλλεται πλήρως απ’ την κατάσταση η οποία επικρατεί στο πανεπιστήμιο και ειδικότερα στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος.

Ο μέσος φοιτητής του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, όχι μόνο αδιαφορεί, αλλά αρνείται επίμονα και διαχρονικά να λάβει μέρος σε διαδικασίες τις οποίες θεωρεί υστερόβουλα πολιτικά παιχνίδια, και οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με την αναζήτηση πρακτικών λύσεων στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του καθημερινά.

Το μόνο που θέλει είναι να ολοκληρώσει υπό ομαλές συνθήκες και σε εύλογο χρονικό διάστημα τις σπουδές του, και να αναζητήσει την τύχη του στην αγορά εργασίας όπου τον περιμένει μια σκληρή πραγματικότητα.

Είναι λοιπόν καιρός, οι φοιτητικές παρατάξεις να πάψουν να αποσιωπούν τους πραγματικούς συσχετισμούς στην κοινωνία των φοιτητών και να αναζητήσουν να γίνουν πραγματικά χρήσιμες και ελκυστικές, αλλάζοντας το τροπάρι στο οποίο μας έχουν συνηθίσει μέχρι τώρα:

  • Να πάψουν να καλύπτουν τα κενά οργάνωσης των ΑΕΙ "με το αζημίωτο".
  • Να χαλαρώσουν τη σχέση τους με τα κόμματα.
  • Να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με τους ομαδάρχες φοιτητοπατέρες και τους βουλευτές.
  • Ν’ αλλάξουν ατζέντα, εστιάζοντας πρωτίστως στην αντιμετώπιση των πρακτικών ζητημάτων που απασχολούν τους φοιτητές.
  • Να δημιουργήσουν η κάθε μία το δικό της όραμα για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο του σήμερα, χωρίς κούφια κομματικά συνθήματα και αναμασήματα των ιδεοληψιών της γενιάς του Πολυτεχνείου, με πυξίδα την κοινή λογική και μέτρο σύγκρισης τα καλύτερα πανεπιστήμια του πλανήτη.

Οι φοιτητικές παρατάξεις πρέπει διεκδικήσουν ένα νέο ρόλο μέσα στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημόσιου πανεπιστημίου. Να δώσουν προτεραιότητα στο πανεπιστήμιο και τους φοιτητές και τελευταία στον εαυτό τους. Διαφορετικά είναι βέβαιο ότι οι πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις θα τις προσπεράσουν, χωρίς κανείς να κλάψει γι’ αυτές.

Οριστική η μεταμεσονύκτια λειτουργία Μετρό και ΗΣΑΠ

από in.gr

Σε μόνιμη βάση θα λειτουργούν τα νυχτερινά δρομολόγια του Μετρό και του ΗΣΑΠ την Παρασκευή και το Σάββατο, τα οποία θα λειτουργούν μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. Η απόφαση πάρθηκε μετά τα ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά στοιχεία για την επιβατική κίνηση.

Σύμφωνα με τη NET, το μέτρο που είχε εφαρμοστεί πιλοτικά για δύο μήνες, θα ισχύει πλέον μόνιμα και αναμένεται η επίσημη ανακοίνωση του υπουργού Μεταφορών.

Τα πρώτα στοιχεία για την επιβατική κίνηση των νυχτερινών δρομολογίων κρίθηκαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. 'Οσον αφορά στο Μετρό, οι αριθμοί έχουν ξεπεράσει τις προβλέψεις, καθώς μετά τα μεσάνυχτα στους συρμούς του επιβιβάζονται από 14.000 έως 18.000 άνθρωποι, ενώ στον ΗΣΑΠ οι μετρήσεις σε έξι σταθμούς έδειξαν ότι με τους συρμούς μετακινούνται περίπου 12.000 επιβάτες τα βράδια της Παρασκευής και 19.000 τα βράδια του Σαββάτου.

Tuesday, April 8, 2008

Πως έγινε κλισέ η "Γενιά των 700 ευρώ"

Από τον Μίμη Ανδρουλάκη*

«Δεξιό» κλύσμα, «αριστερό» μελό, τηλεοπτική σαπουνόπερα και αυτογκόλ της νέας γενιάς

Το βιβλίο μου «Βαμπίρ και Κανίβαλοι – το ρίσκο μιας νέας σύγκρουσης των γενεών» επιχείρησε να φέρει με ένταση στη δημόσια συζήτηση τη διάσταση της ανισότητας των γενεών. Προκάλεσε ιδιαίτερα τη γενιά μου που ήρθε στο προσκήνιο σ’ όλο τον κόσμο με μια πολιτική και πολιτιστική επανάσταση, αψήφησε τα ταμπού και τις προκαταλήψεις κι όμως κινδυνεύει να κατηγορηθεί για ναρκισσιστική ανικανότητα να κατανοήσει τις ανάγκες της νέας γενιάς, το βιωματικό και νοηματικό της κόσμο και τα ριζικά διαφορετικά σχήματα περάσματός της στην ενηλικίωση.

Μια γενιά που είναι η πιο πολυάριθμη, η πιο μακρόβια που έκανε όμως τα λιγότερα παιδιά και η μαζική συνταξιοδότησή της τα επόμενα δέκα χρόνια μπορεί, αν δεν πάρουμε έγκαιρα τα μέτρα μας, να οδηγήσει στην πλέον προβλέψιμη οικονομική και κοινωνική κρίση του 21ου αιώνα. Ήταν μια παρότρυνση για βασικούς μετασχηματισμούς σ’ όλες τις πλευρές της ζωής και όχι αποδοχή τετελεσμένων για μια γενιά losers. Κάτι που θεωρώ ανιστόρητο. Στην Ευρώπη εμφανίστηκαν blogs για τη «γενιά των 1000€», στην Ελλάδα των «700€» κι όλα αυτά είχαν καταρχήν θετικό προσανατολισμό.

Και όμως, να, που καθιερωμένοι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων και κατεστημένα ΜΜΕ άρχισαν να μετατρέπουν σε κλισέ, σε κοινοτοπία «τη γενιά των 700€». Πρώτα θάβουν τη νέα γενιά και μετά το παίζουν συνοφρυωμένοι κοσμοσωτήρες. Άσπρισαν τα μαλλιά μου και ακόμα αδυνατώ να απαντήσω ποια βλακεία και ποια υποκρισία είναι πιο επικίνδυνη για τη νέα γενιά: η «δεξιά» ή η «αριστερή»;

Οι ακούσιες συνέπειες μιας κουτής «αριστερής» πολιτικής μπορεί να είναι ολέθριες. Η συντήρηση ενοχοποιεί τη νέα γενιά. Η «αριστερά» ακολουθεί το διόλου αθώο μοτίβο της θυματοποίησης. Παιδιά την έχετε βάψει, κατεβάστε τον πήχη των προσδοκιών και των φιλοδοξιών σας! Ο συντηρητισμός του status quo, του να μην «αλλάξεις τίποτα» μπορεί να έχει «δεξιό» ή «αριστερό» πρόσημο. Σας υιοθετούμε, σας καπελώνουμε, σας κολακεύουμε ακόμα και σας θρηνούμε.

Η νεολατρεία είναι το τελευταίο καταφύγιο των «βαμπίρ» για να ευνουχίσουν τους μελλοντικούς «κανίβαλους». Η ψευδεπίγραφη ανανέωση το ίδιο. Ο Μπερλουσκόνι γελοιοποιεί το αίτημα για νέα πρόσωπα βάζοντας στους συνδυασμούς του showgirls. Συνδικάτα και «αριστερά» έχουν ως κεντρικό υποκείμενο στα αιτήματα και στους αγώνες τους τον άνδρα, πενήντα και κάτι, με σταθερή απασχόληση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ωραία «αριστερά», σκέφτομαι, που με το κλισέ της «γενιάς των 700€» αποκρύβει τις βαθιές ανισότητες, τις κοινωνικο – ταξικές διαφοροποιήσεις, τις διαφοροποιημένες προσδοκίες, ελπίδες, αφετηρίες, ευκαιρίες, δυνατότητες και επιλογές που σημαδεύουν αυτή τη γενιά. Ωραία «αριστερά» που υιοθετεί τη συντηρητική «κουλτούρα του φόβου» και κάνει ιδεολογικό εμπόριο φοβίας. Είναι ο φόβος των επιλογών. Ο φόβος της αυτονομίας και ελευθερίας. Ο φόβος του μέλλοντος. Ο φόβος του νέου. Ο φόβος του εύλογου ρίσκου των ανθρώπων που αναλαμβάνουν ευθύνες και πρωτοβουλίες και κάνουν πράγματα. Ο φόβος της αξιολόγησης. Ο φόβος των ανοιχτών συνόρων. Ο φόβος, ο φόβος…

Μια πιο ειλικρινής και αισιόδοξη αριστερά θα μπορούσε να σας πει: παιδιά είστε μια γενιά που γνώρισε τα υψηλότερα επίπεδα ειρήνης, ευημερίας, δημοκρατίας, πληροφόρησης και κατανάλωσης, η πρώτη στην ιστορία που υπερέχει τεχνολογικά της προηγούμενης, η πρώτη σε οικογενειακή στήριξη και ανεκτικότητα, γίνετε αγωνιστές στη ζωή, μπορείτε να τα καταφέρετε πολύ καλύτερα από εμάς, αναλάβετε την ευθύνη του εαυτού σας στις σπουδές, την εργασία, τη δια βίου μάθηση, την καινοτομία, την αυτοδημιούργητη επιχειρηματικότητα, την κοινωνική και δημοκρατική συμμετοχή και θα βρείτε το υποστηρικτικό χέρι μιας πιο δίκαιης κοινωνίας στους βασικούς σταθμούς του βίου σας.

Μην κολακεύετε, φωνάζω, τον κάθε «μαμάκια» των μεσαίων και άνω στρωμάτων που θέλει μόνο για βενζίνη και καφέδες 700€, ξυπνά δύο το μεσημέρι, τα θέλει όλα έτοιμα και φαντασιώνεται ότι μια μέρα θα υποκαταστήσει την οικογενειακή υπερπροστασία με μια απροσδιόριστη κρατική.

Το πρόταγμά μας ότι η σημερινή νέα γενιά και κάθε ερχόμενη θα ζήσει καλύτερα από την προηγούμενη θα μείνει ξεκρέμαστο στον αέρα όσο δε δίνουμε άμεση πρακτική απάντηση σε μια ελάχιστη δέσμη ερωτημάτων αντί να περιοριζόμαστε στα «αριστερο-δεξιά» κλαψουρίσματα για τη «γενιά των 700€».

Πιο γρήγορα στην εργασία

Τα μοντέλα νεότητας στο νότο της Ευρώπης σε αντίθεση με του βορρά σημαδεύονται με το «όλα πιο αργά». Αργά αποφοιτούμε, αργά μπαίνουμε στην αγορά εργασίας, αργά φεύγουμε από το σπίτι των γονιών, αργά κάνουμε το πρώτο παιδί. Έχουν τα συν και τα πλην τους αυτά τα μοντέλα παρατεινόμενης εφηβείας, δεν αλλάζουν εύκολα αλλά ωστόσο μπορούμε να διευκολύνουμε την πιο γρήγορη είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας και να υπερβούμε μια εύλογη απροθυμία τους να δουλέψουν στο ξεκίνημά τους με χαμηλές αμοιβές. Εδώ, λοιπόν, υπάρχουν δύο κρίσιμα ερωτήματα για όσους μιλούν στο όνομα της γενιάς των 700€:

Πρώτο: θα στηρίξετε το αίτημα για αρνητικό φόρο εισοδήματος (πίστωση φόρου) που συμπληρώνει αυτόματα με επιστροφή φόρου το εισόδημα των εργαζομένων, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, μέχρι να φτάσει ένα κλιμακούμενο εγγυημένο επίπεδο που καλύπτει τις ανάγκες τους;

Φίλη, φίλε της νέας γενιάς για κάθε ευρώ που παίρνεις αμοιβή θα σε επιχορηγώ π.χ. με 20-30 λεπτά μέχρι να φτάσεις σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο εγγυημένου μισθού. Δε σου προσφέρω χρήμα για να κάθεσαι, ενισχύω τα κίνητρά σου για εργασία. Ορισμένοι επιπόλαια μιλούν για 1200-1500€ κατώτερο μεροκάματο. Είναι μια σίγουρη συνταγή για να μη προσλαμβάνονται νέοι και να αυξάνει η ανεργία τους. Η μικρομεσαία επιχείρηση δε θα αντέξει από το μίνιμουμ για τους νεοεισερχόμενους.

Δεύτερο: θα στηρίξετε το αίτημα για τετραετή κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των νέων με προϋπόθεση τη μη απόλυση παλαιότερων εργαζομένων;

Μια αρχιτεκτονική του ασφαλιστικού συστήματος για τους νέους
Ωραίο ασφαλιστικό δίλημμα για τη νέα γενιά: Η Νέα Δημοκρατία, μέσα από τη λογική των αλλαγών που προτείνει, έχει σαν προοπτική τη σύγκλιση των συντάξεων όλων των γενεών στο χαμηλότερο επίπεδο της κατώτερης εγγυημένης, δηλαδή της λεγόμενης εθνικής σύνταξης.

Η συντήρηση του υπαρκτού status quo στις συντάξεις ακόμα και με την ανταπόκριση του κράτους στις προβλεπόμενες νομοθετικά υποχρεώσεις του οδηγεί στη δραματική κρίση του συστήματος σε προβλέψιμο χρόνο με κίνδυνο πάλι το κράτος τελικά να εγγυηθεί μόνο την κατώτερη σύνταξη προνοιακού επιπέδου.

Η αποκλειστική στήριξη του ασφαλιστικού στον κρατικό προϋπολογισμό, που ορισμένοι θεωρούν αριστερή επιλογή, το οριστικό σπάσιμο της σχέσης «εισφορών-παροχών», η γενίκευση των αντικινήτρων στις εισφορές με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στην εξίσωση προς τα κάτω των συντάξεων ειδικά των νέων γενεών.

Δηλαδή είτε από τα «δεξιά» συνειδητά είτε ασύνειδα από τα «αριστερά» μπορεί τελικά να οδηγηθούμε με μικρή διαφορά χρόνου στο ίδιο αποτέλεσμα: τη σύγκλιση των συντάξεων προς τα κάτω σε βάρος των νέων.

Το συμφέρον της νέας γενιάς βρίσκεται σε μια νέα, βιώσιμη, μακρόπνοη, αρχιτεκτονική του ασφαλιστικού συστήματος με ορίζοντα το 2030. Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή θα αποτελείται από το μη ανταποδοτικό μέρος που καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός και θα προσδιορίζεται πάγια και αντικειμενικά και από το ανταποδοτικό μέρος της, το οποίο θα υπολογίζεται με ένα αντικειμενικό πολλαπλασιαστή «νοητής» κεφαλαιοποίησης, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των αγορών.

Το κόστος της μετάβασης σ’ αυτή τη νέα αρχιτεκτονική το εξασφαλίζει το κράτος ώστε να μην υπάρξει μια γενιά που θα πληρώσει και τις δικές της και τις δικές μας συντάξεις. Εδώ παίζει ένα συμπληρωματικό αλλά κρίσιμο ρόλο το Εθνικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών όπως το έχουμε προτείνει στις θέσεις του ΠΑΣΟΚ και το έχει υιοθετήσει συρρικνωμένο και στρεβλωμένο η Νέα Δημοκρατία.

Ο «κουμπαράς» της νεότητας

Είναι δυνατό να εμφανιζόμαστε σαν υπερασπιστές της γενιάς των 700€ και να αρνούμαστε τη δημιουργία ενός νέου αποθεματικού για λογαριασμό της, ενός νέου επενδυτικού «κουμπαρά», του Εθνικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης των Γενεών (ΕΚΑ);

Γιατί δεν απαιτούμε όλα τα έσοδα από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου όπως άμεσα Τουριστικά Ακίνητα, Ολυμπιακές εγκαταστάσεις κ.α. να χρηματοδοτούν το ΕΚΑ;

Γιατί να δίνουμε μερικά δις ευρώ κάθε χρόνο τα επόμενα χρόνια για να αγοράζουμε άδειες εκπομπής CO2 από τρίτες χώρες αντί να επιβληθεί φόρος στις σημαντικές πηγές εκπομπής CO2 πάνω από τα επιτρεπτά όρια ώστε να δημιουργηθούν ισχυρά κίνητρα για καθαρές τεχνολογίες και τα έσοδα του πράσινου φόρου να πηγαίνουν προς όφελος κυρίως της νέας γενιάς στο Εθνικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών όπως αναλυτικά προτείνουμε στις θέσεις του ΠΑΣΟΚ: Μόνο για την ηλεκτροπαραγωγή θα πρέπει να πληρώνουμε τα επόμενα χρόνια για «άδειες» σε τρίτες χώρες 2δις € το χρόνο. Άλλα τόσα για τα τσιμέντα, τα λιπάσματα, τα πετροχημικά και στη συνέχεια για τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα!

Ένα προσωπικό «κεφάλαιο» ξεκινήματος για κάθε νέο και νέα

Θέλουμε κάθε νέος και νέα να ξεκινά την είσοδό του στην ενήλικη ζωή, στα 18 του χρόνια, με ένα προσωπικό αποταμιευτικό – επενδυτικό «κεφάλαιο». Η πολιτεία αυτόματα με τη γέννηση κάθε παιδιού θα κάνει μια αρχική κατάθεση σ’ έναν προσωπικό προθεσμιακό λογαριασμό στον οποίο μπορεί με ισχυρά φορολογικά κίνητρα να καταθέτει επίσης χρήμα η οικογένειά του ή ο εργοδότης των γονιών ή ο τοπικός δήμος.

Και μ’ αυτόν τον τρόπο ο νέος αποκτά από πολύ νωρίς αποταμιευτική – επενδυτική κουλτούρα, εξοικειώνεται με τα χρηματοπιστωτικά και ωθείται να σχεδιάσει το προσωπικό του εκπαιδευτικό και επαγγελματικό σενάριο. Στα 18 μπορεί με ελεύθερη επιλογή είτε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, είτε την έναρξη επαγγέλματος, είτε να μεταμορφώσει το λογαριασμό του σε προσωπικό ασφαλιστικό – επενδυτικό βιβλιάριο… είτε να πάει στη Χαβάη.

Κρατικίστικο Greek Dream;

Η δημόσια απασχόληση απορρόφησε στη δεκαετία του ’80 το 70% των πτυχιούχων και αποτέλεσε θεμελιώδη μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης. Αυτό δεν είναι εφικτό στον ίδιο βαθμό σήμερα. Πρώτο, λόγω της υπερμαζικοποίησης των Πανεπιστημίων – ΤΕΙ και δεύτερο, γιατί υπάρχουν εύλογα όρια στην επέκταση της δημόσιας απασχόλησης πέρα από τα οποία μπορεί να γίνει αρνητική για το συνολικό επίπεδο απασχόλησης.

Άλλωστε, ακόμα και ο Λένιν πρόλαβε να πει ότι η χειρότερη μορφή κρυφής ανεργίας είναι οι υπεράριθμοι του κράτους. Θα αναγκαστούμε να υπερφορολογούμε και να καταπνίγουμε κάθε παραγωγική δραστηριότητα με μοιραία αποτελέσματα ιδιαιτέρα για την ανερχόμενη μεσαία καινοτομική επιχειρηματικότητα, για την ανάπτυξη, την παραγωγή νέου κοινωνικού πλούτου και την αύξηση της απασχόλησης για να συντηρήσουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων σε τομείς εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας και απόδοσης με ολέθριες συνέπειες για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Εξαπατούμε τη νέα γενιά όταν προβάλλουμε ως Greek Dream μια πάση θυσία θέση στο δημόσιο ακόμα και αν αυτή δεν είναι κοινωνικά αναγκαία και αποδοτική.

Το δημόσιο μπορεί να μη μας δώσει πρόσθετες καλές θέσεις απασχόλησης στο βαθμό που μέσα από τις αναγκαίες αλλαγές αυξάνουμε την απόδοση της δημόσιας δαπάνης ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής κοινωνικής ευθύνης, στο βαθμό που κάνουμε το δημόσιο τομέα μοχλό της ανανέωσης του παραγωγικού ιστού, των δικτύων και των υποδομών μιας νέας οικονομίας της γνώσης και των υπηρεσιών. Προσλήψεις ναι, αλλά ενταγμένες στη λογική του μετασχηματισμού του δημοσίου τομέα και του κοινωνικού κράτους, ώστε από το κάθε ευρώ του φορολογούμενου να παίρνουμε τη μέγιστη δυνατή κοινωνική αξία.

Οι καμπύλες της αβεβαιότητας

Η ειλικρίνεια του πολιτικού συστήματος, η ειλικρίνειά μας προς τη νέα γενιά απαιτεί να απαντήσουμε ρεαλιστικά, όχι με φαμφάρες, σε τέσσερις ανοδικές καμπύλες χρέους και μάκρο-αβεβαιότητας που πλήττουν ιδιαίτερα τη νέα γενιά: δημόσιο χρέος, ακάλυπτο ασφαλιστικό «χρέος», περιβαλλοντικό «χρέος», ανεξέλεγκτο κόστος υγείας. Όσο δεν το κάνουμε οι κορώνες για τη γενιά των 700€ είναι κάλπικες. Πολλοί μάλιστα θεωρούν προοδευτικό να δανειζόμαστε ουσιαστικά από τη νέα γενιά αυξάνοντας αλόγιστα τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.

Η παραγωγικότητα

Έχουμε υπολογίσει ότι για να παράγουμε κοινωνικό πλούτο που θα φτάσει για όλες τις γενιές θα χρειαστεί, με βάση μια εύλογη αύξηση στο ποσοστό απασχόλησης, μια μέση αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά ώρα τα επόμενα 20 χρόνια της τάξης του 2,5% - 3%. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Δηλαδή, το βαθύτερο μυστικό του ασφαλιστικού βρίσκεται πέρα από το στενό πυρήνα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Βρίσκεται στην εκπαίδευση και κατάρτιση, την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια της οικονομίας, τη σύγχρονη αγορά εργασίας. Όταν αδιαφορούμε γι’ αυτούς τους παράγοντες υπονομεύουμε τις προοπτικές της νέας γενιάς.

Καλύτερες θέσεις εργασίας

Περισσότερες, καλύτερες, βιώσιμες θέσεις εργασίας στους νέους μπορεί να εξασφαλίσει το σταδιακό πέρασμα σε μια νέα δυναμική οικονομία της γνώσης και των υπηρεσιών. Είναι όμως αυτό δυνατό να συμβεί αν δε δημιουργούμε ένα οικονομικό παραλληλόγραμμο της καινοτομίας που στις τέσσερις κορυφές του θα βρίσκονται τα Πανεπιστήμια – ΤΕΙ και τα ερευνητικά ιδρύματα, το κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ανερχόμενες μικρές και μεσαίες;

Είναι δυνατό να συμβεί αυτό με νοοτροπίες που θεωρούνται αριστερές ενώ είναι αντιδραστικές και οπισθοδρομικές και ενοχοποιούν τη σύνδεση της εφαρμοσμένης έρευνας με την πραγματική οικονομία και την εμπορική αξιοποίηση των όποιων αποτελεσμάτων της έρευνας;

Είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μια δυναμική οικονομία που δίνει καλές θέσεις εργασίας, αν δεν υλοποιήσουμε σχετικά γρήγορα όλα τα αναγκαία μέτρα για να φέρουμε την Ελλάδα στην πρώτη κατηγορία χωρών για ίδρυση και πρώτη ανάπτυξη επιχείρησης ιδιαίτερα μικρομεσαίας που δίνει το μεγαλύτερο ποσοστό νέας απασχόλησης;

Είναι δυνατό να συμβεί αυτό με συστηματική απαξίωση της νέας επιχειρηματικότητας αντί να δημιουργήσουμε ένα νέο ζωτικό χώρο γι' αυτήν ανοίγοντας τον ανταγωνισμό, σπάζοντας τις κλειστές και καρτελοποιημένες καταστάσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, δημιουργώντας ρήγματα στο κρατικο-ολιγαρχικό σύμπλεγμα που τα θέλει όλα δικά του και δημιουργεί ασφυξία στους νεοεισερχόμενους στους κλάδους της οικονομίας;

Σίγουρα επίσης δε μπορούμε να το καταφέρουμε αν δεν εξαλείψουμε τις γκρίζες ζώνες στην αγορά εργασίας σε βάρος των νέων, αν δεν υπερβούμε τα άκαμπτα ιεραρχικά, ηλικιακά κριτήρια αμοιβής και ανάδειξης στις θέσεις ευθύνης.

Μια διπλή αποτυχία

Η γρήγορη υπερμαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σαν ανταπόκριση στις προσδοκίες της κοινωνίας αλλά με υποχρηματοδότηση και μέτριο έως χαμηλό επίπεδο διδασκαλίας συν τη μαζική εξαγωγή φοιτητών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ταυτόχρονα και στην προσφορά και στη ζήτηση πτυχιούχων.

Η υποτιθέμενη ελεύθερη πρόσβαση και εξισορρόπηση του συστήματος στον χαμηλότερο παρανομαστή θα χαλαρώσει περεταίρω τον ήδη χαλαρό δεσμό εκπαίδευσης και επαγγελμάτων. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε μια διπλή αποτυχία. Και των θεσμών της κατάρτισης και της οικονομίας ειδικά της εργοδοσίας να αξιοποιήσει τις γνώσεις και τις φιλοδοξίες των νέων.

Δεν υπάρχει και δε μπορεί να υπάρξει αυτόματη σύνδεση των τυπικών εκπαιδευτικών προσόντων με την καλά αμειβόμενη εργασία. Ασφαλώς δε θα πάμε σ' έναν υπερπρογραμματισμό σοβιετικού τύπου αλλά αντί για κροκοδείλια δάκρυα για τη γενιά των 700 ευρώ πρέπει να προγνώσουμε ρεαλιστικά ποιες γνώσεις και ικανότητες θα δίνουν μεσομακροπρόθεσμα περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίες στις νέες γενιές.

Χρήμα συν αλλαγές στην εκπαίδευση

Είναι υποκρισία να κλαψουρίζουμε για τη γενιά των 700 ευρώ και να μην παίρνουμε θέση στο διπλό ζήτημα: «χρήμα συν αλλαγές στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια – ΤΕΙ» και να συμβιβαζόμαστε με εκπαιδευτικά ιδρύματα κάτω από τα αναγκαία στάνταρντ ποιότητας πράγμα που οξύνει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες; Είναι υποκρισία να κλείνουμε τα μάτια στις μεγάλες εκπαιδευτικές ανισότητες, τα άνισα επίπεδα σχολικής επίδοσης από περιοχή σε περιοχή, από συνοικία σε συνοικία της ίδιας πόλης, από σχολείο σε σχολείο ακόμα και για τα ίδια επίπεδα δημόσιας δαπάνης (neighbourhood effect). Το χρήμα είναι σημαντικό αλλά μόνο του δε δουλεύει. Είμαστε ψεύτικοι φίλοι της νεολαίας και θλιβεροί υπερασπιστές του status quo και της στασιμότητας όταν, με διάφορα προσχήματα, αρνούμαστε την εξακρίβωση της προστιθέμενης γνώσης που παρέχουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, της ποιότητας της διδασκαλίας και έρευνας, του κύρους τους στη διεθνή κατάταξη, των επιστημονικών και επαγγελματικών προοπτικών των αποφοίτων τους, καθώς και της κοινωνικής ανέλιξης των νέων πτυχιούχων από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα.

***
Εδώ σταματώ προς το παρόν. Ήθελα ακόμα να μιλήσω για τις ηλικιακές διαστάσεις της ακρίβειας και του πληθωρισμού, για μια πιο φιλική προς τους νέους αγορά ακινήτων, για τη μείωση της στρατιωτικής θητείας πρώτα στους 10 μήνες και μετά στους 8 μέσα από μια ριζική ανασυγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων...για...για... Ας αρχίσουμε όμως τη συζήτηση και προπαντός τις πρακτικές απαντήσεις και μετά βλέπουμε...

*Ο Μίμης Ανδρουλάκης είναι συγγραφέας και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του Ιστολόγιο τη Δευτέρα 7 Απριλίου 2008.

Monday, April 7, 2008

Δώστε το πόρισμα για τα εργασιακά στη δημοσιότητα

Εδώ και μερικές μέρες διαβάζουμε στον Τύπο ότι η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τον εκσυγχρονισμό της εργασιακής νομοθεσίας, με επικεφαλής τον καθηγητή εργατικού δικαίου του ΑΠΘ Ιωάννη Κουκιάδη, παρέδωσε το τελικό της πόρισμα, ένα κείμενο 240 σελίδων, στην υπουργό απασχόλησης Φ. Πετραλιά, ήδη από τις 26 Μαρτίου 2008.

Το πρόβλημα είναι ότι για πόρισμα διαβάζουμε και πόρισμα δε βλέπουμε. Σε συνέντευξή του στην Ημερησία του Σαββάτου ο κ. Κουκιάδης επισημαίνει ότι "κατ' αρχήν χρειάζεται να δοθεί η Έκθεση στη δημοσιότητα και οι θέσεις που διατυπώνουμε να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ανοικτού διαλόγου. Για να υπάρχει αποτέλεσμα, θα πρέπει τα κόμματα, τα συνδικάτα και οι εργοδοτικές οργανώσεις να τοποθετηθούν αντιπροτείνοντας, για κάθε θέμα χωριστά, τις δικές τους πλήρως αιτιολογημένες προτάσεις. Θα πρέπει, τέλος, να υπάρχει άνεση χρόνου, τουλάχιστον ένα 6μηνο, πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις."

Λοιπόν, δώστε επιτέλους το πόρισμα στη δημοσιότητα να το διαβάσουμε, να ενημερωθούμε και να διατυπώσουμε την άποψη μας.

Παρακάτω ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Ιωάννη Κουκιάδη στο δημοσιογράφο της Ημερησίας Γιώργο Γάτο, καθώς και παλιότερη συνέντευξη (22-4-2007) του ιδίου στο δημοσιογράφο της εφημερίδας Μακεδονία Θεόφιλο Σιχλετίδη.

Η συνέντευξη στην Ημερησία έχει ως εξής:

Η νομοθεσία για τις εργασιακές σχέσεις χρειάζεται πράγματι «προσαρμογή» και «εκσυγχρονισμό», όπως σημειώνετε στο πόρισμα που παραδώσατε στην κυβέρνηση;

«Σε όλη της Ευρώπη, σε όλες τις χώρες, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις γίνονται, είτε το θέλουμε είτε όχι. Το θλιβερό, μάλιστα, είναι πως οι αλλαγές γίνονται με την επιρροή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που δείχνει τα αδιέξοδά του με την αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Αυτό που υποστηρίζω και αποτυπώνεται στην έκθεση που παραδώσαμε στην υπουργό Απασχόλησης είναι ότι οι αλλαγές θα πρέπει να είναι ελεγχόμενες, να υπάρξει μια απάντηση στην απελευθέρωση της αγοράς με την ενεργοποίηση του κοινωνικού κράτους και με κεντρικό στόχο να μειωθεί η εντεινόμενη ανασφάλεια για τον εργαζόμενο. Αυτό είναι και το ζητούμενο των παρεμβάσεων - προτάσεων που κάνει η Επιτροπή με άξονα τις προκλήσεις- θέσεις που έθεσε σε όλες τις χώρες, και στη δική μας τη χώρα, η Ε.Ε. με την Πράσινη Βίβλο για την flexicurity».

Πώς μπορούν να συνδυαστούν, στις νέες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις και η ασφάλεια για τον εργαζόμενο;

«Οι εργασιακές σχέσεις έχουν εξελιχθεί και στην αγορά εργασίας έχει δημιουργηθεί στη θέση των μισθωτών, μια νέα...γενιά ευέλικτα εργαζόμενων και αυτοαπασχολούμενων. Χρειάζεται να υπάρξει προστασία για αυτή τη γενιά των εργαζομένων και μια σταδιακή και μετρημένη μεταφορά σε αυτούς των εργασιακών δικαιωμάτων που ισχύουν για τους υπόλοιπους. Να δικαιούνται την άδειά τους και τα επιδόματα ανεργίας αν απολέσουν τη θέση εργασίας τους, να κατοχυρώνονται έναντι των εργοδοτών. Για τα θέματα αυτά οι λύσεις μπορούν να βρεθούν μέσα από διάλογο και διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων και, οπωσδήποτε, μέσα από την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας».

Εισηγείστε και την εφαρμογή ελαστικών ωραρίων, αλλά σε διαφορετική βάση από εκείνη που προέβλεψε η κυβέρνηση. Με ποιο σκεπτικό και σε ποια κατεύθυνση;

«Ο νόμος που ψηφίστηκε έχει αδρανοποιηθεί πλήρως γιατί δεν στηρίχθηκε σε προηγούμενη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Προτείνουμε την αλλαγή του νόμου αυτού και την εφαρμογή των ελαστικών ωραρίων κατόπιν συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις και, φυσικά, με κίνητρα προς τους εργαζόμενους. Μόνο έτσι θα μπορέσει να λειτουργήσει ο θεσμός υπέρ των επιχειρήσεων και των εργαζομένων».

Στο στόχαστρο σας βάζετε και τη «μαύρη» εργασία. Πιστεύετε ότι μπορεί να περιοριστεί;

«Η αδήλωτη εργασία αποτελεί μια μεγάλη πληγή για την ελληνική οικονομία και το ασφαλιστικό μας σύστημα αν αναλογιστεί κανείς ότι αγγίζει το 20% του ΑΕΠ. Θα έπρεπε, λοιπόν, να αποτελεί προτεραιότητα όλων των μέτρων πολιτικής καθώς και των συνδικάτων. Δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που δεν θέλουν να καταπολεμηθεί γιατί όλοι κάτι...κερδίζουν. Εισηγούμαστε μέτρα τα οποία είναι απολύτως αναγκαία. Ωστόσο, χρειάζεται βούληση, καθώς και η πρόβλεψη συγκεκριμένων στόχων, ανά έτος, για τον περιορισμό του φαινομένου».

Μετά την αρνητική εμπειρία που καταγράφηκε στη διαδικασία του διαλόγου για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, τι είδους διάλογο συνιστάτε στην κυβέρνηση να οργανώσει για τη μεταρρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις και την εργατική νομοθεσία;

«Κατ αρχήν χρειάζεται να δοθεί η Έκθεση στη δημοσιότητα και οι θέσεις που διατυπώνουμε να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ανοικτού διαλόγου. Για να υπάρχει αποτέλεσμα, θα πρέπει τα κόμματα, τα συνδικάτα και οι εργοδοτικές οργανώσεις να τοποθετηθούν αντιπροτείνοντας, για κάθε θέμα χωριστά, τις δικές τους πλήρως αιτιολογημένες προτάσεις. Θα πρέπει, τέλος, να υπάρχει άνεση χρόνου, τουλάχιστον ένα 6μηνο, πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις».

Δεν μπορεί να αλλάξει το όριο του 2%
Ανάμεσα στα «ακανθώδη» - και προς μεταρρύθμιση - θέματα είναι αυτό του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων και του ύψος των αποζημιώσεων. Τι ακριβώς προτείνετε;

«Οι ομαδικές απολύσεις, όπως γνωρίζετε, γίνονται παρά τον περιορισμό του 2% που έχει τεθεί. Στις άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν υπάρχει διοικητική παρέμβαση, όπως γίνεται στη χώρα μας όπου, όμως, εγκαταλείπεται στην...τύχη του ο απολυμένος - άνεργος, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ε.Ε. Εμείς δεν εισηγούμαστε να αυξηθεί το όριο των ομαδικών απολύσεων. Το 2% δεν μπορεί να αλλάξει, για συνδικαλιστικούς και πολιτικούς λόγους. Αυτό που η Επιτροπή εισηγείται και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι να υπάρξει μέριμνα για όσους απολύονται και ο άνεργος να θεωρείται εν δυνάμει εργαζόμενος. Το επίδομα ανεργίας μπορεί και πρέπει να μετατρέπεται σε επίδομα εργασίας και κατάρτισης».

Και για το θέμα της μείωσης των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης;

«Οι αποζημιώσεις είναι δικαιολογημένα πιο αυξημένες στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις αντίστοιχα καταβαλλόμενες στις άλλες χώρες - μέλη της Ε.Ε., γιατί οι ατομικές απολύσεις εδώ είναι... ελεύθερες. Δεν είναι αιτιολογημένες, όπως συμβαίνει στην χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, στις οποίες καταβάλλεται στον απολυόμενο μικρότερο ποσό αποζημίωσης έναντι της παρεχόμενης μεγαλύτερης αυτής ασφάλειας και των εγγυήσεων. Η μείωση του ύψους των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης στη χώρα μας θα πρέπει, επομένως, να συνδυαστεί με την ενίσχυση της ασφάλειας, της φροντίδας του απολυομένου».


Η συνέντευξη στην εφημερίδα Μακεδονία (22-4-2007) έχει ως εξής:

Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μία συζήτηση για την επισφαλή γενιά των 700 ευρώ. Είναι, κ. καθηγητά, αυτό το μέλλον για τους νέους εργαζόμενους στην Ελλάδα;

Το μέλλον της εργασίας θα εξελιχθεί με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς, με τους οποίους αναπτύχθηκε η μισθωτή εργασία τον 20ό αιώνα. Πάντως στη θέση εκείνων που υποστηρίζουν το τέλος της εργασίας η απάντηση όσων πιστεύουν στον πολιτισμό της εργασίας είναι η μεγαλύτερη απελευθέρωση της εργασίας από τις εξαρτήσεις του παρόντος, την οποία υπαινίσσεται και ο Αριστοτέλης, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της τεχνολογίας.

Βέβαια στο άμεσο μέλλον οι επερχόμενες ανατροπές στις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου συνοδεύονται από χειροτέρευση των όρων εργασίας και αύξηση αβεβαιοτήτων που διασπάει την παλιά συνοχή όχι μόνο της κοινωνίας στο σύνολό της αλλά και της ίδιας της εργατικής τάξης.

Γι' αυτό το πρώτο ζητούμενο από το συνδικαλιστικό κίνημα και τις πολιτικές δυνάμεις που πρόσκεινται στην εργασία είναι η επανεύρεση της χαμένης αλληλεγγύης με βάση τους νέους γενικούς κοινωνικούς κινδύνους που την απειλούν και η ανασύνταξη του χάρτη των διεκδικήσεων που παραμένει προσκολλημένος στα ξεπερασμένα στερεότυπα του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής.

Ήδη όσες κοινωνίες αποτόλμησαν να αναγνωρίσουν τις αναπόφευκτες ανακατατάξεις έχουν δείξει σημάδια ξεπεράσματος των επισφαλειών που γνωρίζει η λεγόμενη γενιά των 700 ευρώ. Στην κορυφή των νέων διεκδικήσεων πρέπει να τοποθετηθεί το δικαίωμα στη γνώση, που αποτελεί το μοναδικό μέσο εξόδου από την ανειδίκευτη εργασία, η οποία δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα ανασφάλειας.

Ο κόσμος της εργασίας πρέπει να περιμένει κάτι θετικό από την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβούλευση για την Πράσινη Βίβλο της Εργασίας;

Η πρωτοβουλία θεωρήθηκε από πολλούς ως στημένη παγίδα, που έχει αποκλειστικό σκοπό την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, που σε μια ακραία εκδοχή φτάνει μέχρι την πλήρη κατάργηση των δικαιωμάτων εργασίας.

Οι ανησυχίες αυτές δεν είναι μετέωρες, γιατί είναι αλήθεια ότι οι προτάσεις της Ε.Ε. έχουν δύο μεγάλες ελλείψεις: δεν περιέχουν όλες τις αλήθειες και δεν αποκαλύπτουν πλήρως τις τελικές προθέσεις. Θα ανέμενε κανείς από αυτές να δώσουν την εικόνα ενός ολοκληρωμένου νέου κοινωνικού προτύπου εργασιακών σχέσεων ως εναλλακτική λύση απέναντι στο αμερικανικό πρότυπο και να εκφράσουν την πεποίθηση για την αξιολογική του υπεροχή.

Όμως, παρ' όλες αυτές τις ελλείψεις, η πρωτοβουλία αυτή της Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική ευκαιρία για τους κοινωνικούς εταίρους να προσδιορίσουν μια δική τους συνολική πρόταση απέναντι στα καθοριστικά νέα φαινόμενα, όπως είναι οι ανατροπές στην οργάνωση του κεφαλαίου, η υποκατάσταση της παραδοσιακής κλειστής επιχείρησης, στην οποία από τη μία πόρτα έμπαινε το προϊόν και από την άλλη έβγαινε, από τα δίκτυα επιχειρήσεων με τις πολλαπλές μορφές συνεργασίας, με μισθωτούς χωρίς εργοδότες ή με επιχειρήσεις με μισθωτούς με εξωγενείς εργοδότες, η αχρήστευση των μεσαίων στελεχών, που ανατρέπει τις παραδοσιακές προσδοκίες για σταδιοδρομία, η εγκατάλειψη της μαζικής μισθωτής εργασίας, η υποκατάστασή της από τη νέα γενιά αυτοαπασχολουμένων.

Μέχρι σήμερα τα συνδικάτα αλλά και οι εργοδότες τα αντιμετωπίζουν όλα αυτά περιστασιακά, χωρίς να δίνουν το περίγραμμα μιας συνολικής πρότασης για το σύνολο των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου, με αποτέλεσμα όλοι, των πολιτικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων, να κινούνται στον κόσμο των συγχύσεων.

Ασφάλεια και ευελιξία, δύο έννοιες ανταγωνιστικές, με την ευελιξία να κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Μπορούν να συνυπάρξουν, μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ενός νέου κοινωνικού μοντέλου για την Ευρώπη;

Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο. Η αντιφατικότητα είναι αναμφίβολη σε
μια δεδομένη προσέγγιση, αυτή που προβάλλουν οι νεοφιλελεύθεροι και σημαντική μερίδα του κεφαλαίου, που αναζητά ένα πρότυπο εργασιακών σχέσεων πλήρως εμπορευματοποιημένο, με ενσωματωμένη αποκλειστικά την οικονομική αποτίμηση, την εξομοίωση της εργασίας με οποιαδήποτε πρώτη ύλη, με τη θεώρηση της ανταγωνιστικότητας καθαρού κόστους, τη μονοδιάστατη ανταγωνιστικότητα, ως τη μόνη μορφή αξιόπιστης ανταγωνιστικότητας, στη βάση της αρχής ότι η ύπαρξη κανόνων εργασίας παράγει ανεργία.

Δεν είναι αντιφατική στην αντίληψη ότι η εξυπηρέτηση των νέων μορφών οργάνωσης του κεφαλαίου μπορεί να αγνοεί τους κοινωνικούς όρους. Ήδη η Ε.Ε. έκανε το πρώτο βήμα με το να δέχεται ως βάση συζήτησης την ισορροπία ευελιξίας και ασφάλειας. Το βήμα αυτό μπορεί να ολοκληρωθεί με την αντιπρόταση ότι δεν νοείται ευελιξία χωρίς προηγουμένη διασφάλιση των δικαιωμάτων εργασίας. Η μέχρι σήμερα πείρα έδειξε ότι η διαπραγμάτευση νέων δικαιωμάτων εργασίας και η αναγνώριση αντισταθμισμάτων είναι συμβατές έννοιες με την ευελιξία.

Πώς θα μπορέσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να πάψει να θεωρεί την εργασία αποκλειστικά οικονομικό μέγεθος;

Αυτό θα γίνει αργά ή γρήγορα από τη στιγμή που το ευρωπαϊκό κεφάλαιο θα πάψει να είναι παγιδευμένο στις επιλογές του αμερικανικού κεφαλαίου και συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο δρόμος για την ευρωπαϊκή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα περνά μέσα από την αναβάθμιση της ποιότητας των σχέσεων εργασίας.

Η εμμονή του στην επαναεμπορευματοποίηση της εργασίας θα το οδηγήσει σε νέες ριζικές αμφισβητήσεις, τη στιγμή που η αμοιβαία αναγνώριση δικαιωμάτων εργασίας και κεφαλαίου αποτελεί το μεγάλο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Βέβαια όλα αυτά πρέπει να συνοδευτούν από την πλήρη ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος, θα έλεγα από μηδενική βάση, με νέες δομές, νέους ξεκάθαρους στόχους και επιλογές ευθυγραμμισμένες με τις αναδυόμενες νέες παραγωγικές σχέσεις.

Ποιος είναι ο ρόλος της ειδικής επιστημονικής επιτροπής που συγκρότησε το υπουργείο Απασχόλησης και όρισε εσάς πρόεδρό της;

Η επιστημονική μας επιτροπή έχει ως έργο να μελετήσει τα προβλήματα, νομικά και κοινωνικά, που ανέδειξε η μέχρι σήμερα νομοθεσία για τις ελαστικές σχέσεις, να εξετάσει αντίστοιχες ρυθμίσεις άλλων κρατών της Ε.Ε., καθώς και τις προτάσεις που θα καταθέσουν τα 27 κράτη-μέλη και να προβεί σε προτάσεις προς την πολιτική ηγεσία, προκειμένου αυτή να διατυπώσει τις δικές της θέσεις στην Ε.Ε. Θα πρέπει να γνωρίζουν εργαζόμενοι και επιχειρηματίες ότι ουσιαστικά όλες οι βασικές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και στα ασφαλιστικά θέματα θα εστιασθούν στις επιλογές που θα αποφασισθούν όταν θα ολοκληρωθεί η συζήτηση για την πράσινη βίβλο. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά για αμφισβητήσεις.